Skip to main content

Γιάννης Μουρέλος: Ο Γουλιέλμος Τέλλος και η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

Γιάννης Μουρέλος

Ο Γουλιέλμος Τέλλος και η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

 

Το αφήγημα

Στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης Altdorf, πρωτεύουσας του καντονίου Uri, έχει ανεγερθεί ένα μνημείο. Στο μπροστινό μέρος δεσπόζει ένα μπρούντζινο άγαλμα με δύο ανθρώπινες φιγούρες. Έναν ενήλικα άνδρα, ο οποίος φέρει στους ώμους του ένα τόξο σε σχήμα βαλλίστρας. Ταυτόχρονα, αγκαλιάζει ένα ανήλικο ξυπόλητο αγόρι. Ακριβώς πίσω από το άγαλμα υπάρχει μια πινακίδα, στην οποία επάνω έχει σκαλιστεί το κείμενο ERZÆHLEN WIRD MAN VON DEM SCHÜTZEN TELL SO LANG DIE BERGE STEH’N AUF IHREM GRUNDE (ΟΣΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΟ ΤΟΣΟ ΘΑ ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΚΟΠΕΥΤΗ ΤΕΛΛΟΥ).

Από το ίδιο ακριβώς σημείο είχε περάσει, στις 18 Νοεμβρίου 1307, ο Γουλιέλμος Τέλλος, ένας ντόπιος αγρότης, δεινός ορειβάτης, σκοπευτής και κυνηγός. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου είχε τοποθετηθεί ένας πίλος. Κατά διαταγή του Albrecht Gessler, νεοδιορισθέντα τοπικού διοικητή και εκπροσώπου του αυτοκράτορα των Αψβούργων, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η σημερινή Ελβετία, κάθε άτομο που περνούσε από το συγκεκριμένο σημείο, ήταν υποχρεωμένο, επί ποινή θανάτου, να υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού και υποταγής. Ο Τέλλος προσπέρασε επιδεικτικά το κοντάρι δίχως να συμμορφωθεί στη διαταγή. Συνελήφθη αυτοστιγμεί και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ωστόσο, ο Gessler τού προσέφερε μια δυνατότητα να σώσει τη ζωή του: την επιτόπου έμπρακτη απόδειξη της σκοπευτικής του ικανότητας. Συγκεκριμένα, τον κάλεσε να κόψει με το βέλος του στη μέση ένα μήλο, το οποίο θα τοποθετείτο επάνω στο κεφάλι του γιου του. Ο Τέλλος επιστράτευσε ολόκληρη την ψυχραιμία που διέθετε και κατάφερε να κόψει το μήλο. Κάνοντας επίδειξη μεγαλοψυχίας, ο Gessler τον απελευθέρωσε ρωτώντας τον λόγο, για τον οποίο ο σκοπευτής έφερε και δεύτερο βέλος στη φαρέτρα του. Η απάντηση προέκυψε αβίαστα, δίχως υπαινιγμούς και υπεκφυγές: “Προκειμένου να σε σκοτώσω, σε περίπτωση που ο γιος μου έχανε τη ζωή του”. Κατόπιν τούτου, ο Τέλλος συνελήφθη εκ νέου.

To μνημείο του Γουλιέλμου Τέλλου (Telldenkmal ) στην κεντρική πλατεία του Altdorf, έργο του γλύπτη Richard Kissling (1905).

Λίγο αργότερα, καθώς το πλοιάριο, το οποίο τον μετέφερε στον τόπο του εγκλεισμού του, τον πύργο του Gessler στο γειτονικό Küsnacht, διέσχιζε τη λίμνη της Λουκέρνης, ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα. Μπροστά στον κίνδυνο ανατροπής, το πλήρωμα ελευθέρωσε τον Τέλλο από τα δεσμά του και τού ζήτησε να αναλάβει το πηδάλιο. Ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και απέδρασε, βουτώντας στα νερά της λίμνης και βρίσκοντας, εν συνεχεία, καταφύγιο στην ακτή. Το συγκεκριμένο σημείο είναι σήμερα γνωστό ως Tellsplatte (Το άλμα του Τέλλου). Ο Τέλλος περπάτησε μέχρι το Küsnacht παραμονεύοντας την έλευση του διοικητή. Μόλις ο Gessler και η συνοδεία του έκαναν την εμφάνισή τους, τον σημάδεψε με τη βαλλίστρα του και τον φόνευσε.

Η ανυπότακτη στάση του Γουλιέλμου Τέλλου άναψε τη σπίθα μιας εξέγερσης των ντόπιων ενάντια στους Αυστριακούς δυνάστες, στην οποία ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. H μία και μόνη βολή, που κομμάτιασε το μήλο, σηματοδότησε μια ολόκληρη αλληλουχία γεγονότων, η οποία, στο διάβα του χρόνου, μετάλλαξε μια χούφτα φτωχών ορεσίβιων στο σύγχρονο και ευδαίμον ελβετικό έθνος του σήμερα. Ο αγώνας οδήγησε τελικά στον σχηματισμό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Ο Τέλλος πολέμησε κατά των Αυστριακών και στη μάχη του Morgarten (15 Νοεμβρίου 1315) . Ο θάνατός του επήλθε το 1354, όταν σε προχωρημένη ηλικία επιχείρησε να σώσει ένα παιδί που κινδύνευε από πνιγμό στο ποτάμι.

Το άλμα του Τέλλου (Tellsplatte).

Η μεθοδευμένη σφυρηλάτηση ενός μύθου

Ο Γουλιέλμος Τέλλος δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Σε κανένα χρονικό της ίδιας εποχής δεν συναντάται το όνομά του, αλλά ούτε και καταγράφεται πουθενά κάποιο περιστατικό δολοφονίας τοπικού διοικητή, εγκαθέτου της αυστριακής ηγεμονίας στην κεντρική Ελβετία. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά το 1474, πάνω από έναν αιώνα έπειτα από τα υποτιθέμενα συμβάντα, σε ένα χρονικό, το οποίο τιτλοφορείται Η Λευκή Βίβλος του Sarnen (Weisses Buch von Sarnen). Πρόκειται για μια ανθολογία μεσαιωνικών κειμένων του τέλους του 15ου αιώνα, που συγκέντρωσε ο Hans Schriber, ανώτατος αξιωματούχος (Landschreiber) του καντονίου Obwalden. Η συλλογή αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο και μεγαλύτερο περιλαμβάνει 77 διαφορετικά τεκμήρια που o Schriber αντέγραψε από πρωτότυπα, τα οποία είχε εντοπίσει στα αρχεία του Sarnen, πρωτεύουσας του καντονίου. Ο ίδιος φρόντισε να επισυνάψει και μια δική του αφήγηση της πρώιμης περιόδου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Στο δεύτερο μέρος, έκτασης 25 σελίδων, γίνεται αναφορά στον όρκο του Rütli [Βλ. παρακάτω] καθώς και στα ανδραγαθήματα του Γουλιέλμου Τέλλου. Παρά το γεγονός ότι η Λευκή Βίβλος του Sarnen αποτελεί την πρώτη, κατά σειρά, αναφορά, δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στη σφυρηλάτηση του μύθου, καθώς υπήρξε μικρός ο αριθμός των ατόμων που είχαν πρόσβαση σε αυτή. Το μοναδικό αντίγραφο, το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία το 1856, φυλάσσεται σήμερα στα τοπικά αρχεία του καντονίου Obwalden. Ωστόσο, έχει ξεσπάσει διχογνωμία μεταξύ των ειδικών, κατά πόσο ή όχι αποτελεί ακριβές αντίγραφο προγενεστέρου χειρόγραφου, η χρονολόγηση του οποίου εκτιμάται περί το έτος 1426.

