Skip to main content

Φωκίων Κοτζαγεώργης: Η συγκρότηση των κοινωνιών στα πρώιμα οθωμανικά Βαλκάνια

Φωκίων Κοτζαγεώργης

Η συγκρότηση των κοινωνιών στα πρώιμα οθωμανικά Βαλκάνια

 

Τα Βαλκάνια είναι η δεύτερη χρονικά περιοχή, στην οποία επεκτάθηκε χρησιμοποιώντας πολεμικά μέσα το νεότευκτο οθωμανικό κράτος κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Παρ’ όλο που προηγήθηκε η Βιθυνία, ήταν η βαλκανική χερσόνησος, στην οποία οι Οθωμανοί αντιμετώπισαν με μαζικό τρόπο προβλήματα κατάκτησης και διακυβέρνησης που σε μικρογραφία είχαν αντιμετωπίσει στη Βιθυνία λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Η κατάκτησή τους δεν έγινε μονομιάς, αλλά μέσα από μια μακρόχρονη και πολυσύνθετη διαδικασία.

Η σημασία της περιοχής για την πρώιμη οθωμανική ιστορία και ειδικότερα για τον τρόπο διαμόρφωσης του οθωμανικού κράτους μπορεί να συνοψιστεί στους παρακάτω λόγους:

1) Η περιοχή αποτέλεσε εξαρχής και μέχρι τον 19ο αιώνα το ένα από τα δύο γεωγραφικά τμήματα που αποτελούσαν τις λεγόμενες «κεντρικές επαρχίες» (core provinces) της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια αποτελούσε το διοικητικό και φορολογικό κορμό της. Εδώ εφαρμόστηκε πλήρως το τιμαριωτικό σύστημα, ένα σύστημα που συνιστούσε τη ραχοκοκαλιά του στρατιωτικο-διοικητικού και δημοσιονομικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας.

Τα Βαλκάνια, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι Οθωμανοί Τούρκοι το 1355.

2) Το αμιγώς χριστιανικό πληθυσμιακό υπόστρωμά της συνιστούσε μια ‘πρόκληση’ για τους μουσουλμάνους Οθωμανούς. Το διακύβευμα γι’ αυτούς ήταν πώς θα ενσωματωθεί χωρίς πολιτικές ή οικονομικές αναταράξεις – άρα με ομαλό τρόπο – ο πολυπληθής χριστιανικός πληθυσμός. Το εγχείρημα ήταν δυσκολότερο από πρώτη άποψη, γιατί αφενός ο πληθυσμός δεν διακρινόταν από εθνοτική, ή πολιτιστική ομοιογένεια, παρ’ όλο το κοινό θρήσκευμά του και αφετέρου δεν υπήρχαν ενιαία ή έστω μεγάλα πολιτικά μορφώματα – και μάλιστα με αξιόλογο χρονικό βάθος ύπαρξης – τα οποία θα πρόσφεραν μια πολιτική ταυτότητα σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού και άρα η ενσωμάτωση σε έναν νέο κρατικό σχήμα θα γινόταν, ενδεχομένως, ομαλότερα.

3) Η πρωιμότητα της κατάκτησης οδήγησε στην ταυτόχρονα εξελισσόμενη ανάπτυξη δύο φαινομένων: από τη μια πλευρά του φαινομένου της διαδικασίας κρατικής συγκρότησης του οθωμανικού κράτους και από την άλλη της διαχείρισης και διοίκησης μιας ξένης πολιτισμικά γι’ αυτούς και εκτεταμένης γεωγραφικά περιοχής. Έτσι, κάποια στοιχεία που αποτέλεσαν πυλώνες της λειτουργίας του οθωμανικού κρατικού συστήματος την εποχή της ακμής προήλθαν μέσα από την εμπειρία διοίκησης (και ενσωμάτωσης) των βαλκανικών λαών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο θεσμός του παιδομαζώματος.

Ύστερα από τα παραπάνω προκαλεί ενδιαφέρον να διακριβωθούν οι μέθοδοι και οι μηχανισμοί που χρησιμοποίησαν οι Οθωμανοί σουλτάνοι για να καταστήσουν αυτή την περιοχή οργανικό τμήμα της επικράτειάς τους. Ασφαλώς βασικές αρχές της πολιτικής τους έναντι των κατακτημένων πληθυσμών, ακόμη κι αν εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια, συνόδευσαν το κράτος σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ύπαρξής του. Ωστόσο, η συγκρότηση των οθωμανικών κοινωνιών στα Βαλκάνια διατηρεί, λόγω των παραπάνω παραγόντων, έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Βασική αρχή της οθωμανικής πολιτικής ήταν η οικοδόμηση πάνω στο υπάρχον υπόστρωμα. Αυτή η αρχή αφορούσε εξίσου άψυχα αντικείμενα και έμψυχα όντα. Η επέμβαση των Οθωμανών ήταν συντηρητική, με την έννοια ότι άφηναν να συνεχίζει να λειτουργεί ό,τι δεν ζημίωνε τη εύρυθμη λειτουργία του κράτους τους και δεν απειλούσε την κυριαρχία τους. Έτσι, ενσωμάτωσαν δημιουργικά πλήθος στοιχείων που βρήκαν κατά την περίοδο της κατάκτησης.

