Αρετή Τούντα-Φεργάδη
Η επίσκεψη του Γεωργίου Παπανδρέου στις ΗΠΑ και ο αντίκτυπός της στο ελληνικό Κοινοβούλιο (Ιούνιος-Ιούλιος 1964).*
Την εποχή των πολυμερών, διαδοχικών, διαβουλεύσεων, που οδήγησαν στην ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, δημοσιευόταν άρθρο, στο οποίο αναγράφονταν και τα ακόλουθα: «Η Κύπρος καθίσταται επομένως το θερμόμετρο της Ελληνοτουρκικής προσεγγίσεως, διότι εκεί θα βλέπωμεν εάν αυξάνεται ο πυρετός μεταξύ Αθηνών και Αγκύρας ή αν, αντιθέτως, η κατάστασις των σχέσεών μας έχει πλήρως εξυγιανθή. […]. Και πάλιν, εγγυηταί της προόδου του Κυπριακού Κράτους και της ειλικρινούς συμβιώσεως Ελλήνων και Τούρκων πρέπει να είναι οι Αμερικανοί. Αυτοί προώθησαν την συνεννόηση προς δικό τους, όσο και δικό μας αμυντικό συμφέρον. Άρα αυτοί είναι και συνυπεύθυνοι για την κατοχύρωση των επιτευχθέντων, ώστε ο ένας να μην αδική τον άλλον και να μην παραβαίνη τις υποχρεώσεις του»[1].
Οι σκέψεις αυτές μπορούμε να πούμε πως ήταν τόσο αποκαλυπτικές, για το ρόλο των Αμερικανών στην εν γένει Κυπριακή υπόθεση, όσο και προφητικές για τα όσα επακολούθησαν λίγα χρόνια αργότερα. Πράγματι, από τον Νοέμβριο του 1963 τα πράγματα στην Κύπρο οξύνθηκαν, όταν ο Πρόεδρος Μακάριος υπέβαλε στον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ το υπόμνημά του, που έχει μείνει γνωστό ως «13 Σημεία» και αφορούσε στην αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος, στον τομέα του περιορισμού των αρμοδιοτήτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας[2]. Η κίνηση αυτή πυροδότησε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις· από δε τον Δεκέμβριο, το φάσμα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου δεν έπαψε να πλανάται στον ορίζοντα των σχέσεων των δύο κρατών. Στις αρχές του καλοκαιριού το 1964, η κατάσταση έφτασε και πάλι σε σημείο αιχμής τέτοιο, ώστε να προκαλέσει εκ νέου την ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίες είχαν νωρίτερα ενδιαφερθεί για τα τεκταινόμενα στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ερχόμενες σε αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, επιζητώντας και οι δύο να υπογραμμίσουν την παρουσία τους και να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους, που διακυβεύονταν.
Η αντιπαλότητα των δύο υπερδυνάμεων για την Ανατολική Μεσόγειο χρονολογείτο από τα τέλη, κυρίως, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέχισε αμείωτη στη δεκαετία του 1950. Οι ΗΠΑ, ηγέτης του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, στο οποίο συμμετείχαν Ελλάδα και Τουρκία, είχαν αναλάβει ουσιαστικό ρόλο και στην υπόθεση της Κυπριακής ανεξαρτησίας, προωθώντας τη συνεργασία των δύο χωρών, στοχεύοντας στην ικανοποίηση των αμυντικών τους συμφερόντων. Επομένως, η Αμερική, ήταν εκείνη, η οποία κατηύθυνε «το πολιτικό παιγνίδι της Δύσεως» και υπολόγιζε στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και συνεργασία, διότι σ’ αυτήν στηριζόταν, εν πολλοίς, «η άμυνα της Δύσεως στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου»[3].
Ωστόσο, γνωρίζοντας τη συνεχή βρετανική παρουσία στην Κύπρο, από το 1878 και ως το 1959-1960, νομιμοποιείται να υποστηρίξει κανείς πως τον πρώτο λόγο στο Κυπριακό θα έπρεπε να έχει η Βρετανία. Όμως, προς τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανία, στρεφόταν αναγκαστικά προς τις ΗΠΑ και της μεταβίβαζε τα «δικαιώματά» της επί της Τουρκίας και της Ελλάδας αλλά και στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, τα επόμενα χρόνια, ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, έναντι της Βρετανίας, εξαιτίας της κρίσης του Σουέζ[4]. Επομένως, δεν είναι παράδοξη η ανάμιξη της Αμερικής στην Κυπριακή υπόθεση και την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, δεδομένου ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, οι Αμερικανοί αντιδρούσαν ποικιλοτρόπως στη διεθνοποίηση του Κυπριακού[5].
Όμως, τον χειμώνα του 1963-64, όταν ξέσπασε η πρώτη βαθιά κρίση στο νεοπαγές Κυπριακό κράτος από την εποχή της ίδρυσής του[6], αναφάνηκε έντονο το ενδιαφέρον των δύο υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Η πιθανότητα ενεργού παρέμβασης της Μόσχας στην Κυπριακή υπόθεση φάνηκε πως διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στην αποσόβηση της απειλούμενης επέμβασης των Τούρκων στο νησί[7]. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, θιασώτης του κινήματος των Αδεσμεύτων, είχε στραφεί και προς τη Μόσχα. Επανειλημμένως, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ, Νικήτα Χρουστσόφ, είχε δηλώσει πως η χώρα του ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε ξένη ανάμιξη στα εσωτερικά πράγματα της νήσου και «δεν θα παρέμενε αδιάφορη στην κατάσταση που εκτυλίσσεται στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου»[8].

Αλλά και η Αμερική μετά, κυρίως, την αποτυχία της πενταμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου, της 15ης Ιανουαρίου, αποφάσισε να παρέμβει στην κρίση, στέλνοντας στην Αθήνα και την Άγκυρα τον Λέμνιτζερ, Διοικητή του ΝΑΤΟ, υπεύθυνο για τα ζητήματα της Ευρώπης. Αποστολή του ήταν να πληροφορήσει τις δύο κυβερνήσεις για τις επιπτώσεις, που θα είχε στη Συμμαχία ενδεχόμενος ελληνοτουρκικός πόλεμος για το Κυπριακό[9]. Η επίσκεψη αυτή ερμηνεύθηκε ως αποβλέπουσα «στη ματαίωση μονομερούς επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο»[10].
Παραλλήλως, οι Σοβιετικοί, στις συνομιλίες, που διεξήχθησαν στα ΗΕ, κατήγγειλαν τις Δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ότι προσπαθούσαν «να μετατρέψουν την Κύπρο σε στρατιωτικό προγεφύρωμα». Ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον απευθυνόταν στον Χρουστσόφ, στις 4 Μαρτίου, τονίζοντας πως όφειλε να αποτρέψει «την όξυνση της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο»[11]. Την ίδια μέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, εξέδιδε απόφαση, βάσει της οποίας τα κράτη-μέλη του όφειλαν να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια ή και από οποιαδήποτε απειλή ενέργειας, παρεπόμενο της οποίας θα ήταν η διακύβευση της Κυπριακής κυριαρχίας και η διατάραξη της παγκόσμιας ειρήνης[12].

