Κωστής Ι. Αιλιανός
Ο Μέττερνιχ, ο Καποδίστριας και η Γένεση της Ελλάδος, 1825 – 1831
(Μέρος Α΄)
Η εικόνα του Μέττερνιχ στην ελληνική ιστοριογραφία είναι πολύ μελανή. Είναι κυρίως γνωστός για την αρχική καταπολέμηση της Επαναστάσεως και την πάγια αντιπαλότητά του με τον Καποδίστρια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι οι ιστορικοί δεν ενέκυψαν πιο διεξοδικά στην στάση του μετά την πρώτη φάση του Απελευθερωτικού Αγώνα. Και τούτο παρά το γεγονός ότι, για τον αυστριακό καγκελλάριο η διαχείριση του Ελληνικού ζητήματος, όπως πολλές φορές παρεδέχθη, ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά που αντιμετώπισε στην μακρά του σταδιοδρομία, το πρόβλημα του αιώνος, ουσιώδης διάσταση του Ανατολικού Ζητήματος, εφ’ όσον από αυτό εξηρτάτο η ύπαρξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και η ειρήνη στην Ευρώπη.[1] Νεώτερες αναλύσεις της προσωπικότητός του και της πολιτικής του ρίχνουν ένα διαφορετικό φως στον τρόπο που αντιμετώπισε την γένεση του ελληνικού κράτους, αλλά και τον ίδιο τον κυβερνήτη.[2] Η παρούσα μελέτη μου βασίζεται όχι μόνον στις νεώτερες αναλύσεις που προανέφερα, αλλά και στις υπάρχουσες, κυρίως τις αυστριακές, δημοσιευμένες πηγές.[3]

Η ιστορία του πρίγκιπος Clemens von Metternich και του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια αποτελούν χρονικά βίους παραλλήλους αλλά συγχρόνως αντιπαραθετικούς. Συνομήλικοι και από άλλη χώρα από αυτήν την οποία υπηρέτησαν, ο πρώτος γεννήθηκε το 1773 στο Coblenz της Ρηνανίας, από οικογένεια με ρίζες στην περιοχή, δηλ. σε γερμανικά εδάφη μη αυστριακά[4], ο δεύτερος το 1776 στα Ιόνια νησιά, την Κέρκυρα. Πολιτικοί άνδρες και οι δύο, η πολιτική τους φιλοσοφία ήταν διαμετρικά αντίθετη. Ο πρώτος συντηρητικός, εχθρικός προς τα ιδανικά της Γαλλικής επαναστάσεως, ο δεύτερος φιλελεύθερος. Ο πρώτος ήθελε να κραταιώσει την δεύτερη πατρίδα του, την Αυστριακή αυτοκρατορία, καθιστώντας την το κέντρο της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Ο δεύτερος είχε όραμά του την δημιουργία της δικής του πατρίδας, την απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό. Υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας από το 1809 ο Metternich, καγκελλάριος λίγο αργότερα, υπουργός Εξωτερικών από το 1815 της ισχυρής Ρωσσικής αυτοκρατορίας, ο Καποδίστριας.[5] Κοινό χαρακτηριστικό του βίου τους, η αντιπαλότης τους σε βασικές ιδέες διαχειρίσεως της διεθνούς πολιτικής ζωής αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Ο Metternich, ηγέτης μιάς πολυεθνικής οντότητος, επεδίωξε, αν και δεν επέτυχε, με ένα ομοσπονδιακό σύστημα να τονώσει το αίσθημα των εθνοτήτων της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.[6] ο Καποδίστριας εμάχετο για την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους από την πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο καγκελλάριος, υπό το φως των εθνικιστικών και επαναστατικών εξάρσεων του 1848, φοβόταν ότι θα δολοφονηθή.[7] Βίαια, εν τέλει, υπήρξε η ανατροπή του. Ο κυβερνήτης δολοφονήθηκε εν μέσω αναρχίας![8] Κοινό χαρακτηριστικό αμφοτέρων: η «μείζων πεποίθησις επί του αλαθήτου και του αναμαρτήτου»! [9]


Η συνεισφορά αυτή, με την ευκαιρία των 200 ετών από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνος της Ελλάδος, δεν θα εστιασθή στην, γνωστή εν πολλοίς, ιδεολογική συγκρουσιακή πορεία Καποδίστρια-Μέττερνιχ από την σύμπτωσή τους στην διεθνή αρένα από το Συνέδριο των Παρισίων, 1813 και μετά. Ο καγκελλάριος θεωρούσε ότι ο υπουργός του τσάρου «περνάει την ζωή του στο να προσπαθεί να [τον] θέτει στο περιθώριο».[10] Η αντιπαλότης αυτή συνεχίστηκε μέχρι το συνέδριο του Λάυμπαχ και την παραίτηση, το 1822, του Καποδίστρια από τον υπουργικό του θώκο. Όταν όμως πλέον διεγράφετο η προοπτική δημιουργίας Ελληνικού κράτους και ο Καποδίστριας εξελέγη κυβερνήτης της χώρας, η στάση του Metternich απέναντί του ιδίου αλλά και μιάς ελεύθερης Ελλάδος παρουσιάζει μια ουσιαστική μετάπτωση προς μία πραγματιστική αξιολόγησή των νέων δεδομένων. Αυτή την μετάπτωση θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω, από την εκλογή του κερκυραίου κόμη ως κυβερνήτου της χώρας, τον Απρίλιο 1827, μέχρι την δολοφονία του, τον Οκτώβριο 1831 (ν.η.), με τα αναγκαία πρόσθετα χρονικά περιθώρια. Με την ελπίδα ότι οι σχέσεις Αυστρίας-Ελλάδος θα μπορέσουν να ξεπεράσουν ιδεοληψίες που τις εβάρυναν καθ’ όλο τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνος.[11]
Ως διοργανωτής της τρίτης αντι-ναπολεοντείου Συμμαχίας, ο Metternich έθεσε τις βάσεις της Ευρωπαϊκής ταυτότητός του. «Θεωρούσε την Ευρώπη, ένα χώρο που ανήκε στις πέντε κύριες Δυνάμεις και έπρεπε να διέπεται από το διεθνές δίκαιο, ένα χώρο στον οποίο οι πέντε δυνάμεις έπρεπε να παραμένουν σε ισόρροπες μεταξύ τους σχέσεις και να χαίρουν ίσων δικαιωμάτων».[12] Οι Δυνάμεις κύριο ρόλο είχαν να εξασφαλίζουν την διαρκή ειρήνη και σταθερότητα. Οι αρχές αυτές θα ακολουθούσαν τον Metternich στην μελλοντική του, πολιτική, πορεία. Κύρια αιχμή για αυτόν αποτελούσε η αποτροπή εδαφικής επεκτάσεως της Ρωσσίας προς νότον ή ακόμη και αναπτύξεως της επιρροής της, εφ’ όσον θα ανέτρεπε την ζητούμενη μόνιμη ισορροπία. Αλλά οι ίδιες φοβίες έναντι της Ρωσσίας χαρακτήριζαν και τις άλλες Δυνάμεις. Η προσπάθεια, εν τούτοις, του καγκελλαρίου, η οποία έβαινε προς την αυτή κατεύθυνση, με άλλα λόγια το σύστημα της Βιέννης να καλύψει και την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ευοδώθηκε.
Στο πλαίσιο της αντι-ναπολεοντείου θεωρήσεώς του και της προωθήσεως συμμαχιών, ο Metternich θεωρούσε αναγκαία την διατήρηση του status quo, τόσο μάλλον που η Οθωμανική αυτοκρατορία παρουσιαζόταν ως το επόμενο θύμα της λαίλαπας του Ναπολέοντος.[13] Για την Αυστρία, η ακεραιότης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούσε αξίωμα.[14] Διότι με την τυχόν διάλυσή της θα διεκυβεύοντο ουσιώδη αυστριακά συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά, σε ευαίσθητες περιοχές κατά μήκος των μακρών συνόρων των δύο αυτοκρατοριών, ιδίως εάν η Ρωσσία εκμεταλλευόταν την συγκυρία αυτή.[15] Η Ελληνική επανάσταση θα μπορούσε να ανατρέψει το σύστημα του Metternich, εφ’ όσον προσέβλεπε ακριβώς στην δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητος εκ της σαρκός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επεδίωκε μία λύση μέσω παραχωρήσεων εκ μέρους της Πύλης, επειδή φοβόταν ότι η Ελληνική υπόθεση θα μπορούσε να εξελιχθή σε γενικευμένη πολεμική εμπλοκή.
