Θεοδόσης Πυλαρινός
Το πένθος και η ελληνική θρησκευτικότητα στην ποίηση και στα γραπτά του Γιώργου Μαρκόπουλου
Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου καθορίζεται δίπτυχα και διπολικά: κατεξοχήν δραματικά, από τον θάνατο, οπότε και τη νοτίζει το βαθύ πένθος, που αναβλύζει άρωμα πελοποννησιακού επιταφίου, από τον πόνο της δύσκολης επαρχιακής ζωής, σε άμεση σχέση με το προορισμένο από τη μοίρα τέλος, δοσμένο με την ιερότητα μιας γηγενούς και ιδιογενούς θρησκευτικότητας. Είναι η (ιερή) ακολουθία μιας πανάρχαιας παράδοσης, τα παγανιστικά στοιχεία της οποίας, υπογειωμένα, μεταπλάθονται, διαμορφώνοντας τις δοξασίες της ορθόδοξης ψυχής του Νεοέλληνα. Εαρινό το πένθος του ποιητή, τραγικά μοναχικό, όπως τα έρημα δέντρα, σύμφωνο με την πασχάλιο ακολουθία: Ὡς ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος, ὄντως και παστάδος πάσης βασιλικῆς, ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστέ ὁ τάφος σου, ἡ πηγή τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως. Από την άλλη, τη γραφή του ποιητή καταυγάζει μελαγχολικά το φως της ζωής, η λάμψη των Χριστουγέννων, η ελπίδα της γεννήσεως, κομίζοντας μια αλλότροπη χαρμολύπη, της γλυκιάς αλλά αβέβαιης προσμονής του περάσματος από τις αδυσώπητες συμπληγάδες ενός βίου που του μέλλεται να μετρά απώλειες και να απαριθμεί σταυρούς, κατευθύνοντας από το πένθιμο στο αναστάσιμο Πάσχα. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο αυτό, παρά τις όποιες ελπίδες, δημιουργεί στον ποιητή το ίδιο ερώτημα που τίθεται στη νεκρώσιμη ακολουθία: Θρηνῷ και ὀδύροµαι, ὅταν ἐννοήσω τον θάνατον, και ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειµένην, την κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡµῖν ὡραιότητα, ἄµορφον, ἄδοξον, µή ἔχουσαν εἶδος, ὢ τοῦ θαύµατος! τί το περί ἡµᾶς, τοῦτο γέγονε µυστήριον, πῶς παρεδόθηµεν τῇ φθορᾷ; πῶς συνεζεύχθηµεν τῷ θανάτῳ; ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς µεταστᾶσι την ἀνάπαυσιν. Αγέλαστος πέτρα, μία άλλη Δήμητρα (γη μήτηρ), είναι η ποίηση του Μαρκόπουλου. Μπορεί να απουσιάζει το σωστικό γέλιο, όμως η λύπη μετριάζεται από την αναμονή της άνοιξης, όταν η κόρη θα ανέβει από τον Άδη.
Νεκροταφεία, κοιμητήρια επί το αναπαυτικότερο και αναστασιμότερο, προς αποφυγήν του μακάβριου (ο θάνατος δεν είναι άγριος στα κείμενα του Μαρκόπουλου), τάφοι κεκοιμημένων, τάφοι βρεφών και νηπίων, μνήμες άσβεστες, απρόσμενες εκταφές, σταυροί, οστεοφυλάκια: Ὄντως φοβερώτατον, το τοῦ θανάτου µυστήριον! Πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώµατος, βιαίως χωρίζεται, ἐκ τῆς ἁρµονίας, και τῆς συµφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσµός, θείῳ βουλήµατι ἀποτέµνεται; Ἐµνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰµι γῆ και σποδός, και πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς µνήµασι, και εἶδον τα ὀστᾶ τα γεγυµνωµένα, και εἶπα· Ἆρα τίς ἐστι; Βασιλεύς, ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος, ἢ πένης, ἢ δίκαιος, ἢ ἁµαρτωλός; ἀλλά ἀνάπαυσον, Κύριε, µετά δικαίων τος δούλους σου, ὡς φιλάνθρωπος. Ωστόσο, το παράδοξο, σαν θαύμα, από τον θάνατο ξεπροβάλλει η ζωή στα λόγια του ποιητή: Τα παιδιά που τα βλέπεις λυπημένα και ξάφνου λίγο πιο πέρα στήνουν παιχνίδι στη στιγμή, πάνω στη νεκρώσιμη ακολουθία της ίδιας της θείας τους, στο νεκροταφείο.

Γλυκιά είναι η μνήμη που ανασταίνει τη ζωή και παραμερίζει για λίγο τη ματαιότητα με τη νοσταλγία παλαιών ημερών, θυμηταρίων τιμαλφών: Ο παλιός μας φίλος που μας χαμογελάει στη φωτογραφία του τάφου του, καθώς, από εκδρομή γυρνώντας προς την Αθήνα, επί τούτου παρακάμψαμε και περάσαμε από το χωριό του για να τον «δούμε».