Λίγους μήνες αργότερα, και ενώ η Τουρκία φαινόταν να ετοιμάζεται για πόλεμο[13], στις 5 Ιουνίου 1964, ο Λίντον Τζόνσον, στοχεύοντας στη μη διάρρηξη των συμμαχικών δεσμών στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, απευθύνθηκε προς τον Ισμέτ Ινονού, στέλνοντάς του επιστολή, όπου τόνιζε πως τυχόν «στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση εμπλοκή της Σοβιετικής Ενώσεως». Επιπλέον, διευκρίνιζε πως είχε πληροφορίες πως η τουρκική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να επέμβει ενόπλως στην Κύπρο, γεγονός το οποίο τον ανησυχούσε. Εφιστούσε την προσοχή του Ινονού στο ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος ήταν «αδιανόητος» και επισήμαινε πως η Τουρκία δεν ήταν δυνατόν να στρέψει τα όπλα, με τα οποία την είχε εφοδιάσει η Αμερική, εναντίον της Κύπρου. Μια ανάλογη ενέργεια της Τουρκίας θα αντέβαινε προς τους όρους εκείνους, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στη Συμφωνία, βάσει της οποίας είχε παρασχεθεί η στρατιωτική βοήθεια[14]. Τα συγκεκριμένα σημεία, που αναφέρονταν στην επιστολή Τζόνσον, αποδεικνύουν, με πλήρη καθαρότητα, την επικινδυνότητα της όλης κατάστασης εξαιτίας ενός επικείμενου πολέμου. Ο φόβος του Αμερικανού Προέδρου, για πόλεμο, τον οποίο δεν θα μπορούσε να σταματήσει, διαφαίνεται και από επιστολή, που έστειλε στον Παπανδρέου, στις 2 Ιουλίου, λίγες μέρες αφότου ο τελευταίος είχε επιστρέψει στην Αθήνα[15]. Ας σημειωθεί, πως η θέση του Τζόνσον φαίνεται να αποδείχθηκε και όταν ενδιαφέρθηκε για την προώθηση του Σχεδίου Άτσεσον, τον Αύγουστου του 1964, σχέδιο στο οποίο διαφαινόταν το ενδεχόμενο μόνιμης τουρκικής παρουσίας στονησί και το οποίο παρέμεινε ανεφάρμοστο λόγω, κυρίως, της αντίδρασης του Μακάριου[16]. Η διχοτόμηση αποτράπηκε για μερικά χρόνια.
Είναι προφανές πως ο Τζόνσον προσπαθούσε να αποτρέψει μια δυναμική ενέργεια της ΕΣΣΔ σε περιοχή, η οποία θεωρούσε πως ανήκε στη δική του δικαιοδοσία. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής προσκάλεσε στην Αμερική τον Ισμέτ Ινονού και τον Γεώργιο Παπανδρέου για συνομιλίες, υποδηλώνοντας έτσι την πρόθεσή του να τερματίσει τη σοβιετική ανάμιξη στο πρόβλημα της Κύπρου, ανάμιξη η οποία είχε διευκολυνθεί από την αδέσμευτη πολιτική του Μακαρίου. Με την πρόσκληση αυτή αναγνώριζε εμμέσως, πλην σαφώς, ότι τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, στην κυπριακή υπόθεση, ήταν η Τουρκία και η Ελλάδα[17], παρότι από την άνοιξη ο Μακάριος, από τις αρχές Απριλίου, είχε καταγγείλει την Συνθήκη Συμμαχίας του 1959[18]. Στην ουσία, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζόνσον, ενδιαφερόταν να επιτύχει έναν «νέο συνεταιρισμό», θεμελιωμένο στην άμεση διαβούλευση ανάμεσα στις δύο χώρες[19].
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή, που ανήλθε στην εξουσία, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, βρέθηκε αντιμέτωπος με την Κυπριακή κρίση, δέχθηκε την πρόσκληση του Τζόνσον αλλά αρνήθηκε να έρθει σε απευθείας συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογό του, Ινονού. Στην πρώτη συνάντησή του με τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου, το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου 1964[20], άκουσε τον Τζόνσον να υποστηρίζει πως η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εξαιτίας των εξελίξεων στην Κύπρο, αποτελούσαν για τον ίδιο και τη χώρα του «αντικείμενον βαθείας ανησυχίας». Οι Αμερικανοί δεν είχαν να προτείνουν λύση για τη διευθέτηση της κατάστασης[21] αλλά έτρεφαν την ελπίδα πως οι σύμμαχοί τους θα είχαν τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν μεταξύ τους και να αποφύγουν τον πόλεμο. Ήταν διατεθειμένοι να οργανώσουν τη συνάντηση των δύο ανδρών «[ε]ν πάση μυστικότητι» και με τη βοήθεια του Ντην Άτσεσον, πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ και γνώστη της όλης υπόθεσης.
Ο Παπανδρέου, παίρνοντας τον λόγο, είχε αντιτείνει πως και βεβαίως η κατάσταση ήταν κρίσιμη και ο πόλεμος έπρεπε, πάση θυσία, να αποτραπεί. Όμως, η μέθοδος, που πρότειναν οι Αμερικανοί, εξυπηρετούσε περισσότερο τον πόλεμο και σε καμία περίπτωση την ειρήνη, διότι, αν πραγματοποιείτο η συνάντηση και οι συνομιλίες αποτύγχαναν, τότε «τα ακραία στοιχεία θα αποκομίσουν την εντύπωσιν ότι ο πόλεμος πλέον καθίσταται αναπόφευκτος. Και θα προτραπούν εις εξαπόλυσιν αυτού». Σημαντικό σημείο των όσων υποστήριξε ήταν και η ανάπτυξη, από πλευράς του, των δικαιωμάτων, τα οποία είχε η Τουρκία επί της υποθέσεως, τα οποία διαχώρισε σε νομικά και πολιτικά, δηλ. ουσιαστικά. Ως προς τα πρώτα, η αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν καθολική, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση δεν δεχόταν την ερμηνεία, την οποία έδινε η Τουρκία στη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία αναγνωριζόταν στις εγγυήτριες Δυνάμεις δικαίωμα επεμβάσεως. Και αν ακόμα οι Έλληνες δέχονταν αυτή την ερμηνεία, η Συνθήκη ήταν άκυρη πλέον, από τη στιγμή που η Κύπρος είχε γίνει μέλος του ΟΗΕ. Ως προς την πραγματική πλευρά του ζητήματος, η Τουρκία δεν είχε κανένα δικαίωμα να ζητά κάθε τόσο και ένα αντάλλαγμα εκ μέρους της Ελλάδας. Πριν από εκατό χρόνια, αρχές Ιουνίου του 1878, είχε εκχωρήσει την Κύπρο στη Μεγάλη Βρετανία[22]. Υπογράφοντας, δε, τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, το 1923, είχε αναγνωρίσει «την πλήρη αποξένωσίν της εκ της νήσου». Γιατί να αποζημιωθεί; Το μόνο δικαίωμα που της αναγνωριζόταν ήταν το αίτημά της για ασφάλεια της Επικράτειάς της και ασφάλεια της τουρκικής μειονότητας της Κύπρου. Αναφερόμενος στο ζήτημα της Ομοσπονδίας ή του Διαμελισμού, που συζητείτο τότε, υποστήριξε πως και οι δύο λύσεις θα ήταν επικίνδυνες για την Τουρκία, διότι, αν το ένα τμήμα της Κύπρου γίνει τουρκικό «το άλλο θα γίνη Κούβα»[23]. Η Ελλάδα δεν ζητούσε τίποτα, επομένως δεν χρειαζόταν και τίποτα να δώσει. Το μόνο αίτημά της ήταν «αδέσμευτη ανεξαρτησία» και «αυτοδιάθεση». Εκείνο, το οποίο χρειαζόταν να γίνει αντιληπτό από την Τουρκία και να της επιβληθεί, ήταν πως «τα όπλα του ΝΑΤΟ δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν εναντίον Συμμάχων». Από τη στιγμή, που αυτό θα επιτυγχανόταν, τότε θα ήταν δυνατόν να προσέλθουν σε συνομιλίες.

