Skip to main content

Χρίστος Στεργ. Μπελλές: Οι Γενοβέζοι κατακτητές – δυνάστες της Χίου Giustiniani (1346 – 1566) και το προϊόν της μαστίχας

Χρίστος Στεργ. Μπελλές

Οι Γενοβέζοι κατακτητές – δυνάστες της Χίου Giustiniani

(1346 – 1566)

και το προϊόν της μαστίχας

 

Η Γένουα τις παραμονές της κατάκτησης της Χίου

Το 1344 εκλέγεται Δόγης της Γένουας ο Giovanni Murta. Ενώ διαρκούσαν στη Γένουα οι εμφύλιοι σπαραγμοί και οι εξωτερικοί πόλεμοι, μια μερίδα των επαναστατών κατέφυγε στο Μονακό. Το 1346 ο Δόγης και το Συμβούλιο μαθαίνουν ότι 10.000 επαναστάτες έχοντας εξοπλί­σει στόλο τριάντα γαλερών, βοηθούμενοι υπό των ευγενών Grimaldi (Γριμάλδη), σκοπεύουν να πολιορκήσουν τη Γένουα.

Ο Δόγης Murta εκλέγει μια επιτροπή τεσσάρων αξιωματικών, με σκοπό την εξεύρεση των μέσων κατά των στασιαστών. Ελλείψει χρη­μάτων η επιτροπή αποφασίζει να εξοπλισθεί ένας αριθμός γαλερών με ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα πλοία θα προετοιμάζονταν από κάθε πλοιο­κτήτη και το κράτος θα εξασφάλιζε τους πλοιοκτήτες-εφοπλιστές και θα τους αποζημίωνε για κάθε βλάβη που ήθελε προκύψει στις γαλέρες. Τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού, θα αναλάμβανε το κράτος εξ ολοκλήρου. Η πόλη εγγυάται, επί υποθήκη των προσόδων των τελωνείων, το ποσό των 20.000 λιβρών που θα ελάμβαναν οι πλοι­οκτήτες (armatori). Πιο συγκεκριμένα, οι πλοιοκτήτες θα ελάμβαναν αποζημιώσεις για όλα τα έξοδά τους και τις όποιες απώλειες, αλλά μέχρις ότου ικανοποιηθούν θα μπορούσαν να εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε τόπο καταλάμβαναν.

Εξοπλίστηκαν, τελικά, 29 γαλέρες 3 ευγενών (nobili) και 26 λαϊκών (popolari) και εκλέχτηκε αρχηγός των παραπάνω πλοιοκτητών ο Simone Vignoso. Στις 24 Απριλίου 1346, ο Simone Vignoso επικεφα­λής του στόλου των 29 γαλερών, επί των οποίων επιβαίνουν 6.000 άντρες, απέπλευσε από τη Γένουα για Μονακό, όπου διέλυσε τους απροετοίμαστους επαναστάτες. Ο στόλος επιστρέφει θριαμβευτής στη Γένουα.

Christoforo de Grassi, Άποψη της Γένουας και του στόλου της (1597, αντίγραφο σχεδίου του 1481), Galata Museo del Mare, Genoa.

Η κατάκτηση της Χίου από τον Simone Vignoso

Στις 3 Μαΐου 1346 ο στόλος των Γενουατών υπό το Simone Vignoso απέπλευσε για την Ανατολή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση της Γένου­ας στην περιοχή, όπου πρωταγωνιστούσαν τότες οι ανταγωνιστές τους Ενετοί, και να βοηθήσει τις αποικίες των Γενουατών στην Κριμαία που απειλούνταν από τους Μογγόλους. Στις 8 Ιουνίου κατέπλευσε στον πορθμό του Ευρίπου, όπου συνά­ντησε το συμμαχικό στόλο των Ενετών, Ιωαννιτών και άλλων συμμά­χων υπό τον Humbert (Ουμπέρτο). Ο Ουμπέρτο με τους συμμάχους του — και με τις ευλογίες του Πάπα — σκόπευε να καταλάβει τη Χίο, δή­θεν για τρία έτη, για να τη χρησιμοποιήσει σαν βάση στον αγώνα κατά των Τούρκων και ζήτησε από το Vignoso να συνεργαστούν για τον πα­ραπάνω σκοπό. Ο Vignoso αρνήθηκε την προτεινόμενη συνεργασία, υποστηρίζο­ντας ότι η Χίος και η Φώκαια ήταν γενουατικές κτήσεις μέχρι το 1329, που αποσπάστηκαν δολίως υπό των Ελλήνων και ότι σκοπός της επι­χείρησής του ήταν η ένταξη και πάλι των δυο παραπάνω τόπων στη γενουατική κυριαρχία. Από το 1304-1329 κυρίαρχοι του νησιού, ως γνωστόν, υπήρξαν και πάλι οι Γενουήνσιοι Zaccaria de Castro (Ζαχαρία του Κάστρου, από το χωροταξικό παρτέρι Castro της Γένουας, όπου διέμε­ναν τούτοι οι ευπατρίδες), με επικυρίαρχο το Βυζαντινό Αυτοκράτορα. 

Το 1346 ο εμφύλιος πόλεμος στο Βυζάντιο συνεχίζεται με τον Καντακουζηνό να στέφεται Αυτοκράτορας ως Ιωάννης ο ΣΤ΄ στην Ανδριανούπολη από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ενώ στην Κωνσταντι­νούπολη η κυβέρνηση ήταν στα χέρια αυτών που υποστήριζαν την Αντιβασίλισσα Άννα και το δεκαπενταετή Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο (1). Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Vignoso απέπλευσε από τη Χαλκί­δα, με προορισμό τη Χίο. Κατεπάνω (Αυτοκρατορικός Επίτροπος) της Χίου ήταν τότες ο Καλογιάννης Ζυβός. Σ’ αυτόν, εν τω μεταξύ, προα­νήγγειλε τις δόλιες προθέσεις του, αποστέλλοντας τρεις γαλέρες. Ντυ­μένος φίλος και προστάτης της Χίου, τον προειδοποιεί για τις προθέ­σεις του Ουμπέρτο να καταλάβει τη Χίο. Στη συνέχεια, ζητεί να του παραδώσει το νησί με την υπόσχεση να το επιστρέψει στο Ζυβό μετά την πάροδο του κινδύνου. Οι άρχοντες της Χίου απέρριψαν την πρόταση-προσφορά του Vignoso, τονίζοντας ότι είναι αρκετά ισχυροί και δεν έχουν ανάγκη προστατών. Στις 15 Ιουνίου καταπλέει στη Χίο ο Vignoso και με την αποστολή νέων πρέσβεων επαναλαμβάνει τις δόλιες προτάσεις του, για να λάβει την ίδια απάντηση από τους Χιώτες ιθύνοντες. Τότε ο Γενουάτης ναύ­αρχος προβαίνει σε δεύτερη δόλια πρόταση, ζητώντας την άδεια να παραμείνει στο λιμάνι, για να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες όταν ο Ουμπέρτο θα επιτίθετο. Και αυτή η προσφορά απορρίπτεται συνοδευόμενη με εκτόξευση λίθων, βελών, ακοντίων από το κάστρο κατά των Γενουατών. Την άλλη μέρα, Παρασκευή 16 Ιουνίου, την αυγή, ο Vignoso απο­καλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο επιτιθέμενος με όλες του τις δυ­νάμεις — θαλάσσιες και χερσαίες — εναντίον της πόλης με ένα σώμα από χίλιους άντρες. Όπως μας πληροφορεί ο Νικηφόρος Γρηγοράς, οι Χιώτες πολέμησαν με αντρεία(2), τραυμάτισαν περισσότερους από 500 του αντίπαλου στρατοπέδου, αλλά η ατείχιστη πόλη έπεσε στα χέρια των Γενουατών  (3). Από τις 21 Ιουνίου ο Γενουάτης αρχηγός του στόλου πολιορκεί το κάστρο από ξηρά και θάλασσα κι αναγκάζει τους γενναίους πολιορκημένους να παραδοθούν από πείνα και δίψα  (4) στις 12 Σεπτεμβρίου 1346.

