Skip to main content

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος: Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Η Εξωτερική Πολιτική και η Υψηλή Στρατηγική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο1

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σήμερα η μόνη υπερδύναμη του πλανήτη. Αν και δεν έχουν μακραίωνη ιστορία, είναι το αρχαιότερο ομοσπονδιακό κράτος παγκοσμίως, καθώς ιδρύθηκε το 1776. Επίσης, είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες σε έκταση και πληθυσμό. Έχει μία πολύ ισχυρή οικονομία, η πορεία της οποίας επηρεάζει όλο τον πλανήτη. Στο παρόν άρθρο, θα εξεταστεί η εξωτερική πολιτική και η υψηλή στρατηγική της από την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (όταν ήταν η μία εκ των δύο υπερδυνάμεων του πλανήτη), το 1949 έως την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989.

Ο όρος «στρατηγική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική γραμματεία (στρατός + ηγούμαι). Αν και χρησιμοποιείται ευρέως, τυγχάνει διαφορετικών ερμηνειών. Δεν θα γίνει, όμως, αναφορά σε όλες τις εκδοχές ή τις θεωρίες που αναλύονται ή βασίζονται στην στρατηγική. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για το σχέδιο δράσεως, στο οποίο αναλύονται οι μέθοδοι και οι τακτικές που θα χρησιμοποιηθούν προς επίτευξη ενός σκοπού. Φυσικά, δεν εφαρμόζεται μόνο στο πολεμικό πεδίο αλλά και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις (πολιτική, οικονομία, εμπόριο, παιχνίδια, τεχνολογία, κ.α.), μολονότι αρχικά είχε καθαρά στρατιωτική έννοια.

Η ερμηνεία αλλά και το περιεχόμενο της επονομαζόμενης «Υψηλής Στρατηγικής», που είναι η ελληνική απόδοση του όρου «grand strategy», αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο των στρατηγικών σπουδών. Σύμφωνα με τον Βρεταννό αξιωματικό και συγγραφέα Σερ Μπέηζιλ Λίντελλ Χαρτ (Sir Basil Henry Lidell Hart), ο ρόλος της Υψηλής Στρατηγικής είναι «… να συντονίζει και διευθύνει όλες τις πηγές ενός έθνους ή ομάδας εθνών προς την κατεύθυνση επιτεύξεως του πολιτικού σκοπού του πολέμου: του σκοπού που καθορίζεται από την θεμελιώδη πολιτική. Η Υψηλή Στρατηγική πρέπει να υπολογίζει και να αναπτύσσει τους οικονομικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των εθνών για να υποστηρίζει τα μαχόμενα στρατεύματα. Επίσης, και τις ηθικές δυνάμεις, γιατί για να αναπτυχθεί το πνεύμα και η θέληση του λαού, συχνά οι ηθικές δυνάμεις είναι εξ ίσου σπουδαίος παράγοντας όσο και η κατοχή πιο συγκεκριμένων μορφών ισχύος».

Επομένως, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πρέπει να είναι α) στη σημασία της διαχειρίσεως και του εναρμονισμού των εθνικών πόρων προς επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ μέσου και σκοπού, β) στη διπλωματία, ο ζωτικός ρόλος της οποίας στην προσπάθεια της θέσεως του έθνους και της επιτεύξεως επιτυχίας μέσα στο πλαίσιο μίας συμμαχίας είναι καθοριστικός προκειμένου να εκμηδενισθεί ο εν δυνάμει εχθρός και γ) στο ηθικό του λαού και στην καλλιέργεια πολιτικής κουλτούρας προκειμένου να καταστεί εφικτή η υποστήριξη τόσο της πολεμικής προσπάθειας όσο και υψηλών εξοπλιστικών προγραμμάτων εν καιρώ ειρήνης.2

Ο επίσης Βρεταννός ιστορικός και συγγραφέας Έντουαρντ Λούτβακ (Edward Luttwak) θεωρεί ότι «όλα τα κράτη έχουν μία Υψηλή Στρατηγική», την οποία ορίζει ως «την εφαρμογή της μεθόδου και της ευφυΐας στην χρήση τόσο της πειθούς όσο και της ισχύος – δηλαδή την στρατηγική σε όλες τις πτυχές της, από την υψηλότερη πολιτειακή οργάνωση μέχρι τις στρατιωτικές τακτικές». Ο προσδιορισμός της έννοιας της Υψηλής Στρατηγικής έχει απασχολήσει και Έλληνες θεωρητικούς. Ενδεικτικώς, αναφέρεται ο Αθανάσιος Πλατιάς, ο οποίος εκτιμά ότι η Υψηλή Στρατηγική ορίζεται «ως η χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων που ένα κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς του στόχους, ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης». Τέλος, ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος έγραψε ότι στρατηγική «είναι η σύζευξη μέσων και σκοπών υπό το πρίσμα πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης» και Υψηλή Στρατηγική είναι το ανώτερο επίπεδο στρατηγικής ενός κράτους, κατά το οποίο «χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα όπως διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά για την επίτευξη ενός πολιτικού αντικειμενικού σκοπού ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης».3

Μετά τον θάνατο του Προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt)4, την 12η Απριλίου 1945, τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν (Harry S. Truman). O νέος Πρόεδρος ήταν παντελώς άπειρος ως προς τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τρούμαν συγκρότησε τάχιστα μία ομάδα συμβούλων,5στους οποίους δεν συγκαταλέγονταν άτομα του περίφημου «περιβάλλοντος Ρούσβελτ» και ενημερώθηκε επί των τεκταινομένων. Εξ αρχής, φάνηκε διατεθειμένος να μην επαναλάβει τα σφάλματα του προκατόχου του και δήλωνε αποφασισμένος να επιδείξει μία σθεναρότερη στάση έναντι των Σοβιετικών. Στην Ευρώπη, ο πόλεμος τελείωσε πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από την ημέρα αναλήψεως των καθηκόντων από τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο. Εντούτοις, ο Τρούμαν θα είχε μία λαμπρή ευκαιρία να επιδείξει το νέος «ύφος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιασκέψεως στο Πότσνταμ της Γερμανίας (17/7/1945-2/8/1945).6 Σε αυτήν συμμετείχαν, εκτός από τον Τρούμαν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπερνς, οι ηγέτες της Μεγ. Βρεταννίας και της Σοβ. Ενώσεως Ουΐνστον Τσώρτσιλ (Winston Spencer Churchill) και Ιωσήφ Στάλιν (Joseph Stalin), με τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden)7και Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Vyacheslav Mikhaylovich Molotov), αντιστοίχως.

Η Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ πριν και μετά την εκλογική ήττα του Ουΐνστον Τσώρτσιλ η οποία έλαβε χώρα ενόσω οι εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Βασικό αντικείμενο των εργασιών της συγκεκριμένης συνδιασκέψεως αποτελούσε η υπογραφή της ειρήνης με τη Γερμανία και τα συμμαχικά με αυτήν κράτη στην Ευρώπη αλλά και η γενικότερη διευθέτηση των υποθέσεων της γηραιάς ηπείρου. Οι Σοβιετικοί αντιμετώπισαν για πρώτη φορά την αντίδραση των Δυτικών σχετικά με την πολιτική τους στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ απερρίφθη κάθε ιδέα για έλεγχο των Στενών των Δαρδανελίων από αυτούς. Ο Τρούμαν είχε καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να εκφράσει τη νέα αμερικανική προσέγγιση των διεθνών υποθέσεων. Πάντως, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος συνέχισε και ολοκλήρωσε τα σχέδια του προκατόχου του για τη σύσταση ενός νέου διεθνούς οργανισμού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε την, για πολλούς αποτυχημένη, Κοινωνία των Εθνών. Ο καταστατικός χάρτης του νέου οργανισμού (ο οποίος ονομάστηκε Ο.Η.Ε. – Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) υπεγράφη την 26η Ιουνίου 1945 και τέθηκε σε ισχύ την 24η Οκτωβρίου του ιδίου έτους.

Είναι βέβαιον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν και στις δύο παγκόσμιες συρράξεις, έχοντας σαφή γεωπολιτική αντίληψη των επικειμένων επιπτώσεων στην αμερικανική ασφάλεια, αλλά και συνείδηση των ιδίων δυνατοτήτων εθνικής ισχύος. Αν και έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από ιδεολογική αμφιθυμία (στρεφόμενη άλλοτε προς τον παρεμβατισμό και άλλοτε προς την αναδίπλωση), μετά το 1917 και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυξημένη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών σε συνδυασμό με τα γεγονότα στη διεθνή σκηνή κατέστησαν αναπόφευκτη την ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στις εξελίξεις.

