Skip to main content

Νίκος Τόμπρος: Πολιτικά μέτρα με θρησκευτικούς αποδέκτες. Ο μοναχισμός στο οθωνικό βασίλειο

Νίκος Τόμπρος

Πολιτικά μέτρα με θρησκευτικούς αποδέκτες. Ο μοναχισμός στο οθωνικό βασίλειο

 

Στις αρχές του 1833 η Εκκλησία και o μοναχισμός του νότιου ελλαδικού χώρου είχαν περιέλθει σε αποσύνθεση, καθώς η ελληνική Επανάσταση είχε πλήξει ποικιλότροπα τους προαναφερθέντες θεσμούς. Όσο για την εκκλησιαστική ιεραρχία της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, αυτή είχε αποκοπεί από τα παραδοσιακά της στηρίγματα: την οθωμανική εξουσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η επιθυμία του ανώτερου -κυρίως- κλήρου να απαλλαγεί η ελληνική Εκκλησία από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου δεν ήταν κάτι καινούργιο. Είχε πρωτεκφραστεί κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα και συνεχίστηκε επί Καποδίστρια. Σε αυτή προφανώς τη θέση βασίστηκε η Αντιβασιλεία, προκειμένου να λάβει μέτρα για την Εκκλησία και τον μοναστικό θεσμό. Το νεοσύστατο κράτος χρειαζόταν -βάσει αντιλήψεων της εποχής- μια εθνική Εκκλησία και μια νέα σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα ερμηνεύονται, σε μεγάλο βαθμό, τα πολιτικά μέτρα που ελήφθησαν την εξεταζόμενη χρονική περίοδο για τους ανωτέρω θεσμούς με τα οποία η Πολιτεία επεδίωξε -σύμφωνα με τον Ν. Διαμαντούρο- να τους μετατρέψει σε έναν «από τους διάφορους κοινωνικούς θεσμούς που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του κράτους και όπου το κράτος θα μπορούσε να υποκαταστήσει τη θρησκεία με την κοσμική ιδεολογία ως την επικρατούσα δύναμη στην καθημερινή ζωή του πληθυσμού του»[1].

Τη δυσμενή κατάσταση στον εκκλησιαστικό χώρο επέτειναν οι επίσκοποι και οι μοναχοί που προσέρχονταν στο ελεύθερο βασίλειο από τις διάφορες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πρόσφυγες αυτοί έπεφταν συχνά θύματα των δημαγωγών, που τους προσέφεραν εκκλησιαστικά αξιώματα με αντάλλαγμα την υποταγή τους[2]. Η παρουσία τους όμως στο βασίλειο υπονόμευε την ανεξαρτησία των γηγενών ιεραρχών, οι οποίοι με τη σειρά τους αναγκάζονταν να αποταθούν στην κοσμική εξουσία, επιζητώντας την εύνοιά της, για να προστατεύσουν τα αξιώματα που έως τότε κατείχαν. Αλληλοσυγκρουόμενα τέλος οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, αλλά και αποκλίνουσες τοπικές υποχρεώσεις εμπόδιζαν τον ανώτερο κλήρο να δράσει ως συγκροτημένο και συμπαγές σώμα[3]. Αυτή ακριβώς την κατάσταση είχε να αντιμετωπίσει η Αντιβασιλεία (1833-1835), όταν ανέλαβε το έργο της στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο[4].

Peter von Hess, Einzug König Ottos von Griechenland in Nauplia, 1835, München, Neue Pinakothek.

Όσον αφορά τον μοναχισμό, αρκετές από τις πολιτικές αντιλήψεις στο ελληνικό βασίλειο θεωρούσαν τον θεσμό σε παρακμή. Κάποιες μάλιστα εξ αυτών τον χαρακτήριζαν ξεπερασμένο και αναχρονιστικό[5]. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο μοναστικός θεσμός χρειαζόταν πολιτική και εκκλησιαστική στήριξη, αφού αρκετές μονές είχαν ερημωθεί, είχαν καταστραφεί, ή είχαν απολέσει μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού τους. Οι περισσότερες μάλιστα εξ αυτών διέθεταν ελάχιστους μοναστές, που δεν ξεπερνούσαν τους τρεις. Εντούτοις για ορισμένους η αριθμητική μείωση των μοναχών δεν σχετιζόταν μόνο με τον θάνατο πολλών εξ αυτών στα πεδία των μαχών, αλλά και με το ότι η Επανάσταση -με την πρόκληση για περιπέτεια, τις ευκαιρίες που προσέφερε για πλουτισμό, την αποτίναξη των παραδοσιακών περιορισμών- ενεθάρρυνε την έξοδο μοναστών από τις μονές[6].

 

Μοναστηριακά μέτρα

Με την επιλογή των μελών της Αντιβασιλείας καθορίστηκαν και οι αρμοδιότητες του καθενός. Ο G. Maurer  επιφορτίστηκε με την οργάνωση της Δικαιοσύνης, της Παιδείας και της Εκκλησίας. Επρόκειτο για έναν γερμανικής καταγωγής προτεστάντη με νομική κατάρτιση, που απέκτησε στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Συνεπώς το βασικό οργανωτικό έργο στους προαναφερθέντες τομείς -την περίοδο 1833-1834- έφερε αποκλειστικά τη δική του σφραγίδα. Ο Maurer παρουσίασε τις απόψεις του για την Εκκλησία και τον μοναχισμό σε πόνημα που εξέδωσε ύστερα από την αποχώρησή του από την Ελλάδα (1835)[7]. Σε αυτό ανέφερε ότι, όταν ήρθε στον ελλαδικό χώρο, όλα ήταν διαλυμένα και γι’ αυτό έπρεπε να επιβάλλει τάξη σε μια κατάσταση που ήταν συνώνυμη του χάους. Οι κληρικοί -κατ’ αυτόν- ήσαν «διεφθαρμένοι και πάμπτωχοι», ενώ για τις σχέσεις της αυτοκέφαλης ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποστήριζε ότι η πρώτη όφειλε να είναι ανεξάρτητη από έναν Πατριάρχη που ήταν διορισμένος από τον Σουλτάνο[8]. Διέβλεπε και έναν δεύτερο κίνδυνο για το ελληνικό βασίλειο προερχόμενο από τη ρωσική πλευρά. Εξέφραζε την άποψη ότι, εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων του Τσάρου κατά των Οθωμανών, η Ρωσία μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους ορθοδόξους πληθυσμούς των Βαλκανίων, για την επίτευξη των σκοπών της. Επειδή μάλιστα αρκετοί από τους Έλληνες κληρικούς και μοναχούς ήσαν αφοσιωμένοι στην ομόδοξη Ρωσία, πίστευε ότι ήσαν πρόθυμοι να στηρίξουν τις όποιες ρωσικές φιλοδοξίες στην περιοχή. Ο αντιβασιλέας τέλος ισχυριζόταν ότι ο Τσάρος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον διορισμό του Πατριάρχη, για να ελέγχει την ελληνική Εκκλησία. Συνεπώς ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν τα ανωτέρω, ήταν να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη από την Κωνσταντινούπολη Σύνοδος[9].