Δυο παιδάκια, γράφει αλλού, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους. Δεν ξέρω πιο τραγικά κάλαντα, που να αναβλύζουν τη λαϊκή απαντοχή μέσα από τις φωνές των παιδιών. Μελωδικό το μήνυμα τους στα σκηνώματα του ουρανού, επί του πατρικού τάφου. Η ψυχή του πατέρα θα αγαλλιάζει ακούγοντάς τα, ίσως να έχει κατέβει και ο ίδιος και να κρυφακούει από κάποιο γειτονικό μνήμα.
Σε άλλη πένθιμη εκδοχή, αναδύεται άφατη θλίψη για την αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο. Διότι οι νεκροί στην ποίηση του Μαρκόπουλου αθανατίζονται από τους ζώντες, δεν πεθαίνουν: Οι πρόχειροι σταυροί στη νότια πτέρυγα των εξ επανεκταφής θαμμένων του κοιμητηρίου, στοιβαγμένοι όλοι μαζί μετά το νυχτερινό μπουρίνι, έτσι που να μην μπορείς πια να διακρίνεις ποιος είναι ο τάφος του δικού σου ανθρώπου.
Έπειτα, άγγελοι, εκκλησιές, καμπάνες (συναθροιστικές, εγερτήριες, προοιωνιστικές), κεριά και λαμπάδες, θρήσκες γριές, πόρνες και καταραμένοι συνθέτουν την ομάδα των συμβόλων της θρησκευτικότητας του ποιητή, απαστράπτουσας, αγαπητικής ωραιότητας, όπως η ψυχή των περιθωριοποιημένων, των ταλαιπωρημένων, των ανά Ελλάδα σαλών, των πάσης φύσεως καθημαγμένων, αλλά και των ξωμάχων και των ανέστιων και των προσφύγων, και των αγωνιζόμενων να ριζώσουν στους φτωχούς, λαϊκούς αστικούς χώρους της μετοικεσίας τους∙ και ακόμη, η απογείωση του πένθους, με την εμπλοκή των αθώων ψυχών στο μακάβριο παιχνίδι με τον θάνατο, τόσο εμμέσως, με την ορφάνια: Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν το θυμάται, και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα∙ όσο και άμεσα, με τη μετωπική, την τραγικά άνιση, συνάντηση μαζί του, που η ανέχεια και οι δυσκολίες του λαϊκού ανθρώπου την καθιστούν τραγικότερη. Ένα από τα πιο πένθιμα ποιήματα του Μαρκόπουλου, ισάξιο των «Τραγουδιών του Θεού», του ανεπανάληπτου διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι το ακόλουθο:
Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν στο φέρετρό του.
Το γύριζαν από δρομάκια με κλειστές καπναποθήκες,
με μαγαζιά «γύφτικα», κουρεία και παλιά παντοπωλεία.
Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν
και κανένας στον άλλονε δεν απαντούσε,
στον διπλανό του δεν μιλούσε.
Τα σπίτια λυπημένα έγερναν, σιωπηρά έγερναν,
ο άνεμος χαμηλά σαν κλέφτης, παράνομος,
στους δρόμους απέναντι, απέναντι περνούσε,
και η θάλασσα ανήσυχη,
ανήσυχη μάζευε τα μικρά της, τα κύματά της.
Η θρησκευτικότητα του ποιητή δεν είναι επίκτητη, δεν είναι απόρροια θεολογικής εμβάθυνσης στο μυστήριο του δίπολου ζωή – θάνατος∙ είναι εγγενής, είναι πηγαία, συστατικό μακράς παράδοσης, με τον τρόπο που γνωρίζει να θυμοσοφεί ο αυτοδίδακτος απλός άνθρωπος∙ τρόπος κατά τον οποίο οι νέκυιες και οι δοξασίες περί Άδου των Αρχαίων συναντώνται και αδελφοποιούνται με τη χριστιανική θεολογία, κυρίως με τα καινοδιαθηκικά κείμενα, τα αστείρευτα αυτά αναβρύσματα που αναψύχουν και εμψυχώνουν, αφήνοντας όμως και εναγώνια εκκρεμότητα, όπως διαγράφεται επίσης στη νεκρώσιμη ακολουθία: Ῥαντιεῖς µε ὑσσώπῳ [αρωματικό βότανο], και καθαρισθήσοµαι, πλυνεῖς µε, και ὑπέρ χιόνα λευκανθήσοµαι. Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ και το πλήρωµα αὐτῆς, ἡ οἰκουµένη και πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Γῆ εἶ και εἰς γῆν ἀπελεύσει.
Οι θρησκευτικοί συμβολισμοί του Μαρκόπουλου είναι μια περιδιάβαση στο τελετουργικό της Μεγάλης Εβδομάδας, υπό την έννοια ότι εντάσσονται στο τυπικό της, στη σταδιακή αγωνία του επικείμενου πάθους, που κορυφώνεται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου∙ μιας εξαήμερης κατάνυξης της λαϊκής ψυχής άχρι θανάτου, μιας καταβασίας, με τη σύντομη Ανάσταση μιας μόνης ημέρας (η χαρά σπανίζει στον άνθρωπο του μόχθου και της ανέχειας), συμβολική αποτύπωση του χαλεπού βίου του απλοϊκού Έλληνα, με την εξαίρεση της κυριακής ανάπαυλας, τεθλιμμένης εν τέλει και αυτής εν όψει του απερχόμενου μικρού διαλείμματος της χαράς και του επερχόμενου κοπιώδους εξαημέρου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, όσο και αν δυναστεύει ο θάνατος, ότι προϋποθέτει αυτός, ότι δημιουργεί μόνος αυτός, την Ανάσταση – γι’ αυτό η ανάσταση είναι αναστατική και η έλευσή της προοιωνίζεται και πάλι θάνατο ή καθημερινούς θανάτους.