Η κρίση του Βερολίνου και η παραβίαση των συμπεφωνημένων από σοβιετικής πλευράς οδήγησαν τον Τρούμαν στην απόφαση να εξαγγείλει ένα νέο δόγμα στην εξωτερική πολιτική, τον Μάρτιο του 1947. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πλέον μία χώρα με τεράστιο πλούτο, η οποία ουδεμία πρόθεση είχε να επιτρέψει στη Σοβ. Ένωση όπως κυριαρχήσει είτε στην Ευρώπη είτε στη βορειοανατολική Ασία. Σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν,8 η εξωτερική πολιτική εγκατέλειπε την ιδέα του άβατου αμερικανικού «κάστρου» του Δόγματος Μονρόε και υιοθετούσε μία παγκόσμια παρουσία.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν (12 Μαρτίου 1947).

Η εντύπωση, η οποία προκλήθηκε ξεπέρασε τα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Δόγμα Τρούμαν πιστοποιούσε την οριστική διάσπαση του μετώπου των Συμμάχων, που επεκράτησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, το δόγμα αυτό αποτελούσε μία ριζική αλλαγή (ή μάλλον ανατροπή) της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τέλος, η Ουάσινγκτον τοποθετούσε τον εαυτό της στην ηγετική θέση του Δυτικού κόσμου στον αγώνα εναντίον του σοβιετικού επεκτατισμού. Ο αγώνας αυτός αποκτούσε και ιδεολογική χροιά και προσδιοριζόταν ως διαπάλη της ελευθερίας (την οποία αντιπροσώπευαν προφανώς οι Ηνωμένες Πολιτείες) κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η σπουδαιότητα της εξαγγελίας της 12ης Μαρτίου 1947 έγινε αμέσως αντιληπτή από τα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Έγραψε χαρακτηριστικά η εφημερίδα Washington Post (στις 13/3/47): «Η τελευταία ομιλία του Προέδρου Τρούμαν στο Κογκρέσο είναι αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες που εκφωνήθηκαν ποτέ από επικεφαλής της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας».

Άλλες εφημερίδες δεν αρκέστηκαν στο να επισημάνουν τη σημασία του νέου δόγματος αλλά τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της πλήρους εφαρμογής του. Πιο συγκεκριμένα, οι New York Times έγραψαν (στις 12/3/47) ότι είχε πλέον τερματιστεί η εποχή της απομονώσεως και των επιλεκτικών παρεμβάσεων στις διεθνείς εξελίξεις. Είχε ανατείλει η εποχή της αναλήψεως των ευθυνών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σκοπός όλων των Αμερικανών έπρεπε να είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, υπό τις οποίες τόσο ο Ο.Η.Ε. όσο και οι αμερικανικές αξίες θα είχαν πιθανότητες επιτυχίας. Στο δε φύλλο της επομένης ημέρας (13/3/47), η εφημερίδα σημείωνε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος ζήτησε δράση, η οποία θα επέτρεπε στη χώρα την άσκηση μίας νέας εξωτερικής πολιτικής αναλήψεως παγκόσμιων ευθυνών για τη διασφάλιση της ειρήνης και την τήρηση της τάξεως. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλέον φιλελεύθερη εφημερίδα της χώρας χρησιμοποιούσε μία φρασεολογία, η οποία παρέπεμπε ευθέως στην υιοθέτηση της πολιτικής του «παγκόσμιου χωροφύλακα» (κατά τη Μόσχα). Αντιθέτως, η πιο μετριοπαθής Washington Daily News έδωσε μία ιδεολογική διάσταση στο νέο δόγμα, σημειώνοντας (στις 14/3/47): «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν πάντα ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα έθνη, τα οποία αγωνίζονται για την ελευθερία τους, τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών τους, τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών…».

Εντούτοις, η αμερικανική κοινή γνώμη μάλλον δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Τύπου για το Δόγμα Τρούμαν. Την 20η Μαρτίου 1947, διεξήχθησαν δύο σφυγμομετρήσεις σχετικά με τις απόψεις των πολιτών επί του θέματος. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών συμφωνούσε με την υιοθέτηση μίας δυναμικότερης εξωτερικής πολιτικής και πολλοί ήταν αυτοί, οι οποίοι επικροτούσαν την οικονομική στήριξη της Ελλάδος. Η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών, όμως, δεν ενέκρινε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Αθήνα υπό τον φόβο της προκλήσεως ρωσσικών αντιδράσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν πιθανότερο το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ενώ πολλοί υπεστήριζαν την άποψη ότι η επίλυση του προβλήματος έπρεπε να ανατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη. Αντιθέτως, ιδιαιτέρως θετικά για το Δόγμα Τρούμαν εξεφράσθη ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Άρθουρ Βάντενμπεργκ (Arthur H. Vandenberg), πρώην οπαδός του απομονωτισμού. Η στάση του τελευταίου επηρέασε καθοριστικά μεγάλο αριθμό Ρεπουμπλικανών μελών του Κογκρέσου. Τέλος, πολύ θετική στάση επέδειξαν διάφορες θρησκευτικές και κοινωνικές οργανώσεις, όπως η Ομοσπονδία του Συμβουλίου των Εκκλησιών και η Κοινωνική Δημοκρατική Ομοσπονδία.

Το νέο δόγμα, όμως, συγκέντρωσε τα πυρά των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος, αφ’ ενός των οπαδών της συνδιαλλαγής με τη Σοβ. Ρωσία, οι οποίοι ανήκαν στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και αφ’ ετέρου των Ρεπουμπλικανών υποστηρικτών του απομονωτισμού. Κύριοι εκφραστές των απόψεων της πρώτης ομάδας ήταν οι πολιτικοί Λοτζ και Ουάλας (Wallace). Ο πρώτος θεωρούσε την Ελλάδα την πλέον αντιδραστική μοναρχία της Ευρώπης, η οποία δεν έπρεπε να ενισχυθεί με χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων τουλάχιστον προτού εξυγιανθεί πλήρως το δημοσιονομικό της σύστημα. Ο δεύτερος υπεστήριζε ότι η υπόθεση έπρεπε να ανατεθεί στον Ο.Η.Ε. και οι Ηνωμένες Πολιτείες ουδεμία πρωτοβουλία να αναλάβουν, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση των Σοβιετικών. Επίσης, ο Ουάλας πίστευε ότι έπρεπε να καταλαγιάσουν τα πάθη στην Ελλάδα, να δοθεί γενική αμνηστία και να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση στη χώρα. Ταυτόχρονα, έντονη κριτική δεχόταν το νέο δόγμα και από τους απομονωτιστές, οι οποίοι διεκήρυτταν ότι τυχόν εφαρμογή του θα υπέσκαπτε την οικονομική ευμάρεια της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έπρεπε να εμπλακούν εκ νέου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι θεωρίες των απομονωτιστών ήταν πλέον ξεπερασμένες από τα πράγματα και γι’ αυτό συγκέντρωναν ελάχιστη υποστήριξη.

Η πλέον τεκμηριωμένη κριτική του «δόγματος Τρούμαν» στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών προήλθε από τον καθηγητή και αρθρογράφο της εφημερίδος New York Times Γκίλμπερτ Mάκμπεθ (Gilbert Macbeth), ο οποίος έκανε λόγο «για τεχνητή κατάσταση ανάγκης στην Ελλάδα». Αυτός θεωρούσε ότι δεν συνέβαινε κάτι το εξαιρετικό στη χώρα μας πέραν των συνήθων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η δράση του «Δημοκρατικού Στρατού» δεν αποτελούσε μέρος μίας ευρύτερης σοβιετικής επιθετικής πολιτικής και σε κάθε περίπτωση η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στον Ο.Η.Ε.. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του οργανισμού ήταν σε συνεχή λειτουργία για τον χειρισμό μειζόνων κρίσεων. Σε αυτό, θα εκτίθονταν όλες οι απόψεις και θα γίνονταν γνωστές όλες οι παράμετροι της υποθέσεως. Ακόμα και αν η Μόσχα προέβαλε βέτο, η παγκόσμια κοινή γνώμη θα επεκροτούσε τις αμερικανικές απόψεις, εάν και εφ’ όσον αυτές ήταν δίκαιες, και ως εκ τούτου η Ουάσινγκτον θα νομιμοποιούταν να δράσει μονομερώς.

Η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν στον αμερικανικό ημερήσιο Τύπο.