Αγνώστου, Georg Ludwig von Maurer, c. 1860, München, Bayerische Akademie der Wissenschaften.
Διονυσίου Τσώκου, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Βουλή των Ελλήνων. Ο Φαρμακίδης, διδάσκαλος του Γένους, λόγιος κληρικός, υπήρξε στενός συνεργάτης του Maurer για εκκλησιαστικά ζητήματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο G. Maurer εξελάμβανε την Εκκλησία ως δημόσια υπηρεσία, όπως όλες οι υπόλοιπες, υφισταμένη του κράτους. Η συγκεκριμένη αντίληψη είχε διαμορφωθεί από την κατάσταση που επικρατούσε στη Βαυαρία, στην οποία η κοσμική εξουσία κυριαρχούσε στην καθολική και την προτεσταντική Εκκλησία[10]. Ο τρόπος με τον οποίο επρόκειτο να ρυθμίσει τις εκκλησιαστικές και τις μοναστηριακές υποθέσεις διαφαίνεται σε βασιλικό διάταγμα (3.4.1833) στο οποίο οι εν λόγω θεσμοί περιέρχονταν στον άμεσο έλεγχο της Πολιτείας[11]. Ο αντιβασιλέας γνώριζε όμως ότι, για να έχουν νομιμότητα οι ενέργειές του, όφειλε -έστω και τυπικά- να διαθέτει την έγκριση των ιεραρχών. Με αυτό το σκεπτικό συνεκάλεσε σύνοδο αρχιερέων στο Ναύπλιο (15–26.7.1833), στην οποία παρουσίασε τις κυβερνητικές θέσεις[12]. Απότοκος της συνόδου αυτής υπήρξε η Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας με την οποία μπορούσε πλέον να αλλαχθεί ολόκληρη η δομή της ελλαδικής Εκκλησίας.

Η τελική διευθέτηση των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών υποθέσεων περιελάμβανε τρία βασικά ζητήματα: α) την εγκαθίδρυση αυτοκέφαλης Εκκλησίας, β) τη δημιουργία καισαροπαπικού συστήματος, γ) τη μερική διάλυση των μονών της ελληνικής επικράτειας. Τα δύο πρώτα ενσωματώθηκαν στο διάταγμα της 4ης Αυγούστου 1833[13], σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία του ελληνικού βασιλείου κήρυττε την ανεξαρτησία της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τμήμα του οποίου αποτελούσε έως την έναρξη της Επανάστασης. Επισημοποιείτο έτσι ένας de facto διαχωρισμός, που είχε επιβληθεί δώδεκα χρόνια πρωτύτερα, όταν ο Πατριάρχης υποκύπτοντας στις πιέσεις της οθωμανικής εξουσίας είχε αποκηρύξει τους επαναστατημένους Έλληνες[14].

Παρακάμπτοντας τις προαναφερθείσες πολιτικές ενέργειες, στρέφουμε το ενδιαφέρον μας στα μέτρα εκείνα που σχετίζονταν αποκλειστικά με τον μοναστικό θεσμό, τα οποία τον έπληξαν -σύμφωνα με τους επικριτές τους- άμεσα[15]. Το τρίτο λοιπόν ζήτημα διευθετήθηκε αργότερα σε τρεις φάσεις, με αντίστοιχα διατάγματα. Η Αντιβασιλεία, έχοντας εξασφαλίσει τα μέσα ελέγχου της Εκκλησίας, έθεσε στο επίκεντρό της τις μονές του βασιλείου. Το πρώτο βασιλικό διάταγμα, που αφορούσε τις ανδρικές μονές της ελληνικής επικράτειας, εκδόθηκε στις 7.10.1833[16]. Εντύπωση προκαλεί ότι το κείμενό του -με τον παραπλανητικό τίτλο περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών– δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το γεγονός αιτιολογείται από την προσπάθεια της Αντιβασιλείας να μην προκαλέσει το δημόσιο αίσθημα με τη δημοσιοποίηση ενός τόσο αντιλαϊκού μέτρου. Ο Maurer φοβόταν άλλωστε ενδεχόμενες εξεγέρσεις, τις οποίες τελικά και δεν απέφυγε (Απρίλιος 1834)[17]. Ας επισημανθεί επίσης ότι η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη της για τη σύνταξη του συγκεκριμένου διατάγματος τις σχετικές προτάσεις της Συνόδου, που έκαναν λόγο για διάλυση μονών με έως τρεις εγκαταβιούντες[18], αφού κήρυξε διαλυτέες όσες είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Το διάταγμα ανέθετε τη διοίκηση των μοναστηριακών κτημάτων στην Πολιτεία, η οποία στερούσε πλέον από τους ιεράρχες μια από τις αρμοδιότητες που τους παρείχαν οι εκκλησιαστικοί κανόνες[19]. Όσο για τη φορολόγηση των διατηρούμενων μονών, αυτή περιερχόταν στην τοπική αυτοδιοίκηση και την κεντρική εξουσία.

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1834 στα ελληνικά και στα γερμανικά.

Ύστερα από τις σχετικές οδηγίες του Κ. Σχινά, Γραμματέα των Εκκλησιαστικών, το διάταγμα τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 1834. Ο Χρυσ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι πολλοί υπήρξαν οι μοναχοί που λόγω του συγκεκριμένου πολιτειακού κειμένου κατελήφθησαν από φόβο και εγκατέλειψαν τις μονές τους. Επιπρόσθετα οι δόκιμοι, καθώς και όσοι είχαν απλή χειροθεσία ή ήσαν μικρότεροι των 25 ετών, εξαιρέθηκαν -βάσει του διατάγματος- από τον κατάλογο των μοναχών. Αρκετοί τέλος ηγούμενοι, θεωρώντας την καταγραφή των μοναχών υποκινούμενη από φορολογικά αίτια, απέκρυψαν τον πραγματικό αριθμό των εγκαταβιούντων στις μονές τους. Αποτέλεσμα των προαναφερθέντων ήταν να αυξηθούν οι μονές με λιγότερους των έξι μοναχών και συνεπώς να διαλυθούν[20].

Κωνσταντίνος Σχινάς.

Συγχρόνως η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών ζήτησε από τη Σύνοδο στοιχεία για μοναστηριακά συγκροτήματα στα οποία διέμεναν μοναχοί και μοναχές (22.1.1834). Οι επιχώριοι επίσκοποι όφειλαν, όπου συνέβαινε αυτό, να διατάξουν τη μετάβαση των μοναζουσών σε γυναικείες μονές -άνω των 25 προσώπων- και την εκεί παραμονή τους. Στην ανταπάντησή της η Σύνοδος τόνισε ότι έκανε «προς τον σκοπόν της ηθικής βελτιώσεως» ανάλογες υποδείξεις (30.1.1834)[21]. Επιπρόσθετα υπέβαλλε στη Γραμματεία προτάσεις για τις γυναικείες μονές της επικράτειας που έπρεπε να διατηρηθούν. Συγκεκριμένα πρότεινε να καταργηθούν όλες οι μονές εκτός από μία σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα (Πελοπόννησο, Στ. Ελλάδα, νησιά). Στην περίπτωση που οι τρεις δεν επαρκούσαν, θα προσετίθετο μία τέταρτη ή και μία πέμπτη. Τα κτήματα όλων των γυναικείων μονών θα περιέρχονταν στο Εκκλησιαστικόν Ταμείον, εκτός από 4 έως 6 στρέμματα ανά μονή, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν από τις μοναχές για φυτοκομία. Όσες μονάστριες ήσαν κάτω των 40 ετών μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον μοναχισμό και να επιστρέψουν ακατακρίτως στον κοσμικό βίο. Οι άνω των 40 υποχρεούνταν να μεταβούν σε όποια από τις διατηρούμενες μονές επιθυμούσαν. Οι ανωτέρω προτάσεις απετέλεσαν το έναυσμα για την έκδοση του διατάγματος -από τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών– για τη διάλυση των γυναικείων μονών (25.2.1834)[22]. Το διάταγμα διαχώριζε τη διοίκηση των γυναικείων μονών σε πνευματική και κοσμική. Την πρώτη ανελάμβανε ο επιχώριος επίσκοπος, ενώ τη δεύτερη ο νομάρχης. Όσο για την οικονομική διαχείρισή τους, αυτή ανετίθετο σε κρατικό υπάλληλο, τον Οικονόμο[23]. Το προαναφερθέν πολιτειακό έγγραφο μετέβαλε ουσιαστικά τις γυναικείες μονές σε λαϊκά ιδρύματα, στα οποία θα περιθάλπονταν φτωχοί, ασθενείς και παράφρονες και υποχρέωνε τις μονάστριες να μορφώνουν άπορα κορίτσια.

