Skip to main content

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923 Μέρος Β΄: Βομβαρδισμός και κατάληψη της Κερκύρας

Εκατό χρόνια από τότε

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923

Μέρος Β’: Βομβαρδισμός και κατάληψη της Κερκύρας

Στο α΄μέρος του συγκεκριμένου αφιερώματος, περιγράφηκαν συνοπτικά οι βλέψεις της Ιταλίας επί της Κερκύρας και της Ηπείρου, το χρονικό της διαχαράξεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου, η δολοφονία των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας και ο αντίκτυπός της, καθώς και η αντίδραση της Ρώμης. Αυτή συνίστατο στην αποστολή στην Αθήνα ενός τελεσιγράφου, στο οποίο δεν διευκρινιζόταν καν τι επρόκειτο να συμβεί σε περίπτωση μη αποδοχής του. Τέλος, ανεγράφη η αντίδραση της ελληνικής κυβερνήσεως και προσωπικά του υπουργού Εξωτερικών Aποστ. Αλεξανδρή.

Νωρίς το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1923, ένα ιταλικό πλοίο εισέπλευσε στο λιμάνι της αρχόντισσας του Ιονίου και αγκυροβόλησε μπροστά από το Παλαιό Φρούριο, δίχως να χαιρετήσει την ελληνική σημαία κατά τα ειωθότα. Ακολούθησε και η υπόλοιπη αρμάδα, η οποία αποτελείτο από δεκαεπτά (17) πλοία, συνοδευόμενα από ένα υποβρύχιο και τέσσερα (4) υδροπλάνα. Σύντομα, το σύνολο των ιταλικών πλοίων ανεπτύχθη σε τάξη μάχης μεταξύ της νησίδος Βίδο και της Κερκυραϊκής ακτής.

Ο νομάρχης Πέτρος Ευριπαίος.

Στις 15:00 μ.μ., ο Πλοίαρχος Antonio Foschini και ο υπασπιστής του Υποπλοίαρχος Tsordini επεσκέφθησαν τον νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο, ο οποίος τους καλωσόρισε στα γαλλικά. Ο Foschini τον διέκοψε αγενώς και του έδωσε ένα έγγραφο συντεταγμένο στα ιταλικά. Ο Ευριπαίος, καίτοι ήταν άριστος γνώστης της ιταλικής, προσποιήθηκε άγνοια της γλώσσας και, αντιλαμβανόμενος το κρίσιμο των περιστάσεων, ζήτησε από τον Foschini στα γαλλικά την έλευση του προξένου της Ιταλίας στη νήσο. Κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης αναμονής, ο Ευριπαίος κατάφερε να ειδοποιήσει ορισμένους σημαίνοντες παράγοντες όπως προσέλθουν το ταχύτερο δυνατόν στο κτίριο της νομαρχίας. Ύστερα από την πάροδο ολίγων λεπτών, κατέφθασε ο πρόξενος, ο οποίος και ανέλαβε τη μετάφραση του ιταλικού εγγράφου. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Έλληνας νομάρχης όφειλε να παραδώσει στους Ιταλούς την Κέρκυρα, δίχως να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση, διότι αυτή θα συντριβόταν δια της βίας.

Η κατάληψη της νήσου θα ξεκινούσε σε 30 λεπτά. Η προθεσμία αυτή εδίδετο για να έχουν τον χρόνο οι υπήκοοι των τρίτων κρατών όπως συγκεντρωθούν στα προξενεία των χωρών τους ή τουλάχιστον όπως δυνηθούν να απομακρυνθούν από τα στρατιωτικά κτίρια. Ο Ευριπαίος, αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, απήντησε με ψυχραιμία πως εστερείτο οδηγιών εκ μέρους της κυβερνήσεώς του και ως εκ τούτου παρεκάλεσε τον Ιταλό αξιωματικό να του δώσει την απαιτούμενη χρονική διορία για να έρθει σε τηλεγραφική επικοινωνία με την Αθήνα.

Ο Foschini απήντησε νευρικά πως ούτε προθεσμία του έδινε ούτε του επέτρεπε να έρθει σε οιασδήποτε μορφής επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση! Τότε, ο Ευριπαίος του δήλωσε υπερήφανα: «Υπό τας συνθήκας αυτάς, αδυνατώ να Σας παραδώσω την νήσον». Εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στο κτίριο οι εκπρόσωποι των Αρχών της πόλεως και οι Ιταλοί αξιωματούχοι ένιωθαν όλο και πιο άβολα. Τελικώς, ο Foschini συναίνεσε στην παραχώρηση ολιγόλεπτης προθεσμίας μόνον, όμως, για να συσκεφθεί ο Ευριπαίος με τους άλλους αξιωματούχους. Αμέσως, ο νομάρχης προσεπάθησε επί ματαίω να επικοινωνήσει με την Αθήνα για να λάβει οδηγίες της κυβερνήσεως περί του πρακτέου. Ακολουθεί ένας έντονος διάλογος του Ευριπαίου με τον Foschini. Ο Έλληνας δημόσιος λειτουργός εξαπέλυσε ένα δριμύ «κατηγορώ» για την παραβίαση της, παλαιόθεν κατοχυρωμένης, ουδετερότητος της Κερκύρας. Ο Ιταλός αξιωματικός τον διέκοψε και ζήτησε από τον πρόξενο της χώρας του να μεταφέρει στον Έλληνα νομάρχη ότι δεν είχε την πρόθεση να συνομιλήσει μαζί του. Το μόνο που ανέμενε από τον τελευταίο ήταν ένα «Ναι» ή ένα «Όχι».

Ο Ευριπαίος του απήντησε πως ο Ιταλός διοικητής της ναυτικής μοίρας Ναύαρχος Emilio Solari ήταν τακτικός επισκέπτης της νήσου και γνώστης του γεγονότος ότι και τα δύο ενετικά φρούρια της Κερκύρας όχι μόνον εστερούντο οπλισμού για την προβολή αμύνης αλλά ήταν και υπερπλήρη Μικρασιατών προσφύγων. Τότε, ο Ιταλός αξιωματικός, αντιλαμβανόμενος την παρελκυστική πολιτική του Ευριπαίου, του έδωσε ένα σημείωμα με τους όρους παραδόσεως της νήσου και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει. Λίγο πριν φύγει, είπε στον Έλληνα νομάρχη πως εάν δεν ύψωνε λευκή σημαία στον ιστό του Παλαιού Φρουρίου, θα ρίπτονταν τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και θα άρχιζε η αποβίβαση των ιταλικών στρατευμάτων. Έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι ο Foschini ουδεμία νύξη έκανε περί βομβαρδισμού της πόλεως!

Στις 17:00 μ.μ., ρίχθηκαν οι τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και λίγο μετά τα ιταλικά πλοία άρχισαν να βάλουν κατά του Παλαιού και του Νέου Φρουρίου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι Ιταλοί πυροβολητές σημάδευαν τις επάλξεις του Παλαιού Φρουρίου, επί των οποίων εκινούντο γυναίκες και παιδιά. Η απόσταση μεταξύ των πλοίων και της ακτής δεν ξεπερνούσε τα τριακόσια (300) μέτρα και είναι αδύνατον ουδείς Ιταλός να μην διέκρινε τα γυναικόπαιδα. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία επί 90 λεπτά όλοι οι, επιβαίνοντες των πλοίων, Ιταλοί δεν τα διέκριναν, είναι πρακτικώς αδύνατον αυτοί να μην αντελήφθησαν τα περίπου διακόσια (200) παιδιά, τα οποία κολυμπούσαν κάτω από το Παλαιό Φρούριο και κινδύνευαν άμεσα με τραυματισμό. Την ιδία ώρα, το ελαφρύ καταδρομικό Premuda έβαλε κατά του Νέου Φρουρίου από απόσταση περίπου πεντακοσίων (500) μέτρων. Εκεί, έμεναν οι μαθητές της Σχολής Χωροφυλακής, οι Βρετανοί εκπαιδευτές τους, λίγοι στρατιώτες της φρουράς της νήσου και εκατοντάδες πρόσφυγες.

Αναπαράσταση του κανονιοβολισμού.

Είναι δύσκολο να περιγραφεί ο πανικός, ο οποίος προκλήθηκε στην πόλη της Κερκύρας. Όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στις υπόγειες στοές των φρουρίων, στα σπίτια και στους ιερούς ναούς, ενώ κάποιοι άλλοι έπεφταν στη θάλασσα. Ο τρόμος επετείνετο από το θέαμα των πρώτων νεκρών και των τραυματιών, τις οιμωγές των οικείων τους, τις φωνές τρόμου των γυναικοπαίδων αλλά και την πτήση ορισμένων ιταλικών αεροπλάνων σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την πόλη.