Το ταξίδι του Παπανδρέου στην Αμερική σχολιάστηκε με ευνοϊκότατα σχόλια από τον τύπο της συμπολίτευσης[24]: «Διήμερος ανένδοτος αγών εις την Ουάσιγκτον», ήταν ένας από τους τίτλους πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημερίδας Ελευθερία, όπου αναφερόταν πως χάριν της «αποφασιστικής» ελληνικής στάσης «εματαιώθη οριστικώς το αμερικανικόν σχέδιον διμερών ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων και εις το επίσημον ανακοινωθέν ανεγνωρίσθη η αρμοδιότης των Ηνωμένων Εθνών δια το Κυπριακόν»[25]. Στο ίδιο πρωτοσέλιδο, ο αρθρογράφος Σπ. Γρανίτσας, δημοσίευε άρθρο με τίτλο: «Αποφασιστικώς: ΟΧΙ», όπου μεταξύ άλλων ανέφερε και απόσπασμα συνομιλίας του πρωθυπουργού με τον Μακναμάρα. Στην εν λόγω συζήτηση ο Παπανδρέου απαντώντας στις προτάσεις του Αμερικανού υπουργού για απ’ ευθείας διάλογο με την Τουρκία ή ακόμα και για «ανάγκη συμβιβασμού», ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος, είχε διευκρινίσει πως ανάλογες ενέργειες θα συνιστούσαν «αθλίαν απεμπόλησιν των αρχών της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας. […]. Θα απετέλει επίσης σφετερισμόν των αρμοδιοτήτων του ΟΗΕ και πλήγμα εναντίον του κύρους του». Στην εφημερίδα Εμπρός το κοινό ανακοινωθέν χαρακτηρίστηκε ως «άνευ ουσιαστικού περιεχομένου»[26].
Τις μέρες που ο Παπανδρέου βρισκόταν στην Ουάσιγκτον, ο Τούρκος πρωθυπουργός δήλωνε, απεριφράστως, πως η «ενσωμάτωσις ενός τμήματος της νήσου εις την Ελλάδα και του ετέρου τμήματος εις την Τουρκίαν, θα ήτο η μάλλον ενδεδειγμένη λύσις»[27]. Η εν λόγω δήλωση δεν ήταν τυχαία. Ίσως να δικαίωνε τις αμφιβολίες, που ο αρθρογράφος του Εμπρός διατύπωνε ως εξής: «Οι Αμερικανοί […] μη δυνηθέντες […] να επιτύχουν υποχώρησιν των ελληνικών απόψεων, φαίνονται διατεθειμένοι αν όχι να παροτρύνουν τους Τούρκους να επιχειρήσουν απόβασιν αλλά να ανεχθούν οιανδήποτε πραξικοπηματικήν ενέργειαν δυναμένη να εκβιάση απαραδέκτους λύσεις του Κυπριακού»[28].
Επιστρέφοντας ο Έλληνας πρωθυπουργός από την Αμερική και τη Γαλλία[29], όπου είχε μεταβεί με σκοπό να συνομιλήσει με τους αρμόδιους για το μεγάλο εθνικό ζήτημα της Κύπρου και ελπίζοντας πως από τη συνάντηση «θα προέκυπτε […] μία διευθέτησις του Κυπριακού θέματος», θεώρησε υποχρέωσή του να ενημερώσει τους αντιπροσώπους του Έθνους για τα όσα είχαν διαμειφθεί στο ταξίδι του και να εξηγήσει τις θέσεις του.
Τα όσα συζητήθηκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 1964, τόσο η αγόρευση του πρωθυπουργού όσο και τα όσα υποστηρίχθηκαν από εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι σ’ αυτές τις αναλύσεις αναδεικνύονται πτυχές και όψεις του Κυπριακού, οι οποίες επαληθεύθηκαν στην ιστορική του πορεία.
Οι κύριοι άξονες της αγόρευσης του Έλληνα πρωθυπουργού, ενώπιον των αντιπροσώπων του Έθνους, δεν απείχαν από τα όσα είχε υποστηρίξει στις συνομιλίες του με τους Αμερικανούς επισήμους. Δεν απείχαν, δε, και από τις θέσεις του, τις οποίες είχε αναπτύξει στην αίθουσα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, λίγους μήνες νωρίτερα[30]. Στη συγκεκριμένη Συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου, υπερτόνισε το γεγονός πως σε περίπτωση, που αποδεχόταν την πρόταση του Τζόνσον και προσερχόταν σε συνομιλίες με τον Ινονού με αντικείμενο το Κυπριακό, τότε θα παρεχόταν η εικόνα πως το εν λόγω θέμα ήταν ζήτημα «Ελληνοτουρκικής διενέξεως, ενώ τούτο δεν είναι αληθές, διότι υπάρχει η Κύπρος, και ως Κράτος, και ως λαός. Και δεν είναι δυνατόν η Ελλάς και η Τουρκία, να διαχειρισθούν το θέμα της Κύπρου, ερήμην της Κύπρου και ως Κράτους και ως λαού]»[31]. Στο τέλος της αγόρευσής του, ο Παπανδρέου, δήλωσε πως αν, παρά την σαφή, αρνητική του θέση απέναντι στα όσα είχαν προταθεί από του Αμερικανούς, η απειλή απόβασης της Τουρκίας στην Κύπρο είχε τον χαρακτήρα «τελεσιγράφου, προς υποταγήν της Ελλάδος», η απάντηση είχε δοθεί, ήδη, από την Ιστορία. Τη σύμπνοια και την εναρμόνιση προς την κυβερνητική πολιτική, απέναντι σε μια παρόμοια ενέργεια της Τουρκίας, δήλωσαν τόσο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της ΕΡΕ, τόσο και ο Ηλίας Ηλιού, εκπρόσωπος της ΕΔΑ.