Στο εξωτερικό, η εξαγγελία του νέου αμερικανικού δόγματος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη φοβόταν μία επιδείνωση της καταστάσεως και το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου, ο οποίος θα διεξαγόταν πρωτίστως στη γηραιά ήπειρο. Αντιθέτως, οι κομματικοί σχηματισμοί τοποθετήθηκαν αναλόγως της ιδεολογίας τους, δηλαδή οι αντικομμουνιστές υπέρ και οι κομμουνιστές κατά. Πιο συγκεκριμένα, στη Μεγ. Βρεταννία οι Συντηρητικοί της αντιπολιτεύσεως ήταν θετικά διακείμενοι, αν και ορισμένοι εξ αυτών δεν έκρυβαν τον φθόνο τους για τη μετεξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε παγκόσμια υπερδύναμη. Η κυβέρνηση των Εργατικών κράτησε εφεκτική στάση, αν και το Εργατικό κόμμα επέκρινε την εξαγγελία του Αμερικανού Προέδρου. Στη Γαλλία, το κύριο γνώρισμα ήταν η οξεία αντίδραση των κομμουνιστών, ενώ στη Γερμανία σχολιάστηκε η διαίρεση του Συμμαχικού στρατοπέδου και η ανακολουθία λόγων και έργων των Συμμάχων. Στην Ιταλία, η πλειοψηφία του λαού και των πολιτικών φαίνεται ότι ετάχθησαν υπέρ του δόγματος. Το τοπικό Κ.Κ. ήταν πολύ ισχυρό και τα πολιτικά πάθη οξυμένα. Επίσης, οι Ιταλοί χαιρέτιζαν την αναβάθμιση του ρόλου της Μεσογείου στις διεθνείς εξελίξεις. Τέλος, στην Ελλάδα η εξαγγελία του νέου δόγματος προκάλεσε «κύματα ενθουσιασμού» στους βασιλόφρονες και στους συντηρητικούς του Κέντρου. Αντιθέτως, οι φανατικοί αντιμοναρχικοί του Κέντρου (οι οποίοι εξέλαβαν την εφαρμογή του δόγματος ως ενίσχυση του βασιλικού θεσμού), καθώς και οι κομμουνιστές το επέκριναν με δριμύτητα.

Η σφοδρότερη αντίδραση στο Δόγμα Τρούμαν προήλθε από τη Μόσχα, όπως ήταν φυσικό. Η τελευταία κατηγόρησε την Ουάσινγκτον ότι απέβλεπε στην εξασφάλιση της παγκόσμιας κυριαρχίας, μιμούμενη τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ο σοβιετικός Τύπος έγραψε ότι ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της παγκοσμίου ιστορίας, που μία τέτοια επιδίωξη δηλωνόταν επισήμως και με τόσο απροκάλυπτο τρόπο. Οι Αμερικανοί απέβλεπαν στη δημιουργία περιφερειακών βάσεων για την επέκταση της επιρροής τους και τον έλεγχο των οδών του εμπορίου και του πετρελαίου. Στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή των σχεδίων της Ουάσινγκτον και γι’ αυτό η τελευταία στήριζε με κάθε τρόπο τον «ελληνικό μοναρχοφασισμό». Ο Τρούμαν ανέβασε τους τόνους με σκοπό να συσπειρώσει τα ελεγχόμενα από τους Δυτικούς κράτη και να επιβεβαιώσει την κυρίαρχη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως διαδόχου της Μεγ. Βρεταννίας στη θέση της ιμπεριαλιστικής δυνάμεως. Ο Ο.Η.Ε. θα ετίθετο υπό τον αμερικανικό έλεγχο ή θα εκμηδενιζόταν, υπεστήριζαν οι Σοβιετικοί.

Πάντως, το Δόγμα Τρούμαν απετέλεσε τη δυναμικότερη έκφραση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και επηρέασε άμεσα τις εξελίξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι πρώτοι πολιτικοί σκοποί των Ηνωμένων Πολιτειών, που προωθήθηκαν στο πλαίσιο του δόγματος αυτού (και του επακόλουθου Σχεδίου Mάρσαλ), ήταν: α) η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Περσία για να αντέξουν τη σοβιετική πίεση και β) η απαγόρευση, από κοινού με τη Μεγ. Βρεταννία, υλοποιήσεως των σχεδίων της Μόσχας στον χώρο της Μ. Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου γενικότερα.

Αυτό εσήμαινε ότι η σύμμαχος στον πόλεμο κατά του Άξονα Σοβ. Ένωση ήταν η μελλοντική αντίπαλος στην ψυχροπολεμική Ευρώπη αλλά και στον αγώνα για την απόκτηση σφαιρών επιρροής στον υπόλοιπο κόσμο. Η σκέψη της αμερικανικής διοικήσεως9είχε σαν βασικό γνώμονα ότι μία Ευρώπη υπό γερμανική κυριαρχία ήταν εξίσου απευκταία με μία Ευρώπη τελούσα υπό σοβιετική ηγεμονία. Άλλωστε, ο διάδοχος του Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο δεν είχε βιώσει την συνεργασία με τους Σοβιετικούς στον πόλεμο, ενώ τους αντιμετώπιζε πάντα με καχυποψία.

Κατά την εκδήλωση της γερμανικής επιθέσεως εναντίον της Σοβ. Ενώσεως, θεωρούσε τις δύο χώρες ηθικά ισοδύναμες και πίστευε ότι η Αμερική έπρεπε να τις ενθαρρύνει όπως πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Εκείνη την εποχή, ο Τρούμαν ήταν μέλος της Γερουσίας και είχε δηλώσει: «Εάν δούμε ότι κερδίζει η Γερμανία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Ρωσσία και εάν κερδίζει η Ρωσσία, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Γερμανία και με αυτόν τον τρόπο θα τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσους περισσότερους μπορούν, αν και δεν θα ήθελα να δω τον Χίτλερ νικητή υπό οιεσδήποτε συνθήκες».10

Η προσπάθεια του Σχεδίου Mάρσαλ κατευθυνόταν πρώτιστα στην οικονομική και πολιτική ανόρθωση της Δυτ. Γερμανίας, χωρίς τη σύμπραξη της οποίας το δυτικό αμυντικό οικοδόμημα (ενόψει μάλιστα και των φυγόκεντρων τάσεων της Γκωλικής Γαλλίας) δεν θα είχε την απαιτούμενη συνοχή. Αργότερα, ο Τρούμαν δήλωσε ότι το σημαντικότερο επίτευγμά του στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι οι Αμερικανοί νίκησαν τους εχθρούς τους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. «Και έπειτα τους βοηθήσαμε να συνέλθουν, να γίνουν δημοκράτες και να επιστρέψουν στην κοινότητα των εθνών. Μόνον η Αμερική θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο».11

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου και ο πόλεμος της Κορέας παγίωσαν την άποψη της αμερικανικής ηγεσίας για τις προθέσεις της Μόσχας, ενώ και η αμερικανική κοινή γνώμη πίστευε ότι σκοπός του Στάλιν ήταν η παγκόσμια κυριαρχία.12Η Ουάσινγκτον έβλεπε να ξεδιπλώνεται μία σοβιετική στρατηγική που ήθελε να παρασύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μακρινές συγκρούσεις για να γίνει ευκολότερη μία επίθεση της Μόσχας στη δυτική Ευρώπη. Έχει γραφεί ότι επρόκειτο περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των δυνατοτήτων των Σοβιετικών και των προθέσεων του Στάλιν προσωπικά.13

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου (24 Ιουνίου 1948 – 12 Μαΐου 1949) και ο πόλεμος της Κορέας (25 Ιουνίου 1950 – 27 Ιουλίου 1953).

Πάντως, και ο τελευταίος δεν είχε αντιληφθεί ότι για τους Αμερικανούς ηγέτες η ηθική έπαιζε ρόλο και είχαν σκοπό να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σύμφωνα με τον Χένρυ Κίσινγκερ (Henry Alfred Kissinger), ο Σοβιετικός ηγέτης διέπραξε το ίδιο λάθος με αυτό που είχε κάνει το 1945. Τότε, δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στην καλή θέληση της Ουάσινγκτον. «Το 1952, υπετίμησε τις αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει οι πράξεις του στο ενδιάμεσο διάστημα. Από το 1945 έως το 1948, οι Αμερικανοί ηγέτες ανυπομονούσαν να επιτύχουν κάποιον διακανονισμό με τη Σοβ. Ένωση αλλά δεν είχαν ούτε την διάθεση ούτε την ικανότητα να υπολογίσουν αθροιστικά τις πιέσεις που θα έπαιρνε στα σοβαρά ο Στάλιν. Το 1952, είχε αρχίσει να τις παίρνει αρκετά στα σοβαρά αλλά στο μεταξύ είχε κατορθώσει με το παραπάνω να πείσει τους Αμερικανούς ηγέτες για την κακή του προαίρεση».14

Πάντως, ο απολογισμός της προεδρίας Τρούμαν στον χειρισμό των εξωτερικών θεμάτων δεν συγκέντρωσε μόνον θετικά σχόλια. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αν και αρχικώς ήταν άπειρος ως προς τον χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων, επέδειξε μία έντονη δραστηριότητα και έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό. Εντούτοις, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα βρήκε την ηγετική ομάδα στην Ουάσινγκτον απροετοίμαστη. Ο Πρόεδρος έστειλε τον Μάρσαλ στην Κίνα15 αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συμβιβάσει τους δύο αντιπάλους. Μετά την επιστροφή του, ενημέρωσε τον Τρούμαν πως οι εθνικιστές θα κέρδιζαν μόνον εάν είχαν την αμέριστη και πολύπλευρη αμερικανική υποστήριξη, ενδεχόμενο όμως που ενδεχομένως να εξασθένιζε το Δυτικό στρατόπεδο στην Ευρώπη. Τελικώς, οι κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ (Mao Zedong) επεκράτησαν16και ο Τρούμαν κατηγορήθηκε σφόδρα για την «απώλεια» της Κίνας.