Μεταξύ των ατόμων, τα οποία απόκτησαν πρόσβαση στη Λευκή Βίβλο του Sarnen ήταν δύο χρονικογράφοι. Ο πρώτος από αυτούς, Petermann Etterlin (c. 1430/1440 – c. 1509) από τη Λουκέρνη, ήταν γιος επίσης χρονικογράφου της περιοχής. Το 1464 διορίστηκε επίσημος αντιγραφέας της πόλης. Ανέπτυξε στρατιωτική δραστηριότητα στις τάξεις του στρατού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αλλά και στη Γαλλία, όπου παρέμεινε επί μια δεκαετία. Στο τέλος της ζωής του, μεταξύ των ετών 1505 και 1507, συνέταξε ένα μνημειώδες Χρονικό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Kronika von der loblichen Eidgenossenschaft). Σε μεγάλο ποσοστό, το τελευταίο στηρίζεται στη Λευκή Βίβλο του Sarnen, αναπαράγοντας τις αναφορές στα κατορθώματα του Γουλιέλμου  Τέλλου.  Το  πρωτότυπο  φυλάσσεται  σήμερα  στο  Εθνικό  Ελβετικό  Μουσείο (Schweizerisches Nationalmuseum) στη Ζυρίχη.

Το πρωτότυπο του Χρονικού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Πηγή: Schweizerisches Nationalmuseum, Zürich).

O δεύτερος από αυτούς, Aegidius Tschudi (1505-1572), πολιτικός και ιστορικός, έχει μείνει γνωστός κυρίως από το έργο του Chronicon Helveticum (1550), το πρώτο μέρος του οποίου (καλύπτει την ιστορία της περιόδου από το 1001 έως το 1470) εκδόθηκε και έγινε γνωστό μετά θάνατον, κατά τη διετία 1734-1736. Το υπόλοιπο παρέμεινε ανέκδοτο. Θεωρείται από τις θεμελιώδεις πηγές της πρώιμης περιόδου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, καθώς περιλαμβάνει αντίγραφα 50 περίπου παλαιοτέρων χειρογράφων, τα πρωτότυπα των οποίων δεν υφίστανται πλέον. Μεταξύ άλλων, το Chronicon Helveticum περιλαμβάνει πολύτιμο υλικό σχετικά με τον μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου. Αυτός υπήρξε προφανώς ο λόγος, για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα εκτενώς ως σημείο αναφοράς από όλους τους συγγραφείς που εμπνεύσθηκαν από τον χαρακτήρα και τη δραστηριότητα του ήρωα.

O Aegidius Tschudi και το Chronicon Helveticum.

Ο Ελβετός ιστορικός Johannes von Müller (1752-1809) έζησε στη γενέτειρά του Schaffhausen, στη Γενεύη, στο Κάσελ, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε σύμβουλος του τελευταίου αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκου Β΄ και μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου. Δεσπόζουσα θέση στο πλούσιο έργο του κατέχει η μνημειώδης Ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Geschichten Schweizerischer Eidgenossenschaft), η οποία εκδόθηκε σταδιακά σε πέντε τόμους (αντίστοιχα τα έτη 1786, 1788, 1795, 1805 και 1808). Έπειτα από τον θάνατό του, το έργο επανεκδόθηκε σε 15 τόμους (Λειψία-Ζυρίχη 1824-1853), ενώ μεταξύ των ετών 1837 και 1851 κυκλοφόρησε στο Παρίσι και στη Γενεύη μετάφραση της παραπάνω έκδοσης στη γαλλική γλώσσα. Αν και δομημένο επάνω σε περισσότερο αξιόπιστα επιστημονικά θεμέλια σε αντιπαράθεση με τις προγενέστερες πραγματείες, η επικάλυψη ανάμεσα στον μύθο και την ιστορική πραγματικότητα παραμένει αισθητή σε ό,τι αφορά τις καταβολές της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

