Χρίστος Στεργ. Μπελλές
Οι Γενοβέζοι κατακτητές – δυνάστες της Χίου Giustiniani
(1346 – 1566)
και το προϊόν της μαστίχας
Η Γένουα τις παραμονές της κατάκτησης της Χίου
Το 1344 εκλέγεται Δόγης της Γένουας ο Giovanni Murta. Ενώ διαρκούσαν στη Γένουα οι εμφύλιοι σπαραγμοί και οι εξωτερικοί πόλεμοι, μια μερίδα των επαναστατών κατέφυγε στο Μονακό. Το 1346 ο Δόγης και το Συμβούλιο μαθαίνουν ότι 10.000 επαναστάτες έχοντας εξοπλίσει στόλο τριάντα γαλερών, βοηθούμενοι υπό των ευγενών Grimaldi (Γριμάλδη), σκοπεύουν να πολιορκήσουν τη Γένουα.
Ο Δόγης Murta εκλέγει μια επιτροπή τεσσάρων αξιωματικών, με σκοπό την εξεύρεση των μέσων κατά των στασιαστών. Ελλείψει χρημάτων η επιτροπή αποφασίζει να εξοπλισθεί ένας αριθμός γαλερών με ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα πλοία θα προετοιμάζονταν από κάθε πλοιοκτήτη και το κράτος θα εξασφάλιζε τους πλοιοκτήτες-εφοπλιστές και θα τους αποζημίωνε για κάθε βλάβη που ήθελε προκύψει στις γαλέρες. Τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού, θα αναλάμβανε το κράτος εξ ολοκλήρου. Η πόλη εγγυάται, επί υποθήκη των προσόδων των τελωνείων, το ποσό των 20.000 λιβρών που θα ελάμβαναν οι πλοιοκτήτες (armatori). Πιο συγκεκριμένα, οι πλοιοκτήτες θα ελάμβαναν αποζημιώσεις για όλα τα έξοδά τους και τις όποιες απώλειες, αλλά μέχρις ότου ικανοποιηθούν θα μπορούσαν να εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε τόπο καταλάμβαναν.
Εξοπλίστηκαν, τελικά, 29 γαλέρες 3 ευγενών (nobili) και 26 λαϊκών (popolari) και εκλέχτηκε αρχηγός των παραπάνω πλοιοκτητών ο Simone Vignoso. Στις 24 Απριλίου 1346, ο Simone Vignoso επικεφαλής του στόλου των 29 γαλερών, επί των οποίων επιβαίνουν 6.000 άντρες, απέπλευσε από τη Γένουα για Μονακό, όπου διέλυσε τους απροετοίμαστους επαναστάτες. Ο στόλος επιστρέφει θριαμβευτής στη Γένουα.

Η κατάκτηση της Χίου από τον Simone Vignoso
Στις 3 Μαΐου 1346 ο στόλος των Γενουατών υπό το Simone Vignoso απέπλευσε για την Ανατολή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση της Γένουας στην περιοχή, όπου πρωταγωνιστούσαν τότες οι ανταγωνιστές τους Ενετοί, και να βοηθήσει τις αποικίες των Γενουατών στην Κριμαία που απειλούνταν από τους Μογγόλους. Στις 8 Ιουνίου κατέπλευσε στον πορθμό του Ευρίπου, όπου συνάντησε το συμμαχικό στόλο των Ενετών, Ιωαννιτών και άλλων συμμάχων υπό τον Humbert (Ουμπέρτο). Ο Ουμπέρτο με τους συμμάχους του — και με τις ευλογίες του Πάπα — σκόπευε να καταλάβει τη Χίο, δήθεν για τρία έτη, για να τη χρησιμοποιήσει σαν βάση στον αγώνα κατά των Τούρκων και ζήτησε από το Vignoso να συνεργαστούν για τον παραπάνω σκοπό. Ο Vignoso αρνήθηκε την προτεινόμενη συνεργασία, υποστηρίζοντας ότι η Χίος και η Φώκαια ήταν γενουατικές κτήσεις μέχρι το 1329, που αποσπάστηκαν δολίως υπό των Ελλήνων και ότι σκοπός της επιχείρησής του ήταν η ένταξη και πάλι των δυο παραπάνω τόπων στη γενουατική κυριαρχία. Από το 1304-1329 κυρίαρχοι του νησιού, ως γνωστόν, υπήρξαν και πάλι οι Γενουήνσιοι Zaccaria de Castro (Ζαχαρία του Κάστρου, από το χωροταξικό παρτέρι Castro της Γένουας, όπου διέμεναν τούτοι οι ευπατρίδες), με επικυρίαρχο το Βυζαντινό Αυτοκράτορα.
Το 1346 ο εμφύλιος πόλεμος στο Βυζάντιο συνεχίζεται με τον Καντακουζηνό να στέφεται Αυτοκράτορας ως Ιωάννης ο ΣΤ΄ στην Ανδριανούπολη από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ενώ στην Κωνσταντινούπολη η κυβέρνηση ήταν στα χέρια αυτών που υποστήριζαν την Αντιβασίλισσα Άννα και το δεκαπενταετή Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο (1). Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Vignoso απέπλευσε από τη Χαλκίδα, με προορισμό τη Χίο. Κατεπάνω (Αυτοκρατορικός Επίτροπος) της Χίου ήταν τότες ο Καλογιάννης Ζυβός. Σ’ αυτόν, εν τω μεταξύ, προανήγγειλε τις δόλιες προθέσεις του, αποστέλλοντας τρεις γαλέρες. Ντυμένος φίλος και προστάτης της Χίου, τον προειδοποιεί για τις προθέσεις του Ουμπέρτο να καταλάβει τη Χίο. Στη συνέχεια, ζητεί να του παραδώσει το νησί με την υπόσχεση να το επιστρέψει στο Ζυβό μετά την πάροδο του κινδύνου. Οι άρχοντες της Χίου απέρριψαν την πρόταση-προσφορά του Vignoso, τονίζοντας ότι είναι αρκετά ισχυροί και δεν έχουν ανάγκη προστατών. Στις 15 Ιουνίου καταπλέει στη Χίο ο Vignoso και με την αποστολή νέων πρέσβεων επαναλαμβάνει τις δόλιες προτάσεις του, για να λάβει την ίδια απάντηση από τους Χιώτες ιθύνοντες. Τότε ο Γενουάτης ναύαρχος προβαίνει σε δεύτερη δόλια πρόταση, ζητώντας την άδεια να παραμείνει στο λιμάνι, για να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες όταν ο Ουμπέρτο θα επιτίθετο. Και αυτή η προσφορά απορρίπτεται συνοδευόμενη με εκτόξευση λίθων, βελών, ακοντίων από το κάστρο κατά των Γενουατών. Την άλλη μέρα, Παρασκευή 16 Ιουνίου, την αυγή, ο Vignoso αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο επιτιθέμενος με όλες του τις δυνάμεις — θαλάσσιες και χερσαίες — εναντίον της πόλης με ένα σώμα από χίλιους άντρες. Όπως μας πληροφορεί ο Νικηφόρος Γρηγοράς, οι Χιώτες πολέμησαν με αντρεία(2), τραυμάτισαν περισσότερους από 500 του αντίπαλου στρατοπέδου, αλλά η ατείχιστη πόλη έπεσε στα χέρια των Γενουατών (3). Από τις 21 Ιουνίου ο Γενουάτης αρχηγός του στόλου πολιορκεί το κάστρο από ξηρά και θάλασσα κι αναγκάζει τους γενναίους πολιορκημένους να παραδοθούν από πείνα και δίψα (4) στις 12 Σεπτεμβρίου 1346.