Η επικράτηση των Κομμουνιστών στην Κίνα. Προπαγανδιστική αφίσα.

Την 4η Νοεμβρίου 1952, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Στρατηγός Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ (Dwight David «Ike» Eisenhower) κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Εξ αρχής, έδειξε ότι είχε μία άλλη ματιά για τα διεθνή ζητήματα από τους προκατόχους του. Η εξωτερική πολιτική θα βασιζόταν (ιδίως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο, 1952-1956) σε τέσσερις πυλώνες: α. την ενίσχυση της οικονομίας, προκειμένου η Ουάσινγκτον να είναι εις θέσιν όπως διατηρεί αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, ασκώντας παράλληλα μία παρεμβατική πολιτική στη διεθνή αρένα, β. την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, γ. την «αξιοποίηση» της CIA για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον κυβερνήσεων ή ηγετών που ευρίσκοντο υπό κομμουνιστικό έλεγχο ή «φλέρταραν» με τη Μόσχα17 και δ. την παροχή βοήθειας στους συμμάχους της Δύσεως και τον προσεταιρισμό των ουδετέρων κρατών.

Ο θάνατος του Στάλιν (τον Μάρτιο του 1953) ώθησε τον Αμερικανό Πρόεδρο να εκφωνήσει μία ομιλία, που έμεινε στην ιστορία υπό τον τίτλο «Ας δώσουμε στην ειρήνη μία ευκαιρία». Η ομιλία του έλαβε χώρα στην Αμερικανική Ένωση Εκδοτών Τύπου, την 16η Απριλίου 1953, μόλις τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ήταν μία εποχή κατά την οποία ο πόλεμος στην Κορέα τελείωνε, όλοι γνώριζαν ότι η Μόσχα διέθετε και αυτή ατομική βόμβα, ενώ πολλοί θεωρούσαν ότι η Ουάσινγκτον κινδύνευε να απωλέσει το προβάδισμα στο στρατιωτικό πεδίο. Πλήθαιναν, λοιπόν, οι φωνές, που ζητούσαν την ενίσχυση της χρηματοδοτήσεως των στρατιωτικών δαπανών και την άσκηση μίας πιο δυναμικής πολιτικής έναντι της Σοβ. Ενώσεως.

Ο Αϊζενχάουερ απεφάσισε να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που είχε προκύψει αιφνιδίως στη σοβιετική πολιτική ηγεσία, επιχειρώντας να προσεγγίσει την νέα κατάσταση, προτείνοντας την μείωση των στρατιωτικών δαπανών.18 Εντούτοις, οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα αλληλοεξοντώσεως και ουδεμία πρόθεση υιοθετήσεως μίας πολιτικής που θα τους «εξέθετε» στα μάτια φίλων και αντιπάλων ως ουδέτερους είχαν. Κατά συνέπεια, ο Ψυχρός Πόλεμος εξέλαβε νέες διαστάσεις επί των ημερών της προεδρίας του, ενώ ο προϋπολογισμός των στρατιωτικών δαπανών ανήλθε σε μεγάλα ύψη, που παρέμειναν αναλλοίωτα έως τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου.19

O Αμερικανός Πρόεδρος δεν απογοητεύτηκε. Τον Νοέμβριο του 1955, η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε με επιτυχία μία βόμβα υδρογόνου. Ο Αϊζενχάουερ παρήκουσε τις συμβουλές στενών συνεργατών του (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες – John Foster Dulles) και υπέβαλε στους Σοβιετικούς μία πρόταση αφοπλισμού προκειμένου οι δύο υπερδυνάμεις να αφιερώσουν τις έρευνές τους σχετικά με το σχάσιμο υλικού μόνο για ειρηνικές χρήσεις (π.χ. για την παραγωγή ενέργειας) και όχι για την κατασκευή ακόμη πιο φονικών όπλων.20

RDS-37 Soviet H-bomb test 1955 / РДС-37

Η Μόσχα δεν ανταποκρίθηκε θετικά, καθώς ήταν πεπεισμένη ότι η Ουάσινγκτον υπερτερούσε σημαντικά σε αποθέματα πυρηνικών όπλων. Αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να διαθέσει περισσότερα χρήματα για τα πυρηνικά όπλα (και την Πολεμική Αεροπορία), μειώνοντας τις δαπάνες για τον Στρατό Ξηράς.21 Οι Αμερικανοί υιοθέτησαν την αρχή της ακρίβειας πυρός, την ιδία ώρα που οι Ρώσσοι διαχρονικά επικεντρώνονται στην μάζα πυρός. Οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούσαν την νέα αντίληψη του Προέδρου για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τον σχεδιασμό της εθνικής αμύνης. Επιπλέον, επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου και όχι αφοπλισμού. Εντούτοις, αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο να πραγματοποιηθεί, καθώς και οι δύο υπερδυνάμεις εμφανίζονταν διστακτικές να δεχθούν έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου τους.

Το πυρηνικό δόγμα της εποχής βασιζόταν στην θεωρία της αποτροπής. Συνίστατο αφ’ ενός στη διατήρηση της ανταποδοτικής ικανότητος (second strike capacity) και αφ’ ετέρου στη «μαζική ανταπόδοση» (massive retaliation). Προς τούτο, απαιτείτο όχι απλώς η κατοχή αλλά και η συνεχής αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου, γεγονός που οδήγησε σε κούρσα εξοπλισμών με τη Σοβ. Ένωση.

Το 1957, διατυπώθηκε ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής από τον Αϊζενχάουερ. Είχαν μεσολαβήσει η έναρξη της αποσαθρώσεως του αποικιακού συστήματος της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, η αδυναμία των οποίων είχε πιστοποιηθεί περίτρανα κατά την κρίση του Σουέζ, το 1956.22 Επίσης, η Μόσχα είχε στείλει στρατεύματα για να επαναφέρει στην «κομμουνιστική  ορθοδοξία» την Ουγγαρία, ενώ παρενέβαινε απροκάλυπτα στα εσωτερικά των κρατών της ανατ. Ευρώπης, όπως είχε πράξει στην Ανατ. Γερμανία (το 1953) και την Πολωνία (τον Ιούνιο του 1956).

Το νέο αμερικανικό δόγμα ήταν μία επιθετική και καθαρά στρατιωτική εκδοχή του Δόγματος Tρούμαν. Το Δόγμα Αϊζενχάουερ προέβλεπε τη δραστηριοποίηση στον αγώνα εναντίον του κομμουνισμού σε όλη την υφήλιο, η οποία «διαιρέθηκε» σε φίλιες και εχθρικές δυνάμεις. Η Αμερική θα ενίσχυε διπλωματικά και στρατιωτικά τους συμμάχους της, ενώ θα χρησιμοποιούσε όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ανακόψει την αύξηση της κομμουνιστικής επιρροής. Στο πλαίσιο της πολιτικής περί ανασχέσεως του κομμουνισμού23 και της θεωρίας του ντόμινο, βάσει της οποίας εάν ένα κράτος γινόταν κομμουνιστικό θα ακολουθούσαν και άλλα στην ιδία περιοχή,24 οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεμείχθησαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, 25 διαπράττοντας το ίδιο λάθος για το οποίο κατηγορούσαν τους Γάλλους έως τότε.

Επίσης, η Ουάσινγκτον υπέγραψε μία σειρά συμφωνιών με τρίτα κράτη (π.χ. με την Εθνικιστική Κίνα, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες κ.α.) με σκοπό την περικύκλωση της Μόσχας, ενώ προχώρησε στην ίδρυση οργανισμών (όπως ο SEATO26) για την ανάσχεση της κομμουνιστικής επιρροής σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Το 1954 και το 1958, οι Ηνωμένες Πολιτείες στάθηκαν σθεναρά στο πλευρό της Εθνικιστικής Κίνας, ορισμένες νήσοι της οποίας ευρέθησαν στο στόχαστρο του Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Το Δόγμα Αϊζενχάουερ του 1957.

Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο δόγμα διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην ομιλία του Προέδρου στο Κογκρέσο για την κατάσταση στην Μ. Ανατολή, τον Ιανουάριο του 1957. Στην ομιλία αυτή, ο Αϊζενχάουερ ξεκαθάρισε ότι θα βοηθούσε οιαδήποτε χώρα του το ζητούσε για να αποκρούσει μία επίθεση στον χώρο της Μ. Ανατολής.27 Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονταν να προστατέψουν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών της περιοχής, που θα εδέχοντο επίθεση από οιαδήποτε χώρα ελεγχόταν από τον διεθνή κομμουνισμό. Επομένως, ο επιτιθέμενος μπορούσε να μην είναι η Σοβ. Ένωση αλλά μία άλλη κομμουνιστική χώρα.