Η αγόρευση του τελευταίου, που ακολούθησε τη σύντομη παρέμβαση του Κανελλόπουλου[32], ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, δεδομένου ότι στις θέσεις του ανιχνεύονται και αναδεικνύονται πολλές πτυχές του παρασκηνίου της Κυπριακής υπόθεσης[33]. Στις αναλύσεις του διαπιστώνουμε πως πολλά απ’ όσα υποστήριζε επαληθεύθηκαν στην πορεία της τραγικής ιστορίας της Κύπρου. Παρουσίασε πλευρές του θέματος, τις οποίες δεν είχε θίξει ο πρωθυπουργός. Τον κατηγόρησε, πως εξωράισε την «εξιστόρησιν τού πως έγινε δεκτός εκεί». Το τι θα συναντούσε στις ΗΠΑ του ήταν γνωστό πριν από την αναχώρησή του. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, δημοσιευμένες στην εφημερίδα Sunday Times της Νέας Υόρκης, η Ουάσιγκτον και οι Δυτικές πρωτεύουσες θεωρούσαν πως «η Κύπρος έπαυσε να υφίσταται ως κυρίαρχον Κράτος» και μετά τη συνάντηση Παπανδρέου ‒ Ινονού, «ο κ. Τζόνσον θα αρχίση διπλωματικήν εγχείρησιν, η οποία θα καταλήξη εις την διάλυσιν της Κύπρου ως ανεξαρτήτου χώρας». Ο ισχυρισμός του Παπανδρέου, πως η κυβέρνηση είχε ακολουθήσει «εθνικήν εξωτερικήν πολιτικήν» δεν ευσταθούσε, αν περιοριζόταν μόνο στην άρνηση απευθείας διαβουλεύσεων με την Τουρκία. Για ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική μπορεί κανείς να μιλά μόνο όταν αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς. Και έφερε ως παράδειγμα το ζήτημα των βάσεων, θέμα στο οποίο η ΕΔΑ είχε αντιταχθεί από την αρχή, από τη δεκαετία του ’50, όταν εγκαταστάθηκαν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί πως στα παραδείγματά του, ως προς τι σημαίνει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ανέφερε το «θέμα της αμύνης της χώρας από την κατακτητικήν διείσδυσιν ξένων μονοπωλιακών συγκροτημάτων». Η θέση του αυτή, διατυπωμένη πριν από πενήντα περίπου χρόνια, καθίσταται δραματικά επίκαιρη, αν αναλογιστούμε και τη σημερινή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα την τελευταία τριετία και η Κυπριακή Δημοκρατία από τον χειμώνα του 2013.
Ο Ηλιού, συνεχίζοντας το λόγο του, αναφέρθηκε στο ζήτημα των συμμαχικών δεσμών της Ελλάδας με την Τουρκία, ως μέλη του ΝΑΤΟ. Εντός αυτού του πλαισίου, δεν ήταν δυνατόν η άρνηση για διμερείς διαβουλεύσεις να προβάλλεται ως ανεξάρτητη και εθνική πολιτική. Η κυβέρνηση αντιμετώπιζε το ζήτημα, που είχε ανακύψει με «ασταθή βήματα». Ωστόσο, η παράταξή του ενέκρινε την άρνηση της κυβέρνησης να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Δεν ήταν δυνατόν να αποφασίσουν τρίτοι για το μέλλον της Κύπρου, μιας χώρας μέλους του ΟΗΕ, δοθέντος ότι με αυτό τον τρόπο, με αυτή τη μέθοδο, τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη επέβαλαν τη Συνθήκη της Ζυρίχης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επιβολή στους Κυπρίους λύσης, «δια την οποίαν ούτε ηρωτήθησαν, ούτε συνήνεσαν, ούτε ηδύνατο ουδαμόθεν να συναχθή ότι συνήνουν, διότι ευρίσκετο εις απόλυτον αντίθεσιν προς την παγίαν και δικαίαν διεκδίκησίν των[.]».
Ο πρόεδρος της ΕΔΑ υποστήριξε τις θέσεις του, εκθέτοντας και τις απόψεις, που είχαν διατυπωθεί στο εξωτερικό, σχετικά με τη θέση του Αμερικανού προέδρου έναντι της ελληνοτουρκικής αντιδικίας. Ανέφερε, λοιπόν, πως η διαμεσολάβηση του Τζόνσον είχε σχολιασθεί αρνητικά από τη γαλλική εφημερίδα Le Monde, της 27ης Ιουνίου. Ο αρθρογράφος θεωρούσε πως οι προσπάθειες του Τζόνσον συνιστούσαν στην ουσία «υποστήριξιν» προς την τουρκική κυβέρνηση. Ελληνοτουρκικός διάλογος θα σήμαινε πως εμμέσως αναγνωριζόταν στην Τουρκία δικαίωμα να επέμβει σε μια διαφορά, πράγμα το οποίο η Ελλάδα δεν δεχόταν. Οι θέσεις του Ινονού ήταν απολύτως σαφείς: ή θα έπρεπε να διατηρηθεί το υφιστάμενο συνταγματικό καθεστώς της Κύπρου ή το νησί θα έπρεπε να διχοτομηθεί και να διαμοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Η γνώμη του εκπροσώπου της ΕΔΑ ήταν πως η αποδοχή της πρότασης Τζόνσον θα ισοδυναμούσε με αναίρεση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Θα συνιστούσε προσπάθεια «υπερκερασμού της λύσεως του Κυπριακού δια του ΟΗΕ, μίαν προσπάθειαν επαναφοράς του εις τα πλαίσια των συμμαχιών του ΝΑΤΟ, εκεί ακριβώς όπου εχαλκεύθησαν κατά το παρελθόν αι αλυσίδες του Κυπριακού λαού». Το ΝΑΤΟ, κατά τη γνώμη της παράταξής του, εξυπηρετούσε πάντα συμφέροντα ιμπεριαλιστικά και αντιτίθετο στην Κυπριακή αυτοδιάθεση, διότι είχε ανάγκη την Κύπρο, «δια μίαν στρατηγικήν περικυκλώσεως της Ανατολικής Μεσογείου, είτε διότι την χρειάζονται προς προστασίαν των μονοπωλίων πετρελαίου, είτε δια να δύνανται να ασκούν πίεσιν επί των αδεσμεύτων αραβικών χωρών της Μέσης Ανατολής», τις οποίες μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήλεγχαν ως αποικίες.
Υπενθύμισε το ιστορικό της υπόθεσης, το πως ξεκίνησαν από τον Δεκέμβριο του 1963 τα τρέχοντα, εκείνη την περίοδο, γεγονότα και θεώρησε ευτυχές το ότι απεφεύχθη η εμπλοκή του ΝΑΤΟ, το οποίο ήταν έτοιμο να στείλει στρατεύματα στη νήσο, αποσκοπώντας σε λύση του Κυπριακού, σύμφωνα με τις δικές του επιδιώξεις. Η εξέλιξη αυτή ήταν απότοκη της υποβολής προσφυγής, εκ μέρους της Κυπριακής κυβέρνησης, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου οι υποστηρίζοντες λύση του αναφυέντος προβλήματος, μέσω της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, θα είχαν να αντιμετωπίσουν την ισχυρή πλειοψηφία και συμπαράσταση των αδεσμεύτων, των σοσιαλιστικών και των ουδέτερων χωρών. Αυτή η δύναμη ήταν ικανή να αναχαιτίσει και να ανατρέψει τα εξυφαινόμενα από του Αμερικανούς σχέδια και αυτή τη δύναμη φοβούνταν εκείνοι, οι οποίοι προετοίμαζαν, πάση θυσία, να παρακαμφθεί ο ΟΗΕ με την τοποθέτηση ενός μεσολαβητή, ο οποίος, στην ουσία θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Συμμαχίας. Αυτή τη λύση ο Μακάριος την είχε απορρίψει.