Η υπερφίαλη και, εν πολλοίς, πλήρης αυτοπεποιθήσεως προσωπικότης του Metternich αναμφισβήτητα εσφράγισε την εποχή του. Η παρουσία του επί 40 σχεδόν χρόνια επικεφαλής της αυστριακής διπλωματίας, με την σταθερότητα και την συνέπεια των απόψεών του, συνέβαλε στην διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη, και μετά την ανατροπή του, επί ένα περίπου αιώνα.[16] Αντίθετος προς τον πόλεμο, είχε στόχο «να υπηρετήσει την ειρήνη και το καλώς έχειν των εθνών».[17] Η επίτευξη αυτού του στόχου αποτελούσε την κύρια παράμετρο της πολιτικής του, μέσω μιας ψυχρής και αποστασιοποιημένης αλλά πραγματιστικής θεωρήσεως των διεθνών εξελίξεων, χωρίς πάθος και συναισθηματισμούς, με επίκεντρο την εξυπηρέτηση των ευρύτερων Αυστριακών συμφερόντων.[18] Ας σημειωθεί ότι η πεποίθησή του για την ειρήνη προήρχετο και από την απέχθεια που του δημιούργησαν οι καταστροφές του πολέμου και ο ανθρώπινος πόνος, από τις εικόνες που έζησε ο ίδιος από κοντά κατά την διάρκεια των ναπολεοντείων πολέμων.[19]

Ο Metternich, αμφιλεγόμενος από ορισμένους ιστορικούς, ακολούθησε από την αρχή της σταδιοδρομίας του θέσεις αρχών. Μεταξύ αυτών και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου, όπως αυτό διεμορφώνετο τότε. Πιθανόν επηρεασμένος εν πολλοίς και από το ρητό τού οικογενειακού οικοσήμου “Kraft im Recht” (Δύναμις εν τω Δικαίω/δια του νόμου). Η μέριμνά του για το μέλλον της ασθενικής οικονομικά και στρατιωτικά Αυστρίας, μετά την μακρά αναστάτωση της Ευρώπης, τον οδήγησε να εγκαθιδρύσει στο Συνέδριο της Βιέννης την νέα παν-ευρωπαϊκή τάξη: με κινητήριο δύναμη το πιστεύω του κατόρθωσε να επιθέσει την σφραγίδα του στις Ευρωπαϊκές εξελίξεις. Όχι πάντα με επιτυχία. Η Ελληνική υπόθεση, πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος, απετέλεσε μια έκδηλη αποτυχία του: παρ’ όλο που « επεδίωξε επί πολλά έτη», στην πρώτη φάση της Επαναστάσεως, δεν κατέστη δυνατόν « να εμποδίσει τον θρίαμβο των Ελλήνων».[20] Και όχι μόνον τούτο, αλλά η Ελλάς, με την δική του, τελικώς, συνεπή παρέμβαση, απεσπάσθη από την Οθωμανική αυτοκρατορία, κλονίζοντας τις σαθρές της βάσεις. Διότι, όπως σαφώς διαφαίνεται, ο Metternich διεκατείχετο από δύο αντίρροπα στοιχεία στην πορεία της πολυετούς ‘Ελληνικής υποθέσεως’: αφ’ ενός από την προσήλωσή του στο Διεθνές Δίκαιο και αφ’ ετέρου από την πραγματιστική του διάθεση να προκαλέσει την εκτόνωση της κρίσεως αποδεχόμενος ακόμη και την ιδέα της ανεξαρτησίας της Ελλάδος.[21]
Ο καγκελλάριος, ο οποίος ηγείτο ενός ετερογενούς και σύνθετου κράτους, θεωρούσε ότι η έννοια της ανεξάρτητης «εθνότητος» αποτελούσε μία επικίνδυνη και απαράδεκτη δύναμη, και ως εκ τούτου η έννοια ενός εθνικού «κράτους» ήταν εξοβελιστέα. Θεωρούσε ότι τα εθνικά κράτη ήταν γενεσιουργά πολέμων, εφ’ όσον η διαμόρφωση και η έκταση της εθνοτικής ομάδος, κατ’ αυτόν, χαρακτηριζόταν από αυθαίρετα κριτήρια. Ας σημειωθή ότι η έννοια του εθνικού κράτους δεν είχε ακόμη εμπεδωθή στην πολιτική φιλοσοφία της εποχής. Έλλειπε, εξ άλλου, η εμπειρία δημιουργίας ενός εθνικού κράτους.[22] Προεξήρχε η έννοια της πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Έτσι, μη όντας εχθρικός προς τις εθνότητες αυτές καθ’ εαυτές, απέβλεψε, σε κάποια περίοδο, στην ισότιμη ενδυνάμωση τους εντός της αυστριακής αυτοκρατορίας. Αυτό το σκεπτικό τον καθοδηγούσε στην προσπάθειά του να πείσει τον σουλτάνο να βελτιώσει, με δική του πρωτοβουλία, τις συνθήκες διαβιώσεως των ελληνικών πληθυσμών, με την παραχώρηση δικαιωμάτων αυτοδιοικήσεως, ώστε να επιτύχει την ειρήνευση των επαναστατημένων Ελλήνων. Είναι εύκολα κατανοητή, ως εκ τούτου, η αρνητικότητα με την οποία ο Metternich αντιμετώπισε την Ελληνική επανάσταση, ως ένα πρώτο βήμα προς την διάσπαση ενός άλλου σύνθετου κράτους, με κίνδυνο την διατάραξη γενικότερα της ειρήνης. Μέσα σε αυτό το σκεπτικό η δημιουργία πολλών μικρών κυριάρχων κρατών έπρεπε να αποσωβηθή πάση θυσία.[23]
H ψυχρή ανάλυση των γεγονότων ήταν αυτή που καθοδηγούσε την κρίση του καγκελλαρίου. Η πολιτική του, αν και δογματική, επικεντρωνόταν στην απόλυτα ορθολογική ανάλυση των καταστάσεων και, ως εκ τούτου, οι προβλέψεις του ήσαν, ως επί το πολύ, ακριβείς.[24] Δεν ήγετο από συμπάθειες ή αντιπάθειες προς τους Έλληνες ή την ιδέα δημιουργίας της Ελλάδος. Η αρνητική αντιμετώπιση του φαινομένου ‘Ελλάς’, ενετάσσετο στο ευρύτερο πολιτικό του πιστεύω. Φοβόταν ότι η Επανάσταση, η πιο επικίνδυνη, τότε, εστία συγκρούσεως, ήταν δυνατόν να δημιουργήσει ρήγμα μεταξύ των πέντε Δυνάμεων.[25] Η εξέλιξη της υποθέσεως δεν τον διέψευσε.
Το 1823 ανέφερε χαρακτηριστικά ότι « η Αυστρία διατηρεί το πλέον άμεσο ενδιαφέρον από κάθε άλλη Δύναμη (στην περιοχή). Τα πολλά σημεία επαφής που έχουμε… τόσο με τους Τούρκους όσο και με τους Έλληνες, οι γεωγραφικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τα εδάφη μας, η επιτυχία του εμπορίου μας και της ναυσιπλοΐας μας μάς οδηγούν αναγκαστικά να αντιμετωπίσουμε την ειρήνευση των οθωμανικών επαρχιών καθώς και την μελλοντική τύχη όλων των περιοχών της Ελλάδος (sic) ως υπόθεση της πλέον υψηλής προτεραιότητος».[26] Αυτό δεν σημαίνει ότι ήθελε την ενδυνάμωση του Ελληνισμού. Είναι ενδεικτική η προτροπή του προς την Πύλη, ακόμη και το 1828, «να μη χρησιμοποιεί [ για τους επαναστάτες] την γενικευμένη ονομασία ‘Έλληνες’… προς αποφυγήν της χιμαιρικής ιδέας συγχωνεύσεως όλων των Ελλήνων σε μία ενιαία εθνική ενότητα».[27] Συνεπώς, και η στάση του έναντι του κινήματος φιλελληνισμού, όχι μόνον στην Αυστρία αλλά γενικώς στον γερμανόφωνο χώρο, υπήρξε ιδιαιτέρως εχθρική. Ιδίως, εφ’ όσον ο φιλελληνισμός, σε κάποια μορφή του, υπέθαλπε ανατρεπτικές τάσεις.[28]
Ήταν ευνόητο, ως εκ τούτου, όταν ξέσπασε το απελευθερωτικό κίνημα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, την ώρα που οι εκπρόσωποι των μεγάλων Δυνάμεων ησχολούντο στο Συνέδριο του Λάυμπαχ κυρίως με επαναστάσεις σε άλλα σημεία της Ευρώπης,[29] ο Metternich να αντιταχθή σ’ αυτό: και οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει κατά της νομίμου εξουσίας. Ο Καποδίστριας, εν τούτοις, με την αποκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη από τον τσάρο Αλέξανδρο, επέτυχε να αποφευχθή η καταδίκη του και να τηρηθή ουδετερότης έναντι της επαναστάσεως που είχε ξεσπάσει στην Πελοπόννησο.