Σκοπός του Αμερικανού Προέδρου ήταν να σταθεροποιήσει τα ευάλωτα αραβικά καθεστώτα και να τα απομακρύνει από την επιρροή της Αιγύπτου, που τελούσε υπό την χαρισματική ηγεσία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ (Gamal Abdel Nasser).28 Σε αυτό, απέτυχε παταγωδώς, καθώς η δημοφιλία του Αιγύπτιου ηγέτη γνώρισε αλματώδη άνοδο και σύντομα έγινε ευρέως αποδεκτός ως ο ενσαρκωτής των ελπίδων και των πόθων πολλών Αράβων, ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο διαβιούσαν.

Το συγκεκριμένο δόγμα χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την πραγματοποίηση της πρώτης στρατιωτικής επεμβάσεως των Ηνωμένων Πολιτειών στον χώρο της Μ. Ανατολής, στον Λίβανο τον Ιούλιο του 1958.29 Επρόκειτο για την επιχείρηση «Blue bat» (Μπλε ρόπαλο). Επιπλέον, η Αμερική «έσπασε» τη διπλωματική απομόνωση της Ισπανίας, υπογράφοντας μαζί της μία σειρά συμφωνιών, τον Σεπτέμβριο του 1953.30 Τέλος, αξιοσημείωτη ήταν η ένταση στις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις εξ αιτίας της αρνήσεως του γαλλικού Κοινοβουλίου να επικυρώσει τη Συνθήκη των Παρισίων του 1952 για τη δημιουργία Κοινής Ευρωπαϊκής Αμύνης. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αϊζενχάουερ να εντάξει τη Δυτ. Γερμανία στο ΝΑΤΟ ως πλήρες μέλος, τον Μάϊο του 1955.31

Επί προεδρίας Αϊζενχάουερ, το ΝΑΤΟ κατέστη η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στη δυτική Ευρώπη, ενώ ανέλαβε ενεργό ρόλο και στα τεκταινόμενα σε άλλες γωνιές του πλανήτη. Αλλά και οι επόμενοι δύο πρόεδροι που προήρχοντο από το Δημοκρατικό κόμμα – ο Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ (John Fitzgerald «Jack» Kennedy) και ο Λύντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson) έδωσαν προτεραιότητα στον ρόλο του ΝΑΤΟ. Ο πρώτος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ανασχέσεως του κομμουνισμού στην κεντρική και τη Λατινική Αμερική (εξαιτίας της επαναστάσεως του Φιντέλ Κάστρο – Fidel Castro στην Κούβα, το 1959), αλλά και στον περιορισμό της επεκτάσεως της επιρροής του στη δυτική Ευρώπη.

Tην 20η Ιανουαρίου 1961, κατά την ημέρα της ορκωμοσίας του, ο Κέννεντυ, είπε μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ενημερώστε κάθε έθνος… ότι θα πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα, θα φέρουμε οποιοδήποτε βάρος, θα αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία, θα υποστηρίξουμε οποιονδήποτε φίλο, θα αντιταχθούμε σε οποιονδήποτε εχθρό, προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιβίωση και την επιτυχία της ελευθερίας». Επίσης, ζήτησε απ’ όλους να συστρατευθούν στον αγώνα κατά των εχθρών της ανθρωπότητος, δηλ. της τυραννίας, της φτώχειας, των ασθενειών και του πολέμου.

Το δόγμα που φέρει το όνομά του ήταν ουσιαστικά μία προέκταση των απόψεων για την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων προέδρων, Αϊζενχάουερ και Tρούμαν, καθώς βασίστηκε στους ίδιους στόχους. Ο Κέννεντυ, όμως, δεν είχε αντίρρηση, όπως το τελικό αποτέλεσμα επιτευχθεί, ανεξαρτήτως κόστους. Οι επικλήσεις για την χρήση στρατιωτικής ισχύος και την ομοφωνία στον αγώνα κατά του κομμουνισμού ισορροπήθηκαν με ελπίδες για τον αφοπλισμό και παγκόσμια συνεργασία. Επιπλέον, άλλαξαν οι βασικές γεωγραφικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον, που ήθελε να κυριαρχήσει πρωτίστως στο δυτικό ημισφαίριο, επιστρέφοντας στο Δόγμα Μονρόε. Προς τούτο, ο Κέννεντυ ζήτησε να συναφθεί μία «Συμμαχία για την Πρόοδο» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των κρατών της περιοχής, σε ομιλία του την 13η Αυγούστου 1961.

Η εξωτερική πολιτική του Κέννεντυ έμεινε στην ιστορία για την σθεναρή στάση, που τήρησε στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα (τον Οκτώβριο του 1962)32 και την ομιλία του στο δυτ. Βερολίνο, την 26η Ιουνίου 1963. Σε αυτήν, επανέλαβε την αμερικανική δέσμευση έναντι της Γερμανίας και επέκρινε τον κομμουνισμό, κερδίζοντας το χειροκρότημα περίπου 1.000.000 Βερολινέζων.33 Ανέφερε την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου ως παράδειγμα των αποτυχιών του κομμουνισμού: «Η ελευθερία έχει πολλές δυσκολίες και η δημοκρατία δεν είναι τέλεια. Αλλά ποτέ δεν χρειάστηκε να υψώσουμε ένα τείχος για να κρατήσουμε τους ανθρώπους μας, για να τους αποτρέψουμε να φύγουν από εμάς», δήλωσε χαρακτηριστικά. Η ομιλία είναι γνωστή για την καταληκτική φράση «Ich bin ein Berliner» (Είμαι και εγώ ένας Βερολινέζος). Αργότερα, ο Αμερικανός Πρόεδρος δήλωσε ενθουσιασμένος: «Δεν θα έχουμε ποτέ άλλη μέρα σαν αυτή, όσο ζούμε».34 Ο Κέννεντυ δολοφονήθηκε στο Ντάλλας του Τέξας, την 22α Νοεμβρίου 1963 και τον διαδέχθηκε ο έως τότε Αντιπρόεδρος Τζόνσον.

Ο αποκλεισμός (επισήμως “καραντίνα”) της Κούβας κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων.

Το δόγμα του Προέδρου Τζόνσον αποτελούσε παραλλαγή του Δόγματος Mονρόε. Το 1965, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν στρατιωτικά στη Δομινικανή Δημοκρατία για την προάσπιση των συμφερόντων τους, που απειλούντο από την ισχυροποίηση των τοπικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Τότε, ο Τζόνσον δήλωσε ότι οι τοπικές επαναστάσεις στο δυτικό ημισφαίριο δεν είχαν αποκλειστικώς και μόνον τοπικό χαρακτήρα αλλά παγκόσμιο, καθώς ο στόχος τους ήταν η επιβολή της κομμουνιστικής δικτατορίας. Επομένως, η Αμερική είχε κάθε δικαίωμα να επεμβαίνει, καθώς οι χώρες των δύο αμερικανικών ηπείρων δεν θα επέτρεπαν την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στο έδαφός τους.

Βεβαίως, η προεδρία του στιγματίστηκε από την ενεργό ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο του Βιετνάμ.35 Την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου, υπήρχαν 16.000 στρατιωτικοί στο Βιετνάμ προς υποστήριξη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Αμέσως, ακύρωσε την απόφαση του προκατόχου του για απόσυρση 1.000 ανδρών μέχρι το τέλος του έτους εκείνου και σταδιακά έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς για να πολεμήσουν (και να σκοτωθούν) στην περιοχή.36 Γενικά, η διοίκηση Τζόνσον χαρακτηρίστηκε από μία τάση στρατιωτικής επιλύσεως των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής, χωρίς τη θεώρηση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.

H κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο του Βιετνάμ επί προεδρίας Τζόνσον.

Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε το Δόγμα Νίξον, το οποίο διατυπώθηκε την 25η Ιουλίου του 1969 (απεκλήθη Δόγμα του Γκουάμ) και άρχισε να υλοποιείται το 1971. Είχε δύο σκέλη: το πρώτο αφορούσε στην στρατιωτική απεμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών από τα τοπικά προβλήματα των συμμάχων χωρών, τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις. Η Ουάσινγκτον θα τους εξασφάλιζε αντιπυρηνική προστασία αλλά θα βοηθούσε μόνον χώρες, η ασφάλεια των οποίων αφορά ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, όπως το Ισραήλ. Εφαρμόστηκε κατ’ εξοχήν στο Βιετνάμ, αλλά και στην Καμπότζη, την Νότια Κορέα κ.α. Υπενθυμίζεται ότι οι Αμερικανοί θρηνούσαν 300 νεκρούς κάθε βδομάδα στο Βιετνάμ, όταν ο Νίξον ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου. Προφανώς, το προαναφερθέν δόγμα διαφοροποιούσε την Υψηλή Στρατηγική της Ουάσινγκτον. Αυτή βασιζόταν στην έλλειψη οιασδήποτε συμβατικής δεσμεύσεως παροχής βοηθείας προς τα κράτη αυτά και απέβλεπε μακροπρόθεσμα στη μείωση της εντάσεως με τον ανατολικό συνασπισμό.