Την ίδια μέρα μέσα στο κάστρο, στο ναό του Αγίου Νικολάου, έλαβαν χώρα δύο συμφωνίες μεταξύ Χιωτών και των νέων κυριάρχων. Η πρώτη συμφωνία υπογράφεται μεταξύ των Κώστα Ζυβού, αντιπροσώπου του αδερφού του Καλογιάννη Ζυβού, του Vignoso και των λοιπών πλοιοκτητών και αφορά στην τύχη και τη διατήρηση των μέχρι τότε κεκτημένων του Κατεπάνω και των συγγενών του, στα πλαίσια του νέου status.
«(…) Τα χρυσόβουλλα και αι προνομίαι του (του Καλοϊωάννη Ζυβού), αι χορηγηθείσαι παρά των Βυζαντινών, θα έχουν την αυτήν ισχύν και το αυτό κύρος και παρά Γενουάταις, όπως και αυτός θα έχη έναντι της Γενούης τας υποχρεώσεις τας οποίας είχε προς τον αυτοκράτορα. Τα δικαιώματα ταύτα, θα είναι κληρονομικά». (5)
Η δεύτερη συμφωνία-συνθήκη παράδοσης της Χίου στους Γενουάτες — υπογράφεται από την τετράδα των αρχόντων σαν εκπροσώπων της Χίου (απουσίαζαν Καλογιάννης Ζυβός και Δαμαλάς) και το ναύαρχο Vignoso και τους λοιπούς πλοιοκτήτες, και αφορά στις σχέσεις των Χιωτών χρυσοβουλλάτων ευγενών, στα πλαίσια του νέου καθεστώτος. «Οι ευγενείς όλοι του κάστρου και της πόλεως (nobiles civitatis et castri), οι οποίοι είχον λάβει δωρεάς και προνομίας παρά του αυτοκράτορος των Ρωμαίων και περί των οποίων υπάρχουν διατάξεις και χρυσόβουλλα είτε ερυθραί γραφαί, τα λεγόμενα προστάγματα εις την ελληνικήν γλώσσαν, αυτοί θα έχουν ασφαλείς και ακεραίας τας παραχωρήσεις ταύτας, απολαμβάνοντες των αυτών προνομιών παρά της γενουατικής πολιτείας, τας οποίας απελάμβανον παρά των αυτοκρατόρων των Ρωμαίων». (6)
Το κατά πόσο τηρήθηκαν από τούτη τη στρατιωτικοοικονομική εταιρεία οι συμφωνίες και οι συμβάσεις είναι μια άλλη ιστορία, την οποία αποκαλύπτουμε στην παρακάτω αφήγησή μας. Στις 17 Σεπτεμβρίου κατέλαβε αμαχητί την παλαιά Φώκαια, η οποία βρισκόταν υπό τη διοίκηση του Αυτοκρατορικού Έπαρχου Καλογιάννη Ζυβού, ο οποίος παραμένει στη θέση του κυβερνήτη εκπροσωπώντας στο εξής γενουατικά συμφέροντα. Στις 20 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε και η νέα Φώκαια, η οποία βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του Κατεπάνω Λέοντος Πετρωνά.(7) Η συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των αρχόντων της Νέας Φώκαιας, του Vignoso και των συντρόφων του ήταν αυστηρότερη εκείνης της Χίου .(8) Έτσι καταλύθηκε το βυζαντινό καθεστώς στη Χίο και τις δύο Φώκαιες και στο εξής όλα υπόκεινται στη στυγνή εκμετάλλευση των νέων εμπόρων-κατακτητών.

Η Εταιρεία Μαοna της Χίου
Μετά την κατάκτηση της Χίου και των δύο Φωκαιών (Focea Vecchia, Focea Nuova) και την εξασφάλιση νευραλγικών σταθμών για το εμπόριο της Ανατολής, ο Vignoso επιστρέφει στη Γένουα στις 29 Νοεμβρίου 1346, με σκοπό να διαπραγματευτεί με το Κομούνιο τα χρέη που εκκρεμούσαν γι’ αυτόν και τους λοιπούς πλοιοκτήτες, σχετικά με τις υπηρεσίες τους στην κατάκτηση των συμφωνηθέντων εδαφών.