Στο ζήτημα της Ελληνικής Επαναστάσεως, η πολιτική της Αυστρίας, από το 1825 μέχρι την επίλυση του ζητήματος, το 1831, δεν ήταν ευθύγραμμη. Οι σκέψεις του Metternich ορίζοντο από ορισμένες παραμέτρους: την ισορροπία των σχέσεων μεταξύ των Δυνάμεων στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής συγκυρίας και την πολεμική κατάσταση επί του εδάφους. Το πολιτικό εκκρεμές εκινείτο αφ’ ενός, μεταξύ της δυνατότητος διευθετήσεως της εξεγέρσεως με πρωτοβουλία του σουλτάνου – χωρίς την χρήση εξαναγκαστικών μέτρων – με την παράλληλη παραχώρηση διοικητικών δικαιωμάτων στους Έλληνες για την βελτίωση των όρων διαβιώσεώς τους ως υπηκόων του σουλτάνου, και, αφ’ ετέρου, την ανεξαρτησία. Η θέση αυτή κατέστη οριστική μετά την Συνθήκη της 6 Ιουλίου 1827 και την ναυμαχία του Ναυαρίνου, που είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη πλέον ανατροπή της στρατιωτικής ισορροπίας μεταξύ των δύο πλευρών. Ωστόσο συνειδητοποιούσε την δυσχέρεια εφαρμογής της δεδομένου ότι ο σουλτάνος παρέμενε επίμονα προσκολλημένος στην αδυναμία του να αντιληφθή την κατάσταση με πραγματιστική διάθεση, παρά την μακροχρόνια εξέγερση. Πέραν αυτών, στην εξέλιξη της υποθέσεως, ο καγκελλάριος έπρεπε να κινείται στο πλαίσιο της ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δικές τους θέσεις, ιδίως αυτές του τσάρου, ώστε να διατηρήσει την μεταξύ τους ευκταία σύμπνοια και συνεργασία.
Ο Καποδίστριας εξελέγη κυβερνήτης της Ελλάδος στις 14 Απριλίου 1827 από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος. Είχε παραιτηθή από την θέση του ως υπουργού των Εξωτερικών του τσάρου τον Αύγουστο 1822, και είχε αυτό-εξορισθή στην Γενεύη. Με την εκλογή του, ο τσάρος Νικόλαος Α’ δέχθηκε την αποδέσμευσή του από την Ρωσσική υπηρεσία τον Ιούνιο 1827. Αναχωρώντας από την Πετρούπολη, τον Αύγουστο, επεσκέφθη το Λονδίνο[30] και το Παρίσι, αλλά καθ’ οδόν και το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, την Γενεύη, το Τορίνο. Δεν αισθάνθηκε την σκοπιμότητα να επισκεφθή την Βιέννη. Αφίχθη στην Αίγινα, έδρα της Κυβερνήσεως, στις 24 Ιανουαρίου 1828.
Δεν έχει σημειωθή κάποια αντίδραση του Metternich για την εκλογή του.[31] Αν και εξεφράζετο πικρόχολα όταν είχε να τον αντιμετωπίσει ως ανταγωνιστή στα διεθνή fora – όπως και για πολλούς πολιτικούς που διαφωνούσαν με τις δικές του θέσεις[32] – ανεγνώριζε τότε πλέον ότι ο Καποδίστριας ήταν ένας από τους λίγους πολιτικούς που θα μπορούσε να διοικήσει την Ελλάδα.[33] Η στάση του έναντι του τέως αντιπάλου του είχε αμβλυνθή σημαντικά. Σε σημείο που στις αρχές του 1830, τον Καποδίστρια ανέφερε ως τον πλέον κατάλληλο για πρόεδρό μιας ομοσπονδιακής Ελληνικής δημοκρατίας κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών.[34]

Άλλωστε εξαιρετική εντύπωση έκανε ο Καποδίστριας και στον έμπιστο του Metternich και γνώστη των ελληνικών πραγμάτων, τον ταγματάρχη, τότε, Anton Prokesch,[35] κατά την πρώτη δίωρη συνάντησή τους, στις 15 Μαρτίου 1828, λίγο αφού ο κυβερνήτης αφίχθη στην Αίγινα. Ο χαρακτήρας του, η προσωπικότητά του τον συνεπήραν.[36] Κατά τον Prokesch, ήδη με την πρώτη του απόφαση να διορίσει νέα κυβέρνηση, θα επανέφερε την τάξη στην χειμαζόμενη Ελλάδα.[37],[38] Ανεγνώριζε ότι «…αν θα ήταν εφικτή η αναγέννηση της Ελλάδος τότε αυτός ο άνθρωπος θα έκανε δυνατή αυτή την αναγέννηση».[39] Εν τούτοις, η χημεία των δύο ανδρών δεν θα είχε μέλλον. Διείδε ορισμένα αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητός του. Ο Prokesch, πέραν της επιφυλακτικότητός του για τον χαρακτήρα του, την εξάρτησή του από την Ρωσσία που του κατελόγιζε – εφ’ όσον ο τσάρος προώθησε την υποψηφιότητά του στις άλλες δύο Δυνἀμεις – τον κατηγορούσε, αργότερα, για το μίσος που έτρεφε για την Αυστρία.[40]
Ήδη, στις 4 Απριλίου 1826, διασπώντας την μέχρι τότε σύμπνοια μεταξύ των πέντε Δυνάμεων, Αγγλία και Ρωσσία υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως με το οποίο ανελάμβαναν να μεσολαβήσουν αυτές στον σουλτάνο για το Ελληνικό ζήτημα. Η πρωτοβουλία ωφείλετο στον George Canning, υπουργό εξωτερικών, τότε, της Αγγλίας, και είχε σαν στόχο την απόσπαση της Ρωσσίας από την επιρροή της Αυστρίας. Ο Karl Robert von Nesselrode, διάδοχος του Καποδίστρια, συνέβαλε στο να πείσει τον τσάρο να ασχοληθή με την ειρήνευση της Ελλάδος, παρά την μέχρι τότε αρνητική του διάθεση. Ο αυταρχικός τσάρος Νικόλαος δεν ήθελε «η υπόθεση των [΄Ελλήνων] επαναστατών να εμπλακή στις συναλλαγές του με την Οθωμανική Πύλη».[41] Αυτό στο οποίο απέβλεπε το πρωτόκολλο ήταν η δημιουργία μιας αυτόνομης Ελλάδος υποτελούς στην Πύλη. Οι δεσμοί με την Πύλη προεβλέποντο χαλαροί. Στην πράξη, ξεφεύγοντας από την επιρροή του Metternich από την εποχή του Λάυμπαχ και της Βερόνας, ο υπουργός των εξωτερικών του τσάρου ελάμβανε την σκυτάλη από τον Καποδἰστρια, ο οποίος πάντοτε ετάσσετο υπέρ μιας δυναμικής πολιτικής προς την Πύλη. Η πράξη αυτή θα αποτελούσε την απαρχή της περαιτέρω διαδικασίας, η οποία κατέληξε στην ναυμαχία του Ναυαρίνου, δίνοντας νέα, απρόσμενη, ώθηση στην Επανάσταση την στιγμή που υφίστατο καίρια πλήγματα, αλλά και στον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο.


Η εξέλιξη αυτή απεγοήτευσε τον Metternich, αλλά απετέλεσε προεόρτιο της μεταβολής των σκέψεών του για την επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος. Η διάσπαση της γενικότερης συνεννοήσεως Αυστρίας-Αγγλίας αλλά και οι σοβαρές αδυναμίες που, κατά τον Metternich, περιείχε το πρωτόκολλο της 4ης Απριλίου, τον οδήγησαν στο να επανέλθη στην ιδέα που είχε υπορρήτως υποβάλει στις τρεις Δυνάμεις, κατά την διάσκεψη της Αγ. Πετρουπόλεως[42] ένα έτος νωρίτερα, τον Ιανουάριο 1825: της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Τότε, έναντι των προτάσεων της Ρωσσίας περί δημιουργίας τριών αυτονόμων ελληνικών ηγεμονιών, είχε αντιμετωπίσει την «ενδεχόμενη παραδοχή της ιδέας της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, όχι ως μία αναγνώριση de jure (reconnaissance de droit), αλλά ως ένα πραγματιστικό μέτρο ανάγκης, κατευθυνόμενο ως ένα είδος απειλής κατά μίας ανυπέρβλητης αντιθέσεως…» δηλ. στην περίπτωση απορρίψεως των προτάσεων των Δυνάμεων από τον σουλτάνο.[43] Τότε, «στην περίπτωση που η Πύλη δεν εφήρμοζε την απόφαση [των Δυνάμεων] με μέτρα συνετά, αποτελεσματικά και κατάλληλα ώστε να θέσει ένα γρήγορο τέλος στην κατάσταση η οποία δεν συνάδει με την ειρήνη και το καλώς έχειν της Ευρώπης… [οι Δυνάμεις] θα διέβλεπαν την ανάγκη να αποδεχθούν ως έσχατο μέτρο την ανεξαρτησία της Πελοποννήσου και των νήσων του [Αρχιπελάγους].» Ήδη, ο Metternich, ανεγνώριζε τον εθνικό χαρακτήρα της Επαναστάσεως, η οποία «εκάλυπτε το έδαφος ενός τμήματος μιας μεγάλης χώρας… που απέβλεπε στην εθνική και πολιτική της ανεξαρτησία».