Στα δύο ανωτέρω διατάγματα προστέθηκε σύντομα και ένα τρίτο (26.4.1834), με το οποίο ολοκληρώθηκαν τα μέτρα της Αντιβασιλείας για τον μοναχισμό. Σύμφωνα με αυτό, οι κάτοχοι όλων των ιδιωτικών μονών και ναών του ελληνικού βασιλείου, που μπορούσαν να αποδείξουν με τίτλους ιδιοκτησίας την κυριότητά τους, θα συνέχιζαν να τα κατέχουν ανενόχλητα. Αντίθετα, για όσα περιουσιακά στοιχεία δεν υπήρχαν τα σχετικά έγγραφα από τους κτήτορες των μονών ή τους απογόνους τους και είχαν αφιερωθεί από τρίτους, αυτά θα περιέρχονταν στο Εκκλησιαστικό Ταμείο. Έκτοτε απαγορεύτηκε η οποιασδήποτε μορφής αφιέρωση σε ιδιόκτητους ναούς και μοναστηριακά συγκροτήματα. Όσες τέλος από τις ιδιωτικές μονές διατηρούνταν θα λειτουργούσαν μόνο ως ιδιωτικά ευκτήρια και ησυχαστήρια των ιδιοκτητών τους[24].                                                                     

Χάρτης της Ελλάδας, 1835.

Έκνομη δράση, αντίδραση, αιτιολόγηση

Η καταγραφή και δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας άρχισε ύστερα από την κοινοποίηση των διαταγμάτων και των σχετικών οδηγιών της Γραμματείας των Εκκλησιαστικών. Η εκτέλεσή τους ανατέθηκε σε κυβερνητικά όργανα (νομάρχες, εφόρους, επάρχους) που χρησιμοποίησαν μεθόδους, οι οποίες δεν προβλέπονταν ούτε από την Ιερά Σύνοδο, ούτε από την Πολιτεία. Αρκετές βιβλιογραφικές αναφορές περιγράφουν τις ενέργειες αυτές των κρατικών υπαλλήλων με τα μελανότερα χρώματα[25]. Συγχρόνως σημειώνονται περιπτώσεις στις οποίες μοναχοί και κυρίως μοναχές εκδιώχθηκαν με τη βία από τις μονές τους[26]. Τα κινητά περιουσιακά στοιχεία των διαλυμένων μονών, αφού συγκεντρώνονταν και καταγράφονταν, δημοπρατούνταν. Δεν έλειψαν πάντως -κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας- συμβάντα παρακράτησης και οικειοποίησης ιερών σκευών από κρατικούς υπαλλήλους ή μετατροπής τους σε χρηστικά σκεύη[27]. Ενέργειες δηλαδή που προκαλούσαν το λαϊκό αίσθημα[28]. Ωστόσο ο υπερβάλλων ζήλος που επέδειξαν ορισμένοι κρατικοί υπάλληλοι κατά την εφαρμογή των διαταγμάτων, φτάνοντας ακόμη και σε ανομικές συμπεριφορές, δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσο οι συμπεριφορές αυτές υποκινούνταν από μίσος προς τους μοναχούς, από προσωπικά οικονομικά οφέλη, ή από επίδειξη «καλής διαγωγής» προς τους ανωτέρους τους και ευπείθειας στις κυβερνητικές εντολές.

Ας επισημανθεί πάντως ότι και η μετεγκατάσταση μοναχών από τις διαλυθείσες προς τις διατηρούμενες μονές δεν υπήρξε πάντοτε μια ανέφελη και εύκολη υπόθεση, καθώς οι μοναχοί που αναγκάσθηκαν να «μετακομίσουν» συνάντησαν την απροθυμία, ακόμα και την έντονη αντίδραση των ηγουμένων και των μοναστών στα διατηρούμενα μοναστηριακά συγκροτήματα. Συνέπεια αυτών των αντιδράσεων ήταν ακόμη και η πρόκληση επεισοδίων. Ενόψει μάλιστα αυτής της κατάστασης η Ι. Σύνοδος εξέδωσε εγκύκλιο προς τους επισκόπους (16.7.1835) με την οποία στηλίτευε τέτοιες συμπεριφορές[29].

Η απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας και η εκποίησή της σε ιδιώτες, επειδή πραγματοποιήθηκε από την περιφερειακή διοίκηση χωρίς σχεδιασμό και συχνά βίαια, ήταν λογικό να προκαλέσει έντονα τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι πιστοί αντιδρούσαν στις πωλήσεις των μοναστηριακών αντικειμένων όχι μόνο γιατί τις θεωρούσαν ανίερες, αλλά και διότι σε αρκετές περιπτώσεις τις δημοπρατήσεις χαρακτήριζε καταφανής ανεντιμότητα. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατέκρινε τις συγκεκριμένες ενέργειες και εξέφραζε τη συμπάθειά του στους μοναχούς, τους οποίους σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις είχε επικρίνει [30]. Πιθανότατα τις αντιδράσεις των πιστών υποκινούσαν οι μοναχοί των διατηρούμενων μονών που έβλεπαν την πολιτική εξουσία όχι μόνο να οικειοποιείται τα περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά και να αντιμετωπίζει τον θεσμό ως κρατική υπηρεσία και μάλιστα απαλλαγμένη από τη θρησκευτική της υπόσταση. Από την άλλη πλευρά ο Finlay, που συμφωνούσε με τα μοναστηριακά μέτρα της Πολιτείας, απέδιδε τη λαϊκή δυσαρέσκεια εν μέρει στη μέθοδο συλλογής των φόρων, επειδή κατά τη γνώμη του οι ενοικιαστές τους ήσαν αυστηρότεροι από τους μοναχούς[31]. Πολιτικά πάντως η διάλυση των μονών και η δήμευση της περιουσίας τους συνετέλεσε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα στη μείωση του κύρους της Αντιβασιλείας[32]. Από οικονομική άποψη οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν βελτίωσαν το εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε συνέδραμαν τον κατώτερο κλήρο του βασιλείου, επειδή το ετήσιο εισόδημα του νέου δημόσιου Ταμείου, που είχε δημιουργηθεί για την κάλυψη αυτών των αναγκών, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ούτε τις μισές.

Η εξομολόγηση.

Στις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι εκκλησιαστικές και μοναστηριακές ενέργειες της Πολιτείας φαίνεται ότι ήταν αναμεμειγμένη και η ρωσική διπλωματία. Ο Χρόνος -φιλοκαποδιστριακή εφημερίδα- ενεθάρρυνε την αντίσταση στα επικείμενα μέτρα. Από την άλλη πλευρά η εφημερίδα Αθηνά πρότεινε να δοθεί στη συνέλευση του Ναυπλίου (15-26.7.1833) πλήρης δημοσιότητα των συζητήσεών της. Η πρόταση αυτή έβρισκε αντίθετο τον Μaurer, που φοβόταν την πρόκληση αναταραχών από τη δημοσιοποίηση ενός τόσο εκρηκτικού θέματος[33]. Οι δυσαρέσκειες πάντως για τα μοναστηριακά δεν σταμάτησαν -ακόμα και όταν με β. διάταγμα (21.7.1834) ο Μaurer παύθηκε από το αξίωμα του αντιβασιλέα και αποχώρησε από την Ελλάδα[34]– με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ένοπλες εξεγέρσεις σε Μάνη και Μεσσηνία (άνοιξη – καλοκαίρι 1834)[35].