Οι μηχανορραφίες αυτές εξυφαίνονταν παράλληλα με μια πραγματική εκστρατεία «εκβιαστικών απειλών περί επικειμένης ενόπλου επεμβάσεως της Τουρκίας», γεγονός το οποίο είχε οδηγήσει σε συνεχείς και επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές συσκέψεις. Παραλλήλως, καταβαλλόταν προσπάθεια τείνουσα στη διάσπαση της εθνικής ενότητας της Κύπρου. Πληροφορίες, δημοσιευόμενες στη γαλλική εφημερίδα Le Monde, των προηγουμένων ημερών, ανέφεραν πως σύμφωνα με Κυπριακή εφημερίδα «οι Αμερικανοί προετοίμαζαν πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, το οποίον θα επραγματοποιείτο κατά την διάρκειαν της απουσίας του κατά την προσεχή εβδομάδα όταν θα μεταβή εις την συνδιάσκεψιν των Πρωθυπουργών της Κοινοπολιτείας». Στόχος αυτής της ενέργειας ήταν να εκδιώξουν τον Μακάριο από τη θέση του, ώστε να διευκολυνθούν στην επιβολή του σχεδίου τους, επιτυγχάνοντας να δώσουν ένα τέλος στην περαιτέρω αύξηση της σοβιετικής και κομμουνιστικής επιρροής στην Κύπρο.
Ο Ηλιού έκρινε αρνητικώς τη στάση του Παπανδρέου απέναντι στα υποστηριχθέντα από τον Τζόνσον, πως δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ένοπλη επέμβαση των Τούρκων στην Κύπρο, αν οι τελευταίοι εκδήλωναν εκ νέου παρόμοια πρόθεση. Η μη σθεναρή αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού σήμαινε παραδοχή, εκ μέρους του, πως στο παρελθόν οι Αμερικανοί είχαν αποτρέψει ανάλογη τουρκική ενέργεια. Όμως, ήταν γνωστό πως η απειλή επέμβασης της Τουρκίας στο νησί οφειλόταν στην αυστηρή και κατηγορηματική προειδοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης. Εξάλλου, υπήρχαν ανάλογες δηλώσεις και προειδοποιήσεις και από τη Στοκχόλμη και από το Όσλο. Ήταν προφανές, επομένως, πως η στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν «απολύτως αρνητική, απολύτως εχθρική».
Η αλήθεια είναι πως οι μηχανορραφίες συνεχίζονταν και συνιστούσαν εκδήλωση της επιθυμίας των ΗΠΑ να παγιώσουν ένα «de facto διαμελισμό, ο οποίος πραγματοποιείται εις τας λεγομένας πρασίνας γραμμάς της Κύπρου, όπου παρενεβλήθησαν αγγλικά στρατεύματα και ύστερα παρέδωσαν της θέσιν των εις τα στρατεύματα του ΟΗΕ». Βάσει του σχεδίου Λέμνιτζερ προετοιμαζόταν ένας de facto διαμελισμός της νήσου, ταυτοχρόνως, δε, καταβάλλονταν προσπάθειες διάσπασης της ενότητας του Ελληνισμού της νήσου, «η οποία είναι το μόνον ασφαλές θεμέλιον ότι, η επιδίωξις, η διεκδίκησίς του δια την αυτοδιάθεσιν και την ελευθερίαν θα έλθη εις αίσιον πέρας».
Ο πρωθυπουργός είχε παραλείψει, συνέχιζε ο Ηλιού, στις συνομιλίες του με τον Τζόνσον, να αναφερθεί στο ζήτημα των Αδεσμεύτων χωρών και στην υποστήριξη που αυτές παρείχαν στην υπόθεση της Κύπρου. Ο αντικομουνισμός, ο οποίος εκδηλωνόταν, ήταν απαράδεκτος και φαινόταν σαν να δικαιούνταν να θυσιάζουν «τους προασπιστάς και τους συμπαραστάτας της Κυπριακής ελευθερίας, με νοοτροπίαν πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων».
Κατά τη γνώμη του, για το μέγα εθνικό ζήτημα, που είχε ανακύψει, το Κυπριακό, έπρεπε η κυβέρνηση να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη πορεία, ακολουθώντας τα εξής σημεία: τη διαδικασία των οργάνων των ΗΕ, την αποφυγή διμερών ή τριμερών ή οποιωνδήποτε άλλων ενδοτικών διαδικασιών, στροφή προς τον Κυπριακό Ελληνισμό, του οποίου όφειλε να ενισχύσει το φρόνημα και την ενότητα, ολομέτωπος αγώνας για την κατάργηση των υπαρχουσών στην Κύπρο βάσεων και αντίθεση σε εγκατάσταση καινούριων, συνεργασία με τις χώρες εκείνες, οι οποίες υπεράσπιζαν και προασπίζονταν την υπόθεση της Κύπρου.
Ο Ηλιού, ολοκλήρωσε την αγόρευσή του, παραπονούμενος για το ότι ο πρωθυπουργός είχε αποκλείσει την ΕΔΑ από την ενημέρωση των φακέλων της Κυπριακής υπόθεσης, κάνοντας διάκριση ανάμεσα σε μείζονα και υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Υποστήριξε πως, και αν ακόμη δεν είχαν υπογραφεί οι ιδρυτικές της Κυπριακής ανεξαρτησίας Συνθήκες, βάσει των οποίων αποκλείσθηκε η αυτοδιάθεση και οι Τούρκοι επανήλθαν στην Κύπρο και οι οποίες ήταν το πραγματικό αίτιο της κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί, πάλι η διάκριση θα ήταν «άτοπος».
Η συνεδρίαση της μέρας εκείνης ολοκληρώθηκε με την παρέμβαση του Σπύρου Μαρκεζίνη[34], ο οποίος επιχείρησε μια ιστορική αναδρομή στην υπόθεση του Κυπριακού, όπως αυτό είχε εκτυλιχθεί από τα τέλη του 1963. Υπενθύμισε πως ο πρωθυπουργός στην πρώτη του, εναρκτήρια, εμφάνιση στην Εθνοσυνέλευση, στις 20 Δεκεμβρίου, δεν είχε καν θίξει το εν λόγω θέμα, περιοριζόμενος μόνο στο να αναφερθεί στις καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις, που υφίσταντο ως τότε και είχε διατρανώσει την πίστη του στην αναγκαιότητα προώθησής τους «προς κοινόν όφελος». Ο μόνος από την κυβέρνηση, που είχε μιλήσει τότε για το Κυπριακό ήταν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο οποίος επιστρέφοντας από το Παρίσι είχε εκφράσει τις ανησυχίες του. Η αγόρευση του Μαρκεζίνη, αρχηγού των Προοδευτικών, είχε τερματισθεί άδοξα από την παρεμβολή ορισμένων ταραξιών, που εισήλθαν στην αίθουσα συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και αρνήθηκε να συνεχίσει το λόγο του.