Άτυπες επιτάφιες ακολουθίες είναι οι διάσπαρτες εκκλησιαστικές αναφορές του, τεκμήρια μιας ποίησης εαρινού πένθους, που χαρακτηρίζουν την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του. Δεν πενθεί απλώς τον θάνατο, πενθεί για το φυλλορρόημα της ζωής, ερχόμενος σε επαφή με τον θάνατο των προσφιλών του.
Το πεπρωμένο του λαϊκού ανθρώπου αποτυπώνεται με μουντά χρώματα∙ μαυρίζει, για παράδειγμα, την καθημερινότητα με τη φρίκη του θανάτου, στο ποίημα «Η φοβερή πατρίδα μου», όπου θάνατος και θρησκευτικότητα ταυτίζονται με ιεροπρέπεια, εγκυστώνοντας την τραγικότητα του σπαρακτικού συμβάντος στην κανονικότητα της τρέχουσας πραγματικότητας, αφενός εξαγιάζοντάς την και αφετέρου αποδομώντας αυτό, με την περιγραφή της ματαιότητας των φωτογραφιών νεκρών, με πρόσωπο οξύμωρα χαμογελαστό. Είναι η λαϊκή κατάνυξη, η υπόκλιση του απλού ανθρώπου ενώπιον του νεκρού, που ασκούνται με απόλυτο μυστικισμό, ακόμη και μέσα στην τύρβη και τη χυδαιότητα. Παράλληλα είναι η αστείρευτη λύπη των ποιητών, η εποικοδομητική οδύνη τους:
Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου
και λίβας ανελέητος σκληρός του Ιουλίου!
Την πεθαμένη ταξιδεύαμε τη μάνα μας
με το βαγόνι της γραμμής
κόσμος πολύς μέσα στο διάδρομο και η αποθήκη του γεμάτη
με μπαούλα, οικοσκευές, και ανάμεσά τους, στα ψηλά, το φέρετρό της
έτσι καθώς πηγαίναμε παλιά κουτί, στων συγγενών μας,
με κούκλες, τα παιδιά.
Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά,
της φοβερής πατρίδας μου,
και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι
στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς
σε νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες καθισμένοι και ορτανσίες
ενώ φυσούσε θάνατος στη μάντρα, ο ήλιος, του σπιτιού
κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού
μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά, μυρμήγκια το τραβούσαν.
Ο θάνατος ελλοχεύει τους απόκληρους, τους ταπεινούς, τα παιδιά, τους απροστάτευτους στους στίχους του Μαρκόπουλου και αυτός τον μνημειώνει διά των αγίων της ποίησής του, των απλών ανθρώπων, με σταυρούς, τάφους, επιτάφιους. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος «Μετά των Αγίων», της έσχατης (και εσχατολογικής) ενότητας του Κρυφού κυνηγού, με τις διαμαντένιες της ψηφίδες. Πρόκειται για μαρτυρολόγιο, στην ουσία εορτολόγιο, στο οποίο οι άγιοι και οι όσιοι δεν αναγνωρίζονται διά των ονομάτων, αλλά από τα βασανιστήρια και τις πληγές που υπέστησαν:
Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του∙
αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο, ματωμένο.

Το μαύρο, ακατονόμαστο το ίδιο, αλλά διάχυτο, πίσσα, υπό άλλη μορφή, γαμπριάτικη, στιγμών που βασιλεύει το λευκό, έρχεται πένθιμα να δείξει την καρτερία και τη θυμοσοφία τού παγανιστή, στη χωρητική τών πλέον αντίρροπων λαϊκή ορθοδοξία του Έλληνα, του εθισμένου στωικά στις μεγάλες αντιθέσεις, του υπομένοντος τον βαρύ χειμώνα με εαρινή αισιοδοξία (ας μη λησμονούμε, γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα): Το γαμπριάτικο κοστούμι του χαμένου πρόωρα αδελφού μας, με λίγο ρύζι στης τσέπης τις ραφές και λεκέδες από κερί στο μανίκι, και: Η μουσική που ακούμε μέσα μας ύστερα από δυνατό πένθος και καταλαβαίνουμε έτσι ότι σιγά σιγά ξαναβγαίνουμε στα ξέφωτα. Ο απλός άνθρωπος εναλλάσσει τη βασανιστική μνήμη με την ανακουφιστική λήθη. Έμαθε να ξεχνάει και θυμάται ό,τι θέλει να αθανατίσει.