 

Ποσοτικοποιώντας τον θεσμό

Τα αριθμητικά δεδομένα του μοναστικού θεσμού και η ανάλυσή τους σκιαγραφούν τη δυναμική των κυβερνητικών αποφάσεων σε μονές και μοναχούς προ και μετά την έκδοση των διαταγμάτων. Επιπλέον αποτυπώνουν την επιρροή του εξεταζόμενου θεσμού στους πλησιόχωρους προς τις μονές πληθυσμούς, την ικανότητά του να ανανεώνεται, προσελκύοντας νέα μέλη, τους λόγους που ώθησαν τα πρόσωπα[36] να επιλέξουν τη μία ή την άλλη μονή, τα προβλήματα και τις δυσκολίες που ο μοναχισμός αντιμετώπισε στο νεοσύστατο κράτος -τις οποίες έπρεπε να ξεπεράσει, για να συνεχίσει τη μακραίωνη πορεία του-, την αντιμετώπιση του θεσμού και των φορέων του από την εκάστοτε πολιτική εξουσία κ.λπ. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα η δημογραφική «περιέργεια» αποκτά ποικίλες διαστάσεις.

Παρά την υπάρχουσα πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών για τα ποσοτικά στοιχεία της ενότητας[37], δεν υπάρχει ταύτιση μεταξύ των πηγών. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό επιχειρείται ο προσδιορισμός των αριθμητικών δεδομένων του μοναχισμού. Την προσοχή μας προσελκύουν πρωτίστως τα διαλυμένα και τα διατηρούμενα μοναστηριακά συγκροτήματα του πλαισίου. Ένας από τους πρώτους ερευνητές που ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα υπήρξε ο Κ. Δυοβουνιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι στον νότιο ελλαδικό χώρο υπήρχαν -πριν την ίδρυση του βασιλείου- 524 ανδρικά και 18 γυναικεία μοναστηριακά συγκροτήματα[38]. Από αυτά (542) τα 394 διαλύθηκαν (378 ανδρικά και 16 γυναικεία) και διατηρήθηκαν τα 148 (146 και 2 αντίστοιχα). Την ίδια σχεδόν εικόνα -με μικρές αποκλίσεις- παρουσιάζει ο J. Petropulos. Τα μοναστηριακά συγκροτήματα -κατ’ αυτόν- ήταν 524 μονές, εκ των οποίων διατηρήθηκαν τα 146. Όσον αφορά τα διατηρούμενα, τα 83 συνέχισαν να λειτουργούν, επειδή πληρούσαν τον όρο του σχετικού διατάγματος για τον ελάχιστο αριθμό των 6 μοναστών, και τα 63, επειδή βρίσκονταν στη Μάνη. Η Αντιβασιλεία δεν εφάρμοσε άμεσα τα σχετικά διατάγματα στη συγκεκριμένη περιοχή, γιατί φοβόταν το ενδεχόμενο εξέγερσης εξαιτίας της γενικότερης δυσαρέσκειας από τα εκκλησιαστικά μέτρα της κυβέρνησης[39]. Μοναστηριακά δεδομένα για την εξεταζόμενη περίοδο μάς παρέχει και ο G. Finlay. Οι μονές για τον Άγγλο ιστορικό -προ του 1833- ήταν 560 (542 ανδρικές και 18 γυναικείες). Από αυτές διαλύθηκαν έως τα 1835 οι 412 (396 ανδρικές και 16 γυναικείες) και συνέχισαν να λειτουργούν 148 (146 και 2 αντίστοιχα)[40].

Αρκετά μικρότερο αριθμό μονών καταγράφει ο Maurer, ο οποίος κάνει λόγο για 400 ανδρικές και για 30 με 40 γυναικείες. Από το σύνολο αυτό (430/440 μονές) διατηρήθηκαν οι 82 και έπαυσαν να λειτουργούν οι 348/358. Ωστόσο ο αντιβασιλέας δεν διευκρινίζει, αν στις 82 διατηρούμενες συμπεριλαμβάνονταν οι γυναικείες μονές, καθώς και το τι τελικά ίσχυσε στην ιδιάζουσα περίπτωση της Μάνης. Πίσω από τους συγκεκριμένους αριθμούς πάντως κρύβεται η πρόθεση του αντιβασιλέα να παρουσιάσει -συνειδητά- ψευδή στοιχεία, για να παραποιήσει την πραγματικότητα και να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη. Προφανώς ήθελε να αποδείξει ότι έκλεισαν περισσότερες μονές, επειδή δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις και συνεπώς κακώς λειτουργούσαν[41]. Ένας άλλος μελετητής που ασχολήθηκε με τα μοναστηριακά δεδομένα της περιόδου είναι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ (Χρυσόστομος Παπαδόπουλος). Βάσει των πορισμάτων του, τα μοναστηριακά συγκροτήματα προ των διαταγμάτων ήταν 563, εκ των οποίων τα 545 ανδρικά και τα 18 γυναικεία. Από αυτά διαλύθηκαν τα 398 και τα 14 αντίστοιχα, ενώ συνέχισαν το πνευματικό τους έργο τα 147 και τα 4 (151)[42].

Η πιο αξιόπιστη πηγή για αρκετούς ιστορικούς θεωρείται ο Α. Μάμουκας, ο οποίος υπολόγισε το σύνολο των μονών σε 592[43]. Τα προαναφερθέντα στοιχεία προσεγγίζουν αρκετά τα αποτελέσματα της αρχειακής έρευνας του γράφοντος στο αρχείο Μοναστηριακά των Γ.Α.Κ. (585)[44]. Σύμφωνα με τον Μάμουκα πριν την ίδρυση του βασιλείου υπήρχαν στον νότιο ελλαδικό χώρο 592 μονές, εκ των οποίων οι 574 ήταν ανδρικές και οι 18 γυναικείες. Ύστερα από την έκδοση των διαταγμάτων έπαυσαν τη λειτουργία τους οι 441 -427 ανδρικές και 14 γυναικείες-, ενώ διατηρήθηκαν οι 151 (147 και 4 αντίστοιχα)[45]. Τα συγκεκριμένα δεδομένα διαφοροποιούνται από ό,τι έχει έως τώρα παρουσιαστεί, με συνέπεια να αυξάνεται ο συνολικός αριθμός των μοναστηριακών συγκροτημάτων του νότιου ελλαδικού χώρου.

Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Αυγού, Αργολίδα.

Αξιόλογη πηγή για τις μονές που υφίσταντο στο εξεταζόμενο πλαίσιο πριν τα έτη 1833-1834, καθώς και γι’ αυτές που διατηρήθηκαν, αποτελεί το ευρετήριο του αρχείου Μοναστηριακά[46]. Το συγκεκριμένο εργαλείο έρευνας εμπεριέχει τα μοναστηριακά συγκροτήματα που διατηρούν στο συγκεκριμένο αρχειακό σύνολο ξεχωριστό φάκελο εγγράφων με έτος σύνταξης από το 1833 και έπειτα. Σύμφωνα με την καταμέτρηση των φακέλων του ευρετηρίου στον νότιο ελλαδικό χώρο υπήρχαν πριν τα διατάγματα 520 μοναστηριακά συγκροτήματα. Η έρευνα όμως στους φακέλους των Γενικών και Σύμμικτων Μοναστηριακών κατέδειξε έναν πρόσθετο αριθμό μονών που ανέρχεται σε 65[47]. Αθροίζοντας τους δύο αριθμούς προκύπτει ένα μοναστικό σύνολο της τάξης των 585 μονών. Εντούτοις ο εν λόγω αριθμός δεν αποκλείει την ύπαρξη και ορισμένων άλλων. Και σε αυτή όμως την περίπτωση οι μονές του ελληνικού βασιλείου δεν θα υπερέβαιναν τις 600[48]. Ο πραγματικά μεγάλος όγκος μονών που ιδρύθηκε και λειτούργησε στον νότιο ελλαδικό χώρο κατά την προεπαναστατική περίοδο ερμηνεύεται αφενός από τη θρησκευτική πίστη των ορθόδοξων χριστιανών και αφετέρου από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς ρόλους που επιτελούσαν οι μονές στις περιοχές τους[49].