Η μέρα εκείνη τελείωσε με σύντομη αγόρευση του υπουργού Εξωτερικών, Σταύρου Κωστόπουλου[35], ο οποίος αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Ηλιού, τα σχετικά με το ΝΑΤΟ και τη θέση της Ελλάδας σ’ αυτό, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα ήταν μέλος μιας αμυντικής συμμαχίας, «η οποία δεν πρόκειται ούτε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα να υπηρετήση ούτε και άλλους ανομολογήτους σκοπούς να επιδιώξη». Τέλος, υπεραμύνθηκε της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπενθυμίζοντας την πρόοδο, που είχε σημειωθεί στο ζήτημα των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, οι οποίες επρόκειτο να επισφραγισθούν τις επόμενες μέρες με την εισαγωγή προς συζήτηση και ψήφιση από τη Βουλή των δώδεκα συμφωνιών, που είχαν ήδη μονογραφηθεί στη Σόφια.
Από την εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία συνθέτουν το σκηνικό του ταξιδιού του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γεωργίου Παπανδρέου, στην Ουάσιγκτον και τις συνομιλίες του με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζόνσον και άλλους επίσημους παράγοντες, καθώς και από την παράθεση των όσων σημαντικών συζητήθηκαν στην ελληνική Εθνοσυνέλευση μετά την επιστροφή του, φαίνεται να προκύπτουν ορισμένα κωδικοποιημένα συμπεράσματα:
-
Ο Έλληνας πολιτικός, υπέρμαχος της αρχής της αυτοδιάθεσης και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, μετά τη δεύτερη, κυρίως, εκλογική του επιτυχία, τον Φεβρουάριο του 1964, ενέτεινε τις προσπάθειές του για αποσόβηση στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο και του, συνεπεία αυτής, επαπειλούμενου ελληνοτουρκικού πολέμου. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής θέσης, αρνήθηκε να συμμετάσχει σε απευθείας συνομιλίες με τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ισμέτ Ινονού, πρόταση, που του υποβλήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζόνσον, δηλώνοντας πως μια παρόμοια αποδοχή θα σήμαινε παραδοχή και αναγνώριση στην Τουρκία δικαιωμάτων, τα οποία, πλέον, δεν είχε, λόγω του ότι μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης είχε αποξενωθεί νομικώς.
-
Η πρόταση του Τζόνσον υποδήλωνε φιλοτουρκική στάση, παρά το γεγονός πως ο φόβος για τουρκική επέμβαση στην Κύπρο, στις αρχές Ιουνίου, εξαλείφθηκε λόγω της ουσιαστικής παρέμβασής του. Ωστόσο, δεν πρέπει να παροράται και το γεγονός ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ενδιαφερόταν για τη μη διάρρηξη της συνοχής στην Ανατολική πτέρυγα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, γεγονός το οποίο, αν συνέβαινε, θα διευκόλυνε την περαιτέρω διείσδυση της Σοβιετικής Ένωσης στη συγκεκριμένη περιοχή. Επίσης, την περίοδο εκείνη οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Ελλάδα και την Τουρκία ως τμήματα «μιας στρατηγικής εξίσωσης» και όχι ως χώρες, των οποίων τα στρατηγικά και διπλωματικά τους ενδιαφέροντα ήταν δυνατόν να συμβαδίζουν με την «παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ» αλλά θα μπορούσαν να διαφέρουν από αυτή[36].
-
Οι καταγγελίες του εκπροσώπου της ΕΔΑ, Ηλία Ηλιού, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, για τα όσα εξυφαίνονταν από την Αμερική σχετικά με την Κύπρο, δηλ. σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου κλπ., επαληθεύθηκαν μετά από δέκα ακριβώς χρόνια.
-
Παρά την άρνηση του τότε πρωθυπουργού να δεχθεί τον απευθείας διάλογο με τους Τούρκους, ως προς το Κυπριακό, καθίσταται προφανές πως, εκείνη την περίοδο, ετέθη επισήμως από αμερικανικής πλευράς, για πρώτη φορά ένα σχέδιο διαμελισμού του νησιού, σχέδιο το οποίο πραγματοποιήθηκε, με πραξικοπηματικό τρόπο, το καλοκαίρι του 1974. Όσο κι’ αν ο Τζόνσον διατεινόταν, στις συνομιλίες του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, πως δεν είχε να προτείνει λύση για την ανακύψασα ελληνοτουρκική διαφορά, εκείνη τη δεδομένη περίοδο, οι παραινέσεις του για απ’ ευθείας διμερείς συνεννοήσεις Παπανδρέου-Ινονού, είναι προφανές πως αναβάθμιζαν το ρόλο της Τουρκίας στην κυπριακή υπόθεση και προϊδέαζαν για τις επερχόμενες πολιτικές, διπλωματικές και γεωστρατηγικές εξελίξεις.

* Το συγκεκριμένο κείμενο έχει δημοσιευθεί στη γαλλική, Tounta-Fergadi A., «Le voyage de Georges Papandréou en Amérique et sa répercussion au Parlement grec (juin-juillet 1964)», στο Samara-Krispi A., Kareklas I. (ed.), Essays on International Law in Honour of Professor Elias Krispis, 31, Athens-Thessaloniki, Sakkoulas Publications, 2014, pp. 175-191. Στο δημοσιευόμενο κείμενο έχουν γίνει λίαν περιορισμένες προσθήκες και τροποποιήσεις.
Υποσημειώσεις
[1]Λαμπράκης Χ., «Ο ρόλος των Αμερικανών στην Ελληνοτουρκική φιλία», Το Βήμα, 7 Ιουνίου 1959, σ.1. Αναλυτικά για την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εκείνη την περίοδο, εξαιτίας του Κυπριακού, τη θέση των δύο υπερδυνάμεων αλλά και τις επιπτώσεις της στη διαρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τη Βουλγαρία βλ. Τούντα-Φεργάδη Α., Συνιστώσες της Γένεσης και της Πορείας του Ελληνικού Κράτους, 30, Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών Η. Κρίσπη, Αθήνα, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, σσ. 134-169. Για το ίδιο κείμενο στην αγγλική βλ. Tounta-Fergadi A., «The Cyprus Question and the settlement of Greek-Bulgarian Abeyances»,Thetis, Band 16/ 17, Mannheim 2010, pp. 131-139. Ειδικότερα για το ρόλο της Αμερικής στα ελληνικά πράγματα από τη δεκαετία του ’50 και ως το 1974 βλ. Miller J. E., The United States and the making of Modern Greece. History and Power, 1950-1974, The University of North Carolina Press, 2009.
[2] Συρίγος Α., Σχέδιο Ανάν. Οι κληρονομιές του παρελθόντος και οι προοπτικές του μέλλοντος, Αθήνα, Εκδ. Πατάκη, 2005, σ. 54-55 και σσ . 166-167, για μια ανάλυση των 13 Σημείων. Πιο εξειδικευμένα, Στυλιανού Φ., «Τα 13 Σημεία», στο Παπαπολυβίου Π. (επιμ.), 1960-2010: Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τ. 1, 1960-1969: Η δεκαετία της εγκαθίδρυσης, Λευκωσία, Φιλελεύθερος, 2010, σσ. 94-97. Για το θέμα των κοινοτήτων στην Κύπρο βλ. Markides D., Cyprus 1957-1963: from colonial conflict to constitutional crisis: the key role of the municipal issue, University of Minnesota, 2001.