Πολλές από τις οβίδες έπεσαν στο εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ άλλες έπεσαν ακόμα και στον κήπο των πρώην θερινών βασιλικών ανακτόρων, που βρίσκονται αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη! Ο βομβαρδισμός διήρκεσε επί 25 λεπτά και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 15 και τον τραυματισμό τουλάχιστον 35 αμάχων. Ο Ευριπαίος αντελήφθη ότι δεν θα ελάμβανε διαταγές από την αιφνιδιασμένη κυβέρνηση των Αθηνών. Εξέδωσε, λοιπόν, μία σειρά διαταγών σε συνεργασία με τις άλλες Αρχές της νήσου, ενώ συνέταξε και μία επίσημη διαμαρτυρία προς τον Ιταλό Ναύαρχο Solari. Κατόπιν, απεφάσισε να επωμισθεί το βάρος της μεγάλης αποφάσεως. Έδωσε διαταγή στον σηματογράφο του Παλαιού Φρουρίου να υψώσει λευκή σημαία. Επειδή δε, λευκή σημαία δεν ανευρίσκετο στο φρούριο και ο χρόνος περνούσε, τα τέκνα του Ευριπαίου έβγαλαν ένα τεράστιο, άσπρο σεντόνι στο μπαλκόνι του κτιρίου της νομαρχίας.

Αμέσως μετά, άρχισε η αποβίβαση των ιταλικών στρατευμάτων στο λιμάνι. Μόλις οι ανιχνευτές ανήγγειλαν ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος Έλληνα στρατιώτη στα φρούρια, οι σάλπιγγες έδωσαν τη διαταγή της επιθέσεως. Αμέσως, οι Ιταλοί οπλίτες έχασαν κάθε στρατιωτική πειθαρχία και άρχισαν να τρέχουν, συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον και πατώντας κυριολεκτικώς επί πτωμάτων. Το μένος τους ξέσπασε στο οίκημα του VII Στρατολογικού Γραφείου, την πόρτα του οποίου γάζωσαν με σφαίρες. Στη συνέχεια, το κατέστρεψαν ολοσχερώς, σπάζοντας τα έπιπλα, σχίζοντας τα αρχεία, καίγοντας τα μητρώα και κλέβοντας διάφορα κιβώτια και μία κλίνη εκστρατείας! Την ιδία απρεπή συμπεριφορά επέδειξαν και στο Φρουραρχείο, ενώ στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο διέταξαν την απομάκρυνση όλων ανεξαιρέτως των ασθενών και συνέλαβαν το προσωπικό.

Εκτεταμένες ζημιές προεκλήθησαν και στο Νέο Φρούριο. Εκεί, οι Ιταλοί στρατιώτες έσπασαν την πόρτα της εκκλησίας, λεηλάτησαν τις αποθήκες ιματισμού της Σχολής Αστυνομίας και επέδραμαν στην κατοικία του Διευθυντή της Σχολής, απ’ όπου εκπαραθύρωσαν τα έπιπλα! Το χειρότερο όλων, όμως, συμβάν έλαβε χώρα στο Παλαιό Φρούριο. Εκεί, ένας λόχος Ιταλών στρατιωτών βρήκε μία ελληνική σημαία, την κρέμασε σαν κουρέλι πάνω σε μία ξιφολόγχη και την περιέφερε χλευαστικώς στην πόλη. Η θλιβερή αυτή πομπή κατέληξε πάνω στην ιταλική ναυαρχίδα, όπου οι Ιταλοί ζητωκραύγασαν υπέρ της χώρας τους και του… ενδόξου στρατού της.

Αριστερά: Η αλήθεια για τον βομβαρδισμό της Κερκύρας, βιβλίο που συνέγραψε και εξέδωσε ο Antonio Foschini το 1953, τριάντα χρόνια έπειτα από τα γεγονότα. Δεξιά: πρωτοσέλιδο της Illustrazione Italiana της 9ης Σεπτεμβρίου 1923.

Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής καταλήψεως, ανήρτησαν σε όλα τα δημόσια κτίρια φρεσκοβαμμένες επιγραφές στα ιταλικά, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ελάχιστοι Κερκυραίοι ήταν γνώστες της γλώσσας αυτής. Λίγες ημέρες μετά, έφθασαν στην νήσο ο Ιταλός υφυπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και ένας γενικός επιθεωρητής της διοικήσεως. Σκοπός της μετάβασής τους στην Κέρκυρα ήταν η οργάνωση των τοπικών υπηρεσιών κατά το ιταλικό σύστημα. Υπήρξαν και άλλες ενδείξεις των προθέσεών τους περί μακροχρονίου εγκαταστάσεώς τους στη νήσο, όπως η έναρξη εκτελέσεως εκτεταμένων χωματουργικών έργων για την κατασκευή αεροδρομίου σε περιοχή πλησίον της πόλεως, η προσπάθεια δημιουργίας σταθμού υποδοχής υδροπλάνων στα Γουβιά και η συνεχής αποστολή τεραστίων ποσοτήτων πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει πολλαπλάσιο αριθμό ανδρών. Τέλος, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η κυκλοφορία ενός γραμματοσήμου με την ένδειξη «Κέρκυρα – ιταλική κατοχή» από τις πρώτες κιόλας ημέρες της καταλήψεως της νήσου.

Η είσοδος του παλαιού φρουρίου.

Οι προαναφερθείσες πράξεις επέτειναν την καχυποψία των Κερκυραίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις των Ιταλών και συνέτειναν στη διατήρηση του κακού κλίματος μεταξύ των δύο εθνοτήτων. Η ιταλική διοίκηση επεχείρησε να εκμεταλλευθεί το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των Κερκυραίων και να προσεγγίσει τον Μητροπολίτη Αθηναγόρα, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη. Σύντομα, ο Ιταλός πρόξενος μετεβίβασε την πρόσκληση του νέου διοικητού της νήσου Αντιναυάρχου Belleni στον Αθηναγόρα, ο οποίος μετέβη στην νομαρχία. Εκεί, ο Belleni τον υπεδέχθη με, ασυνήθιστη για τον ίδιο, αβρότητα. Ο Αθηναγόρας, όμως, δεν επρόκειτο να πέσει στην παγίδα. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με παγερή ψυχρότητα και αμέσως μετά καθήλωσε τον συνομιλητή του, διαμαρτυρόμενος για τον βομβαρδισμό. Επηκολούθησε ένας έντονος διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών και ο Αθηναγόρας απεχώρησε.

Οι Κερκυραίοι έκλεισαν τα καταστήματά τους μετά τον βομβαρδισμό και μόνον δια της βίας «επείσθησαν» να τα επαναλειτουργήσουν. Ακόμα και τότε, όμως, αρνούνταν να συναλλαχθούν με Ιταλούς. Ουδείς τους επλησίαζε και όλοι εξεδήλωναν εμφανώς την αποστροφή τους για τους κατακτητές. Τότε, οι Ιταλοί σκέφτηκαν να εκμεταλλευθούν την, έως και σήμερα γνωστή, λατρεία των Κερκυραίων για τη μουσική, στέλνοντας κάθε απόγευμα τη στρατιωτική τους μπάντα να παίζει μουσική στην εξέδρα της Άνω Πλατείας (Σπιανάδα). Αμέσως, ο χώρος άδειαζε από Κερκυραίους. Την 10η Σεπτεμβρίου, ορισμένοι αγανακτισμένοι Έλληνες όρμησαν στην εξέδρα και κατέστρεψαν τον φωτισμό, υποχρεώνοντας την μπάντα να αποχωρήσει εσπευσμένα. Επίσης, οι Ιταλοί ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνεχείς πράξεις δολιοφθοράς κατά τις βραδινές ώρες (όπως κοπή τηλεφωνικών καλωδίων, σχίσιμο ανακοινώσεων κ.α.).

Γενικότερα, η νήσος είχε κηρυχθεί ατύπως σε κατάσταση πένθους από την ημέρα της καταλήψεώς της και ούτε καν γάμοι ετελούντο. Τελευταίο, και ίσως χαρακτηριστικότερο όλων, παράδειγμα των πραγματικών αισθημάτων των κατοίκων έναντι των Ιταλών κατακτητών, απετέλεσε η στάση των γυναικών ελευθερίων ηθών. Αυτές ηρνούντο συστηματικώς να δεχθούν ως πελάτες Ιταλούς αξιωματικούς και οπλίτες, ακόμα και όταν ορισμένοι εξ αυτών τους προσέφεραν διπλάσια της συνηθισμένης αμοιβής.

Occupation Of Corfu (1923) – British Pathé FILM ID: 316.42

Στις 17.00 μ.μ., όταν ο Ιταλός Ναύαρχος Solari επέδιδε τη διαταγή της ενάρξεως του κανονιοβολισμού, ο Ιταλός πρεσβευτής Montagna έφθανε στο Υπουργείο Εξωτερικών και ζητούσε να δει τον Αλεξανδρή. Ο τελευταίος έπαιρνε έναν μικρό ύπνο και, συνηθισμένος όπως ήταν από τις τελευταίες συχνές επισκέψεις του Montagna, έσπευσε να τον δει δίχως να φορέσει ούτε τη γραβάτα του. Ίσως και να προαισθανόταν ότι κάποια καινούρια συμφορά θα του ανεκοίνωνε ο Ιταλός. Ο τελευταίος παγερά του ενεχείρισε μία νέα διακοίνωση, με την οποία τον πληροφορούσε για το θλιβερό γεγονός της καταλήψεως της Κερκύρας. Η διακοίνωση αυτή δεν ήταν καν τελεσίγραφο.

Ήταν απλώς μία ειδοποίηση προς την Ελλάδα για ένα τετελεσμένο γεγονός. Επιπλέον, αποτελούσε μία προειδοποίηση μαζί με μία συγκεκαλυμμένη απειλή για να μην προβάλει η Αθήνα αντίσταση, διότι τότε θα μεταβαλλόταν η μορφή της ιταλικής ενέργειας. Η σκόπιμη αυτή ασάφεια δημιουργούσε μεγαλύτερο πανικό.