Είναι εντυπωσιακές οι εικόνες από τη «Φοβερή πατρίδα» του ποιητή, όντως φοβερή, πέρα από το ταξίδι της νεκρής μάνας. Λευκοί χιτώνες βαπτιστικοί, αίνοι, όσιες, και ο δωδεκαετής ποιητής μυούμενος στη ζωή (παραλληλισμός του δωδεκαετούς Χριστού στον ναό), σταυροί και Θεοφάνεια∙ και βέβαια, τα αναγκαία φιλέρημα νεκροταφεία, για να μη λησμονεί ο άνθρωπος τον φόβο Θεού και τον προορισμό του. Φοβερή, πράγματι, πατρίδα, και τρομερή. Συμφυρμός εικόνων, υπερρεαλιστικών για τον αμύητο, οικείων στη λαϊκή ψυχή με τη μοναδική χαρμολύπη που αναδίδει η πιο αυθεντική ελληνικότητα, αυτή του απλού λαού:
«Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό
με το λευκό χιτώνα της να βαπτισθεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο
– τα παιδάκια τραγουδούσαν με τα μαντολίνα –
αγόρια τρέχουν ανυποψίαστα
να πιάσουν στα νερά το σταυρό
χρυσίζει σαν ψάρι το κράμα στην κοίτη,
ήρθα να σε πάρω, της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλε όπως ο ουρανός
κι όπως αυτός δεν βλέπουν,
οι φωνές από τους αίνους λάμψη το μεσημέρι
και ο προδότης έχει ανήσυχο το μάτι
τις κρύες φακές του στο χάνι, τρώγοντας, της οσίας,
οι φλαμουριές έξω τον συντροφεύουν
και τρέμουν οι λεύκες σαν το κορμί του».
Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!
[…]
βρωμάνε τα χνότα τους πιοτό,
από αυγουστιάτικους κάμπους που καίνε το άχυρο
κι από μικρά φιλέρημα μέσα νεκροταφεία περνούν.
[…]
το πρόσωπό του μέσα στις τσακμακιές έπαιξε, φωτίστηκε,
όπως άστραφτε, μικροί, τον Οκτώβριο,
πριν αρχίσουμε, δωδεκαετείς, το σχολείο.
Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης.
Ψυχοσάββατα, επισκέψεις, είτε πραγματικές είτε ονειρικές είτε νοερές, σε τάφους κεκοιμημένων, αποτελούν οι αναφορές του ποιητή στους νεκρούς της συντεχνίας του. Aναδρομές αγαπητικές, επιτάφια άσματα, χοές, τα διαιώνια σύμβολα, λάδι και κρασί, σε απόντες προγόνους και συνοδοιπόρους φίλους, σε αυτοκτόνους, καταραμένους ή χτυπημένους άδικα από κάποιον ζηλόφθονο θεό, ριγμένες στο χαρτί, μνημόσυνα και εν ταυτώ μνημεία εσαεί. Η θλίψη εναλλάσσεται με την παραμυθία, ο θάνατος και η ζωή βαδίζουν χέρι με χέρι:
Εκείνο το απόγευμα, μέσα στην άπνοια του Ιουλίου, ο Καρυωτάκης έλουσε τα μαλλιά του, έκανε βόλτα στο νεκροταφείο και ήπιε νερό [της λήθης;] από τη βρύση στο οστεοφυλάκιο. Ο Αλέξης Τραϊανός περπατούσε ευτυχισμένος στον ουρανό σαν να διέσχιζε έναν ατέλειωτο χαρούμενο ορυζώνα ή τον πιο λυπημένο ελαιώνα του κόσμου [κρυπτομνησία του Όρους των Ελαιών, ένα αμφίσημο παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο].
Τετάρτη, ώρα εντεκάμισι το πρωί, μαζί με τον Γ.Κ. επίσκεψη στον τάφο του Ανδρέα Αγγελάκη. Κάτι νεωκόρισσες, που δεν τις βλέπαμε, πέρα μακριά, άναβαν καντήλια χαριεντιζόμενες, ενώ κάποιοι τεχνίτες μαυσωλείων, που επίσης δεν τους βλέπαμε, έλεγαν για τα παιδιά τους. Ακουγόταν ο αντίλαλος από τις φωνές και τα μυστριά τους.
Σπαρακτικό είναι το μνημόσυνο του ποιητή, απέριττο, μόνο με ένα κερί, αλλά δραματικά εκδηλωτικό, στη σκέψη της κοινής μοίρας:
Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι
– μνημόσυνο ποιητού –
και μαζεύτηκαν πέντ’ έξι εφτά – ποιητές και αυτοί –
και διάβαζαν, διάβαζαν ποιήματα του χαμένου,
και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν
και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,
και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν
ξανά, ξανά, ξανά και ξανά.
Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο.

Μνήμες εγκαυστικές λειτουργούν ως ύμνοι ή ως μικρά συναξάρια, εμπνευσμένα την ώρα της ταφής∙ άτυπες βιογραφικές πινελιές του απερχόμενου, συγκινητικά φλασμπάκ, αφοπλιστικές του θανάτου αναδρομές, χαρακτηριστικές της διασώζουσας μνήμης του Μαρκόπουλου, που απογειώνουν τον ελεγειακό παλμό της, από κοινού με τις σπαραξικάρδιες παρομοιώσεις του:
Καθισμένος παράμερα την ώρα που έθαβαν τη Φρίντα Λιάππα, τη θυμούμαι μαθήτρια, όταν με το ένα πόδι έσβηνε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια, στο αχανές προαύλιο του γυμνασίου της ιδιαίτερης πατρίδας μας.