O Johannes von Müller και η Ιστορία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Πάντως, εάν οι ιστορικοί-χρονικογράφοι είναι αυτοί που εμφύσησαν ζωή σε ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ο Γουλιέλμος Τέλλος οφείλει μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του στον χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης σε μια εποχή μάλιστα (19ος αιώνας), όπου ο κυρίαρχος ρομαντισμός εξάπτει τη φαντασία, αναδεικνύει το συναίσθημα και εξυμνεί τον ηρωισμό. Ο Γουλιέλμος Τέλλος (Wilhelm Tell) είναι ένα πεντάπρακτο θεατρικό έργο του Friedrich Schiller (1759-1805). Γράφτηκε μεταξύ των ετών 1803 και 1804, οπότε και κυκλοφόρησε σε 7.000 αντίτυπα και έκτοτε μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Ο Schiller δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελβετία. Όφειλε, ωστόσο, τις γνώσεις του για τη χώρα και την ιστορία της στην παιδεία του καθώς πέρα από ποιητής, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας, υπήρξε και ιστορικός. Πολύτιμες πληροφορίες αποκόμισε από άλλα δύο πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, τα οποία, εκείνα, γνώριζαν την Ελβετία από προσωπική εμπειρία. Επρόκειτο για τη σύζυγό του Lotte και τον αγαπητό του φίλο, Johann Wolfgang von Goethe, που τού μετέφεραν τις εντυπώσεις τους. Κύρια πηγή πληροφόρησης, πάντως, υπήρξαν τα γραπτά των Petermann Etterlin, Aegidius Tschudi και Johannes von Müller. Η πρώτη παράσταση έλαβε χώρα στη Βαϊμάρη στις 17 Μαρτίου 1804, σε σκηνοθεσία του Goethe. Η πλοκή του έργου ακολουθεί πιστά τον μύθο. Προφανώς για τον λόγο αυτό, ο Γουλιέλμος Τέλλος παρουσιάστηκε το 2004 (με την ευκαιρία συμπλήρωσης 200 ετών από την πρώτη παράσταση) σε έναν συμβολικό και σημαδιακό τόπο: το λιβάδι του Rütli, όπου το 1307 απαγγέλθηκε ο περίφημος ομώνυμος όρκος, ιδρυτική πράξη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Στο παραπάνω επεισόδιο είναι αφιερωμένη ολόκληρη η δεύτερη πράξη του έργου. Ο Schiller χαρακτήρισε το τελευταίο ως “θεατρικό” (Schauspiel). Κατά κάποιο τρόπο όμως, αυτό ανήκει περισσότερο στην κατηγορία του λαϊκού θεάματος (Volksstück), με εμφανή μια τάση ηρωοποίησης. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το φυσικό περιβάλλον. Η αντίσταση στην τυραννία και η δίψα για ελευθερία ενσωματώνονται στο ελβετικό τοπίο, τη μητέρα γη, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται σε επίπεδο συμβολισμού και συναισθήματος. Το κείμενο είναι διαποτισμένο με πολιτικά μηνύματα. Εξαγγέλλει πόσο σημαντική είναι μια πολιτική οργάνωση, δομημένη επάνω σε δημοκρατικά θεμέλια. Ο πρωταγωνιστής υπερασπίζεται τις αρχές και αξίες της γνήσιας δημοκρατίας όταν διακηρύσσει πως “Ο καθένας αξιολογείται ανάλογα με τις δυνατότητές του” (Ein jeder wird besteuert nach Vermögen). Ταυτόχρονα, ωστόσο, τονίζεται το ειδικό βάρος του αστάθμητου παράγοντα μέσω της ανάληψης ατομικών πρωτοβουλιών, ενίοτε δε με τη συμβολή της τύχης. Τέλος, θίγεται και το θέμα της τυραννοκτονίας (Tyrannenmord ) με την υποβολή του ερωτήματος κατά πόσο νομιμοποιείται ή όχι ένας φόνος με παρόμοια κίνητρα. Το 1941, οι παραστάσεις του Γουλιέλμου Τέλλου απαγορεύτηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1938, ένας Ελβετός φοιτητής Θεολογίας ονόματι Maurice Bavaud, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Hitler. Καθώς αποδόθηκε στον δράστη ο χαρακτηρισμός του “Νέου Γουλιέλμου Τέλλου”, ο ηγέτης του Γ΄ Ράιχ καταφέρθηκε κατά του…Schiller, εκφράζοντας δημόσια την απογοήτευσή του επειδή ο μεγάλος Γερμανός λογοτέχνης είχε επιλέξει να απαθανατίσει τον ανυπότακτο Ελβετό σκοπευτή! Στην περίπτωση, η αυθόρμητη ταύτιση του Hitler με τον τύραννο Gessler είναι αποκαλυπτική συνάμα, όμως, απόλυτα αναμενόμενη.

Wilhelm Tell /Friedrich Schiller/Passionstheater Oberammergau

 

Friedrich Schiller.

Ένας δεύτερος δημιουργός, στον οποίο ο μύθος του Γουλιέλμου Τέλλου οφείλει την εμπέδωση της δημοτικότητάς του, είναι, αναμφίβολα, ο Ιταλός μουσικοσυνθέτης Gioachino Rossini (1782-1868), o διασημότερος, ίσως, του είδους την εποχή εκείνη σε ολόκληρο τον κόσμο και μάλιστα εν ζωή. Η τεράστια απήχηση που γνώρισε (και εξακολουθεί να γνωρίζει) το έργο του, οφείλεται στην πλούσια παραγωγή (συνέθεσε 39 όπερες, έργα θρησκευτικής μουσικής, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου και πάμπολλα τραγούδια), αλλά και στην ποιότητα της μουσικής του γραφής. Είναι γνωστός στο ευρύ κοινό χάρη, κυρίως, σε δύο έργα: Il barbiere di Siviglia και La Cenerentola (H Σταχτοπούτα). Αμφότερα ανήκουν στην κατηγορία της κωμικής όπερας (opera buffa), στην οποία διέπρεψε ως συνεχιστής της κληρονομιάς του Domenico Cimarosa. Άλλα γνωστά έργα της ίδιας κατηγορίας είναι: L’ italiana in Algeri, Il viaggio a Reims, Il turco in Italia, La gazza ladra, La scala di seta. O Rossini συνέθεσε επίσης έργα με περισσότερο σοβαρή πλοκή (opera seria), ορισμένα εκ των οποίων παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα: Otello, Tancredi, Semiramide, L’assedio di Corinto, Moϊse. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η τελευταία, κατά σειρά, όπερα, την οποία συνέθεσε το 1829: Guillaume Tell. Τα υπόλοιπα 40 χρόνια του βίου του ουδέποτε καταπιάστηκε, πλέον, με το είδος της όπερας. Οι εξηγήσεις ποικίλουν, κινούμενες από την εκδοχή του κορεσμού έως την τεράστια δημοτικότητα, της οποίας ο συνθέτης έχαιρε στον συγκεκριμένο αυτό τομέα, και που λειτούργησε, τελικά, ανασταλτικά στη δημιουργική του έμπνευση. Την ίδια εποχή τέθηκαν και τα θεμέλια της ρομαντικής όπερας από τον Giacomo Meyerbeer. Η απότομη εισαγωγή ενός νέου είδους αποτελεί, ενδεχομένως, μια πειστική εξήγηση για την ασυνήθιστη, ομολογουμένως, σιωπή τόσων πολλών δεκαετιών.