Επειδή το Κυβερνητικό Ταμείο «ήτο μείον», ύστερα από μακρές συσκέψεις μεταξύ αντιπροσώπων του Κομουνίου της Γένουας και των αντιπροσώπων των πλοιοκτητών, συμφωνήθηκε το ύψος του χρέους της πολιτείας προς τους τελευταίους στο ποσό των 203.000 λιβρών (7.000 λίβρες για καθένα από τους 29 πλοιοκτήτες).(9)
Στις 26 Φεβρουάριου 1347 (10) υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Κομουνίου της Γένουας και των αντιπροσώπων των πλοιοκτητών, με επικεφαλής το Simone Vignoso. Με βάση τη συμφωνία αυτή, η Γένουα αναγνωριζόταν επικυρίαρχος του άλλοτε ανατολικού κράτους των Zaccaria (1304-1329) και οι πλοιοκτήτες αναλαμβάνουν την επικαρπία του, μέχρι της εξοφλήσεως του ποσού της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, που προβλεπόταν να λάβει χώρα μετά από 20 έτη. Η Χίος αποτελούσε επί Zaccaria το οικονομικό και πολιτικό κέντρο μιας περιφέρειας που συμπεριλάμβανε τα νησιά των Οινουσσών, των Ψαρών, της Σάμου, της Ικαρίας, της Κω, της ευρισκόμενης στην απέναντι Ιωνία Παλαιάς και Νέας Φώκαιας και το λιμάνι του Περάματος ή Κρήνης ή Passagio, όπως το αποκαλούσαν οι Zaccaria.(11) Βάσει της σύμβασης, λοιπόν, η μητρόπολη της Γένουας έχει επί 20 συναπτά έτη την υπέρτατη πολιτική και δικαστική δικαιοδοσία στη Χίο και τις δύο Φώκαιες. Κατέχει, επίσης, τα φρούρια και διορίζει τον Podestà (Διοικητή)(12), ο οποίος κυβερνά το νησί μαζί με το Συμβούλιό του, από έξι άντρες που επιλέγουν οι Συνέταιροι, σύμφωνα με τους νόμους και τα έθιμα της Γένουας, και σε περίπτωση μη επάρκειας αυτών σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο. Διορίζει επίσης η Μητρόπολη – με τον ίδιο τρόπο που επιλέγει τον Podestà – και το Castellano ή Castellanus (Φρούραρχο)(13), ο οποίος ορκίζεται να φυλάει το φρούριο για λογαριασμό των Συνεταίρων, του Δόγη του και του Συμβουλίου του. Για τις απαιτήσεις της παραπάνω σύμβασης οι πλοιοκτήτες ιδρύουν εταιρεία με το όνομα Mahona ή Maona (Μαόνα).(14)
Το 1155 υπήρχαν επτά τέτοιες εταιρείες με την ονομασία «Μαόνα», στις οποίες η Γένουα παραχωρούσε το δικαίωμα εκμετάλλευσης των αποικιών της. Στις εταιρείες αυτές δε συμμετείχαν αλλοδαποί, εκτός αν είχαν προσφέρει υπηρεσίες στο κράτος και το Συμβούλιό τους άλλαζε ανά 3 ή 4 έτη. Οι παραπάνω εταιρείες διέθεταν τα κέρδη στους «μετόχους» τους, ανάλογα με τα μερίδια των μετοχών τους.(15) Η Μαόνα του 1347, αποτελούμενη από τα πρώτα μέλη – τα περισσότερα διέμεναν στη Γένουα – μίσθωσε τις προσόδους της Χίου σε άλλη μετοχική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1349(16) και για να ξεχωρίζει από την άλλη έλαβε την ονομασία Νέα Μαόνα (Maona Nuova), σε αντίθεση με την παλιά Μαόνα (Maona Vecchia). Τα μέλη της παλαιάς Μαόνα πουλούν καθημερνά τις μετοχές τους και το 1358, που πεθαίνει ο Vignoso, το νησί περιέρχεται στην κυριότητα 8 Μαονέζων, από τους οποίους μόνο ένας ανήκε στα ιδρυτικά μέλη. Οι οκτώ μέτοχοι της Maona Vecchia και οι δώδεκα της Maona Nuova βρίσκονται σε διαρκείς διαφωνίες και αντιθέσεις, λόγω διαφοράς αντιλήψεων και συμφερόντων μεταξύ τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να παρεμβαίνει η γενουατική κυβέρνηση για να διευθετήσει τα πράγματα.

Στις 8 Μαρτίου 1362 (17), με τη σύμφωνη γνώμη της παλιάς και της νέας Μαόνα, η Χίος μισθώνεται για δώδεκα έτη σε εταιρεία, που αποτελείται από δώδεκα Γενουήνσιους πολίτες, αφού πρώτα εγκρίνονται από το Δόγη και τους Μαονέζους. Ο καθένας θα ελάμβανε το 1/12 (δωδεκατημόριο ή duodenum) των συνολικών προσόδων και η εταιρεία υποχρεωνόταν να πληρώσει στους παλαιούς μετόχους τα χρήματα που τους όφειλε η κυβέρνηση. Ήταν, λοιπόν, οι μετοχές της εταιρείας δώδεκα και ονομάζονταν δωδεκατημόρια (duodeni). Κάθε μετοχή (duodenum) υποδιαιρούνταν σε τρεις μικρότερες, που ονομάζονταν «grossi caratti». Κάθε μια απ’ αυτές υποδιαιρούνταν σε οκτώ μικρότερες, ονομαζόμενες «piccoli caratti». Αργότερα τα δωδεκατημόρια έγιναν 13 και το δέκατο τρίτο διαιρούνταν σε 2 grossi caratti και το καθένα από τα τελευταία σε 8 piccoli caratti. Επομένως ο συνολικός αριθμός των μεγάλων μετοχών ήταν 13, των grossi caratti 38 και των picolli caratti 304.(18) Στις 14 Νοεμβρίου 1372 οι μέτοχοι συνιστούν Albergo (19), αντικαθιστώντας όλα τα επώνυμά τους με το Ιουστινιάνι (Giustiniani) κι έτσι έμειναν στο εξής στην Ιστορία Albergo di Giustiniani = (Albergo των Ιουστινιάνι).

Η Μaona και το μονοπώλιο της μαστίχας
Οι Μαονέζοι αποτελούσαν μια στρατιωτικοοικονομική δύναμη που οι φορείς της, αυτόνομοι ή με τη βοήθεια της Μητρόπολης, πολιτεύθηκαν κρατώντας με το ’να χέρι τη ζυγαριά και με τ’ άλλο το σπαθί. Εκμετάλλευση στους δουλοπάροικους του μαστιχοφόρου σχίνου και σπαθί για τους αντιρρησίες-επαναστάτες κατοίκους του νησιού, όπως και για τους κατοίκους των δυο Φωκαιών, μα και για τους Ενετούς ανταγωνιστές, αν χρειαζόταν. Ο Simone Vignoso, ο οποίος διοίκησε τη Μαόνα μέχρι το θάνατό του το 1358, κυρίευσε την Κάρυστο, την οποία κατείχαν οι Ενετοί και μετέφερε «εν θριάμβω» τα κλειδιά του Ευρίπου στη Χίο.(20)
Όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με κάποια ακόμη που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια, οδήγησαν τον καθηγητή Βασίλη Φίλια να επιλέξει με απόλυτη συνείδηση του πράγματος τον όρο «γενοβέζικη κατοχή στο νησί της Χίου», κατά την περίοδο 1346-1566, όσον αφορά στους αγροτικούς πληθυσμούς του νησιού και κατά συνέπεια στους μαστιχοκαλλιεργητές (21).