Αμέσως μετά την αναχώρηση του Montagna, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών τηλεφώνησε στον ισχυρό άνδρα του στασιαστικού κινήματος του 1922 Νικ. Πλαστήρα, ο οποίος μόλις είχε λάβει ένα νέο τηλεγράφημα του Ευριπαίου. Τα γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία. Ο Πλαστήρας τηλεφώνησε οργισμένος στον Γονατά, ο οποίος κοιμόταν. Του περιέγραψε την κατάσταση και τον ενημέρωσε ότι έφευγε για το τηλεγραφείο προκειμένου να διατάξει τον Φρούραρχο όπως αντισταθεί. Ο άρτι εγερθείς από την κλίνη του Γονατάς δυσκολευόταν να συνειδητοποιήσει τα όσα άκουγε. Οι τελευταίες λέξεις «ήχησαν σαν σειρήνες στ’αυτιά του» και προσπάθησε μάταια να συγκρατήσει τον Πλαστήρα.

Ο τελευταίος είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο και έσπευδε από το πολιτικό του γραφείο, το οποίο βρισκόταν πίσω από το κτήριο του σημερινού Υπουργείου Οικονομικών στο Σύνταγμα, στο τηλεγραφείο. Αυτό ήταν εγκατεστημένο στη σημερινή πλατεία Κοτζιά, μπροστά από το Δημαρχείο των Αθηνών. Καθ’οδόν φαίνεται πως έκανε μία μικρή στάση στα γραφεία της αμερικανικής αντιπροσωπείας, όπου και ενημέρωσε τον επικεφαλής της ότι σκόπευε να διατάξει τις αρχές της νήσου όπως προβάλλουν αντίσταση για να προασπίσουν την τιμή της Ελλάδος. Προφανώς αυτή η καθυστέρηση απέβη σωτήρια…

Ο πρωθυπουργός, έντρομος, κάλεσε στο τηλέφωνο τον Αλεξανδρή για να ενημερωθεί εκτενέστερα. Ο τελευταίος επιβεβαίωσε τους φόβους του Γονατά. Κατόπιν, ο πρωθυπουργός ντύθηκε βιαστικά και μετέβη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Και οι δύο μαζί απεφάσισαν να σπεύσουν στο τηλεγραφείο για να αποτρέψουν τον παρορμητικό Πλαστήρα από τη διάπραξη ενός τέτοιου σφάλματος. Ο Πλαστήρας είχε ήδη αρχίσει να υπαγορεύει τη διαταγή εν μέσω θρησκευτικής σιγής. Ξαφνικά, θόρυβος και φωνές ακούστηκαν από την είσοδο. Ήταν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών, οι οποίοι έφθαναν ασθμαίνοντες. Ο Πλαστήρας έμεινε προσηλωμένος στο κείμενο, το οποίο υπαγόρευε, αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα τριγύρω του. Τότε, ξεστόμισε τη φοβερή φράση: «… δίδω υμίν διαταγήν όπως αντισταθήτε δια των όπλων».

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο Γονατάς, κάθιδρος και ταραγμένος, έκανε δύο βήματα παραπάνω, άρπαξε το χέρι του τηλεγραφητή και το τράβηξε απότομα από το χειριστήριο. Ο Πλαστήρας, εκνευρισμένος, στράφηκε προς τον Γονατά. Εκείνος, έχοντας και τη συνδρομή του Αλεξανδρή, κατάφερε να πείσει τον εξοργισμένο Συνταγματάρχη να τον ακολουθήσει στην άκρη της αίθουσας. Εκεί, τόσο ο ίδιος (δηλαδή ο Γονατάς) όσο και ο Αλεξανδρής προσπάθησαν να του εξηγήσουν το πόσο επικίνδυνο για το έθνος ολόκληρο και κυρίως για την Κέρκυρα ήταν το να προβληθεί ένοπλη αντίσταση. Ο Πλαστήρας, σκεπτόμενος ως στρατιωτικός, εξέφραζε έντονες αντιρρήσεις, αλλά τελικώς κάμφθηκε.

Ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς (αριστερά) και ο υπουργός Εξωτερικών Απόστολος Αλεξανδρής το 1923.

Οι παριστάμενοι είχαν ζήσει μία μοναδική στιγμή της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Οι κυβερνήτες της χώρας απεφάσισαν εκεί, μπροστά σε όλους, να ακολουθήσουν την οδό της λογικής. Φαίνεται, ίσως, παράδοξο σήμερα το πώς θα μπορούσε το θυμικό ενός εξωθεσμικού παράγοντα όπως ήταν ο Πλαστήρας να οδηγήσει την Ελλάδα σ’έναν πόλεμο ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών. Οι εποχές, όμως, εκείνες ήταν διαφορετικές και ουδείς δύναται να κρίνει αντικειμενικά λαμβάνοντας υπ’όψιν του τα σημερινά δεδομένα. Η επικοινωνία με την Κέρκυρα διακόπηκε. Στο μαρτυρικό νησί, το βάρος των μεγάλων αποφάσεων μετακυλίστηκε στους ώμους του νομάρχη Ευριπαίου.

Τα άσχημα νέα δεν άργησαν να διαδοθούν στην ελληνική πρωτεύουσα. Ο εκνευρισμός, ο οποίος επεκράτησε, ήταν μεγάλος, ενώ συνεχώς κατέφθαναν νέες και αντιφατικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια, οι διαδόσεις, οι οποίες επιπλέον ήταν αδύνατον να επιβεβαιωθούν, μεταφέρονταν στον Τύπο δημιουργώντας πλήρη σύγχυση. Σε αυτόν, εγράφη πως πλήθος Κερκυραίων είχε κατακλύσει την προκυμαία και απεδοκίμασε τους Ιταλούς, καθώς και ότι μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν και μαθητές της Σχολής Αστυνομίας Πόλεων. Αλλού αναφέρθηκε πως την Κέρκυρα βομβάρδισαν και ιταλικά αεροπλάνα, καθώς και ότι από τους ιταλικούς κανονιοβολισμούς κατερρίφθη ένα ιταλικό αεροπλάνο. Επίσης, ευρέως κυκλοφόρησε η φήμη της προσέγγισης στο νησί μονάδων του βρετανικού στόλου, ενώ ευμενώς σχολιάζονταν οι φανερές αποδοκιμασίες των ξένων υπηκόων προς τους Ιταλούς.

Η μεγάλη σύγχυση, όμως, επικρατούσε σχετικά με το ποια νησιά κατέλαβε ή επρόκειτο να καταλάβει η Ιταλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα απετέλεσε η Σάμος, την οποία ανέφερε σύσσωμος σχεδόν ο γαλλικός Τύπος της 1ης Σεπτεμβρίου. Την κατάληψη της νήσου αυτής θεωρούσε επικείμενη και ο Νικόλαος Πολίτης σε τηλεγράφημά του προς τον Βενιζέλο, ενώ τη φήμη αυτή μετέφερε και ο Ιωάννης Μεταξάς στο Ημερολόγιό του. Άλλες φήμες αφορούσαν την κατάληψη της Πάργας ή και της Σαμοθράκης! Ως εκ τούτου, όταν οι Ιταλοί προχώρησαν στην κατάληψη των Παξών και των Αντίπαξων την 1η Σεπτεμβρίου και αργότερα των Οθωνών, της Ερεικούσσας και του Μαθρακίου, το γεγονός θεωρήθηκε λίγο ως πολύ αναμενόμενο και πέρασε στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων!

Το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής της 1ης Σεπτεμβρίου 1923.

Σταδιακά, άρχισαν να φθάνουν τα νέα περί κακοποιήσεων Ελλήνων στην Ιταλία, αλλά και οι πρώτες πληροφορίες περί των καταστροφών στην Κέρκυρα. Τα πνεύματα οξύνθηκαν και ομάδες πολιτών άρχισαν να διατρέχουν την πόλη και να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες. Ακόμα και τα θέατρα σταμάτησαν τις παραστάσεις τους και παντού υπήρχε μία αίσθηση γενικευμένης κρίσεως. Ψηφίσματα άρχισαν να κατακλύζουν τα πολιτικά γραφεία. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίασε εκτάκτως επί μακρόν, δίχως, όμως, να λάβει ουσιαστικές αποφάσεις, γεγονός το οποίο διαφαίνεται και στο μάλλον «αμήχανο» ανακοινωθέν, το οποίο εκδόθηκε αργά το βράδυ. Το μόνο σοβαρό μέτρο, το οποίο ελήφθη, δίχως φυσικά να ανακοινωθεί, ήταν η μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων στα Ηπειρωτικά παράλια απέναντι από την Κέρκυρα. Οι «ακραίοι» εκ των κινηματιών, όμως, πίεζαν για τη λήψη δραστικών μέτρων, π.χ. ο Υποναύαρχος Χατζηκυριάκος απειλούσε ότι, εάν δεν λαμβάνονταν τα δέοντα μέτρα, θα έπαιρνε τον στόλο και θα βομβάρδιζε μία ιταλική παράκτια πόλη!

