Skip to main content

Κωνσταντίνος Παπανικολάου: Τα πρόσωπα του Φρειδερίκου: Προσλήψεις του Φρειδερίκου Β΄ στην Πρωσία και τη Γερμανία (1806-1945)

Κωνσταντίνος Παπανικολάου

Τα πρόσωπα του Φρειδερίκου:

Προσλήψεις του Φρειδερίκου Β΄ στην Πρωσία και τη Γερμανία (1806-1945)

Την 23η Ιουνίου 1919 μια ομάδα δέκα ατόμων, αποτελούμενη από αξιωματικούς της πρωσικής μεραρχίας του Ιππικού της Φρουράς εισέβαλε στο επιβλητικό μπαρόκ κτίριο του oπλοστασίου (σήμερα Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας) στο κέντρο του Βερολίνου, όπου φυλάσσονταν τρόπαια και άλλα κειμήλια του πρωσικού στρατού από τον 17ο αιώνα. Σκοπός της ήταν να αποτρέψει την εκπλήρωση εκείνου του όρου της Συνθήκης των Βερσαλλιών, βάσει του οποίου η ηττημένη Γερμανία όφειλε να παραδώσει τις αιχμάλωτες γαλλικές πολεμικές σημαίες στη νικήτρια Γαλλία. Η ομάδα άρπαξε τα γαλλικά λάβαρα, τρόπαια των Ναπολεοντείων Πολέμων και του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, και τα μετέφερε μπροστά στον έφιππο ανδριάντα του Φρειδερίκου Β΄ του Μεγάλου στο κέντρο της Unter den Linden. Αφού τα περιέλουσε με βενζίνη τα πυρπόλησε, ενώ συγκεντρωμένο πλήθος τραγουδούσε τη Φρουρά στον Ρήνο (Die Wacht am Rhein) και το Τραγούδι των Γερμανών (Deutschland, Deutschland über Alles!).[i] Για όποιον γνωρίζει την τοπογραφία της Unter den Linden, της Via Triumphalis της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, καθώς και το πλήθος των μνημείων που βρίσκονται πέριξ του oπλοστασίου, η επιλογή του ανδριάντα του πρώσου βασιλιά, ως καταλληλότερου σημείου για την καύση των γαλλικών σημαιών μάλλον εκπλήσσει. Σε κοντινότερη απόσταση βρίσκονταν τα μνημεία του νικητή του Βατερλώ Blücher και του αναμορφωτή του πρωσικού στρατού Scharnhorst.

O ανδριάντας του Φρειδερίκου Β΄ στη λεωφόρο Unter den Linden του Βερολίνου το 1919.

Εξίσου κοντά βρισκόταν ο επιβλητικός ανδριάντας του πρώτου αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Γουλιέλμου Α΄ αλλά και η πλατεία που έφερε το όνομα του συμμάχου της Γερμανίας στο Μεγάλο Πόλεμο, του αυτοκράτορα της Αυστρο-Ουγγαρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ. Η επιλογή μοιάζει ακόμη παραδοξότερη αν αναλογιστούμε την προτίμηση του βασιλιά της Πρωσίας στη γαλλική γλώσσα έναντι της γερμανικής και την κοσμοπολίτικη ιδιοσυγκρασία του. Εξίσου γνωστό ήταν ότι ο Γερο-Φρίτς αποστρεφόταν πολύ περισσότερο τους φυλετικά συγγενείς των Πρώσων Αυστριακούς παρά τους Γάλλους, ενώ δεν ανέλαβε ποτέ κάποια σημαντική πρωτοβουλία για την ένωση του κατακερματισμένου γερμανόφωνου χώρου. Γιατί λοιπόν σε μια από τις πιο τραγικές στιγμές του γερμανικού έθνους, με το Β΄ Ράιχ διαμελισμένο και την αυτοκρατορική οικογένεια έκπτωτη, επελέγη  το συγκεκριμένο μνημείο ως σκηνικό μιας τόσο συμβολικής κίνησης; Το ερώτημα αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με σειρά ζητημάτων της γερμανικής ιστορίας αλλά και ιστοριογραφίας. Ζητήματα όπως η αναζήτηση και κατασκευή μιας ενιαίας γερμανικής εθνικής ταυτότητας, η σύγκρουση “μικρογερμανών” και “μεγαλογερμανών”[ii], ο ρόλος της Πρωσίας και της δυναστείας των Hohenzollern στη γερμανική ενοποίηση, η μεσσιανική πρόσληψη του στρατού και της μοναρχίας από τη γερμανική κοινωνία.

Όταν ο Φρειδερίκος Β΄ στις 17 Αυγούστου 1786 άφηνε την τελευταία του πνοή στο ανάκτορο Sanssouci στο Πότσδαμ, περιτριγυρισμένος από τα αγαπημένα του κυνηγόσκυλα, ήταν μεγάλος τόσο από άποψη ηλικίας όσο και από άποψη ιστορικού μεγέθους. Πριν ακόμη καθιερώσει το προσωνύμιο “μέγας” ο Jakob Burckhardt τον 19ο αιώνα[iii] του το είχε αποδώσει πρώτος ο Βολταίρος σε μια επιστολή του 1742, η οποία κυκλοφόρησε ευρύτατα στη γαλλική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, τρία χρόνια μετά την επιτυχή έκβαση του Β΄ Σιλεσιακού Πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης της Δρέσδης το 1745, οι κάτοικοι του Βερολίνου, κατά την είσοδο του βασιλιά τους στην πόλη, προσφώνησαν τον Φρειδερίκο “μέγα” ενώ ο τερματισμός του Επταετούς Πολέμου (1756-1763) βρήκε σημαντικές πρωσικές πόλεις όπως η Καινιξβέργη, το Μαγδεβούργο, η Χάλη και το Στετίνο στολισμένες με την επιγραφή “Vivat Fridericus Magnus“. Για τον Diderot ήταν “ο σπουδαιότερος βασιλιάς στη γη”, η Μadame de Staël τον περιέγραψε ως πραγματικό Ιανό, ικανό να συνδυάζει τις φύσεις του στρατιώτη και του φιλοσόφου ενώ ο μετέπειτα πρωταγωνιστής στα έδρανα της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης Mirabeau εκθείασε τα έργα και τις ημέρες του στο τετράτομο έργο Η πρωσική μοναρχία στα χρόνια του Μεγάλου Φρειδερίκου. Στη Μεγάλη Βρετανία θαυμαζόταν ως σύγχρονος Αλέξανδρος και Καίσαρας και στην Ιταλία μετά τις νίκες του επί των Αυστριακών κεριά έκαιγαν μπροστά από προσωπογραφίες του.[iv]

Mirabeau, De La Monarchie Prussienne, Sous Frédéric Le Grand, Λονδίνο, 1788.

Αρχικά ο Φρειδερίκος δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός ούτε στη χώρα του ούτε στον ευρύτερο γερμανόφωνο χώρο της πνέουσας τα λοίσθια Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Ο ανιψιός και διάδοχος του, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β΄, μια ροκοκό φιγούρα του όψιμου 18ου αιώνα, ήρθε σε ρήξη με το συβαριτισμό της φρειδερίκειας αυλής καθώς και με την παράδοση κοσμοπολιτισμού και θρησκευτικής ανοχής που επιχείρησε να καθιερώσει ο προκάτοχος του, στρεφόμενος όλο και περισσότερο στον προτεσταντικό πιετισμό. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Πρωσίας στους αντιγαλλικούς συνασπισμούς και η απειλή που συνιστούσαν για το παλαιό καθεστώς οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, κάθε άλλο παρά συνετέλεσαν στη διατήρηση της μνήμης του βασιλιά. Με εξαίρεση το έργο του Johann Wilhelm von Archenholz, ιστορικού και βετεράνου του πρωσικού στρατού σχετικά με τον Επταετή Πόλεμο, όπου αναδεικνύεται η χαρισματική προσωπικότητα του Φρειδερίκου,[v] φαίνεται ότι μέχρι το 1806 και την ήττα της Πρωσίας στην Ιένα ο βασιλιάς της Πρωσίας βρισκόταν σε ιστορική αφάνεια. Αδιάφοροι απέναντι του στάθηκαν τόσο οι εκπρόσωποι του βαϊμάρειου κλασικισμού όσο και εκείνοι του γερμανικού ρομαντισμού. Το κράτος του Μεγάλου Φρειδερίκου ήταν για αυτούς ένα κατάλοιπο της φεουδαρχίας και του μεσαίωνα. Σε αυτό δεν υπήρχε τίποτα το φυσικό. Ακόμη και τα σύνορα του δεν βρίσκονταν σε αντιστοιχία με το φυσικό ανάγλυφο ή με την εθνογραφία της περιοχής. Η μορφή του ήταν αποτέλεσμα είτε των πολέμων που διεξήγαγαν από το Μεσαίωνα οι εκλέκτορες του Βρανδεμβούργου, είτε της τύχης πολλοί εξ αυτών να κληρονομήσουν διάσπαρτες κτήσεις από τον Ρήνο μέχρι τη Βαλτική. Ανομοιόμορφη εξωτερικά, η Πρωσία προσπαθούσε να δημιουργήσει την εικόνα της ομοιογένειας στο εσωτερικό με την προώθηση ενός συγκεντρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης, με αποτελεσματική γραφειοκρατία, άτεγκτη κοινωνική ιεραρχία, και τη θέση ενός στρατού-πρότυπο τόσο εδραιωμένη, ώστε το σχόλιο του Βολταίρου να μοιάζει δικαιολογημένο: “Συνήθως τα κράτη διαθέτουν στρατό. Στην περίπτωση της Πρωσίας ο στρατός διαθέτει κράτος”. Ο αρχηγός αυτού του κράτους δεν θα μπορούσε να γοητεύσει συγγραφείς όπως ο Schiller, ο οποίος εντόπιζε σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του πρώσου μονάρχη και του δεσποτικού δούκα της Βυρτεμβέργης Καρόλου Ευγενίου, με τον οποίο ο συγγραφέας είχε έρθει σε σύγκρουση στο παρελθόν. Το 1791, σε επιστολή του στο φίλο του Christian Gottfried Körner έγραφε: “Ο Φρειδερίκος Β΄ δεν με ενδιαφέρει. Ο λόγος μπορεί να μην σου φαίνεται επαρκής αλλά δεν μπορώ να αγαπήσω τη μορφή του. Δεν με συγκινεί αρκετά ώστε να αναλάβω το κολοσσιαίο έργο της εξιδανίκευσής του.[vi] Ακόμη και ο νεαρός Hegel (Έγελος) το 1802 σημείωνε ότι ο βίος του Φρειδερίκου ήταν αδιάφορος, “ξερός και άψυχος”. Μόνη εξαίρεση στην κατά τα άλλα ομόφωνη damnatio memoriae του πρώσου ηγεμόνα ο Goethe, όταν απηχώντας κάτι από τη μετέπειτα λατρεία των “μικρογερμανών” στο πρόσωπο του βασιλιά, δήλωνε ότι ο Φρειδερίκος “είχε σώσει την τιμή ενός μέρους του γερμανικού κόσμου απέναντι σε μια συνασπισμένη εναντίον των Γερμανών οικουμένη”.[vii]