Μέσα από αυτή την οπτική θα πρέπει να ιδωθεί το θέμα της συγκρότησης κοινωνιών στα οθωμανικά Βαλκάνια. (Προεξαγγελτικά θα πρέπει να υπομνησθεί ότι όταν αναφερόμαστε σε κοινωνία προνεωτερικών κρατών – και δη αυτοκρατοριών, δεν χρησιμοποιούμε ενικό αριθμό για την κοινωνία αλλά πληθυντικό, λόγω ακριβώς της πληθυντικής μορφής που λάμβανε η ανθρώπινη συσσωμάτωση εντός τέτοιων κρατών). Η κοινωνική συγκρότηση, δηλαδή, ήταν η συνισταμένη ενός μείγματος συνεχειών και ρήξεων με το προ-οθωμανικό παρελθόν.

Στα Βαλκάνια οι Οθωμανοί βρήκαν ένα αναπτυγμένο δίκτυο πόλεων, οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους με δρόμους, εμπορικούς σε περίοδο ειρήνης και στρατιωτικούς σε περίοδο πολέμων. Χωρίς να προχωρήσουν σε έργα υποδομής ή μεγάλης κλίμακας ανακαινιστικές εργασίες, οι Οθωμανοί διατήρησαν και εν μέρει ανάπτυξαν αυτό το δίκτυο. Κληρονομώντας μια αστική παράδοση από το μεσαιωνικό Ισλάμ και τους Σελτζούκους, οι Οθωμανοί ενδιαφέρθηκαν για τις πόλεις. Η στάση της νέας πολιτικής εξουσίας έναντι των πόλεων είναι διδακτική για την εν γένει πολιτική ενσωμάτωσης (istimalet) που εφάρμοσε. Ενδιαφέρθηκαν να μεταφράσουν το ιδίωμα της κάθε πόλης, ώστε αυτό να είναι αντιληπτό από τους υπηκόους του νέου κράτους. Η πληθυσμιακή και κτιριακή κατάσταση που συναντούσαν κατά την είσοδό τους σε μια πόλη και ο τρόπος κατάκτησής της ήταν οι βασικές παράμετροι για την άσκηση αστικής πολιτικής από τους Οθωμανούς. Η κατάκτηση με έφοδο σήμαινε μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο, την εκδίωξη από το κάστρο (δηλ. την περιτειχισμένη πόλη) – σταθερό πολεοδομικό στοιχείο και στρατιωτικο-διοικητικός πυρήνας όλων των μεσαιωνικών πόλεων – των γηγενών χριστιανικών πληθυσμών.

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης. Οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής (κτίστηκε μεταξύ των ετών 1450-1470).

Αυτό το μέτρο οδηγούσε σε ευρύτερη αλλαγή του πολεοδομικού σχεδίου, καθώς οι χριστιανοί θα έπρεπε να εγκατασταθούν σε κάποιο/α άλλο/α σημείο/α της πόλης. Επιπλέον, αυτή η μέθοδος κατάκτησης σήμαινε την κατεδάφιση ή – συχνότερα – τη μετατροπή των χριστιανικών ναών σε μουσουλμανικά τεμένη. Αυτό το μέτρο αποτελούσε βασικό στοιχείο για τη μετατροπή του αστικού ιδιώματος από χριστιανικό (βυζαντινό, σλαβικό) σε οθωμανικό.

Η εμπέδωση μέσω των κτιρίων της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας του νέου κυριάρχου («η οθωμανοποίηση του χώρου», όπως έχει ονομαστεί) δεν αφορούσε μόνο τεμένη ή άλλα θρησκευτικού χαρακτήρα κτίσματα, αλλά και μια σειρά από ευαγή κοινωφελή ιδρύματα (πτωχοκομεία, εκπαιδευτήρια, λουτρά).

Μπέη χαμάμ Θεσσαλονίκης (1444) σε φωτογραφία του 1913.

Η κατάκτηση μιας πόλης με συνθηκολόγηση δε διέσωζε αυτόχρημα τα χριστιανικά μνημεία της, αφού, προϊόντος του χρόνου και σύμφωνα με τις κατά καιρούς δημιουργούμενες ανάγκες (θρησκευτικές, πολιτικές κτλ) μπορούσαν επίσης να μετατραπούν χριστιανικοί ναοί σε ισλαμικά τεμένη.