Με τις υποθετικές και αμφίσημες εκφράσεις που χρησιμοποίησε στις οδηγίες του προς τον πρέσβυ στην Πετρούπολη, ο Metternich δεν απέβλεπε, βέβαια, στην υιοθέτησή τους. Οι τρεις άλλες Δυνάμεις, εξ άλλου, δεν ήσαν «αρκούντος έτοιμες» να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Απέβλεπε στον εκφοβισμό. Αποτελούσε διπλωματικό διαπραγματευτικό ελιγμό, όπως επέμενε ο Αυστριακός πρέσβυς. Ώστε, ο σουλτάνος να αποφασίσει να θέσει τέλος στην Επανάσταση, δεχόμενος μία εκεχειρία, την οποία θα ακολουθούσε η βελτίωση των συνθηκών διοικήσεως και διαβιώσεώς των Ελλήνων. «Οι οδοί επιβολής επί των Ελλήνων ήταν [για τις Δυνάμεις] από ηθικής και υλικής σκοπιάς απηγορευμένες». Άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο αυστριακός καγκελλάριος ήταν ακόμη έτοιμος να δεχθή ειλικρινά την ανεξαρτησία των Ελλήνων,[44] όταν στις αρχές του 1825 η στρατιωτική κατάσταση απέβαινε εις βάρος τους.
Οι απόρρητες οδηγίες προς τον πρέσβυ στην Πετρούπολη λίγο αργότερα θα διευκρίνιζαν τις διαθέσεις του καγκελλαρίου. Σ’ αυτές διέβλεπε, με την τετραετή επιβίωση της Επαναστάσεως, ότι η λύση θα επετυγχάνετο «είτε εάν η Πύλη κατέβαλλε τους Έλληνες, είτε εάν οι Έλληνες επετύγχαναν μαχόμενοι την ανεξαρτησία τους. Μόνον οι δύο αυτές λύσεις ήταν δυνατές». Η πεποίθηση αυτή του καγκελλαρίου προοιώνιζε την αναθεώρηση των αρχικών θέσεών του αργότερα, ιδίως εφ’ όσον το πρώτο σκέλος των σκέψεών του καθίστατο πρακτικά ανέφικτο. Ωστόσο οι συνθήκες το 1825 δεν ήσαν ακόμη ώριμες για την αποδοχή μιας τέτοιας ανατρεπτικής αποφάσεως.[45] Ο Metternich εχειρίζετο το ζήτημα με την αναγκαία δεξιότητα.
Οι «κρούσεις» του Metternich, ασφαλώς, δεν είχαν στόχο να υιοθετηθούν. Στις αποφάσεις τους, το 1825, οι Δυνάμεις δεν υπερέβαιναν τις κοινές μέχρι τότε κατευθύνσεις τους, δηλ. την δημιουργία κράτους υποτελούς στην Πύλη και την βελτίωση της διοικητικής και κοινωνικής θέσεως των Ελλήνων. Σε μία «ανθρωπιστική», ωστόσο, έξαρση, ο καγκελλάριος παρατηρούσε ότι, δεδομένου ότι μία εκεχειρία δεν θα γινόταν δεκτή από κανένα μέρος, πόσο μάλλον «μετά μια τετράχρονη επανάσταση και επιτυχή αντίσταση εν μέσω ενός φυσικού ενθουσιασμού», η βίαια καταστολή της θα εξισούτο «με την σχεδόν πλήρη καταστροφή των Ελλήνων». Ενώ και από την πλευρά των Δυνάμεων, προσέθετε ρεαλιστικά, ουδεμία θα ήταν διατεθειμένη να κάνει χρήση όπλων κατά των Ελλήνων.[46] Ο όλος χειρισμός του Metternich απέβλεπε, βέβαια, κυρίως στην εξουδετέρωση της ρωσσικής προτάσεως, εφαλτήριο προς ανάμειξη στα πράγματα της Πύλης, αλλά, όπως ειλικρινά ανέφερε, παραλλήλως και στην δημιουργία φόβου στον σουλτάνο για τις συνέπειες μίας ενδεχόμενης απορρίψεως των εισηγήσεων των Δυνάμεων. Οι Δυνάμεις, αποδεχόμενες το γεγονός ότι η Πύλη δεν θα επετύγχανε την καταστολή της Επαναστάσεως, επέλεξαν την πρακτική γραμμή της «μέσης λύσεως» όπως επεδίωκε με υστεροβουλία η Ρωσσία. Ούτε, δηλ., την συνέχιση του αυτού καθεστώτος των Ελλήνων, ούτε, όμως, την ανεξαρτησία.[47] Ας σημειωθή ότι, κατά τον Karl Mendelssohn Bartoldy, ο Metternich επεδίωκε το Ελληνικό Ζήτημα «να λάβη ουχί ημισείαν αλλά τελείαν και ολοσχερή λύσιν».[48]
Πέραν των πρώτων αυτών προώρων μεν αλλά τροχιοδεικτικών σκέψεων της Βιέννης, είναι χαρακτηριστική η αποκάλυψη του Metternich σε επιστολή προς φίλο του διπλωμάτη, στα μέσα Μαΐου 1826, σε ανύποπτο δηλ. χρόνο: «δεν θα επιθυμούσαμε τίποτε περισσότερο από το να βλέπαμε μία Ελληνική αυτοκρατορία ελεύθερη και ανεξάρτητη. Την προτείναμε. Την απέρριψαν.»[49]
Η ανωτέρω ιδιωτική, ανιδιοτελής, εξωτερίκευση, συγκρούεται με την κατάληξη των οδηγιών του Metternich προς τον πρέσβυ στο Λονδίνο, λίγο αργότερα, τον Ιούνιο 1826, με τις de profundis σκέψεις του καγκελλαρίου σχετικά με την αντιμετώπιση μιας ανεξάρτητης Ελλάδος. Την στιγμή, είναι αλήθεια, που οι στρατιωτικές επιτυχίες της Πύλης την περίοδο εκείνη θα «προκαλούσαν την εσωτερική αποσύνθεση της εξεγέρσεως.»