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αναμφισβήτητο ότι οι Γενοβέζοι, όταν έρχονται στη Χίο, δημιουργούν αμέσως μια σχέση τραχύτατης καταπίεσης σε βάρος των αγροτικών πληθυσμών και επίσης αναμφίβολα παρατηρείται μια τεράστια οικειοποίηση — ή ακριβέστερα, υφαρπαγή — των γαιών τους. Δεν υπάρχει καμία πράξη παραχώρησης των χιώτικων γαιών στη Maona. Άρα, αυθαίρετα οι γαίες αυτές αφαιρέθηκαν από τους καλλιεργητές τους, στους οποίους ανήκαν και στους οποίους επετράπη στο εξής στοιχειωδώς απλά και μόνο να καλλιεργούν τη γη σε μια σχέση ιδιαίτερα βαριάς κολληγίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τυχοδιωκτική κατάκτηση, που διαμόρφωσε συνθήκες σε βάρος του αγροτικού πληθυσμού χειρότερες από εκείνες που ίσχυαν στη Δύση στην ακμή του φεουδαρχικού συστήματος. Αυτό είναι εμφανές και από το είδος των οικισμών οι οποίοι δημιουργήθηκαν αυτή την περίοδο. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Χιώτες αγρότες μόνιμα και σταθερά ήταν υπέρ του Βυζαντινού Αυτοκράτορα.
Τούτοι οι Μαονέζοι έμποροι-κατακτητές επέφεραν την πλήρη κατάργηση της λειτουργίας της κοινότητας και κάθε κοινοτικού θεσμού, αφού ίχνη κοινότητας μαρτυρούνται τόσο επί Βυζαντίου όσο κι επί Zaccaria (22). Δεν επέτρεψαν στους αγρότες, στους μαστιχοπαραγωγούς να λειτουργήσουν κάτω από ένα σύστημα στοιχειώδους έστω αυτοδιοίκησης, αλλά τους υποχρέωσαν να βρίσκονται κάτω από την επικυριαρχία του Podestà. Η πολιτική τους βασιζόταν ουσιαστικά στην εκμετάλλευση πρώτων υλών και γενικά αγροτικών προϊόντων και εμπορευμάτων, τα οποία υφάρπαζαν στην κυριολεξία από τους ιθαγενείς των περιοχών που κατακτούσαν.
Το κυριότερο προϊόν του νησιού επί των ημερών των Μαονέζων ήταν η μαστίχα, της οποίας η παραγωγή και η πώληση ανήκε στη Μαόνα. Σε κανένα μαστιχοκαλλιεργητή δεν επιτρεπόταν να κόψει έστω κι ένα μικρό δενδρύλλιο σχίνου που βρισκόταν στα κτήματα εκμετάλλευσής του κι ο παραβάτης του νόμου τιμωρούνταν ως κοινός εγκληματίας. Δεν επιτρεπόταν ακόμα σε κάποιον να σταθεί κοντά στο μαστιχάρη χωρίς εργασία, όταν αυτός κεντούσε τους σχίνους ή μάζευε τη μαστίχα. Σε κανένα παραγωγό δεν επιτρεπόταν να πουλήσει μαστίχα ή να αποκρύψει ή να κρατήσει για δική του χρήση έστω και ελάχιστη ποσότητα χωρίς να λάβει άδεια. Εάν κάποιοι μαστιχοπαραγωγοί για διάφορους λόγους — εκουσίους ή ακουσίους — δεν κατόρθωναν να δώσουν το ποσό της μαστίχας το οποίο υποχρεούνταν κάθε χρόνο, ετιμωρούνταν με πρόστιμο το οποίο ανερχόταν στο διπλάσιο της τιμής της μαστίχας.
Οι απάνθρωπες ποινές και η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής σαν αυταξίας δεν έχουν το προηγούμενό τους τουλάχιστον στην ιστορία του νησιού, αλλά και της βυζαντινής επικράτειας θα λέγαμε. Τούτοι οι Μαονέζοι Ιουστινιάνι οργάνωσαν το εμπόριο της μαστίχας συστηματικά και παρέμειναν ιστορικές οι ωμές και απάνθρωπες ποινές — οι ιστορικές ειδήσεις και οι παραδόσεις μιλούν για περσικά πρότυπα — για τους κλέπτες της μαστίχας. Ο Κάρολος Αραγκής Ιουστινιάνι, ο οποίος έγινε Επίσκοπος στο μητροπολιτικό θρόνο της Χίου σε ηλικία 16 χρόνων (εκκαιδεκαετής), το 1394, μας δίνει τέσσερις παραινετικές επιστολές προς τους Χιώτες καλλιεργητές της μαστίχας γραμμένες στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής. Στις επιστολές αυτές, πέρα από τις οδηγίες που δίνει ο συγγραφέας στους μαστιχοπαραγωγούς για την επιτυχή και αποδοτική καλλιέργεια των μαστιχόδενδρων, μας ιστορεί και κάθε τι που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τη μαστίχα την οποία ονομάζει σχοινίνην. Δεν παραλείπει επίσης να υπενθυμίσει στους αγρότες τις συνέπειες από την κλοπή του προϊόντος: ο κλέπτης μέχρι δέκα λίτρες (3,2 κιλά) καταδικάζεται από τον ποδεστάτη σε πρόστιμο ενός μέχρι έξι υπερπύρων για κάθε ουγκιά, που εάν δεν μπορούσε να το πληρώσει μαστιγωνόταν και του έκοβαν το ένα αυτί. Εάν έκλεβε από δέκα έως είκοσι πέντε λίτρες, στιγματιζόταν στο μέτωπο με πυρακτωμένο σίδερο. Εάν έκλεβε είκοσι πέντε μέχρι σαράντα πέντε λίτρες, του έκοβαν τη μύτη. Από σαράντα πέντε μέχρι πενήντα του έκοβαν το δεξιό αυτί και τη μύτη. Από πενήντα έως ογδόντα λίτρες του έκοβαν τα δυο αυτιά και τη μύτη και τον στιγμάτιζαν στο μέτωπο με τον παραπάνω τρόπο. Από εκατό μέχρι διακόσιες λίτρες του έβγαζαν το ένα μάτι και του έκοβαν το πόδι ή το χέρι. Κλέπτης άνω των διακοσίων λίτρων απαγχονιζόταν. Επίσης, κρέμαγαν και αυτόν που είχε τιμωρηθεί για την κλοπή εκατό λιτρών εάν επαναλάμβανε το ίδιο έγκλημα. Οι καταδότες ανταμείβονταν πλουσιοπάροχα, οι δε κλεπταποδόχοι τιμωρούνταν με τις ίδιες, ακόμα και αυστηρότερες ποινές από εκείνες των αυτουργών (23).