Χειρόγραφος χάρτης της Χίου από τον Cristoforo Buodelmonte, 1422. Αντίγραφο από το Βρετανικό Μουσείο (πηγή: Συλλογή Αργέντη, Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής»)

Την ίδια μέρα μέσα στο κάστρο, στο ναό του Αγίου Νικολάου, έλα­βαν χώρα δύο συμφωνίες μεταξύ Χιωτών και των νέων κυριάρχων. Η πρώτη συμφωνία υπογράφεται μεταξύ των Κώστα Ζυβού, αντιπροσώπου του αδερφού του Καλογιάννη Ζυβού, του Vignoso και των λοιπών πλοιοκτητών και αφορά στην τύχη και τη διατήρηση των μέχρι τότε κεκτημένων του Κατεπάνω και των συγγενών του, στα πλαίσια του νέου status.

«(…) Τα χρυσόβουλλα και αι προνομίαι του (του Καλοϊωάννη Ζυβού), αι χορηγηθείσαι παρά των Βυζαντινών, θα έχουν την αυτήν ισχύν και το αυτό κύρος και παρά Γενουάταις, όπως και αυτός θα έχη έναντι της Γενούης τας υποχρεώσεις τας οποίας είχε προς τον αυτοκράτορα. Τα δικαιώματα ταύτα, θα είναι κληρονομικά». (5)

Η δεύτερη συμφωνία-συνθήκη παράδοσης της Χίου στους Γενουά­τες — υπογράφεται από την τετράδα των αρχόντων σαν εκπροσώπων της Χίου (απουσίαζαν Καλογιάννης Ζυβός και Δαμαλάς) και το ναύαρχο Vignoso και τους λοιπούς πλοιοκτήτες, και αφορά στις σχέσεις των Χιωτών χρυσοβουλλάτων ευγενών, στα πλαίσια του νέου καθεστώτος. «Οι ευγενείς όλοι του κάστρου και της πόλεως (nobiles civitatis et castri), οι οποίοι είχον λάβει δωρεάς και προνομίας παρά του αυτοκράτορος των Ρωμαίων και περί των οποίων υπάρχουν διατάξεις και χρυσόβουλλα είτε ερυθραί γραφαί, τα λεγόμενα προστάγματα εις την ελληνικήν γλώσσαν, αυτοί θα έχουν ασφαλείς και ακεραίας τας παρα­χωρήσεις ταύτας, απολαμβάνοντες των αυτών προνομιών παρά της γενουατικής πολιτείας, τας οποίας απελάμβανον παρά των αυτοκρατόρων των Ρωμαίων». (6)

Το κατά πόσο τηρήθηκαν από τούτη τη στρατιωτικοοικονομική εταιρεία οι συμφωνίες και οι συμβάσεις είναι μια άλλη ιστορία, την οποία αποκαλύπτουμε στην παρακάτω αφήγησή μας. Στις 17 Σεπτεμβρίου κατέλαβε αμαχητί την παλαιά Φώκαια, η οποία βρισκόταν υπό τη διοίκηση του Αυτοκρατορικού Έπαρχου Καλογιάννη Ζυβού, ο οποίος παραμένει στη θέση του κυβερνήτη εκπρο­σωπώντας στο εξής γενουατικά συμφέροντα. Στις 20 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε και η νέα Φώκαια, η οποία βρι­σκόταν υπό τη δικαιοδοσία του Κατεπάνω Λέοντος Πετρωνά.(7) Η συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των αρχόντων της Νέας Φώκαιας, του Vignoso και των συντρόφων του ήταν αυστηρότερη εκείνης της Χίου .(8) Έτσι καταλύθηκε το βυζαντινό καθεστώς στη Χίο και τις δύο Φώκαιες και στο εξής όλα υπόκεινται στη στυγνή εκμετάλλευση των νέων εμπόρων-κατακτητών.

Το οικόσημο της πεντάδας (βασιλικός επίτροπος στη μέση και η φεουδαρχική τετράδα γύρω). Οι άρχοντες τούτοι υπέγραψαν το 1566 τη συνθήκη παράδοσης της Χίου στο Simone Vignoso

Η Εταιρεία Μαοna της Χίου

Μετά την κατάκτηση της Χίου και των δύο Φωκαιών (Focea Vecchia, Focea Nuova) και την εξασφάλιση νευραλγικών σταθμών για το εμπόριο της Ανατολής, ο Vignoso επιστρέφει στη Γένουα στις 29 Νοεμβρίου 1346, με σκοπό να διαπραγματευτεί με το Κομούνιο τα χρέη που εκκρεμούσαν γι’ αυτόν και τους λοιπούς πλοιοκτήτες, σχετικά με τις υπη­ρεσίες τους στην κατάκτηση των συμφωνηθέντων εδαφών.

Επειδή το Κυβερνητικό Ταμείο «ήτο μείον», ύστερα από μακρές συσκέψεις μεταξύ αντιπροσώπων του Κομουνίου της Γένουας και των αντιπροσώπων των πλοιοκτητών, συμφωνήθηκε το ύψος του χρέους της πολιτείας προς τους τελευταίους στο ποσό των 203.000 λιβρών (7.000 λίβρες για καθένα από τους 29 πλοιοκτήτες).(9)