Gioachino Rossini.
Υπαίθρια παράσταση της όπερας το 1941 με αφορμή την 650ή επέτειο της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν συνέθετε τον Γουλιέλμο Τέλλο, ο Rossini είχε απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι επρόκειτο για την τελευταία του ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Ενδεχομένως δε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, θέλησε να κληροδοτήσει στο κοινό ένα σαφές πολιτικό μήνυμα, μέσω της επιλογής του θέματος, αλλά και του ιδίου του λιμπρέτου (Victor-Joseph-Étienne de Jouy και L. F. Bis), το οποίο ακολουθεί σχεδόν αυτολεξεί το δράμα του Schiller. Ο τίτλος Guillaume Tell προδίδει τη γλώσσα, στην οποία ανεβάστηκε για πρώτη φορά το έργο. Το τελευταίο συγκαταλέγεται στη λεγόμενη “γαλλική” περίοδο της παραγωγής του Ιταλού μουσικοσυνθέτη. Άλλωστε, η πρεμιέρα έλαβε χώρα στις 3 Αυγούστου 1829 στην αίθουσα Le Peletier και ήταν παραγωγή της Όπερας του Παρισιού. Ο αριθμός των παραστάσεων στην Ιταλία υπήρξε περιορισμένος. Το γεγονός ότι η υπόθεση  εξυμνούσε  μια  επαναστατική  προσωπικότητα  ενάντια  στην  υπάρχουσα  εξουσία, πυροδότησε την κινητοποίηση της ιταλικής λογοκρισίας. Το Teatro San Carlo της Νάπολης υπήρξε η πρώτη σκηνή της χώρας, η οποία φιλοξένησε την όπερα σε κοντινή ημερομηνία με την πρεμιέρα (1833). Ωστόσο, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πενήντα ολόκληρα χρόνια, έως ότου ο ίδιος οργανισμός αποφασίσει να την συμπεριλάβει εκ νέου στο πρόγραμμά του. Στο Teatro La Fenice της Βενετίας, ο Γουλιέλμος Τέλλος ανέβηκε σε προχωρημένη χρονολογία (1856). Αντίθετα, η ύπαρξη λογοκρισίας (αλλά και η ίδια η πλοκή) δεν εμπόδισε το έργο να γίνει δημοφιλές ευθύς εξαρχής στην Αυστρία. Μεταξύ των ετών 1830 και 1907, η Αυτοκρατορική Όπερα της Βιέννης συμπλήρωσε τον εντυπωσιακό αριθμό των 422 παραστάσεων. Τέλος, το έργο έγινε ευνοϊκά δεκτό στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στη Βαρκελώνη (όπου το 1893 ένας αναρχικός έριξε δυο βόμβες εν μέσω μιας παράστασης) και πολύ αργότερα στο Μιλάνο, στη Ρώμη, στο Βερολίνο και στη Φλωρεντία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημοφιλέστερο σημείο του Γουλιέλμου Τέλλου είναι η πασίγνωστη εισαγωγή, η οποία εκτελείται συνήθως αυτόνομα, ως σύνθεση συμφωνικής μουσικής. Πρόκειται για ένα δωδεκάλεπτης διάρκειας έργο, το οποίο έχει να επιδείξει μια αξιοζήλευτη ποικιλία και πληρότητα. Ταυτόχρονα, δίνει ανάγλυφα το στίγμα όσων έπονται, τόσο σε δραματική, όσο και σε μουσική κλίμακα. Τη μαγευτική ατμόσφαιρα και το ρομαντικό πνεύμα του Schiller συμπληρώνουν συμμετρικά τα πλούσια και γεμάτα φαντασία και πρωτότυπες ιδέες ηχοχρώματα της ορχήστρας του Rossini. Η εισαγωγή αποτελείται από τέσσερα μικρότερα μέρη (τα τρία από αυτά γραμμένα σε μείζονα κλίμακα και μόνο το δεύτερο σε ελάσσονα) το καθένα εκ των οποίων οδηγεί εντελώς φυσιολογικά στο επόμενο. Έτσι, και παρά την εναλλαγή ως προς το ύφος και την ενορχήστρωση, διατηρείται στο ακέραιο η ενότητα και η ροή του συνόλου. Το πρώτο μέρος (Χαραυγή), σε αργό ρυθμό, είναι γραμμένο για σόλο βιολοντσέλο, με τη συνδρομή, κατά στιγμές, ολόκληρης της ομάδας των εγχόρδων και μέρους των κρουστών. Η μετάβαση στο δεύτερο μέρος (Καταιγίδα) είναι ευρηματική και αποδίδει εύστοχα την κλιμάκωση από την εμφάνιση των πρώτων σταγόνων της βροχής έως το απότομο ξέσπασμα του κατακλυσμού. Στην περίπτωση επιστρατεύεται το σύνολο του δυναμικού της ορχήστρας. Το τρίτο μέρος (Ranz des Vaches) παραπέμπει ευθέως στο βουκολικό τοπίο της Ελβετίας. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Το Ranz des Vaches ή Kuhreihen είναι μια απλή λαϊκή μελωδία, η οποία εκτελείται από τους ποιμένες, τη στιγμή που οδηγούν το κοπάδι για βοσκή ή επιστρέφουν από αυτή. Η νοσταλγική και κάπως μελαγχολική ατμόσφαιρα κυριαρχεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Το συναίσθημα που προκαλείται είναι γνωστό ως Ελβετική νοσταλγία (Mal du Suisse ή Schweizerheimweh) σε βαθμό, μάλιστα, που η χρήση των μοτίβων Ranz des Vaches απαγορευόταν στις τάξεις του ελβετικού στρατού κατά τον 18ο αιώνα, καθώς εθεωρείτο ότι επηρέαζε ανασταλτικά την ψυχολογία και το αξιόμαχο των ανδρών. Ο Rossini εμπιστεύεται το βουκολικό τρίτο μέρος της εισαγωγής στα πνευστά, ειδικότερα δε στο αγγλικό κόρνο και στο φλάουτο. Η απότιση φόρου τιμής στον Ludwig van Beethoven και σε αντίστοιχα σημεία της προ εικοσαετίας συμφωνίας αρ. 6 Ποιμενικής, είναι εμφανής στα δυο μεσαία αυτά μέρη της εισαγωγής του Γουλιέλμου Τέλλου. Το εντυπωσιακό φινάλε (Εμβατήριο των Ελβετών Στρατιωτών) είναι ένας θριαμβικός καλπασμός, ο οποίος κινητοποιεί εκ νέου το σύνολο της ορχήστρας. Πέραν του ότι αναδεικνύει την ηρωική διάσταση του πρωταγωνιστή, το αδιαμφισβήτητο πατριωτικό στοιχείο αλλά και τον δυναμισμό της όλης υπόθεσης, έχει καταγραφεί στο παγκόσμιο μουσικό ρεπερτόριο ως μια από τις πλέον γνωστές και δημοφιλείς συνθέσεις.

Gioachino Rossini «Guillaume Tell«ouverture/ Symphonieorchester des Bayerischen Rudfunks/ Mariss Jansons