Εκτός από τον τρόπο κατάκτησης που υπαγόρευε μια ανάλογη νομικά μεταχείριση της πόλης και του πληθυσμού της, οι Οθωμανοί προχωρούσαν σε άλλα επιπλέον μέτρα με βάση την πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτική κατάσταση που συναντούσαν σε κάθε πόλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ad hoc ασκηθείσας πολιτικής αποτελεί η Θεσσαλονίκη. Ενώ κατακτήθηκε με έφοδο, ο σουλτάνος έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα και για την απελευθέρωση των κατά το νόμο εξανδραποδισθέντων χριστιανών και για την προσέλκυση άλλου χριστιανικού πληθυσμού στην πόλη τα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση. Από τους δε ναούς μόνο δύο κατ’ αρχήν μετατράπηκαν σε τεμένη, ενώ η μετατροπή των υπολοίπων μεγάλων ναών συνέβη σταδιακά και με ποικίλες αφορμές σε διάστημα πλέον του ενάμιση αιώνα.

Θεσσαλονίκη. Ο ναός της Αγίας Σοφίας σε καρτ ποστάλ εποχής.

Οι κοινωνίες των πόλεων δεν συγκροτήθηκαν ούτε μόνο ως αποτέλεσμα κρατικής παρέμβασης, αλλά ούτε και ως αποτέλεσμα αυθόρμητων ενεργειών. Οι σουλτάνοι εφάρμοσαν τόσο στις πόλεις, όσο και στην ύπαιθρο των Βαλκανίων την πολιτική των μαζικών υποχρεωτικών εποικισμών, γνωστών ως sürgün. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί στις βαλκανικές κοινωνίες για πρώτη φορά το μουσουλμανικό στοιχείο. Όσον αφορά ειδικά τις πόλεις, παρ’ όλο που η ερμηνεία του φαινομένου δεν υποστηρίζεται από κάποια πηγή, τα στοιχεία μας δείχνουν ότι αυτές εποικίστηκαν – ακούσια ή εκούσια – από τουρκικής καταγωγής μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας. Οι πληθυσμοί αυτοί προέρχονταν από αντίστοιχα αστικά περιβάλλοντα του τόπου προέλευσής τους, είτε του οθωμανικού εμιράτου είτε των άλλων τουρκομανικών. Οι βιοτεχνικές ειδικότητές τους αποσκοπούσαν στο να τονώσουν ή έστω στο να μη διακόψουν την οικονομική ζωή των νεοκατακτημένων πόλεων. Η έλευσή τους δεν έγινε μόνο ως αποτέλεσμα κρατικής πολιτικής, αλλά και αυθόρμητα, λόγω των νέων ευκαιριών που διανοίγονταν γι’ αυτούς στα οθωμανικά Βαλκάνια. Η εγκατάσταση σε αξιόλογους αριθμούς έγινε κυρίως στα οικονομικά ή και διοικητικά κέντρα των περιοχών, όταν αυτά δεν ταυτίζονταν. Έκτοτε αποτελούσαν ένα σταθερό πληθυσμιακό στοιχείο των αστικών κοινωνιών των Βαλκανίων.

Οι μουσουλμανικές κοινωνίες στις πόλεις συγκροτούνταν και από το διοικητικό προσωπικό. Ως τέτοιο θα πρέπει να εννοηθούν όχι μόνο – ή τόσο – οι γραφειοκράτες, αλλά κυρίως τα στρατιωτικά σώματα που επάνδρωναν τη φρουρά του κάστρου και οι υπάλληλοι που ασκούσαν τη δικαστική εξουσία και μεριμνούσαν για την ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών των μουσουλμάνων. Εφόσον η διοίκηση την εποχή αυτή δεν ασκούταν χωριστά από τη στρατιωτική οργάνωση και εφόσον στο Ισλάμ νόμος και θρησκεία συνυπάρχουν, οι κρατικοί υπάλληλοι που συνιστούσαν ένα τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού τους, ανήκαν στις δύο μεγάλες ομάδες της αυτοκρατορίας, τους στρατιωτικούς (askeri) και τους δικαστές-θεολόγους (ulema). Από την πρώτη ομάδα προέρχονταν και οι υπάλληλοι με δημοσιονομικές αρμοδιότητες (π.χ. επόπτες τελωνείων, αγορανόμοι, ενοικιαστές φόρων).

Στρατιωτικό-διοικητικό προσωπικό (ασκερί).
Δικαστικό-θεολογικό προσωπικό (ουλεμά).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τέλος, μέρος των μουσουλμάνων των πόλεων αποτελούσαν οι εξισλαμισμένοι και οι επίσης εξισλαμισμένοι δούλοι. Οι πρώτοι, συνήθως προερχόμενοι από την ευρύτερη περιφέρεια, από τα ως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται να μην αποτελούσαν αξιόλογο τμήμα των μουσουλμάνων, καθώς η μαζική έλευσή τους στις πόλεις συνιστά φαινόμενο κυρίως του 16ου αιώνα και αργότερα. Οι δεύτεροι, αντίστροφα, συγκροτούσαν αρχικά αξιόλογο τμήμα των πόλεων και έβαιναν μειούμενοι, αφενός λόγω της σταδιακής μείωσης των πολέμων και αφετέρου λόγω της συχνής απελευθέρωσής τους.