Τις παραπάνω ποινές επιβεβαιώνει ο Κυριακός Πιτσενικόλλας (24) (Kiriacus Picenicolleus) από την Αγκώνα σε μια από τις επιστολές του που έγραψε στη Χίο, άγνωστο προς ποιον και πότε, με το «ελληνιστί και λατινιστί» δίστιχο του:
Ει, όστις αν, σώος εν Χίω ζην εθέλεις,
Μαστίχων φύλαξαι μήποτε κλέπτης πέλεις».
«Si vis impune Chion, quisquis es, frequentare,
Mastices caveto numquam fraudare».
[«Όποιος θέλει να ζει σώος στη Χίο
να φυλάσσει τη μαστίχα και ποτέ να μην την κλέβει».]
Ο Κυριακός επισκέφθηκε δύο φορές την Ανατολή, το 1435 και το 1444. Την πρώτη φορά έμεινε περίπου δέκα μήνες και τη δεύτερη τρία χρόνια. Από τη Χίο έφυγε για πάντα στις 27 Φεβρουάριου του 1446.
Όλοι οι χωρικοί των Μαστιχοχώρων ήταν υποχρεωμένοι να δουλέψουν για τη μαστίχα, της οποίας το αποκλειστικό μονοπώλιο ανήκε στη Maona. Οι καλλιεργητές της μαστίχας (μαστιχάρης και μαστιχάρισσα) δούλευαν υπό την επίβλεψη των Masticarii, οι οποίοι ήταν συνήθως μετανάστες από τη Γένουα με γυναίκα από τη Χίο και οι οποίοι αναλαμβάνοντας μια Masticaria (περιοχή με μαστιχόδεντρα) τελούσαν υπό τις διαταγές των αξιωματούχων των επιφορτισμένων με τη μαστίχα, οι οποίοι εκλέγονταν είτε από τον Podestà είτε από τους Μαονέζους.
Συγκεκριμένα, ο Podestà εξέλεγε τους επόπτες των Μαστιχοχωρίων που λέγονταν Λογαριαστές (Logariastitae), όπως και τον επί της σταθμίσεως και απογραφής της μαστίχης Ελεγκτή (Scriba Masticis), του οποίου έργο ήταν ο έλεγχος της ποσότητας κι η απογραφή της μαστίχας. Όπως υποστηρίζει ο Hopf, Scriba Masticis (Γραμματέας των Μαστιχοχωρίων) ορίσθηκε το 1409. Τούτος ο θώκος διατηρήθηκε μέχρι και το 1700, όπου συναντάμε τον I. Μαυροκορδάτο — αδελφό του εξ Απορρήτων – να τον κατέχει. Οι κυβερνήτες της Μαόνας εξέλεγαν τους Εξεταστές (Perquisitores) με σκοπό να ελέγχουν τα αναχωρούντα πλοία για τυχούσα ύπαρξη μαστίχας και τους επί της συγκομιδής της μαστίχης Επιστάτες (Officiales Super Recullectionem Masticis) (25), οι οποίοι επιστατούσαν για τη σύναξη και την καταμέτρηση της μαστίχας, την οποία μοίραζαν στους μετόχους ανάλογα με τις μετοχές τους στην εταιρεία Μαόνα.
Η κυριότερη πηγή πλούτου για την εταιρεία Μαόνα υπήρξε το εμπόριο. Το σημαντικότερο όμως κι επικερδέστερο γι’ αυτή εμπόριο ήταν εκείνο της μαστίχας. Η ετήσια μέση παραγωγή της μαστίχας ανερχόταν σε 434 στατήρες (καντάριοι) (26). Την εκμετάλλευση της μαστίχας μονοπωλούσε αδιάλειπτα η Μαόνα και οι ετήσιες πωλήσεις (27) ανέρχονταν βάσει της παραπάνω παραγωγής σε:
120 στατήρες για την Ευρώπη
114 στατήρες για την Αρμενία, Κύπρο, Ρόδο, Συρία, Αίγυπτο και
200 στατήρες για την Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη, Τουρκία και Μικρά Ασία.
Οι Μαονέζοι διατηρούσαν, για τις ανάγκες του εμπορίου της μαστίχας, σε μερικές πόλεις ιδιαίτερα πρακτορεία, όπως για παράδειγμα στην Αλεξάνδρεια και τη Δαμασκό.
Στη Δύση οι κύριες περιοχές εξαγωγής ήταν η Βαρβαρία (Βορειοδυτική Αφρική) και η Ιταλία (Σικελία, Καλαβρία, Πούλια, Μάρκες, Τοσκάνη και Λομβαρδία). Η κεντρική αποθήκη όλης της συγκομιδής βρισκόταν στη Χίο στο «Casa del Mastice». Στη Γένουα χτίστηκαν αποθήκες για τη Δύση και στη Ρόδο για τις ανατολικές χώρες.
Το εμπόρευμα το συγκέντρωναν, το επεξεργάζονταν και το πουλούσαν σε «Cuffini» (σεντούκια ή κιβώτια) κλεισμένα και τυλιγμένα με καναβάτσες. Ένα «cuffino» (κοφίνι) ζύγιζε ακαθάριστο 57 κιλά περίπου, ενώ το φορτίο του σε καθαρή καλής ποιότητας μαστίχα ισοδυναμούσε με 46 περίπου κιλά. Το «πλοίο της μαστίχας» της Maona μετέφερε από 14 έως 30 «coffini».
Αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ και την περίπτωση της απόσυρσης του προϊόντος από τη «Μαόνα» για να διατηρηθεί η τιμή σε υψηλά επίπεδα. Ο Κ. Μ. Κατλάς (28) λέγει σχετικά: «Αν η συλλεγομένη ποσότης ήτο μεγαλυτέρα της οριζομένης εκ των προτέρων, το περίσσευμα εφυλάσσετο εις τας αποθήκας διά το επόμενον έτος, ή εκαίετο αμέσως». Τα παραπάνω είναι αρκετά για να συμπεράνουμε πόσο καλά ήταν οργανωμένο το εμπόριο της μαστίχας στα χρόνια των Γενουατών, ώστε οι μεγάλοι αυτοί έμποροι ήταν σε θέση με μεθόδους, που και σήμερα γίνονται αποδεκτές στο παιχνίδι της οικονομίας, να ελέγχουν την προσφορά και τη ζήτηση του προϊόντος. Η Μαόνα φρόντιζε, επίσης, για τον έλεγχο και την παραγωγή της μαστίχας στα πλαίσια μη εξάντλησης των μαστιχοφόρων σχίνων.
