Skip to main content

Γεώργιος Π. Νάκος: To Δικαιικό Έργο «του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού Κωνσταντίνου Δ. Ρακτιβάν, ως [πρώτου] Αντιπροσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως στην προσωρινή διοίκηση των καταληφθεισών [Νέων] Χωρών»

Γεώργιος Π. Νάκος

 

To Δικαιικό Έργο «του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού Κωνσταντίνου Δ. Ρακτιβάν, ως [πρώτου] Αντιπροσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως στην προσωρινή διοίκηση των καταληφθεισών [Νέων] Χωρών»

 

 H ταχύτατη εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου οδήγησε στην άμεση υλοποίηση της «πολιτικής» (αυτής) μορφής διακυβερνήσεως της Μακεδονίας, έναντι της προταθείσης με ειδική αναφορά του αντιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου της 28ης [ορθότερα 26ης ) Οκτωβρίου 1912 προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως [Ελευθέριο Βενιζέλο] και Υπουργό των Στρατιωτικών, με το ανάλογο «ανακτορικό» ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση, την ειδική αντίληψή του ότι επιβαλλόταν η διοργάνωση «Πολιτικού Γραφείου» αποτελούμενο από ανώτερους υπαλλήλους στο Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλίας, το οποίο «θα ασκή και υπό τας αμέσους διαταγάς Μου [του Κωνσταντίνου] των εξουσιών αίτινες κατά νόμον είναι ανατεθειμέναι εις τα οικεία πολιτικά υπουργεία και θα διαβιβάζη προς τας πολιτικάς αρχάς τας διαταγάς Μου [του Κωνσταντίνου]»[1]. Η ενλόγω αναφορά του διαδόχου Κωνσταντίνου δεν έγινε αποδεκτή από την Κυβέρνηση, γιατί δεν εντἀσσονταν στις προθέσεις της ο «τρόπος» αυτός διακυβερνήσεως της Μακεδονίας, ο οποίος έκλινε ειδικότερα προς τη μορφή «πολιτικής» διοικήσεως, με ευθύνη της επίσημης εκλεγμένης Κυβερνήσεως. Η σχετική αυτή απόφαση της Κυβερνήσεως Βενιζέλου άμεσα υλοποιήθηκε. Με πρωϊνή τηλεγραφική αναφορά του Βενιζέλου της 27ης Οκτωβρίου 1912 ζητήθηκε η έγκριση του Βασιλέα, «για την ανάθεση της [σχετικής] εντολής να κανονίση τα της προσωρινής διοικἠσεως των καταληφθεισών χωρών», στον υπουργό επί της Δικαιοσύνης Kωνσταντίνο Δ. Ρακτιβάν, την οποία αιτιολογούσε με την κεντρική σκέψη ότι «αναγκαίον αποβαίνει όπως η διοικητική οργάνωσις της καταλαμβανομένης χώρας λάβη κανονικωτέραν τινά μορφήν, ήδη μάλιστα ότε επίκειται η κατάληψις της Θεσσαλονίκης»[2]. Μετά την έγκριση από τον Βασιλέα «της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών», ενεργοποιήθηκε αυθημερόν [27η Οκτωβρίου 1912] η αναχώρηση του Ρακτιβάν, και στις 6 το απόγευμα επιβιβάστηκε στο εξοπλισμένο ατμόπλοιο «Αρκαδία», που απέπλευσε από τον Πειραιά για τη Θεσσαλονίκη, στο λιμένα της οποίας, υπό συνθήκες ιδιαίτερα επικίνδυνες, λόγω του αποκλεισμού του λιμένα από τοποθετημένες τορπίλες, εισέπλευσε την 30ή Οκτωβρίου 1912.

Κωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν (1865 – 1935).
Μήνυμα του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ.Δ. Ρακτιβάν προς
τους πληθυσμούς των καταληφθεισών υπό του ελληνικού
στρατού επαρχιών» (Οκτώβριος 1912). Πηγή: ΓΑΚ – Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας –κωδικός αρχείου GRGSA IAM_ADM001.01.F000118

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παράλληλα, με ταυτόχρονο ημερολογιακά σήμα της Κυβερνήσεως, υπογραφόμενο από τον ίδιο το Βενιζέλο, προς τον Κωνσταντίνο ως «Αρχηγό Στρατού», τον ενημέρωνε ότι «η Κυβέρνησις κρίνει ότι πολιτικαί ανάγκαι επιβάλλουσιν όπως η διοικητική οργάνωσις της καταληφθείσης χώρας λάβη κανονικωτέραν τινά μορφήν», γιαυτό απεφάσισε, την ανάθεση στον εκ Βεροίας καταγόμενο υπουργό της Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Δ. Ρακτιβάν, της «εντολής να κανονίση τα της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών», έτσι ώστε «και η Υμετέρα Βασ[ιλική] Υψηλότης θ’ απαλλαχθή περισπασμών, μη συνδεομένων αναγκαίως προς το στρατιωτικόν αυτής έργον»[3].

Η «πολιτική» βούληση της Κυβερνήσεως υλοποιήθηκε με την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος της 31ης Οκτωβρίου 1912, που υπεγράφη στη Θεσσαλονίκη από το Βασιλέα Γεώργιο Α΄, με το οποίο ανατέθηκαν «εις τον Ημέτερον επί της Δικαιοσύνης Υπουργόν Κύριον Κ. Ρακτιβάν, όπως, ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, κανονίση τα της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών». Με γνώμονα έτσι, την απόλυτη ανάγκη διοικητικής ευδοκιμήσεως, διακήρυσσε ο Ρακτιβάν, «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄», την επομένη της αποβιβάσεώς του στη Θεσσαλονίκη της 31ης Οκτωβρίου 1912, στη συνταγμένη ήδη από την Αθήνα «Προκήρυξίν» του «προς τους Πληθυσμούς των υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθεισών Επαρχιών», αιτιολογούσε ότι «ελάβομεν πάντες από κοινού τα όπλα κατά του Τουρκικού Κράτους, διά να καταλύσωμεν την τυραννίαν και κακοδιοίκησιν, αίτινες ήσαν απ’ αιώνων συμφυείς προς αυτό, και να φέρωμεν τ’ αγαθά της ελευθερίας εις πάντας αδιακρίτως τους κατοίκους της χώρας, διότι αληθής ελευθερία δεν δύναται να νοηθή άνευ τελείας ισότητος των υπό την σκέπην της αυτής πολιτείας διαβιούντων λαών». Έτσι «το έργον, ούτινος τόσον ευκλεώς κατήρξατο ο στρατός , πρόκειται να επιστεγασθή διά παγιώσεως διοικήσεως αξίας πεπολιτισμένου κράτους, ισχυράς άμα και ισονόμου»[4]. Η όλη αναφορά πάντως του Ρακτιβάν ενείχε τόσες, και όχι μόνο, εγγενείς δυσχέρειες, που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της μακρόχρονης οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και άλλες, πολλές και ποικίλης «μορφής» «αρνήσεις», προερχόμενες από έλλειψη «δυνατότητας», ίσως και «βουλήσεως», άμεσης προσαρμογής από τα στοιχεία που συνέθεταν την τότε «εσωτερική» κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να μπορεί να παροραθεί ο «εξωτερικός» παράγοντας, τον οποίο συνέθεταν οι Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα οι Πρόξενοί τους στη Θεσσαλονίκη.

Παρόλα αυτά η όλη εργώδης προσπάθεια του Ρακτιβάν πέτυχε το ακατόρθωτο, να επιτευχθεί δηλαδή μία, κατά το δυνατό ανεκτή, έστω και στα βασικά της στοιχεία, ουσιαστική οργάνωση των καταληφθέντων νέων εδαφών μέχρι την οριστική ένταξή τους στη Μητέρα Πατρίδα. Στην προσπάθειά του υλοποιήσεως ενός πλαισίου κοινωνικού προσώπου, ως πρώτη πτυχή αποτέλεσε η ουσιαστική μέριμνά του, την οποία επέδειξε με την αρωγή του για τις τοπικές αρχές τόσο των μουσουλμανικών, κυρίως, όσο και των εβραϊκών κοινοτήτων[5].

Ελαυνόμενος, ωσαύτως, ο Ρακτιβάν από τη βασική του νομική θέση της «από πραγματικής βάσεως περιφρουρήσεως των [ιδιοκτησιακών] δικαιωμάτων αυτών [«των διαφερομένων»]», τη διατύπωνε περαιτέρω ως μια μορφή δικαιικής αρχής που αναφερόταν στο «πρώτιστον καθήκον της ημετέρας νυν πολιτείας είναι να σεβαστώμεν τα υφιστάμενα [ιδιοκτησιακά] δικαιώματα και [να] διατηρήσωμεν κατ’ αρχήν την υπάρχουσαν πραγματικήν κατάστασιν, επιφυλαττόμενοι να ρυθμίσωμεν τας σχέσεις ταύτας επί τα βελτίω διά της νομοθετικής οδού, ήτις μόνη είναι υποχρεωτική δι’ αμφότερα τα μέρη και ουχί η αυθαίρετος βούλησις του ενός ή του ετέρου εξ αυτών»[6].

Ομοίως ο ειδικότερος διοικητικός προσδιορισμός της κατακτηθείσας Μακεδονικής χώρας βασίστηκε στην απλή αλλά βασική σκέψη του Ρακτιβάν να μη διαταράξει την υφιστάμενη από Τουρκοκρατίας χωρική κατανομή της, την οποία αιτιολόγησε στην υπ’ αριθ. 587 της 26ης Νοεμβρίου 1912 Oργανική Εγκύκλιο Διαταγή του, με την απαράμιλλη πυκνότητα του ύφους του, αναφέροντας ότι: «Διατηρήσαντες κατά το εφικτόν την προϋπάρχουσαν διοικητικήν διαίρεσιν των καταληφθεισών χωρών, αλλά και λαβόντες υπ’ όψιν τας λοιπάς συνθήκας υφ’ άς διατελεί η καταληφθείσα έκτασις, ωρίσαμεν τας διοικητικάς περιφερείας Μακεδονίας»[7].

Χάρτης των Νέων Χωρών.

Στο πνεύμα πάντοτε του προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων των διοικητικών υπηρεσιών, κυρίως, συντελεί η βασική ρυθμιστική εντολή του Ρακτιβάν για την υλοποίηση της προσπάθειάς του εμπεδώσεως μιας ουσιαστικής αποκεντρωτικής πολιτικής στη Διοίκηση[8] την οποία διεύρυνε ο επόμενος Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Στέφανος Νικ. Δραγούμης, δεν τηρήθηκε, όμως, με την ίδια ακρίβεια από τους διαδόχους τους, Εμμανουήλ Ρέπουλη και Θεμιστοκλή Σοφούλη, για να καταργηθεί από το Δημήτριο Γούναρη[9]. Mε τον τρόπο αυτό σηματοδοτήθηκε η αρξάμενη πολιτική με τη σταδιακή δημιουργία των απαραίτητων εκείνων στοιχείων, που υφίστανται και στόχευαν στην οργανική διοικητική ενοποίηση των Νέων Χωρών και της Παλαιάς Ελλάδος, με βάση την καταλληλότερη μορφή για την οργάνωση της διοικήσεως της «ανακτηθείσης χώρας της Μακεδονίας», που δεν καθυστέρησε πολύ η σταδιακή υλοποίησή της[10].