Οι μουσουλμάνοι, πέρα από την αποκλειστικότητά τους στις κρατικές υπηρεσίες, κατείχαν αξιόλογο μερίδιο της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας των πόλεων. Η παρουσία τους σε μια πόλη δεν σήμαινε αυτόχρημα την αδιάλειπτη συνέχειά τους σ’ αυτή, αν και λίγες είναι οι περιπτώσεις πλήρους απώλειας του αρχικού μουσουλμανικού πληθυσμού μιας πόλης.

Εν τέλει, ενδιαφέρον και αδιερεύνητο ακόμη στοιχείο είναι οι παράγοντες ή τα κριτήρια που έπαιζαν κάθε φορά ρόλο στην εμφάνιση μουσουλμάνων στις πρώιμες οθωμανικές πόλεις των Βαλκανίων, όταν οι τελευταίες δεν είχαν ιδρυθεί από Οθωμανούς. Η θέση των πόλεων στη διοικητική ιεραρχία δεν φαίνεται να αποτελεί αξιόπιστο ερμηνευτικό σχήμα, όπως δείχνει το παράδειγμα των συντριπτικά χριστιανικών Ιωαννίνων, που ήταν εξαρχής έδρα μεγάλης διοικητικής περιφέρειας (sancak). Ίσως ο συνδυασμός διοικητικής θέσης και οικονομικής σημασίας μαζί με την παρουσία μουσουλμανικού πληθυσμού στην άμεση περιφέρεια να αποτελεί ικανοποιητικό ερμηνευτικό εργαλείο.

Σε αντίθεση με την παλαιότερη ελληνική βιβλιογραφία, σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι χριστιανοί δεν εκκένωσαν τις πόλεις, αλλά, αντίθετα, εξαρχής αποτελούσαν σταθερό πληθυσμιακά στοιχείο των πρώιμων αστικών κοινωνιών των Βαλκανίων, αν και όχι πάντα σε μεγάλα ποσοστά. Όπως σημειώθηκε για τη Θεσσαλονίκη, ακόμη κι όταν οι συνθήκες της κατάκτησης δεν το επέτρεπαν, οι χριστιανοί παρέμεναν στις πόλεις. Η διατήρηση, μάλιστα, της βυζαντινής ονοματολογίας των κατοίκων υποδηλώνει τη διατήρηση του βυζαντινού ή γενικότερα προ-οθωμανικού υποστρώματος στις κοινωνίες των οθωμανικών πλέον πόλεων. Η συσπείρωση γύρω από την τοπική εκκλησία και η προσπάθεια διατήρησης των εμπορικών δικτύων που είχαν αναπτυχθεί πριν την οθωμανική κατάκτηση αποτελούσαν χαρακτηριστικά της δραστηριότητας και των προτεραιοτήτων των χριστιανών. Χωρίς να μπορούμε ακόμη να υποστηρίξουμε μια αδιάλειπτη συνέχεια των μεσαιωνικών χριστιανικών ελίτ και υπό τους Οθωμανούς, η ύπαρξη, πάντως, μιας ελίτ, είτε ως απογόνων μεσαιωνικών αριστοκρατικών οικογενειών, είτε ως νέων προσώπων αναδειχθέντων μέσα σε οθωμανικό πλαίσιο, θεωρείται αναμφισβήτητη. Η κοινωνική διαστρωμάτωση, συνεπώς, εντός των χριστιανικών κοινωνιών των πόλεων ήταν ορατή, μέσα στις οικονομικές και πολιτικές δυνατότητες που τις επιτράπηκαν από το νέο κρατικό σύστημα. Η ελληνοφωνία φαίνεται να κυριαρχεί στους χριστιανούς των νότιων βαλκανικών πόλεων, ακόμη και σε ζώνες που η ύπαιθρος δεν ελληνοφωνούσε σε συντριπτικό βαθμό, όπως για παράδειγμα στην Καστοριά. Η πληθυσμιακή παρουσία χριστιανών μέσα στις πόλεις εξαρτιόταν από ποικίλους παράγοντες, τους οποίους η έρευνα, όπως και με τους μουσουλμάνους, δεν αποσαφήνισε ακόμη. Σε αντίθεση, πάντως, με τους μουσουλμάνους, οι χριστιανοί επέδειξαν μεγαλύτερη κινητικότητα και συχνότερα από τους μουσουλμάνους εμφανίζονταν, αυξάνονταν, μειώνονταν ή και εξαφανίζονταν από μια πόλη. Η εμπειρική αυτή παρατήρηση αναζητά ακόμη ερμηνεία, καθώς το εξισλαμιστικό ρεύμα δεν αποτελεί ικανοποιητικό εργαλείο για τις πληθυσμιακές αλλαγές στις πρώιμες οθωμανικές πόλεις λόγω του μικρού δημογραφικού βάρους. Η θρησκευτική σύνθεση της άμεσης ή ευρύτερης περιφέρειας φαίνεται να αποτελεί ικανοποιητικότερο ερμηνευτικό εργαλείο, καθώς από αυτήν τροφοδοτούταν κυρίως ο χριστιανικός πληθυσμός των πόλεων. Δεν θα πρέπει να λησμονείται, εξάλλου, το γεγονός ότι το γηγενές στοιχείο των Βαλκανίων ήταν οι χριστιανοί.