Την εμπορική εκμετάλλευση των παραπάνω ποσοτήτων μαστίχας είχαν συνήθως ιδιώτες ή εταιρείες, οι οποίες στη συνέχεια πουλούσαν με δικό τους κίνδυνο το προϊόν στις παραπάνω χώρες. Δηλαδή, οι πωλήσεις γίνονταν από τη Μαόνα σ’ αυτές τις ατομικές ή εταιρικές επιχειρήσεις, επί πιστώσει τριών, έξι, οκτώ, δέκα ή και περισσοτέρων ετών, έναντι εξαμηνιαίων συναλλαγματικών σε διαταγή της Μαόνα και πληρωτέες στην Κύπρο, η οποία ήταν γενουατική αποικία ή τη Γένουα. (29)
Δεν ήταν ασύνηθες το φαινόμενο της πώλησης της μαστίχας προκαταβολικά. Όταν οι Μαονέζοι είχαν ανάγκη από χρήματα, ανέθεταν την πώληση της μαστίχας σε ιδιωτικές εταιρείες, εισπράττοντας την αξία της προκαταβολικά (30).
Από το 14ο αιώνα η μαστίχα, μέσω των δικτύων των Μαονέζων Giustiniani, γίνεται γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτησή της και συνακόλουθα η τιμή της. Η ετήσια πρόσοδος από τη μαστίχα ανερχόταν σε 30.000 δουκάτα, βάσει των μαρτυριών του Ιερώνυμου Giustiniani(31) και, σύμφωνα με άλλη μαρτυρία από το ημερολόγιο του Χριστόφορου Κολόμβου, πάνω από 50.000.
Ο παρακάτω πίνακας α’ μας δίνει τις διακυμάνσεις της τιμής της μαστίχας από το 1362 και μετά:(32)
ΤΙΜΕΣ ΜΑΣΤΙΧΑΣ ΕΠΙ GIUSTINIANI(³³)
Χρονολογία | Μονάδα βάρους | Τιμή | |||
1 | 10 Οκτωβρίου 1362 | Στατήρας | 40 λίβρες | ||
2 | 31 Μαΐου 1364 | Στατήρας | 40 λίβρες | ||
3 | 1391 | Στατήρας | 51,5 λίβρες | ||
4 | 17 Ιουνίου 1394 | Στατήρας | 190 δουκάτα | ||
5 | 1407 | Στατήρας | 45 λίβρες | ||
6 | 19 Απριλίου 1417 | Στατήρας | 45 λίβρες | ||
7 | 1 Μαΐου 1516 | Capsion | 61 δουκάτα | ||
8 | 1532 | Capsion |
100 δουκάτα |
||
Κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα πωλούνταν ετήσια 300 κιβώτια, που το καθένα ζύγιζε 320 λίβρες ή 3.840 ουγκιές, προς 100 δουκάτα το κιβώτιο. Από τον Ιερώνυμο Ιουστινιάνι(34) μπορούμε να λάβουμε, παρά τις υπερβολές του, την εικόνα των εισοδημάτων και εξόδων της Χίου, όπως και του ρόλου του προϊόντος της μαστίχας στον παρακάτω ισολογισμό:
Εισοδήματα
Χρυσά Δουκάτα Έκαστος εκ των 13 αρχόντων (συναριθ- μουμένου και του Υπάτου) εσύναζε κατ’ έτος παρά του λαού 2000 χρυσά δουκάτα˙ όλα ομού……………………………………………………………………………………….26,000 Εσυνάζοντο τριακοσίαι κιβωτοί μαστίχης (εκάστη κιβωτός εζύγιζε 320 λίτρας η δε λίτρα δώδεκα ουγγίας) προς εκατόν δου- κάτα η κιβωτός……………………………………………………………………………..30,000 Εκ των τελωνείων…………………………………………………………………………..30,000 86,000 Έξοδα Χρυσά Δουκάτα Οι δεκατρείς Άρχοντες ελάμβανον…………………………………………………..26,000 Κεφαλητιών(35) διδομένη εις τον Σουλτάνον (περί τα τέλη της κυριαρχίας των Ιουστιάνων)………………………………….14,000 Προς πληρωμήν του τόκου του διά παρελθόντας πολέμους γενομένου χρέους, διά τε τον περιτειχι- σμόν της πόλεως και άλλα έξοδα αναγκαία………………………………………20,000 Όσα εξοδεύοντο κατ’ έτος προς δώρα γινόμενα εις τον Σουλτάνον, τους Πασάδας, τον Αρχιναύαρχον (οσάκις προσωρμίζετο εις την Χίον) και προς αποστο- λήν πρέσβεων εις την Κωνσταντινούπολιν. Όσα εχρειάζοντο προς μίσθωσιν των δημοσίων Υπουργών 60,000 |
Όσα χρήματα περίσσευαν, τα διαμοιράζονταν οι Μαονείς(36) ανάλογα με το μερίδιο που είχε καταθέσει ο καθένας με σκοπό την κατάκτηση της Χίου από τους Βυζαντινούς το 1346.
Η αρχιτεκτονική προδίδει τον ιδιότυπο φεουδαλισμό των Giustiniani
Επειδή η ιστορία απεικονίζεται κραυγαλέα στην αρχιτεκτονική, οι οικισμοί των Μαστιχοχώρων, όπως δημιουργήθηκαν από τους Μαονέζους, παραμένουν αδιαφιλονίκητοι ζωντανοί μάρτυρες τούτης της αδυσώπητης κατοχής και της κερδώας φρενίτιδας των εμπόρων-κατακτητών. Στέλνουν, λοιπόν, σχέδια, πολεοδόμους, μηχανικούς κι αρχιτέκτονες, τεχνικούς, ίσως ακόμη κι εργάτες και δημιουργούν τούτα τα μεσαιωνικά χωριά, τα Καστροχώρια. «Εργατικές πολυκατοικίες» τα αποκαλεί η αγαπητή μου Μαρία Ξύδα, στα πλαίσια εξευμενισμού του «κακού»(37).

Αν λάβουμε σαν αντιπροσωπευτικό τύπο αυτών των χωριών τα Μεστά, μιας κι ο πανδαμάτορας χρόνος τα σεβάστηκε πιότερο από τ’ άλλα, θα δούμε ότι έχουν δομηθεί στη λογική των φρουρίων. Πρόκειται για ένα κλειστό παραλληλόγραμμο — το εμβαδόν του οποίου ποικίλλει ανάλογα με το πλήθος των κατοίκων κάθε χωριού — με πυκνό πολεοδομικό ιστό. Τα ακραία σπίτια – ο ξώγυρος του χωριού – αυτού του παραλληλόγραμμου είναι χτισμένα σε συνεχή κι αδιάσπαστη σειρά, χωρίς πόρτες και παράθυρα προς τα έξω, δημιουργώντας ένα εξωτερικό τείχος. Οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών βλέπουν στο εσωτερικό του χωριού. Σε κάθε γωνία του παραλληλόγραμμου υπάρχει ο γνωστός μικρός πύργος (πυργόπουλο). Δύο συνήθως σιδερένιες πόρτες, που έκλειναν το βράδυ (με το ηλιοβασίλεμα), «φυλάκιζαν κι ελευθέρωναν» τους κατοίκους του χωριού.