Τα ταφεία (έτσι, τα λένε στα χωριά της Άνδρου, τι χρειάζεται το πρώτο συνθετικό του νεκρο-ταφείου) είναι χώροι ιεροπραξίας στην ποίηση του Μαρκόπουλου, ο οποίος «συγχρωτίζεται» με τους νεκρούς του, φιλοτεχνώντας διπολικές πενθηφόρες εικόνες, ορθόδοξα ελληνικές, που τις χαρακτηρίζει η άρνηση του θανάτου την ώρα ακριβώς του αποχωρισμού, με την ανάκληση στιγμών ζωηφόρων και λαμπροφόρων. Σε κάθε περίπτωση, ο θάνατος καθαυτόν αποτελεί θρησκευτικό γεγονός, η δε ταφή ηθική υποχρέωση προς τον αποχωρούντα, ασχέτως αν έχει ή όχι θεολογικό ή εκκλησιολογικό αντίκρισμα:
«Μη με διαβάζετε αν δεν έχετε συναναστραφεί νύχτα φύλακες κοιμητηρίων, την ώρα που έχουν πιάσει ένα πουλί βρεγμένο και βγάζοντας τα πρόστυχα κονιάκ στο κυλικείο, στο υπόστεγο με τις άχρηστες παλαιωμένες νεκροφόρες, ετοιμάζονται να το φαν. […] Μη με διαβάζετε αν κάποια Πρωτοχρονιά, ύστερα από γερή οινοποσία, δεν σκεφτήκατε ότι τα χρόνια σας φάγατε, το στίχο φέρνοντας στην ψυχή όπως ο σκύλος το κλεμμένο πουκάμισο στον αφέντη, χωρίς να μεμψιμοιρήσετε. […]».
Αυτά και άλλα πολλά μού φαινόταν ότι μας έλεγε μέσ’ απ’ το φέρετρο ο Νίκος Καρούζος εκείνο το φοβερό πρωινό της κηδείας του στη Μητρόπολη, λίγο πριν τον επιβιβάσουν στο όχημα που θα τον μετέφερε στην πατρίδα του, το Ναύπλιο, ενώ εγώ, στην άκρη μου, το 1965 θυμόμουν, στην οδό Μασσαλίας και Σόλωνος, που για πρώτη τονε γνώρισα φορά.
Το ακόλουθο περιστατικό, «Εγερτήριο σάλπισμα», προφανώς αναστάσιμο, αποτελεί ανάκληση νεκρών κατ’ όναρ, μια παραλλαγή νεκρόδειπνου, με τον παραδοσιακό επικήδειο καφέ και το φτηνό κονιάκ. Οι νεκροί έχουν διπλό ρόλο, είναι οι ίδιοι προσκεκλημένοι αλλά και τιμώμενοι:
Ήταν, λέει, κατά το όνειρο, όμορφο γλυκό απογευματάκι της εβδομάδας πριν από τα Χριστούγεννα, οπότε και στο τυπογραφείο του Φίλιππου Βλάχου κατευθύνθηκα, όπου στη μεγάλη καρέκλα καθόταν τιμητικά ο Άρης Αλεξάνδρου, αλλά και παραδίπλα του ο Χρήστος Μπράβος, με εκείνο το ανυπέρβλητο, το γελαστό του πρόσωπο, και μου πρόσφεραν καφέ και κονιάκ. […]
Γιατί μέσα από κάτι τέτοιες μυρωδιές ευφρόσυνες ξανασμίγουν οι άνθρωποι και από κάτι τέτοιες μυρωδιές επίσης οδηγημένοι και πάλι, κάποτε, αλυχτώντας σαν τους σκύλους, θα έρθουμε και εμείς τους νεκρούς μας να ξαναβρούμε.
Ο Μαρκόπουλος, βαθύς γνώστης της λαϊκής ψυχής, με μάτι κάμα διαπεραστικό, και ασκημένη μνήμη, καταγράφει σκηνές από τις κηδείες του Μάριου Χάκκα και του Μήτσου Κακουλίδη, στιγμιότυπα ετερόκλητα της αντιμετώπισης του δέους του θανάτου∙ η ερημία σε όλο το μεγαλείο της, αποτυπωμένη σύμφωνα με τα επίγεια χαρακτηριστικά των νεκρών φίλων του – νεκρικές μάσκες, προσωπογραφίες του θανάτου. Δεν πρόκειται για απλές διηγήσεις, αλλά για μνημόσυνα στους τάφους των τεθνεώτων, μνημόσυνα ειδολογικούς απογόνους των δημοτικών τραγουδιών του θανάτου και του Κάτω Κόσμου, με στοιχεία μοιρολογιού – τα μοτίβα και οι λυπημένες, ορθότερα σπαρακτικές, επαναλήψεις του, τονίζουν δραματικά τα κρίσιμα λόγια του, ως καμπάνες πένθιμες∙ παρομοίως και οι εγκαυστικές της ψυχής παρομοιώσεις του, αψευδείς μάρτυρες του είδους:
Το 1972 αποχαιρετήσαμε στο νεκροταφείο της Καισαριανής τον Μάριο Χάκκα. Στη συνέχεια, καθίσαμε κάποιοι φίλοι σε ένα καφενεδάκι της πλατείας. Παρών και ο Δημήτρης –Μήτσος– Κακουλίδης τότε. […] Στο ίδιο νεκροταφείο, κάποια χρόνια αργότερα, αποχαιρετήσαμε και τον Μήτσο. Μετά την ταφή πήγαμε –καθαρά από σύμπτωση– περίπου οι ίδιοι άνθρωποι στο ίδιο καφενείο όπου είχαμε πάει και τότε. […] Και κάτι τέτοιες ώρες, τις ώρες που βραδιάζει, άνεμος, πλην όμως με μνήμη γερή, στα γκρεμνά θα γυρνώ∙ στα γκρεμνά, μα και στο κοιμητήρι. […] Κατά τα άλλα, ξαναθυμόμουν τον Μήτσο και ξαναέφερνα στο νου την κηδεία του. Φαινομενικά ήσυχη αλλά στο βάθος της απελπιστικά ερημική, όπως ακριβώς ήταν και στη ζωή του ο ίδιος: αταλάντευτος αριστερός και σπαταλημένος στους δρόμους, εραστής των γυναικών.