Το δεύτερο σκέλος (που ήταν εν μέρει απόρροια του πρώτου) αφορούσε στην «Ύφεση» (Detente)37 των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση,38 που οδήγησε στην υπογραφή της πρώτης Strategic Arms Limitation Αgreement (περισσότερο γνωστή ως SALT I).39 Μάλιστα, ο Νίξον είχε την τόλμη να δηλώσει πως «εάν η συνεργασία με κομμουνιστικές χώρες προωθεί την παγκόσμια σταθερότητα, είναι αποδεκτή». Απτό αποτέλεσμα της εφαρμογής του δόγματος αυτού υπήρξε η στρατιωτική απεμπλοκή από τον «βούρκο» του Βιετνάμ και τα τολμηρά ανοίγματα προς την Κίνα. Σημειωτέον ότι ο Νίξον θεωρείται (και είναι) ο εμπνευστής της λεγομένης «τριγωνικής διπλωματίας» (Ουάσινγκτον-Μόσχα-Πεκίνο).40

Αρχικώς, άνοιξε διαύλους με την κινεζική ηγεσία μέσω Ρουμανίας και Πακιστάν, ενώ έστειλε στο Πεκίνο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας και μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών Κίσινγκερ.41 Ακολούθησε η ανταλλαγή επισκέψεων αθλητών και στο τέλος πήγε ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος στην κινεζική πρωτεύουσα (την 21η Φεβρουαρίου 1972). Υιοθέτησε το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», θέλοντας να βαθύνει το ρήγμα στο κομμουνιστικό μπλοκ.42 Η Ουάσινγκτον άρχισε να απομακρύνεται από την Εθνικιστική Κίνα (Φορμόζα), δίχως να την εγκαταλείπει φανερά. Η πολιτική του συνεχίστηκε και από τον διάδοχό του Τζέραλντ Φορντ (Gerald Rudolph Ford).

Ο τελευταίος μετέβη αυτοπροσώπως στην Κίνα για να ενισχύσει την σχέση που θεμελίωσε ο προκάτοχός του, ενώ συμμετείχε στην υπογραφή της Τελικής Πράξεως του Ελσίνκι, στο πλαίσιο της Διασκέψεως για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον Αύγουστο του 1975. Σημειωτέον ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια προετοιμασίας, περισσότερες από 3.000 διαβουλεύσεις και η υπογραφή 40 τόννων επίσημων εγγράφων, προτού καταστεί δυνατή η συνάθροιση των εκπροσώπων των 15 χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, των επτά χωρών – μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και των 13 ουδέτερων κρατών.

John Adams, Nixon in China, Banquet Scene, Metropolitan Opera New York, 31.01.2011

Πάντως, η υπογραφή της Τελικής Πράξεως αντιμετωπίστηκε τότε από τα δυτικά ΜΜΕ ως μία υποχώρηση της Δύσεως απέναντι στις απαιτήσεις της Σοβιετικής Ενώσεως για έλεγχο των εξοπλισμών και ως παγίωση του status quo στην Ευρώπη, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα εγγυήσεις για τη βελτίωση της καταστάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη του ανατολικού συνασπισμού.

Επόμενος Πρόεδρος ήταν ο Τζίμυ Κάρτερ (James Earl «Jimmy» Carter Jr). Είχε επιτύχει οριακή νίκη στις εκλογές και είχε αναλάβει καθήκοντα την επαύριο της αποχωρήσεως των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ. Στην εναρκτήρια ομιλία του, δήλωσε ότι «το έθνος μας έχει τα αναγνωρισμένα του όρια (ισχύος) και δεν μπορούμε ούτε να ανταποκρινόμαστε σε όλες τις προκλήσεις, ούτε να λύσουμε όλα τα προβλήματα». Επρόκειτο για ένα σημείο καμπής, αναφορικά με τα απεριόριστα όρια του Δόγματος Tρούμαν. Μολαταύτα, δεν ήθελε να αφήσει ελεύθερο το πεδίο για αμφισβήτηση της αμερικανικής ισχύος. Ως εκ τούτου, έστειλε στη Μόσχα μία «τελεσιγραφική» προειδοποίηση σχετικά με τα ζωτικά ενδιαφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Μ. Ανατολή, μετά την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν (τον Δεκέμβριο του 1979) και την απειλητική – όπως χαρακτηρίστηκε – προσέγγισή τους στην περιοχή του Περσικού κόλπου.

Η υπογραφή της Συμφωνίας του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, 17 Σεπτεμβρίου 1978.

Πιο συγκεκριμένα, την 23η Ιανουαρίου 1980 δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν στρατιωτική δύναμη εάν ήταν απαραίτητο για να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Το δόγμα του είχε ως στόχο να αποτρέψει τη Μόσχα από το να κατακτήσει μία ηγεμονική θέση στη συγκεκριμένη περιοχή43 Επικέντρωσε την προσοχή του στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και είχε συχνές επαφές με ηγέτες του. Στα θετικά του Κάρτερ πιστώνεται αναμφίβολα η Συμφωνία του Καμπ Ντέηβιντ μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, τον Σεπτέμβριο του 1978.44 Πάντως, η θητεία του σημαδεύτηκε από την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από Ιρανούς και την αιχμαλωσία του προσωπικού της, μετά την τοπική εξέγερση κατά του Σάχη.45 Οι εσφαλμένοι χειρισμοί του και οι διαψεύσεις των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει (και στους Ελληνοαμερικανούς)46 επέφεραν την ήττα του από τον Ρέηγκαν, στις εκλογές του 1980.

Ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να ανυψώσει το τρωθέν αμερικανικό γόητρο και να σταματήσει την ανάπτυξη του κομμουνισμού στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Ακολούθησε μία πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, υπογράφοντας μία σειρά συμφωνιών με τη Σοβ. Ένωση. Από την άλλη πλευρά, εφήρμοσε μία επιθετική πολιτική έναντι της Μόσχας ασκώντας της τη μέγιστη δυνατή πίεση (Δόγμα Ρέηγκαν),47 παρέχοντας στρατιωτική υποστήριξη στις αντι-κομμουνιστικές ανταρτικές ομάδες (Νικαράγουα, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Καμπότζη, Αφγανιστάν) και υποχρεώνοντας τους Σοβιετικούς σε μία αμυντική πολιτική στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.48 Ήταν σφόδρα αντίθετος με την πολιτική της «Υφέσεως», την οποία επέκρινε προσωπικά από την εποχή που ήταν κυβερνήτης της Καλιφόρνιας. Την τερμάτισε και αφοσιώθηκε σε μία σταυροφορία για την οριστική κατανίκηση της Σοβ. Ενώσεως.49 Ήταν δε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έλαβε επιθετική θέση τόσο ιδεολογικά όσο και γεωστρατηγικά.50 Ταυτόχρονα, όμως, είχε το θάρρος να στείλει προσωπικές επιστολές σε δύο σοβιετικούς ηγέτες – Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Leonid Ilyich Brezhnev) και Γιούρι Αντρόπωφ (Yuri Vladimirovich Andropov)-, με τις οποίες τους διαβεβαίωνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν επιθετικές προθέσεις.51 Τέλος, δεν εδίστασε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τον Λίβανο, μετά από τρομοκρατική επίθεση εναντίον πεζοναυτών στη Βηρυττό (τον Οκτώβριο του 1983).52

«Berlin Wall» Speech – President Reagan’s Address at the Brandenburg Gate – 6/12/87

Οι εχθροί του τού κατελόγισαν το Ιράν-γκέητ,53 αλλά η δημοφιλία του παρέμεινε στα ύψη. Άλλωστε, είναι ο μοναδικός υποψήφιος στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών που κατόρθωσε να κερδίσει 49/50 πολιτείες (το 1984). Το σχέδιό του για τον πόλεμο των άστρων οδήγησε την παρηκμασμένη Σοβ. Ένωση σε μία κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, στην οποία αδυνατούσε να ανταπεξέλθει. Επίσης, δημιούργησε ένα πλέγμα συμμαχιών προκειμένου να ανασχέσει την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στο εξωτερικό, ενώ ήρθε σε συνεννόηση με ισχυρά πετρελαιοπαραγωγά κράτη (όπως τη Σαουδική Αραβία) προκείμενου να μείνει χαμηλά η τιμή του «μαύρου χρυσού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στέρησε από τη Μόσχα κρίσιμους για την οικονομία της πόρους. Τέλος, υπονόμευσε την εσωτερική νομιμοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος, καθώς και των αντίστοιχων καθεστώτων των φιλικών προς αυτό κρατών της ανατ. Ευρώπης μέσω της ενίσχυσης των πάσης φύσεως αντιπολιτευτικών φωνών. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη αποσύνθεση της Σοβ. Ενώσεως λίγο μετά το τέλος της θητείας του Ρέηγκαν. Αν και είχε μονίμως απέναντί του τα ΜΜΕ, έμεινε στην ιστορία ως ο Αμερικανός Πρόεδρος που κατέδειξε το σαθρό υπόβαθρο του ανατολικού συνασπισμού.54