Η επιβλητική εξώπορτα του πύργου Αργέντη στον Κάμπο της Χίου, όπως σώζεται σήμερα (φωτ. Γιάννης Βούλγαρης)
Στο μέσο του χωριού δέσποζε ο πύργος, που περιβαλλόταν κι αυτός από παραλληλόγραμμο περιτείχισμα με τέσσερις πυργίσκους (πυργόπουλα) στις τέσσερις κορυφές του περιτειχίσματος. Ενώ οι οικισμοί ήταν χτισμένοι σε εκτάσεις που τους έκαναν μη ορατούς απ’ τη θάλασσα, για τους ευνόητους λόγους, ο τελευταίος όροφος του κεντρικού πύργου μπορούσε να δει τα διάφορα παρατηρητήρια (βίγλες), που επόπτευαν τις θάλασσες, δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ χωριών και παραλίων.
Στενοί δρόμοι, σκοτεινοί, ανήλιαγοι, αδιέξοδοι, διασχίζουν τον πυκνό ιστό του χωριού κι εμποδίζουν τη δυνατότητα μαζικών συγκεντρώσεων σε περίπτωση εξεγέρσεων των κατοίκων. Ακόμα και η καθιερωμένη, στις μέρες μας, πλατεία του χωριού απουσίαζε για τους ίδιους ευνόητους λόγους.
Με τον τρόπο αυτό οι δυνάστες εξασφάλιζαν την εξωτερική επιβουλή, αλλά κύρια ήλεγχαν το εργατικό δυναμικό, όπως και την παραγωγή και διάθεση του πολύτιμου και κερδοφόρου, γι’ αυτούς, προϊόντος της μαστίχας.
Τα μεσαιωνικά χωριά της Λιγουρίας (Dolce Acqua, Ventimiglia, San Remo κλπ.), που χτίστηκαν περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τα χιώτικα, παρουσιάζουν ίδια δομή, λογική κι οργάνωση. Μοιάζουν σαν «δυο σταγόνες νερό».
Ενισχυτικός κι επιβεβαιωτικός των παραπάνω ο λόγος του Ιγνάτιου Πάσκουα Ιουστινιάνι, διά στόματος του de Coulanges:
«η οχύρωσις των χωρίων της νήσου ημών, προς τη κατά των πειρατών αμύνη, σκοπόν είχε, την διευκόλυνσιν της επιτηρήσεως της μαστίχης υπό των Μαονέων, της τε συγκομιδής και της πωλήσεως του προϊόντος εις ουδένα επιτρεπομένης άνευ αδείας αυτών επί ποινή θανάτου»(38).
Τις ποινές για τους παραβάτες της μαστίχας ο Κ. Σγουρός τις συγκρίνει με τα κρατούντα στη Γαλλία προ της μεγάλης επαναστάσεως, όπου η αποκοπή χεριού αναγραφόταν στον ποινικό κώδικα μέχρι της βασιλείας του Φιλίππου(39). Ο Hopf τις αποδίδει καθαρά στη μονοπωλιακή φύση της μαστίχας, από την οποία η πρόσοδος έφτανε τα 30.000 δουκάτα. Για τούτους τους δυνάστες του «ξίφους και της ζυγαριάς» το χρήμα μόνο μετρούσε.

Αλλά ας ακούσουμε το Γάλλο διπλωματικό υπάλληλο Victor Fontanier να μας ξεναγεί «εν έτει 1827», καταθέτοντας το δικό του χρώμα:
«(…) Το χωρίον τούτο (Μαστιχοχώρι) είχε κτισθή προ της κατοχής των Τούρκων· έβλεπέ τις πύλας και φρούριον όμοια προς εκείνα τα οποία υπενθυμίζουν εισέτι εν Γαλλία τους χρόνους του φεουδαλισμού. Κατώκει αυτό ο αγάς, ο επιτετραμμένος την επίβλεψιν της μαστίχης και διήρχετο ευχαρίστως την ημέραν του εις το υψηλότερον διαμέρισμα μικρού πύργου, οπόθεν έβλεπε την εξοχήν, της οποίας η φύλαξις του ήτο εμπεπιστευμένη˙ωπλισμένος με καλόν τηλεσκόπιον εξέτεινε τας παρατηρήσεις του μέχρι της θαλάσσης και εζήτει να αναγνωρίσει μήπως τα εμφανιζόμενα εις τον ορίζοντα πλοία ανήκωσιν εις τους Έλληνας επαναστάτας (…)»(40)
Ο Δημ. Βικέλας στο εκτενές αφήγημά του «Λουκής Λάρας» γράφει για τα μεσαιωνικά χωριά της Χίου:
«Τα χωριά της Χίου ήσαν ως φυλακαί. Δεν έχουν τείχη, αλλά κατά τας τέσσαρας εξωτερικάς πλευράς των οικιών τα οπίσθια συνεχόμενα αποτελούν αδιάκοπον προτείχισμα. Αι θύραι των οικιών κείνται εντός του χωρίου, η κεντρική δε αυτού οδός τέμνουσα των οικιών την συνέχειαν σχηματίζει τον οχυρώματος την πύλην. Οδοί λίαν στεναί και οικοδομαί συνεσφιγμέναι πληρούσι τον χώρον, τον οποίον περιστοιχίζει η εξωτερική πλευρά των οικιών. Εις το μέσον ευρίσκονται οι πύργοι»(41).
Οι οικισμοί με τέτοια φιλοσοφία αναφέρονται και από το Θουκυδίδη (στα «Πλαταϊκά», βιβλίο 2, παράγραφος 3-4) κι από τον Πλάτωνα (στους «Νόμους» του):
«Αλλ’ ει δη τείχος γε τι χρεών ανθρώποις είναι, τας οικοδομίας χρη τας των ιδίων οικήσεων ούτως εξ αρχής βάλλεσθαι, όπως αν η πάσα η πόλις εν τείχος, ομαλότητί τε και ομοιότησιν εις τας οδούς πασών των οικήσεων εχουσών ενέρκειαν, ιδείν τε ουκ αηδές μιας οικίας σχήμα εχούσης αυτής, εις τε την της φυλακής ραστώνην όλω και παντί προς σωτηρίαν γίγνοιτ’ αν διάφορος».