[3] Λαμπράκης Χ., ό.π., σ.1.
[4] Βαληνάκης Γ., Μπότσιου Κ., Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στην Πυρηνική Εποχή, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2000. Ήφαιστος Π., Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, Αθήνα, Ποιότητα, 2000, σσ. 175-177, ειδικότερα για το Σουέζ.
[5] Για μια ιδιαίτερη ανάλυση του ρόλου της Αμερικής στα ελληνικά πράγματα με έμφαση στο ζήτημα της Κύπρου, Στεφανίδης Ι., Εν Ονόματι του Έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2010, σσ.286-297 και σ. 305.
[6] Για την Κυπριακή κρίση εκείνης της περιόδου βλ. Χατζηβασιλείου Ε., «Η κρίση του 1963: Ερωτήματα και αποτιμήσεις», στο Παπαπολυβίου, 2010, σ. 114-118.
[7] Χατζηβασιλείου Ε., Στα Σύνορα των Κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952-1967, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2009, σ. 398. Ο βουλευτής της ΕΔΑ, Ηλιού, επεσήμαινε: «Αν δεν υπήρχεν η Σοβιετική προειδοποίησις πού θα ευρίσκετο σήμερον το Κυπριακόν ζήτημα; Η διχοτόμησις είναι δυνατόν να ήτο πραγματικότης». Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής (=ΕΣΒ), Συνεδρίασις 5η, 31 Μαρτίου 1964, σ. 52. Αργότερα, τον Αύγουστο του 1964, ο Μακάριος «εξεμαίευε δήλωση […] της σοβιετικής κυβέρνησης για την παροχή βοήθειας με σκοπό την προάσπιση της ανεξαρτησίας της κυπριακής επικράτειας». Σβολόπουλος, Κ., Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1945-1981, Αθήνα, Εστία, 2001, σ. 163 και γενικότερα, σελ. 133-166, για τις εν γένει εξελίξεις της κυπριακής υπόθεσης. Για λεπτομέρειες σχετικά με τα όσα οδήγησαν στην κρίση του Δεκεμβρίου 1963 και τα όσα επακολούθησαν βλ. Δρουσιώτης Μ., Η πρώτη διχοτόμηση. Κύπρος, 1963-1964, Λευκωσία, Αλφάδι, 2005.
[8] Ténékidès G., Chypre. Histoire récente et perspectives d’avenir, Paris, Les Editions Nagel, 1964, pp. 197-198, κυρίως, για το περιεχόμενο του μηνύματος Χρουστσόφ. Για τη σοβιετική πολιτική έναντι της Κύπρου, Stergiou A., «Soviet Policy toward Cyprus», στο The Cyprus Review, V. 19:2 Fall 2007, pp. 83-106.
[9] Adams, T. W. and Cottrell, A. J., Cyprus between East and West, Baltimore, The Johns Hopkins Press, 1968, p. 61.
[10] Παπανδρέου Α., Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, Τόμος Α΄, Αθήνα, Εκδ. Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2006, σ. 186.
[11]Adams and Cottrell, 1968, pp. 35-36.
[12] Τενεκίδης Γ., Κοινωνιολογία των Διεθνών Σχέσεων. Μεθοδολογικά. Η διεθνής θέση της Ελλάδας. Το Κυπριακό πρόβλημα, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978, σ. 188.
[13] Δρουσιώτης, 2005, σσ. 259-260.
[14] Βαληνάκης Γ., Εισαγωγή στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1949-1988, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2005², σσ . 179-183. Επίσης, Συρίγος, 2007, σ. 55. Δρουσιώτης, 2005, σσ. 260-261.
[15] Χατζηβασιλείου, 2009, σ. 404, όπου δημοσιεύεται απόσπασμα από τη συγκεκριμένη επιστολή και γίνεται αποτίμηση της στάσης του Αμερικανού προέδρου έναντι του Έλληνα πρωθυπουργού. Η δεύτερη επιστολή του Τζόνσον προς τον Παπανδρέου, εκείνη της 2ας Ιουλίου, καθώς και η απάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, της 6ης Ιουλίου, δημοσιεύονται αυτούσιες στο Πετρίδης Π., Ο Γεώργιος Παπανδρέου και το Κυπριακό Ζήτημα (1954-1965), Ντοκουμέντα, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1998, σσ. 294-298.
[16] Για το Σχέδιο Άτσεσον, Παπανδρέου, 2006, σσ. 163-164. Η πρώτη επιστολή Άτσεσον προς τον Γ. Παπανδρέου, της 20 Αυγούστου 1964, δημοσιεύεται στο Ξύδη Α., Λιναρδάτου Σ., Χτζηαργύρη Κ., Ο Μακάριος και οι Σύμμαχοί του, Αθήνα, Gutenberg, 1972², σσ. 341-342 και ακολουθεί η απαντητική επιστολή του Παπανδρέου, στις 22 Αυγούστου 1964, στις σελ.343-345.
[17] Ténékidès, 1964, pp. 192-193. Adams and Cottrell, 1968, p. 37.
[18] Δρουσιώτης, 2005, σ. 206.
[19] Miller, 2009, p. 96. Ο ίδιος συγγραφέας (p. 97) υποστηρίζει πως οι συνομιλίες του Τζόνσον με τον Έλληνα πρωθυπουργό σηματοδοτούσαν «την αρχή μιας μακράς προσπάθειας», τείνουσας στην εξεύρεση ενός πεδίου συνεννόησης αναφορικά με την Κύπρο.
[20] Οι συνομιλίες, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, διεξήχθησαν στο χρονικό διάστημα 24 ‒ 28 Ιουνίου 1964 και σχετικά έγγραφα δημοσιεύονται στο Πετρίδης, 1998, σσ. 233-270. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δημοσιεύονται και αποσπάσματα από αγορεύσεις του Γεωργίου Παπανδρέου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, και κατά το 1964, αλλά δεν διευκρινίζονται οι ακριβείς ημερομηνίες.
[21] Στο «άκρως απόρρητον» έγγραφο το οποίο έστειλε ο πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, Α. Μάτσας, στο Παπανδρέου, την 1η Ιουλίου, εικάζεται πως οι Αμερικανοί είχαν έτοιμη λύση ή λύσεις, τις οποίες «πεισμόνως απέφυγον αποκαλύψουν ημίν». Ο Μάτσας θεωρούσε πως η αποκάλυψη της λύσης ήταν αντίθετη προς τις άγραφες αρχές της αμερικανικής διπλωματίας. Πίστευε πως «επιμελής […] οργάνωσις προταθείσης συναντήσεως εν Camp David προδίδει ότι υπάρχει πάντως το ουσιαστικώτερον στοιχείον, η λύσις. […]. Ως ταχυδακτυλουργός, ο αυτάρεσκος και πολυμήχανος Αμερικανός Νέστωρ θα ενεφάνιζε την λύσιν ενώπιον εγκαθείρκτων απεσταλμένων, ως εάν προήρχετο εξ αυτών». Πετρίδης, 1998, σσ. 292-293.