Χαρακτηριστική είναι η τονιζόμενη εμφαντικά ειδική δικαιοδοσία της στρατιωτικής αρχής στην κατεχόμενη από τα ελληνικά στρατεύματα χώρα σε σχέση με την εθνική κυριαρχία, σύμφωνα με την οποία: «ο στρατός, ο δικαιώματι πολέμου εισελθών και κατακτήσας την χώραν ταύτην και κατέχων νυν αυτήν στρατιωτικώς, εκπροσωπεί αναντιρρήτως την κυριαρχίαν του κράτους, εις ό ανήκει, και μόνον ταύτην και τούτου τα δίκαια αποκλειστικώς ασκεί», με βάση τις θεμελιώδεις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου. Στη συνέχεια, οι τελευταίες αυτές διατάξεις ερμηνευτικά διαστέλλονταν με απόλυτα ακριβείς διατυπώσεις που θεωρούσαν ότι: «η πολιτική διοίκησις κατά το προσωρινόν στάδιον της στρατιωτικής κατοχής και καθ΄ ό μέρος ανάγεται εις την ενέργειαν αυτής θέλει σεβασθή, αυτή η πολιτική διοίκησις και ουχί ο στρατός, τα εκ των διεθνών συμβάσεων προκύπτοντα δικαιώματα των αλλοδαπών. Τον σεβασμόν [όμως] τούτον περιώρισε ρητώς και αποκλειστικώς εις τον κύκλον της δράσεως των πολιτικών αρχών, εν αίς και των κοινών δικαστηρίων, εφ΄ όσον ταύτα παρίστανται συνεχίζοντα την δικαιοδοσίαν των προϋφισταμένων οθωμανικών τοιούτων (ουχί ποτε δε των στρατιωτικών ημών δικαστηρίων)»[11].

Η Δικαιοσύνη και η ειδικότερη μορφή του τρόπου απονομής της, κατά το μεταβατικό αυτό στάδιο λειτουργίας των κατακτηθέντων εδαφών, στα πλαίσια της ελληνικής πλέον κυρίαρχης εξουσίας, αποτέλεσε τη βασικότερη μέριμνα του Ρακτιβάν, όχι με βάση τις καταβολές του από την ενγένει νομική του ιδιότητα, όσο του θεωρητικού του «πιστεύω» αναφορικά με την άσκηση της Δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι αποτελούσε τόσο λόγω την κύρια κρατική λειτουργία, άκρως απαραίτητη για την εμπέδωση μιας κατά το δυνατό, με τις υφιστάμενες τότε συνθήκες, μορφής κράτους δικαίου.

Ήδη σε λιγότερο από δέκα πέντε ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του (της 31ης Οκτωβρίου 1912), που αφορούσαν ειδικότερα την οργάνωση από τον ίδιο της προσωρινής Διοικήσεως των υπό του ελληνικού στρατού καταληφθεισών χωρών, ως Αντιπρόσωπος της [ελληνικής] Κυβερνήσεως, εξέδωσε τη βασική Oργανική του Εγκύκλιο Διαταγή υπ’ αριθ. 300/14ης Νοεμβρίου 1912 «περί δικαστικής οργανώσεως» των πιο πάνω χωρών, η οποία αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα εγγράφου, όπως περαιτέρω αξιολογείται, που περιείχε δικαιικούς κανόνες, με βασικές αναφορές στις αιτιολογίες των περιεχόμενων ρυθμιστικών επιταγών, έτσι ώστε να πείθει απόλυτα για την ανάγκη θεσπίσεώς τους[12].

Έτσι αρχικά αιτιολογείται ότι αναφέρεται στην επιταγή του «δόγματος του διεθνούς δικαίου ως διατυπούται εν άρθρω 43 των Κανονισμών της Χάγης, καθ’ ό επί χώρας στρατιωτικώς κατεχομένης διατηρούνται οι υφιστάμενοι νόμοι» πλήν εφ’ όσον ήθελεν υπάρχει επί τούτω αναπόφευκτον κώλυμα», που σηματοδοτεί την ουσιαστική «αδυναμία» εφαρμογής των οθωμανικών νόμων. Για την τεκμηρίωση της «αδυναμίας» αυτής υφίσταται αντίστοιχη αναφορά αναφερόμενη στις από 7 και 12 Νοεμβρίου 1912 Εκθέσεις των δικαστικών λειτουργών Γ. Βάου και Α. Λάμπρου που ορίστηκαν, προφανώς για την εκτίμηση της όλης καταστάσεως, σύμφωνα με τις οποίες, τελικά, «ανεπίτευκτος όλως παρίσταται [με την έννοια του «ανέφικτου», «αδύνατου», «ακατόρθωτου», κ.ά.] η υπό το νέον Ελληνικόν καθεστώς συγκρότησις και λειτουργία δικαστηρίων κατά τον οθωμανικόν οργανισμόν και [τας οθωμανικάς] δικονομίας»[13]. Κατά συνέπεια το «ανέφικτον» της εμφανίσεως «της συγκροτήσεως Πρωτοδικείων ισαρίθμων προς τα επί «Τουρκικής» [ορθότερα: οθωμανικής] διοικήσεως λειτουργούντα, αλλ’ εν τώ παρόντι [η σύσταση] δύο μόνον [Πρωτοδικείων] κατά την περιφέρειαν Θεσσαλονίκης, και επί πλέον ενδείκνυται η σύστασις εν εκάστη υποδιοικήσει ή επαρχία ανά ενός ειρηνοδικείου συμφώνως τή υφιστάμενη διοικητική διαιρέσει», τα οποία στη συνέχεια της Εγκυκλίου διατάχθηκε η σχετική τους σύσταση και εγκαθίδρυση. Συναφώς ορίζεται ότι «Τα Δικαστήρια ταύτα εκδικάζοντα τας τε πολιτικάς και ποινικάς υποθέσεις (ως Πλημμελειοδικεία και Πταισματοδικεία), θέλουσι λειτουργεί κατά τας διατάξεις του Ελληνικού Δικαστικού Οργανισμού και της Ελληνικής Πολ[ιτικής] και Ποιν[ικής] Δικονομίας , καθ’ άς θέλει κριθή η τε καθ’ ύλην και η προσωπική αρμοδιότης, η όλη διαδικασία και τα ένδικα μέσα. Αλλ’ επί των υποθέσεων καθ΄ άς οι διάδικοι είνε ξένοι υπήκοοι των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων θα τηρώνται εν τώ παρόντι οι σχετικοί όροι των διεθνών συμβάσεων (capitulations)». Παράλληλα, τεκμηριώνεται ρητώς η ισχύς «των γενικών του δικαίου αρχών, καθ’ άς το μεν αι ποινικαί διατάξεις τυγχάνουσιν εν γένει δημοσίας τάξεως, εφαρμοζομένου απολύτως εν τή κατεχομένη χώρα του ημετέρου ποινικού νόμου υπό των στρατιωτικών δικαστηρίων, το δε και επί προγενεστέρων αδικημάτων εφαρμοστέαι εισίν αι ηπιώτεραι διατάξεις του νεωτέρου νόμου». Επίσης αναφέρεται ότι «Τα ειρημένα δικαστήρια εν μεν ταις πολιτικαίς υποθέσεσι θέλουσιν εφαρμόζει τας διατάξεις των οθωμανικών νόμων, εν δε ταις ποινικαίς επί μεν των από της στρατιωτικής κατοχής διαπραχθέντων αδικημάτων τον Ελληνικόν Ποινικόν Νόμον, επί δε των προγενεστέρων πράξεων τον οθωμανικόν Ποινικόν νόμον και αντ’ αυτού τας τυχόν επιεικεστέρας διατάξεις του του Ελληνικού [Ποινικού] νόμου»[14].

Βαθύς γνώστης ο Ρακτιβάν των διατάξεων του διαχρονικού δικαίου, ιδιαίτερα για τις μεταβατικές δικαιικές σχέσεις μεταξύ κρατών, αναφορικά με τη μορφοποίηση των ιδιωτικού δικαίου σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί υπό το προηγούμενο δικαιικό καθεστώς του προκάτοχου στην κυριαρχία κράτους, είχε ενστερνισθεί τις ουσιαστικές ρυθμίσεις της Συμβάσεως IV της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου του 1907 «για την τήρηση των νόμων και των εθίμων του πολέμου», σύμφωνα με τις οποίες στο σχετικό Παράρτημα της οποίας παρατίθεται ο «Κανονισμός για το σεβασμό των νόμων και των εθίμων του πολέμου». Ειδικότερα στο άρθρ. 43 του ενλόγω Κανονισμού αναφερόταν ότι: «Αφ’ ής η άσκησις της νομίμου εξουσίας περιέλθη «πράγματι» (de facto) εις χείρας του κατέχοντος, ούτος θα λάβη πάντα τα εξ αυτού εξαρτώμενα μέτρα επί τώ σκοπώ όπως αποκαταστήση και διασφαλίση, κατά το δυνατόν, την τάξιν και τον δημόσιον βίον, σεβόμενος, εκτός αδηρίτου διαφόρου συμπεριφοράς, τους εν ισχύι νόμους εις το κατεχόμενον έδαφος»[15]. Κατά συνέπεια διαπιστώνεται μια ουσιαστική αρνητική διαφοροποίηση στην απόλυτη εφαρμογή των οθωμανικών νόμων, που συνάγεται με απόλυτη σαφήνεια ύστερα από τη ρητή ένδειξη της διατυπώσεως του ενλόγω Κανονισμού, άρθρ. 43: «σεβόμενος, εκτός αδηρίτου διαφόρου συμπεριφοράς, τους εν ισχύι νόμους εις το κατεχόμενον έδαφος», με διαφορετική ερμηνευτική απόδοση, χωρίς αλλοίωση όμως της ουσίας της ρυθμίσεως: «εκτός αδηρίτου διαφόρου συμπεριφοράς» = «εκτός απολύτου κωλύματος», με γραφίδα Πολυχρονιάδου, σε άμεση συσχέτιση με την περαιτέρω γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρ. 7.1 Νόμου ,ΔΡΛΔ’ / 28ης.2.1913. H ρητή αναφορά στις διατάξεις του ελληνικού δικαστικού οργανισμού και του δικονομικού μας γενικά δικαίου αποτελούσε ουσιαστική συνάρτηση με τη βασική έκφραση της ελληνικής κυριαρχίας, την υλοποίηση της οποίας πραγματοποίησε με την εισαγωγή των πιο πάνω ελληνικών ρυθμιστικών κανόνων, άμεση η οποία, ως ουσιαστική μεταβολή του δικονομικού δικαίου, υπαγορεύει ταυτόχρονα την αλλαγή στον φορέα της κρατικής επιβολής, που εκδηλώνεται και με τη δικαστική λειτουργία[16].

Η είσοδος του ελληνικού στρατού στην απελευθερωθείσα Θεσσαλονίκη. Προηγούνται ο βασιλέας Γεώργιος Α΄
και ο διάδοχος και αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού Κωνσταντίνος.

Εξειδικεύοντας αξιολογικά την έννοια των αναφερόμενων «πιο πάνω ελληνικών ερμηνευτικών κανόνων», θετική θα μπορούσε να θεωρηθεί η υποστηριζόμενη θέση του Κωνσταντίνου Κεραμέα ότι πρόκειται «μάλλον για διπλωματική συγκάλυψη της μερικής εισαγωγής του ελληνικού δικαίου», η οποία με την ουσιαστική λειτουργία των πιο πάνω ήδη αναφερθέντων όρων: «αναπόφευκτον κώλυμα», «ανεπίτευκτος όλως παρίσταται», «κώλυμα ανυπέρβλητον», ελάχιστο περιθώριο ουσιαστικής εφαρμογής του οθωμανικού δικαίου υφίστατο, καθότι oι πιο πάνω «όροι» λειτουργούσαν παρακωλυτικά της εν λόγω εφαρμογής του προηγουμένως υφιστάμενου [οθωμανικού] δικαίου.

Η διαφοροποίηση που προαναφέρθηκε κατά την εφαρμογή των οθωμανικών νόμων, με σταδιακή την αδυναμία της γενικής διατηρήσεως των οθωμανικών νόμων, η οποία χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στο Νόμο ,ΔΡΛΔ’ (υπ΄ αριθ. 4134) /28ης Φεβρουαρίου 1913, «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών», θεσπίζοντας ότι η εφαρμογή της υφιστάμενης [οθωμανικής] νομοθεσίας εξαιρείται από τη γενική διατήρησή της, όπου στο άρθρ. 7.1 προσδιορίζεται με ιδιαίτερη σαφήνεια το νομικό πλαίσιο της αναγνωρίσεως της προηγουμένης εφαρμοζόμενης νομοθεσίας.