Το τρίτο θρησκευτικό στοιχείο που απαντάται στις πόλεις των Βαλκανίων ήταν οι Εβραίοι. Ίσως λόγω του μικρού αριθμού τους και της προβλέψιμης ιστορικής διαδρομής τους στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και της πλούσιας ερευνητικής παραγωγής κυρίως Εβραίων ιστορικών, μπορούμε να διαμορφώσουμε ευκολότερα ένα διάγραμμα της παρουσίας τους στις πρώιμες οθωμανικές πόλεις. Το μεσαιωνικό εβραϊκό υπόστρωμα των Ρωμανιωτών διατηρήθηκε αλώβητο στις βαλκανικές πόλεις μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Από τα διαθέσιμα στοιχεία για κάποιες εβραϊκές κοινότητες, μπορεί να υποστηριχθεί ότι σχεδόν το σύνολό τους μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ως αποτέλεσμα της οθωμανικής πολιτικής επανοικισμού της νέας οθωμανικής πρωτεύουσας. Τα Βαλκάνια, όμως, δεν έμειναν κενά εβραϊκής παρουσίας, καθώς αρχικά με την σταδιακή έλευση «Ασκεναζίμ» Εβραίων από την Ανατολική Ευρώπη κυρίως από τη δεκαετία του 1470 και εξής και στη συνέχεια με τη μαζική μετανάστευση των «Σεφαραδίμ» Εβραίων από την ιβηρική χερσόνησο και τα υπόλοιπα εδάφη του ισπανικού στέμματος από το 1492 και εξής, συγκροτήθηκαν νέες εβραϊκές κοινότητες, αποκλειστικά σε πόλεις υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος. Πέραν της Θεσσαλονίκης, οι Σέρρες, η Αδριανούπολη, τα Τρίκαλα ήταν μερικές από τις βαλκανικές πόλεις που διέθεταν μια σταθερή, ολιγομελή ή όχι, εβραϊκή κοινότητα. Το πληθυσμιακό μέγεθός τους ποίκιλε και γνώριζε αυξομειώσεις, όπως και των άλλων δύο θρησκευτικών ομάδων. Οι οικονομικές ασχολίες τους αφορούσαν κυρίως το εμπόριο και η κοινωνική διαστρωμάτωσή τους εξαρτιόταν από το πληθυσμιακό μέγεθός τους: όσο περισσότεροι Εβραίοι υπήρχαν σε μια πόλη, τόσο η άτυπη κοινωνική πυραμίδα αναπτυσσόταν με πληρότητα, έχοντας εξίσου μεγιστάνες του πλούτου και πάμφτωχους μεροκαματιάρηδες.

Κατά την προ-νεωτερική περίοδο, ο διαχωρισμός των κοινωνιών των πόλεων από αυτές της υπαίθρου δεν ήταν ποτέ αυστηρός. Ως εκ τούτου, στοιχεία εξαγροτισμού των πόλεων συναντούμε και στα πρώιμα οθωμανικά Βαλκάνια, όπως και αλλού στην Ευρώπη. Παρ’ όλο που οι πρώιμες οθωμανικές κοινωνίες της βαλκανικής υπαίθρου συγκροτήθηκαν με όχι ιδιαίτερα διαφορετικό τρόπο από τις αντίστοιχες των πόλεων, υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις πρώτες σε σχέση με τις δεύτερες.

Σπαχήδες.

Στο μεταίχμιο αστικών και αγροτικών κοινωνιών εντάσσονται οι μουσουλμάνοι αξιωματούχοι, των οποίων η οικονομική βάση βρισκόταν στην ύπαιθρο. Πρόκειται για την ομάδα των Οθωμανών ιππέων (sipahi), οι οποίοι μισθοδοτούνταν εισπράττοντας με την άδεια του κράτους τους φόρους των χωριών. Συνήθως διέμεναν στα χωριά ή έστω στην κοντινή κωμόπολη και τουλάχιστον κατά την πρώιμη περίοδο συνιστούσαν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της. Η προέλευσή τους δεν ήταν αυτονόητα μικρασιατική τουρκική, αλλά υπήρχαν ήδη από τον 15ο αιώνα εξισλαμισμένοι, ή παιδιά του παιδομαζώματος ή απελεύθεροι, οι οποίοι είχαν εισέλθει στο στρατιωτικό σώμα. Οι σπαχήδες δεν συνιστούσαν μια φεουδαλική αριστοκρατία κατά το πρότυπο των δυτικών μεσαιωνικών κοινωνιών. Η θέση τους βρισκόταν χαμηλά στην οθωμανική κρατική υπαλληλία και οι ίδιοι συχνά διαφοροποιούνταν οικονομικά κατά τι μόνο από τους φορολογούμενους αγροτικούς πληθυσμούς. Η κοινωνική και πολιτική ισχύς τους προερχόταν από τη θέση τους στην οθωμανική κρατική ιεραρχία και όχι από τον πλούτο τους.