Με βάση λοιπόν το αρχειακό υλικό προκύπτει ότι στα όρια του ελληνικού βασιλείου λειτουργούσαν -έως τον Μάρτιο του 1834- 35[50] γυναικείες μονές και 560 ανδρικές. Από αυτές διαλύθηκαν οι 434 (413 ανδρικές και 21 γυναικείες), ενώ συνέχισαν το πνευματικό τους έργο οι 151 (147 και 4 αντίστοιχα)[51]. Όσο για τα ποσοστά διάλυσης, αυτά ανήλθαν σε 73,8% για τις ανδρικές και σε 84% για τις γυναικείες[52]. Η σαφής υπεροχή των ανδρικών μονών (95,7%) έναντι των γυναικείων (4,3%) αποδίδεται σε πληθώρα παραγόντων. Επιλεκτικά αναφέρουμε ότι ορισμένες γυναικείες μονές λειτουργούσαν άτυπα, χωρίς δηλαδή την επίσημη εκκλησιαστική και πολιτειακή έγκριση, με συνέπεια να μην συνυπολογίζονται στους χώρους εγκαταβίωσης[53]. Ορισμένες επίσης μονάζουσες επέλεγαν για λόγους ασφαλείας να μονάσουν σε κάποια ανδρική μονή από το να ιδρύσουν μία νέα, ή παρέμειναν στις οικίες τους ως κοσμοκαλόγριες[54]. Ωστόσο τίθεται ως υπόθεση εργασίας το αν η περιορισμένη ανάπτυξη του γυναικείου μοναχισμού στον νότιο ελλαδικό χώρο σχετίζεται με την εκκλησιαστική πολιτική της ενίσχυσης του οικογενειακού θεσμού κατά την οθωμανική περίοδο[55].

Από τη μελέτη του προαναφερθέντος εργαλείου έρευνας εντύπωση προκαλεί το ότι, αν και αρκετές από τις μονές χαρακτηρίζονται διαλελυμένες, φέρουν έγγραφα στους φακέλους τους με χρονολογίες πολύ μεταγενέστερες από την εφαρμογή των διαταγμάτων[56]. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει αφενός ότι κάποιες μονές συνέχισαν να λειτουργούν ανεπίσημα για αρκετά χρόνια μετά την έκδοση των κυβερνητικών μέτρων και αφετέρου ότι ατόνησαν οι πολιτειακές εντολές για τη διάλυση των μονών σε σύντομο χρονικό διάστημα, με συνέπεια να διατηρηθούν αρκετές ανεπίσημα. Βάσει άλλωστε του διατάγματος Περί εν τω Βασιλείω μοναστηρίων μπορούσαν να παραμείνουν μοναχοί σε διαλυμένες μονές ως ενοικιαστές[57]. Η κατάργηση πάντως του προαναφερθέντος διατάγματος με μεταγενέστερο (Δεκέμβριος 1834) φαίνεται ότι δεν στάθηκε ικανή να διακόψει άμεσα την παραμονή κάποιων μοναστών που διαβιούσαν σε διαλυμένες μονές[58]. Όσο για τους λόγους που παρέμειναν ορισμένοι εγκαταβιούντες στις μονές απόκαρσής τους, αυτοί σχετίζονταν με τους οικονομικούς ρόλους που επιτελούσαν τα μοναστηριακά συγκροτήματα στις περιοχές τους, αλλά και με τα συμφέροντα που είχαν όσοι νέμονταν τα μοναστηριακά εισοδήματα.

Οι πηγές είναι αντιφατικές και για το μοναστικό δυναμικό του πλαισίου. Συγκεκριμένα ο G. Maurer υπολόγιζε τους μοναχούς -έως και το 1833- σε λιγότερους από 8.000, ενώ τις μονάζουσες σε περίπου 100. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των μοναχών καταδεικνύει ότι τα στοιχεία είναι παραποιημένα, αφού σύμφωνα με τον αντιβασιλέα οι μονές -στην πλειονότητά τους- διέθεταν μικρό αριθμό μοναχών και γι’ αυτό ανέστειλε τη λειτουργία τους. Ο δε Παπαδόπουλος υπολόγιζε τους μοναστές σε 3.277, εκ των οποίων οι 3.000 ήσαν άνδρες και οι 277 γυναίκες. Όσο για τον Finlay θεωρούσε το σύνολο των μοναστών στις διατηρούμενες μονές του βασιλείου σε 2.000 πρόσωπα[59]. Διαφοροποιημένη εικόνα -έστω και εν μέρει- παρουσιάζει η έρευνα στο αρχειακό υλικό των Γ.Α.Κ. Βάσει αυτής προκύπτει ότι το 1836 εγκαταβίωναν στο ελληνικό βασιλείου περίπου 1.750 μοναχοί[60]. Σε μια προσπάθεια υπολογισμού του συνόλου της ενότητας στα προ του 1833 έτη επιχειρείται ο ακόλουθος συλλογισμός. Με δεδομένο ότι οι 415 ανδρικές μονές που διαλύθηκαν διέθεταν ένα ανθρώπινο δυναμικό της τάξεως των 3 έως 5 προσώπων, προκύπτει ένα μέγεθος το μέγιστο του οποίου είναι 2.075 και το ελάχιστο 1.215 μοναχοί. Προσθέτοντας τους αριθμούς αυτούς στους περίπου 1.750 μοναχούς των διατηρούμενων μονών, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι εγκαταβιούντες πριν την έκδοση των διαταγμάτων -και ίσως προεπαναστατικά- κυμαίνονταν μεταξύ 3.825[61] και 2.995[62]. Συνεπώς το σύνολο των περίπου 3.000 προσώπων -σύμφωνα και με άλλες πηγές[63]– θεωρείται το πιθανότερο.

Όσο για τις καλογραίες, ο προσδιορισμός τους συναντά περισσότερες δυσκολίες συγκριτικά με των ανδρών, καθώς το αρχειακό υλικό σχετίζεται μόνο με το μοναστικό δυναμικό 17 γυναικείων μονών από το σύνολο των 25 που λειτουργούσαν προ του 1834 στο ελληνικό βασίλειο. Επιπλέον οι βιβλιογραφικές αναφορές παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλες αποκλίσεις[64]. Σύμφωνα πάντως με την αρχειακή έρευνα στις αρχές της δεκαετίας του 1830 υπήρχαν σε διάφορες επαρχίες της επικράτειας περίπου 500 μοναχές, αρκετά δηλαδή περισσότερες από ό,τι σημειώνει η βιβλιογραφία. Οι περισσότερες εξ αυτών εγκαταβίωναν στις 17 μονές (384), οι 85 διέμεναν σε μη οργανωμένα μοναστηριακά συγκροτήματα και οι 32 σε ανδρικές μονές. Από τα προαναφερθέντα αριθμητικά δεδομένα προκύπτει ότι ο μοναχισμός στον νότιο ελλαδικό χώρο τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα, αλλά και καθ’ όλη την οθωνική περίοδο (1833-1862), ήταν μια αμιγώς «ανδροκρατική υπόθεση».