Μετά τις εισαγωγικές παρατηρήσεις για την πορεία των προσπαθειών ειρηνεύσεως της Ανατολής, αμφίθυμος ο ίδιος, έθετε ένα καίριο δίλημμα: «είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς επακριβώς σε τι συνίσταται ο όρος Ελλάς. Την Πελοπόννησο και τις νήσους; Ή όλες τις περιοχές της ευρωπαϊκής Τουρκίας που αποτελούνται κατά πλειοψηφία από χριστιανικούς πληθυσμούς.» Με την σκέψη ότι «η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ελλάδος θα ήταν συνώνυμη με την εκβολή της Τουρκίας από την Ευρώπη [λόγω της συνενώσεως των Ελλήνων που ζούσαν στην περιοχή], η Αυστρία θα ήταν το κράτος που θα έχανε το λιγότερο από μια τέτοια εξέλιξη», προσέθετε: «Την ημέρα που ένα μεγάλο ανεξάρτητο χριστιανικό κράτος θα υποκαθιστούσε την οθωμανική κυριαρχία, το κράτος αυτό θα γινόταν ο φυσικός και πεπεισμένος σύμμαχος μας … Δεν θα ήταν η Αυστρία που θα φοβόταν την νέα Ελληνική αυτοκρατορία’ η κλίση της [της Βιέννης] θα κατευθυνόταν υποχρεωτικά στην επιδίωξη και στην καλλιέργεια της φιλίας της [της Ελλάδος]. Το να μας παρουσιάζουν ως άσπονδους εχθρούς των Ελλήνων και να αποδίδουν τα αίτια του μίσους μας στην ανησυχία που θα προκαλούσε η ανεξαρτησία τους στα δικά μας πολιτικά συμφέροντα, αυτό θα αποτελούσε ένα αφελές σφάλμα…..». Η Αυστρία πάντως, κατέληγε, απορρίπτοντας την λύση της «πολιτικής ανεξαρτησίας», αποβλέπει στην ειρήνευση των επαναστατημένων περιοχών χωρίς χρήση στρατιωτικών μέσων, αλλά μέσω ενός φιλικού διακανονισμού με την επιρροή των Δυνάμεων.[50]

Οι αποστροφές αυτές του Metternich σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές σχέσεις Αυστρίας- Ελλάδος, ασφαλώς εκπλήσσουν. Προοιωνίζουν, εν τούτοις, την μετάπτωση της φιλοσοφίας του καγκελλαρίου, λίγο αργότερα, όταν θα προσπαθήσει να επιτύχει την ταχεία και αποτελεσματική λύση του γόρδιου δεσμού της Ελληνικής Επαναστάσεως με στόχο πάντα την διατήρηση της ειρήνης. Το 1826, όμως, ακόμη προσέβλεπε πρωτίστως στην υποταγή των επαναστατών από τον ίδιο τον σουλτάνο και την παραμονή των επαναστατών υπό την κυριαρχία του. Στο πνεύμα αυτό, ο Anton Prokesch στην πρώτη του αποστολή στην Αίγυπτο, τον Οκτώβριο 1826, ενεθάρρυνε την απόφαση της νέας εκστρατείας, το 1827, του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, δεδομένου ότι δεν ανεμένετο παρέμβαση των Δυνάμεων.[51]
Το διμερές ρωσσο-αγγλικό πρωτόκολλο της 4ης Απριλίου 1826, κατέλαβε τον, κατά τα άλλα οξυδερκή, Metternich εξ απήνης. Δεν είχε υπολογίσει στην δυνατότητα συμπράξεως Πετρουπόλεως-Λονδίνου. Θεώρησε την συμφωνία «τερατώδη», «μεγάλο κακό», «γεμάτη λάθη και ασθενή σημεία», «ένα ψυχολογικό πόλεμο κατά της Πύλης».[52] Κυρίως ήταν διαμετρικά αντίθετη προς την θεωρία του για την νομική τάξη που έπρεπε να διέπει τις διεθνείς σχέσεις. Της καταμαρτυρούσε την πρόθεση χρήσεως εξαναγκαστικών μέτρων κατά του σουλτάνου, την μείωση της κυριαρχίας του δια της αναγνωρίσεως κράτους φόρου υποτελούς, την μεσολάβηση μεταξύ επαναστατημένων υπηκόων και του κυριάρχου τους.[53] Αντετάσσετο επίσης ως απαράδεκτη στην σύμπραξη των στόλων προβλέποντας την καταλυτική εμπλοκή τους. Όπως επίσης και στην προοπτική αναπτύξεως σχέσεων με τους επαναστάτες, όπως ώριζε η συμφωνία. Προέβλεπε ότι «το σύνολο των όρων της συμφωνίας δεν θα είχε άλλη πρακτική έννοια ούτε άλλο οριστικό αποτέλεσμα από την πολιτική χειραφέτηση των Ελλήνων». Αλλά το κύριο επιχείρημά του ήταν η αναποτελεσματικότητά της: κανένα από τα δύο μέρη, Πύλη και Έλληνες, δεν θα ήσαν πρόθυμα να δεχθούν τους όρους του συμβιβασμού. Ευελπιστούσε, παρά ταύτα, ότι, με τις μεθοδεύσεις του θα διεσπάτο η συμμαχία Ρωσσίας-Αγγλίας, λόγω της ουσιαστικά διαφορετικής προσεγγίσεως της κάθε πλευράς.[54] Αντιθέτως, τα έκτακτα και απρόβλεπτα επεισόδια που προκάλεσε το πρωτόκολλο, υπήρξαν αποφασιστικά για την περαιτέρω πορεία του Ελληνικού ζητήματος, την στιγμή που η Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια.
Οι δύο Δυνάμεις επέδωσαν το Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως στην Αυστρία, την Γαλλία και την Πρωσσία τον Σεπτέμβριο 1826.[55] Τις προσεκάλεσαν να συμμετάσχουν στην νέα ειρηνευτική προσπάθεια. Η Γαλλία, με την συνθήκη του Λονδίνου, της 6ης Ιουλίου 1827, συνετάχθη με τις δύο Δυνάμεις,[56],[57] μη θέλοντας να τους επιτρέψει να αυξήσουν την επιρροή τους στον χώρο που εποφθαλμιούσε η ίδια. Από πλευράς του, ο Metternich συνέχιζε να εκφράζει την αντίθεσή του προς την πρωτοβουλία των τριών. Στην τακτική του να επιτύχει την διάσπαση τους, δεν αρνήθηκε την υπό όρους συμμετοχή της Αυστρίας στις συνομιλίες του Λονδίνου, τον Μάρτιο 1827. Οι τρεις Δυνάμεις τους απέρριψαν. Ήσαν αποφασισμένες να προχωρήσουν μόνες, αρνούμενες τις γνωστές παρελκυστικές μεθοδεύσεις του αυστριακού καγκελλαρίου. Αυτό δεν εσήμαινε ότι οι αποφάσεις των τριών κατευθύνοντο «από την αγάπη τους» προς την Ελλάδα. Κεντρομόλο δύναμη αποτελούσε η αμοιβαία δυσπιστία τους και η προσπάθεια εξουδετερώσεως η μία της άλλης.[58]
Η άρνηση του ιδίου του καγκελλαρίου να αποδεχθή την συμφωνία, αφ’ ενός, αλλά και ο αποκλεισμός της Βιέννης από τις τρεις Δυνάμεις αφ’ ετέρου, απετέλεσαν κομβικό σημείο στην εξέλιξη του Ελληνικού ζητήματος. Η διαδικασία, όπως εξειλίχθη, απέκλεισε την Αυστρία από την ιδιότητα «προστάτιδος Δυνάμεως», με ό,τι αυτό μπορεί να εσήμαινε. Προφανώς, ο Metternich δεν επεδίωκε καν μια τέτοια ιδιότητα, εφ’ όσον θα τον έφερνε σε κρίσιμη αντιπαράθεση με τον σουλτάνο, αντιπαράθεση την οποία απηύχετο. Και ναι μεν, δεν μπορούσε πλέον να επηρεάσει τις εξελίξεις του Ανατολικού ζητήματος ως μέρος της Συμμαχίας. Απέκτησε, όμως, την ελευθερία των κινήσεών του. [59] Με τον τρόπο αυτό, έναντι της αμέσου εμπλοκής του μέχρι την στιγμή εκείνη, έκτοτε προσπαθούσε παρασκηνιακά αλλά δυναμικά να οδηγήσει την κατάσταση στην λύση που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.[60] Και ήδη από τον Απρίλιο 1827, υπεστήριζε ότι, έναντι της μη εξασφαλισμένης εξαρτήσεως/αυτονομίας, η ανεξαρτησία ήταν προτιμότερη, τασσόμενος υπέρ αυτής αντί της χρήσεως εκβιαστικών μέτρων τα οποία μπορεί να οδηγούσαν σε πόλεμο.[61]
Το τελεσίγραφο των Δυνάμεων με το περιεχόμενο της συνθήκης της 6ης Ιουλίου 1827, που, κατά τον καγκελλάριο «αποτελούσε τον κολοφώνα της ηθικής και υλικής συγχύσεως ιδεών και πραγμάτων»,[62] υπεβλήθη στον σουλτάνο στις 16 Αυγούστου. Η στιγμή ήταν απολύτως ακατάλληλη, όταν σημειώνοντο νίκες των Τούρκων και είχε καταληφθή η Ακρόπολις των Αθηνών (Μάιος 1827). Η ασυμβίβαστη στάση της Πύλης που, κατά την πάγια τακτική της, απέρριπτε κάθε μεσολάβηση,[63] και η εμμονή των τριών Δυνάμεων οδήγησαν στην διακοπή, στις 28 Νοεμβρίου, των διπλωματικών τους σχέσεων. Παράλληλα, και η εμπιστοσύνη της Πύλης προς την Αυστρία έτεινε να εξουδετερωθή.[64] Στην πρόταση του Metternich – ώστε να παραμείνει εμπεπλεγμένος στις διαβουλεύσεις – να ζητήσει η ίδια η Πύλη την μεσολάβηση της Αυστρίας προς τις τρεις Δυνάμεις, η απάντηση του σουλτάνου ήταν τόσο εφεκτική, ώστε δεν επέτρεπε στον Metternich να κινηθή.[65] Οι ενέργειες της αυστριακής διπλωματίας προς την κατεύθυνση των Δυνάμεων, και αυτές δεν τελεσφόρησαν.[66] Ο καγκελλάριος φαινόταν βραχυκυκλωμένος, σε αδυναμία να διαδραματίση την περίοδο εκείνη τον ρόλο που επεδίωκε.