Wilhelm Camphausen (1818-1885), Πορτραίτο του Φρειδερίκου Β΄ του Μεγάλου, 1871.

Ωστόσο ο Φρειδερίκος δεν έμεινε για πολύ στην αφάνεια. Καταλύτης υπήρξαν οι αλλαγές που επέφεραν στην κεντρική Ευρώπη οι νίκες του Ναπολέοντα. Το 1806 η υπερχιλιετής Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους διαλύθηκε. Την αντικατέστησε η Συνομοσπονδία του Ρήνου, μια χαλαρή ένωση των γερμανικών ηγεμονιών απολύτως ελεγχόμενη από τον αυτοκράτορα των Γάλλων. Το 1806 η ήττα στην Ιένα και η Συνθήκη του Τιλσίτ το 1807, περιόρισαν την Πρωσία σε έναν ρόλο αναχώματος μεταξύ της γαλλικής και της ρωσικής αυτοκρατορίας. Η Πρωσία έχασε το σύνολο των κτήσεων της δυτικά του Έλβα, το Βερολίνο κατελήφθη από τα γαλλικά στρατεύματα και η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στην Καινιξβέργη, στην παλαιά πρωσική πρωτεύουσα. Ταπεινώσεις όπως αυτές είναι υπεύθυνες για τη γέννηση του γερμανικού εθνικισμού στο πρωσικό έδαφος. Σε αντίθεση με την άλλη μεγάλη γερμανική δύναμη, την Αυστρία, η Πρωσία στα μάτια των πρώτων γερμανών πατριωτών αφενός είχε πέσει μαχόμενη, αφετέρου ανέλαβε πρώτη και μόνη στο όνομα του γερμανικού έθνους την υπεράσπιση της τιμής του. Στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου ο φιλόσοφος Fichte ανέλαβε τη θεωρητική θεμελίωση του γερμανικού εθνικισμού με τις Ομιλίες προς το γερμανικό έθνος, ο παιδαγωγός Jahn υπήρξε πρωτοπόρος ενός μαζικού γυμναστικού κινήματος που προετοίμασε σωματικά την πρωσική νεολαία ώστε να αναλάβει στρατιωτική δράση όποτε αυτό κριθεί απαραίτητο ενώ την ίδια στιγμή πρωσικές ομάδες ατάκτων όπως αυτές του Ludwig von Lützow, οι οποίες για πρώτη φορά ενδύθηκαν στολές με τα εθνικά γερμανικά χρώματα (μαύρο, κόκκινο, χρυσό), και του Ferdinand von Schill συνέχιζαν μόνες τους των αγώνα εναντίον των Γάλλων στη Γερμανία. Παράλληλα, κρίθηκε απαραίτητη η ανάδειξη μορφών του παρελθόντος, ικανών να εμπνεύσουν την πρωσική αντίσταση και να αποτελέσουν σημείο αναφοράς του πρωσικού εθνικού κινήματος. Πρώτος ο θεολόγος Schleiermacher, σε κήρυγμα του το 1808, μίλησε από άμβωνος για το “δικαίωμα να αποδώσουμε τιμή σε έναν «μεγάλο» της πατρίδας μας μιας άλλης εποχής” και παρουσίασε τον Φρειδερίκο ως πρότυπο ηγέτη και τη διακυβέρνηση του ως ιδανική: “Είναι λοιπόν η ανάμνηση του ιερή για μας καθώς μας απομακρύνει από την οδό της απωλείας. Ταυτόχρονα μας δείχνει τον τρόπο που το μεγαλείο του Θεού μέσω εκείνου αποκαλύφθηκε”.[viii] Το παράδειγμα του ακολούθησε ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ όταν στις 17 Μαρτίου 1813 κάλεσε τους Πρώσους να λάβουν τα όπλα εναντίον των Γάλλων, μνημονεύοντας το παράδειγμα του προγόνου του: “Θυμηθείτε την εποχή του Μεγάλου Εκλέκτορα, και του Μεγάλου Φρειδερίκου! Μείνετε προσηλωμένοι στα αγαθά εκείνα για τα οποία οι πρόγονοι σας υπό την καθοδήγηση τους πολέμησαν: Την ελευθερία της σκέψης, την τιμή, την ανεξαρτησία, την τέχνη, την επιστήμη!”.[ix] Μετά την επιτυχή έκβαση των Πολέμων της Απελευθέρωσης και τη Μάχη της Λειψίας το 1813, ο αναμορφωτής του πρωσικού εκπαιδευτικού συστήματος και εισηγητής του Νέου Ανθρωπισμού στη γερμανική εκπαίδευση Wilhelm von Humboldt έγραψε στη σύζυγο του: “Ο Ναπολέων είχε την εντύπωση ότι το δημιούργημα του Φρειδερίκου ήταν κάτι εφήμερο. Το επίτευγμα του όμως είναι σήμερα σαφές και θα λέγαμε ότι η ορμή και ο ενθουσιασμός στην Πρωσία σήμερα πηγάζουν από εκείνον…”.[x] Σε αντίθεση με τα παραπάνω η επιτυχής προετοιμασία της Πρωσίας για την εκ νέου ανάληψη δράσης εναντίον του ανώτερου ποιοτικά γαλλικού στρατού απαίτησε την αμφισβήτηση της φρειδερίκειας παράδοσης. Στον 18ο αιώνα ένας επαγγελματικός στρατός, στον οποίο αντικατοπτριζόταν η αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση με τις θέσεις των αξιωματικών να προορίζονται αποκλειστικά για τους γόνους των μεγάλων πρωσικών αριστοκρατικών οικογενειών, ήταν αρκετός για να συντρίψει τους υπέρτερους αριθμητικά στρατούς Γάλλων, Αυστριακών, Ρώσων και Σουηδών όπως και να γεννήσει τον θρύλο του ακατάβλητου πρωσικού πεζικού στο Rossbach, στο Leuthen και στο Torgau, ήταν όμως ανεπαρκής όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει το νέο τύπο του εθνικού στρατού. Σίγουρα οι αναμορφωτές του πρωσικού στρατού, Scharnhorst και Gneisenau, δεν άξιζαν τιμές ανάλογες με εκείνες που απέδωσε ο Ναπολέων στον Φρειδερίκο κατά την επίσκεψη του στον τάφο του τελευταίου στο Πότσδαμ. Ωστόσο ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι οι υπέρμετρα αυστηρές σωματικές τιμωρίες, η μεγάλης διάρκειας στρατιωτική θητεία, η προνομιακή μεταχείριση των ευγενών και η έλλειψη συστήματος γενικής στρατολογίας σε εθνική κλίμακα ήταν οι φρειδερίκειες παρακαταθήκες, υπονομευτικές του αξιόμαχου του στρατεύματος. O εκδημοκρατισμός τόσο στο στράτευμα όσο και στην κοινωνία, μετέτρεψε τον Φρειδερίκο από σύμβολο του πρωσικού εθνικού κινήματος σε σημείο αναφοράς των ανώτερων και πλέον συντηρητικών στρωμάτων της πρωσικής κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του γιούνκερ Friedrich August Ludwig von der Marwitz, στρατιωτικού και βασικού εκπροσώπου της αντισυνταγματικής παράταξης, αλλά και του συντηρητικού νομομαθούς Carl Ludwig von Haller, ο οποίος απέδιδε την περίφημη φράση “Ο βασιλιάς είναι ο πρώτος υπηρέτης του κράτους” σε lapsus linguae του πρώσου μονάρχη.

Πότσνταμ, 26 Οκτωβρίου 1806.Το προσκύνημα του Ναπολέοντα στον τάφο του Φρειδερίκου Β΄.