Ιερά Μονή Παναγίας Ελώνης, Αρκαδία.

Απώτεροι σκοποί

Το ουσιαστικότερο πρόβλημα από την έκδοση των εξεταζομένων διαταγμάτων δεν ήταν το ποσοστό των μονών που διαλύθηκαν ή διατηρήθηκαν, καθώς μεγάλο μέρος αυτών είχε ερημωθεί -πριν ή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης- ή διέθετε ελάχιστους μοναστές (1-3), αλλά το σκεπτικό με το οποίο η Αντιβασιλεία προχώρησε στη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι πρωτίστως οικονομική[65]. Τα μοναστηριακά συγκροτήματα του βασιλείου ήταν στην πλειονότητά τους φορείς αξιόλογης κινητής και ακίνητης περιουσίας, στοιχείο που φαίνεται ότι γνώριζαν καλά όλες οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις. Επιπρόσθετα ήταν γνωστό ότι η περιουσία αυτή γινόταν συχνά αντικείμενο κακοδιαχείρισης ή διασπάθισης από εγκαταβιούντες[66]. Το σημαντικότατο αυτό πάγιο κεφάλαιο ήταν λογικό να θεωρείται από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα, όπως προηγουμένως από τον Ι. Καποδίστρια, βασικό εργαλείο στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, αν περιερχόταν υπό τον κρατικό διαχειριστικό έλεγχο. Την αξιοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας θέλησε -ανεπιτυχώς- να επιτύχει η Αντιβασιλεία με τη δημιουργία Εκκλησιαστικού Ταμείου, στο οποίο -με πρόσχημα τη διαχείριση των εσόδων του υπέρ της Εκκλησίας και της δημόσιας εκπαίδευσης- συγκεντρώθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία όσων μονών διαλύθηκαν. Άποψη άλλωστε του αντιβασιλέα ήταν ότι το κράτος και όχι οι εκκλησιαστικοί ή οι μοναστηριακοί φορείς έπρεπε να εμπλέκεται με θέματα όπως η Παιδεία και η φιλανθρωπία[67].

Τα μέτρα για τις μονές του βασιλείου ενείχαν και πολιτική διάσταση· τον φόβο δηλαδή να δράσουν οι μοναχοί ενάντια στην κυβέρνηση ως σύνδεσμοι στην οργάνωση συνωμοσιών, ως ποιμένες–καθοδηγητές των λαϊκών ή ως φορείς των ρωσικών συμφερόντων[68]. Οι εγκαταβιούντες αντιτάσσονταν εξάλλου περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα στα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά μέτρα της Πολιτείας, ενώ ήσαν και οι πιο ένθερμοι οπαδοί των Ρώσων, τους οποίους θεωρούσαν πρότυπο ορθόδοξου έθνους. Εκτός αυτού μετακινούνταν εξαιρετικά εύκολα λόγω των ζητειών και βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τους αγροτικούς πληθυσμούς, το μεγαλύτερο δηλαδή ποσοστό των Ελλήνων πολιτών, συντηρώντας ακόμα και τη θρησκοληψία τους. Συνέπεια αυτών ήταν να προκαλούν εύκολα κινητοποιήσεις, όταν τα μέτρα που υιοθετούσαν οι κρατικές αρχές τούς έβρισκαν αντίθετους. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι δρούσαν ως φορείς επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες αντιπολιτευτικές ομάδες και ότι υποκινούσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε ευαίσθητα πολιτικά θέματα[69]. Η επιτήρηση αυτών των τόσο επικίνδυνων για την κεντρική εξουσία ομάδων θα ήταν ευκολότερη, αν περιορίζονταν σε λιγότερους χώρους και ελέγχονταν οι μετακινήσεις τους. Απόδειξη αυτών αποτελεί το ότι η πρώτη εγκύκλιος (4.1.1834) που εξέδωσε η νεοσύστατη Σύνοδος αναφερόταν στις μετακινήσεις των μοναχών εκτός των μονών τους. Έκτοτε η Σύνοδος και η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών εξέδωσαν αρκετές εγκύκλιους και διατάγματα Περί απαγορεύσεως των μοναχικών περιοδειών[70].

Φωτογραφία της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου πριν από την καταστρεπτική πυρκαγιά του 1934.

                                                              

Εν κατακλείδι

Οι πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στον νότιο ελλαδικό χώρο ύστερα από την Επανάσταση συνέβαλαν στην επικράτηση νέων αντιλήψεων για τη θρησκεία και τη διοίκηση του βασιλείου, οι οποίες σταδιακά επηρέασαν και τη βιοθεωρία των Ελλήνων[71]. Το συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας που επεδίωξαν οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις συνεπαγόταν την επιβολή της κεντρικής εξουσίας στην περιφέρεια. Η ελαχιστοποίηση όμως της δύναμης των περιφερειακών κέντρων εξουσίας και του τοπικιστικού πνεύματος -απότοκος εν μέρει της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας-σήμαινε την αναδιοργάνωση και τον έλεγχο θεσμών, όπως ο μοναχισμός, που ασκούσαν έως τότε επιρροή στους χριστιανικούς πληθυσμούς, προκειμένου να μην εμποδίσουν τον δυτικό προσανατολισμό του νεοσύστατου βασιλείου. Για ένα τμήμα μάλιστα Ελλήνων πολιτών, φορέα ιδεών του Διαφωτισμού, ο μοναχισμός εθεωρείτο απηρχαιωμένος και ανασταλτικός για το μέλλον του κράτους[72]. Οι μοναχοί επομένως -εξαιτίας των μακροχρόνιων και στενών επαφών με τους αγροτικούς πληθυσμούς- αποτελούσαν για την πολιτική εξουσία μία από τις σημαντικότερες περιφερειακές δυνάμεις, η δράση της οποίας έπρεπε άμεσα να περιορισθεί σε θρησκευτικά θέματα και συγχρόνως να ελεγχθεί πολιτικά και διοικητικά. Κατά συνέπεια οι όποιες πολιτικές ενέργειες ελήφθησαν από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα για τον μοναχισμό δεικνύουν σαφώς την πρόθεση της Πολιτείας να περιορίσει τη δυναμική των μοναχών και τη βούλησή της να τους εντάξει στον κρατικό μηχανισμό[73].

 

Με την εφαρμογή των μέτρων από την Πολιτεία ο μοναχισμός -χωρίς να χάσει τη θέση του ως πνευματική αναζήτηση- απώλεσε αρμοδιότητες σε θέματα που παραδοσιακά του ανήκαν. Πρωτίστως αποδυναμώθηκε η οικονομική δύναμη των μονών, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η οικονομική τους επιρροή στις περιοχές τους. Οι μοναστικές κοινότητες βέβαια διετήρησαν τις φιλανθρωπικές τους δράσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις τους επεβλήθησαν από την πολιτική εξουσία[74]. Στην προκείμενη περίπτωση το κράτος μεταβίβασε ευθύνες -ηθικές και οικονομικές- που υπό άλλες συνθήκες όφειλε το ίδιο να επωμισθεί, εξασφαλίζοντας σίτιση και στέγαση σ’ ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, όπως τους αναξιοπαθούντες, τους ανάπηρους, τους ηλικιωμένους, τους φρενοβλαβείς, τα ορφανά, το οποίο δεν μπορούσε να συμβάλει στην οικοδόμηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

 

Τα πολιτικά μέτρα τέλος που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των ετών 1833-1862 για τον μοναχισμό τα εκλαμβάνουμε όχι μόνο ως απότοκο των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε το ελληνικό βασίλειο από την ίδρυσή του -η μοναστηριακή άλλωστε περιουσία αποτελούσε μια αξιόλογη πηγή εσόδων για το κράτος, την οποία και είχε ανάγκη-, αλλά και ως συνέπεια των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων των δυνάμεων εκείνων που δρούσαν στο ελληνικό βασίλειο και οι οποίες σχεδίαζαν το μέλλον της Εκκλησίας και του μοναχισμού[75].