Ο Metternich δεν είχε συνειδητοποίησει την εξέλιξη των προτεραιοτήτων των τριών Δυνάμεων, ενώ είχε υπερεκτιμήσει την συνήθη «πειθώ» του. Ουσιαστικά στόχευαν στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά με διαφορετικά μέσα και άλλο σκεπτικό. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε μια νέα δυναμική προς τον απογαλακτισμό – έστω προσωρινό – της Ρωσσίας από τον εναγκαλισμό του Metternich, ο οποίος, απομονωμένος, έχανε το παιχνίδι του ελέγχου των άλλων Δυνάμεων. Ούτως ή άλλως, μέχρι την στιγμή εκείνη η πενταμερής προσπάθεια δεν απέδιδε. Τώρα, όμως, η διάσπασή της μείωνε, ασφαλώς, το κύρος των Δυνάμεων στα μάτια της Πύλης. Και, ακόμη, ναρκοθετούσε τα θεμέλια του συστήματος της Βιέννης και της Ιεράς Συμμαχίας.[67]
Τα ανωτέρω σηματοδοτούν τις διεθνείς εξελίξεις για το Ελληνικό ζήτημα την περίοδο της εκλογής του Καποδίστρια.[68] Σημειωτέον ότι για να μην εξανεμισθή το κεφάλαιο που είχε δημιουργηθή στις τρεις Δυνάμεις, η Εθνική αντιπροσωπεία κατά την Γ΄ Συνέλευση της Τροιζήνος, τον Απρίλιο 1826, ανατρέποντας προηγούμενες αποφάσεις υπέρ της ανεξαρτησίας, κατόπιν προτροπής του Καποδίστρια, ετάχθη υπέρ της λύσεως της αυτονομίας, αν και το επόμενο έτος, τον Απρίλιο 1827, η Συνέλευση ανέκρουσε πρύμνα και επανήλθε στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Ο ίδιος είχε αποδεχθή την αυτονομία, εκόντως ακόντως, με επιστολή του στον τσάρο, στις 15 Ιουλίου 1827,[69] δηλαδή συγχρόνως με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, παρ’όλον ότι στην λύση αυτή αντετάσσοντο πολλές προσωπικότητες στην Ελλάδα, επιμένοντας στην ολοσχερή απαλλαγή από την τουρκική κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, τότε, η Επανάσταση ευρίσκετο σε σημείο καταρρεύσεως. Ο Prokesch ενημέρωνε την Βιέννη, τον Αύγουστο 1827, ότι «Ελλάς ουδαμού ευρίσκεται», [70] «δεν υπήρχε ελληνικός στρατός, ούτε κυβέρνηση, ούτε ηθική δύναμη να δώσει νέα ώθηση στην επανάσταση…».[71]
Ο καγκελλάριος, πιστεύοντας ότι οι συνθήκες της περιόδου εκείνης, δεδομένου ότι η πολεμική ικανότης των Ελλήνων φαινόταν να σβήνει λόγω και των μεταξύ τους ερίδων, θα επέτρεπαν την καταστολή της Επαναστάσεως από τον σουλτάνο, προσεπάθησε πάλι, ως πρώτη επιλογή και να πείσει τον σουλτάνο να την εξουδετερώσει με δικά του μέσα. Τον συνεβούλευε να προβεί το ίδιο το Διβάνιο σε χειρονομίες κατευναστικές των επαναστατικών διεκδικήσεων των Ελλήνων, με εξαγγελία ανακωχής, με χορήγηση αμνηστίας, με αυτονόμηση των επαναστατημένων περιοχών. «Δεν θέλουμε, προσέθετε, να τους οδηγήσουμε σε σφαγή».[72] Ματαίως. Στις 9 Ιουνίου, η Πύλη με ανακοίνωσή της ηρνείτο και πάλι κάθε τυχόν «άδικη παρέμβαση» των Δυνάμεων στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας.
Η επίσημη έγγραφη απάντηση του σουλτάνου στις κρούσεις της Βιέννης έφθασε στην αυστριακή πρωτεύουσα στις 5 Νοεμβρίου, συγχρόνως με τα νέα για την ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου).[73] Το «ολοκαύτωμα» της ναυμαχίας εθορύβησε τόσο τον Φραγκίσκο Α΄ όσο και τον Metternich. Ο αυτοκράτωρ την θεώρησε «δολοφονία», καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου.[74] Ο καγκελλάριος την απεκάλεσε «απαίσια καταστροφή…», που σηματοδοτούσε την ριζική μεταστροφή των δεδομένων, μια νέα περίοδο για την Ευρώπη.[75]
Αλλά και ο Καποδίστριας, από την Ανκόνα στο ταξίδι του προς της Ελλάδα, με την οξυδέρκεια που τον χαρακτήριζε, όπως γράφει ο Prokesch, «άκουσε (την είδηση της Ναυμαχίας) παραδόξως μετά λύπης…. Κατά την γνώμη του δεν ήταν αναγκαία η ναυμαχία του Ναυαρίνου, ώστε ο Ιμπραήμ να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο».[76]

Η ναυμαχία ενίσχυσε την πεποίθηση του Metternich ότι η λύση που επεδίωκαν οι τρεις ήταν ανέφικτη. Ούτε ο σουλτάνος θα την εδέχετο, αλλά ούτε οι Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, στις επίμονες εισηγήσεις του προς τον σουλτάνο δεν εύρισκε ανταπόκριση.[77] Το Διβάνιο παρέμενε πεισματικά αμετάπειστο. Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας θα αποτελούσε το επόμενο επεισόδιο. Ένας πόλεμος, όμως, ο πρώτος μετά το 1815, έστω όχι μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών, θα σημείωνε μία σημαντική εκτροπή από το σύστημα της Βιέννης. Ενέπλεκε μία Δύναμη, την Τουρκία, η οποία, έστω χωρίς να καλύπτεται από αυτό, συμμετείχε στην ευρύτερη ισορροπία, όπως την συνελάμβανε ο Metternich. Πέραν τούτου, μία αναμενόμενη νίκη της Ρωσσίας θα τορπίλιζε τα αυστριακά συμφέροντα. Επέτεινε, ως εκ τούτου, τις προσπάθειές του για την αποτροπή του, μεθοδεύοντας την επίσπευση, όσο ήταν δυνατόν, της επιλύσεως του Ελληνικού ζητήματος. Ο πόλεμος, όμως, δεν απετράπη. Ο χειρισμός απέτυχε. Εξ ίσου απέτυχαν και προσπάθειές του προς την Πύλη. [78]
Οι πρώτοι μήνες του 1828 σηματοδοτούν μια ουσιώδη στροφή στην ιστορία της Ελλάδος. Στις αρχές του έτους, ο Metternich έλαβε τις οριστικές αποφάσεις του για τον περαιτέρω και επείγοντα, πλέον, χειρισμό του Ελληνικού ζητήματος. Μετά τις επανειλημμένες τοποθετήσεις του υπέρ της ανεξαρτησίας τον Ιανουάριο 1825, τον Ιούνιο 1826, τον Μάρτιο 1827, οι θέσεις του προς τις Δυνάμεις, ως προστάτου της ειρήνης της ηπείρου, αποκρυσταλλώθηκαν «ώστε να απομακρύνει από την Ευρώπη τους κινδύνους από τους οποίους απειλείτο».
Την ανατροπή που δημιουργούσε η διάσπαση των πέντε Δυνάμεων, ο Metternich ανταπέδωσε με μία υπέρβαση: επρότεινε επισήμως την λύση της Ελληνικής υποθέσεως με την ανεξαρτησία των επαναστατημένων επαρχιών. Ασφαλώς, η εισήγηση του καγκελλαρίου υπέκρυπτε υστεροβουλία. Όχι, όμως κακόβουλη. Η επιλογή του αυτή απέβλεπε στην εξυπηρέτηση του σκοπού του, να οδηγήσει, δηλ., στην ταχύτερη επίλυση του Ελληνικού ζητήματος και να επιτύχει τους ευρύτερους στόχους του, να αποφευχθή δηλ. ο επικείμενος πόλεμος και να επανέλθη η ευκταία σύμπνοια των Δυνάμεων. Τόσω μάλλον, που η συγκυρία που διεμορφούτο κατεδείκνυε την υπόγεια σύγκρουση των πολιτικών «τεκτονικών» πλακών συμφερόντων της Ρωσσίας, της Αυστρίας και της Τουρκίας.[79] Αλλά, επίσης, ο Metternich πίστευε, όπως και το 1824/1825, ότι μία αυτόνομη Ελλάς θα αποτελούσε εφαλτήριο των Δυνάμεων, ιδίως της Ρωσσίας, για την ανάμειξή τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εξέλιξη που έπρεπε να αποφευχθή.
Στα μέσα Μαρτίου 1828, ο καγκελλάριος ενημέρωσε επισήμως τις Δυνάμεις για την πρότασή του.[80] Τελικώς, η πραγματιστική αυτή υπέρβαση εκ μέρους του Metternich οδήγησε στην λύση του γόρδιου δεσμού του ζητήματος.
Εντυπωσιάζει η μεταβολή των θέσεων του Metternich στο Ελληνικό ζήτημα και η λογική που ακολουθεί. Σε ένα εξόχως εύγλωττο υψηλής διπλωματίας μνημόνιο, αναλύοντας τις πρόσφατες εξελίξεις, υπενθύμιζε, όπως το 1825, ότι η Επανάσταση δεν απέβλεπε στην κατάλυση ενός καθεστώτος, του Οθωμανικού, αλλά στην επίτευξη «απόλυτης ανεξαρτησίας» – όχι απλώς αυτονομίας – σε ορισμένες περιοχές όπου προεξήρχε το εθνικό στοιχείο.