Τον Ιούλιο του 1832, τρία μόλις χρόνια έπειτα από την πρεμιέρα της όπερας του Rossini, ο Alexandre Dumas πατήρ (1802-1870) εγκατέλειπε εσπευσμένα το Παρίσι. Δύο ήταν οι λόγοι που τον είχαν πείσει να απομακρυνθεί από τη γαλλική πρωτεύουσα. Ο πρώτος ήταν πολιτικός. Ο Dumas είχε λάβει μέρος, ένα μήνα νωρίτερα, σε μια αποτυχημένη εξέγερση με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος της λεγομένης Μοναρχίας του Ιουλίου (επί βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου). Ως εκ τούτου, διέτρεχε μέγιστο κίνδυνο να συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές. Ο δεύτερος λόγος, εξίσου σοβαρός, σχετιζόταν με την κακή κατάσταση της υγείας του, καθώς είχε προσβληθεί από χολέρα. “Ο γιατρός μου με συμβούλεψε αυτό που ο κάθε γιατρός συμβουλεύει τον ασθενή του όταν δεν έχει πια να πει κάτι άλλο: ένα ταξίδι στην Ελβετία”, έγραφε αργότερα. Οι τρίτομες Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελβετία, τις οποίες ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος συνέγραψε το 1834, έχοντας πλέον επιστρέψει στην πατρίδα του, κατέθεσαν το στίγμα του ταλέντου του δέκα χρόνια προτού κυκλοφορήσουν τα δύο δημοφιλέστερα έργα του, οι Τρεις Σωματοφύλακες και ο Κόμης Μοντεχρήστος. Πεπεισμένος ότι συνέγραφε ένα απλό βιβλίο, ο Dumas επινόησε ένα νέο είδος πρόζας, το οποίο συμπεριελάμβανε, αναμιγνύοντας με θαυμαστή αφηγηματική δεξιοτεχνία, ταξιδιωτική περιγραφή, ιστορική διήγηση, μύθους και θρύλους, διηγήματα, ανέκδοτα, ειδήσεις της εποχής, συνομιλίες με επώνυμα πρόσωπα, πολιτικά μηνύματα κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι Εντυπώσεις από την Ελβετία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομος συνάμα όμως και εργαστήρι, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η μετέπειτα μεγαλειώδης συγγραφική του παραγωγή.

Alexandre Dumas.

Τα κεφάλαια αρ. 31 και 32 είναι αφιερωμένα στον μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου. Η πέννα του Dumas αποδίδει γλαφυρά το πασίγνωστο επεισόδιο:

Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία του Altdorf, [ο Gessler] διέταξε να βυθίσουν στο χώμα ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου κρέμασε το καπέλο του, που έφερε το στέμμα του Δουκάτου της Αυστρίας. Ανήγγειλε δε, υπό τον ήχο σαλπισμάτων, πως κάθε ευγενής, αστός ή χωρικός, περνώντας μπροστά από αυτό το σύμβολο ισχύος των Αψβούργων, όφειλε να αποκαλυφθεί σε ένδειξη πίστης και υποταγής. […] Τοποθέτησε επιτόπου μια φρουρά από δώδεκα τοξότες με διαταγή να συλλάβουν όποιον αρνείτο να συμμορφωθεί. Τρεις ημέρες αργότερα, τον ειδοποίησαν πως ένας άνδρας είχε συλληφθεί επειδή δεν υπάκουσε. Ο Gessler, συνοδευόμενος από τους φρουρούς του, μετέβη δίχως χρονοτριβή στο Altdorf. Ο ένοχος ήταν δεμένος στο ίδιο κοντάρι. Από τα ρούχα του φαινόταν πως ήταν κυνηγός. […].

-Αληθεύει, είπε ο Gessler, ότι αρνήθηκες να υποκλιθείς μπροστά σε αυτό το καπέλο;

-Μάλιστα, Άρχοντά μου.

-Για ποιο λόγο;

-Επειδή οι πατεράδες μας μάς έμαθαν να μην αποκαλυπτόμαστε παρά μόνο μπροστά στον Θεό, στους γέρους και στον αυτοκράτορα.

-[…] Εσύ δεν είσαι αυτός που όλοι θεωρούν ως τον καλύτερο τοξότη της Ελβετίας;

-Θα έσκιζε στα δύο, από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων, ένα μήλο τοποθετημένο πάνω στο κεφάλι του γιου του, ακούστηκε να λέει κάποιος μέσα από το πλήθος.

-Ο Θεός να συγχωρέσει όποιον το είπε, φώναξε ο Γουλιέλμος. Δεν είναι λόγια πατέρα αυτά!

-Έχεις παιδιά; ρώτησε ο Gessler.

-Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Θεός ευλόγησε το σπιτικό μου.

-Ποιο αγαπάς περισσότερο;

-Τα αγαπώ όλα τρυφερά.

-Δεν υπάρχει κάποιο που να ξεχωρίζεις;

-Ίσως τον μικρότερο, επειδή είναι πιο αδύναμος και με έχει περισσότερο ανάγκη.

-[…] Πηγαίνετε αμέσως να τον φέρετε, διέταξε ο Gessler.

Για ποιο λόγο; ρώτησε τότε ο Γουλιέλμος.

-Θα δεις.”

Ακολουθεί η εξιστόρηση της άφιξης του αγοριού, της διαταγής του Gessler να το δέσουν σε μια παρακείμενη δρυ, προκειμένου να εξασκηθούν, χρησιμοποιώντας το ως στόχο, οι τοξότες του κυβερνήτη, της εύλογης απορίας του παιδιού (“Τι θέλουν από μένα πατέρα;” και λίγο πιο κάτω, μόλις πληροφορείται την αλήθεια, “Γιατί; Δεν έχω βλάψει κανέναν”) και της απόγνωσης του Τέλλου.

Οι φρουροί άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά του πατέρα του. Τότε ο Γουλιέλμος έπεσε μπροστά στα πόδια του αλόγου του Gessler.

– Άρχοντά μου, εγώ είμαι εκείνος που σας αμφισβήτησε, εμένα πρέπει να τιμωρήσετε. Σκοτώστε με, στείλτε όμως το παιδί αυτό πίσω στη μητέρα του.

-[…] Υπάρχει ένας τρόπος για να το σώσεις, είπε ο Gessler.

-Ποιος είναι αυτός; Πείτε μου, πείτε μου γρήγορα τι ακριβώς επιθυμείτε και θα σπεύσω να το ικανοποιήσω εάν εμπίπτει στις δυνατότητές μου.

-[…] Μια φωνή ακούστηκε προηγουμένως λέγοντας ότι είσαι τόσο δεινός κυνηγός, που θα κατάφερνες να κόψεις στα δύο από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων ένα μήλο, τοποθετημένο επάνω στο κεφάλι του γιου σου.

-Ω, ήταν μια καταραμένη φωνή που νόμισα πως μόνο ο Θεός κι εγώ ακούσαμε.

-Λοιπόν, συνέχισε ο Gessler, εάν μου προσφέρεις αυτή την απόδειξη της ικανότητάς σου, θα σου δώσω χάρη και θα παραβλέψω το ότι αμφισβήτησες την διαταγή μου.

-Αδύνατον, αδύνατον, Άρχοντά μου. Θα ήταν σαν να προκαλούσαμε τον ίδιο τον Θεό.

-Τότε, θα σου αποδείξω ότι διαθέτω τοξότες εξίσου ικανούς με σένα. Να δέσετε το παιδί.

-Περιμένετε, Άρχοντά μου, περιμένετε! Μου ζητήσατε κάτι τρομερό, σκληρό, σατανικό. Αφήστε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ.

-Έχεις πέντε λεπτά.

-Φέρτε, τουλάχιστον, το παιδί κοντά μου.