Η πρόσληψη της φυσιογνωμίας του Φρειδερίκου από τους επαγγελματίες ιστορικούς στο γερμανικό χώρο κατά την προμαρτιανή περίοδο (Vormärz) παρουσιάζει μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα. Στην Παγκόσμια Ιστορία (1826) του φιλελεύθερου ιστορικού του πανεπιστημίου του Freiburg, Κarl von Rotteck ο συγγραφέας φαίνεται διχασμένος. Αν και εκφράζει το θαυμασμό του για τις σπάνιες ικανότητες του βασιλιά σε καιρούς ειρήνης και πολέμου, παράλληλα τον μέμφεται για την απουσία κάθε αίσθησης δικαίου και γερμανικού φρονήματος. Ενώ από τη μία του πίστωνε τη δημιουργία του πρωσικού κράτους, την ίδια στιγμή τον θεωρούσε ως κύριο υπαίτιο για τον Επταετή Πόλεμο αλλά και για το διαμελισμό της Πολωνίας, μια κατηγορία που δεν πρέπει να ξενίζει με δεδομένη την αρχική υποστήριξη των γερμανών εθνικιστών στο πολωνικό ζήτημα. Λιγότερο επιφυλακτικός ο επίσης φιλελεύθερος καθηγητής στη Χαϊδελβέργη Friedrich Christoph Schlosser, στην Ιστορία του 18ου αιώνα (1823) υποστήριξε ότι ο Φρειδερίκος εργάστηκε για την ευημερία και τη δόξα του λαού ενάντια στις παλαιές αυλές, των οποίων την πολυτέλεια και υπερβολή αποστρεφόταν, αλλά και ενάντια στη συντήρηση που ο κλήρος εκπροσωπούσε. Για τον Schlosser ο βασιλιάς ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας και του δικαίου, φορέας ανανέωσης, ενώ για το διαμελισμό της Πολωνίας δεν ήταν  περισσότερο υπεύθυνος από την Αυστρία και τη Ρωσία, επίσης συμμέτοχες σε αυτόν.[xi] Τη διετία 1832-1834 ολοκληρώθηκε το εννεάτομο έργο του Johann David Erdmann Preuss Φρειδερίκος ο Μέγας: Μια βιογραφία, το οποίο εκδόθηκε με αφορμή το επικείμενο ιωβηλαίο από την ανάρρηση του Φρειδερίκου στον θρόνο. Ουσιαστικά επρόκειτο για έναν φόρο τιμής του Preuss προς τον ήρωα του, ένα έργο το οποίο ως προς την έκταση και τους υμνητικούς τόνους του συγγραφέα, ως εφάμιλλο του έχει μόνο τη μεταγενέστερη εξάτομη βιογραφία του Φρειδερίκου από τον βρετανό Carlyle και μόνο σύμπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο θαυμασμός του Hitler για τον πρώσο ηγεμόνα είχε στη βάση του το έργο του Preuss και του Carlyle, αφού αμφότερα ανήκαν στα αγαπημένα αναγνώσματά του.[xii]

Την ίδια εποχή δυο εμβληματικές μορφές της πρωσικής αλλά και της παγκόσμιας ιστοριογραφίας, ο Leopold von Ranke και ο Johann Gustav Droysen διασταύρωσαν τα ξίφη τους με επίδικο τη θέση του Φρειδερίκου στη γερμανική ιστορία. Το 1833 ο τριανταοκτάχρονος Ranke, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πρωσικής πρωτεύουσας, με συμβολή του στο περιοδικό Historischpolitischen Zeitschrift πήρε αποστάσεις από τις διθυραμβικές προσεγγίσεις των φιλελεύθερων συναδέλφων του. Για τον Ranke δεν είχε τόση σημασία η προσωπικότητα του ηγέτη όσο η τύχη και η συγκυρία. Απομακρύνθηκε από τη δημοφιλή προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η σύγκρουση Πρωσίας-Αυστρίας ήταν ένα σκοτεινό σημείο της γερμανικής ιστορίας του 18ου αιώνα και δεν προσδοκούσε την ανατροπή του ισχύοντος συσχετισμού δυνάμεων στα γερμανικά πράγματα υπέρ της Πρωσίας. Στον αντίποδα του, ο συμπατριώτης του Droysen αποστρεφόταν τη μεταναπολέοντεια τάξη πραγμάτων, η οποία διασφάλιζε τα πρωτεία του Aψβούργου αυτοκράτορα της Αυστρίας στη γερμανική συνομοσπονδία. Οπαδός μιας ενιαίας Γερμανίας, εθνικά ομοιογενούς, υπό την ηγεσία της προτεσταντικής Πρωσίας, όπου η πολυεθνική αυτοκρατορία των καθολικών αψβούργων δεν είχε θέση, αναγνώριζε στον Φρειδερίκο ένα πρόδρομο της μικρογερμανικής λύσης. Υπό αυτό το πρίσμα αλλά  επηρεασμένος και από τις εγελιανές του καταβολές, ο Droysen είδε στον Φρειδερίκο, όπως και ο ώριμος Hegel, μια ενσάρκωση του Weltgeist, ένα φορέα του νέου και καταλύτη του παλαιού. Στην Ιστορία της πρωσικής πολιτικής (1855-1866) ο Droysen υπερασπίστηκε τον πρώσο μονάρχη τον „κριτή ενός ετοιμοθάνατου κόσμου και ως αποκλειστικό φορέα της γερμανικής σκέψης”. Με δριμύτητα επιτέθηκε στον Ranke, επισημαίνοντας ότι ήταν αναντίστοιχη του ειδικού επιστημονικού του βάρους η απόπειρα του να “λειάνει το γεμάτο άθλους βίο του Φρειδερίκου Β΄”.[xiii]

Leopold von Ranke (1795 – 1886).
Johann Gustav Droysen (1808 – 1884).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις εγελιανές καταβολές της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας θα πρέπει να αποδώσουμε και το ενδιαφέρον ορισμένων επιφανών εκπροσώπων του κινήματος για τον Φρειδερίκο. Ακόμη και ένας εστεμμένος μπορούσε να επιφέρει σημαντικά πλήγματα στο φεουδαρχικό σύστημα, θέτοντας σε κίνηση τους μηχανισμούς της ιστορικής εξέλιξης. Στους θαυμαστές του ανήκει ο Ferdinand Lassale, για τον οποίο η πρωτοβουλία του Φρειδερίκου να κηρύξει τον πόλεμο στην αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Μαρία Θηρεσία το 1740 συνιστούσε μια επαναστατική, ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη πράξη για τα ήθη και τις πρακτικές της διπλωματίας του 18ου αιώνα. Ο Φρειδερίκος ήρθε σε ρήξη με τη φιλοαυστριακή πολιτική του πατέρα του, του “Βασιλιά-Στρατιώτη” Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄ και του παππού του Φρειδερίκου Α΄, ο οποίος όφειλε τον τίτλο του Βασιλιά της Πρωσίας στη γενναιοδωρία του αψβούργου αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄. Για τον Lassale, με την απόφαση του ο Φρειδερίκος να εισβάλει την αυστριακή κτήση της Σιλεσίας παραβιάζοντας τους όρους του κειμένου της Πραγματικής Κύρωσης (Pragmatica Sanctio)[xiv], συμφωνίας που έφερε την υπογραφή του πατέρα του, έδειξε πρώτος στους νεότερους χρόνους πρωτοφανή περιφρόνηση στις συμφωνίες μεταξύ των βασιλικών οίκων της Ευρώπης. Σε δοκίμιο του για τον  Lessing σχολιάζει σχετικά με την πρωσική εισβολή στην Σιλεσία: “Δεν ήταν ένας συνηθισμένος πόλεμος της εποχής με αντικείμενο ένα ασήμαντο ζήτημα όπως σε ποιόν ηγεμόνα θα άνηκε στο εξής μια λωρίδα γης. Ήταν μια ανταρσία του Μαρκήσιου του Βρανδεμβούργου (όπως τον αποκαλούσε η Madame de Pompadour) ενάντια στην αυτοκρατορική οικογένεια, ενάντια σε κάθε τύπο και παράδοση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενάντια στην κοινή βούληση της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μια ανταρσία την οποία έφερε σε πέρας σαν πραγματικός και αυθεντικός επαναστάτης: έτοιμος να πιεί το δηλητήριο που έφερε πάντα μαζί του”.[xv] Στο ίδιο μήκος κύματος ο δημοσιογράφος και ιστορικός Friedrich Köppen, με αφορμή το ιωβηλαίο από την ενθρόνιση του βασιλιά το 1840, σε φυλλάδιο που αφιέρωσε στο φίλο του Μαρξ έγραψε: “Σύμφωνα με μια διαδεδομένη δοξασία κάθε εκατό χρόνια ένας άνδρας ανασταίνεται. Ο καιρός έφτασε! Είθε το αναγεννήμένο πνεύμα του να επιστρέψει κοντά μας και με το φλεγόμενο ξίφος του να εξαφανίσει κάθε εχθρό που φράζει το δρόμο μας προς τη Γη τη Επαγγελίας. Ας ορκιστούμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε πιστοί στο πνεύμα του!”.[xvi] Ο ίδιος ο Μαρξ ωστόσο διαφωνούσε. Ο Φρειδερίκος δεν ήταν παρά ένας από τους πολλούς ηγεμονίσκους, τυπικός εκπρόσωπος της εποχής του και της τάξης του. Αποκλειστικό μέλημα του ήταν να επεκτείνει την επικράτεια του. Ο Μαρξ απέρριπτε τις διασταλτικές θεωρίες των φιλελευθέρων σχετικά με ενδεχόμενες φιλοδοξίες του πρώσου μονάρχη να αναμορφώσει την αυτοκρατορία, ενώ ήταν εξαιρετικά επικριτικός για το ρόλο του Φρειδερίκου στο διαμελισμό της Πολωνίας σε συνεργασία με το “ρώσικο τσακάλι”.