Στις 26 Φεβρουάριου 1347 (10) υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Κομουνίου της Γένουας και των αντιπροσώπων των πλοιοκτητών, με επικεφαλής το Simone Vignoso. Με βάση τη συμφωνία αυτή, η Γένουα αναγνωριζόταν επικυρίαρχος του άλλοτε ανατολικού κράτους των Zaccaria (1304-1329) και οι πλοιοκτήτες αναλαμβάνουν την επικαρπία του, μέχρι της εξοφλήσεως του ποσού της συμφωνηθείσας αποζη­μίωσης, που προβλεπόταν να λάβει χώρα μετά από 20 έτη. Η Χίος αποτελούσε επί Zaccaria το οικονομικό και πολιτικό κέντρο μιας περιφέρειας που συμπεριλάμβανε τα νησιά των Οινουσσών, των Ψαρών, της Σάμου, της Ικαρίας, της Κω, της ευρισκόμενης στην απέ­ναντι Ιωνία Παλαιάς και Νέας Φώκαιας και το λιμάνι του Περάματος ή Κρήνης ή Passagio, όπως το αποκαλούσαν οι Zaccaria.(11) Βάσει της σύμβασης, λοιπόν, η μητρόπολη της Γένουας έχει επί 20 συναπτά έτη την υπέρτατη πολιτική και δικαστική δικαιοδοσία στη Χίο και τις δύο Φώκαιες. Κατέχει, επίσης, τα φρούρια και διορίζει τον Podestà (Διοικητή)(12), ο οποίος κυβερνά το νησί μαζί με το Συμβούλιό του, από έξι άντρες που επιλέγουν οι Συνέταιροι, σύμφωνα με τους νό­μους και τα έθιμα της Γένουας, και σε περίπτωση μη επάρκειας αυτών σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο. Διορίζει επίσης η Μητρόπολη – με τον ίδιο τρόπο που επιλέγει τον Podestà – και το Castellano ή Castellanus (Φρούραρχο)(13), ο οποίος ορκίζεται να φυλάει το φρούριο για λογαριασμό των Συνεταίρων, του Δόγη του και του Συμβουλίου του. Για τις απαιτήσεις της παραπάνω σύμβασης οι πλοιοκτήτες ιδρύουν εταιρεία με το όνομα Mahona ή Maona (Μαόνα).(14)

Το 1155 υπήρχαν επτά τέτοιες εταιρείες με την ονομασία «Μαόνα», στις οποίες η Γένουα παραχωρούσε το δικαίωμα εκμετάλλευσης των αποικιών της. Στις εταιρείες αυτές δε συμμετείχαν αλλοδαποί, εκτός αν είχαν προσφέρει υπηρεσίες στο κράτος και το Συμβούλιό τους άλ­λαζε ανά 3 ή 4 έτη. Οι παραπάνω εταιρείες διέθεταν τα κέρδη στους «μετόχους» τους, ανάλογα με τα μερίδια των μετοχών τους.(15) Η Μαόνα του 1347, αποτελούμενη από τα πρώτα μέλη – τα περισ­σότερα διέμεναν στη Γένουα – μίσθωσε τις προσόδους της Χίου σε άλ­λη μετοχική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1349(16) και για να ξεχωρίζει από την άλλη έλαβε την ονομασία Νέα Μαόνα (Maona Nuova), σε αντίθε­ση με την παλιά Μαόνα (Maona Vecchia). Τα μέλη της παλαιάς Μαόνα πουλούν καθημερνά τις μετοχές τους και το 1358, που πεθαίνει ο Vignoso, το νησί περιέρχεται στην κυριότη­τα 8 Μαονέζων, από τους οποίους μόνο ένας ανήκε στα ιδρυτικά μέλη. Οι οκτώ μέτοχοι της Maona Vecchia και οι δώδεκα της Maona Nuova βρίσκονται σε διαρκείς διαφωνίες και αντιθέσεις, λόγω διαφοράς αντιλή­ψεων και συμφερόντων μεταξύ τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να παρεμβαίνει η γενουατική κυβέρνηση για να διευθετήσει τα πράγματα.

Οικονομικός και διοικητικός χάρτης της Χίου, που περιλαμβάνει τις 12 συνδεσποτείες του νησιού που αντιστοιχούν στις 12 μετοχικές μερίδες, τα δωδεκατημόρια (duodeni) της Μαόνας των Guistiniani (πηγή: Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής»).

Στις 8 Μαρτίου 1362 (17), με τη σύμφωνη γνώμη της παλιάς και της νέας Μαόνα, η Χίος μισθώνεται για δώδεκα έτη σε εταιρεία, που αποτελείται από δώδεκα Γενουήνσιους πολίτες, αφού πρώτα εγκρίνονται από το Δόγη και τους Μαονέζους. Ο καθένας θα ελάμβανε το 1/12 (δωδεκατημόριο ή duodenum) των συνολικών προσόδων και η εταιρεία υποχρεωνόταν να πληρώσει στους παλαιούς μετόχους τα χρήματα που τους όφειλε η κυβέρνηση. Ήταν, λοιπόν, οι μετοχές της εταιρείας δώδεκα και ονομάζονταν δωδεκατημόρια (duodeni). Κάθε μετοχή (duodenum) υποδιαιρούνταν σε τρεις μικρότερες, που ονομάζονταν «grossi caratti». Κάθε μια απ’ αυ­τές υποδιαιρούνταν σε οκτώ μικρότερες, ονομαζόμενες «piccoli caratti». Αργότερα τα δωδεκατημόρια έγιναν 13 και το δέκατο τρίτο διαι­ρούνταν σε 2 grossi caratti και το καθένα από τα τελευταία σε 8 piccoli caratti. Επομένως ο συνολικός αριθμός των μεγάλων μετοχών ήταν 13, των grossi caratti 38 και των picolli caratti 304.(18) Στις 14 Νοεμβρίου 1372 οι μέτοχοι συνιστούν Albergo (19), αντικαθιστώ­ντας όλα τα επώνυμά τους με το Ιουστινιάνι (Giustiniani) κι έτσι έμειναν στο εξής στην Ιστορία Albergo di Giustiniani = (Albergo των Ιουστινιάνι). 

Στις 14 Νοεμβρίου 1372 οι μέτοχοι της Maona de Scio συγκροτούν το Albergo di Guistiniani (Albergo των Ιουστινιάνι). Δ. Ροδοκανάκη «Ιουστινιάναι-Χίος» (πηγή: Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής»).

Η Μaona και το μονοπώλιο της μαστίχας

Οι Μαονέζοι αποτελούσαν μια στρατιωτικοοικονομική δύναμη που οι φορείς της, αυτόνομοι ή με τη βοήθεια της Μητρόπολης, πολιτεύθηκαν κρατώντας με το ’να χέρι τη ζυγαριά και με τ’ άλλο το σπαθί. Εκμε­τάλλευση στους δουλοπάροικους του μαστιχοφόρου σχίνου και σπαθί για τους αντιρρησίες-επαναστάτες κατοίκους του νησιού, όπως και για τους κατοίκους των δυο Φωκαιών, μα και για τους Ενετούς ανταγωνι­στές, αν χρειαζόταν. Ο Simone Vignoso, ο οποίος διοίκησε τη Μαόνα μέχρι το θάνατό του το 1358, κυρίευσε την Κάρυστο, την οποία κατεί­χαν οι Ενετοί και μετέφερε «εν θριάμβω» τα κλειδιά του Ευρίπου στη Χίο.(20)

Όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με κάποια ακόμη που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια, οδήγησαν τον καθηγητή Βασίλη Φίλια να επιλέξει με απόλυτη συνείδηση του πράγματος τον όρο «γενοβέζικη κα­τοχή στο νησί της Χίου», κατά την περίοδο 1346-1566, όσον αφορά στους αγροτικούς πληθυσμούς του νησιού και κατά συνέπεια στους μαστιχοκαλλιεργητές (21).

Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αναμφισβήτητο ότι οι Γενοβέζοι, όταν έρχονται στη Χίο, δημιουργούν αμέσως μια σχέση τραχύτατης κατα­πίεσης σε βάρος των αγροτικών πληθυσμών και επίσης αναμφίβολα παρατηρείται μια τεράστια οικειοποίηση — ή ακριβέστερα, υφαρπαγή — των γαιών τους. Δεν υπάρχει καμία πράξη παραχώρησης των χιώτικων γαιών στη Maona. Άρα, αυθαίρετα οι γαίες αυτές αφαιρέθηκαν από τους καλλιεργητές τους, στους οποίους ανήκαν και στους οποίους επε­τράπη στο εξής στοιχειωδώς απλά και μόνο να καλλιεργούν τη γη σε μια σχέση ιδιαίτερα βαριάς κολληγίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τυ­χοδιωκτική κατάκτηση, που διαμόρφωσε συνθήκες σε βάρος του αγροτικού πληθυσμού χειρότερες από εκείνες που ίσχυαν στη Δύση στην ακμή του φεουδαρχικού συστήματος. Αυτό είναι εμφανές και από το είδος των οικισμών οι οποίοι δημιουργήθηκαν αυτή την περίοδο. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Χιώτες αγρότες μόνιμα και σταθερά ήταν υπέρ του Βυζαντινού Αυτοκράτορα.

Τούτοι οι Μαονέζοι έμποροι-κατακτητές επέφεραν την πλήρη κα­τάργηση της λειτουργίας της κοινότητας και κάθε κοινοτικού θε­σμού, αφού ίχνη κοινότητας μαρτυρούνται τόσο επί Βυζαντίου όσο κι επί Zaccaria (22). Δεν επέτρεψαν στους αγρότες, στους μαστιχοπαραγωγούς να λειτουργήσουν κάτω από ένα σύστημα στοιχειώδους έστω αυ­τοδιοίκησης, αλλά τους υποχρέωσαν να βρίσκονται κάτω από την επι­κυριαρχία του Podestà. Η πολιτική τους βασιζόταν ουσιαστικά στην εκμετάλλευση πρώτων υλών και γενικά αγροτικών προϊόντων και εμπο­ρευμάτων, τα οποία υφάρπαζαν στην κυριολεξία από τους ιθαγενείς των περιοχών που κατακτούσαν.

Το κυριότερο προϊόν του νησιού επί των ημερών των Μαονέζων ήταν η μαστίχα, της οποίας η παραγωγή και η πώληση ανήκε στη Μα­όνα. Σε κανένα μαστιχοκαλλιεργητή δεν επιτρεπόταν να κόψει έστω κι ένα μικρό δενδρύλλιο σχίνου που βρισκόταν στα κτήματα εκμετάλλευ­σής του κι ο παραβάτης του νόμου τιμωρούνταν ως κοινός εγκλημα­τίας. Δεν επιτρεπόταν ακόμα σε κάποιον να σταθεί κοντά στο μαστιχάρη χωρίς εργασία, όταν αυτός κεντούσε τους σχίνους ή μάζευε τη μα­στίχα. Σε κανένα παραγωγό δεν επιτρεπόταν να πουλήσει μαστίχα ή να αποκρύψει ή να κρατήσει για δική του χρήση έστω και ελάχιστη πο­σότητα χωρίς να λάβει άδεια. Εάν κάποιοι μαστιχοπαραγωγοί για διάφορους λόγους — εκουσίους ή ακουσίους — δεν κατόρθωναν να δώ­σουν το ποσό της μαστίχας το οποίο υποχρεούνταν κάθε χρόνο, ετιμωρούνταν με πρόστιμο το οποίο ανερχόταν στο διπλάσιο της τιμής της μαστίχας.

Οι απάνθρωπες ποινές και η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής σαν αυταξίας δεν έχουν το προηγούμενό τους τουλάχιστον στην ιστορία του νησιού, αλλά και της βυζαντινής επικράτειας θα λέγαμε. Τούτοι οι Μαονέζοι Ιουστινιάνι οργάνωσαν το εμπόριο της μαστί­χας συστηματικά και παρέμειναν ιστορικές οι ωμές και απάνθρωπες ποινές — οι ιστορικές ειδήσεις και οι παραδόσεις μιλούν για περσικά πρότυπα — για τους κλέπτες της μαστίχας. Ο Κάρολος Αραγκής Ιουστινιάνι, ο οποίος έγινε Επίσκοπος στο μητροπολιτικό θρόνο της Χίου σε ηλικία 16 χρόνων (εκκαιδεκαετής), το 1394, μας δίνει τέσσερις πα­ραινετικές επιστολές προς τους Χιώτες καλλιεργητές της μαστίχας γραμμένες στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής. Στις επιστολές αυτές, πέρα από τις οδηγίες που δίνει ο συγγραφέας στους μαστιχοπαραγωγούς για την επιτυχή και αποδοτική καλλιέργεια των μαστιχόδενδρων, μας ιστορεί και κάθε τι που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τη μα­στίχα την οποία ονομάζει σχοινίνην. Δεν παραλείπει επίσης να υπεν­θυμίσει στους αγρότες τις συνέπειες από την κλοπή του προϊόντος: ο κλέπτης μέχρι δέκα λίτρες (3,2 κιλά) καταδικάζεται από τον ποδεστάτη σε πρόστιμο ενός μέχρι έξι υπερπύρων για κάθε ουγκιά, που εάν δεν μπορούσε να το πληρώσει μαστιγωνόταν και του έκοβαν το ένα αυτί. Εάν έκλεβε από δέκα έως είκοσι πέντε λίτρες, στιγματιζόταν στο μέτω­πο με πυρακτωμένο σίδερο. Εάν έκλεβε είκοσι πέντε μέχρι σαράντα πέ­ντε λίτρες, του έκοβαν τη μύτη. Από σαράντα πέντε μέχρι πενήντα του έκοβαν το δεξιό αυτί και τη μύτη. Από πενήντα έως ογδόντα λίτρες του έκοβαν τα δυο αυτιά και τη μύτη και τον στιγμάτιζαν στο μέτωπο με τον παραπάνω τρόπο. Από εκατό μέχρι διακόσιες λίτρες του έβγαζαν το ένα μάτι και του έκοβαν το πόδι ή το χέρι. Κλέπτης άνω των διακοσίων λίτρων απαγχονιζόταν. Επίσης, κρέμαγαν και αυτόν που είχε τι­μωρηθεί για την κλοπή εκατό λιτρών εάν επαναλάμβανε το ίδιο έγκλη­μα. Οι καταδότες ανταμείβονταν πλουσιοπάροχα, οι δε κλεπταποδό­χοι τιμωρούνταν με τις ίδιες, ακόμα και αυστηρότερες ποινές από εκεί­νες των αυτουργών (23).

Τις παραπάνω ποινές επιβεβαιώνει ο Κυριακός Πιτσενικόλλας (24) (Kiriacus Picenicolleus) από την Αγκώνα σε μια από τις επιστολές του που έγραψε στη Χίο, άγνωστο προς ποιον και πότε, με το «ελληνιστί και λατινιστί» δίστιχο του:

Ει, όστις αν, σώος εν Χίω ζην εθέλεις,

Μαστίχων φύλαξαι μήποτε κλέπτης πέλεις».