-Ελευθερώστε το παιδί, διέταξε ο Gessler.

-Μας συγχώρεσαν πατέρα; ρώτησε το αγόρι, σκουπίζοντας τα δάκρυα με τα μικρά του χέρια, κλαίγοντας και γελώντας ταυτόχρονα.

-Συγχώρεσαν; Ξέρεις τι θέλουν, ω Θεέ μου! Πως είναι δυνατόν παρόμοια σκέψη να περνά από το μυαλό ενός ανθρώπου! Θέλουν…όχι, όχι δεν μπορεί να το θέλουν, αδύνατον να θέλουν κάτι τέτοιο. Θέλουν, φτωχέ μου γιε, να κόψω ένα μήλο πάνω στο κεφάλι σου από απόσταση εκατόν πενήντα βημάτων.

-Και γιατί δεν δέχεσαι πατέρα; ρώτησε πάλι το παιδί χαμογελώντας.

-Να δεχτώ; Και αν αστοχήσω, αν το βέλος κτυπήσει εσένα;

-Μα αφού ξέρεις πως δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, συνέχισε το παιδί χαμογελώντας.

-[…]Όχι, όχι, ψέλλισε ο Γουλιέλμος.

-Ο πατέρας μου δέχεται, φώναξε το παιδί.

Ξεφεύγοντας από την πατρική αγκαλιά έτρεξε μόνο του προς το δέντρο”.

Αγωνία, απόγνωση, σπαραγμός, στοργή, ελπίδα, φθόνος, αλαζονεία διατρέχουν διαγώνια τους παραπάνω διαλόγους, καθηλώνοντας τον αναγνώστη. Τα πάντα κορυφώνονται την κρίσιμη στιγμή.

Χαρακτικό του Charles-Abraham Chasselat για την όπερα του Rossini, 1829.

Η απόσταση μετρήθηκε στα εκατόν πενήντα βήματα. Ο Γουλιέλμος […] την επαλήθευσε ο ίδιος τρεις φορές.

Ένα μόνο βέλος, φώναξε ο Gessler.

-Αφήστε με, τουλάχιστον, να το επιλέξω εγώ, απάντησε ο Γουλιέλμος.

[…]Κατόπιν εξέτασε προσεκτικά όλα τα βέλη, τοποθετώντας το ένα μετά το άλλο στη βαλλίστρα. Είχε εντοπίσει ευθύς εξαρχής εκείνο που ταίριαζε, ωστόσο προσποιούνταν πως έψαχνε ακόμη, προκειμένου να κερδίσει χρόνο.

-Λοιπόν; φώναξε ανυπόμονα ο Gessler.

-Είμαι έτοιμος. Δώστε μου λίγο χρόνο να προσευχηθώ. Μη έχοντας πετύχει την ευσπλαχνία των ανθρώπων, το μόνο που μου απομένει είναι να ζητήσω συγχώρεση από τον Θεό. Ακόμα και ένας μελλοθάνατος έχει αυτό το δικαίωμα ευρισκόμενος μπροστά στο ικρίωμα.

Ο Γουλιέλμος γονάτισε και έδειχνε να είναι απορροφημένος από την προσευχή. Την ίδια στιγμή, οι φρουροί έδεναν το αγόρι στο δέντρο. Θέλησαν, μάλιστα, να τού δέσουν τα μάτια, όμως εκείνο αρνήθηκε.

-Δεν θα τού δέσετε τα μάτια; ρώτησε ο Γουλιέλμος διακόπτοντας την προσευχή του.

-Ζήτησε να μπορεί να σας βλέπει, του αποκρίθηκαν εκείνοι.

-Δεν θέλω να με βλέπει, δεν θέλω, ακούτε; Θα κινηθεί βλέποντας να έρχεται το βέλος καταπάνω του κι έτσι θα σκοτώσω το παιδί μου. Άφησε να σου δέσουν τα μάτια, σε εκλιπαρώ γονατιστός.

-Σύμφωνοι, απάντησε το αγόρι.

-Ευχαριστώ, είπε ο Γουλιέλμος, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Ευχαριστώ! Είσαι πολύ γενναίος.

-Κουράγιο πατέρα, φώναξε το παιδί.

Απευθυνόμενος κατόπιν προς τον Gessler τον ικέτευσε για τελευταία φορά:

-Άρχοντά μου, υπάρχει ακόμα χρόνος για να με απαλλάξεις από ένα τέτοιο έγκλημα και τον εαυτό σου από τύψεις. Πες μου ότι όλα αυτά έγιναν για να με τιμωρήσεις και πως τώρα, βλέποντας πόσο πολύ έχω υποφέρει, με συγχωρείς. Στο όνομα της Παρθένου Μαρίας, στο όνομα των Αγίων, δείξε μεγαλοψυχία!

-Τελείωνε, φώναξε ο Gessler, η υπομονή μου εξαντλείται.

-Θεέ μου, βόηθησέ με, είπε σχεδόν από μέσα του ο Γουλιέλμος κοιτάζοντας προς τον ουρανό.

Μάζεψε από το έδαφος τη βαλλίστρα, τοποθέτησε μέσα το βέλος και τη στήριξε στον ώμο του σηκώνοντας προσεκτικά την άκρη. Φτάνοντας στο επιθυμητό ύψος, ο ίδιος άνθρωπος, ο οποίος λίγο νωρίτερα έτρεμε σαν φύλλο στον άνεμο, έμεινε ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. Οι πάντες κρατούσαν την ανάσα τους. Το βέλος εκτοξεύτηκε. Μια κραυγή χαράς ακολούθησε. Το βέλος είχε διαπεράσει το μήλο και καρφωθεί στον κορμό του δέντρου. Το αγόρι ήταν ανέπαφο. Ο Γουλιέλμος παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος λιπόθυμος. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στην αγκαλιά του γιου του”.

 Με ανάλογη γλαφυρότητα, που παραπέμπει ευθέως σε ακρίβεια και ρυθμό κινηματογραφικού φακού, ο Dumas εξιστορεί και τη συνέχεια: τη στιχομυθία του Τέλλου με τον Gessler, την καταιγίδα στη λίμνη της Λουκέρνης, την απόδραση από το πλοιάριο και την τραγική κατάληξη του κυβερνήτη. Οι Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελβετία αποτελούν ένα πρώτο δείγμα αφήγησης μακράς διαρκείας του συγγραφέα. Εκεί μέσα εντοπίζονται, σε πρωτόλεια μορφή, όλα τα διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία έμελλαν αργότερα να εμφυσήσουν ζωή στα αριστουργήματά του. Ο όρος “Εντυπώσεις” (“Impressions”) είναι καθόλα εύστοχος. Με τον τρόπο, με τον οποίον αφηγείται και περιγράφει, ο Dumas καθίσταται ένας ιμπρεσιονιστής πριν την ώρα του, προτού ο συγκεκριμένος όρος αποδοθεί αργότερα στους ζωγράφους. Ζωγραφίζει και αυτός, με τον δικό του τρόπο. Από την καταγραφή του τρίμηνου οδοιπορικού στην Ελβετία, το μόνο στοιχείο που απουσιάζει είναι κάποιος οδικός χάρτης, ούτως ώστε το τελικό αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμα πιο τρισδιάστατο.