Αν στις πόλεις η οθωμανική εξουσία εγκατέστησε (ή ενθάρρυνε την εγκατάσταση) βιοτεχνών και επαγγελματιών, η βαλκανική ύπαιθρος δέχτηκε νομαδικούς τουρκομανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ονομάστηκαν «Γιουρούκοι». Η έλευσή τους έγινε σταδιακά από τα τέλη του 14ου αιώνα μέχρι τα μέσα περίπου του 16ου. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα, καθώς απώλεσαν αρκετά νωρίς το νομαδικό χαρακτήρα τους, κατά κύριο λόγο στις εύφορες πεδιάδες της Θράκης, της Βορειοανατολικής Βουλγαρίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, δημιουργώντας οιονεί οικιστικούς θύλακες. Η βοηθητικού χαρακτήρα στρατιωτική οργάνωση, στην οποία τους ενέταξε το οθωμανικό κράτος, προσφέρει για τον ερευνητή και την αρχική αιτιολογία για τη μετακίνησή τους στα Βαλκάνια. Με άλλα λόγια, λόγοι ασφάλειας της νεοκατακτημένης υπαίθρου αποτέλεσαν τον αρχικό ερμηνευτικό πυρήνα του μαζικού εποικισμού των βαλκανικών πεδιάδων από Γιουρούκους. Παράλληλα, η οικονομική αναζωογόνηση εγκαταλειμμένων περιοχών συνιστούσε έναν δεύτερο βασικό λόγο γι’ αυτή την πολιτική. Οι πληθυσμοί αυτοί με τις συγκεκριμένες οικονομικές ασχολίες τους (κτηνοτροφία και γεωργία) συνιστούσαν σταθερή εικόνα της βαλκανικής υπαίθρου μέχρι και την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στις αρχές του 20ού αιώνα.

Εγκαταστάσεις Γιουρούκων στη Μακεδονία το 1530.

Εξίσου αναγνωρίσιμη ομάδα της βαλκανικής υπαίθρου, αν και πολύ περισσότερο ολιγομελή, συνιστούσαν οι μοναχοί του Ισλάμ, γνωστοί ως «δερβίσηδες». Όπως και με τους Γιουρούκους, η οθωμανική εξουσία τους χρησιμοποίησε διττώς: α) για να προπαγανδίσουν τη νέα θρησκεία και να προσηλυτίσουν ή να διαδώσουν μια θρησκευτική ανεκτικότητα μεταξύ των αλλόθρησκων ντόπιων πληθυσμών και β) για να βοηθήσουν στον εποικισμό εγκαταλειμμένων περιοχών. Το τελευταίο επιτυγχανόταν μέσω της ίδρυσης μοναστηριών (τεκέδων) πάνω σε οδικές αρτηρίες, γύρω από τα οποία συγκροτούνταν οικιστικές μονάδες. Η υιοθέτηση ενός ευπροσάρμοστου Ισλάμ – που συχνά άγγιζε τα όρια της ετεροδοξίας, οδήγησε αυτούς τους δερβίσηδες αφενός να αποκτήσουν σεβασμό και κύρος σε ντόπιους και κατακτητές και αφετέρου να διαθέτουν προσβάσεις στην κεντρική εξουσία. Η ίδρυση τεκέδων από διάφορα δερβίσικα τάγματα δεν σταματά στους πρώτους οθωμανικούς αιώνες, αλλά αυτό που σταματά είναι η επίσημη ή ανεπίσημη υποστήριξη του κράτους προς αυτούς. Πολύ περισσότερο από απλά ένα στοιχείο της βαλκανικής υπαίθρου, οι δερβίσηδες και οι τεκέδες τους αποτέλεσαν εξαρχής διακριτό στοιχείο και των πόλεων, ενισχύοντας τη μουσουλμανική παρουσία σ’ αυτές. Οι τεκέδες, εξάλλου, αποτελούσαν τμήμα της μνημειακής τοπογραφίας των οθωμανικών πόλεων.

Ο Τεκές του Κιζίλ Ντελή, στη Ρούσα Έβρου, χώρος μυστηριακών συνάξεων. Στην είσοδο υπάρχει οθωμανική επιγραφή όπου αναγράφεται το 1402 ως έτος ίδρυσης και το 1759 ως έτος ανακαίνισης.