Το νομοθετημένο γραμματικό της περιεχόμενο της διατάξεως αυτής του άρθρ. 7.1 αναφέρει ότι: « Άπασα η εν τή καταληφθείση χώρα υφισταμένη [οθωμανική] νομοθεσία, αστική (συν τη εμπορική) διοικητική εν γένει και οικονομική περιλαμβανομένων και των φορολογικών νόμων, διατηρείται κατά κανόνα εν ισχύι, εξαιρέσει των διατάξεων των αντιτιθεμένων προς [τους] Ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως, ως και οσάκις υπάρχει κώλυμα ανυπέρβλητον προς εφαρμογήν εγχωρίου τινος [οθωμανικού] νόμου. Κατά τας περιπτώσεις ταύτας τίθενται αυτοδικαίως εν ισχύι οι Ελληνικοί νόμοι»[17].

Για την ενότητα της αξιολογήσεως, αναφέρεται μία συμπληρωματική προσθήκη στο περιεχόμενο του πιο πάνω άρθρ. 7.1, που αναπτύσσεται πληρέστερα στη συνέχεια της αναπτύξεως, αναφορικά με τη γενική διατήρηση των προϋφιστάμενων «φορολογικών νόμων» , οι οποίοι πλέον, σύμφωνα με το άρθρ. 1 του τροποποιητικού Νόμου 80/ 16ης Νοεμβρίου 1913 «περί τροποποιήσεως του ,ΔΡΛΔ΄ νόμου», υπάγονται στις γενικότερες ρυθμίσεις του άρθρ. 7.1[18]. Έτσι, για τις δυνατότητες εφαρμογής των ελληνικών νόμων στις περιπτώσεις υπάρξεως «ανυπερβλήτου κωλύματος» κατά την εφαρμογή οθωμανικών νόμων, πλέον, εφαρμόζεται και για τους φορολογικούς νόμους, για τους οποίους συνάγεται ότι το «ανυπέρβλητο κώλυμα» τεκμαίρεται (σχηματικά) ως υφιστάμενο, σύμφωνα, όμως, με ειδική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου. Η όλη αυτή διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρ. 7.1 θεωρείται μακροσκοπικά ότι εισήγαγε «άπασα» την «υφισταμένη» οθωμανική νομοθεσία, σε ολόκληρο το πλαίσιο του Δικαίου, που σύμφωνα με το γραμματικό περιεχόμενο της διατάξεως «διατηρείται κατά κανόνα εν ισχύι».

Υφίσταται, όμως, ρητή εξαίρεση με τις οθωμανικές διατάξεις τις «αντιτιθέμενες» στους ελληνικούς νόμους δημόσιας τάξεως ή όταν υπάρχει «κώλυμα ανυπέρβλητον» για την εφαρμογή κάποιου εγχώριου οθωμανικού νόμου, ή «ανεπίτευκτος παρίσταται» η συγκρότηση δικαστηρίων σύμφωνα με τον οθωμανικό δικαστικό οργανισμό.

Παρόλα αυτά, όμως, η ουσιαστική σε βάθος αξιολόγηση αποδίδει αντίθετες ερμηνείες, βασιζόμενες, κυρίως, σε τρεις χαρακτηριστικούς νομικούς όρους, αναφερόμενων στο ίδιο άρθρ. 7.1, που ήταν: οι «κατά κανόνα», οι «αντιτιθέμενες» και το «ανυπέρβλητον», που δημιουργούν μια βασική ανάσχεση στην ακώλυτη ισχύ του οθωμανικού δικαίου, μολονότι αποτελούσε ουσιαστική κοσμοθεωρία του Ρακτιβάν για τη διατήρηση της πραγματικής δικαιικής καταστάσεως (τότε) στη Μακεδονία και της (τότε) εγχώριας κοινωνικής ζωής.

Επιπρόσθετη αξιολόγηση υποστηρίζει τη συναγόμενη έννοια : «της διατηρήσεως δήλα δη κατά το εφικτόν και εφόσον δεν αντίκειται προς [τους] ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως, εν τἠ καταληφθείση χώρα, της υφισταμένης νομοθεσίας αυτής»[19].

Επίσης, η πιο πάνω ρυθμιστική διάταξη του άρθρ. 7.1 του Νόμου ,ΔΡΛΔ΄/1913 δε θα αποτελούσε έωλη ερμηνεία, αν την αξιολογήσουμε, μάλλον, ως μια ουσιαστική πρόδρομη διάταξη, ενταγμένης, μετέπειτα, μετά ένα περίπου έτος, στο θεσπισμένο από τον ίδιο το Ρακτιβάν , ως υπουργό επί της Δικαιοσύνης, νομοθέτημα υπ’ αριθ. 147/5ης Ιανουαρίου 1914, ως διάταξη του άρθρ. 2 εδ. 4, η οποία περιλαμβανόταν με χαρακτηριστική γενική ομοιότητα, λεκτική και εννοιολογική.

Θεσπίζεται με το άρθρ. 2.4, Νόμου 147 ότι: «εν ταις χώραις ταις διατελούσαις τέως υπό την άμεσον κυριαρχίαν του Οθωμανικού Κράτους εισάγεται εν γένει η Ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύι αι περί γαιών [οθωμανικές] διατάξεις, αι ρυθμίζουσαι τα επ’ αυτών [των οθωμανικών γαιών] ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους Ελληνικούς νόμους». Στο κείμενο, όμως, της ενλόγω διατάξεως δεν είχαν παρατεθεί [για λόγους που ανάγονται στην απώτερη βούληση του συντάκτη του Νόμου 147] οι εξαιρέσεις του πιο πάνω άρθρ. 7.1 του Νόμου ,ΔΡΛΔ’/ 1913, που ρύθμιζαν τις αναφερόμενες αυτές παρακωλυτικές περιπτώσεις, ειδικότερα «των διατάξεων των αντιτιθέμενων προς τους Ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως», καθώς και της υπάρξεως «ανυπερβλήτου κωλύματος» κατά την εφαρμογή της οποιασδήποτε «εγχωρίου» οθωμανικής διατάξεως[20].

Βέβαια η αρνητική διαφοροποίηση στην απόλυτη εφαρμογή των οθωμανικών νόμων, ταυτιζόμενη «μάλλον ως διπλωματική συγκάλυψη της μερικής εισαγωγής του ελληνικού δικαίου» που προαναφέρθηκε, έτσι ώστε θεμιτά να καταλήγει ότι ελάχιστο περιθώριο ουσιαστικής εφαρμογής του οθωμανικού δικαίου υφίστατο. Κι αυτό γιατί βασίστηκε στο επιχείρημα του «ανεπίτευκτου όλως παρίσταται» της υπό το νέο ελληνικό καθεστώς συγκροτήσεως και λειτουργίας δικαστηρίων με βάση τον οθωμανικό [δικαστικό] οργανισμό.

Η λειτουργική πορεία του άρθρ. 7.1 του Νόμου ,ΔΡΛΔ΄/1913, παρόλη την επιτασσόμενη εμφανή και γενικευμένη εφαρμογή του στη διατήρηση της οθωμανικής νομοθεσίας εν ισχύι στην καταληφθείσα υπό του Ελληνικού στρατού Μακεδονία, υπήρχε περίπτωση αναστολής της, στην περίπτωση τυχόν υπάρξεως «ανυπερβλήτου» κωλύματος κατά την εφαρμογή κάποιου εγχώριου οθωμανικού νόμου, με συνέπεια την ενεργοποίηση των υφιστάμενων «εξαιρέσεων», οπότε θα αναβίωναν αυτοδικαίως οι Ελληνικοί νόμοι.

Στέφανος Δραγούμης, Εμμανουήλ Ρέπουλης, Θεμιστοκλής Σοφούλης: οι τρεις διάδοχοι του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας.

Στην περαιτέρω, όμως, εφαρμογή της 7.1 διατάξεως παρουσιάστηκαν σαφείς και ουσιαστικές «αδυναμίες» στην εφαρμογή της, την οποία επικέντρωνε πολύ επιγραμματικά στην «αδυναμία ουσιαστικής εφαρμογής της οθωμανικής νομοθεσίας» με τις «σαφείς δυσχέρειες στην εφαρμογή της», με συνέπεια «η διάταξις αύτη κατ΄ ουσίαν [να θεωρηθεί ότι] παρέμεινεν ανεφάρμοστος»[21].

Ειδικότερο θέμα ανέκυψε κατά τη δικαστηριακή πρακτική αναφορικά με τα ενώπιον των δικαστηρίων απευθυνόμενα δικόγραφα, στα οποία υπόκεινται στα κατά τον οθωμανικό νόμο θεσπισμένα δικαστικά και τέλη χαρτοσήμου, εισπραττόμενα με επίθεση κινητού ενσήμου της ελληνικής Προξενικής υπηρεσίας αντίστοιχης αξίας. Η είσπραξη όμως των δικαστικών τελών και των τελών χαρτοσήμου, ήσσονος σημασίας εξαιτίας του αντικειμένου του, παρόλα αυτά διαφοροποιήθηκε με σχετική ερμηνευτική Εγκύκλιο Διαταγή του Ρακτιβάν, εξαιτίας των ανυπέρβλητων δυσχερειών που αντιμετώπισαν στην πράξη πλείστοι δικαστικοί λειτουργοί κατά την εφαρμογή των περί τελών οθωμανικών διατάξεων στις ποινικές δίκες, καθόσον τα επιβαλλόμενα σ’ αυτές τέλη δεν μπορούσαν να «προσαρμοστούν» εξαιτίας των διαφορετικών διαδικαστικών πράξεων της ελληνικής ποινικής δικονομίας. H λύση που δόθηκε από το Ρακτιβάν, απλή στη βάση της αλλά πλήρως νομικά αιτιολογημένη, βασιζόμενη στα διεθνή νόμιμα και τις ρυθμίσεις του Κανονισμού της Χάγης, που αναγνωρίζουν ως θεμιτή στις περιπτώσεις στρατιωτικής κατοχής τη διαφοροποίηση του συστήματος των υπέρ του δημοσίου προσδιορισμένων φόρων, οδήγησε το Ρακτιβάν στην έγκριση εφαρμογής από τα ελληνικά δικαστήρια της αντικαταστάσεως των επίμαχων διατάξεων της οθωμανικής νομοθεσίας από αντίστοιχα ελληνικά νομοθετήματα[22].

Επίσης, αιτιολογείται, η απόλυτη θεμελίωση της εντάξεως των διατάξεων ποινικού δικαίου στην ελληνική δικαιοταξία, με βάση τις αναφορές στις γενικές δικαιικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες οι ποινικές διατάξεις θεωρούνται εν γένει δημοσίας τάξεως, γιαυτό εφαρμόζεται απολύτως στην κατεχόμενη χώρα ο ελληνικός ποινικός νόμος από τα στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια, για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη χρονική περίοδο «από της στρατιωτικής κατοχής» κατά τη χαρακτηριστική διατύπωσή της[23].

Συναφώς, εξαιτίας του «ανεπίτευκτου» της υπό το ελληνικό καθεστώς λειτουργίας δικαστηρίων σύμφωνα με τον οθωμανικό οργανισμό, ενώ προσδιορίστηκε ότι τα δικαστήρια που συστήθηκαν στις «Μακεδονικές χώρες», σύμφωνα με τη διατύπωση του Κ.Δ.Πολυχρονιάδου, για την εκδίκαση πολιτικών και ποινικών υποθέσεων, βασίζουν τη λειτουργία τους στις διατάξεις του ελληνικού δικαστικού οργανισμού και της ελληνικής πολιτικής και ποινικής δικονομίας, εφαρμόζουν στις πολιτικές υποθέσεις τις διατάξεις των οθωμανικών νόμων (ή κατά άλλη διατύπωση) «κατ’ ουσίαν τους οθωμανικούς νόμους». Η εν λόγω διάταξη αξιολογούμενη ερμηνευτικά συνάγει ότι, όπως προκύπτει εκ της δικαιολογητικής βάσεως και του δεδηλωμένου σκοπού αυτής, αφορά [μόνο] τα τακτικά δικαστήρια τα συσταθέντα καθ’ υποκατάσταση ή διαδοχή των οθωμανικών δικαστηρίων συσταθέντα, [ενώ] δεν περιλαμβάνει τα υφιστάμενα μουσουλμανικά εκκλησιαστικά ή θρησκευτικά δικαστήρια, αναφερόμενων κυριολεκτικά στην προσωρινή ισχύ του ουσιαστικού οθωμανικού δικαίου που προΐσχυε, δηλαδή του οθωμανικού «αστυκού» Δικαίου και του [οθωμανικού] εμπορικού νόμου, η οποία θεωρήθηκε ως ήσσονος σημασίας και εμβέλειας, καθότι απέβλεπε στην ασφάλεια των συναλλαγών και μάλιστα των εμπορικών[24].

Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική για την απόλυτη υπηρεσιακή πρόνοια του Ρακτιβάν αποτελεί η πρώιμη φροντίδα της ελληνικής Πολιτείας να τηρήσει τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του Κανονισμού της Συμβάσεως της Χάγης του 1907, φροντίζοντας «πρωθυστέρως»! κατά την επιτυχή σημειολογική επισήμανση του Γ.Δ. Δημακόπουλου, να εφαρμόσει, παρέχοντας την 29η Οκτωβρίου 1912, ταυτόχρονα με την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, ειδικές «Πρόχειρες Οδηγίες» στους Έλληνες διοικητικούς υπαλλήλους που τοποθετούνταν στις έδρες των υφιστάμενων καζάδων ως Διοικητικοί Επίτροποι, σύμφωνα με τις οποίες: θα εξακολουθήσει η ισχύς στις καταλαμβανόμενες χώρες των «κειμένων άχρι τούδε Τουρκικών νόμων» προσωρινώς και μέχρι νεωτέρας διαταγής. «Επομένως, θα τηρηθώσιν εν ισχύι προσωρινώς αι εξής διατάξεις [ενδεικτικώς αναφερόμεναι]: α΄ Αι διατάξεις της καθ΄ εαυτό διοικήσεως, ως και αι της τοπικής διοικήσεως (διοικητικαί διαιρέσεις κ.λπ., δημοτικά συμβούλια, δημογεροντίαι κ.λπ.). β΄ Αι διατάξεις του Αστικού και του Εμπορικού Δικαίου κ.λπ.», προφανώς του οθωμανικού δικαίου[25].

Παράλληλα με το συμπληρωματικό Νόμο υπ’ αριθ. 80 της 16ης Νοεμβρίου 1913, «περί τροποποιήσεως του ,ΔΡΛΔ΄ νόμου», προστέθηκαν από το Ρακτιβάν, από το κλεινόν άστυ πλέον, όπου είχε επανέλθει ουσιαστικά στις κύριες αρμοδιότητές του ως υπουργός επί της Δικαιοσύνης στην Αθήνα, ορισμένες απαραίτητες προσθήκες στον υφιστάμενο βασικό νόμο, οι οποίες δεν ήταν τόσο απλά διευκρινιστικές, όπως διαγράφονταν ή συνάγονταν από το γραμματικό τους περιεχόμενο, αλλά στόχευαν σε μια βασική διαπίστωση που οδηγούσε, αρχικά, στη διεύρυνση του αρχικού περιεχομένου των επίμαχων διατάξεων του Νόμου ,ΔΡΛΔ’, αλλά και σε άλλους στόχους ουσιαστικά ευρύτερους, όπως περαιτέρω εκτίθεται:

 α) Στο άρθρ. 1 του πιο πάνω Νόμου υπ’ αριθ. 80, αναφέρεται ιδιαίτερα στην ελλειπτικά αναφερόμενη διάταξη του άρθρ. 7.1, που θέσπιζε γενικότερα ότι στην περίπτωση υφιστάμενου ανυπέρβλητου κωλύματος για την εφαρμογή κάποιου «εγχώριου τινος [οθωμανικού] νόμου τίθενται εν ισχύι οι ελληνικοί νόμοι», προστίθεται ειδικότερη ρύθμιση με στενότερο περιεχόμενο, σύμφωνα με την οποία τεκμαίρεται (σχηματικά) ως υφιστάμενο το ανυπέρβλητο κώλυμα και έτσι «εφαρμόζεται και ως προς τους φορολογικούς νόμους κατ΄ ειδικήν [όμως] περί τούτου απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου». Kατά τη γραμματική όμως διατύπωση του ενλόγω άρθρ. 1, επισημαίνεται ότι «απαλείφθηκε» (;) ο όρος «αυτοδικαίως» που υπήρχε στη διατύπωση του άρθρ. 7.1 του Νόμου ,ΔΡΛΔ΄ : «τίθενται αυτοδικαίως εν ισχύι οι Ελληνικοί νόμοι», η οποία όπως παρατέθηκε: «τίθενται εν ισχύι οι ελληνικοί νόμοι», αποδίδει περιεχόμενο μη συνάδον με την ουσιαστική έννοια του άρθρ. 7.1. Κι αυτό γιατί με την παράλειψη του όρου «αυτοδικαίως» (άρθρ. 7.1), θα μπορούσε να προσδοθεί διαφορετικό ερμηνευτικό περιεχόμενο στο άρθρ. 7.1, όχι μόνο με την παράλειψη (!) του όρου «αυτοδικαίως» (άρθρ. 7.1), που σήμαινε δικαιωματική εφαρμογή των ελληνικών νόμων [ipso iure], χωρίς να προϋποτίθεται για την ενεργοποίησή του καμιά άλλη ενέργεια, αλλά με την αντικατάστασή του με την «ειδικήν περί τούτου απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου» (άρθρ. 1 Νόμου 80), η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί: α) ή ότι θα νομιμοποιούσε το «ανυπέρβλητο κώλυμα προς εφαρμογήν εγχωρίου τινος [οθωμανικού] νόμου» και β) ή ότι θα οδηγούσε την εναπόθεση της αρμοδιότητας αυτής όχι στην επιτασσόμενη ρητώς στο νόμο («αυτοδικαίως») αλλά σε ολιγομελές «πολιτικό» όργανο («το Υπουργικό Συμβούλιο»)[26].

 β) Στο άρθρ. 2.1 του ίδιου πιο πάνω Νόμου 80, όπου διευκρινίζεται ότι «ο νόμος ,ΔΡΛΔ’ ….εξακολουθεί παραμένων εν ισχύι μέχρι της οριστικής ρυθμίσεως της διοικήσεως εν γένει των προσαρτωμένων χωρών», προφανώς γιατί δεν είχε περατωθεί η διαδικασία των εκατέρωθεν επικυρώσεων των σχετικών Συνθηκών «περί ειρήνης», μεταξύ των οποίων ήταν και η περί Ειρήνης Συνθήκη (άλλως Συμβάσεως των Αθηνών) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας [οθωμανικής αυτοκρατορίας] της 1ης /14ης Νοεμβρίου 1913, που κυρώθηκε με το Νόμο ,ΔΣΙΓ΄/1913 (υπ’ αριθ. 4213, που έλαβε μεταγενέστερα τον αριθ. 79/14ης Νοεμβρίου 1913).

 γ) Ωσαύτως, ειδικότερα στο ίδιο άρθρ. 2.2 του Νόμου υπ’ αριθ. 80 εμφανίζεται μια άμεση και ουσιαστική έναρξη υλοποιήσεως της ενοποιήσεως της διοικητικής νομοθεσίας, πριν από την τυπική συντέλεση της ενοποιήσεως που ρητά δηλώνεται ότι: «Επιτρέπεται διά Β[ασιλικών] Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, η συγχώνευσις υπηρεσιών των προσαρτωμένων χωρών μετά των εν τἠ Παλαιά Ελλάδι υφισταμένων και η επέκτασις της ισχύος και εις τας προσαρτωμένας ή στρατιωτικώς κατεχομένας χώρας εν όλω ή εν μέρει υφισταμένων εν τή Παλαιά Ελλάδι νόμων και η υπαγωγή Πρωτοδικείων των χωρών τούτων εις Εφετεία του Παλαιού Βασιλείου».

Πιο ενδελεχής μελέτη του πιο πάνω άρθρου θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η ειδικότερη νομοτεχνική διατύπωσή του δημιουργεί ορισμένες αμφιβολίες ή ερωτηματικά σχετικά με τη χρησιμοποίηση ορολογικών διατυπώσεων, όπως: της «συγχωνεύσεως υπηρεσιών των προσαρτωμένων χωρών μετά των εν τή Παλαιά Ελλάδι υφισταμένων», καθώς και «των υφισταμένων εν τή Παλαιά Ελλάδι νόμων», και της «υπαγωγής Πρωτοδικείων των χωρών τούτων [των προσαρτωμένων] εις Εφετεία του Παλαιού Βασιλείου», που τυπικά βέβαια θεωρούνταν ότι αποτελούσαν διευκρινιστικά στοιχεία για την ακριβολογία των σχετικών ρυθμίσεων. Σε πιο ουσιαστική, όμως, αναφορά προσέδιναν το κυρίαρχο μέτρο της προετοιμαζόμενης επιβολής της υφιστάμενης διοικητικής νομοθεσίας της Παλαιάς Ελλάδος, στις ανακτηθείσες περιοχές των Νέων Χωρών, με τον ευρύτερο στόχο της τυπικά διοικητικής αλλά «βίαιης» γραφειοκρατικής ενσωματώσεως των περιοχών αυτών με τη νομοθεσία της λοιπής [«Παλαιάς»] Ελλάδος, άκριτα και χωρίς καμία ευρύτερη σκέψη για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις. Πιο ουσιαστικά, μέχρι τότε (1913) δεν είχαν εμφανισθεί θετικά αλλά πιο εμφανή «πολιτικά» στοιχεία, μάλλον «λανθάνοντα» , ίσως ορθότερα «υποκρυπτόμενα», στην απώτερη βούληση των διοικητικών υπηρεσιών ή της κατεστημένης γενικότερης αρνητικής πολιτικής νοοτροπίας της Παλαιάς Ελλάδος έναντι των προσαρτημένων «νέων» επαρχιών. Η πιο πάνω ανάπτυξη, στηριγμένη στην ειδικότερη αναφορά του ενλόγω άρθρ. 2.2 του υπ’ αριθ. 80/1913 Νόμου, σχετικά με τις πιθανολογούμενες «συγχωνεύσεις» της νομοθεσίας, τελικά δεν οδηγήθηκε από τη νομοθεσία [ούτε] στη βάση της σταδιακής επεκτάσεως της λοιπής Ελλάδος και στις Νέες Χώρες, συλλογιστικής Πολυχρονιάδη, που υποστήριζε μεταξύ άλλων και τη θεωρία της «αφομοιωτικής πολιτικής» της νομοθεσίας της Παλαιάς Ελλάδος στο νομοθετικό περιβάλλον των Νέων Χωρών. Σχετικά, εφαρμόστηκε, μάλλον, μια πολιτική ουσιαστικού «εξαναγκασμού», «εν τοις πράγμασι», της Παλαιάς Ελλάδος για την επίτευξη της αποδοχής από τις Νέες Χώρες μιας πραγματιστικής αντιλήψεως που επικράτησε, αναφορικά με την ενοποίηση της ελληνικής νομοθεσίας, Παλαιάς και Νέας Ελλάδος, όπως αυτή αποδεικνύεται τόσο από την έκδοση σειράς ειδικών νόμων, ρυθμιστικών συγχωνεύσεων υπηρεσιών και επεκτάσεων νόμων, όσο και της πληθώρας των Βασιλικών Διαταγμάτων. Η ενεργητική τους νομιμοποίηση βασιζόταν στη ρυθμιστική διάταξη του πιο πάνω άρθρ. 2.2, το περιεχόμενο της οποίας ρητά διατηρήθηκε σε περαιτέρω ισχύ με το άρθρ. 36. 3 του πιο κάτω αξιολογούμενου Νόμου 147/5ης .1.1914, «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής τους οργανώσεως», οφειλόμενου στην άμεση προσωπική νομοθετική γραφίδα του Κ. Δ. Ρακτιβάν, ως υπουργού επί της Δικαιοσύνης[27].