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Περισσότερα στοιχεία παρατίθενται στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Η εξωτερική πολιτική και η υψηλή στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων και των Βαλκανικών κρατών (συμπεριλαμβανομένων Ελλάδος-Τουρκίας)» των εκδόσεων Λειμών (2021).
  2. Paul Kennedy, Grand Strategies in War and Peace. Yale: University Press, 1992, p. 4-5.
  3. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα. Αθήνα: Ποιότητα, 2008, σελ. 44.
  4. Σχετικά με τον βίο του, βλέπε ενδεικτικά το βιβλίο υπό τον τίτλο «Φραγκλίνος Ρούσβελτ, 188-1945» των εκδόσεων Πελασγός (2022).
  5. Η νέα ηγετική ομάδα περί τον Τρούμαν απαρτιζόταν μεταξύ άλλων από τον υπουργό Εξωτερικών Τζέημς Μπερνς (James Francis Byrnes), τους διάδοχούς του στο State Department Στρατηγό Τζωρτζ Μάρσαλ (George Catlett Marshall) και Ντην Άτσεσον (Dean Acheson), τoν υπουργό Στρατιωτικών Τζέημς Φόρρεσταλ (James Vincent Forrestal) και τoν διπλωμάτη Ουΐλλιαμ Χάρριμαν (William Averell Harriman).
  6. Σχετικά με τη Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ, βλέπε α. Herbert Feis, Between War and Peace: The Potsdam Conference. Princeton: University Press, 1960, β. John Gimbel, «On the Implementation of the Potsdam Agreement: an Essay on U.S. Postwar German Policy» στο Political Science Quarterly, 1972, 87(2), p.p. 242–269 και γ. Michael Neiberg, Potsdam: the End of World War II and the Remaking of Europe. New York: Basic Books, 2015.
  7. O Τσώτσιλ και ο Ήντεν αντικαταστάθηκαν από τους Κλέμεντ Άττλη (Clement Attlee) και Έρνεστ Μπέβην (Ernest Bevin) αντιστοίχως μετά τη συντριπτική νίκη του Εργατικού κόμματος κατά τις βουλευτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου 1945.
  8. Έχουν γραφεί πολλά για το Δόγμα Τρούμαν στην ελληνική βιβλιογραφία. Μία από τις πιο αξιοσημείωτες μελέτες είναι αυτή του Μαν. Μάρκογλου, Το Δόγμα Τρούμαν. Αθήνα: M.E.IΣ., 2003.
  9. Ο όρος στα αγγλικά είναι «administration» και ισοδυναμεί με την κυβέρνηση στην Ελλάδα.
  10. Adler Selig, The Isolationist Impulse: Its Twentieth-Century Reaction. New York: Abelard-Schuman, 1957, p. 285.
  11. Henry Kissinger, σελ. 475.
  12. Robert Dallek, Harry Truman. New York: Times Books, 2008, p.p. 56-57.
  13. Henry Kissinger, σελ. 552.
  14. Ηenry Kissinger, σ.σ. 558-559.
  15. Bλέπε το βιβλίο του Daniel Kurtz-Phelan, The China Mission – George Marshall’s Unfinished War, 1945- 1947. New York: W. Norton, 2018.
  16. Σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο στην Κίνα, βλέπε ενδεικτικά α. Christopher R. Lew, The Third Chinese Revolutionary Civil War, 1945–49: An Analysis of Communist Strategy and Leadership. Νew York: Routledge, 2009, β. Μichael Lynch, The Chinese Civil War 1945–49. London: Bloomsbury Publishing, 2014 και γ. Suzanne Pepper, Civil War in China: the Political Struggle 1945–1949. Lanham, Md.: Rowman & Littlefield, 1999.
  17. Stephen Ambrose, Eisenhower: The President (1952–1969), v. II. London: Allen & Unwin, 1984, p.p. 111-113.
  18. Walter LaFeber, America, Russia, and the Cold War, 1945-2002. New York: McGraw-Hill, 2004, p.p. 194–197.
  19. Georges Nzongola-Ntalaja – Joel Krieger – Margaret E. Crahan – Norma Hess Wilentz – Lawrence R. Jacobs – William A. Joseph – James A. Paul, The Oxford Companion to Politics of the World. Oxford: University Press, 2001, 548.
  20. Stephen Ambrose,p. 132-134 και 147.
  21. Stephen Ambrose, p. 144.
  22. Σχετικά με την κρίση στο Σουέζ, βλέπε ενδεικτικά Keith Kyle, Suez. New York: Martin’s Press, 1991.
  23. Σχετικά με την ανάσχεση του κομμουνισμού, βλέπε Henry Kissinger, σ.σ. 499-527.
  24. Stephen Ambrose, p.p. 236-237 και Ηenry Kissιnger, σελ. 696.
  25. Σχετικά με την ανάμειξη των Αμερικανών στο Βιετνάμ, βλέπε ενδεικτικά George C. Herring, America’s Longest War – The United States and Vietnam, 1950-1975.New York: Alfred Knopf.
  26. Ο SEATO (Southeast Asia Treaty Organization) ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του Συμμετείχαν (κατ’ αλφαβητική σειρά) η Αυστραλία, η Γαλλία., οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγ. Βρεταννία, η Νέα Ζηλανδία, το Πακιστάν, η Ταϊλάνδη και οι Φιλιππίνες. Ήταν η «απάντηση» της Ουάσινγκτον στην παράδοση της γαλλικής βάσεως του Ντιεν Μπιεν Φου στους κομμουνιστές αντάρτες του Βορ. Βιετνάμ. Ο SEATO διαλύθηκε την 30η Ιουνίου 1977. Σχετικά με τον οργανισμό αυτό, βλέπε Leszek Buszynski, SEATO: The Failure of an Alliance Strategy. Singapore: University Press, 1983.
  27. Peter L. Hahn, «Securing the Middle East: The Eisenhower Doctrine of 1957» στο Presidential Studies Quarterly 1 (2006), p.p. 38-47.
  28. Σχετικά με τον Νάσερ βλέπε, Κυρ. Νικολάου-Πατραγάς, Νάσερ, ο άνθρωπος, η ιδεολογία, η επανάστασις. Αθήνα: Λειμών, 2018.
  29. Βλέπε Erika G. Alin, The United States and the 1958 Lebanon Crisis: American Intervention in the Middle East. α. Lanham, Md.: University Press of America, 1994, β. Douglas Little, «His Finest Hour? Eisenhower, Lebanon, and the 1958 Middle East Crisis» στο Diplomatic History, 1996, 20 (1), p.p. 27–54 και γ. Edouard de Tinguy, «The Lebanese crisis of 1958 and the U.S military intervention» στο Revue d’ Histoire Diplomatique Paris: Pédone, 2007, vol. 4.
  30. Είχε προηγηθεί το Βατικανό, το οποίο υπέγραψε ένα κονκορδάτο με την Ισπανία, έναν μήνα νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1953.
  31. Stephen Ambrose, p. 207.
  32. Richard Reeves, President Kennedy: Profile of Power. New York: Simon & Schuster, 1993, p. 245, 345, 387-390, 403 και 425-426.
  33. Robert Dallek, An Unfinished Life: John Kennedy, 1917–1963. Boston: Little, Brown and Co., 2003, p. 624.
  34. Richard Reeves, p. 537.
  35. Βλέπε ενδεικτικά Robert Dallek, Flawed Giant: Lyndon Johnson and His Times, 1961–1973. Oxford: University Press, 1998, p. 239-597.
  36. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο υπουργός Αμύνης επί προεδρίας Κένεντυ και Τζόνσον Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα (Robert Strange McNamara). Θεωρείται «αρχιτέκτονας» της αμερικανικής αναμείξεως στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο ΜακΝαμάρα μετατράπηκε σε σύμβολο της αποτυχημένης πολιτικής των Δημοκρατικών διοικήσεων στο Βιετνάμ. Αργότερα, ο ίδιος αναθεώρησε ορισμένες από τις απόψεις του και εξέφρασε τη μεταμέλειά του για τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου πολέμου. Βλέπε «Πέθανε στα 93 του ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μακναμάρα» στην εφημ. Εθνικός Κήρυξ, 30/9/2013.