Τα γεγονότα στην Κέρκυρα προκάλεσαν αίσθηση παγκοσμίως. Η διεθνής κοινή γνώμη ήταν ακόμα πολύ ευαίσθητη σε οποιοδήποτε γεγονός μπορούσε να διαταράξει τις ισορροπίες και τα αντανακλαστικά της βρίσκονταν σε διαρκή εγρήγορση. Ως εκ τούτου, η μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνήσεων και κυρίως των λαών κατεδίκασε την ιταλική ενέργεια. Πάντως, ακόμη και στις χώρες, των οποίων οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να κρατήσουν μία εξισορροπιστική στάση, ο Τύπος δεν εφείσθη επικριτικών σχολίων για την Ιταλία και την κυβέρνησή της. Ως κατακλείδα, μπορεί βάσιμα να υποστηριχτεί ότι η διεθνής κοινή γνώμη, η οποία αρχικώς τάχθηκε κατά πλειοψηφία υπέρ της Ιταλίας λόγω του εγκλήματος στην Κακαβιά, μεταστράφηκε υπέρ της Ελλάδας και των τραγικών θυμάτων της Κέρκυρας, ενώ οι κυβερνήσεις εξήρτησαν την πολιτική τους από τα ευρύτερα γεωπολιτικά τους συμφέροντα, αν και υπήρξαν πολλές και σοβαρές εξαιρέσεις.

Η πρώτη χώρα η οποία θα εξεταστεί είναι η Γαλλία. Τρεις παράμετροι υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της στάσης της επίσημης κυβερνήσεως, του Τύπου και της κοινής γνώμης: α) η κατάληψη του Ρουρ και η δύσκολη θέση, στην οποία είχε περιέλθει η γαλλική κυβέρνηση· διάχυτος ήταν ο φόβος ότι εάν τελικώς ανελάμβανε δράση η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη και καταδικαζόταν η μονομερής ιταλική ενέργεια, το ίδιο θα ζητούσε απ’ αυτήν να κάνει και η Γερμανία σχετικά με την αντίστοιχη γαλλική ενέργεια στο Ρουρ, β) η σταθερή προσήλωση της γαλλικής κοινής γνώμης στην ειρηνική επίλυση των όποιων διαφορών και στην πάση θυσία αποφυγή εμπλοκής της Γαλλίας σε πολεμική σύρραξη και μάλιστα προς χάριν τρίτων και γ) το γεγονός ότι ουδεμία γαλλική εφημερίδα είχε ανταποκριτή στην Αθήνα, καίτοι πολλές εξ αυτών είχαν απεσταλμένους στη Ρώμη.

Η γαλλική κυβέρνηση σίγουρα αιφνιδιάστηκε από την ιταλική πρωτοβουλία. Άλλωστε, διάχυτο ήταν το κλίμα αιφνιδιασμού μεταξύ όλων των επίσημων κύκλων. Αυτοί είχαν δικαιολογήσει αρχικώς τον Mussolini, αποδίδοντας το ύφος του τελεσιγράφου σε λόγους εσωτερικών εντυπώσεων και δεν ανέμεναν περαιτέρω «ριψοκίνδυνες ιταλικές ενέργειες». Αμέσως, όμως, μόλις το αρχικό σοκ ξεπεράστηκε, πρώτιστος στόχος των Γάλλων ιθυνόντων κατέστη η αποφυγή της προκλήσεως μίας πιθανής δυσαρέσκειας της Ρώμης, της οποίας η υποστήριξη ήταν ουσιώδης για την υπόθεση του Ρουρ.

Προς τούτο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος κλήθηκε να υποστηρίξει διακριτικά την Ιταλία. Η αλήθεια είναι ότι οι γαλλικές εφημερίδες δημοσίευσαν όλα τα τηλεγραφήματα, απ’ όπου και αν αυτά προέρχονταν, ακόμα και φήμες, π.χ. παρουσιάστηκε ως επικείμενο ή ακόμα και τετελεσμένο γεγονός η κατάληψη της Σάμου, καθώς και η προσέγγιση ή και άφιξη ακόμα του βρετανικού στόλου στα χωρικά ύδατα της Κερκύρας.

Συνολικά, ο αριθμός των εφημερίδων, οι οποίες τάχθηκαν είτε ανοικτά είτε συγκεκαλυμμένα υπέρ της Ιταλίας ήταν ο μεγαλύτερος και περιελάμβανε την πλειοψηφία των πλέον αξιόλογων φύλλων. Πρώτιστο μέλημα των αρθρογράφων τους υπήρξε η αμφισβήτηση της υπάρξεως νεκρών από τον βομβαρδισμό αλλά και η υποστήριξη της απόψεως ότι η γενεσιουργός αιτία για την πρόκληση της ιταλικής αντιδράσεως υπήρξε η μη αποδοχή των ιταλικών όρων από μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως, όπως ακριβώς έκανε και η αντίστοιχη γερμανική, προκαλώντας τη γαλλική αντίδραση στο Ρουρ. Το πρώτο επιχείρημα κατερρίφθη με την πάροδο δύο-τριών ημερών, όταν η ύπαρξη θυμάτων από τον βομβαρδισμό κατέστη αδιαμφισβήτητη και τότε το τμήμα αυτό του γαλλικού Τύπου άρχισε να αναμοχλεύει το παρελθόν, τονίζοντας τους κοινούς δεσμούς μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας και εμμένοντας στα θλιβερά γεγονότα του Ζαππείου του 1916 (τα οποία, όμως, ήταν το λογικό επακόλουθο της γαλλικής πολιτικής της περιόδου).

Ουδείς, άλλωστε, αμφισβήτησε ότι η Ιταλία συγκέντρωνε πολύ περισσότερες συμπάθειες απ’ ότι η Ελλάδα μεταξύ των Γάλλων. Επιπλέον, γινόταν συχνή αναφορά στα τεράστια οικονομικά συμφέροντα των Γάλλων κεφαλαιούχων στον ιταλικό Βορρά αλλά και στο υψηλό επίπεδο των διμερών διακρατικών σχέσεων μεταξύ Παρισίων και Ρώμης. Αντιθέτως, οι Έλληνες εκπροσωπούντο από μία μη αναγνωρισμένη κυβέρνηση, η οποία, επιπλέον, βαρυνόταν και με «το άγος της εκτελέσεως των Έξι» (μάλιστα, η εφημερίδα L’ Homme Libre, 2/9/1923 χαρακτήρισε τον Έλληνα πρωθυπουργό Γονατά και τα λοιπά μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου «στρατολογημένους ληστοσυμμορίτες και κοινούς εγκληματίες»).   Τέλος,   δεν   έλειψαν   και   οι   αναφορές   για «βαρβαρότητες» του ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό μέτωπο, τις οποίες είχε αρκούντως προβάλλει ο γαλλικός Τύπος της περιόδου. Όλα τα παραπάνω, τα οποία συχνά δεν είχαν άμεση σχέση με την υπόθεση, διεμόρφωσαν ένα φιλοϊταλικό ρεύμα στη γαλλική κοινή γνώμη, ιδίως κατά τις πρώτες ημέρες της κρίσεως. Στην κατηγορία αυτή, μπορούν να ενταχθούν οι κάτωθι εφημερίδες: L’Avenir, L’Écho de Paris, L’Écho National, L’Excelsior, Le Figaro, Le Gaulois, L’Homme Libre, Le Journal, La Lanterne, Le Matin, Le Petit Journal, Le Rappel, La Republique Française, Le Temps και La Victoire.

Το πρωτοσέλιδο της Le Temps της 9ης Σεπτεμβρίου 1923. Η σχετική αναφορά διακρίνεται στο δεξιό άκρο. (Πηγή: Gallica – Bibliothèque Nationale de France).

Στην αντίθετη πλευρά, υπήρχε ένας αξιοσέβαστος αριθμός εφημερίδων, που διακρίνονταν για τη σοσιαλιστική και την φιλεργατική τοποθέτησή τους. Αυτές εξέφραζαν κυρίως τον χώρο της αντιπολιτεύσεως και διαπνέονταν από έντονη αντιπάθεια προς το φασιστικό καθεστώς και τις μεθόδους του. Αρκετές ήταν ανεξάρτητες ή και ακραία ριζοσπαστικές, ενώ διέκριναν στον επεκτατισμό του Mussolini έναν κίνδυνο για τα γαλλικά συμφέροντα αλλά και για την παγκόσμια ειρήνη (με αυτήν τη σειρά!). Άλλοι λόγοι οι οποίοι τις έκαναν να κατακρίνουν την ιταλική ενέργεια ήταν η ένταξή τους στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως, η αντίθεσή τους με τη γαλλική πολιτική στο Ρουρ (η οποία ίσως στεφόταν με επιτυχία και με την ιταλική συνδρομή) και τέλος η διάθεσή τους για άσκηση αντιπολιτεύσεως προς την κυβέρνηση, κυρίως από τη στιγμή κατά την οποία η τελευταία στρεφόταν εμφανώς υπέρ της Ιταλίας. Είναι δηλαδή χαρακτηριστικό ότι τα κίνητρά τους δεν αφορούσαν στην Ελλάδα αλλά ήταν γενικοτέρας φύσεως! Χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα της ιδεολογικής διάστασης της υποθέσεως είναι οι αντικρουόμενες θέσεις, τις οποίες έλαβαν επ’ αυτής η L’Action Française (φιλομοναρχική – μάλλον ευμενώς ουδέτερη υπέρ του Mussolini) και η L’Humanité (κομμουνιστική – σφόδρα επικριτική για τον φασισμό). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: L’Eclair, L’Humanité, L’Information, La Liberté, L’Oeuvre, Le Paris-Midi, Le Petit Parisien, Le Peuple, Le Populaire, Le Quοtidien και η Le Radical.