Το πρόβλημα όμως της αναγνωρίσεως της οθωμανικής νομοθεσίας, το πλαίσιο της οποίας διαρρυθμίστηκε από τον Ρακτιβάν με τις εκδιδόμενες από τον ίδιο Οργανικές Εγκυκλίους του στην περίοδο της παραμονής του στη Μακεδονία ως ο Πρώτος Διοικητής της στις προσαρτώμενες χώρες, τηρώντας τους Κανονισμούς της Χάγης του 1907 για τη διατήρηση των υφιστάμενων οθωμανικών νόμων στη στρατιωτικώς κατεχόμενη χώρα, δεν επηρέασε κυριαρχικά το ιδιωτικό δίκαιο, κυρίως στις γαιοκτητικές σχέσεις, το χρονικό διάστημα λειτουργίας του, σε σχέση με τη μετέπειτα χρονική περίοδο.

Θεσσαλονίκη: η έδρα της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας.

Στη διακυβέρνηση Ρακτιβάν θεσπίστηκαν δυο βασικά νομοθετήματα, αποδιδόμενα στη νομοθετική του γραφίδα, ο Νόμος ,ΔΡΛΔ’ /28ης Φεβρουαρίου 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών», που ενσωμάτωσε με συνέπεια τις αρχές της Χάγης του 1907 για τη διασφάλιση της τάξεως και του δημόσιου βίου, καθώς και του σεβασμού των εν ισχύι υφιστάμενων νόμων στα κατεχόμενα εδάφη, και ο Νόμος 147 της 5ης Ιανουαρίου/ 1ης Φεβρουαρίου 1914 «περί της εν ταις προσαρτωμέναις [Νέαις] χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως».

Θεσπίστηκε επίσης και ο Νόμος ,ΔΣΙΓ’ (υπ’ αριθ. 4213 που έλαβε μεταγενέστερα τον αριθ. 79)/ 1ης – 14ης Νοεμβρίου 1913, κυρωτικού της μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας [οθωμανικής αυτοκρατορίας] Συνθήκης (άλλως Συμβάσεως) περί Ειρήνης [λεγόμενης των Αθηνών], άρθρ. 5 και 6 σχετιζόμενα με την επιτασσόμενη αναγνώριση των μέχρι της καταλήψεως των εκχωρηθεισών χωρών κεκτημένα ιδιοκτησιακά δικαιώματα.

O Nόμος ,ΔΡΛΔ’ στο άρθρ. 7.1 εισάγει σε λειτουργία «άπασα» την υφιστάμενη οθωμανική νομοθεσία εν τη καταληφθείση χώρα, με εξαίρεση των διατάξεων των αντιτιθέμενων προς τους Ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως και οσάκις υπάρχει κώλυμα ανυπέρβλητον προς εφαρμογήν εγχωρίου τινος οθωμανικού νόμου[28].

Με το άρθρ. 1 του συμπληρωματικού Νόμου υπ’ αριθ. 80/ 16ης Νοεμβρίου 1913 «περί τροποποιήσεως του ,ΔΡΛΔ’ νόμου», που προαναφέρθηκε, περιέχεται συμπληρωματική προσθήκη στο άρθρ. 7.1 Νόμου ,ΔΡΛΔ’ αναφορικά με τους προϋφιστάμενους φορολογικούς νόμους[29]. Επίσης στον πιο πάνω Νόμο 80 εισήχθηκε με το άρθρ. 2.2 που εμφάνισε την έναρξη της υλοποιήσεως της ενοποιήσεως της διοικητικής νομοθεσίας και οργανώσεως πριν από την τυπική συντέλεση της ενοποιήσεως και «συγχωνεύσεως υπηρεσιών των προσαρτωμένων χωρών μετά των εν τη Παλαιά Ελλάδι υφισταμένων, καθώς και η υπαγωγή Πρωτοδικείων των χωρών τούτων εις Εφετεία του Παλαιού Βασιλείου»[30].

Η ρητή αναγνώριση ολόκληρου του δικαιικού πλαισίου της οθωμανικής γαιοκτητικής νομοθεσίας ουσιαστικά εισάγεται με τις βασικές ρυθμίσεις του Νόμου υπ’ αριθ. 147/ 1914, οι οποίες εντάσσονται κύρια και ουσιαστικά στο ελληνικό δίκαιο με τις εξειδικευμένες διατάξεις τους, ιδιαίτερα του άρθρ. 2.4, να περιέχουν (άλλως να αντιγράφουν πιστά) και όχι απλώς να αποδίδουν ρυθμίσεις του οθωμανικού δικαίου. Aπό την άποψη του περιεχομένου του ο Νόμος 147, από τους πιο θεμελιακούς του ελληνικού δικαίου, θεσπίζει επίσης την αποκλειστική ισχύ των ελληνικών ποινικών και αστυνομικών νόμων, που είχαν ήδη εισαχθεί με βάση το Νόμο ,ΔΡΛΔ’ /1913 στις προσαρτημένες χώρες (άρθρ. 1). Εισάγει στις Νέες Χώρες την ελληνική αστική νομοθεσία του Παλαιού Βασιλείου (άρθρ. 2.1), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που είχε «εξισωθεί» αναγωγικά με την «κείμενη» νομοθεσία, με βάση το Διάταγμα της 23ης– 2/7ης -5 1835 «περί Πολιτικού Νόμου», το οποίο, ας σημειωθεί, ρητά αναγνωρίζει την ισχύ των εθίμων, ενώ ιδιαίτερα στις προσαρτημένες χώρες επαναλαμβάνεται η εξακολούθηση της ισχύος για την Κρήτη των διατάξεων το Βυζαντινού Δικαίου, αναφορικά με το οικογενειακό και το κληρονομικό δίκαιο (άρθρ. 2.3 Νόμου 147)[31].

Το πρόβλημα, όμως, της ισχύος των ρυθμίσεων των περιλαμβανόμενων στο άρθρ. 2.4 του Νόμου 147/1914 οθωμανικών διατάξεων, που θεωρούνται ότι καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΑΚ (23ης– 2- 1946, άρθρ. 5.8 ΕισΝΑΚ), η λειτουργία τους όμως συνεχίζεται, και τελικά διατηρούνται, αναγωγικά, με βάση ιδιαίτερα το άρθρ. 51 του ΕισΝΑΚ : «Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους». Παράλληλα, σύμφωνα με τη θεσπιζόμενη γραμματική τους αναφορά, στο ειδικότερο περιεχόμενό τους, το οποίο περιλαμβάνεται στο άρθρ. 2.4, του Νόμου 147, ορίζεται απόλυτα ότι: «εν ταις χώραις ταις διατελούσαις τέως υπό την άμεσον κυριαρχίαν του Οθωμανικού Κράτους εισάγεται εν γένει η Ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύι αι περί γαιών [οθωμανικαί] διατάξεις, αι ρυθμίζουσαι τα επ’ αυτών [των οθωμανικών γαιών] ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους Ελληνικούς Νόμους». Η βασική αυτή διάταξη σημαίνει ότι διατηρούνται σε ισχύ άμεσα, αποκλειστικά και εξειδικευμένα, με τις ρυθμίσεις του Νόμου 147, οι περί οθωμανικών γαιών διατάξεις του οθωμανικού δικαίου, τις οποίες, εφόσον ο ελληνικός νόμος τις κατέστησε εσωτερικό δίκαιο, ουσιαστικά, πλέον, ανάγεται το περαιτέρω ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο στο προϋφιστάμενο οθωμανικό γαιοκτητικό σύστημα.

Έτσι, αναγωγικά, οι διατάξεις του προϋφιστάμενου οθωμανικού δικαίου θεωρούνται οιονεί ελληνικό δίκαιο και περιέχουν κυρίως και όχι απλώς αποδίδουν ρυθμίσεις του οθωμανικού δικαίου, που περιλαμβάνονται στο βασικό κωδικοποιημένο οθωμανικό Νόμο περί Γαιών του 1858, οι διατάξεις του οποίου ρύθμιζαν τα ιδιωτικά δικαιώματα των δικαιούχων επί των δημόσιων, των μη κυρίως αφιερωμένων ή βακουφικών, των καθιερωμένων σε κοινή χρήση, των νεκρών και των λεγόμενων μοναστηριακών γαιών.

Επίσης, αναγνωρίζεται το ιδιαίτερο καθεστώς των μουσουλμάνων και των ισραηλιτών που ανήκαν στο προσωπικό τους θρήσκευμα, αναφορικά με τις γαμικές και τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, οι οποίες διέπονται και κρίνονται από τον ιερό τους νόμο (άρθρ. 4), και συνάμα προσδιορίζεται ότι η συντέλεση της κτήσεως των εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων πραγματοποιείται διά μεταγραφής (άρθρ. 8.2)[32].

Εξειδικεύεται, παράλληλα, η δυνατότητα αναγνωρίσεως ως δεκτικών μεταγραφής των ποικιλοτρόπως συνταγμένων αντεγγράφων, ως αποδεικτικών του πραγματικού ιδιοκτήτη ακίνητων κτημάτων, που εμφανίζονταν μέχρι τότε εικονικά στο όνομα ιδιώτη, σε αντιδιαστολή με τους πραγματικούς δικαιούχους που ήταν νομικά πρόσωπα ευαγών ή φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, κοινοτήτων, ή του ελληνικού Δημοσίου, κι αυτό γιατί η οθωμανική νομοθεσία δεν αναγνώριζε τα νομικά πρόσωπα, με συνέπεια αυτά να εμφανίζονται εικονικά στο όνομα ιδιωτών (άρθρ. 8.3). Αυτή η χαρακτηριστική διασφαλιστική πρακτική είχε διαμορφωθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά την Τουρκοκρατία[33], για την εξασφάλιση ιδιαίτερα των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων των διάφορων εκκλησιαστικών οργανισμών που δεν είχαν τη νομική δυνατότητα να εγγραφούν στο οθωμανικό κτηματολόγιο, με αποτέλεσμα τη λύση της σχέσεως με τον παρένθετο εικονικό ιδιοκτήτη, που φρόντιζε στη συνέχεια την κατάρτιση του σχετικού αντεγγράφου, όπου διευκρινιζόταν τόσο ο φυσικός όσο και ο εικονικός ιδιοκτήτης.

Οθωμανικό κτηματολόγιο Τίτλος ιδιοκτησίας (Αύγουστος 1911). Πηγή: ΓΑΚ – Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας – Κωδικός αρχείου: OCD001.01.

Εκτός της άμεσης νομοθετήσεως της ελληνικής Πολιτείας, αναφορικά με τις αναγνωρίσεις των τέως οθωμανικών ιδιοκτησιών, κυρίως με τις νομοθετικές παρεμβάσεις του Κ. Δ. Ρακτιβάν, ιδιαίτερα με την προηγηθείσα ανάπτυξη του ελληνικού βασικού Νόμου 147/1914 που κλήθηκε να θεραπεύσει την κακή εφαρμογή των γαιοκτητικών ρυθμίσεων του θεμελιακού αυτού νομοθετήματος στις προσαρτώμενες χώρες της Μακεδονίας, καίρια προβληματική θεμελιώθηκε με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των άρθρ. 5 και 6, της κυρωτικής μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Συνθήκης (Νόμος ,ΔΣΙΓ΄, άλλως Συμβάσεως) περί Ειρήνης (άλλως και των Αθηνών) της 14ης– 11- 1913. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις της Συμβάσεως των Αθηνών (Νόμος ,ΔΣΙΓ΄) που σχετίζονται με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, αναφέρονται κυρίως στο περιεχόμενο των άρθρ. 5 και 6, το οποίο δημιούργησε δικαιώματα εκ των προτέρων αποδεδειγμένα, τα οποία η Πολιτεία όχι απλώς τα «υπέθαλψε» αλλά πανηγυρικά τα αναγνώρισε!, άκριτα τις περισσότερες φορές, άλλοτε «σιγή» και άλλοτε με «αστήρικτες» αιτιολογίες ή υπεκφυγές παιδικού τύπου, όπως «για την κάλυψη αγροτικών αναγκών».

Τα επίμαχα αυτά άρθρα αναφέρονται:

α) Άρθρ. 5: «Τα μέχρι της καταλήψεως των εκχωρηθεισών χωρών κεκτημένα δικαιώματα καθώς και αι δικαστικαί πράξεις και οι επίσημοι τίτλοι οι εκδοθέντες παρά των αρμοδίων Οθωμανικών Αρχών έσονται σεβαστά και απαραβίαστα μέχρις εννόμου περί του εναντίου αποδείξεως».