Κατ’ αντίστοιχο τρόπο με τους τεκέδες, τα χριστιανικά μοναστήρια συνιστούσαν επίσης σταθερούς πόλους της βαλκανικής υπαίθρου κατά τους πρώτους οθωμανικούς χρόνους. Συνολικά ιδωμένο, το δίκτυο των μοναστηριών δεν ελαττώθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση. Παρ’ όλες τις καταστροφές που επέφεραν οι συνεχείς πόλεμοι του 14ου και του 15ου αιώνα, τα μεγαλύτερα από τα μοναστήρια διατήρησαν την ύπαρξή τους, αν και μειώνοντας προοδευτικά την έγγεια περιουσία τους. Ο λόγος της επιτυχίας τους ήταν η διαπραγματευτική ικανότητα των μοναχών, που οδήγησε στην απόκτηση προνομίων από τους Οθωμανούς σουλτάνους ήδη από την εποχή της κατάκτησης. Η περίπτωση των αγιορείτικων μοναστηριών είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού. Μετά, πάντως, από μια περίοδο στασιμότητας, ο 16ος αιώνας ήταν περίοδος ανακαίνισης ή και ίδρυσης νέων μοναστηριών στην ύπαιθρο, σηματοδοτώντας μια πορεία ακμής, η οποία θα συνεχιστεί και κατά τους επόμενους αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται ο οικονομικός και κοινωνικός ρόλος των μοναστηριών συνολικά στις οθωμανικές κοινωνίες, αφού η όποια ισχύς τους δεν ξεπέρασε τα όρια των χριστιανικών κοινωνιών.

Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου (1542).

 

Προνομιακό έγγραφο για το Άγιο Όρος, 1430.

 

Ίσως η πιο ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των πρώιμων οθωμανικών Βαλκανίων ήταν αυτή των χριστιανών «σπαχήδων». Υπό το όνομα αυτό αποκαλούμε τα μέλη της μεσαιωνικής γαιοκτητικής αριστοκρατίας των Βαλκανίων, τα οποία δέχτηκαν να συνεργαστούν με τη νέα πολιτική εξουσία και εις αντάλλαγμα οι Οθωμανοί τους αναγνώρισαν ένα παρόμοιο καθεστώς μ’ αυτό που είχαν κατά την προηγούμενη περίοδο. Η ομάδα αυτή συγκροτούσε τις τοπικές ελίτ των χριστιανικών κοινωνιών σε συγκεκριμένες περιοχές των Βαλκανίων (Δυτική Μακεδονία, Δυτική Θεσσαλία, Ήπειρος, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία και Σερβία). Εκτός από κάποια ονόματα δεν γνωρίζουμε πολλά για τον τόπο διαμονής και την καταγωγή τους. Ωστόσο, ακόμη και αν διέμεναν στις πόλεις, αποτελούσαν μαζί με τους μουσουλμάνους συναδέλφους τους τμήμα των αγροτικών κοινωνιών. Η ύπαρξή τους, η οποία συνιστά ένα ορατό αποτέλεσμα της πολιτικής ήπιας προσαρμογής των κατακτημένων στο οθωμανικό κρατικό σύστημα, παύει με την εκπνοή του 15ου αιώνα, αφού κατά τον 16ο το φαινόμενο σταδιακά εξαφανίζεται.

Οι αγροτικές κοινωνίες, εντέλει, συγκροτούνταν κατά κύριο λόγο από τους αγρότες, γεωργούς και κτηνοτρόφους, μουσουλμάνους και χριστιανούς. Το φορολογικό καθεστώς τους, που εν πολλοίς καθόριζε την εν γένει κοινωνική θέση τους, χαρακτηριζόταν από πολυμορφία. Πέρα από τη γενική αρχή της ελαφρύτερης φορολόγησης των μουσουλμάνων σε σχέση με τους χριστιανούς αγρότες, στους δεύτερους, ειδικά, δινόταν η ευκαιρία μέσω διαπραγμάτευσης να βελτιώσουν τη θέση τους και να ενταχθούν σε ειδικές φορολογικές κατηγορίες (μεταλλωρύχοι, αλατοπαραγωγοί, φύλακες ορεινών περασμάτων), απολαμβάνοντας έτσι μια ευνοϊκότερη καθημερινότητα. Η βαλκανική ύπαιθρος ήταν κατοικημένη κατά συντριπτική πλειονότητα από χριστιανούς αγρότες. Οι μουσουλμάνοι εντοπίζονταν σε αξιόλογους αριθμούς γύρω από συγκεκριμένες ζώνες κατοίκησης που ταυτίζονταν με τους χώρους εγκατάστασης Γιουρούκων (Θράκη, Κεντρική Μακεδονία, Ανατολική Θεσσαλία, η κοιλάδα του Αξιού προς τα Σκόπια, οι πεδιάδες της σημερινής Κεντρικής και Βορειοανατολικής Βουλγαρίας) με την εξαίρεση της Βοσνίας. Όσο το εξισλαμιστικό ρεύμα στην ύπαιθρο ήταν υποτονικό κατά τους πρώτους αιώνες, οι μουσουλμανικοί οικισμοί συγκροτούσαν νησίδες μέσα σε μια χριστιανική ύπαιθρο.