Υπήρχε και μία τρίτη ομάδα εφημερίδων, η οποία αντιμετώπισε μάλλον δημοσιογραφικά το θέμα, δίχως να του δώσει έμφαση και δίχως να τοποθετηθεί υπέρ του ενός ή του άλλου. Η ομάδα αυτή απαρτιζόταν από τις εφημερίδες: L’Action Française, Le Bonsoir, L’Ère Nouvelle, L’Intransigeant, La Libre Parole και La Presse. Tέλος, υπήρχε και μία τέταρτη ομάδα, η οποία συνεκροτείτο από μία και μόνη εφημερίδα, τη φιλοκυβερνητική Le Journal des Débâts. Αυτή απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο περιστατικό, διατηρώντας εξ αρχής την αντικειμενικότητά της και προσπάθησε να παρουσιάσει το γεγονός στις σωστές του διαστάσεις. Επέκρινε μεν τη συγκεκριμένη πράξη της Ιταλίας αλλά με μετριοπάθεια και δίχως προκαταλήψεις, ενώ στήριξε κριτικά την πολιτική της γαλλικής κυβερνήσεως, αποφεύγοντας τους όποιους συσχετισμούς με την υπόθεση του Ρουρ.

Journal des Débâts, πρωτοσέλιδο της 1ης Σεπτεμβρίου 1923 (Πηγή: Gallica – Bibliothèque Nationale de France).

Ήταν η μόνη εφημερίδα, στην οποία μπορούσε να διαβάσει κανείς όλες τις εκφάνσεις της υποθέσεως. Το κλίμα, το οποίο διαμόρφωσε η πλειοψηφία του γαλλικού Τύπου, δυσκόλεψε ιδιαίτερα τη γαλλική κυβέρνηση στις σχέσεις της με τις χώρες στις οποίες η άποψη του Παρισιού ακουγόταν με σεβασμό. Κράτη όπως το Βέλγιο, η Νοτιοσλαβία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Τσεχοσλοβακία αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη δυσαρέσκεια την καιροσκοπική γαλλική πολιτική επί του θέματος και οι πολίτες τους διάβαζαν με μεγάλη δυσφορία την πλειοψηφία των γαλλικών εφημερίδων.

Τελείως διαφορετικό ήταν το κλίμα στη Μεγ. Βρετανία, τόσο στον Τύπο όσο και στην κοινή γνώμη. Βεβαίως, η βρετανική κυβέρνηση είχε ταχθεί εξ αρχής συγκεκαλυμμένα στο πλευρό της Ελλάδος. Η τελευταία ιταλική ενέργεια είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των επίσημων κύκλων του Λονδίνου. Παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε έγιναν «συστάσεις» προς τις βρετανικές εφημερίδες, καθώς η ανεξαρτησία του Τύπου θεωρείτο, όπως και σήμερα εν πολλοίς, ιερή. Η μελέτη του βρετανικού Τύπου της περιόδου οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι, με την εξαίρεση της Daily Mail, το σύνολο σχεδόν των εφημερίδων δεν επεκρότησε την ιταλική αντίδραση στη δολοφονία της Κακαβιάς. Η στάση τους ήταν σταθερή από το ξεκίνημα της   κρίσεως με την αποστολή του ιταλικού τελεσιγράφου της 29ης Αυγούστου. Πολλές από αυτές δεν δίστασαν να το παραλληλίσουν με την αντίστοιχη αυστριακή διακοίνωση του θέρους του 1914, όπως π.χ. η Star (στην ιδία σύγκριση είχαν προβεί και δύο γαλλικές εφημερίδες, ο L’ Homme Libre – 31/8/1923 και η Le Journal des Débâts – 1/9/1923, εκ των οποίων η πρώτη σύντομα μετέβαλε άποψη).

Ακόμη, όμως, και όσα φύλλα δεν προχώρησαν στη διατύπωση ενός τόσο σκληρού χαρακτηρισμού, επέκριναν με δριμύτητα το ιταλικό κείμενο (π.χ. The Daily News – 31/8/1923, The Times – 31/8/1923). O βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κερκύρας, σε συνδυασμό με την απώλεια τόσων ψυχών, δημιούργησαν ένα κύμα πλήρους αποστροφής για την Ιταλία και απόλυτης καταδίκης των μεθόδων της. Δίχως να έχει παραλειφθεί η οξύτατη καταδίκη του τελεσιγράφου, η βρετανική κριτική διευρυνόταν και αφορούσε την ωμή καταπάτηση της ουδετερότητος της νήσου, εγγυήτρια της οποίας υπήρξε η ιδία η βρετανική κυβέρνηση. Το ενδιαφέρον του βρετανικού κοινού γιγαντωνόταν και άπτετο τόσο του ηθικού μέρους (ένα τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο δόθηκε ανοχύρωτο σ’ ένα μικρό κράτος υπό την εγγύηση του Λονδίνου) όσο και του πρακτικού, καθώς το ενδεχόμενο μονίμου εγκαταστάσεως των Ιταλών σ’ ένα στρατηγικής σημασίας μέρος τους καθιστούσε μία εν δυνάμει απειλή για τα βρετανικά συμφέροντα στο μέλλον.

Η βρετανική κυβέρνηση ίσως να αιφνιδιάστηκε από την ιταλική θρασύτητα, o βρετανικός Τύπος, όμως, όχι. Οι επιθέσεις κατά της Ιταλίας απέκτησαν μία ασυνήθιστη, για τα βρετανικά δεδομένα, βιαιότητα και ξεκινούσαν από τον χαρακτηρισμό της ιταλικής ενέργειας ως «διακυβευούσης την βιωσιμότητα της ιδίας της Κ.τ.Ε.» (Daily Telegraph – 1/9/1923) έως την καταδίκη της ως «oφθαλμοφανούς προβοκάτσιας αντιληπτής απ’ όλη την ανθρωπότητα εκτός της ιδίας της Ιταλίας, η οποία θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη» (The Daily News – 1/9/1923). Οι επικρίσεις των Βρετανών δημοσιογράφων άγγιξαν και το πρόσωπο του ιδίου του Mussolini, ο οποίος απεκαλείτο «ούτε λογικός, ούτε ήρεμος, αφού ζήτησε την εκπλήρωση ανέφικτων όρων» (The Daily News – 1/9/1923), «άτομο το οποίο πάει πολύ γρήγορα και πολύ μακριά» (The Westminster Gazette – 1/9/1923) και «προσωπικότητα, η οποία ευρίσκεται εμφανώς εκτός λογικής» (Daily Herald – 2/9/1923 και The Westminster Gazette – 2/9/1923).

Γελοιογραφία με αφορμή το επεισόδιο της Κέρκυρας, Punch Magazine, 12 Σεπτεμβρίου 1923.

Το μέγεθος της βρετανικής αγανάκτησης δίδουν εν πολλοίς οι, πάντα προσεκτικοί στις εκφράσεις τους, The Times, οι οποίοι εκτός από του ότι διεκήρυξαν σε όλους τους τόνους τη μη ύπαρξη κάποιου ενοχοποιητικού στοιχείου για τους Έλληνες, διατυπώνοντας παράλληλα την ευχή για την εφαρμογή ενός παγκόσμιου οικονομικού αποκλεισμού κατά της Ιταλίας (1/9/1923), προχώρησαν και στον χαρακτηρισμό της ιταλικής πράξεως ως «βλακώδους ενεργείας – foolish act» (2/9/1923). Αυτό καταρρίπτει τα γραφόμενα φιλοφασιστών συγγραφέων πως «η κριτική προήλθε πρωτίστως από τους φιλελευθέρους και τους εργατικούς κύκλους». Ο βομβαρδισμός αποκλήθηκε ανοικτή πράξη πολέμου (Daily Express – 1/9/1923), η οποία θύμιζε την παραβίαση της βελγικής ουδετερότητoς από τη Γερμανία το 1914, φέρνοντας το Λονδίνο σε μία παρόμοια δύσκολη θέση (Daily Telegraph – 2/9/1923). Ο υπαινιγμός ήταν σαφής, αν και σε άλλα φύλλα διαβάζει κανείς είτε πως «απαιτείται η παρέμβαση της Πρεσβευτικής Συνδιaσκέψεως» (The Manchester Guardian – 1/9/1923) είτε πως «οι Μεγάλες Δυνάμεις οφείλουν να καθησυχάσουν το παραλήρημα του κ. Mussolini» (The Daily News -2/9/1923).

Ο βρετανικός Τύπος κατεκλύσθη από αντιϊταλικές επιστολές σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Ιταλοί να κατηγορήσουν εκ των υστέρων τους υπαλλήλους τής εκεί πρεσβείας τους «για πλήρη αδράνεια σε αντίθεση με τη δραστηριότητα της ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου». Απόδειξη του πόσο ενόχλησαν τη Ρώμη τα δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου αποτελεί το γεγονός της «εν χορώ» επιθέσεως του ιταλικού Τύπου κατά των δημοσιευμάτων αυτών. Συμπερασματικά, η αντίδραση στη Μεγ. Βρετανία υπήρξε μεν σφοδρή, όχι, όμως, στον βαθμό, τον οποίον ανέφερε ο ελληνικός Τύπος, φθάνοντας στο σημείο να προαναγγέλει την άφιξη του βρετανικού στόλου του Ατλαντικού στη Μεσόγειο!