β) Άρθρ. 6.1: «Οι κάτοικοι των εκχωρηθεισών χωρών… και διατηρούντες την οθωμανικήν ιθαγένειαν ήθελον μεταναστεύσει εις την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν ή εις το εξωτερικόν ή οίτινες μονίμως ήθελον εγκαταστή [εγκατασταθή] εν αυτοίς, θα εξακολουθήσωσι διατηρούντες τας ακινήτους αυτών ιδιοκτησίας, τας κειμένας εν ταις εκχωρηθείσαις ταύταις χώραις, εκμισθούντες ή διά τρίτων διαχειριζόμενοι αυτάς».

Άρθρ. 6.2: «Τα εν ταις εκχωρουμέναις τή Ελλάδι χώραις δικαιώματα ιδιοκτησίας επί αστικών και αγροτικών ακινήτων κατεχομένων υπό ιδιωτών δυνάμει τίτλων εκδεδομένων παρά του Οθωμανικού Κράτους ή συμφώνως προς τον οθωμανικόν νόμον, και προγενεστέρων της καταλήψεως, θέλουσιν αναγνωρισθή υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως».

  Άρθρ. 6. 3: «Τα αυτά κρατούσιν όσον αφορά εις τα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των ως άνω κτημάτων των εγγεγραμμένων επ’ ονόματι νομικών προσώπων ή κατεχομένων υπ’ αυτών δυνάμει των οθωμανικών νόμων, των προγενεστέρως της ειρημένης καταλήψεως».

Με τη δήλωση στο άρθρ. 6.4: ότι «Ουδείς δύναται να στερηθή τας ιδιοκτησίας αυτού, εν μέρει ή εν όλω, εμμέσως ή αμέσως, ειμή διά λόγους δεόντως βεβαιουμένης δημοσίας ωφελείας, μετά προηγουμένην δικαίαν αποζημίωσιν».

Eρμηνευτικό συμπέρασμα των ρυθμίσεων αυτών ήταν ότι έπρεπε να τύχουν ουσιαστικής προστασίας όλα τα υπό το προηγούμενο οθωμανικό δικαιικό καθεστώς ιδιωτικά (άλλως «ιδιοκτησιακά») δικαιώματα, οι δικαστικές αποφάσεις των οθωμανικών δικαστηρίων, καθώς και οι «νόμιμοι» οθωμανικοί γαιοκτητικοί τίτλοι, οι οποίοι προσπόριζαν τα αντίστοιχα με τους τίτλους αυτούς γενικότερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, αρκεί να είχαν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του σχετικού οθωμανικού Νόμου περί Γαιών του 1858 που προέβλεπαν το ειδικότερο περιεχόμενό τους.

Η επιτασσόμενη αυτή προστασία των δικαιωμάτων αυτών ήταν απόλυτη: «έσονται σεβαστά και απαραβίαστα», ενώ θέτονταν ως χρονικό σημείο της ενεργητικής νομιμοποιήσεώς της υπάρξεως ή κτήσεως αυτών το διάστημα : «μέχρι της καταλήψεως των εκχωρηθεισών χωρών» (άρθρ. 5) ή της υπάρξεώς τους «προγενεστέρως της καταλήψεως» ( άρθρ. 6)[34].

Βασικότερη, όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί η υποχρέωση της ελληνικής κυβερνήσεως (άρθρ. 6.2) για την αναγνώριση των αναφερόμενων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί των περιγραφόμενων ρητώς στοιχείων που κατέχονταν από ιδιώτες, με νομιμοποιημένους ιδιοκτησιακούς οθωμανικούς τίτλους, που θα ήταν «προγενέστεροι της καταλήψεως». Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο αποτέλεσε η αναγνώριση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί των ακινήτων των «νομικών προσώπων», που κατέχονταν νόμιμα απ’ αυτά τη χρονική περίοδο «προγενέστερα της καταλήψεώς» τους (άρθρ. 6.3), ενώ σημειώνεται ότι τα «νομικά αυτά πρόσωπα» θεσμικά είναι γνωστό ότι δεν περιλαμβάνονταν στις ρυθμίσεις της οθωμανικής ή της μουσουλμανικής νομικής γραμματείας, οι οποίες αγνοούσαν την ύπαρξη της δικαιικής αυτής ιδιότητάς τους, ρυθμιζόμενης από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο.

Κατά συνέπεια επί των διατάξεων αυτών, θα μπορούσε να διατυπωθεί ένας ουσιαστικός νομικός προβληματισμός, ο οποίος διαμορφώθηκε ως απόρροια του γραμματικού περιεχομένου των ρυθμιζόμενων με τις πιο πάνω ρυθμίσεις ιδιοκτησιακών, κυρίως, δικαιωμάτων, αναφερόμενος σε ένα βασικό και κύριο ερώτημα σχετικά με τα δικαιώματα αυτά της ιδιοκτησίας, των οποίων η περί αυτών κοσμοθεωρία του οθωμανικού δικαίου ήταν διαμετρικά αντίθετη με την έννοια της ιδιοκτησίας του υφιστάμενου σε ισχύ στη λοιπή Ελλάδα βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, η επικέντρωση του οποίου αφορούσε την ειδικότερη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, που έπρεπε να λειτουργήσουν για την ενεργοποίηση της υποχρεώσεως αυτής του ελληνικού κράτους.

Ωσαύτως, με βάση το νομοθετικό αυτό πλαίσιο προκύπτει ένα θετικό ερμηνευτικό κενό, με την έννοια ότι δε διευκρινιζόταν το βασικά εφαρμοζόμενο δίκαιο, κι αν το κυρίαρχο δίκαιο που θα λαβαινόταν υπόψη θα ήταν το αντίστοιχο της κτήσεως των δικαιωμάτων αυτών, που θα ήταν το οθωμανικό ή το διάδοχο ελληνικό, με τη μορφή που «ίσχυε» και λειτουργούσε τότε στην Ελλάδα, ως δίκαιο της διάδοχης κυριαρχίας, στο νομικό καθεστώς της οποίας θα υπάγονταν στη συνέχεια και οι δικαιούχοι των «κεκτημένων» υπό το προηγούμενο οθωμανικό δικαιικό καθεστώς δικαιωμάτων (ως δίκαιο λειτουργίας των «κεκτημένων» δικαιωμάτων)[35].

Συναφής πηγή αξιολογήσεως του νομικού προβληματισμού, που ήδη αναπτύχθηκε, ήταν και η σχετική ερμηνευτική της Συμβάσεως των Αθηνών Εγκύκλιος υπ’ αριθ. 34 498/20ής Δεκεμβρίου 1913 του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών, υπογραφόμενη από τον υπουργό των Εξωτερικών Δημήτριο Πανά και απευθύνονταν «Προς τα επί της Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας Β[ασιλικά] Υπουργεία», η οποία, ως ευρισκόμενη εγγύτερα με τις συνθήκες συνάψεως της ενλόγω Συμβάσεως, επιχειρούσε να «ερμηνεύσει» το πιο πάνω άρθρ. 6. 2, της Συμβάσεως των Αθηνών, για την έννοια και την ειδικότερη φύση των υπό αναγνώριση «δικαιωμάτων ιδιοκτησίας». Έτσι, προσδίδονταν μία «επίσημη» μορφή της ελληνικής θέσεως, διά του αρμοδιότερου όλων υπουργείου των Εξωτερικών, σχετικά με τον όρο «δικαιώματα ιδιοκτησίας», τον οποίο μάλιστα ανέφερε μόνο με τη γαλλική του απόδοσή “droits de propriété”, χωρίς να δίδει, όμως, κανένα ερμηνευτικό στοιχείο από το οποίο θα συναγόταν η απάντηση για την άρση της ασάφειας του γενικόλογου όρου «δικαιώματα ιδιοκτησίας».

H Eγκύκλιος ειδικότερα περιελάμβανε ότι: «ο όρος “droits de propriété” δέον να ερμηνευθή εν τη κρατούση εν Τουρκία γενικωτέρα σημασία, ήτοι ο όρος ούτος περιλαμβάνει πάντα τα επί ακινήτων εμπράγματα δικαιώματα, δηλονότι δικαιώματα κυριότητος επί κτημάτων κατά κυριότητα εξουσιαζομένων (μούλκ), δικαιώματα επικαρπίας, προκειμένου περί δημοσίων γαιών (εραζίι μιριέ), βακουφικών (αφιερωμένων) κτημάτων κ.λπ, συμφώνως προς τους Οθωμανικούς Νόμους τους ισχύοντας μέχρι της ημέρας της καταλήψεως των προσαρτηθεισών χωρών. Επί τη βάσει δε της Νομοθεσίας ταύτης θέλουσι καθορισθή και τ’ αμοιβαία δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου και των επικαρπωτών δημοσίων γαιών…. αποκλειομένης της εφαρμογής των μεταγενεστέρων νεαρών νόμων…». Από τη διατύπωση, όμως, αυτή, δε συνάγεται πάντως το ακριβές περιεχόμενο των «δικαιωμάτων ιδιοκτησίας», εκτός κι αν θεωρηθεί ότι στο περιεχόμενο αυτό υπάγονταν: «πάντα τα επί ακινήτων εμπράγματα δικαιώματα», σύμφωνα με την πιο πάνω γραμματική διατύπωση της ίδιας Εγκυκλίου, τα οποία προβλέπονταν ότι «επί τη βάσει δε της Νομοθεσίας ταύτης [δηλαδή της οθωμανικής] θέλουσι καθορισθή και τ’ αμοιβαία δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου και των επικαρπωτών δημοσίων γαιών»[36].

Στη βάση της πιο πάνω αξιολογήσεως των ρυθμιστικών διατάξεων της Συμβάσεως των Αθηνών, αναφορικά με την «άκριτη» και γενικευμένη οριζόντια αναγνώριση των σχετικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, στηρίχθηκε η «πρωτόγνωρη» για τα ελληνικά δεδομένα «μετατροπή» των δικαιωμάτων αυτών, που οδήγησε μεταγενέστερα σε μια ουσιαστική μορφή ρητού και άμεσου «νομικού μεταβολισμού» της τέως οθωμανικής «δημόσιας ιδιοκτησίας» στην πλήρη κυριότητα του βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που στηρίχθηκε αναγωγικά στο ερμηνευτικό πλαίσιο της συναφούς ρυθμιστικής επιταγής της Ελληνο – Τουρκικής Συμβάσεως του 1881[37].

Η επίτευξή της, όμως, δε βασίστηκε μόνο στις επιτασσόμενες επιταγές της πιο πάνω διεθνούς Πράξεως, οι οποίες στις προσαρτήσεις των Νέων Χωρών του 1912-1913 δεν είχαν τα ίδια μορφολογικά στοιχεία, όπου η «ιδιοκτησιακή» βάση των κεκτημένων ιδιωτικών δικαιωμάτων επί των τέως οθωμανικών γαιών δε «μεταβολίστηκε» στηριγμένη απλώς στο ρυθμιστικό πλαίσιο μιας διεθνούς Πράξεως (έμμεσος συμβατικός νομικός , μεταβολισμός), αλλά εμφανίστηκε διαφοροποιημένα, με την οριοθέτησή της να θεμελιώνεται ουσιαστικά στη ρυθμιστική της «οθωμανικής» αυτής ιδιοκτησίας ελληνική νομοθεσία[38].

Η αρχική διαμόρφωση του αρχικού δικαιικού πλαισίου του αξιολογούμενoυ Νόμου 147/5/1 – 1/2 -1914 του Ρακτιβάν, «περί της εν ταις προσαρτωμέναις [Νέαις] χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως», «διατήρησαν σε ισχύ τις περί γαιών [οθωμανικές] διατάξεις, που ρύθμιζαν τα επί [των γαιών] αυτών [κεκτημένα] ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα». Με τον τρόπο αυτό εισήχθηκαν διαμέσου του θεσπισμένου ελληνικού νομοθετήματος του Νόμου 147 οι «περί γαιών [οθωμανικές] διατάξεις» του οθωμανικού Νόμου περί Γαιών του 1858, διαμορφώνοντας μια αρχική δικαιική υποδομή, κατά τεκμήριο ασφαλή, με βάση τις ουσιαστικές διατάξεις του Νόμου 147, οι οποίες θα οδηγούσαν (θεωρητικά) τη νομοθετική μηχανή στις ουσιαστικές ρυθμίσεις της ρητής οθωμανικής νομοθεσίας (του οθΝπΓαιών), εφαρμοζόμενες, όμως, σύμφωνα με το περιεχόμενο των σχετικών [οθωμανικών] διατάξεων, oι οποίες ατυχώς δεν είχαν την αναμενόμενη εφαρμογή τους.