Οι ζώνες κατοίκησης για τους χριστιανικούς πληθυσμούς χαρακτηρίζονταν με βάση το εθνοτικό χαρακτηριστικό τους. Η πανσπερμία λαών στα Βαλκάνια σε συνδυασμό με την απουσία εθνικών κρατών τόσο πριν όσο και μετά την οθωμανική κατάκτηση, οδήγησε στο να δημιουργηθούν κάποιες γεωγραφικές ζώνες, οι οποίες δεν είναι πάντα εύκολο ούτε να προσδιοριστούν με ακρίβεια, αλλά ούτε να ερμηνευθούν με βάση κάποια κριτήρια σχηματισμού τους. Οι εθνοπολιτισμικές ζώνες (αλβανοφώνων, βλαχοφώνων, ελληνοφώνων και σλαβοφώνων) ακολουθούν το γλωσσικό και πολιτισμικό χαρακτηριστικό, τα οποία την εποχή εκείνη δεν είχαν κανένα νεωτερικά προσδιορισμένο εθνικό σημαινόμενο. Υπάρχει μεγάλο ερευνητικό κενό στο να διερευνηθεί κατά πόσο οι συχνές μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών στα Βαλκάνια ακολουθούσαν αυτές τις διαδρομές των ζωνών, παράλληλα με οικονομικά ή άλλα κίνητρα. Οι μετακινήσεις αυτές, παρ’ όλη τη συχνότητά τους, δεν φαίνεται να επηρέασαν σε μεγάλη έκταση την εικόνα του οικιστικού δικτύου. Σε περιοχές μικρής κλίμακας, στις οποίες μπορεί να αποκατασταθεί μια συνέχεια ανάμεσα στην προ-οθωμανική και οθωμανική εποχή (π.χ. Χαλκιδική) η έρευνα κατέληξε ότι το οικιστικό δίκτυο δεν επηρεάστηκε από την πολιτική αλλαγή. Η κινητικότητα δεν κατευθυνόταν ακόμη προς τις πόλεις σε μεγάλους αριθμούς, γι’ αυτό υπήρχε η δυνατότητα αναπλήρωσης των πληθυσμιακών ελλειμμάτων που δημιουργούνταν από τη φυγή μέρους ή και όλου του πληθυσμού ενός χωριού. Οι τύποι κατοίκησης (patterns of settlements) ποίκιλαν από περιοχή σε περιοχή, αν και οι μικρού δημογραφικού αναστήματος οικισμοί (μέχρι 50 ή 100 οικογένειες) ήταν μάλλον ένας κοινός τύπος.

Οι βαλκανικές κοινωνίες κατά την πρώιμη οθωμανική εποχή χαρακτηρίζονταν από ένα μωσαϊκό διαφόρων στοιχείων και παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλομορφία. Ουσιαστικά, προσπαθούσαν να βρουν το βηματισμό τους κατά τη διαδικασία ένταξής τους από μικρά και λίγο ως πολύ εθνοπολιτισμικά ομοιογενή κρατικά μορφώματα σε μια πολυπολιτισμική και διαρκώς επεκτεινόμενη γεωγραφικά αλλόθρησκη αυτοκρατορία. Η νέα πολιτική κατάσταση αφενός εμπλούτισε τις βαλκανικές κοινωνίες με μουσουλμανικό πληθυσμό, διαμορφώνοντας νέες κοινωνικές ιεραρχήσεις και αφετέρου ευνόησε τη σχετικά ήπια προσαρμογή των ντόπιων στο νέο κρατικό σύστημα.

Ο Φωκίων Κοτζαγεώργης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Γκαρά Ε. – Τζεδόπουλος Γ, Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην οθωμανική αυτοκρατορία. Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές, ηλεκτρονικό σύγγραμμα, Αθήνα, 2015.

– Ιναλτζίκ Χ., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασσική περίοδος, 1300-1600, Αθήνα, 1995.

– Παπασταματίου Δ. – Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, ηλεκτρονικό σύγγραμμα, Αθήνα, 2015.

– Kiel M., “The incorporation of the Balkans into the Ottoman Empire, 1353-1453” στο K. Fleet (επιμ.), The Cambridge History of Turkey, Καίμπριτζ, 2009, σσ. 138-191.

– Lowry H.W., Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους, Αθήνα, 2004.

– Sugar P., Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από Οθωμανική κυριαρχία, 1354-1804, 2 τ., Αθήνα, 1994.