Όσον αφορά τις λοιπές Μεγάλες Δυνάμεις, η γερμανική κυβέρνηση δεν έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συμβάν, έχοντας στρέψει όλη της την προσοχή στο θέμα του Ρουρ. Αντιθέτως, ο γερμανικός Τύπος ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση, γεγονός σπάνιο για την εποχή, όπως ομολόγησε και ο Γάλλος πρέσβης στο Βερολίνο. Πιο συγκεκριμένα, δημοσιεύτηκαν κάποια άρθρα, τα οποία συνέκριναν το ιταλικό τελεσίγραφο με το αντίστοιχο αυστριακό του 1914. Η Local Anzeiger έγραψε σχετικά: «ο Mussolini έκανε ό,τι οι Αυστριακοί το 1914 δίχως να έχει ούτε το 1/10 των αφορμών, τις οποίες η Αυστρία επεκαλείτο! Τι λένε τώρα όσοι μας κατηγορούσαν ως φιλοπόλεμους;», διερωτάτο ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου.

Στο ίδιο πνεύμα, κινήθηκε και η Gazette de Voss, η οποία τόνισε το πόσο επικίνδυνη ήταν η ενέργεια αυτή για την παγκόσμια ειρήνη. Επίσης, εξέφραζε το παράπονο για την ανοχή, με την οποία αντιμετωπιζόταν η Ιταλία από τους ξένους (ενν. προφανώς τους Γάλλους) και μάλιστα σε σύγκριση με την πρώην Αυστροουγγαρία, η οποία, αν μη τι άλλο, έδωσε και προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων στο Βελιγράδι για να απαντήσει. Συν τω χρόνω, η γαλλική υποστήριξη προς την Ιταλία έκανε τον γερμανικό Τύπο να δει με ακόμα μεγαλύτερη συμπάθεια τις ελληνικές απόψεις. Άλλωστε, το Βερολίνο δεν διακατεχόταν από το χρόνιο αίσθημα ανθελληνισμού, το οποίο κατέκλυζε το Παρίσι και τον εκεί Τύπο ιδίως κατά την περίοδο 1915-1922 και δεν είχε καταφερθεί εναντίον της Ελλάδας ούτε όταν η τελευταία εξήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον του κατά το 1917. Αρκετοί διαπρεπείς νομομαθείς ετάχθησαν υπέρ της Ελλάδος. Μάλιστα, ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Κonstantin Freiherr von Neurath συνέταξε μία τεκμηριωμένη μονογραφία για τη νομική πλευρά του θέματος, με την οποία αφόπλιζε πλήρως το θεωρητικό υπόβαθρο της ιταλικής ενέργειας.

Κέρκυρα, Σεπτέμβριος 1923: ιταλικά στρατεύματα κατοχής μπροστά από το νέο φρούριο.

Εντελώς αντίθετη ήταν η στάση της Σοβ. Ενώσεως και του εκεί Τύπου. Την 3η Σεπτεμβρίου, ο Mussolini ενημέρωσε τους Ρώσους μέσω ενός υπομνήματος για τα τεκταινόμενα, «σπάζοντας» τη διπλωματική απομόνωση της Σοβ. Ενώσεως, κάτι που απέφυγε επιμελώς να πράξει η ελληνική κυβέρνηση. Επιπλέον, η νέα ρωσική κυβέρνηση δεν ξεχνούσε ότι η Ελλάδα είχε συμμετάσχει στην περίφημη «Ουκρανική εκστρατεία» των Αγγλογάλλων, η οποία είχε σκοπό να αποσταθεροποιήσει το νεοσύστατο επαναστατικό καθεστώς, ενώ η Αθήνα δεν είχε καν απαντήσει στη σοβιετική πρόταση για διαμεσολάβηση μεταξύ αυτής και της Άγκυρας κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ως εκ τούτου, η Σοβ. Ένωση ήταν η μόνη χώρα, η οποία δεν κατηγόρησε ούτε κατ’ ελάχιστον την ιταλική δράση στην Κέρκυρα.

Ο ασφυκτικά ελεγχόμενος σοβιετικός Τύπος αγνόησε το γεγονός και μόνον η Izvestia προς το τέλος της κρίσεως (την 22α Σεπτεμβρίου) έγραψε ένα άρθρο, με το οποίο εξηγούσε την πολιτική της σοβιετικής κυβερνήσεως στη συγκεκριμένη υπόθεση και επιετίθετο στην… Ελλάδα. Η ρωσσική εφημερίδα εγκαλούσε την ελληνική κυβέρνηση για την πολιτική της έναντι των εθνικών(!) μειονοτήτων, οι οποίες διαβιούσαν στο έδαφός της αλλά και έναντι των Ελλήνων αγροτών και χωρικών. Η εχθρική κατά της Ελλάδος στάση των Σοβιετικών είχε καταστεί φανερή. Άλλωστε, το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Mussolini σε ομιλία του στην ιταλική Βουλή την 30η Νοεμβρίου 1923, με την οποία ευχαρίστησε δημοσίως τον σοβιετικό Τύπο για τη στάση του.

Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχε ένα αντιϊταλικό κλίμα παρόμοιο με αυτό που επικρατούσε και στην πλειοψηφία των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην Αυστρία, ο Τύπος άλλοτε αυστηρά και άλλοτε συγκρατημένα επέκρινε το ιταλικό τελεσίγραφο με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της μη φιλικά διακείμενης προς την Ελλάδα Neue Freie Presse της 31ης Αυγούστου. Επίσης, η έγκυρη Tag, καίτοι δεν απέκλειε το ενδεχόμενο οι δολοφόνοι να ήταν γηγενείς κάτοικοι ελληνικής καταγωγής (δηλαδή Βορειοηπειρώτες), κατεδίκαζε το τελεσίγραφο και θεωρούσε πως το ζήτημα έπρεπε να παραπεμφθεί στην Κ.τ.Ε.. Η εθνικιστική Deutsösterreichische Zeitung, όργανο των παγγερμανιστών, έγραψε για «ληστρική επιδρομή», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι εφημερίδες της Αριστεράς με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Arbeiter Zeitung, η οποία παρομοίασε τον Mussolini με τον κόμη Berchtold (τον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος είχε επιδώσει το τελεσίγραφο στο Βελιγράδι το 1914, όπως έχει ήδη αναφερθεί). Τα δημοσιεύματα αυτά προκάλεσαν την έντονη ιταλική αντίδραση. Ο Ιταλός πρέσβης στη Βιέννη μετέβη στον καγκελάριο της Αυστρίας, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα παρενέβαινε στον Τύπο για να χαμηλώσει τους τόνους της κριτικής προς τη Ρώμη.

Στην Ελβετία, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη για την Ιταλία, διότι εκεί ήταν η έδρα της Κ.τ.Ε., η οποία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ τόσο των μελών της κυβερνήσεως όσο και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Τα γραφόμενα στον ελβετικό Τύπο προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Ιταλού πληρεξουσίου. Τη σημαία σήκωσε η φιλελεύθερη Journal de Genève, η οποία κατέκρινε το ιταλικό τελεσίγραφο, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι ένα κράτος ευθύνεται a priori για ένα τελεσθέν στο έδαφός του έγκλημα, ενώ θεωρούσε υπερβολική την όλη αντίδραση του Mussolini (1/9/1923).

Την ιδία ημέρα, στην Gazette de Lausanne δημοσιευόταν ένα άρθρο, του οποίου ο συντάκτης ειρωνευόταν το ιταλικό επιχείρημα περί ειρηνικής καταλήψεως της νήσου. Επίσης, η Bund ταύτιζε τις ιταλικές αξιώσεις με τις αντίστοιχες σοβιετικές για τον φόνο του Ρώσσου απεσταλμένου Vorowsky, γεγονός το οποίο παραδέχθηκε η ρωσσική Izvestia στο προαναφερθέν δημοσίευμά της. Την 2α Σεπτεμβρίου, η γερμανόφωνη National Zeitung δημοσίευσε ένα βαρυσήμαντο άρθρο του Dr. Bauer. Ο εν λόγω συγγραφέας προέβη σε μία ουσιαστική ανάλυση της υποθέσεως, μεμφόμενος τη διαχρονικά επεκτατική ιταλική εξωτερική πολιτική αλλά και τον φασισμό. Υπήρξαν, βέβαια, και κάποια φιλοϊταλικά άρθρα, αλλά το γενικότερο κλίμα ήταν μάλλον απογοητευτικό για τη Ρώμη.

Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη για τους Ιταλούς ούτε στην Ολλανδία, όπου σύσσωμος σχεδόν ο Τύπος κατεδίκασε την ιταλική ενέργεια. Η, κατά το σχετικό τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή, εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Ρόττερνταμ έγραψε ότι «ο Mussolini αφηνίασε και οι αξιώσεις του προς ταπείνωσιν της Ελλάδος υπερβαίνουσι τα όρια». Εναρμονισμένο με το αντιϊταλικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε στην κοινή γνώμη, ήταν και το απαντητικό διάβημα του Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών προς τον Έλληνα πρεσβευτή. Σχετικά με την κατάσταση στο Βέλγιο, ο Γάλλος πρεσβευτής στις Βρυξέλλες τόνισε πως «αν και η βελγική κοινή γνώμη αδιαφορεί για τις εξωτερικές υποθέσεις και δεν συμπαθεί ιδιαιτέρως ούτε τους Έλληνες ούτε τους Ιταλούς, ετάχθη υπέρ της Ελλάδος σε γενικές γραμμές όπως και η πλειοψηφία του Τύπου». Μάλιστα, η πολιτική αυτή της βελγικής κυβρνήσεως προκάλεσε την οργή του Mussolini, ο οποίος δήλωσε ότι «το Βέλγιο ουδεμία δουλειά είχε να ανακατευθεί στην υπόθεση». Στις Βρυξέλλες, προκλήθηκε σάλος και ο Βέλγος υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τον Ιταλό πρεσβευτή πρίγκιπα Ruspoli για εξηγήσεις. Αξίζει πάντως να τονιστεί ότι οι Βέλγοι υιοθέτησαν αυτή την πολιτική μετά τα γεγονότα στην Κέρκυρα, καθώς η δολοφονία στην Κακαβιά είχε προκαλέσει βαθιά εντύπωση στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βελγική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αναβάλει την αναγνώριση της ελληνικής κυβερνήσεως εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για το αποτρόπαιο έγκλημα.

Η κατάσταση δεν ήταν και πολύ καλύτερη για τους Ιταλούς και στις, παραδοσιακά φιλελεύθερες, σκανδιναβικές χώρες. Στη Σουηδία, ο Τύπος ήταν μάλλον ευμενώς διακείμενος προς την Ιταλία πριν από τον βομβαρδισμό. Ο Σουηδός υπουργός Εξωτερικών, σε συζήτησή του με ανώτερο διπλωμάτη της ιταλικής πρεσβείας, αποδέχθηκε το δικαίωμα της Ρώμης να προστατεύσει τα συμφέροντά της με κάθε τρόπο αρκεί να μην προέκυπταν περαιτέρω διεθνείς επιπλοκές. Η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά τον βομβαρδισμό. Ο σουηδικός Τύπος συναγωνιζόταν τον δανέζικο σε αντιϊταλικά σχόλια, επαινώντας τη σκληρή στάση, την οποία είχε υιοθετήσει ο Σουηδός αντιπρόσωπος στην Κ.τ.Ε. Karl Kjalmar Branting. Ο τελευταίος ηγείτο του σκανδιναβικού bloc, που απειλούσε με αποχώρηση από την Κ.τ.Ε., εάν η τελευταία δεν επιλαμβανόταν της υποθέσεως.

Γενεύη: η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών.

Ο Τύπος επηρεαζόταν από τα αγγλικά δημοσιεύματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ιταλός επιτετραμμένος στην Στοκχόλμη να ζητήσει οδηγίες περί του πρακτέου από τη Ρώμη. Λίγες ημέρες μετά, ο Ιταλός πρεσβευτής παρουσιαζόταν ενώπιον του Σουηδού πρωθυπουργού Ernst Trygger. Ο τελευταίος, παρά τα εγκωμιαστικά του σχόλια για την Ιταλία, αρνήθηκε να παρέμβει προς τον Σουηδό αντιπρόσωπο στην Κ.τ.Ε., όπως του ζήτησε ο Ιταλός διπλωμάτης. Ο Σουηδός πρωθυπουργός υπεραμύνθηκε της ανεξαρτησίας της σουηδικής αντιπροσωπείας και δήλωσε πως η κοινή γνώμη στη χώρα του δεν ένεκρινε την ιταλική πολιτική. Παρέμβαση με παρόμοιο περιεχόμενο επεχείρησε και ο Ιταλός πρέσβης στο Όσλο. Ο Νορβηγός πρωθυπουργός Otto Halvorsen φάνηκε πιο συγκαταβατικός από τον Σουηδό ομόλογό του, δηλώνοντας πως είχε ήδη προβεί στις δέουσες ενέργειες τόσο προς τον Νορβηγό αντιπρόσωπο στην Κ.τ.Ε. Dr. Fridtjof Nansen όσο και προς τους λοιπούς Νορβηγούς διπλωμάτες. Παρόμοιο διάβημα προς την Κοπεγχάγη δεν επιχειρήθηκε για άγνωστους λόγους. Τέλος, στη Φινλανδία λαός και κυβέρνηση έπνεαν μένεα κατά της Ιταλίας και ο Γάλλος πρεσβευτής Ribot πρότεινε στο Quai d’Orsay να συστήσει στη Ρώμη όπως παρέμβει για να μετριαστεί κάπως το αντιϊταλικο κλίμα.

Ο Mussolini απογοητεύθηκε πολύ από τη πολιτική της Τσεχοσλοβακίας, για την ανεξαρτησία της οποίας είχε ο ίδιος ζωηρά προπαγανδίσει κατά τη διετία 1917-1918. Ο τσεχικός Τύπος ακολούθησε μία μετριοπαθή γραμμή, όμως, σε καμία περίπτωση δεν επεκρότησε την ιταλική ενέργεια στην Κέρκυρα, ενώ ο γερμανόφωνος Τύπος συσχέτιζε τις υποθέσεις του Ρουρ και της Κέρκυρας, τασσόμενος υπέρ της Ελλάδας. Η χώρα αυτή ήταν μέλος της λεγομένης «Μικρής Συνεννόησης» και σαφώς επηρεαζόταν από την αντιϊταλική στάση των δύο άλλων μελών της, δηλαδή της Νοτιοσλαβίας και της Ρουμανίας. Ο πρωθυπουργός Dr. Beneš έχαιρε μεγάλης εκτίμησης παγκοσμίως και αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες της παρέμβασης της Κ.τ.Ε. στην υπόθεση. Επιπλέον, δεν έκρυβε την απέχθειά του για τον φασισμό, προβλέποντας, μάλιστα, και τη σύντομη κατάρρευσή του.

Στην Αλβανία, ο πρωθυπουργός, θεωρώντας λίαν πιθανή μία ελληνοϊταλική σύρραξη, διετύπωσε έντονους φόβους για την πιθανή εμπλοκή της χώρας του σε μία ευρύτερη κρίση, εάν οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τον Αυλώνα ως ναυτική βάση. Ακόμη και η βουλγαρική κυβέρνηση, η οποία διατηρούσε κακές σχέσεις με την Αθήνα, δεν τάχθηκε ανοικτά υπέρ της Ρώμης αλλά έδειξε να εξαρτά την πολιτική της από την ενδεχόμενη ιταλική υποστήριξη των δικών της αξιώσεων. Πάντως, η Σόφια δεν φαινόταν πρόθυμη να εμπλακεί στην όλη κρίση σε γενικές γραμμές.

Ακόμα και στη Ρουμανία, μία χώρα – φορέα του λατινικού πολιτισμού κατά τους θεωρητικούς του Palazzo della Consulta, η κατακραυγή εναντίον της Ρώμης ήταν έντονη. Ο Ρουμάνος υπουργός Εξωτερικών Duca καταφέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον του Mussolini, ζητώντας την παρέμβαση των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Ρουμάνοι αξιωματικοί ανακλήθηκαν από το εξωτερικό, ενώ ο Τύπος κυριολεκτικά ξιφούλκισε κατά της Ρώμης, δημοσιεύοντας άρθρα, τα οποία παρομοίαζαν το ιταλικό τελεσίγραφο με το αντίστοιχο αυστριακό του 1914. Επιπλέον, σε πολλά δημοσιεύματα του ρουμανικού Τύπου τονιζόταν η παντελής έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων εις βάρος της Ελλάδος.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η στάση της Τουρκίας. Το επεισόδιο σχολιάστηκε ευρέως στην τουρκική Εθνοσυνέλευση και διάχυτη υπήρξε η εντύπωση πως το ιταλικό τελεσίγραφο ήταν αυστηρότερο από το αντίστοιχο αυστριακό του 1914. Εκφραζόταν ακόμη μία συγκεκαλυμμένη ανησυχία για την έκταση των επιδιώξεων της Ρώμης, κυρίως εφ’ όσον ασκήθηκε περιττή βία από όργανα της τελευταίας. Βεβαίως, δεν έλειψαν και τα ειρωνικά σχόλια για την Ελλάδα, η οποία είχε αντικαταστήσει την Τουρκία στο ρόλο του «Μεγάλου Ασθενούς» της Ανατολής (Katan -2/9/1923), τονιζόταν δε πως πιθανή αποδοχή των ιταλικών όρων από μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως σήμαινε για την τελευταία πολιτική αυτοκτονία. Πάντως, σύμφωνα με άλλες πηγές, διάχυτη ήταν η ικανοποίηση των επίσημων τουρκικών κύκλων για την ταπείνωση, την οποία υφίστατο η Ελλάδα.