  37. Σχετικά με την «Ύφεση» στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων βλέπε, Coral Bell, The Diplomacy of Détente. New York: St. Martin’s Press, 1977.
  38. Robert Litwak, Détente and the Nixon Doctrine: American Foreign Policy and the Pursuit of Stability, 1969–1976. Cambridge: University Press, 1986.
  39. Henry Kissinger, σ.σ. 834-837.
  40. Henry Kissinger, σ.σ. 783-815.
  41. Εμμ. Εμμανουηλίδης, «Οι σινοαμερικανικές σχέσεις ως το 2000», στο περ. Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 629, Νοέμβριος 2020, σ.σ. 59-71 (σελ. 64).
  42. Εμμ. Εμμανουηλίδης, σελ. 64.
  43. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική του Κάρτερ, βλέπε Robert A. Strong, Working in the World: Jimmy Carter and the Making of American Foreign Policy. Baton Rouge: Louisiana State University Press, 2000.
  44. Σχετικά με τη Συνθήκη του Καμπ Ντέηβιντ, βλέπε α. Clente A. Hinton, Camp David Accords. Los Alamitos, Calif : Hwong Pub. Co, 1980, β. William B. Quandt, Camp David : Peacemaking and Politics. Washington: Brookings Institution, 1986 και γ. Lawrence Wright, Thirteen Days in September : Carter, Begin, and Sadat at Camp David. New York: Alfred A. Knopf, 2014.
  45. Βλέπε David Patrick Houghton, S. Foreign Policy and The Iran Hostage Crisis. Cambridge: University Press, 2001.
  46. Το 1978, η διοίκηση Κάρτερ ήρε το εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί στην Τουρκία (μετά από σχετική απόφαση του Κογκρέσου την 17η Οκτωβρίου 1974), επειδή είχε χρησιμοποιήσει αμερικανικό οπλισμό κατά την παράνομη εισβολή στρατευμάτων της στην Κύπρο, το 1974. Η δικαιολογία ήταν πως το εμπάργκο οδηγούσε τις αμυντικές δυνάμεις της Τουρκίας σε κατάρρευση και ότι αυτό το γεγονός, με τη σειρά του, επηρέαζε ολόκληρη την δομή του ΝΑΤΟ. Το ελληνοαμερικανικό λόμπυ προσπάθησε σκληρά για να αποτρέψει την άρση αλλά δεν τα κατάφερε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε βαθύτατη απογοήτευση σε ολόκληρο τον ελληνισμό, καθώς την εκλογή Κάρτερ στον Λευκό Οίκο είχε χαιρετήσει τόσο η κυβέρνηση Καραμανλή όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο Κάρτερ είχε δεσμευθεί προεκλογικά ότι θα συνδράμει στην επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Σημειωτέον ότι κατά τη διάρκεια του εμπάργκο (1974-1978) εκτιμάται ότι το 60% των τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών ήταν καθηλωμένα στο έδαφος και το 50% των πολεμικών πλοίων ήταν δεμένα στα μουράγια. Βλέπε Χαρ. Καρανίκας, «Ο Κάρτερ, το ελληνικό λόμπι και η χαμένη μάχη του εμπάργκο», εφημ. Τα Νέα, 7/4/2014 και Ανδρ. Πενταράς, «Οι αμερικανικές κυρώσεις είναι η αρχή της αποκαθήλωσης Ερντογάν» στην ιστοσελίδα https://www.pentapostagma.gr/, 15/12/2020, (ημερομηνία προσβάσεως 15/12/2020).
  47. Έχει γραφεί ότι ο τρόπος ενεργείας του Ρέηγκαν ήταν εκπληκτικός και, για τους ακαδημαϊκούς παρατηρητές, σχεδόν ακατανόητος. Αν και δεν εγνώριζε από ιστορία, χρησιμοποίησε τις λίγες γνώσεις του για να τεκμηριώσει τις ακλόνητες πεποιθήσεις του. Χρησιμοποιούσε τις βιβλικές αναφορές στον Αρμαγεδώνα σαν επιχειρησιακές προφητείες. Κουραζόταν από τις λεπτομέρειες της εξωτερικής πολιτικής. Αν και ήταν ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με τις πιο αδύναμες ακαδημαϊκές βάσεις, ανέπτυξε μία εξωτερική πολιτική εκπληκτικής συνοχής και σπουδαιότητος. Τέλος, καταλάβαινε πόσο εύθραυστο ήταν το σοβιετικό σύστημα, κάτι που δεν πίστευαν οι περισσότεροι Αμερικανοί ειδικοί επί των σοβιετικών θεμάτων, ακόμη και όσοι ευρίσκοντο στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Henry Kissinger, σ.σ. 852-853.
  48. Henry Kissinger, σελ. 862.
  49. Henry Kissinger, σελ. 855.
  50. Henry Kissinger, σελ. 860.
  51. An American Life: Ronald Reagan. New York: Simon & Schuster Audiο, 1990, 576.
  52. Την 23η Οκτωβρίου 1983, τρομοκράτες ανετίναξαν το εννιαώροφο κτίριο, που στέγαζε τα αρχηγεία των Γάλλων αλεξιπτωτιστών στο Λίβανο. Η επίθεση στοίχισε την ζωή σε 56 Γάλλους. Είκοσι δευτερόλεπτα αργότερα, τα αρχηγεία των Αμερικανών πεζοναυτών στο αεροδρόμιο της Βηρυτού εδέχθησαν και αυτά επίθεση. Το τετραώροφο κτίριο που περιείχε κοιτώνες, εστιατόριο, γραφεία αξιωματικών είχε τιναχτεί στον αέρα σκορπώντας τον θάνατο σε 241 πεζοναύτες. Λίγους μήνες νωρίτερα (τον Απρίλιο), το μισό κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας στη Βυρηττό είχε καταρρεύσει από την έκρηξη, που είχε σκοτώσει 63 ανθρώπους, κυρίως Λιβανέζους, οι οποίοι περίμεναν στην ουρά για βίζα, αλλά και στελέχη της CIA από όλη τη Μέση Ανατολή, που εκείνη την ώρα συσκέπτονταν στο κεντρικό κτίριο. Την ευθύνη για τις πολύνεκρες επιθέσεις ανέλαβε η ισλαμική οργάνωση «Islamic Jihad». Οι απώλειες των Αμερικανών θεωρούνται οι μεγαλύτερες σε μία ημέρα για τους Πεζοναύτες μετά τη Μάχη του Ίβο Τζίμα και του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών γενικότερα από τη Μάχη του Τετ. Οι τραυματίες ανήλθαν σε 128. Όσον αφορά στους Γάλλους ήταν οι χειρότερες απώλειες μετά τον Πόλεμο της Αλγερίας. Βλέπε α. Ευρ. Μπερσή, «Όταν η διεθνής δύναμη βυθίστηκε στον Λίβανο», εφημ. Η Καθημερινή, 6/8/2006 και β. Eric M. Hammel, The Root: The Marines in Beirut, August 1982–February 1984. New York: Harcourt Brace Jovanovich, 1985, p.p. 329-395.
  53. Την 3η Νοεμβρίου 1986, το λιβανέζικο περιοδικό «Αλ Σίραα» απεκάλυψε ότι η απελευθέρωση του Αμερικανού Ντέηβιντ Γιάκομπσεν (David Jacobsen), που κρατείτο όμηρο από την οργάνωση «Τζιχάντ» επί 18 μήνες ήταν αποτέλεσμα μίας παρασκηνιακής συναλλαγής μεταξύ της αμερικανικής και της ιρανικής κυβερνήσεως. H Ουάσινγκτον θα χορηγούσε στρατιωτικό υλικό στην Τεχεράνη με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνταν στον Λίβανο από ισλαμικές οργανώσεις. Η αποκάλυψη προκαλεί αίσθηση, καθώς ο Πρόεδρος Ρέηγκαν εμφανιζόταν να ασκεί ερήμην του Κογκρέσου μυστική διπλωματία και να πουλά όπλα σε ένα καθεστώς, το οποίο επισήμως κατατασσόταν των ένθερμων υποστηρικτών της «διεθνούς τρομοκρατίας». Λίγο μετά, έγινε γνωστό ότι τα χρήματα που πλήρωσε η ιρανική κυβέρνηση για τα αμερικάνικα όπλα μεταφέρθηκαν σ’ έναν άλλον λογαριασμό για να καταλήξουν στα χέρια των «Κόντρας», των ομάδων που μάχονταν το καθεστώς των φιλοκομμουνιστών «Σαντινίστας» στη Νικαράγουα.
  54. Σχετικά με το Δόγμα Ρέηγκαν, Chester Pach, «The Reagan Doctrine: Principle, Pragmatism, and Policy» στο Presidential Studies Quarterly 1 (2006), p.p. 75-88.