Benjamin Roubaud, Alexandre Dumas, Impressions de voyage en Suisse, καρικατούρα, 1838.

Σήμερα, ο Γουλιέλμος Τέλλος λατρεύεται στη χώρα του ως εθνικός ήρωας. Το μνημείο στην κεντρική πλατεία του Altdorf είναι τόπος λαϊκού προσκυνήματος. Τα ανδραγαθήματά του εξυμνούνται σε αφηγήσεις και τραγούδια, αλλά και συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα διδασκαλίας των σχολείων ήδη από τις αρχικές τάξεις. Η μορφή του κοσμεί νομίσματα και γραμματόσημα. Το ότι δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο ουδόλως προβληματίζει. Όπως και το γεγονός ότι διετέλεσε άξιος διάδοχος και συνεχιστής παλαιοτέρων ηρώων της σκανδιναβικής μυθολογίας (υπάρχουν εξόφθαλμες ομοιότητες με ορισμένα αρχέτυπα) ή του ετέρου δεινού σκοπευτή-τοξότη και υπερασπιστή των κατατρεγμένων, Ρομπέν των Δασών. Μύθοι και θεματολογίες λειτουργούν διαθέτοντας κοινό παρονομαστή και ανταποκρίνονται, ως σημεία αναφοράς, σε διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες.

 

 

 

 

 

 

 

Η γέννηση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

Η ανάπτυξη της Ελβετίας ως συγχρόνου ομοσπόνδου κράτους, χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα (1803-1848). Ωστόσο, στο πλαίσιο της παραπάνω διαδικασίας, αναζητήθηκαν σημεία αναφοράς, ικανά να διευκολύνουν, όπως ήταν αναμενόμενο, τη σφυρηλάτηση μιας ελβετικής εθνικής ταυτότητας. Τα σημεία αυτά, κινούμενα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και την περιστασιακή παραποίησή της, ανέρχονται στην εποχή της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Alte Schweizerische Eidgenossenschaft, 1291/1315 – 1516), του όρκου του Rütli και, φυσικά, του μύθου του Γουλιέλμου Τέλλου.

Η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία ήταν, στην ουσία, ένας χαλαρός συνασπισμός ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες των Κεντρικών Άλπεων, οι οποίες αποτελούσαν, τότε, αναπόσπαστο τμήμα της Αγίας Ρωμαιο-γερμανικής Αυτοκρατορίας. Σκοπός της παραπάνω συσπείρωσης ήταν η εξυπηρέτηση εμπορικής φύσεως, κυρίως, συμφερόντων, μέσω του ελέγχου και της προστασίας των στρατηγικής σημασίας περασμάτων ανάμεσα στους δύσβατους ορεινούς όγκους. Στις αρχές του 14ου αιώνα, οι περιοχές αυτές έχαιραν ενός ειδικού προνομιακού πολιτικού και νομικού καθεστώτος (Reichsfreiheit), βάσει του οποίου υπάγονταν απευθείας στη δικαιοδοσία του ιδίου του αυτοκράτορα, δίχως να είναι υπόλογες έναντι των τοπικών αρχόντων. Το συγκεκριμένο καθεστώς πήγαζε από τη γερμανική φεουδαρχική νομοθεσία του Μεσαίωνα και μπορούσε να επεκταθεί σε πόλεις, επισκοπές, ακόμα και σε μεμονωμένα άτομα, όπως οι αυτοκρατορικοί ιππότες. Ωστόσο, άμεση συνέπεια ήταν η υπαγωγή όσων απολάμβαναν το ιδιαίτερο προνομιακό αυτό καθεστώς στις στρατιωτικές και φορολογικές απαιτήσεις και επιταγές του ηγεμόνα, με άλλα λόγια του αυτοκράτορα. Η σταδιακή αποδυνάμωση της εξουσίας του τελευταίου στις αρχές του 14ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από από τους δικαιούχους των παραπάνω προνομίων (κοινότητες και άτομα) να οπλιστούν με ενισχυμένα δικαιώματα και αρμοδιότητες, που έως τότε ανήκαν στον αυτοκράτορα, καθώς και με ένα πνεύμα σχετικής αυτονόμησης έναντι της κεντρικής εξουσίας.

Μεταξύ των παραπάνω περιοχών ήταν και τα τρία καντόνια Uri, Schwys και Unterwalden της σημερινής κεντρικής Ελβετίας. Οι εκτιμήσεις ως προς τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό της μεταξύ τους συσπείρωσης ποικίλλουν. Οι περισσότερες χώρες επιλέγουν ένα ιστορικό γεγονός, προκειμένου να τιμήσουν τη σφυρηλάτηση της ταυτότητας ή την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους. Ως ημέρα μνήμης, στην περίπτωση της Ελβετίας, έχει επιλεγεί η 1η Αυγούστου, η οποία συμβολίζει τον συνασπισμό, το έτος 1291, των τριών παραπάνω καντονίων. Πρόκειται για τη γέννηση της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Χάρτης της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας (1291/1315 – 1516). Με βαθύ πράσινο χρώμα διακρίνονται στο κέντρο τα τρία ιδρυτικά καντόνια Uri, Schwys και Unterwalden.