Με μεταγενέστερο, όμως, νομοθέτημα, της Προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης, ύστερα από νομοθετική πρωτοβουλία οφειλόμενη στον τότε υπουργό Γεωργίας Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, διαπιστώθηκε ότι επήλθε μια ουσιαστική διεύρυνση στην αναγνώριση των κεκτημένων επί των τέως οθωμανικών γαιών ιδιωτικών δικαιωμάτων, που ανάγονταν κατευθείαν στις ρυθμίσεις του οθΝπΓαιών. Η ολοκληρωτική νομοθετική εμπέδωση επιτεύχθηκε με το ρυθμιστικό πλαίσιο του Διατάγματος υπ’ αριθ. 2468/ 20ής -5- 1917, « περί ρυθμίσεως των εννόμων σχέσεων επί των κατά τους οθωμανικούς νόμους δημοσίων γαιών», το οποίο, στη συνέχεια, μορφοποίησε τελείως τον όλο δικαιικό «μεταβολισμό» της φύσεως της οθωμανικής «ιδιοκτησίας», που κυρώθηκε με το Νόμο 1072/18ης -11-1917, «περί επεκτάσεως καθ’ άπαν το κράτος [ως γενικός νόμος] των υπ’ αριθ. 2466- 2470 διαταγμάτων της προσωρινής Κυβερνήσεως [Θεσσαλονίκης] περί του αγροτικού ζητήματος».

Έτσι με το εν λόγω Διάταγμα 2468 υπερακοντίστηκε στην ουσία η βασική διάταξη του άρθρ. 2.4 του Νόμου 147, που θέσπιζε τη διατήρηση σε ισχύ των «περί [οθωμανικών] γαιών διατάξεων», διευρύνοντας ολόκληρη τη βάση της αρχικής νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως, οι διατάξεις των οποίων διαμόρφωσαν ένα νέο πλήρη νομοθετικό «μεταβολισμό», της φύσεως των δικαιωμάτων των γαιών αυτών. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, με την αναγνώριση αυτή της αυτοδίκαιης «μεταβολιστικής μετατροπής» της «εκφάνσεως» της «ιδιοκτησιακής» βάσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων «εξουσιάσεως» [ως ερμηνευτικής αποδόσεως του δικαιώματος tasarruf] επί των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών – από της δημοσιεύσεως του Διατάγματος 2468/20ής Μαΐου 1917 – , επήλθε, με την επίκληση ενός «κατά φαινόμενο» υφιστάμενου «δικαιικού πλάσματος», η «μετατροπή» των δικαιωμάτων αυτών «εξουσιάσεως» σε δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας, με την έννοια της κυριότητας, και σύμφωνα με τις προσδιοριζόμενες νομοθετικά προϋποθέσεις[39]. Πιο ειδικά τα κατά «παραχώρηση» αυτά δικαιώματα «ιδιοκτησίας» περιήλθαν στους δικαιούχους του δικαιώματος της «εξουσιάσεως» κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου, με συνδικαιούχο κατά το 1/5 εξ αδιαιρέτου το ελληνικό δημόσιο, δικαίωμα το οποίο, κι αυτό στη συνέχεια (1929), καταργήθηκε, και έτσι η πιο πάνω συνιδιοκτησία (του 1/5 εξ αδιαιρέτου του ελληνικού δημοσίου) επί των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών των λεγόμενων Νέων Χωρών, περιήλθε, με βάση το άρθρ. 101. 1 του Προεδρικού Διατάγματος της 11ης-11- 1929 «περί διοικήσεως δημόσιων κτημάτων», αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία Μεταγραφών, έναντι τιμήματος, στους συνιδιοκτήτες των υπόλοιπων 4/5 κατά το χρόνο ισχύος του πιο πάνω Διατάγματος.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Νόμος 147/1914, μολονότι καταργήθηκε τυπικά με το άρθρ. 5.8 του ΕισΝΑΚ, ουσιαστικά συνεχίζει τη λειτουργία του με τις ειδικές και αρκούντως θεμελιακές ρυθμίσεις του άρθρ. 51 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο: «Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους», ενώ αναγωγικά ισχύει για τα ελκόμενα από τις ρυθμίσεις του κεκτημένα ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο υπαγωγής τους στις ρυθμίσεις του οθΝπΓαιών/1858[40].

Προτομή του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν στον περίβολο του Δικαστικού Μεγάρου Βεροίας.

Το έργο του Ρακτιβάν ατυχώς στην ελληνική επικράτεια δεν έγινε αρκούντως γνωστό, κι αυτό γιατί τα πολεμικά γεγονότα συνεχίζονταν, κατά τη διάρκεια της διακυβερνήσεως της χώρας των ετών μετά την απελευθέρωσή της του 1912, και υπερκέρασαν τη γνώση του, ταυτόχρονα με την τιτάνια προσπάθειά του να προβεί σε όλες αυτές τις πολιτικο-διοικητικές ενέργειες, υλοποιώντας τις ρυθμίσεις διεθνών νομίμων που αφορούσαν τη διοίκηση των καταλαμβανόμενων χωρών προ της οριστικής τους προσαρτήσεως.

Το γεγονός είναι ότι η Διοίκηση Ρακτιβάν κατάφερε τα ακατόρθωτα.

Η αναφορά στις πολυποίκιλες νομοθετικές του παρεμβάσεις κρίνονται τόσο επιτυχημένες, που διερωτάται κανείς πώς μπορεί αναγωγικά να καταστεί κατανοητή η ψυχική δύναμη! ενός ιστορικο – δικαιικού επιστήμονα, λάτρη και ένθερμου θιασώτη των θεσμών του βυζαντινο – ρωμαϊκού δικαίου, καθώς και διαπρεπέστατου πολιτικού και νομικού, υπουργού της Δικαιοσύνης από το Μάιο του 1912, ο οποίος αποδέχθηκε τη νέα θέση που τον προόριζε ο Βενιζέλος, μέσα στη δίνη του πολέμου, βασικό προσδιοριστικό γεγονός, το οποίο μάς καθιστά απόλυτα φανερό το μέγεθος των ανυπέρβλητων δυσχερειών, που είχε να αντιμετωπίσει, στην όλη τους την έκταση, η τότε διακυβέρνηση του Πρώτου Αντιπροσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως στη Μακεδονία.

Ο Γεώργιος Π. Νάκος είναι Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ομιλία, η οποία εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε από την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Ιστορίας του Δικαίου, στις 26 Φεβρουαρίου 2020 στην Αίθουσα «Κωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν» του Συμβουλίου της Επικρατείας.

[1] Βλ. Αργυρόπουλου, Περ. Αλ., Απομνημονεύματα, εν Αθήναις 1970, σ. 128-130 – βλ. και Δημακόπουλου, Γ. Δ., “Η διοικητική οργάνωση των καταληφθέντων εδαφών (1912-1914), Γενική Επισκόπησις”, έκδ. Ε.Λ.Ι.Α., Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων, 1910-1914, Αθήνα 1993, σ. 206-207- πρβλ. Νάκου, Γ.Π., “Το νέο σύστημα δικαίου στη Μακεδονία. Μετά και Κατά την Απελευθέρωση των Νέων Χωρών από τον οθωμανικό ζυγό” (περαιτέρω: Σύστημα Δικαίου στη Μακεδονία), Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, (περαιτέρω: ΕΚΕΙΕΔ), τχ. 46, Αθήνα 2016, σ. 281 κε. σημ. 7-10 κε.

[2] Ρακτιβάν, Κων. Δ., Έγγραφα και Σημειώσεις εκ της πρώτης Ελληνικής Διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913) (περαιτέρω: Ρακτιβάν, Έγγραφα), Θεσσαλονίκη 1951, σ. 85 – Νάκου, Γ.Π., Σύστημα Δικαίου στη Μακεδονία, σ. 282-283 κε.

[3] Ρακτιβάν, Έγγραφα, σ. 85 κε.- Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 4, σ. 282 κε.

[4] Ρακτιβάν, Έγγραφα, σ. 17 – Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, σ. 284-285.

[5] Κεραμέα, Κ. Δ., “Η απελευθέρωση της Μακεδονίας και ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν”, Πανηγυρικός ΑΠΘ, στις 26.10. 1977, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 22 σημ. 46 – Νάκου, Γ.Π., Σύστημα Δικαίου, & 6, σ. 285 σημ. 19, 286 κε.

[6] Η οποία διατυπωνόταν με τη μορφή δικαιικής αρχής, προερχόμενης από την «ουσία» της όλης «καταστάσεως», σύμφωνα με τις ειδικότερες επιστημονικές θέσεις του Ρακτιβάν, για την ανεύρεση της συναγόμενης ή προτεινόμενης ή τεκμαιρόμενης ή τελικά ρυθμιζόμενης (δηλαδή επιβαλλόμενης) νομοθετικά λύσεως, προστασίας των γενικότερων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, με την εξειδικευμένη προστασία της αγροτικής ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που αναφάνηκαν εξαιτίας του πολέμου «και των παρομαρτουσών αυτώ περιστάσεων» και αποτέλεσαν αιτίες δημιουργίας ανωμαλιών, που εκτίθενται στην υπ’ αριθ. 13 255/6ης Ιουνίου 1913 ενδεικτική Εγκύκλιό του, προς τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κ.ά. της Μακεδονίας, Ρακτιβάν, Έγγραφα, σ. 102-103 – περισσότερα Νάκου, Γ.Π., Σύστημα Δικαίου, &. 7, σ. 289 κε., σημ. 31, 33, και && 41, 54, 55, για την απαγόρευση μεταβιβαστικών πράξεων επί ακινήτων και της νομοθετημένης απαγορεύσεως κάθε δικαιοπραξίας επί οιουδήποτε ακινήτου κειμένου στις καταληφθείσες χώρες, άρθρ. 14.1 Νόμου ,ΔΡΛΔ΄/1913, αντίστοιχα σ. 328 κε., 340 κε., 342 κε.

[7] Μόνο στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, και Δυτικής Μακεδονίας («για το υπόλοιπον της καταλαμβανόμενης χώρας»), στου [Ρακτιβάν] Οργανικαί Διατάξεις, Εγκύκλιοι και Οδηγίαι, του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού, ως Αντιπρόσωπος της Ελλ[ηνικής] Κυβερνήσεως εν ταις υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθείσαις Μακεδονικαίς Χώραις (περαιτέρω: Οργανικαί Δ.), εν Θεσσαλονίκη 1913, σ. 35 – βλ. επίσης Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 8, σ. 290.

[8] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 9, σ. 291 σημ. 44, 45, με την έκδοση ειδικής Oργανικής Εγκυκλίου Διαταγής «περί δικαιοδοσίας και αποκεντρώσεως υπηρεσιών» υπ’ αριθ. 1246/22ας Ιανουαρίου 1913, Οργανικαί Δ., σ. 90 κε., όπου διατυπώνονται οι βασικοί αποκεντρωτικοί κανόνες, με βάση την αναφερόμενη προεισαγωγικά αρχή, με την οποία: «Η από του κέντρου διεκπεραίωσις απασών των διοικητικών υποθέσεων την μεν κεντρικήν υπηρεσίαν βαρύνει υπερμέτρως, δεν δύναται δε να θεωρηθεί ασφαλώς ως η ευστοχωτέρα, εφ’ όσον ενδέχεται να μην κατέχη το κέντρον πάσας τας λεπτομερείας, στερείται δε εν γένει της επί τόπου αντιλήψεως της υποθέσεως, εν ώ ετέρωθεν η αναγνώρισις αυτενεργείας τινός εις τας κατά μέρος διοικητικάς αρχάς ενδείκνυται εξ αυτής της φύσεως των καθηκόντων και άγει προς την ταχυτέραν άμα λειτουργίαν της επαρχιακής διοικήσεως» – Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 44 σημ. 223 – Ρακτιβάν, Έγγραφα, σ. 107 κε.