Η χώρα, όμως, η οποία πραγματικά συγκλονίστηκε από τα γεγονότα ήταν η Νοτιοσλαβία. Οι σχέσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Ρώμης ήταν ούτως ή άλλως τεταμένες από καιρό, επειδή εκκρεμούσε και η οριστική διευθέτηση της τύχης του Φιούμε. Το Βελιγράδι διέβλεψε ορθώς τον κίνδυνο να αποκλειστεί εντός της Αδριατικής, εάν η Ρώμη εγκαθίστατο μονίμως στην Κέρκυρα. Ως εκ τούτου, την αρχική αμηχανία (μετά τη δολοφονία στην Κακαβιά) διαδέχθηκε ένας καταιγισμός αντιϊταλικών δηλώσεων και δημοσιευμάτων μετά την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου, το οποίο παραλληλίστηκε με το αυστριακό του 1914 από μεγάλη μερίδα του Τύπου. Η δε επακόλουθη κατάληψη της Κερκύρας προκάλεσε σωρεία αντιϊταλικών δημοσιευμάτων στην ολότητα σχεδόν του νοτιοσλαβικού Τύπου. Στο Βελιγράδι, συνεκλήθη εκτάκτως το Υπουργικό Συμβούλιο, ανεκλήθησαν όσοι αξιωματικοί βρίσκονταν στο εξωτερικό και ο εκεί εκδιδόμενος Τύπος επιτέθηκε με δριμύτητα στη Ρώμη (χαρακτηριστικά είναι τα δημοσιεύματα των εφημερίδων Νόβι Λίστ – 1/9/1923, Νοβόστι -1/9/1923, Πρεπορόδ – 2/9/1923). Ο πρεσβευτής στην Αθήνα Baluchtchitch μετά βίας έκρυβε την απέχθειά του για τη Ρώμη και σε δηλώσεις του κατέκρινε την ιταλική ενέργεια ως βεβιασμένη, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη συμπάθεια όλων των εθνοτήτων της χώρας του προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό.

Ο διάδοχος του σερβικού θρόνου Αλέξανδρος στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο του 1916.

Το διήμερο 3ης και 4ης Σεπτεμβρίου, το κλίμα στη Νοτιοσλαβία βάρυνε επικίνδυνα. Συνεκλήθη το Συμβούλιο του Στέμματος, ενώ άρχισαν να εκδηλώνονται και οι πρώτες έντονες γαλλικές πιέσεις. Κατά τα φαινόμενα, το Παρίσι ζήτησε πιεστικά από το Βελιγράδι να χαμηλώσει τους τόνους της κριτικής για την ιταλική πολιτική, προειδοποιώντας το ότι σε περίπτωση ανοικτής σύρραξης του δευτέρου με τη Ρώμη, η γαλλική κυβέρνηση θα αδυνατούσε να συνδράμει την αντίστοιχη νοτιοοσλαβική.

Ως γνωστόν, η μόνη σταθερά της πολιτικής του Βελιγραδίου ήταν η αλληλεγγύη του Παρισιού και γι’ αυτό η κυβέρνηση της Νοτιοσλαβίας συνέστησε στον Τύπο να μετριάσει την κριτική του για την Ιταλία, ενώ κατεβλήθη μία τελευταία προσπάθεια προς την πλευρά του Λονδίνου. Ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών της Νοτιοσλαβίας επεχείρησε να διερευνήσει τις προθέσεις των Βρετανών για το ενδεχόμενο δυναμικότερης αντιμετώπισης των ιταλικών προκλήσεων, αλλά κατά τα φαινόμενα δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο συμβιβασμός αποτελούσε πλέον μονόδρομο και έως την 6η Σεπτεμβρίου, το Βελιγράδι είχε εναρμονιστεί πλήρως με τις γαλλικές υποδείξεις.

Ο αντίκτυπος των γεγονότων ξεπέρασε τα όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου και έφθασε μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτή ακόμα την Αυστραλία! Ο αμερικανικός λαός κατεδίκασε την ιταλική πολιτική σχεδόν ομόφωνα, αν και η κυβέρνησή του προσπάθησε να κρατήσει ουδέτερη στάση. Ο Τύπος της χώρας τάχθηκε εξαρχής υπέρ της Ελλάδας. Ήδη από την 31η Αυγούστου, η εφημερίδα The New York Times κατεδίκασε το ιταλικό τελεσίγραφο, το οποίο συνέκρινε με το αυστριακό του 1914 και εξέφρασε την άποψη ότι οι δολοφόνοι της ιταλικής αντιπροσωπείας ήταν πιθανότατα Αλβανοί. Επιπλέον, σημείωνε με έμφαση ότι στόχος του Mussolini ήταν ο εξευτελισμός της Ελλάδας και όχι η απόδοση της δικαιοσύνης. Η Chicago Tribune (2/9/1923) μετέφερε το αντιϊταλικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, σημειώνοντας πως ουδείς επίστευε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για το έγκλημα στην Κακαβιά. Τέλος, οι αρθρογράφοι της συγκεκριμένης εφημερίδος συνιστούσαν τη λύση της διαιτησίας για την ταχύτερη επίλυση της διαφοράς.

Στη συνέχεια, αξίζει να μνημονευθεί το γεγονός ότι η αυστραλιανή εφημερίδα Stead’s Review δημοσίευσε ένα λίαν εκτενές άρθρο για την υπόθεση. Αυτό διαπνεόταν από ένα φιλελληνικό πνεύμα και σ’ αυτό δεν παρουσιαζόταν η ιταλική άποψη. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι με την υπόθεση αυτή ασχολήθηκαν ακόμη και στο μακρινό Περού. Η στάση της περουβιανής κοινής γνώμης ήταν τόσο εχθρική για τη Ρώμη, ώστε ο εκεί Ιταλός πρεσβευτής Αgnoli υποχρεώθηκε να δώσει μία συνέντευξη Τύπου για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις! Τέλος, προς χάριν της ιστορικής αλήθειας, πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρξαν και ορισμένες ιταλικές εφημερίδες, οι οποίες επέκριναν τις ενέργειες της κυβερνήσεως της Ρώμης. Στην ιδία την Ιταλία, το φασιστικό περιοδικό Militia, σε ανυπόγραφο άρθρο του της 1ης Σεπτεμβρίου 1923, κατηγόρησε τους κομμουνιστές και τον παράνομο Τύπο τους πως διέδιδαν ότι το έγκλημα στην Κακαβιά οργανώθηκε από την ιταλική κυβέρνηση. Εκτός Ιταλίας, υπήρξε η σοσιαλιστική εφημερίδα Italia del popolo, η οποία κυκλοφορούσε στο Μπουένος Άϋρες της Αργεντινής. Αυτή, με τα δημοσιεύματά της, προκάλεσε την οργή των εκεί φασιστών, οι οποίοι ζήτησαν από τον Ιταλό πρέσβη Colli να παρέμβει στην τοπική κυβέρνηση κατά της συγκεκριμένης εφημερίδος.

Επηκολούθησε μία σκληρή διπλωματική μάχη. Τελικώς, τα σοβαρά σφάλματα της ελληνικής πλευράς και η θερμή υποστήριξη των Γάλλων στους Ιταλούς υποχρέωσαν την Αθήνα όπως καταβάλει στη Ρώμη αποζημίωση και διοργανώσει μία εξευτελιστική τελετή συγγνώμης στο Ζάππειο, κατά τη διάρκεια της οποίας η ελληνική σημαία χαμήλωσε προ αυτών των κρατών της Συνεννοήσεως. Μάλιστα, η Ελλάδα συνήψε δάνειο για να πληρώσει την αποζημίωση, ενώ δεν έλαβε δεκάρα για τα πολλαπλάσια θύματα του ιταλικού βομβαρδισμού στην Κέρκυρα. Τελικώς, η μαρτυρική νήσος απελευθερώθηκε την 27η Σεπτεμβρίου 1923. Το περιστατικό, όμως, έμεινε βαθιά χαραγμένο  στην μνήμη των Κερκυραίων,  οι οποίοι έμελλαν να  βιώσουν και πάλι τα «αγαθά» του λατινικού πολιτισμού 18 χρόνια αργότερα.

27 Σεπτεμβρίου 1923. Η απόσυρση των ιταλικών στρατευμάτων από την Κέρκυρα.

Εν κατακλείδι, το συγκεκριμένο γεγονός έχει πολλές εκφάνσεις, ορισμένες μόνον εκ των οποίων ανεφέρθησαν στο παρόν άρθρο. Η σημασία του στον χώρο των διακρατικών σχέσεων και, γενικότερα, σε εκείνον των διεθνών εξελίξεων, είναι πολυδιάστατη. Η δολοφονία των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας διαχαράξεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου, όπως και ο βομβαρδισμός αλλά κυρίως η κατάληψη της Κερκύρας έθεσαν για πρώτη φορά σε δοκιμασία τόσο την αξιοπιστία όσο και την αποτελεσματικότητα του τότε νεότευκτου συστήματος συλλογικής ασφαλείας. Είναι δε σημαντικό και επίκαιρο έως τις μέρες μας για δύο λόγους: πρώτον διότι τα χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο κρατών δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα, γεγονός που θα απασχολήσει την κοινή γνώμη εκατέρωθεν των συνόρων εν όψει της οριστικής διευθετήσεως των διμερών διαφορών και δεύτερον επειδή η Ιταλία ακολουθεί με συνέπεια μία σταθερή πολιτική διεισδύσεως στην περιοχή της Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας, δρώντας συχνά ανταγωνιστικά έναντι της Ελλάδος.

Σημ. Το κείμενο προέρχεται από τη μονογραφία του συγγραφέως Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923. Το επεισόδιο Tellini/Κερκύρας, (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Γ’ έκδοση (εμπλουτισμένη), Αθήνα, εκδ. Πελασγός. 2019.

 

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός – Διεθνολόγος

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητής Στρατιωτικών Σχολών