Το γραπτό τεκμήριο, το οποίο επισφραγίζει την όλη διαδικασία είναι η λεγομένη Ομόσπονδη Χάρτα (Bundesbrief) του 1291. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν επρόκειτο για την πρώτη προσπάθεια του είδους. Στις 20 Νοεμβρίου 1243, είχε προηγηθεί η συνομολόγηση ενός συμφώνου συσπείρωσης ανάμεσα στη Βέρνη και το Φράϊμπουργκ (Freiburg im Uechtland), το οποίο, σε πολλά σημεία διακατέχεται από το ίδιο ακριβώς πνεύμα με εκείνο της μετέπειτα Ομόσπονδης Χάρτας. Προσλαμβάνει, μάλιστα, τη μορφή ανανέωσης παλαιότερου συμφώνου, δίχως αυτό να αναφέρεται. Επειδή δεν έχει επιβιώσει κάποιο γραπτό ίχνος του συμφώνου του 1243, η αναζήτηση σημείου αναφοράς, έχει μοιραία στραφεί προς την κατεύθυνση της Ομόσπονδης Χάρτας. Πρόκειται για ένα κείμενο 469 λέξεων, σε λατινική γλώσσα, ορισμένες εκ των οποίων δεν είναι πλήρεις. Το περιεχόμενο του κειμένου επικεντρώνει στη δέσμευση του καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη να συνδράμει τα υπόλοιπα δύο σε περίπτωση εσωτερικών ή εξωτερικών κινδύνων, ανεξάρτητα από το κόστος σε επίπεδο ανθρωπίνων απωλειών. Το σύμφωνο είχε διαμειφθεί ανάμεσα στους κατοίκους των τριών προαναφερθέντων καντονίων (Homines vallis Uranie universitasque vallis de Switz ac communitas hominum Intramontanorum Vallis Inferioris). Επί χρόνια, οι ιστορικοί ήταν πεπεισμένοι πως το πρωτότυπο αποτελούσε προϊόν του 14ου αιώνα. Ωστόσο, το 1991 η περγαμηνή υπέστη επεξεργασία με χρήση άνθρακα-14. Με γνώμονα το τελικό πόρισμα της έρευνας, η ακριβής χρονολόγηση εκτιμάται μεταξύ των ετών 1252 και 1312, με ποσοστό ακριβείας της τάξεως του 85%. Η πρωτοβουλία να αποτελέσει το ιδρυτικό κείμενο της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ανέρχεται στο 1889, ενόψει, τότε, του εορτασμού της συμπλήρωσης 700 ετών από την ίδρυση της Βέρνης και 600 ετών από εκείνη της Συνομοσπονδίας. Η επιλογή της 1ης Αυγούστου ως εθνικής εορτής της χώρας, αν και χρονολογείται ως πρόταση από το 1899, υιοθετήθηκε επίσημα μόλις το 1994.

Η Ομόσπονδη Χάρτα του 1291, Bundesbriefmuseum, Schwyz.

Έως τότε, επικρατέστερη χρονολογία ήταν η 8η Νοεμβρίου 1307, με την ευκαιρία του περίφημου όρκου του Rütli (Rütlischwur) ανάμεσα στα ίδια τρία, πάντοτε, καντόνια. Ο ομώνυμος χώρος ήταν ένα λιβάδι πλησίον της λίμνης της Λουκέρνης. Το συμβάν δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένο (αναφέρεται για πρώτη φορά στην Λευκή Βίβλο του Sarnen με έτος συγγραφής το 1474, η οποία επικαλείται πηγές πέριξ του 1420). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τον όρκο έδωσαν τρία άτομα: oι Werner Stauffacher, Walter Fürst και Arnold von Melchtal, εκπρόσωποι, αντίστοιχα, των καντονίων Uri, Schwys και Unterwalden. Πρόκειται για τους θεωρούμενους τρεις πατέρες (Eidgenossen) της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Τον προαύλιο χώρο του Ελβετικού Κοινοβουλίου, στη Βέρνη, κοσμεί, από το 1914, ένα μνημείο του γλύπτη James Vibert, το οποίο απεικονίζει, τιμής ένεκεν, τα τρία παραπάνω πρόσωπα. Μέσα στη δεκαετία του 1470, έκανε την εμφάνισή του ένα πατριωτικό τραγούδι με τίτλο Το τραγούδι του Τέλλου (Tellenlied) ή Το τραγούδι της Συνομοσπονδίας (Bundeslied). Με την ευκαιρία αυτή, βλέπουμε για πρώτη φορά τον μύθο του όρκου του Rütli να συγχωνεύεται με εκείνον του Γουλιέλμου Τέλλου, καθώς ως πρώτος και μοναδικός δώσας τον όρκο (der erste Eydgnoss) εμφανίζεται ο ίδιος ο Τέλλος. Σε μεταγενέστερη εκδοχή του 1512, ο Τέλλος αντικαθιστά τον έναν εκ των τριών πρωταγωνιστών του όρκου του Rütli και συγκεκριμένα τον Walter Fürst. Μέσα στον 17ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους οι Τρεις Τέλλοι (Drei Tellen), ηγετικές, υποτίθεται, μορφές στο πλαίσιο του επονομαζόμενου Πολέμου των Χωρικών (Schweizer Bauernkrieg), μιας λαϊκής εξέγερσης, η οποία έλαβε χώρα το 1653.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ιστορικότητα του όρκου του Rütli δεν είναι αποδεδειγμένη. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί, καθώς η ημερομηνία (8 Νοεμβρίου 1307), την οποία επικαλείται ο Aegidius Tschudi στο Chronicon Helveticum, συνάδει με μια ευρύτερη περίοδο συσπειρώσεων ανάλογης μορφής ανάμεσα στα ελβετικά καντόνια, αρχής γενομένης βέβαια από την Ομόσπονδη Χάρτα του 1291. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια πρόσφατη θεωρία του έγκριτου Ελβετού ιστορικού Roger Sablonier (Gründungszeit ohne Eidgenossen: Politik und Gesellschaft in der Innerschweiz um 1300., Baden 2008) η χρονολόγηση της ίδιας της Ομόσπονδης Χάρτας παρουσιάζει ελαφρά απόκλιση και θα έπρεπε να επανατοποθετηθεί περί το έτος 1309, κατά πολύ πλησιέστερο της ημερομηνίας του Tschudi.

Το μνημείο των τριών πατέρων της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον προαύλιο χώρο του Κοινοβουλίου της Βέρνης.

Εν είδει συμπεράσματος, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ενότητα της Ελβετίας ουδέποτε ενσαρκώθηκε από έναν και μοναδικό κυβερνήτη, από σταθερά φυσικά σύνορα, από μια κοινή γλώσσα ή από μια ενιαία και ομοιόμορφη εθνοτική ταυτότητα. Μέσα σε αυτό το ποικίλο και πολυδιάστατο πλαίσιο, αναζητήθηκε το αυτονόητο: η επίκληση της ιστορίας και του μύθου, καθώς όλα τα έθνη δικαιούνται να προστρέξουν σε ιστορικά αφηγήματα προκειμένου να νομιμοποιήσουν και να θεμελιώσουν την ύπαρξή τους, αρκεί να μη λειτουργούν εις βάρος τρίτων. Ο μύθος του Γουλιέλμου Τέλλου είναι αναμφίβολα ένα από τα αφηγήματα αυτά. Μπορεί η ιστορική έρευνα να είναι σε θέση, σήμερα, να αποδείξει μετά βεβαιότητας ότι ο γενναίος σκοπευτής-τοξότης δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ωστόσο, ο ελβετικός λαός εξακολουθεί να σφυρηλατεί την ενότητα, την εθνική του συνείδηση και τις κοινές του αξίες γύρω από αυτόν τον μύθο, τον οποίο έχει αναβαθμίσει σε κτήμα και κυρίαρχη παράμετρο της δικής του ιστορικής κληρονομιάς.

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