[22] Για το ιστορικό υπόβαθρο, Klapsis A., «The Strategic Importance o Cyprus and the Prospect of Union with Greece, 1919-1923: The Greek Perspective», στο Journal of Imperial and Commonwealth History, 41:5, 765-782, DOI: 10.1080/03086534.2013.789275
[23] Ο χαρακτηρισμός «Κούβα της Μεσογείου» έχει αποδοθεί στον Παπανδρέου. Όμως, έχει διατυπωθεί η άποψη πως ήταν αμερικανικής έμπνευσης και επίνευσης. Δρουσιώτης, 2005, σ. 262.
[24] Ο συμπολιτευόμενος τύπος είχε εκφρασθεί υπέρ της στάσης του πρωθυπουργού υποστηρίζοντας πως: «Δια πρώτην φοράν από πολλών ετών, ευρέθη Έλλην πρωθυπουργός, ο οποίος αντέταξεν άρνησιν υπερήφανον εις τας αξιώσεις των ξένων». Η αντιπολίτευση κατέκρινε το «ηρωικόν όχι» του Παπανδρέου και υποστήριξε πως η αμερικανική ανάμιξη δεν συνιστούσε επέμβαση στα εσωτερικά του κράτους αλλά «προσφορά υπηρεσιών διαμεσολάβησης». Στεφανίδης, 2010, σ. 380 και έως 386.
[25] Ελευθερία, 26 Ιουνίου 1964, Νο 6071, σ. 1.
[26] Εμπρός, 27 Ιουνίου 1964, Νο 26, σ. 3. Το άρθρο με τίτλο «Εμπαιγμός».
[27] Ελευθερία, 26 Ιουνίου 1964, Νο 6071, σ. 7.
[28] Εμπρός, 27 Ιουνίου 1964, Νο 26, σ. 3. Το άρθρο με τίτλο «Εμπαιγμός».
[29] Ο Παπανδρέου, όταν αναφέρθηκε στις συζητήσεις, που είχε στη Γαλλία με τον πρόεδρο Ντε Γκωλ και τον πρωθυπουργό Πομπιντού, υποστήριξε πως συνάντησε «πλήρη κατανόησιν. Και ήτο εύκολον, διότι το θέμα της Αυτοδιαθέσεως τους είναι γνώριμον». Ωστόσο, έχει διατυπωθεί πως ο Γάλλος ηγέτης δεν «είχε υποστηρίξει τις ελληνικές θέσεις για άμεση Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Χατζηβασιλείου, 2009, σ. 379. Ο Ηλιού, στην αγόρευσή του της 3ης Ιουλίου υποστήριξε πως και στο Παρίσι ο Παπανδρέου πιέστηκε να δεχθεί τις αμερικανικές προτάσεις. ΕΣΒ, Συνεδρίασις 56, 3 Ιουλίου 1964, σ. 638. Προφανώς, ο Ηλιού, εννοούσε τις προτάσεις για διμερείς συζητήσεις με τον Ινονού. Αξίζει να αναφερθεί πως μετά τη συνάντησή του με τον Ντε Γκωλ ο Παπανδρέου επέμενε στην Ένωση, ως τη μόνη λύση, η οποία θα κατασφάλιζε την ειρήνη. Το μόνο, που απέμενε προς διαπραγμάτευση ήταν «η μορφή των διεθνών εγγυήσεων προς την τουρκικήν μειονότητα». Ελευθερία, 30 Ιουνίου 1964, Νο 6074, σ. 1.
[30] Στην ομιλία του της 30ης Μαρτίου, αναγνώριζε πως το ζήτημα της Κύπρου είχε καταστεί σημείο διατάραξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και εξήγησε πως δεν ευθυνόταν η κυβέρνησή του για το γεγονός της αμφισβήτησης των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Η αντιγνωμία επί των συγκεκριμένων συμβατικών κειμένων και η άρνηση αποδοχής τους οφειλόταν στην εξέλιξη των γεγονότων. Τα ίδια τα πράγματα είχαν αποδείξει «ότι το σημερινόν καθεστώς, αντί να οδηγήση εις ειρήνην και ευημερίαν, έχει οδηγήση εις αδιέξοδον». Στη διαπίστωση αυτή είχε καταλήξει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και είχε γίνει αποδεκτή διεθνώς. Βεβαίως, δεν επρόκειτο περί απλής διαπίστωσης, επρόκειτο περί απόφασης και ενεργείας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν, αφενός η παρουσία διεθνούς στρατιωτικής δύναμης στη Μεγαλόνησο, με σκοπό να επαναφέρει την ειρήνη, αφετέρου ο διορισμός μεσολαβητή, ώστε να καταστεί δυνατή η αναζήτηση νέου πολιτικού σχήματος, αφ’ ης στιγμής είχε διαπιστωθεί η πλήρης κατάρρευση του παλαιού. Σ’ αυτό το πραγματικό γεγονός είχε συντελέσει και η ίδια η Τουρκία, δεδομένου ότι είχε ψηφίσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις σχετικές αποφάσεις, επομένως κακώς διαμαρτυρόταν πως η Ελλάδα έθετε υπό αμφισβήτηση το καθεστώς της Κύπρου. Από τα συμφραζόμενα συνάγεται το συμπέρασμα πως η Τουρκία απειλούσε να επέμβει στο νησί και ο Παπανδρέου σημείωνε πως η πρόκληση μιας έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα είχε ως πιθανό επακόλουθο τη ρήξη, διότι σε περίπτωση επέμβασης «αποτελεί χρέος τιμής η άμυνα». Το ζήτημα της Κύπρου είχε πλέον περιέλθει υπό διεθνή κρίση και έπρεπε να επιλυθεί βάσει των συγχρόνων αρχών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη του, οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση όφειλε να τερματισθεί και να αναγνωρισθούν τα δικαιώματα της Ελληνικής πλειοψηφίας και της Τουρκικής μειονότητας. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να επιλυθούν τα προβλήματα, που είχαν έρθει στο προσκήνιο και προξενούσαν κραδασμούς στις σχέσεις Ελλάδας ‒ Τουρκίας, στη Συμμαχία του ΝΑΤΟ αλλά και εν γένει στην ειρήνη. ΕΣΒ, Συνεδρίασις 4η, 30 Μαρτίου 1964, σ. 22.
[31] ΕΣΒ, Συνεδρίασις 56, ό. π., σσ.632-634, για την αγόρευση του Παπανδρέου.
[32] Για την αγόρευση του Κανελλόπουλου, ΕΣΒ, Συνεδρίασις 56, ό. π., σσ. 634-635, κυρίως.
[33] Για την αγόρευση του Ηλιού, ΕΣΒ, Συνεδρίασις 56, ό. π., σσ. 638-642.
[34] ΕΣΒ, Συνεδρίασις 56, ό. π., σσ. 642-643.
[35] ΕΣΒ, Συνεδρίασις 56, ό. π., σσ. 653-655.
[36] Για την τελευταία επισήμανση, Χατζηβασιλείου, 2009, σ. 388.