Adolph Menzel (1815 – 1905),  Flötenkonzert Friedrichs des Großen in Sanssouci, 1852. Στο φλάουτο διακρίνεται ο Φρειδερίκος Β΄ και στο κλειδοκύμβαλο ο Carl Philipp Emanuel Bach.

Η έλξη που ασκούσε σε εθνικιστές, φιλελεύθερους και σοσιαλιστές, η προσωπικότητα του πρώσου μονάρχη προκαλούσε προβληματισμό στους εκπροσώπους της συντηρητικής Γερμανίας. Με τον επαναστατικό πυρετό να κορυφώνεται και τη συζήτηση για το μέλλον μιας ενιαίας πατρίδας όλων των Γερμανών από το “Μεύση ως το Μέμελ και από τον Αδίγη ως το Βέλτη” να εντείνεται, ο Φρειδερίκος έχανε τα αποκλειστικά πρωσικά χαρακτηριστικά του και μετατρεπόταν σε παγγερμανικό σύμβολο. Ανήσυχος, ο νομικός Ernst Ludwig von Gerlach, συνιδρυτής του πρωσικού συντηρητικού κόμματος, της εφημερίδας Evangelische Kirchenzeitung, αλλά και της Kreuz-Zeitung, έβλεπε κάτι το ειδωλολατρικό στην προσωπολατρεία του Φρειδερίκου, που θύμιζε έντονα τη λατρεία του ρωμαίου αυτοκράτορα στην αρχαία Ρώμη και στο υλιστικό πνεύμα που εκείνος εξέφραζε. Ο Gerlach συμφωνούσε με την Leipziger Allgemeine Zeitung, όταν το 1842, σε άρθρο της σχετικό με την αύξηση των μνημείων προς τιμήν του Φρειδερίκου, ή ακόμη και το ενδεχόμενο ανέγερσης ενός τραϊάνειου θριαμβικού κίονα προς τιμήν του[xvii] σχολίαζε: “Αν και εγκαινιάζουμε μνημεία για το βασιλιά Φρειδερίκο Β΄ και εκδίδουμε τα έργα του δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα αμαρτήματά του”. Φυσικά η απειλή από τη φήμη του Μεγάλου Φρειδερίκου ήταν σε ένα εντελώς συμβολικό επίπεδο όπως απέδειξε η εμπειρία της αποτυχημένης επανάστασης του 1848 και της απόπειρας για μια ένωση της Γερμανίας από τη βάση. Μόνο ο ρομαντικός Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ αισθάνθηκε το κύρος του να απειλείται από τις συντριπτικές συγκρίσεις μεταξύ εκείνου και του ένδοξου πρόγονού του. Σκωπτικά ποιήματα όπως του Βαυαρού Alfred Michel, το οποίο γνώρισε μεγάλη διάδοση μετά το θάνατο του στα οδοφράγματα της επανάστασης, ή γελοιογραφίες με απεικονίσεις του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄ σαν νάνο και αδέξια καρικατούρα, ανίκανη να σταθεί δίπλα στον Φρειδερίκο, ενίσχυαν το αίσθημα μειονεξίας. Σε αυτές τις ατυχείς συγκρίσεις πρέπει να αποδοθεί τόσο η διστακτική του στάση στην έκδοση του συνόλου του έργου του Φρειδερίκου, όσο και στην αναγέννηση του επιστημονικού -και όχι μόνο- ενδιαφέροντος για αυτόν. Ακόμη και αν επί των ημερών του στήθηκε ο έφιππος ανδριάντας του , για τον οποίο λόγος έγινε πιο πάνω, στην τελετή των αποκαλυπτηρίων το 1851 ο βασιλιάς μίλησε ελάχιστα για τον επιφανή πρόγονο του και επικεντρώθηκε στον κίνδυνο της επανάστασης, προερχόμενο από ανατρεπτικά στοιχεία, αναθέτοντας στον πρωθυπουργό του, Otto von Manteufel την εξύμνηση του εικονιζομένου. Προς μεγάλη απογοήτευση του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄, το επόμενο πρωί τον ανδριάντα “κοσμούσε” περιπαικτική έμμετρη επιγραφή η οποία καλούσε τους δυό ηγεμόνες να ανταλλάξουν θέσεις:

Γερό-Φριτς κατέβα!

Στην Πρωσία βασίλευσε ξανά!

Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς

καλύτερα καβάλα εκεί πάνω ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος![xviii]

Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, βασιλέας της Πρωσίας (1795 – 1861).

Η τελευταία δεκαετία του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄ στον θρόνο ταυτίζεται με μια περίοδο περισυλλογής και εσωστρέφειας για το γερμανικό εθνικό κίνημα ενώ ο γερμανικός φιλελευθερισμός δεν συνήλθε ποτέ από τα τραύματα που του κατάφεραν τόσο η ενωμένη αυστροπρωσική αντίδραση όσο και η συνειδητοποίηση των δομικών αδυναμιών του. Η Αυστρία την επαύριον της επανάστασης του 1848 είχε αναδειχθεί και πάλι σε ηγεμονική δύναμη στο γερμανικό χώρο, με την Πρωσία ξανά στη δεύτερη θέση. Τη χαλεπή αυτή συγκυρία και το κλίμα της εποχής φαίνεται ότι απηχεί και ο πίνακας του πρώσου ρεαλιστή ζωγράφου Adolph von Menzel, Η μάχη του Hochkirch. Θέμα του κατεστραμμένου σήμερα πίνακα ήταν η ήττα του πρωσικού στρατού από τις αυστριακές δυνάμεις το 1758 στο Hochkirch της Σαξονίας. Η επιλογή μιας ήσσονος σημασίας ήττας ως θέματος, σε συνδυασμό με την απεικόνιση του ίδιου του Φρειδερίκου από το ζωγράφο σαν μια ξαφνιασμένη, σκοτεινή, αδιάφορη φιγούρα και του πρωσικού στρατού πανικόβλητου και ασύντακτου να προσπαθεί να ανασυνταχθεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, προκάλεσε αντιδράσεις. Όπως αναμενόταν, ο Menzel, ο οποίος άλλωστε είχε πρωταγωνιστήσει στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τον Φρειδερίκο αναλαμβάνοντας την εικονογράφηση του μνημειώδους έργου του Franz Kugler για τον πρώσο βασιλιά, κατηγορήθηκε για ηττοπάθεια και μειωμένο εθνικό φρόνημα.[xix]