 

Ο Νίκος Τόμπρος είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η παρούσα μελέτη αποτελεί συνοπτική παρουσίαση τμημάτων από μονογραφία του γράφοντος με τίτλο: Ο Μοναχισμός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833-1862), τόμ. Ι-ΙΙ, Ηρόδοτος, Αθήνα 2019.

Ν. Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα (1821-1827), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 240.

[2] Από τις 33 αρχιεπισκοπές και τις 23 επισκοπές του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου (1833), οι 10 και 9 αντίστοιχα παρέμεναν κενές. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο. (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19972, σ. 214.

[3] Το 1833 υπήρχαν στο ελληνικό βασίλειο 52 ιεράρχες, εκ των οποίων μόνο οι 22 βρίσκονταν στον ελλαδικό χώρο πριν την Επανάσταση. Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου και Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τόμ. Β΄, Αθήνα 1864, σ. 103.

[4] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1920, σ. ε΄.

[5] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833-1862), τόμ. Ι, Ηρόδοτος, Αθήνα 2019, σ. 236.

[6] G. Finlay, History of Greece from its Conquest by the Romans to the Present Time, B.C. 146 to A.D. 1864, H.F. Tozer, τόμ. VIΙ, Οξφόρδη, 1877, σ. 130-131. Ι. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Παπαζήσης Αθήνα 1982, σ. 104. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 214-215.

[7] G. Maurer, Das griechischer Volk in offentlicher, Kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe, vol. Ι-Ι, Χαϊδεμβέργη 1835.

[8] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 154.

[9] C. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και η ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, Αθήνα 1987, σ. 138-139.

[10] A. Chroust, Gesandtschaftsberichte aus München, 1814-1848, Abteilung I. Die Berichte der französischen Gesandten, τόμ. 2, Μόναχο 1935, σ. 275, 279. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 217.

[11] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Ναύπλιο 10.4.1833.

[12] Αθηνά, Ναύπλιο 12.7.1833.

[13] Ι. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση…, ό.π., σ. 106.

[14] Δ. Σοφιανός, «Εγκύκλιοι (Αύγ. 1821-Ιαν. 1822) του Οικουμενικού Πατριάρχη Ευγένιου Β΄ περί δουλικής υποταγής των Ελλήνων στον Οθωμανό κατακτητή), Δελτίο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, τόμ. 2, Αθήνα 2000, σ. 21-41.

[15] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 538.

[16] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά. Ήτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα, …, και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859, σ. 77-79. Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 234-235.

[17] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 244-247, 257-262.

[18] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 137.

[19] Νικ. Μίλας, Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, (μτφρ. Μ. Αποστολόπουλος), Αθήνα 1906, σ. 957. Κ. Ράλλης, Εγχειρίδιον του Εκκλησιαστικού Δικαίου, κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, Αθήνα 1927, σ. 178-179.

[20] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 138.

[21] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 122-123.

[22] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 122-124. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 138-140.

[23] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 124.

[24] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 149-150. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 140.

[25] Πρόχειρα β. Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 269-274. Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος 1834 διάλυσις των μοναστηρίων εν τη ελευθέρα Ελλάδι», Ιερός Σύνδεσμος, 85 (1908), σ. 2-3.

[26] Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 2. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 141.

[27] Παν. Σούτσος, Κιθάρα, Αθήνα 1875, σ. 22.

[28] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 141-142. Τ. Αναστασιάδης, «(Αν)ίερη γη: Ηθική και πολιτική οικονομία των ορθόδοξων μοναστηριών στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος», στο Μοναστήρια, Οικονομία και Πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, Ηλ. Κολοβός (επιμ.), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, σ. 265.

[29] Στ. Γιαννόπουλος, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 1833-1901, Αθήνα 1901, σ. 821-822.

[30] Ι. Μακρυγιάννης, Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Αρχεία της Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας, Γ. Βλαχογιάννης (επιμ.), τόμ. Β΄, Αθήνα 1907, σ. 77.

[31] G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131.

[32] Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 268-278, 287-292. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 216-217.

[33] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 219.

[34] Ι. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση…, ό.π., σ. 129-130. D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Α. Ξανθόπουλος (μτφρ), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19893, σ. 113-114. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 189.

[35] Χρ. Ρέππας, «Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834», Τριφυλιακή Εστία, 54 (1983), σ. 533-558. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 259.

[36] Επιλέγεται ο όρος πρόσωπο, αντί του όρου άτομο, καθώς είναι σύμφωνος με την ορολογία της ορθόδοξης θεολογίας.

[37] Με τον όρο ενότητα νοείται η κατηγορία που απαριθμείται. Αντίστοιχα πλαίσιο είναι ο χώρος και ο χρόνος που περιλαμβάνει η απαρίθμηση. Στην προκειμένη περίπτωση η ενότητα είναι οι μονές και οι μοναχοί και πλαίσιο το ελληνικό βασίλειο της οθωνικής περιόδου (1833-1862). Βλ. σχετικά J. Meuvret, «Τα δημογραφικά και στατιστικά δεδομένα στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία», Encyclopedie de la pleiade, Ιστορία και μέθοδοί της, διεύθυνση Charles Samaran, μτφρ. Ελ. Στεφανάκη, Μ.Ι.Ε.Τ., τόμ. Β, τχ. 3, Αθήνα 1988, σ. 205-206.

[38] Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 4.

[39] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 216-217.

[40] G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131.

[41] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 138-139, 178-180, 182.

[42] Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 133-134, 142. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία της Ελλάδος. Απ’ αρχής μέχρι του 1934, Αθήνα 20003, σ. 230-231.

[43] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 148-150, 152.

[44] Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1-621.

[45] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 152.

[46] Κ. Διαμάντης, Τα περιεχόμενα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, τόμ. 1, Αθήνα 1972, σ. 312-371.

[47] Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1-4, 213, 228, 410, 456.

[48] Δεχόμαστε την απόκλιση αυτή -585 έως 600- εξαιτίας της ύπαρξης αρκετών μετοχίων στον νότιο ελλαδικό χώρο και των συχνών μεταβολών τους. Συγκεκριμένα κάποια από τα μετόχια μετατρέπονταν σε ανεξάρτητες μονές, ενώ κάποιες μονές συγχωνεύονταν με άλλες, ή μετατρέπονταν σε μετόχια τους. Ανάλογες περιπτώσεις βλ. στη Μεσσηνία στο Χρυσ. Θέμελης (Μητρ.), Η Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 2003, σ. 114-119, 130-133.

[49] J. Emerson, P. Count, W. H. Humphreys, A picture of Greece in 1825, Λονδίνο 1826, τόμ. I, σ. 334-337. S. Runciman, Η μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, τόμ. Β΄, Αθήνα 1979, σ. 659-660. C. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία…, ό.π., σ. 88-89. D. Dakin, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (μτφρ), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19892, σ. 30-31.

[50] Γ.Α.Κ., Αρχείο Μινιστερίου/Γραμματείας/Υπουργείου της Θρησκείας και Παιδείας (περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια), Φ. 19. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1-621. Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 319-320.