Σε άλλο όνειρο – θανατηφόρο υπό άλλες συνθήκες – εκτυλίσσονται σκηνές Δευτέρας Παρουσίας, αναλήψεις στους ουρανούς και εκλαϊκευμένη η ιστορία της προδοσίας του Χριστού:
Πάντως, και για να μη με φοβηθείτε, υπήρξα πράγματι ευρηματικός και πότε ένα άχρηστο καπέλο, ένα οποιοδήποτε παλαιό έστω ενθύμιο, την τελευταία στιγμή από τα βάθη της σοφίτας ανασυρμένο, μου έφερνε μια τρυφερή στο βάθος γαλήνη, οπότε εξαγνισμένος ύστερα έτρεχα στο δρόμο εγώ, το φώναζα στον πρώτο τυχόντα, που, ω του θαύματος, είχα τη μεγαλύτερη επιδεξιότητα να πέφτω διάνα στις επιλογές μου, αγκαλιαζόμασταν, με αγκάλιαζε, αναστενάζαμε, κλαίγαμε, αναστέναζε ο χαμένος μου αδερφός δηλαδή που χρόνια τον έψαχνα, από μικρός, μέσω των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού, και όλα στη συνάντησή μας έμοιαζαν –όπως συνειδητοποιούσα αργότερα όταν έβγαινα απ’ το όνειρο– σαν εκείνο το απόγευμα που συντελέστηκε αθορύβως κάποτε η Δευτέρα Παρουσία ή σαν εκείνο το μεσημέρι που αναλήφθηκε στους ουρανούς ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ και άνοιξε για πάντα την πόρτα της ιστορίας ή όπως, τέλος, τότε που μετρώντας εκείνοι οι ρομφαιοφόροι στρατιώτες μέσα στο τσίγκινο των μαγειρείων ταψί τα τριάντα αργύρια που θα έδιναν για να θανατώσουν τον Χριστό, μπροστά στα μάτια μας και τελεσίδικα πια, την ευτυχία επούλησαν του κόσμου.
Η θρησκευτικότητα του Μαρκόπουλου δεν έχει λειτουργικό, δηλαδή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Εδράζεται κυρίως στην πίστη του ανθρώπου της υπαίθρου, του καθημερινού καμάτου, της επαρχίας, των εγκλωβισμένων επίσης στις παρυφές του αστικού χώρου. Είναι ποιητικές δεήσεις στα κοιμητήρια, επί των τάφων, στα καφενεία του πένθους, στους έρημους δρόμους, με τον τρόπο που απευθύνεται στο θείο η ψυχή του κάθε ανυπεράσπιστου. Πρωταγωνιστής ο θάνατος, θεραπευτής ο πανδαμάτωρ, θέατρο των τελούμενων τα νεκροταφεία. Συρράπτοντας κανείς τα αμιγώς ποιητικά αλλά και τα πεζόμορφα ποιήματά του, το ιστορικό κέντρο και τη φοβερή του πατρίδα, θα σχηματίσει ένα ιδιότυπο σκηνικό, μια πολυάνθρωπη νέκυια, μία κατάβαση στον Άδη ή άνοδο στον Παράδεισο, μια τελετή δίπλα στους νεκρούς, μυστική επικοινωνία μαζί τους. Η νέκυια, ωστόσο, του Μαρκόπουλου τελείται επί της γης. Είναι φτωχός, λαϊκός επιτάφιος.