Με την κατάληψη του αξιώματος του υπουργού των εξωτερικών της Πρωσίας από τον  Bismarck το 1862, η πρωτοβουλία στο ζήτημα της γερμανικής ενοποίησης πέρασε στα χέρια ενός άνδρα απαλλαγμένου από τις ψευδαισθήσεις των γερμανών φιλελευθέρων και αποφασισμένου να τοποθετήσει την Πρωσία επικεφαλής μιας ενιαίας Γερμανίας, σεβαστής στους φίλους και φοβερής στους εχθρούς. Με τη συνεπικουρία του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Moltke και του Υπουργού Πολέμου Roon, η Πρωσία αναδείχθηκε νικήτρια σε τρεις διαδοχικές πολεμικές αναμετρήσεις: στον Β΄ Πόλεμο του Σλέσβιχ-Χόλσταιν (1864), στον Αυστροπρωσικό (1866) και στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870-1).  Στις 18 Ιανουαρίου 1871, στα ανάκτορα του Λουδοβίκου ΙΔ΄ στις Βερσαλίες, το όραμα του Bismarck έλαβε σάρκα και οστά με την ενθρόνιση του βασιλιά της Πρωσίας Γουλιέλμου Α΄ σε αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Οι θαυμαστές νίκες του πρωσικού στρατού ενάντια σε Αυστριακούς και Γάλλους αναζωπύρωσαν τη συζήτηση για τον πρώτο Hohenzollern, ο οποίος είχε επιχειρήσει να καταστήσει την Πρωσία ηγεμονική δύναμη, αλλά και για το ρόλο της Πρωσίας γενικότερα στη γερμανική ιστορία. Στη νεαρή αυτοκρατορία, κυρίαρχη αναδείχθηκε η ιστοριογραφική τάση της παρουσίασης του Φρειδερίκου ως προδρόμου της ενοποίησης της Γερμανίας, ως πρώιμου οραματιστή μιας αναγεννημένης αυτοκρατορίας μακριά από τα οράματα των Αψβούργων για μια πολυεθνική monarchia universalis. Η συζήτηση περιστράφηκε σε μεγάλο βαθμό γύρω από την πρωτοβουλία του Φρειδερίκου για την Ένωση των Ηγεμόνων (Fürstenbund) το 1785. Με αυτήν την ad hoc συμμαχία Πρωσίας-Σαξονίας-Ανοβέρου, ο Φρειδερίκος επιζητούσε αποκλειστικά την εξουδετέρωση των βλέψεων του αψβούργου αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ στο εκλεκτοράτο της Βαυαρίας και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσε το πρώτο βήμα μιας ενοποιητικής εθνικής προσπάθειας. Ωστόσο, ακόμη και ο νέστορας της γερμανικής ιστοριογραφίας Ranke αναζήτησε στον Φρειδερίκο και στην Ένωση του 1785 διαστάσεις ανύπαρκτες. Στο έργο του Τα γερμανικά κράτη και η Ένωση των Ηγεμόνων (1875) υποστήριξε ότι για πρώτη φορά μετά τη Μεταρρύθμιση οι Γερμανοί υπερέβησαν τις θρησκευτικές τους διαφορές στο όνομα ενός κοινού στόχου: “Με την Ένωση των Ηγεμόνων καθολικοί και προτεστάντες ηγεμόνες ενώθηκαν (συμμετείχε και ο καθολικός εκλέκτορας-επίσκοπος Μαγεντίας), ο διχασμός των ομολογιών που μέχρι τότε δίχαζε το σώμα της Γερμανίας ουσιαστικά τερματίστηκε. Έτσι σφυρηλατήθηκε η εθνική ενότητα και κυριαρχία μιας ενιαίας εθνικής σκέψης στα χρόνια που ακολούθησαν.[xx] Ο διάδοχος του Ranke στο αξίωμα του επίσημου ιστοριογράφου του πρωσικού κράτους Heinrich Treitschke, με το γνωστό παθιασμένο ύφος του, εκθείασε τον Φρειδερίκο ως προστάτη του βορειογερμανικού προτεσταντισμού και υπέρμαχο του παγγερμανικού πνεύματος, συγκρίνοντας τις νίκες του με εκείνες των Βρετανών εναντίον των ιθαγενών πληθυσμών σε Αμερική και Ασία. Όσο για το ρόλο του βασιλιά στο διαμελισμό της Πολωνίας, ο Treitschke εμφάνισε το βασιλιά ως συνεχιστή της μεσαιωνικής Drang nach Osten του Τευτονικού Τάγματος: “Ο Βασιλιάς έδρασε για δεύτερη φορά ως πολλαπλασιαστής της έκτασης του βασιλείου. Έδωσε πίσω στην πατρίδα μας το βασικό έρεισμα του Τευτονικού Τάγματος, την όμορφη κοιλάδα του Βιστούλα, εκεί από όπου ο τεύτονας ιππότης έδιωξε το βάρβαρο και ο γερμανός αγρότης τιθάσευσε τη φύση[…]Ο αγώνας των Γερμανών εναντίον των Πολωνών για τον έλεγχο των ακτών της βαλτικής κρίθηκε υπέρ της Γερμανίας”.[xxi] Πιστός στο πνεύμα του ιστορικού, ο γλύπτης Rudolf Siemering το 1877 διακόσμησε τη βάση του ανδριάντα του πρώσου ηγεμόνα στην έδρα του τάγματος στο Marienburg με τα αγάλματα τεσσάρων εκ των σημαντικότερων μεγάλων αρχιμαγίστρων των Τευτόνων Ιπποτών.[xxii]

Heinrich Gotthard von Treitschke (1834 – 1896).
Rudolf Siemering, ανδριάντας του Φρειδερίκου του Μεγάλου (1877), Marienburg.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιο κριτικός στάθηκε ο Onno Klopp, αρχειονόμος του βασιλείου του Ανοβέρου, το οποίο προσαρτήθηκε από την Πρωσία μετά τη νικηφόρα για αυτήν έκβαση του Αυστροπρωσικού Πολέμου το 1866. Από το 1860 ο καθολικός Klopp έκανε λόγο στα έργα του για τον κίνδυνο της επικράτησης του φρειδερίκειου πνεύματος στα γερμανικά πράγματα. Με το έργο Ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας και το γερμανικό έθνος (1867), κατηγορούσε το βασιλιά ως πρωταίτιο της γερμανικής δυαρχίας και θεμελιωτή της ανεξέλεγκτης, ανήθικης και επεκτατικής πολιτικής. Αμφισβητούσε το προσωνύμιο “μέγας” και είδε στο 1866 την “τελική νίκη του φρειδερικιανισμού (Fridericianismus)” αλλά και το “τέλος της γερμανικής ιστορίας”. O Klopp τόνιζε τέλος, ότι η ύπαρξη της Πρωσίας βασιζόταν στη διατήρηση ενός παραδόξου: Η σταθερότητα στο εσωτερικό εξασφαλιζόταν μόνο με τη μόνιμη αναταραχή στο εξωτερικό.[xxiii]  Εγγύτερα στους επικριτές παρά στους θαυμαστές βρισκόταν και ο ίδιος ο Bismarck. Στα κείμενα του διακρίνεται η δυσκολία του να παρακολουθήσει όσους με πάθος αναζητούσαν ομοιότητες ανάμεσα στο έργο του Φρειδερίκου και το δικό του, αφού, όπως παρατηρούσε, οι εποχές ήταν διαφορετικές σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε σύγκριση ήταν άτοπη, ενώ κρίνοντας από την  προσωπική του εμπειρία δίπλα σε τρεις γερμανούς αυτοκράτορες, η φιλαρέσκεια ήταν το θανάσιμο αμάρτημα κάθε εστεμμένου και ο Φρειδερίκος δεν συνιστούσε εξαίρεση.

Η κρίση του Bismarck περί φιλαρέσκειας δικαιολογείται απόλυτα στην περίπτωση του κάιζερ Γουλιέλμου Β΄. Στα χρόνια της βασιλείας του, που ταυτίζονται με την κορύφωση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, εντάθηκε η προσπάθεια να τονιστεί ο μεσσιανικός ρόλος της μοναρχίας και των Hohenzollern στη γερμανική ιστορία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος υπενθύμιζε συχνά την καταγωγή του από το “Μεγάλο Βασιλιά”, δεν έχανε την ευκαιρία σε χορούς μεταμφιεσμένων να υποδύεται με ρούχα εποχής τον πρόγονο του, ενώ είχε ζητήσει από τον επιφανέστερο γλύπτη της αυτοκρατορικής Γερμανίας Rheinhold Begas, να τον χρησιμοποιήσει ως μοντέλο για τον ανδριάντα του Μεγάλου Φρειδερίκου στη Λεωφόρο των Νικών (Siegesallee), επιθυμία που πραγματοποιήθηκε.

Ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ (1859 – 1941) μεταμφιεσμένος ως Φρειδερίκος Β΄ .

Ο ίδιος προσπάθησε να επιβάλλει στην πρωσική και κατʼ επέκταση στη γερμανική ιστοριογραφία το προσωνύμιο “μέγας” στον παππού του Γουλιέλμο Α΄ και τελικά και εμφανιστεί ο ίδιος ως ο τρίτος “μεγάλος” Hohenzollern, εκείνος που θα οδηγούσε τη Γερμανία στη μέγιστη υπερπόντια επέκταση της.[xxiv] Με δεδομένα τα παραπάνω, δεν εκπλήσσει ούτε ο μεγάλος αριθμός μελετών, διαλέξεων, εκθέσεων και έργων τέχνης με θέμα το βίο του Μεγάλου Φρειδερίκου, ο οποίος έτυχε της αυτοκρατορικής ενίσχυσης. Στην πρεμιέρα του θεατρικού έργου Döberitz του ευνοούμενου της αυλής Jospeh Lauff το 1903, το οποίο τοποθετείται στο τέλος του Β΄ Σιλεσιακού Πολέμου, το παρόν έδωσε η αυτοκρατορική οικογένεια. Ο κάιζερ σχολίασε σχετικά: “Είδαν με τα μάτια τους (σ.σ. οι θεατές) τις συμφορές και την εξαθλίωση της διαίρεσης σε πολλά μικρά κράτη. Σε αυτήν την άθλια κατάσταση της αδυναμίας και του διχασμού το δαφνοστεφανωμένο πρωσικό ξίφος στα χέρια ενός Hohenzollern, του Μεγάλου Φρειδερίκου, σταθεροποίησε το βασίλειο και αυτό με τη σειρά του αποτέλεσε τη βάση επί της οποίας ο μετέπειτα αυτοκράτορας Γουλιέλμος ο Μέγας μπόρεσε να θεμελιώσει τη γερμανική αυτοκρατορία. Ήταν μια ωραία, ένδοξη, μεγάλη στιγμή.” Παράλληλα, η λογοκρισία δεν επέτρεπε το ανέβασμα έργων με περιεχόμενο ικανό να πλήξει το γόητρο και τη φήμη του Φρειδερίκου. Έτσι, το 1898 το έργο Ο άγριος Reutlingen των Gustav Moser και Thilo von Trotha βασισμένο σε διήγημα του Hans Werder, έτυχε της αυτοκρατορικής έγκρισης μόνο μετά την αφαίρεση της φράσης “Πώς γίνεται ένας μεγάλος βασιλιάς να έχει τόσο μικρό μυαλό;”. Στο έργο Ο νεαρός Φριτς (1909), ο θεατρικός συγγραφέας Ferdinand Bonn, φοβούμενος τις αντιδράσεις έδωσε στο ρόλο του αδελφικού φίλου του, Φρειδερίκου Hans von Katte, χαρακτηριστικά σύγχρονου γερμανού εθνικιστή, ενώ το 1914, στον διάσημο εκπρόσωπο του νεοκλασικισμού Paul Ernst, απαγορεύθηκε το ανέβασμα του έργου Το πρωσικό πνεύμα, επειδή ο κάιζερ δεν επιθυμούσε την επί σκηνής απεικόνιση της σύγκρουσης του Φρειδερίκου με τον πατέρα του, Φρειδερίκο Γουλιέλμο Α΄.[xxv]