«Si vis impune Chion, quisquis es, frequentare,

Mastices caveto numquam fraudare».

[«Όποιος θέλει να ζει σώος στη Χίο

να φυλάσσει τη μαστίχα και ποτέ να μην την κλέβει».]

Ο Κυριακός επισκέφθηκε δύο φορές την Ανατολή, το 1435 και το 1444. Την πρώτη φορά έμεινε περίπου δέκα μήνες και τη δεύτερη τρία χρόνια. Από τη Χίο έφυγε για πάντα στις 27 Φεβρουάριου του 1446.

Όλοι οι χωρικοί των Μαστιχοχώρων ήταν υποχρεωμένοι να δουλέ­ψουν για τη μαστίχα, της οποίας το αποκλειστικό μονοπώλιο ανήκε στη Maona. Οι καλλιεργητές της μαστίχας (μαστιχάρης και μαστιχάρισσα) δούλευαν υπό την επίβλεψη των Masticarii, οι οποίοι ήταν συ­νήθως μετανάστες από τη Γένουα με γυναίκα από τη Χίο και οι οποίοι αναλαμβάνοντας μια Masticaria (περιοχή με μαστιχόδεντρα) τελούσαν υπό τις διαταγές των αξιωματούχων των επιφορτισμένων με τη μαστί­χα, οι οποίοι εκλέγονταν είτε από τον Podestà είτε από τους Μαονέζους.

Συγκεκριμένα, ο Podestà εξέλεγε τους επόπτες των Μαστιχοχωρίων που λέγονταν Λογαριαστές (Logariastitae), όπως και τον επί της σταθμίσεως και απογραφής της μαστίχης Ελεγκτή (Scriba Masticis), του οποίου έργο ήταν ο έλεγχος της ποσότητας κι η απογραφή της μαστίχας. Όπως υποστηρίζει ο Hopf, Scriba Masticis (Γραμματέας των Μαστιχοχωρίων) ορίσθηκε το 1409. Τούτος ο θώκος διατηρήθηκε μέχρι και το 1700, όπου συναντάμε τον I. Μαυροκορδάτο — αδελφό του εξ Απορρήτων – να τον κατέχει. Οι κυβερνήτες της Μαόνας εξέλεγαν τους Εξεταστές (Perquisitores) με σκοπό να ελέγχουν τα αναχωρούντα πλοία για τυχούσα ύπαρξη μαστίχας και τους επί της συγκομι­δής της μαστίχης Επιστάτες (Officiales Super Recullectionem Masticis) (25), οι οποίοι επιστατούσαν για τη σύναξη και την καταμέτρηση της μαστίχας, την οποία μοίραζαν στους μετόχους ανάλογα με τις με­τοχές τους στην εταιρεία Μαόνα.

Η κυριότερη πηγή πλούτου για την εταιρεία Μαόνα υπήρξε το εμπόριο. Το σημαντικότερο όμως κι επικερδέστερο γι’ αυτή εμπόριο ήταν εκείνο της μαστίχας. Η ετήσια μέση παραγωγή της μαστίχας ανερχόταν σε 434 στατήρες (καντάριοι) (26). Την εκμετάλλευση της μαστίχας μονοπωλούσε αδιάλειπτα η Μαόνα και οι ετήσιες πωλήσεις (27) ανέρχονταν βάσει της παραπάνω παραγωγής σε:

120 στατήρες για την Ευρώπη

114 στατήρες για την Αρμενία, Κύπρο, Ρόδο, Συρία, Αίγυπτο και

200 στατήρες για την Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη, Τουρκία και Μικρά Ασία.

Οι Μαονέζοι διατηρούσαν, για τις ανάγκες του εμπορίου της μαστίχας, σε μερικές πόλεις ιδιαίτερα πρακτορεία, όπως για παράδειγμα στην Αλεξάνδρεια και τη Δαμασκό.

Στη Δύση οι κύριες περιοχές εξαγωγής ήταν η Βαρβαρία (Βορειοδυ­τική Αφρική) και η Ιταλία (Σικελία, Καλαβρία, Πούλια, Μάρκες, Το­σκάνη και Λομβαρδία). Η κεντρική αποθήκη όλης της συγκομιδής βρι­σκόταν στη Χίο στο «Casa del Mastice». Στη Γένουα χτίστηκαν αποθή­κες για τη Δύση και στη Ρόδο για τις ανατολικές χώρες.

Το εμπόρευμα το συγκέντρωναν, το επεξεργάζονταν και το πουλού­σαν σε «Cuffini» (σεντούκια ή κιβώτια) κλεισμένα και τυλιγμένα με καναβάτσες. Ένα «cuffino» (κοφίνι) ζύγιζε ακαθάριστο 57 κιλά περίπου, ενώ το φορτίο του σε καθαρή καλής ποιότητας μαστίχα ισοδυναμούσε με 46 περίπου κιλά. Το «πλοίο της μαστίχας» της Maona μετέφερε από 14 έως 30 «coffini».

Αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ και την περίπτωση της απόσυρσης του προϊόντος από τη «Μαόνα» για να διατηρηθεί η τιμή σε υψηλά επίπεδα. Ο Κ. Μ. Κατλάς (28) λέγει σχετικά: «Αν η συλλεγομένη ποσότης ήτο μεγαλυτέρα της οριζομένης εκ των προτέρων, το περίσσευμα εφυλάσσετο εις τας αποθήκας διά το επόμενον έτος, ή εκαίετο αμέσως». Τα παραπά­νω είναι αρκετά για να συμπεράνουμε πόσο καλά ήταν οργανωμένο το εμπόριο της μαστίχας στα χρόνια των Γενουατών, ώστε οι μεγάλοι αυ­τοί έμποροι ήταν σε θέση με μεθόδους, που και σήμερα γίνονται απο­δεκτές στο παιχνίδι της οικονομίας, να ελέγχουν την προσφορά και τη ζήτηση του προϊόντος. Η Μαόνα φρόντιζε, επίσης, για τον έλεγχο και την παραγωγή της μαστίχας στα πλαίσια μη εξάντλησης των μαστιχοφόρων σχίνων.

Την εμπορική εκμετάλλευση των παραπάνω ποσοτήτων μαστίχας είχαν συνήθως ιδιώτες ή εταιρείες, οι οποίες στη συνέχεια πουλούσαν με δικό τους κίνδυνο το προϊόν στις παραπάνω χώρες. Δηλαδή, οι πωλήσεις γίνονταν από τη Μαόνα σ’ αυτές τις ατομικές ή εταιρικές επι­χειρήσεις, επί πιστώσει τριών, έξι, οκτώ, δέκα ή και περισσοτέρων ετών, έναντι εξαμηνιαίων συναλλαγματικών σε διαταγή της Μαόνα και πληρωτέες στην Κύπρο, η οποία ήταν γενουατική αποικία ή τη Γένουα. (29)

Δεν ήταν ασύνηθες το φαινόμενο της πώλησης της μαστίχας προκαταβολικά. Όταν οι Μαονέζοι είχαν ανάγκη από χρήματα, ανέθεταν την πώληση της μαστίχας σε ιδιωτικές εταιρείες, εισπράττοντας την αξία της προκαταβολικά (30).