[9]Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 9, σ. 292 κε.

[10]Bλ. γενικότερα Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, && 9, σ. 292 κε., 56, σ. 343 κε., σημ. 248 κε – Ειδικότερη ανάπτυξη βλ. στου Πολυχρονιάδου, Κ.Δ., Μελέτη περί της Διοικήσεως των Ανακτηθεισών Χωρών της Μακεδονίας, εν Αθήναις 1913, σ. 100 κε., 108 κε.

[11] Βλ. Ρακτιβάν, Έγγραφα, σ. 63 κε. – πρβλ. Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 25, σ. 314 κε.

[12] To κείμενο της πιο πάνω αναφερόμενης Εγκυκλίου υπ’ αριθ. 300/ 1912 βλ. Οργανικαί Δ., σ. 5 κε., με τις περαιτέρω τροποποιήσεις των υπ΄ αριθ. 427, 871, 2291 Oργανικών εγκυκλίων – επίσης Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 27 σ. 315 κε.

[13] Ό.π., Οργανικαί Δ., σ. 5 – Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 27 σημ. 149.

[14] Ό.π., Οργανικαί Δ., σ. 5-6 κε, 12 κε. 83 κε.- Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, σ. 316.

[15] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, && 27, σ. 315 κε., 42, σ. 329- 330 κε., σημ. 212- Πολυχρονιάδου, σ. 84.

[16] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 28, σ. 316 σημ. 152.

[17]Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 46, σ. 334 κε. Ενώ για την πιο πάνω & 9 του κειμένου «διπλωματική συγκάλυψη» βλ. αυτόθι Σύστημα, & 27, σ. 316 σημ. 152.

[18]Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 46, σ. 335 και ad hoc & 56, σ. 343 σημ. 250 κε.

[19] Με αναφορά στη γραφίδα Πολυχρονιάδη, ό.π. (σημ. 10), σ. 87 σημ. 1- πρβλ. Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, σ. 334 κε. σημ. 227, «όροι» που εντοπίζονται στα άρθρ. 7. 1 Νόμου ,ΔΡΛΔ΄/1913 και 1 Ν. 80/ 16-11-1913, αυτόθι, && 46 και 56, αντίστοιχα σ. 336, σημ. 231, 227, 343.

[20] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 46, σ. 334-336 σημ. 233 – Νόμος 147/1914 – Σύστημα, & 56 σημ. 250, && 59, 67 και 71.

[21] Πολυχρονιάδου, Μελέτη της Διοικήσεως των Ανακτηθεισών Χωρών της Μακεδονίας, σ. 82, 97 κε. – Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 46, σ. 334, ad hoc σημ. 227, σε συνδυασμό με & 43, σ. 330, σημ. 212 και ad hoc σημ. 216, 217.

[22] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 29, σ. 316 κε., σημ. 157, 158.

[23] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 30, σ. 317 κε., σημ. 160.

[24] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 34, σ. 320 κε., σημ. 176-180.

[25] Νάκου, Γ.Π. Σύστημα, & 42, σ. 330, σημ. 214-216 (σημ. 214, για την αναφερόμενη σχετική επισήμανση του Γ.Δ. Δημακόπουλου).

[26] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 56, σ. 343 κ.ε., σημ. ad hoc σημ. 250.

[27] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 56, γ΄, σ. 344-345 σημ. 253, σημ. 256, που νομιμοποιεί την ισχύ του άρθρ. 36.3 του Ν. 147 για τις αναφερόμενες συγχωνεύσεις, σ. 346 σημ. 257, με την ενδεικτική αναφορά των διάφορων συγχωνεύσεων υπηρεσιών, επεκτάσεων νομοθετικών ρυθμίσεων, κ.ά.

[28] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 55, σ. 342 κ.ε., για την αναδρομική ισχύ του Νόμου ,ΔΡΛΔ΄, λογιζόμενης αναδρομικά από της 6ης Οκτωβρίου 1912, της επομένης της κηρύξεως του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

[29] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, που ήδη αξιολογήθηκαν αρκούντως πιο πάνω, οι οποίοι υπάγονται στις γενικότερες ρυθμίσεις του άρθρ. 7.1 στις περιπτώσεις υπάρξεως «ανυπερβλήτου κωλύματος» κατά την εφαρμογή των οθωμανικών νόμων, το οποίο εφαρμόζεται και για τους φορολογικούς νόμους, για τους οποίους συνάγεται ότι το «ανυπέρβλητο κώλυμα» τεκμαίρεται «σχηματικά» ως υφιστάμενο, σύμφωνα, όμως, με ειδική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου. Συναφώς, στο ίδιο αυτό άρθρ. 1 του Νόμου 80 παραλείφθηκε ο όρος «αυτοδικαίως» που υπήρχε στο άρθρ. 7.1 Νόμου ,ΔΡΛΔ΄: «τίθενται αυτοδικαίως εν ισχύι οι Ελληνικοί νόμοι», με την πιο απλή [και ακίνδυνη!] παράθεσή της ως: «τίθενται εν ισχύι οι ελληνικοί νόμοι».

[30] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 56, σ. 343-346 κ.ε., σημ. 56-257 κε. Οι συγχωνεύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση, ενώ καθίσταται φανερό ότι δεν πρόλαβαν [ή δεν κατάφεραν!] να περατωθούν, αφού η νομιμοποιητική για την ενεργοποίησή τους διάταξη του άρθρ. 2.2 του Νόμου 80 διατηρήθηκε σε περαιτέρω ισχύ με το άρθρ. 36.3 του περαιτέρω αξιολογούμενου Νόμου 147/ 5ς– 1- 1914, με την οποία «επιτράπηκαν» οι εν λόγω «συγχωνεύσεις», θεσπίζοντας ότι : « Διατηρείται προσέτι εν ισχύι και η διάταξις 2.2 του Νόμου 80, που όριζε ότι επιτρέπονται οι συγχωνεύσεις υπηρεσιών, οι επεκτάσεις της ισχύος υφισταμένων στην Παλαιά Ελλάδα νόμων και η υπαγωγή Πρωτοδικείων των Νέων Χωρών σε Εφετεία του Παλαιού Βασιλείου της Ελλάδος».

[31] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 68, σ. 355 κε., σημ. 280, αναφορικά με την κατάργηση της ισχύος του.

[32] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, βλ. & 52, σ. 339 κε., 340 κε. – & 54, σελ. 340 η προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων – & 55, σ. 342 κε. η αναδρομική ισχύ Νόμου ,ΔΡΛΔ΄.

[33] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & & 46, σ. 334 κε., σημ. 227, 231 – & 56, σ. 343 κε. σημ. 250.- & 67, σ. 355 κε., σημ. 280- 286.- & 68, σ. 357 κε., 358 (αντέγγραφα), 359 (Ν. 1072), 360, 361.- και ad hoc & 68, σ. 355 κε., σημ. 280-283 (αντέγγραφα ιδιοκτησίας), & 68, σ. 357 κε. σημ. 286. Για τη φύση των ιδιοκτησιακών αυτών αντεγγράφων βλ. Νάκου, Γ.Π., “Τα εικονικά αντέγγραφα ως εξασφαλιστική μορφή ιδιοκτησίας κατά την Οθωμανοκρατία”, υπό δημοσίευση στον Τιμητικό Τόμο Κων. Πιτσάκη, έκδοση Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

[34] Για τις κατηγορίες αυτές των προγενεστέρων της καταλήψεως του 1912 ιδιοκτησιακών τίτλων βλ. συναφώς Νάκου, Γ.Π., Το νομικό καθεστὠς των τέως δημόσιων οθωμανικών γαιών, 1821-1912, Θεσσαλονίκη 1984, κυρίως για τις μορφές των οθωμανικών τίτλων του άρθρ. 4.1 της Συμβάσεως του 1881, σ. 331 κε., καθώς και για τους μη αναφερόμενους αλλά υπαγόμενους στις ρυθμίσεις του 4.1, οθωμανικούς τίτλους, σ. 341 κε., 343 κε., εξού και η διαφορά από την προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από τον Ρακτιβάν, βλ. Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, ad hoc && 54-55, σ. 340 κε.

[35] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 60 σ. 347 κε., σημ. 262, & 61 σ. 348, σημ. 263, & 62 σ. 349, σημ. 264 κε.

[36] Νάκου, Γ.Π., Σύστημα, & 62, σ. 349 κε., σημ. 266 κε.

[37] Νάκου, Γ.Π., Νομικό Καθεστώς, σ. 303-304, σε πρβλ. με σ.. 21, 25, 27, 230, του ίδιου, “Δικαιικοί «μεταβολισμοί» της ιδιοκτησίας στις Νέες Χώρες μετά την ένταξή τους στην ελληνική επικράτεια”, Συμπόσιο ΙΜΧΑ, Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 16-18.11.1988, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 9, 13, 164-166 κε. Για λόγους καθαρά επιστημονικούς κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι η πρωτοχρησιμοποίηση του όρου «νομικός μεταβολισμός» της οθωμανικής ιδιοκτησίας και των επί των τέως οθωμανικών γαιών εμπράγματων δικαιωμάτων εισήχθηκε ερμηνευτικά στην Ιστορία του Δικαίου, το έτος 1984, στο πιο πάνω έργο του Γ.Π. Νάκου, Νομικό καθεστώς, ό.π., σ. 303-304 κε., σε συμπαραβολή με σ. 21 κε., 25 κε., 27 κε., 239 κε, και έκτοτε αναπτύχθηκε σε βασική ερμηνευτική θεωρία των δικαιωμάτων αυτών στις πιο πάνω ειδικότερες μελέτες μου: “Δικαιικοί «μεταβολισμοί»”, ό.π., σ. 154 κε. σημ. 7, 155 σημ. 9-10, 156 σημ. 11-13, 158 σημ. 14, 163 σημ. 31-33, 164- 166 σημ. 34-50, 173 σημ. 62 – του ίδιου, “Το νέο σύστημα Δικαίου στη Μακεδονία”, ό.π., σ. 351 κε., 359 κε. ( ως αρχική διάλεξη- επιστημονική ανακοίνωση στην επέτειο για τα «Εκατό Χρόνια 1912-2012» από την Απελευθέρωση της Μακεδονίας στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, με τίτλο «Το νέο Σύστημα Δικαίου στη Μακεδονία», εκφωνηθείσα στις 28.11.2012 και εκτυπωθείσα με τις λοιπές μελέτες της Επετείου Όψεις 100 Ετών, 1912-2012, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 97 κε.) – “Στοιχεία απαλλοτριωτικών αποφάσεων Αγιορειτικών μετοχίων της Θάσου”, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημίας Αθηνών, τχ. 47, Αθήνα 2017, σ. 221 κε., σημ. 17 – “Δικαιικές αντινομίες του απώτερου ιστορικο – δικαιικού παρελθόντος: Η απαξίωση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου”, Τιμητικός Τόμος Χρηστογιώργη Καλτσίκη, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, 2016, σ. 51 κε., 62 κε – “Τα γαιοκτητικά «μεταβολιστικά» αποτελέσματα της Τουρκοκρατίας στη Θάσο και οι δυνατότητες χρησικτησίας των τέως οθωμανικών γαιών”, Η΄ Συμπόσιο Θασιακών Μελετών, υπό δημοσίευση στα Πρακτικά, Καβάλα 2019-2020.

[38] Νάκου, Γ.Π., Δικαιικοί μεταβολισμοί, σ. 165-166 σε συνδυασμό με σ. 155 σημ. 10.

[39] Νάκου, Γ.Π, βλ. Σύστημα, ad hoc && 66, 67, σ. 353 κε.

[40] Νάκου, Γ.Π., Δικαιικοί Μεταβολισμοί, σ. 165 – του ίδιου, Σύστημα, & 63, σ. 351 κε. σημ. 270, σε πρβλ. με του ίδιου, Σύστημα, && 66, 67, σ.. 353- 354, & 69, σ. 359 σημ. 287, σ. 360 σημ. 290.