Δύο χρόνια πριν την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, και ενώ συμπληρώνονταν 200 χρόνια από τη γέννηση του Γερο-Φριτς, η Berliner Post έγραφε: „Ποιες μεγάλες μορφές της ιστορίας τους εκτιμούν περισσότερο οι Γερμανοί; Ποιοι κάνουν την καρδιά τους να χτυπά εντονότερα από συγκίνηση; Ο Goethe; Ο Schiller; Ο Wagner; Ο Marx; Όχι! Ο Barbarossa, ο Μέγας Φρειδερίκος, ο Blücher, ο Moltke, ο Bismarck! Oι σκληροτράχηλοι άνδρες της ιστορίας! Αυτοί που πήραν χιλιάδες ζωές είναι εκείνοι, που συναρπάζουν το λαό και του προκαλούν ένα ειλικρινές αίσθημα ευγνωμοσύνης. H αιτία είναι ότι εκείνοι έπραξαν αυτό ακριβώς που καλούμαστε και εμείς ακόμη και σήμερα να πράξουμε[]Ο καθένας χωριστά γνωρίζει και ολόκληρο το έθνος έχει συναίσθηση αυτού: Μόνο στην επίθεση υπάρχει σωτηρία![xxvi] Ακόμη και στη Βαυαρία, όπου η πρωσική προτεσταντική λιτότητα δεν ήταν δημοφιλής, φαίνεται ότι ο Φρειδερίκος είχε το δικό του κοινό. Σε αυτό πρέπει να συγκαταλεχθεί και ο διάσημος για τα ηθογραφικά του διηγήματα Ludwig Thoma. Σε άρθρο στην εβδομαδιαία εφημερίδα März υπενθύμιζε ότι ακόμη μπορούσες να συναντήσεις στις αγροικίες της Βαυαρίας εικόνες του Φρειδερίκου δίπλα στα εικονίσματα του λαοφιλούς Αγίου Κορβινιανού, αφού στην Ένωση των Ηγεμόνων όφειλε τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της η Βαυαρία, συμπληρώνοντας: “Ακόμη και αν δεν είναι σωστό να τοποθετούμε την εικόνα ενός “άθεου” δίπλα στον άγιο Κορβινιανό, έχουμε πολλούς λόγους για να τιμάμε τον Φρειδερίκο τον Μοναδικό (den Einzigen) ως σωτήρα της πατρίδας”.

Thomas Mann (1875 – 1955)

Οι αναφορές στον Φρειδερίκο, όπως αναμενόταν αυξήθηκαν τόσο στον τύπο όσο και στο γερμανικό δημόσιο λόγο ευρύτερα, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς, όμως, το πλαίσιο και η ρητορική η οποία συνόδευσε αυτές τις αναφορές, είναι μάλλον αναμενόμενα, αξίζει ίσως να σταθούμε αποκλειστικά στην ιδιαίτερη περίπτωση του Thomas Mann. Το δοκίμιο του Ο Μέγας Φρειδερίκος και η Μεγάλη Συμμαχία γράφτηκε το πρώτο έτος του πολέμου και είναι μια εύγλωττη μαρτυρία για τη χρήση της ιστορίας ως argumentum per analogiam σε κρίσιμες περιόδους. Το δοκίμιο δίχως να συνιστά μια αφελή προβολή του παρόντος στο παρελθόν δεν παύει να είναι μια κοινότοπη ανάγνωση της τρέχουσας πραγματικότητας. O Mann υποστήριζε ότι όπως και το 1756 (έτος έναρξης του Επταετούς Πολέμου) έτσι και το 1914 η Πρωσία και ο βασιλιάς της βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη συνασπισμένη ευρωπαϊκή ήπειρο. Στο έργο του, το οποίο ως στόχο έχει να εμψυχώσει το γερμανικό λαό και να του ενισχύσει την πίστη σε μια νίκη αντίστοιχη με εκείνη της Πρωσίας τον 18ο αιώνα, ο Φρειδερίκος εμφανίζεται ως θύμα και όχι ως θύτης. Αρχικά θύμα της πατρικής σκληρότητας και αργότερα της μοίρας, που τον ανάγκασε να γίνει βασιλιάς και όχι φιλόσοφος, όπως πραγματικά επιθυμούσε. Την ίδια στιγμή, η Πρωσία του Φρειδερίκου, όπως και η σύγχρονη του Μann Γερμανία, ήταν θύμα της πανευρωπαϊκής δυσπιστίας. Αμφότερες αδυνατούσαν να πείσουν την ήπειρο ότι οι φιλοδοξίες τους δεν ήταν ανεξέλεγκτες. Εξαιτίας αυτής της δυσπιστίας, παρατηρούσε ο Mann, συνασπίστηκαν τότε εκατό εκατομμύρια ενάντια σε πέντε και 14 ηγεμόνες ενάντια σε έναν. Οι Γερμανοί έπρεπε να μιμηθούν τον πρώσο βασιλιά: “Ο Φρειδερίκος δεν κέρδισε τίποτα, τα εδάφη του λεηλατήθηκαν, η γη έμεινε ακαλλιέργητη, φτωχή και εγκαταλείφθηκε. Όμως η Πρωσία στο τέλος ήταν ακέραιη, δεν είχε χάσει ούτε ένα χωριό, η Σιλεσία είχε διατηρηθεί ενώ ο σκοπός και ο στόχος της Μεγάλης Συμμαχίας είχε παντελώς αποτύχει. Αυτή ήταν η μεγάλη ταπείνωση που κατάφερε ένας άνδρας μόνος του απέναντι στην οικουμένη. Η μοίρα είχε αποφασίσει αντίθετα σε κάθε πρόβλεψη”.[xxvii]

Η ιστορία δεν δικαίωσε τον Mann αλλά τον “Σιδερένο Καγκελάριο” ο οποίος λέγεται ότι είχε δηλώσει: “Η συντριβή στην Ιένα ήλθε είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του Φρειδερίκου. Η επόμενη μεγάλη καταστροφή θα λάβει χώρα είκοσι χρόνια μετά το δικό μου θάνατο”. O Bismarck είχε πεθάνει το 1898 και το 1918 είδε την εκπλήρωση της πρόρρησης και την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Ακολούθησε η σημαντική απώλεια εδαφών σε Ανατολή και Δύση, η επιβολή βαρύτατων αποζημιώσεων και η εγκαθίδρυση ενός ασθενικού δημοκρατικού καθεστώτος ικανού να υπονομεύσει την ειρήνη στην ήπειρο. Ο πνευματικός κόσμος στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στάθηκε αρκετά κριτικός απέναντι στη φυσιογνωμία του Φρειδερίκου, ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για το γερμανικό μιλιταρισμό, βασική αιτία κατά πολλούς της ήττας το 1918. Ο σοσιαλιστής συγγραφέας, ιστορικός και δημοσιογράφος Kurt Kersten ήταν απαξιωτικός: οι στρατιωτικές του επιτυχίες ήταν αποτέλεσμα του στρατού που έφτιαξε ο πατέρας του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α΄, η Ένωση των Ηγεμόνων δεν ήταν παρά μια “Ιερά Συμμαχία πριν την Ιερά Συμμαχία” ενώ αδιαφόρησε πλήρως για την εκπαίδευση του λαού του. Για τον Kersten η σάρωση της φρειδερίκειας Πρωσίας από τα όπλα της Γαλλικής Επανάστασης ήταν νομοτελειακά προκαθορισμένη. Στο ίδιο μήκος κύματος ο συγγραφέας και αρχιτέκτονας Werner Hegemann, χαρακτήριζε τον Φρειδερίκο “άπατρη κοντοτιέρο του ροκοκό”, “υστερικό πρώσο Ρολάνδο” και αναρωτιόταν: “Υπάρχει άραγε άλλος λαός σαν το γερμανικό που να τον διακρίνει η αυτοκαταστροφική διαστροφή να θεωρεί έναν προδότη σαν τον Φρειδερίκο εθνικό ήρωα;”.[xxviii] Οπαδός της μεγαλογερμανικής λύσης, ο Hegemann θεωρούσε υπαίτιο τον πρώσο βασιλιά για τη σύγκρουση Πρωσίας-Αυστρίας στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν κατασπαταλήθηκαν ζωτικές δυνάμεις του γερμανικού έθνους, οι οποίες θα ήταν επαρκείς για να του ανοίξουν τον δρόμο της κατάκτησης και του αποικισμού της βαλκανικής χερσονήσου. Η ποιήτρια  Ricarda Huch, στη διάλεξη της με τίτλο Η γερμανική παράδοση το 1931, προειδοποίησε ότι “η σπορά του Φρειδερίκου θα φέρει νέες συμφορές στη χώρα” και ο πολλές φορές υποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας Erich Kästner άσκησε σκληρή κριτική στην εικόνα του Μεγάλου Φρειδερίκου ως λογίου και ειδικότερα στις επιδερμικές γνώσεις του σε θέματα της γερμανικής λογοτεχνίας.