Από το 14ο αιώνα η μαστίχα, μέσω των δικτύων των Μαονέζων Giustiniani, γίνεται γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να αυξη­θεί η ζήτησή της και συνακόλουθα η τιμή της. Η ετήσια πρόσοδος από τη μαστίχα ανερχόταν σε 30.000 δουκάτα, βάσει των μαρτυριών του Ιερώνυμου Giustiniani(31) και, σύμφωνα με άλλη μαρτυρία από το ημερο­λόγιο του Χριστόφορου Κολόμβου, πάνω από 50.000.

Ο παρακάτω πίνακας α’ μας δίνει τις διακυμάνσεις της τιμής της μαστίχας από το 1362 και μετά:(32)

                                                                                 

ΤΙΜΕΣ ΜΑΣΤΙΧΑΣ ΕΠΙ GIUSTINIANI(³³)

Χρονολογία Μονάδα βάρους Τιμή
1 10 Οκτωβρίου 1362 Στατήρας 40 λίβρες
2 31 Μαΐου 1364 Στατήρας 40 λίβρες
3 1391 Στατήρας 51,5 λίβρες
4 17 Ιουνίου 1394 Στατήρας 190 δουκάτα
5 1407 Στατήρας 45 λίβρες
6 19 Απριλίου 1417 Στατήρας 45 λίβρες
7 1 Μαΐου 1516 Capsion 61 δουκάτα
8 1532 Capsion

100 δουκάτα


Κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα πωλούνταν ετήσια 300 κιβώτια, που το καθέ­να ζύγιζε 320 λίβρες ή 3.840 ουγκιές, προς 100 δουκάτα το κιβώτιο. Από τον Ιερώνυμο Ιουστινιάνι(34) μπορούμε να λάβουμε, παρά τις υπερβολές του, την εικόνα των εισοδημάτων και εξόδων της Χίου, όπως και του ρόλου του προϊόντος της μαστίχας στον παρακάτω ισο­λογισμό:

Εισοδήματα

                          Χρυσά Δουκάτα

Έκαστος εκ των 13 αρχόντων (συναριθ-

μουμένου και του Υπάτου) εσύναζε κατ’

έτος παρά του λαού 2000 χρυσά δουκάτα˙

όλα ομού……………………………………………………………………………………….26,000

Εσυνάζοντο τριακοσίαι κιβωτοί μαστίχης

(εκάστη κιβωτός εζύγιζε 320 λίτρας η δε

λίτρα δώδεκα ουγγίας) προς εκατόν δου-

κάτα η κιβωτός……………………………………………………………………………..30,000

Εκ των τελωνείων…………………………………………………………………………..30,000

                                                                                                                    86,000

Έξοδα

                       Χρυσά Δουκάτα

Οι δεκατρείς Άρχοντες ελάμβανον…………………………………………………..26,000

Κεφαλητιών(35) διδομένη εις τον Σουλτάνον

(περί τα τέλη της κυριαρχίας των Ιουστιάνων)………………………………….14,000

Προς πληρωμήν του τόκου του διά παρελθόντας

πολέμους γενομένου χρέους, διά τε τον περιτειχι-

σμόν της πόλεως και άλλα έξοδα αναγκαία………………………………………20,000

Όσα εξοδεύοντο κατ’ έτος προς δώρα γινόμενα εις

τον Σουλτάνον, τους Πασάδας, τον Αρχιναύαρχον

(οσάκις προσωρμίζετο εις την Χίον) και προς αποστο-

λήν πρέσβεων εις την Κωνσταντινούπολιν.

Όσα εχρειάζοντο προς μίσθωσιν των δημοσίων Υπουργών      

                                                                                                                          60,000

 

Όσα χρήματα περίσσευαν, τα διαμοιράζονταν οι Μαονείς(36) ανάλογα με το μερίδιο που είχε καταθέσει ο καθένας με σκοπό την κατάκτηση της Χίου από τους Βυζαντινούς το 1346.

 Η αρχιτεκτονική προδίδει τον ιδιότυπο φεουδαλισμό των Giustiniani

Επειδή η ιστορία απεικονίζεται κραυγαλέα στην αρχιτεκτονική, οι οι­κισμοί των Μαστιχοχώρων, όπως δημιουργήθηκαν από τους Μαονέζους, παραμένουν αδιαφιλονίκητοι ζωντανοί μάρτυρες τούτης της αδυ­σώπητης κατοχής και της κερδώας φρενίτιδας των εμπόρων-κατακτητών. Στέλνουν, λοιπόν, σχέδια, πολεοδόμους, μηχανικούς κι αρχιτέκτο­νες, τεχνικούς, ίσως ακόμη κι εργάτες και δημιουργούν τούτα τα μεσαι­ωνικά χωριά, τα Καστροχώρια. «Εργατικές πολυκατοικίες» τα αποκαλεί η αγαπητή μου Μαρία Ξύδα, στα πλαίσια εξευμενισμού του «κακού»(37).

Το Καστροχώρι-Μαστιχοχώρι Μεστά, από το Francisco Lupazzulo, 1639 (πηγή: Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής»)

 Αν λάβουμε σαν αντιπροσωπευτικό τύπο αυτών των χωριών τα Με­στά, μιας κι ο πανδαμάτορας χρόνος τα σεβάστηκε πιότερο από τ’ άλλα, θα δούμε ότι έχουν δομηθεί στη λογική των φρουρίων. Πρόκειται για ένα κλειστό παραλληλόγραμμο — το εμβαδόν του οποίου ποικίλλει ανάλογα με το πλήθος των κατοίκων κάθε χωριού — με πυκνό πολεοδομικό ιστό. Τα ακραία σπίτια – ο ξώγυρος του χωριού – αυτού του πα­ραλληλόγραμμου είναι χτισμένα σε συνεχή κι αδιάσπαστη σειρά, χωρίς πόρτες και παράθυρα προς τα έξω, δημιουργώντας ένα εξωτερικό τεί­χος. Οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών βλέπουν στο εσωτερικό του χωριού. Σε κάθε γωνία του παραλληλόγραμμου υπάρχει ο γνωστός μικρός πύργος (πυργόπουλο). Δύο συνήθως σιδερένιες πόρτες, που έκλειναν το βράδυ (με το ηλιοβασίλεμα), «φυλάκιζαν κι ελευθέρωναν» τους κατοίκους του χωριού.


    Η επιβλητική εξώπορτα του πύργου Αργέντη στον Κάμπο της Χίου, όπως σώζεται σήμερα  (φωτ. Γιάννης Βούλγαρης)

 Στο μέσο του χωριού δέσποζε ο πύργος, που περιβαλλόταν κι αυτός από παραλληλόγραμμο περιτείχισμα με τέσσερις πυργίσκους (πυργόπουλα) στις τέσσερις κορυφές του περιτειχίσματος. Ενώ οι οικισμοί ήταν χτισμένοι σε εκτάσεις που τους έκαναν μη ορατούς απ’ τη θάλασ­σα, για τους ευνόητους λόγους, ο τελευταίος όροφος του κεντρικού πύργου μπορούσε να δει τα διάφορα παρατηρητήρια (βίγλες), που επόπτευαν τις θάλασσες, δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο επι­κοινωνίας μεταξύ χωριών και παραλίων.