[«Αλλ’ αν εν πάση περιπτώσει είναι ανάγκη να υπάρξουν τείχη για τους ανθρώπους, πρέπει το χτίσιμο των ιδιωτικών κατοικιών να είναι καμωμένο από την αρχή έτσι, ώστε ολόκληρη η πόλη ν’ αποτελεί ένα συμπαγές τείχος, όλες δε οι οικίες να έχουν ασφάλεια, κτισμένες κατά τρόπο ομαλό και ομοιόμορφο, με όψη στους δρόμους, δεδομένου ότι δεν είναι άσχημο το θέαμα πόλης η οποία να έχει σχήμα μιας οικίας, και ότι όταν διευκολύνεται η φρούρησή της, θα παρέχει ξεχωριστή ασφάλεια, εξ ολοκλήρου σε όλους».]


(https://www.vcoins.com/en/stores/pavlos_s_pavlou_numismatist/131/product/crusader_statesgreeceisland_of_chios_under_genoathe_mahona_1347_and_laterargigliato/521635/Default.aspx).

Πρόεδρος Δ.Ε. Ελεύθερου Πανεπιστημίου «Ιωνία»
YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε στις 3 Φεβρουάριου 1347.
- Ν. Γρηγορός, «Ρωμαϊκή Ιστορία», σελ. 765.
- Α. Δαμαλάς, «Ο Οικονομικός Βίος της Νήσου Χίου», σελ. 749.
- Γ. I. Ζολώτας, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Β’, σελ. 385.
- Α. Δαμαλάς, «Ο Οικονομικός Βίος της Νήσου Χίου», σελ. 753.
- Αυτόθι, σελ. 756.
- Αυτόθι, σελ. 764.
- Ο Βενέδικτος, μετά το θάνατο του αδερφού του Εμμανουήλ το 1288, για να ενισχύσει την Παλαιά Φώκαια (Focea Vecchia) από την τουρκική απειλή, έχτισε βορειοδυτικά της και σε απόσταση 12 χιλιομέτρων άλλο φρούριο, το οποίο κατοικήθηκε από 300 Έλληνες της Ιωνίας που εργάζονταν στα ορυχεία της στυπτηρίας. Τούτο απετέλεσε τη Νέα Φώκαια (Focea Nuova).
- 9. Hopf, «Les Guistiniani», σελ. 37. – Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι – Χίος», σελ. 2.
- Αυτόθι, σελ. 3. – Κ. Α. Σγουρός, «Ιστορία της Νήσου Χίου», σελ. 190.
- Γ. I. Ζολώτας, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Β’, σελ. 396-398.
- Podestà και ελληνικά ποδεστάτος ή ποτεστάτος ή ποδεστάς ή εξουσιαστής ή αρμοστής ή προεστός.
- Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι – Χίος», σελ. 3, 15. – C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 39.
- Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι – Χίος», σελ. 8 – Κ. Α. Σγουρός, «Ιστορία της Νήσου Χίου», σελ. 190 – C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 98.
- Λ. Θ. Χουμανίδης, «Οικονομία και Εμπόριον εις το Βυζάντιον», σελ. 304-305 – L. Cioli, «Histoire économique», σελ. 110.
- Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 60.
- Αυτόθι, σελ. 61.
- Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 62.
- Albergo = σύνολο πολιτών αριστοκρατών (nobili) και λαϊκών (popolari), που στο βωμό ενός σκοπού ή στόχου άλλαζαν τα επώνυμά τους κι ελάμβαναν ένα άλλο άσχετο των μελών ή το επώνυμο ενός κορυφαίου από τα μέλη. Ας πούμε πως γινόταν αδερφοποιτοί στα καθ’ ημάς. Τα alberghi πέτυχαν να αμβλύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ nobili και popolari. Το 14ο αιώνα υπήρξαν στη Γένουα 70 alberghi.
- Π. Λάμπρου, «Μεσαιωνικά Νομίσματα των Δυναστών της Χίου», σελ. 17.
- «Χίος-Γένοβα», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Χίου για την Ιστορία και τον Πολιτισμό του Νησιού, Β. Φίλιας, σελ. 95-98.
- Γ. I. Ζολώτας, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Γ1, σελ. 58.
- Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι — Χίος», σελ. 65, 66.
- Αυτόθι, σελ. 75, 76.
- Κ. Σγουρός, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Γ’, σελ. 221, 228.
- Ένας στατήρας (cantarium) = 150 λίβρες = 37,5 οκάδες
1 λίβρα =100 δράμια
1 οκά = 400 δράμια
1 οκά = 1280 γραμμάρια
- C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 129 – Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 150.
- Αυτόθι.
- C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 129 – Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 150.
- Ph. Argenti, τόμ. 1, σελ. 485.
- Κ. Α. Σγουρός, «Ιστορία της νήσου Χίου», σελ. 221, υποσ. 2.
- C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 130 – Ph. Argenti, τόμ. 1, σελ. 487.
- Α. Σ. Δαμαλάς, «Οικονομικός Βίος της νήσου Χίου», σελ. 1052 – Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 150-151.
- Ιερώνυμος Ιουστινιάνι: υπήρξε γιος του Βικέντιου Ιουστινιάνι και γεννήθηκε στη Χίο το 1544. Έγραψε την ιστορία της Χίου «πρώτον γραικιστί, έπειτα δε ιταλιστί, λατινιστί και γαλλιστί». Το ιστορικό του έργο διακρίνει η υπερβολή. Δεν παύει όμως να αποτελεί μια ιστορική είδηση, που μπορεί ο καθένας να τη σταθμίσει ανάλογα.
- Κεφαλητιών ή χαράτσι ή κεφαλικός φόρος.
- Α. Μ. Βλαστός, «Χιακά», σελ. 169-170.
- «Χίος-Γένοβα», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Χίου για την Ιστορία και τον Πολιτισμό του Νησιού, Μ. Ξύδα, σελ. 93-94.
- Κ. Σγουρός, «Ιστορία της νήσου Χίου», σελ. 221.
- Αυτόθι, σελ. 220.
- Φ. Π. Αργέντη – Σ. Π. Κυριακίδη, «Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και Περιηγηταίς», σελ. 1135.
- Σύλλογος Πυργούσων Αττικής, «Ένα κειμήλιο. Το Πυργί της Χίου», σ. 48.