Η λαϊκή αυτή νεκροπανήγυρις, σε αντίθεση με τον εκκλησιολογικό ερωτισμό των διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, εορτάζεται στον υπαίθριο χώρο, στη μεγάλη εκκλησία της φύσης. Οι απέριττοι επιτάφιοι, τα ερημικά εξωκκλήσια, οι τοπικές γιορτές, τα αυτόκλητα ψαλτάκια, οι σταυροί των έρημων τάφων, οι παραμερισμένοι και αδικημένοι συνιστούν τη λειτουργική, αμιγώς λαϊκή και γνησίως ελληνική, πλευρά της. Σκηνές, κατανυκτικές με αναφορές παραβολικές, στον πωληθέντα Ιωσήφ της Παλαιάς Διαθήκης, στον νεκρό Χριστό αλλά και στο πανέμορφο γυμνό σώμα του νεκρού Αδώνιδος, τέτοιες περιγράφει ο ποιητής, ταυτιζόμενος ομοιοπαθητικά μαζί τους:
Αλλά και τις γιορτές όμως όλο και κάτι γινόταν που να μας φέρνει κάποια χαρά, εκτός από τις μέρες των Χαιρετισμών, που είτε η άνοιξη είτε η γύρη, που μας έβγαζε ένα περίεργο διάφανο κλάμα, βαριά μας συνέθλιβε, όπως εκείνη τη φορά, επί παραδείγματι, που άκουσα κρυφά να διαπραγματεύονται –αν και τους είχα ωφελήσει– να με πουλήσουν όπως τον Ιωσήφ, ή όπως τότε που έναν αυτοσχέδιο περιφέραμε επιτάφιο από ξύλο τριάντα περίπου δύστυχοι προς το βραδάκι, με σκέψεις παράταιρες ο καθένας, πατώντας ανάμεσα σε φτωχές γειτονιές και αποθήκες του σίτου χρόνια κλεισμένες με χώμα και λάσπες, με ύμνους θρηνώντας το γυμνό νέο που κοιμόταν στα άνθη, ώσπου το βράδυ, γυρνώντας στο σπίτι, κατάλαβα πως ο νεκρός ήμουν εγώ, αίμα, νερό και χολή απ’ τα σπλάχνα μου μπλάβα, τίποτα δεν με άγγιζε, έτσι που τις κούκλες στα παλιά θυμήθηκα ραφεία, όπου τους είχαν καρφώσει με τον καιρό τόσες χιλιάδες στο σώμα καρφίτσες ώστε είχαν σταματήσει τελείως πια να πονούν.
Πένθιμο είναι και το γαμήλιο πανηγύρι, ένα βουβό μαρτύριο, ένας θάνατος εν ζωή, που περιγράφει ο ποιητής «Στη μάντρα του ασύλου», προαποτύπωση με τον τρόπο της καθ’ ημάς ποιήσεως του νεκρώσιμου ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως:
Και περνούσεν ο καιρός
κοινωνώντας πάντα μόνος τη βαθιά μοναξιά της
όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή,
ώσπου μετά από χρόνια βρέθηκα στο γάμο της.
Όλοι γελούσαν σ’ εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι,
και αυτός ο πατέρας της διαρκώς έπλενε τα χέρια του
πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέλησή της
στο μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα των επιθυμιών.
Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω,
Ήταν κρυφά δακρυσμένη, με το στήθος γυμνό
και τα μαλλιά της λυμἐνα.
Ωραιοτάτη κοιμωμένη για τον τάφο της φώναξα,
στον άλλο κόσμο θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή.
Με διττό τρόπο ο ποιητής αποδίδει τα χαρακτηριστικά των δύο πατρίδων του, της γενέτειρας και της Αθήνας: η πρώτη αναδίδει το λεπτό εαρινό άρωμα της ελληνικής επαρχίας, που σβήνει, αν ήδη δεν έσβησε τελεσίδικα∙ της βιολέτας και της αρρενωπότητας∙ που κράτησε τον Σταυρό του μαρτυρίου, προσθέτοντας σ’ αυτόν την επιγραφή Ἐν τούτῳ νίκα. Η άλλη αναδίδει το άρωμα αυτό, εξαγιασμένο από την καπνίλα των εργοστασίων και τον ιδρώτα του μόχθου τού εγκατεστημένου στα μεγάλα αστικά κέντρα πληθυσμού της επαρχίας.
Σε κάθε περίπτωση, η Θεία Λειτουργία τελείται στα ξωκκλήσια, κυρίως εν υπαίθρω ή στους δρόμους, στα σοκάκια και στις ασήμαντες πλατείες των πόλεων, μοναχικά, ταπεινά, ασήμαντα. Γιατί αφορά στους ταπεινούς, τους βοσκούς, τους ξωμάχους, τους εργάτες, τους σαλούς του Μαρκόπουλου, τους αυτοδίδακτους της ορθοδοξίας στην πράξη. Είναι λειτουργία υπό τον θόλο του ουρανού, απ’ όπου ο παντοκράτορας επισκοπεί τους πάντες, ευλογώντας τις λαϊκές δοξασίες τους.

Φιλέορτος ο λαϊκός άνθρωπος – δεν έχει και άλλες ευκαιρίες να αισθανθεί ελεύθερος –, ζει με την αναμονή, από το Πάσχα στα Χριστούγεννα και το αντίστροφο, με κάποιες μικροεξαιρέσεις, της Πρωτοχρονιάς, που την υποσκελίζει η γέννηση της ζωής και λίγων άλλων εορτών, είτε τοπικών είτε στη μνήμη επιφανών αγίων. Το Πάσχα, εκ των πραγμάτων χαρμολυπικό, μεταδίδει το πένθος και στα Χριστούγεννα και στις άλλες γιορτές, αφού η όποια χαρά – χαρά αναμονής του ερχόμενου και προσμονής για το θαύμα – διεμβολίζεται από την αίσθηση του τέλους – μορφή ανέκκλητου θανάτου και αυτό –, την ίδια αίσθηση που πλακώνει την ψυχή τα απογεύματα των Κυριακών, που τόσο ευαίσθητα και τόσο θλιμμένα έχει τραγουδήσει ο Μαρκόπουλος.