Τη φήμη του Γερο-Φρίτς ανέλαβε να διασώσει στην περίοδο 1919-1933 ο γερμανικός κινηματογράφος. Πλάι στα πρωτοποριακά έργα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, όπως αυτά του Lang και του Murnau, εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1920 και οι πρώτες ομιλούσες ταινίες με θέμα το βίο του πρώσου μονάρχη. Το 1921 κυκλοφόρησε η ταινία Fridericus Rex, με τον Otto Gebühr στον πρωταγωνιστικό ρόλο από τα στούντιο της UfA. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ακολούθησαν άλλες τρεις ταινίες το 1922 με τον ίδιο τίτλο και στις οποίες ξεδιπλώνονταν περισσότερα γνωστά επεισόδια της ζωής του Φρειδερίκου. Πρωτοποριακή πρέπει να θεωρηθεί και η προώθηση των ταινιών με τη διαφήμιση τους μέσω άλλων προϊόντων, όπως συλλεκτικά άλμπουμ με φωτογραφίες των πρωταγωνιστών αλλά και δίσκοι γραμμοφώνου με μουσικά θέματα των ταινιών, διασκευασμένα για πιάνο. Στον τύπο εκφράστηκαν συχνά διαμετρικά αντίθετες απόψεις για την αξία τους. Η σοσιαλδημοκρατική Vorwärts υποστήριξε ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν ένας “δίχως περιεχόμενο ψευτοηρωικός χαρακτήρας“. Το περίφημο Die Weltbühne του Siegfried Jacobsohn σημείωνε ότι “Δεν πρόκειται για κάποιο σημαντικό έργο τέχνης αλλά μάλλον για μια ταινία ανίκανη να παρουσιάσει επαρκώς το πνευματικό διαμέτρημα του Μεγάλου Φρειδερίκου” και εμφατικά παρατηρούσε: “Δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε στα σοβαρά σήμερα μια αντιδημοκρατική πρόκληση εμπνευσμένη από την ιστορία των Hohenzollern. Στον αντίποδα αυτών, ο Robert Breuer στο Die Glocke, τόνιζε ότι δεν γίνεται οι αίθουσες χωρητικότητας δύο χιλιάδων ατόμων να γεμίζουν δύο ή τρεις φορές την ίδια μέρα για έναν ή δύο μήνες με “ανόητους, εχθρούς της δημοκρατίας και μοναρχικούς” ενώ ο κριτικός κινηματογράφου της Frankfurter Zeitung, Friedrich Sieburg έγραψε: “O Φρειδερίκος πέρασε στην αιωνιότητα και θα είναι για πάντα μέρος της καθημερινότητας του καθενός δίχως ποτέ να χάσει τη λάμψη του. Είναι πάντα εκεί ακόμα και αν δεν γνωρίζαμε τίποτα για αυτόν. Λάμπει ακόμη και μέσα σε αυτόν τον άχαρο κόσμο του σήμερα[...]όχι όμως μέσα από τις βιογραφίες όσο μέσα από το μύθο“. Μετά την εξαγορά της UfA από τον επιχειρηματία και μετέπειτα υπουργό οικονομίας των εθνικοσοσιαλιστών Alfred Hugenberg, οι παραγωγές με θέμα την Πρωσία του Φρειδερίκου  συνεχίστηκαν με ανανεωμένο ζήλο από τους συντελεστές. Η πολλαπλή υποστήριξη ταινιών όπως O Γερό-Φριτς και το Κοντσέρτο για φλάουτο στο Sanssouci ενώ την ίδια στιγμή ταινίες, όπως η μεταφορά του Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον του Erich Maria Remarque, αντιμετώπιζαν προβλήματα με τη λογοκρισία, δεν πέρασε απαρατήρητο από εφημερίδες όπως η κομμουνιστική Rotte Fahne, που καταδίκαζε την γκροτέσκα απεικόνιση της εποχής: „Η έλξη που ασκεί το μεγαλείο της περιόδου του Φρειδερίκου θα παραμένει αμείωτη όσο ο φιλισταϊκός τύπος ανθρώπου ανθεί στη Γερμανία. Όμως οι ιδεολόγοι στην υπηρεσία του Hugenberg ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Έτσι έφτιαξαν μια ταινία για τον Φρειδερίκο όπου στο επίκεντρο δεν βρίσκονται τα στρατιωτικά εμβατήρια αλλά η εικόνα ενός “δημοκράτη βασιλιά του λαού”. Μια υποδειγματική εικόνα της αστικής αντίληψης της ιστορίας ως κιτς.[xxix]

Οι Otto Gebühr (αριστερά) ως διάδοχος Φρειδερίκος και Albert Steinrück ως Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Α΄ στην κινηματογραφική ταινία  Fridericus Rex (1922-1923).

Η περίοδος 1933-1945 σημαδεύτηκε από μια άνευ προηγουμένου εκμετάλλευση της προσωπικότητας του Φρειδερίκου και της πρωσικής ιστορίας γενικότερα. Αν και οι εθνικοσιαλιστές αποστρέφονταν την εικόνα μιας κοινωνίας αυστηρά ιεραρχημένης, διαστρωματωμένης και διαιρεμένης σε ευγενείς και μη, οι στρατιωτικοί θρίαμβοι του Φρειδερίκου καθώς το συγκεντρωτικό προφίλ της διακυβέρνησης του συνιστούσαν εξαιρετικής ποιότητας πρώτη ύλη για μια αποτελεσματική προπαγάνδα στο Γ΄ Ράιχ. Ήδη από τη δεκαετία του 1920, ο Hitler τον κατέτασσε μαζί με τον Λούθηρο και τον Wagner στους τρεις μεγάλους Γερμανούς, παραβλέποντας άλλους “μεγάλους” όπως ο Καρλομάγνος, ο Όθων Α΄ και ο Θεοδώριχος. Στο Ο Αγών μου ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τον Φρειδερίκο “μαραθωνοδρόμο της ιστορίαςενώ στις  ομιλίες του τον αποκαλούσε “αξιοθαύμαστη διάνοια”, “λαμπρό παράδειγμα υψηλού ήθους”, “ιδιοφυή ήρωα”, και έκανε λόγο για τη “δικτατορία του μεγάλου βασιλιά”, στην οποία ο πρωσικός λαός “εκούσια και με ευχαρίστηση” υποτασσόταν. Ο θεωρητικός Alfred Rosenberg στο έργο του Ο μύθος του 20ου αιώνα, χαρακτήρισε τον Φρειδερίκο “Φωτεινό άστρο-οδηγό του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος”, το βίο του ως την „πιο αυθεντική και μεγάλη γερμανική ιστορία” και ο αρχηγός των SA στο Βερολίνο κόμης Wolf Heinrich Helldorf τον χαρακτήρισε “πρώτο εθνικοσοσιαλιστή της ιστορίας”. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η επιλογή του μετέπειτα Υπουργού Προπαγάνδας, Goebbels, η τελετή της έναρξης της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου την 21η Μαρτίου 1933 να λάβει χώρα στην Εκκλησία της Φρουράς στο Πότσδαμ, στην τελευταία δηλαδή κατοικία του Φρειδερίκου και του πατέρα του. Με την παρουσία του στην τελετή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατάρχης Paul von Hindenburg και τη χειραψία του με το μελλοντικό φύρερ του Γ΄ Ράιχ επισφραγίστηκε η σύζευξη της παλαιάς με τη νέα αυτοκρατορία και μια εικόνα με έντονους συμβολισμούς προστέθηκε στον ιδρυτικό μύθο του νέου καθεστώτος. Η “Ημέρα του Πότσδταμ” όπως έγινε γνωστή, σχολιάστηκε από την Das Neue Deutschland με αναφορές στον πάντα παρόντα Μεγάλο Φρειδερίκο: “Η γέννηση μιας νέας Γερμανίας! Στην παλιά εκκλησία της φρουράς του Πότστνταμ σαν φάντασμα ορθώνεται μια γιγάντια σκιά. Ο σκληρός ήχος ενός μπαστουνιού στο δάπεδο είναι αντιληπτός πια σε όλους. Ο άνεμος που κλωθογυρίζει στην εκκλησία μεταφέρει το μήνυμα μιας δυνατής φωνής: Κύριοι αποκαλυθφείτε“.[xxx] Όπως αναμενόταν, διανοούμενοι και καλλιτέχνες φιλικά προσκείμενοι στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, ενίσχυσαν την εικόνα μιας Πρωσίας προδρόμου του Γ΄ Ράιχ και ενός Φρειδερίκου προδρόμου του Hitler. Γλύπτες όπως o Thorak,  φιλοτέχνησαν προτομές του, στις οποίες ήταν ευδιάκριτες οι αρετές του βόρειου, άρειου ανθρώπου, ενώ ιστορικοί όπως ο αυστριακός και υπέρμαχος της Μεγάλης Γερμανίας Srbik, επανέφεραν την εγελιανή πρόσληψη του Φρειδερίκου ως καταστροφέα του παλαιού και φορέα του νέου, με τρόπο τέτοιο, ώστε να εξυπηρετεί το εθνικοσοσιαλιστικό αφήγημα.

Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε την εκ νέου εργαλειοποίηση του Φρειδερίκου. Σε ομιλίες δημόσιες και ιδιωτικές, ο Führer δεν έπαυε να κατασκευάζει ιστορικά ανάλογα με αναφορές στους στρατιωτικούς θριάμβους του Φρειδερίκου, ο οποίος είχε μετατραπεί σε ένα είδος προσωπικού τοτέμ. Μετά την πτώση της Πολωνίας και λίγο πριν την εκδήλωση της επίθεσης στη Δύση, δήλωσε κατά τη διάρκεια σύσκεψης: “Έχω να διαλέξω ανάμεσα στη νίκη και την ήττα. Επιλέγω τη νίκη, μια μεγάλη ιστορική απόφαση, συγκρίσιμη με εκείνη του Μεγάλου Φρειδερίκου πριν τον Α΄ Σιλεσιακό Πόλεμο. Η Πρωσία οφείλει την άνοδο της στον ηρωισμό ενός άνδρα. Ακόμη και τότε υπήρχαν δίπλα του άνδρες που τον συμβούλευαν να συνθηκολογήσει. Τίποτα δεν θα γινόταν δίχως τον Μεγάλο Φρειδερίκο”.[xxxi] Μετά τις πρώτες ήττες της Wehrmacht, οι αφίσες στους δρόμους και τα δημόσια κτίρια με ρήσεις του βασιλιά με στόχο την ανύψωση του ηθικού των πολιτών πλήθυναν, ενώ ο Otto Gebühr επανήλθε στο ρόλο που τον καθιέρωσε στην κορυφαία προπαγανδιστική γερμανική πολεμική ταινία Ο μεγάλος βασιλιάς.