Στενοί δρόμοι, σκοτεινοί, ανήλιαγοι, αδιέξοδοι, διασχίζουν τον πυ­κνό ιστό του χωριού κι εμποδίζουν τη δυνατότητα μαζικών συγκεντρώ­σεων σε περίπτωση εξεγέρσεων των κατοίκων. Ακόμα και η καθιερωμέ­νη, στις μέρες μας, πλατεία του χωριού απουσίαζε για τους ίδιους ευ­νόητους λόγους.

Με τον τρόπο αυτό οι δυνάστες εξασφάλιζαν την εξωτερική επι­βουλή, αλλά κύρια ήλεγχαν το εργατικό δυναμικό, όπως και την παρα­γωγή και διάθεση του πολύτιμου και κερδοφόρου, γι’ αυτούς, προϊό­ντος της μαστίχας.

Τα μεσαιωνικά χωριά της Λιγουρίας (Dolce Acqua, Ventimiglia, San Remo κλπ.), που χτίστηκαν περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τα χιώτικα, παρουσιάζουν ίδια δομή, λογική κι οργάνωση. Μοιάζουν σαν «δυο σταγόνες νερό».

Ενισχυτικός κι επιβεβαιωτικός των παραπάνω ο λόγος του Ιγνάτιου Πάσκουα Ιουστινιάνι, διά στόματος του de Coulanges:

«η οχύρωσις των χωρίων της νήσου ημών, προς τη κατά των πειρατών αμύνη, σκοπόν είχε, την διευκόλυνσιν της επιτηρήσεως της μαστίχης υπό των Μαονέων, της τε συγκομιδής και της πωλήσεως του προϊόντος εις ουδένα επιτρεπομένης άνευ αδείας αυτών επί ποινή θανάτου»(38).

Τις ποινές για τους παραβάτες της μαστίχας ο Κ. Σγουρός τις συγκρίνει με τα κρατούντα στη Γαλλία προ της μεγάλης επαναστάσεως, όπου η απο­κοπή χεριού αναγραφόταν στον ποινικό κώδικα μέχρι της βασιλείας του Φιλίππου(39). Ο Hopf τις αποδίδει καθαρά στη μονοπωλιακή φύση της μα­στίχας, από την οποία η πρόσοδος έφτανε τα 30.000 δουκάτα. Για τούτους τους δυνάστες του «ξίφους και της ζυγαριάς» το χρήμα μόνο μετρούσε.

Το Καστροχώρι-Μαστιχοχώρι Αρμόλια απ’ το μολύβι του Francisco Lupazzulo, 1639. Τούτο το χωριό υπήρξε παράλληλα και μεγάλο βιοτεχνικό κέντρο στο νησί την υπό εξέταση εποχή, συνεχίζοντας αδιάλειπτα την παράδοση αυτή μέχρι και σήμερα. Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει το κάστρο των Απολίχνων ή Ωργηάς (Ωραίας), που διατηρείται στις μέρες μας σε ερειπιώδη κατάσταση (πηγή: Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής»).

Αλλά ας ακούσουμε το Γάλλο διπλωματικό υπάλληλο Victor Fontanier να μας ξεναγεί «εν έτει 1827», καταθέτοντας το δικό του χρώμα:

«(…) Το χωρίον τούτο (Μαστιχοχώρι) είχε κτισθή προ της κατοχής των Τούρκων· έβλεπέ τις πύλας και φρούριον όμοια προς εκείνα τα οποία υπενθυμίζουν εισέτι εν Γαλλία τους χρόνους του φεουδαλισμού. Κατώκει αυτό ο αγάς, ο επιτετραμμένος την επίβλεψιν της μαστίχης και διήρχετο ευχαρίστως την ημέραν του εις το υψηλότερον διαμέρι­σμα μικρού πύργου, οπόθεν έβλεπε την εξοχήν, της οποίας η φύλαξις του ήτο εμπεπιστευμένη˙ωπλισμένος με καλόν τηλεσκόπιον εξέτεινε τας παρατηρήσεις του μέχρι της θαλάσσης και εζήτει να αναγνωρίσει μήπως τα εμφανιζόμενα εις τον ορίζοντα πλοία ανήκωσιν εις τους Έλληνας επαναστάτας (…)»(40)

Ο Δημ. Βικέλας στο εκτενές αφήγημά του «Λουκής Λάρας» γράφει για τα μεσαιωνικά χωριά της Χίου:

«Τα χωριά της Χίου ήσαν ως φυλακαί. Δεν έχουν τείχη, αλλά κατά τας τέσσαρας εξωτερικάς πλευράς των οικιών τα οπίσθια συνεχόμενα αποτελούν αδιάκοπον προτείχισμα. Αι θύραι των οικιών κείνται εντός του χωρίου, η κεντρική δε αυτού οδός τέμνουσα των οικιών την συνέχειαν σχηματίζει τον οχυρώματος την πύλην. Οδοί λίαν στεναί και οικοδομαί συνεσφιγμέναι πληρούσι τον χώρον, τον οποίον περιστοιχίζει η εξωτερική πλευρά των οικιών. Εις το μέσον ευρίσκονται οι πύρ­γοι»(41).

Οι οικισμοί με τέτοια φιλοσοφία αναφέρονται και από το Θουκυδί­δη (στα «Πλαταϊκά», βιβλίο 2, παράγραφος 3-4) κι από τον Πλάτωνα (στους «Νόμους» του):

«Αλλ’ ει δη τείχος γε τι χρεών ανθρώποις είναι, τας οικοδομίας χρη τας των ιδίων οικήσεων ούτως εξ αρχής βάλλεσθαι, όπως αν η πάσα η πόλις εν τείχος, ομαλότητί τε και ομοιότησιν εις τας οδούς πασών των οικήσεων εχουσών ενέρκειαν, ιδείν τε ουκ αηδές μιας οικίας σχήμα εχούσης αυτής, εις τε την της φυλακής ραστώνην όλω και παντί προς σωτηρίαν γίγνοιτ’ αν διάφορος».

[«Αλλ’ αν εν πάση περιπτώσει είναι ανάγκη να υπάρξουν τείχη για τους ανθρώπους, πρέπει το χτίσιμο των ιδιωτικών κατοικιών να είναι καμωμένο από την αρχή έτσι, ώστε ολόκληρη η πόλη ν’ αποτελεί ένα συμπαγές τείχος, όλες δε οι οικίες να έχουν ασφά­λεια, κτισμένες κατά τρόπο ομαλό και ομοιόμορφο, με όψη στους δρόμους, δεδομένου ότι δεν είναι άσχημο το θέαμα πόλης η οποία να έχει σχήμα μιας οικίας, και ότι όταν διευκολύνεται η φρούρησή της, θα παρέχει ξεχωριστή ασφάλεια, εξ ολοκλήρου σε όλους».]