Αναφερόμενος στις ιδέες του τού 1825, ο Metternich υπεγράμμιζε ότι οι σύνθήκες πλέον είχαν μεταβληθή επί τα χείρω. Κάθε έτος που περνούσε η ειρήνευση καθίστατο δυσκολότερη. Οι εξελίξεις απέκλειαν κάθε σκέψη επιστροφής στο προηγούμενο καθεστώς, τίποτε δεν θα μπορούσε να επαναφέρει τους Έλληνες υπό την τουρκική εξουσία. Υπεστήριζε ότι, εάν ο σουλτάνος βρισκόταν αναγκασμένος να επιλέξει μεταξύ μιας περιορισμένης αυτονομήσεως των Ελλήνων στην Πελοπόννησο και τις νήσους, και της πλήρους ανεξαρτησίας τους, θα βρισκόταν ενώπιον μίας επιλογής δύσκολης μεν, αλλά εφικτής. [81] Εφ’ όσον, ισχυρίζετο ο πρίγκιψ, η ηρεμία στην Ευρώπη είναι συνδεδεμένη με την ειρήνευση της Ανατολής, και «εάν η ανεξαρτησία ενός τμήματος της Ελλάδος αποτελεί αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση προς τούτο, δεν υπάρχει πλέον περιθώριο συζητήσεων, παρ’ όλες τις δυσχέρειες και όλους τους κινδύνους που θα συνεπάγεται».[82]
Προς άρση του αδιεξόδου επρότεινε μία δυναμική τακτική: στην περίπτωση που ο σουλτάνος απέρριπτε την περιορισμένη διοικητική χειραφέτηση των Ελλήνων που του εισηγούντο οι τρεις Δυνάμεις – αντίδραση την οποία, προφανώς, ανέμενε ο καγκελλάριος – αυτές θα προχωρούσαν στην « πλήρη πολιτική αναγνώριση» των επαναστατημένων περιοχών.[83]
Τις ιδέες του υπέβαλε και στην Πύλη, λίγο αργότερα. Έδιδε εντολή στον ιντερνούντσιο να μεταφέρει στην Πύλη την διπλή δυνατότητα: ή να δεχθή την εφαρμογή της Συνθήκης του Λονδίνου ή « να παραιτηθή απλώς από την κατοχή της Πελοποννήσου και να αποδεχθή την πλήρη ανεξαρτησία αυτής και των νήσων, για την εγκατάλειψη των οποίων θα επιμείνουν οι Δυνάμεις». [84]
[Συνεχίζεται]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
[1] Μια πρώτη μορφή του παρόντος άρθρου δημοσιεύθηκε στον τόμο που εξέδωσε το Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών με τίτλο Ιωάννης Καποδίστριας – Διεθνείς, Θεσμικές και Πολιτικές προσεγγίσεις. (1800-1831). Σε σημείο που, στο τέλος της ζωής του, συνέγραψε ιδιαίτερο σημείωμα με τίτλο «Η ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων». Die Geschichte des Aufstandes der Griechen. Εθνικά αρχεία της Πράγας. NA, RAM-AC 8,2. Sedivy, Miroslav, Metternich, the Great Powers and the Eastern Question, Univ. of West Bohemia, 2013, σ.337, 990.
[2] Siemann, Wolfram, Metternich, strategist and visionary, Cambridge, 2019, Sedivy, Miroslav, Metternich, the great Powers and the eastern Question, University of West Bohemia, 2013.
[3] Οι περιορισμοί του κορωνοϊού δεν μου επέτρεψαν να συμβουλευθώ μη δημοσιευμένες αρχειακές πηγές.
[4] Ο ίδιος προέβαλλε την γερμανική του ιδιότητα. Siemann, σ.13 και 749.
[5] Συνυπουργός, τυπικά, με τον Karl Robert von Nesselrode.
[6] Siemann, σ.532.
[7] Siemann, σ.719.
[8] Prokesch von Osten, Anton, Aus den Tagebüchern des Grafen Prokesch von Osten (Tagebücher), εγγραφή (εγγ.) 19.9.1830 και 3.11.1831
[9] Ο χαρακτηρισμός είναι για τον Καποδίστρια, βλ. Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, (Καρόλου), Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρασις Ηλία Ι. Οικονομόπουλου, Αθήναι, 1894, σ.1253.
[10] Metternich, Mémoires documents et écrits divers, 1880-1884, (Mémoires), Paris, 1882, T 3, ημερολόγιο 1822, 27.3.1822, σ.539.
[11] Βλ. και Pfligersdorfer, Georg, “Österreichs griechenfreundliche Diplomatie in der ersten Hälfte des 19. Jahrhunderts”, στον τόμο Europäischer Philhellenismus, Ursachen und Wirkungen, επιμ. Κωνσταντίνου Ευάγγελος, σς. 191-207, σ. 192-193, 196.
[12] Siemann, σ. 195.
[13] Ο Ναπολέων σκεπτόταν την διάσπαση της «Οθωμανοκρατίας» έστω υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Siemann, σ.197.
[14] Beer, Adolf, Die orientalische Politik Österreichs seit 1774, Prag, 1883, σ.260.
[15] Εξ άλλου, το αυστριακό ναυτικό, ενδυναμωμένο, εξασφάλιζε τα εμπορικά συμφέροντα της Βιέννης στην Μεσόγειο, χωρίς την πρόθεση εδαφικής επεκτάσεως.
[16] Kissnger, Henry, Diplomacy, New York, 1994, σ.79.
[17] Siemann, σ.755.
[18] Εισαγωγικό σημείωμα του Prokesch στην αλληλογραφία του με τον Metternich. Aus dem Nachlasse (Nachlasse) des Grafen Prokesch von Osten mit Herrn von Gentz und Fürsten Mettenich, 1881, Τ. ΙΙ, σ.124-125.
[19]Siemann, σ.404-409, 412.
[20] Prokesch, Geschichte des Abfalls der Griechen vom Türkischen Reiche, T.I, σ. 114. Αποτυχία του υπήρξε και ο Ρωσσο-τουρκικός πόλεμος του 1828-1829.
[21] Siemann, σ.629.
[22] Kissinger, σ.77. Siemann, σ. 418.
[23] Siemann, σ. 442.
[24] Sedivy, σ.986.
[25] Siemann, s. 506, 558.
[26] Metternich, Mémoires, Τ.4, 686, οδηγίες (οδ.) προς Βερολίνο, 13.11.1823. Beer, σ.305, 336.
[27] Metternich, Mémoires, Τ.4, 891, οδ. προς Κων/πολη, 21.1.1828. Beer, σ.336.
[28] Αναφορά γίνεται στην δολοφονία του Κόντζεμπου από τον Κάρολο Σανδ, τον 1819. Ο δολοφόνος είχε εμπνευσθεί και από τον ελληνικό εθνικισμό, όπως ο ίδιος αναφέρει. Η παραδοχή του αυτή επέτεινε την αρνητική στάση του Metternich έναντι του φιλελληνισμού. Siemann, σ. 577-578, 594.
[29] Στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία. Siemann, σ.521.
[30] Στο Λονδίνο είχε μακρά συνομιλία με τον αυστριακό πρέσβυ, πρίγκιπα Esterhazy.
[31] Κόκκινος, Τ.5, σ.355
[32] Βλ σχόλια για Canning με την ευκαιρία του θανάτου του. Beer, σ.356.
[33] Prokesch, Geschichte, Τ.II, σ.382, Κόκκινος, Τ.6, σ.452-453.
[34] Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, σ.391, Sedivy, σ. 333.
[35] Ο Anton Prokesch (1795-1876) ήταν αξιωματικός του αυστριακού στρατού, απεσπασμένος στο ναυτικό. Από το 1824 μέχρι το 1830, του ανετέθησαν αποστολές στην Αίγυπτο, την Τουρκία και την Ελλάδα. Το 1830 μετεπήδησε στο υπουργείο Εξωτερικών. Όταν το 1830 ονομάσθηκε ιππότης έλαβε το επίθημα von Osten. Το 1871 ονομάσθηκε κόμης (Graf).
[36] «nahmen mich ein». Prokesch, Denkwürdigkeiten und Erinnerungen aus dem Orient (Denkwürdigkeiten), T ΙΙΙ, επιστολή (επ) Πόρος, 15.3.1828.
[37] Prokesch, Denkwürdigkeiten, T III, επ. 4.2.28.
[38] Ο Georg Christian Gropius, ένθερμος φιλέλλην, μετέπειτα πρόξενος της Αυστρίας στο Ναύπλιο και γενικός πρόξενος στην Αθήνα, εξέφραζε την πεποίθησή του ότι τα πράγματα θα αλλάξουν στην Ελλάδα. «Ο κόμης είναι ασφαλώς ο άνδρας που χρειάζεται η Ελλάς…». Prokesch, Nachlasse, Ι, επ. προς Gentz, 18.2.1828. Pfligersdorfer, σ.193-194. Βλ τον εποικοδομητικό ρόλο του μετά την δολοφονία του κυβερνήτου. Γ. Καλπαδάκης, Νικ. Σπηλιάδης, Αναίρεσις, Αθήνα, 2019, σ.23.