Der Grosse König (1942).

The Great King (Germany, 1942) English subtittles part1

 

Παράλληλα, οι ιθύνοντες του Γ΄ Ράιχ αναζητούσαν λύσεις στις επιλογές του Φρειδερίκου σε περιόδους κρίσης. Μεταξύ αυτών, ο επικεφαλής των SS, Himmler, που δικαιολόγησε την επιστράτευση ανηλίκων και ποινικών κρατουμένων για την επάνδρωση της πολιτοφυλακής και άλλων μονάδων το 1944, επικαλούμενος αντίστοιχη απόφαση του βασιλιά το 1762. Τέλος, ο Goebbels ανήγγειλε στον Hitler το θάνατο του προέδρου Ρούζβελτ το 1945 ως επανάληψη του “Θαύματος του Βρανδεμβούργου”, του αναπάντεχου δηλαδή θανάτου της τσαρίνας Ελισάβετ το 1762, ο οποίος οδήγησε στην αποχώρηση της Ρωσίας από τον αντιπρωσικό συνασπισμό κατά τον Επταετή Πόλεμο και στην πρωσική επικράτηση.[xxxii] Το θαύμα ωστόσο δεν επαναλήφθηκε. Ο ηγέτης του Γ΄ Ράιχ αφαίρεσε τη ζωή του στο γραφείο του καταφυγίου του, τους τοίχους του οποίου κοσμούσαν αποκλειστικά δύο πορτραίτα: εκείνο της μητέρας του και του Μεγάλου Φρειδερίκου.          

Στα χρόνια της διαίρεσης του γερμανικού έθνους δυτικοί και ανατολικοί Γερμανοί είχαν τους δικούς τους λόγους για να αφήσουν επιτέλους τον Γερο-Φρίτς να αναπαυθεί εν ειρήνη. Άλλωστε, το βασίλειο του δεν υπήρχε πια. Τα ανατολικά πρωσικά εδάφη τα μοιράστηκαν Ρώσοι και Πολωνοί, ενώ στα εναπομείναντα δυτικά επιβλήθηκε από τους Συμμάχους η διαίρεση και μετονομασία τους με τη δικαιολογία ότι στο όνομα της ειρήνης και της ασφάλειας το κράτος που υπήρξε “εξαρχής φορέας του μιλιταρισμού και της αντίδρασης” έπρεπε να παύσει να υπάρχει. Μετά το 1990 και την επανένωση της Γερμανίας, ξεκίνησε μια πιο ψύχραιμη συζήτηση σχετικά με το ρόλο της Πρωσίας στη γερμανική ιστορία, μακριά από αφορισμούς και μανιχαϊστικές οπτικές. Δείγμα αυτής της εξελισσόμενης συμφιλιωτικής διαδικασίας των Γερμανών με την ιστορία τους ήταν η πρωτοβουλία του καγκελάριου Helmut Kohl το 1991 να μεταφέρει με όλες τις σχετικές τιμές τη σορό του Μεγάλου Φρειδερίκου από τη Σουαβία, όπου για λόγους ασφαλείας φυγαδεύθηκε στα τελευταία στάδια του πολέμου, στο ανάκτορο Sanssouci στο Πότσδαμ. Ο Γερό-Φριτς δεν αναζητά σήμερα μια θέση στη Βαλχάλα της γερμανικής ιστοριογραφίας. Μετά θάνατον μεταμορφώθηκε από άθεο διαφωτιστή σε εγελιανό ήρωα και από πρόδρομο της γερμανικής ενότητας σε πρώιμο εθνικοσοσιαλιστή. Με λιγότερο πάθος και περισσότερα επιχειρήματα οι μεταμορφώσεις και οι αντιπαραθέσεις συνεχίζονται επιβεβαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι ο Φρειδερίκος είναι πολύ μεγάλος για να αγνοηθεί.

                                          

Friedrich der Große Alles oder Nichts – Doku Deutsch über Friedrich den Grossen

Ο Κωνσταντίνος Παπανικολάου είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Freie Universität του Βερολίνου

Σημειώσεις

[i]Eva Zwach, Deutsche und englische Militärmuseen im 20. Jahrhundert, Marburg 1997, σ. 129.

[ii]Πρόκειται για δύο αντίρροπες τάσεις στο εσωτερικό του γερμανικού εθνικού κινήματος στο α΄ μισό του 19ο αιώνα. Οι “μικρογερμανοί” επιθυμούσαν μια ενωμένη Γερμανία όπου τα πρωτεία θα είχε η Πρωσία ενώ οι “μεγαλογερμανοί” επιθυμούσαν τη συμπερίληψη στο μελλοντικό γερμανικό κράτος και των γερμανόφωνων περιοχών της Αυστριακής Αυτοκρατορίας.

[iii]  Uwe Klußmann, «Seiner Zeit voraus», στο Uwe Klußmann – Norbert Pötzl (επιμ.), Die Hohenzollern. Preußische Könige, deutsche Kaiser, Berlin 2011, σ. 73.

[iv]  Michael Prinz von Preußen, Friedrich der Grosse, Berlin 2012, σ. 116.

[v] Christopher Duffy, Frederick the Great. A Military Life, Routledge 2015, σ. 282.

[vi] Herfried Münkler, Die Deutschen und ihre Mythen, Berlin 2009, σ. 240.

[vii] Hagen Schulze, The course of German nationalism. From Frederick the Great to Bismarck, 1763-1867, Cambridge 1991,  σ. 45.

[viii] Hans Dollinger, Friedrich II. Von Preußen. Sein Bild im Wandel von zwei Jahrhunderten, Μünchen 1986, σ. 116.

[ix]Friedrich Wilhelm III, An Mein Volk, Breslau 1813, σ. 1.

[x] Dollinger, ό.π., σ. 116.

[xi]Στο ίδιο, σσ. 119-120.

[xii]Duffy, ό.π., σ. 283.

[xiii]Dollinger, ό.π., σσ. 123-124.

[xiv]Πρόκειται για το έδικτο του 1713 βάσει του οποίου το σύνολο των κτήσεων του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄ θα περιερχόταν ακέραιο στην κατοχή της κόρης του Μαρίας Θηρεσίας.

[xv]Münkler, ό.π., σ. 246.

[xvi]Franz Mehring, «An enlighted despot?», στο Peter Paret (επιμ.), Frederick the Great: A profile, Palgrave McMillan, 1972., σ. 221

[xvii] Για το σχετικό δημόσιο διάλογο στην Πρωσία βλ. Christa Heese, Eine Trajanische Säule für Friedrich II. Schinkels Entwürfe für das Friedrichsdenkmal, Berlin 2012.

[xviii]Friedrich Mielke – Jutta von Simson, Das berliner Denkmal für Friedrich II. den Grossen, Frankfurt a. M., 1975, σ. 24.

[xix] Hubertus Kohle, «Adolph Menzels Friedrich. Eine Apologie historischer Größe?», στο  Ulrich Sachse (επιμ.), Friederisiko. Friedrich der Grosse. Die Essays, Berlin 2012, σσ. 273-274.

[xx] Dollinger, ό.π., σ. 138.

[xxi] Heinrich von Treitschke, Deutsche Geschichte im Neunzehnten Jahrhundert, τ.1., Paderborn 2015, σ. 63.

[xxii] Rene du Bois, Denkmale und Denksteine für Friedrich den Großen, 2017, σ. 181.

[xxiii]Münkler, ό.π., σσ. 245-246.

[xxiv] Andreas Rose, «Im Schatten „historischer Grösse“. Wilhelm II. und seine Ahnen. Ein Beitrag zur Geschichtspolitik im Kaiserreich», στο Ulrich Sachse (επιμ.), Friederisiko. Friedrich der Grosse. Die Essays, Berlin 2012, σσ. 287-289.

[xxv] Dollinger, ό.π., σ. 153-154.

[xxvi] Berliner Post, 28 Ιανουαρίου 1912.

[xxvii] Münkler, ό.π., σ. 250.

[xxviii] Merkur.de, Menschenschinder: «Der Schatten des Großen», 24 Ιανουαρίου 2018.

[xxix] Rote Fahne, 5 Ιανουαρίου 1928.

[xxx] “Κύριοι αποκαλυφθείτε! Εάν αυτός ζούσε εμείς δεν θα βρισκόμασταν σήμερα εδώ”: Είναι τα λόγια με τα οποία σύμφωνα με την παράδοση ο Ναπολέων απευθύνθηκε στους αξιωματικούς του κατά την επίσκεψη του στον τάφο του Μεγάλου Φρειδερίκου το 1806.

[xxxi] Dollinger, ό.π., σ. 186.

[xxxii] Christopher Clark, The Iron Kingdom. The rise and downfall of Prussia 1600-1947, Harvard 2006, σ. 662.