Επειδή η ιστορία απεικονίζεται κραυγαλέα στην αρχιτεκτονική, οι οικισμοί των Μαστιχοχώρων, όπως δημιουργήθηκαν από τους Giustiniani – Ιουστινιάνι  παραμένουν αδιαφιλονίκητοι ζωντανοί μάρτυρες τούτης της αδυσώπητης κατοχής και της κερδώας φρενίτιδας των εμπόρων-κατακτητών. Στέλνουν, λοιπόν, σχέδια, πολεοδόμους, μηχανικούς κι αρχιτέκτονες, τεχνικούς, ίσως ακόμη κι εργάτες και δημιουργούν τούτα τα μεσαιωνικά χωριά, τα Καστροχώρια, στην υπηρεσία του ιδιότυπου φεουδαλισμού τους.  Η αρχιτεκτονική, η δομική φυσιογνωμία και η ομοιότητα των παραπάνω χωριών (μοιάζουν σαν μια σταγόνα νερού), προδίδουν – πέραν των άλλων – τους   «πρωτομάστορές» τους…
Νόμισμα του 14ου αιώνα. Στο μπροστινό μέρος διακρίνεται ο Δόγης. Στο πίσω, ο σταυρός της Δημοκρατίας της Γένουας.
(https://www.vcoins.com/en/stores/pavlos_s_pavlou_numismatist/131/product/crusader_statesgreeceisland_of_chios_under_genoathe_mahona_1347_and_laterargigliato/521635/Default.aspx).
Ο Χρίστος Στεργ. Μπελλές είναι Δρ Ιστορίας και
 Πρόεδρος Δ.Ε. Ελεύθερου Πανεπιστημίου «Ιωνία»

 

YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε στις 3 Φεβρουάριου 1347.
  2. Ν. Γρηγορός, «Ρωμαϊκή Ιστορία», σελ. 765.
  3. Α. Δαμαλάς, «Ο Οικονομικός Βίος της Νήσου Χίου», σελ. 749.
  4. Γ. I. Ζολώτας, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Β’, σελ. 385.
  5. Α. Δαμαλάς, «Ο Οικονομικός Βίος της Νήσου Χίου», σελ. 753.
  6. Αυτόθι, σελ. 756.
  7. Αυτόθι, σελ. 764.
  8. Ο Βενέδικτος, μετά το θάνατο του αδερφού του Εμμανουήλ το 1288, για να ενισχύσει την Παλαιά Φώκαια (Focea Vecchia) από την τουρκική απειλή, έχτισε βορειοδυτικά της και σε απόσταση 12 χιλιομέτρων άλλο φρούριο, το οποίο κατοικήθηκε από 300 Έλληνες της Ιωνίας που εργάζονταν στα ορυχεία της στυπτηρίας. Τούτο απετέλεσε τη Νέα Φώκαια (Focea Nuova).
  9. 9. Hopf, «Les Guistiniani», σελ. 37. – Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι – Χίος», σελ. 2.
  10. Αυτόθι, σελ. 3. – Κ. Α. Σγουρός, «Ιστορία της Νήσου Χίου», σελ. 190.
  11. Γ. I. Ζολώτας, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Β’, σελ. 396-398.
  12. Podestà και ελληνικά ποδεστάτος ή ποτεστάτος ή ποδεστάς ή εξουσιαστής ή αρμοστής ή προεστός.
  13. Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι – Χίος», σελ. 3, 15. – C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 39.
  14. Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι – Χίος», σελ. 8 – Κ. Α. Σγουρός, «Ιστορία της Νήσου Χίου», σελ. 190 – C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 98.
  15. Λ. Θ. Χουμανίδης, «Οικονομία και Εμπόριον εις το Βυζάντιον», σελ. 304-305 – L. Cioli, «Histoire économique», σελ. 110.
  16. Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 60.
  17. Αυτόθι, σελ. 61.
  18. Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 62.
  19. Albergo = σύνολο πολιτών αριστοκρατών (nobili) και λαϊκών (popolari), που στο βωμό ενός σκοπού ή στόχου άλλαζαν τα επώνυμά τους κι ελάμβαναν ένα άλλο άσχετο των μελών ή το επώνυμο ενός κορυφαίου από τα μέλη. Ας πούμε πως γινόταν αδερφοποιτοί στα καθ’ ημάς. Τα alberghi πέτυχαν να αμ­βλύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ nobili και popolari. Το 14ο αιώνα υπήρξαν στη Γένουα 70 alberghi.
  20. Π. Λάμπρου, «Μεσαιωνικά Νομίσματα των Δυναστών της Χίου», σελ. 17.
  21. «Χίος-Γένοβα», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Χίου για την Ιστορία και τον Πολιτισμό του Νησιού, Β. Φίλιας, σελ. 95-98.
  22. Γ. I. Ζολώτας, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Γ1, σελ. 58.
  23. Δ. Ροδοκανάκης, «Ιουστινιάναι — Χίος», σελ. 65, 66.
  24. Αυτόθι, σελ. 75, 76.
  25. Κ. Σγουρός, «Ιστορία της Χίου», τόμ. Γ’, σελ. 221, 228.
  26. Ένας στατήρας (cantarium) = 150 λίβρες = 37,5 οκάδες

       1 λίβρα =100 δράμια

       1 οκά = 400 δράμια

       1 οκά = 1280 γραμμάρια

  1. C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 129 – Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 150.
  2. Αυτόθι.
  3. C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 129 – Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 150.
  4. Ph. Argenti, τόμ. 1, σελ. 485.
  5. Κ. Α. Σγουρός, «Ιστορία της νήσου Χίου», σελ. 221, υποσ. 2.
  6. C. Hopf, «Les Giustiniani», σελ. 130 – Ph. Argenti, τόμ. 1, σελ. 487.
  7. Α. Σ. Δαμαλάς, «Οικονομικός Βίος της νήσου Χίου», σελ. 1052 – Κ. Μ. Κατλάς, «Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους», σελ. 150-151.
  8. Ιερώνυμος Ιουστινιάνι: υπήρξε γιος του Βικέντιου Ιουστινιάνι και γεννήθηκε στη Χίο το 1544. Έγραψε την ιστορία της Χίου «πρώτον γραικιστί, έπει­τα δε ιταλιστί, λατινιστί και γαλλιστί». Το ιστορικό του έργο διακρίνει η υπερ­βολή. Δεν παύει όμως να αποτελεί μια ιστορική είδηση, που μπορεί ο καθένας να τη σταθμίσει ανάλογα.
  9. Κεφαλητιών ή χαράτσι ή κεφαλικός φόρος.
  10. Α. Μ. Βλαστός, «Χιακά», σελ. 169-170.
  11. «Χίος-Γένοβα», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Χίου για την Ιστορία και τον Πολιτισμό του Νησιού, Μ. Ξύδα, σελ. 93-94.
  12. Κ. Σγουρός, «Ιστορία της νήσου Χίου», σελ. 221.
  13. Αυτόθι, σελ. 220.
  14. Φ. Π. Αργέντη – Σ. Π. Κυριακίδη, «Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και Περιηγηταίς», σελ. 1135.
  15. Σύλλογος Πυργούσων Αττικής, «Ένα κειμήλιο. Το Πυργί της Χίου», σ. 48.