[39] Ενεπεκίδης, Πολ., Γράμματα προς την Βιέννη, Ωκεανίδα, 2007, σ. 402.
[40] Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ. Τεργέστη, 17.1.1830 και 20.1.1830. Bertsch, Daniel, Anton Prokesch von Osten, Muenchen, 2005, σ.82. Τουναντίον, τον είχε εντυπωσιάσει η προσωπικότης του Αλεξ. Μαυροκορδάτου και του Σπυρ. Τρικούπη. Αργότερα εκφράζεται κολακευτικά και για τον Ιωάννη Κωλέττη.
[41] Μενδέλσωνος Βαρτόλδυος, Η Ιστορία της Ελλάδος από της υπό των Τούρκων αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει 1453 μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, Αθήναι, μετάφρασις Μιχ. Παππαρρηγόπουλου, 1872, σ. 576.
[42] Η Βρεταννία είχε αρνηθή να συμμετάσχη.
[43] Metternich, Mémoires, Τ.4, 775, οδ. προς Πετρούπολη, 15.1.1825.
[44] Prokesch, Geschichte, Τ.4, VI,8, 20.5.1825. Αξίζει να αναφερθή η παρατήρησή του ότι μια τέτοια εξέλιξη «θα αποτελούσε για τους ίδιους τους Έλληνες ένα μεγάλο κακό υπό το φως της καταστάσεως στην οποία ευρίσκονται σήμερα».
[45] Prokesch, Geschichte, T.I, σσ. 310-311, 319, 323, 341-342.
[46] Metternich, Mémoires, Τ.4, 775, οδ. προς Πετρούπολη, 15.1.1825.
[47] Prokesch, Geschichte, T.I, σσ.242, 249-250.
[48] Μενδέλσωνος Βαρτόλδυος,1872, σ. 552. Pfligersdorfer, σ.192. Αποτελεί ενδιαφέρουσα παρέμβαση του Αλεξ. Μαυροκορδάτου προς τον Friedrich von Gentz, σε επιστολή του (17.12.1824) ότι «Η Αυστρία εν τω ιδιαιτέρω αυτής συμφέροντι δια της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, ηδύνατο μόνον να κερδήση». σ. 552. Βλ και συναφείς σκέψεις Gentz, σ. 553.
[49] Metternich, Memoires, Τ.4, 809, επ. προς πρέσβυ Philip von Neumann, 12.5.1826.
[50] Metternich, Mémoires, Τ.4, 832, οδ. προς Λονδίνο, 8.6.1826, Beer, σ.337.
[51] Sedivy, σ.191. Ο Gentz εξέφρασε την λύπη του που ο Ιμπραήμ δεν ξεκίνησε νωρίτερα τις εκστρατείες του στην Πελοπόννησο. Prokesch, Nachlasse, T.I, επ. Gentz προς Prokesch, 18.7.1827. Bertsch, σ. 85.
[52] Metternich, Mémoires, Τ.4, 890, οδ προς Κων/πολη, 6.1.1828. Για τον τσάρο αποτελούσε αναγκαίο συμπλήρωμα της Συμφωνίας του Ακκερμαν (7.10.1826) με την Πύλη.
[53] Metternich, Mémoires, Τ.4, 838, διακοίνωση προς πρέσβυ Ρωσσίας, 22.12.1826.
[54] Sedivy, σ.157-161.
[55] Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της διασκέψεως του Λονδίνου, ο Κάννιγκ, στις 4 Σεπτεμβρίου 1826 υπέβαλε την ιδέα μιας «reconnaissance de fait» της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ο ίδιος όμως την απέσυρε, και δεν συζητήθηκε κατά τις διαβουλεύσεις του Μαρτίου 1827. Metternich, Mémoires, Τ.4, 839, οδηγ. προς πρέσβυ στην Πετρούπολη, 24.12.1826.
[56] Η Πρωσσία, αρχικώς θετική προς τις εισηγήσεις παρέμεινε ουδέτερη κατόπιν παρεμβάσεως της Αυστρίας.
[57] Κατά τις διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της συνθήκης του Λονδίνου, η ρωσσική πλευρά έθιξε, υποθετικά, την εναλλακτική λύση – ως απειλής – της ανεξαρτησίας. Ακόμη και ως υποθετική την απέρριψε. Prokesch, Geschichte, T.5, κεφ. VIII, έγγρ. 2, Οδ. Πετρουπόλεως προς πρέσβυ Βιέννη,10/22.1.1827, έγγρ. 3, Οδηγ. Προς πρέσβυ Λονδίνο, 9/21.1.1827.
[58] Metternich, Memoires, T.4, 856, οδ. προς Λονδίνο, 25.3.1827. Sedivy, σ. 168, 178, 181.
[59] Prokesch, Geschichte, T.II, σ.76, Beer, σ.337.
[60] Η αναφορά, ως εκ τούτου, του René Albrecht Carrié A Diplomatic History of Europe, since the Congress of Vienna, London, 1958, σ.48,) ότι ‘Austria played a surprisingly inactive role despite her major interest in Ottoman affairs’, υπό το φως των αρχειακών πηγών, ανατρέπεται.
[61] Prokesch, Geschichte, T.II, σ. 148.
[62] Metternich, Memoires, T.4, 890, Οδ. προς Κων.πολη, 6.1.28.
[63] Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, σ. 151,153. Sedivy, σ.198
[64] Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, 214, Beer, σ.367.
[65] Metternich, Memoires, T.4, 869, οδ. προς Κων/πολη, 3.10.1827. Sedivy, 208.
[66] Ministère des Affaires Etrangères, (ΜΑΕ) C.P., Turquie, 250, εγγ. 13.2.1828, και 124, 26.3.1828. Αναφορές σε ΜΑΕ από αρχείο ΚΕΙΝΕ Ακαδημίας Αθηνών.
[67] Ed. Driault – M. Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Τ. 1, σ.353.
[68] Κατόπιν εισηγήσεως του τσάρου προς τις δύο άλλες Δυνάμεις. Έκτοτε η αυστριακή πλευρά τον κατηγορούσε ως επιρρεπή στην ρωσσική επιρροή. Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, σ.117.
[69] Ι.Ε.Ε., τ. ΙΒ, σ.435, 497., Κόκκινος Τ.6, σ. 140. Βλ. και εξωτερίκευση Καποδίστρια προς Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ. 15.3.1828. Ο Καποδίστριας σε υπόμνημά του της 11.9.1828, έθιγε εμμέσως το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ι.Ε.Ε., ΙΒ, σ.513.
[70]Μενδέλσωνος Βαρτόλδυος, σ. 599.
[71] Sedivy, σ.192
[72] Metternich, Memoires, T.4, 857, οδ. προς Λονδίνο, 26.3.1827. Sedivy, σ. 196.
[73] Το γεγονός έγινε γνωστό στην Βιέννη την 5η Νοεμβρίου, ημέρα του γάμου του Metternich με την δεύτερη σύζυγό του, την Αντωνία φον Λέϋκαμ.
[74] Sedivy, σ.210. Ο Prokesch ευελπιστούσε ότι η δράση του αιγυπτιακού στόλου θα εξουδετέρωνε την Συνθήκη του Λονδίνου. Denkwürdikeiten, T.III, Σμύρνη, 18.8.1827.
[75] Metternich, Memoires, T.4, 874, οδ. προς Παρίσι, 13.11.27, Siemann, σ.659. Driault, Τ. 1, σ.384.
[76] Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, σ.231.
[77] Sedivy, σ.217, 222-223.
[78] ΜΑΕ, C.P., Turquie, 250, σημ. 13.2.1828, έγγ. 26..3.1828, Κέρκυρα, Γάλλου πρέσβεως προς Υπ. Εξ. Sedivy, σ.233.
[79] Siemann, σ.629.
[80] Metternich, 892, οδ. προς Λονδίνο, 15.3.1828, και Memorandum, 893, του καγκελλαρίου. Το κεφάλαιο στον τόμο έχει τίτλο : «Η δημιουργία ενός ανεξαρτήτου κράτους στην Ανατολή, όπως προτείνεται από τον Metternich». ΜΑΕ, C.P., Turquie, 251, οδ. προς Κων/πολη, 22..5.1828.
[81] Sedivy, σ. 180-181. Metternich, Mémoires, T 4, 893, Memorandum, Beer, σ.368.
[82] Metternich, Mémoires, Τ.4, 893, Mémorandum, σ. 453.
[83] Metternich, Mémoires, T 4, 892, οδ. προς Λονδίνο, 15.3.1828
[84] Metternich, Mémoires, Τ.4, Οδ. προς Κων/πολη, 22.7.1828, Sedivy, σ.316-317.