[51] Οι συγκεκριμένοι αριθμοί θα διατηρηθούν έως το 1845, οπότε και οι ανδρικές μονές αυξήθηκαν κατά μία. Έκτοτε και έως το 1862 ο αριθμός των μονών του βασιλείου παρέμεινε σταθερός (148 ανδρικές και 4 γυναικείες). Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 152, 161.

[52] Σχετικά με τη Μεσσηνία γνωρίζουμε ότι η εφαρμογή των μέτρων ολοκληρώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 1835. Αλ. Χρυσομάλλης, Ο δρόμος της αυταπάρνησης. Η ιστορία και η δράση της ιεράς μονής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών Καλαμάτας, Καλαμάτα 1992, σ. 178-179. Το ίδιο χρονικό διάστημα πιθανολογούμε ότι ολοκληρώθηκε και στο υπόλοιπο βασίλειο.

[53] Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μονή Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ή Καλογραιών στην Καλαμάτα. Χρυσ. Θέμελης (Μητρ.), Η Ιερά Μητρόπολις…, ό.π., σ. 226-227.

[54] Πρόχειρα βλ. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 1, 69, 302, 306, 308, 318.

[55] Βλ. σχετικά Αντ. Κιουσοπούλου, Χρόνος και Ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία. Η κλίμακα των ηλικιών από τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής (7ος-11ος αι.), Κ.Ν.Ε., Αθήνα 1997, σ. 135-136.

[56] Κ. Διαμάντης, Τα περιεχόμενα…, ό.π., σ. 314-358.

[57] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 78.

[58] Περί της ιδιοκτησίας των εν τοις διαλυθείσι μοναστηρίοις μοναχών και ιδίως περί μοναχών εν γένει (4.12.1834). Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 83.

[59] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 138-139, 178-180, 182. G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 133-134, 142. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία…, ό.π., σ. 230-231.

[60] Προσεγγίζει δηλαδή τα ποσοτικά στοιχεία του G. Finlay. G. Finlay, History of Greece…, op. cit.,, τόμ. VII, p. 130-131.

[61] Ο Δυοβουνιώτης αναφέρεται σε 542 μονές 4.111 μοναχών. Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 4.

[62] Θεωρούμε ότι οι περισσότερες διαλυμένες ανδρικές μονές του βασιλείου διέθεταν έως 3 μοναχούς. Πρόχειρα βλ. τα μοναστηριακά συγκροτήματα στις επαρχίες Οιτύλου και Γυθείου. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, Φ. 410, 456.

[63] Ο Χρυσ. Παπαδόπουλος υπολόγιζε τους μοναχούς σε περίπου 3.000. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας…, ό.π., σ. 83-84, 133-134. Επιπρόσθετα βλ. Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σ. 221.

[64] Ο G. Maurer αναφέρει 100 μοναχές, ενώ οι Κ. Δυοβουνιώτης και Χρυσ. Παπαδόπουλος 277. G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 138-139, 178-180, 182. Κ. Δυοβουνιώτης, «Η κατά το έτος…», ό.π., 85 (1908), σ. 4. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία της Ελλάδος…, ό.π., σ. 230-231.

[65] Σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της Αντιβασιλείας βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 208-214.

[66] Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Αθήνα 1983, σ. 82. Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήνα 1992, σ. 432-436. Αλ. Χρυσομάλλης, Ο δρόμος…, ό.π., σ. 100-102.

[67] G. Maurer, Das griechischer Volk…, op. cit., vol. ΙΙ, p. 182. Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 539.

[68] Εν. Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνα. Η σύγχρονη Ελλάδα (1854), Α. Σπήλιου (μτφρ), πρόλογος-επιμέλεια Τ. Βουρνά, Αφοί Τολίδη, Αθήνα χ.χ, σ. 188.

[69] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 221.

[70] Α. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά…, ό.π., σ. 87-90, 92-96, 99-100. Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 539-540.

[71] Σχετικά με εκκοσμίκευση της πίστης, τη διαδικασία δηλαδή «απομάκρυνσης από τη θρησκευτική σκέψη, τη θρησκευτική πρακτική και τους θρησκευτικούς θεσμούς», που παρατηρείται και στην ελληνική κοινωνία τον 19ο αιώνα, βλ. T. Cauter, J.S. Downham, The communication of ideas, Λονδίνο 1954. T. Bottomore, Κοινωνιολογία. Κεντρικά προβλήματα και βασική βιβλιογραφία, εισαγωγή, μετάφραση, επιμέλεια Δ. Γ. Τσαούσης, Gutenberg, Αθήνα 1983, σ. 278-279. Δ. Τσαούσης, Χρηστικό λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα 1989, σ. 78. Δ. Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση. Προς μια ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003, σ. 375. Τ. Αναστασιάδης, «(Αν)ίερη γη…», ό.π., σ. 260-261.

[72] Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 19592, σ. 746-747. Κ. Λάππας, «Φιλορθόδοξοι και φιλελεύθεροι στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Όθωνα», Επιστημονικές Ανακοινώσεις (22-30 Νοεμβρίου 1979), Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1984, σ. 121-122.

[73] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 540.

[74] Ν. Τόμπρος, Ο Μοναχισμός…, ό.π., τόμ. Ι, σ. 302, όπου και το σχετικό αρχειακό υλικό.

[75] Ενδεικτικά βλ. Θ. Στράγκας, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών (1817-1967), τόμ. Α΄, Αθήνα 1967, σ. 38-41, 52-55. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση…, ό.π., σ. 223-224, 421. Π. Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «ελλαδικό» στο βουλγαρικό σχίσμα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003, σ. 50.

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Frazee C., Ορθόδοξος Εκκλησία και η ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, Αθήνα 1987.

Maurer G., Das griechischer Volk in offentlicher, Kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe, vol. Ι-Ι, Χαϊδεμβέργη 1835.

Petropulos J., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο. (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 19972.

Αναστασιάδης Τ., «(Αν)ίερη γη: Ηθική και πολιτική οικονομία των ορθόδοξων μοναστηριών στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος», στο Μοναστήρια, Οικονομία και Πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, Ηλ. Κολοβός (επιμ.), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, σ. 253-285.

Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.), Αρχείο Γραμματεία / Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, Εκκλησιαστικά, Φ. 1-910.

Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.), Αρχείο Μοναστηριακά, Φ. 1-621.

Γιαννόπουλος Στ., Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 1833-1901, Αθήνα 1901.

Διαμάντης Κ., Τα περιεχόμενα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, τόμ. 1, Αθήνα 1972, σ. 312-371.

Διαμαντούρος Ν., Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα (1821-1827), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002.

Δυοβουνιώτης Κ., «Η κατά το έτος 1834 διάλυσις των μοναστηρίων εν τη ελευθέρι Ελλάδι», Ιερός Σύνδεσμος, 84 (1908), σ. 3-6, 85 (1908), σ. 1-4.

Μάμουκας Α., Τα μοναστηριακά. Ήτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα, …, και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859.

Μανίκας Κ., «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στη νεώτερη Ελλάδα», Θεολογία, 70 (1999), σ. 330-410.

Ματάλας Π., Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «ελλαδικό» στο βουλγαρικό σχίσμα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.

Οικονόμος Κ., Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου και Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τόμ. Β΄-Γ΄, Αθήνα 1864-1866.

Παπαδόπουλος Χρυσ., Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1920.

Πετρόπουλος Ι., Κουμαριανού Αικ., Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Παπαζήσης Αθήνα 1982.

Τόμπρος Ν. Ο Μοναχισμός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1833-1862), τόμ. Ι-ΙΙ, Ηρόδοτος, Αθήνα 2019.