Ίσκιος το μαβί μας τύλιγε στους δρόμους το Μάρτη
ενώ λαούτο έπαιζε ο μικρός καθολικός στις γωνίες το Πάσχα
και τα μάτια του ήσαν πιο κόκκινα
και από τη θρησκεία, τα μάτια του ήσαν.
Οστά στο νεκροταφείο που τα ’βγαλε η πλημμύρα
κι ο ανθοπώλης «τον νεκρό δεν γνωρίζω,
πλην όμως σέβομαι το πένθος»,
στον περίβολο συνέχιζε τον Απρίλη μονάχος να λέει.
Σημαδιακές οι δύο μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης λειτουργούν και ως ορόσημα φρικτών πράξεων, σφραγίζοντας συγγνωμονικά ή τιμωρητικά έργα εναγών, προσδίδοντας δεισιδαιμονική ή προληπτική διάθεση, καθώς και ιερότητα στο αίμα που χύθηκε. Η θεία παρουσία πανταχού παρούσα, πρωτίστως πρακτικά και δευτερευόντως πνευματικά. Παντού σύμβολα και συμβολισμοί του χάρου, με το μαύρο χρώμα του πένθους∙ παντού η πάλη του αγαθού με το κακό, οι εναγείς και οι άσπιλοι, οι θύτες και τα θύματα, σε ένα άλλο είδος θυσίας, πράξεως βαθιά θρησκευτικής, θυσίας λαϊκής. Και παντού η δύναμη της πίστης, ρυθμιστική της ζωής, με κέντρο τον θάνατο: Κάτι που με έχει βαθιά στιγματίσει από την παιδική μου ηλικία είναι οι φόνοι που κατά την περίοδο εκείνη αναστάτωναν την περιοχή μας ολόκληρη.
Ως εκ τούτου λοιπόν, θυμάμαι αρκετά καθαρά τον Σ.Κ. αιμόφυρτο να σέρνεται, θεούς απειλώντας και δαίμονες, ύστερα από την πισώπλατη πιστολιά που δέχτηκε στο καφενείο του Νικολάου Δ. Την κηδεία ενός παλληκαριού που το τελείωσαν δυο τομάρια, άξεστοι και αληταράδες. Την επάνοδο στο σχολείο ακόμη, με το μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι, του συμμαθητού μου Δ.Μ. ύστερα από το πλήγμα που υπέστη ο πατέρας του, ένας αγαθός σαν πρόβατο άνθρωπος, κατά την προσπάθειά του να αποτρέψει μία εν ψυχρώ επίθεση εις βάρος του αδερφού του, καθώς και την ατμόσφαιρα εκείνης της Κυριακής του Ιουλίου του 1958, όπου ο Β.Κ. ξαναγύριζε στην πατρίδα ύστερα από είκοσι συναπτά έτη απουσίας, όταν στα τριάντα του, για λόγους ερωτικούς, ήταν αναγκασμένος να απομακρυνθεί, και ενώ όδευε στον προορισμό του, όπου τον περίμεναν ανίψια που δεν είχε γνωρίσει και υπερήλικες γονείς, μια ντουφεκιά από πέρα μακριά κι άλλη μια τον ξάπλωσαν κάτω, για να τον μεταφέρουν οι γειτόνοι πάνω στο φύλλο μιας αυλόπορτας ξύλινης, νεκρό, στο ιατρείο της πόλης.
Όλα αυτά όμως είναι το ένα σκέλος που θέλω να τονίσω του θέματος, διότι υπάρχει και το άλλο, εξίσου δύσκολο και επώδυνο, αυτό της επιστροφής του εγκληματία ύστερα από χρόνια πολλά. Εδώ δεν θα σταθώ σε άλλες περιπτώσεις αλλά σε μία την οποία και έζησα: πρόκειται για την επίσκεψη στο σπίτι μας του θείου της μητέρας μου, ο οποίος είχε σκοτώσει τον πατέρα της – και αδερφό του – όταν εκείνη ήταν μόλις πέντε ετών. Ήταν τρίτη ακριβώς μέρα του Πάσχα του 1962, οπότε μαζί με κάποιον κοινό μας φίλο και κρατώντας γλυκά διπλωμένα με μια ζελατίνα κόκκινη, η οποία απέληγε σε έναν τεράστιο φιόγκο, πέρασαν το ξύλινο χαγιατάκι μας και ανέβηκαν επάνω χωρίς να περιμένουν ειδοποίηση, ανατρέποντας μάλιστα αυτομάτως και τα συναισθήματα της μάνας μου, η οποία, ενώ ήταν με όρκο ανένδοτη μέχρι εκείνη τη στιγμή, άρχισε ξαφνικά με εγκαρδιότητα να τους υποδέχεται στο χολ. Αμέσως μετά στείλαμε μήνυμα και στον πατέρα μου, ήρθε, χαρήκαμε, φάγαμε, και σε κάποια στιγμή μάλιστα που ο μετανοημένος την έκρινε κατάλληλη επιχειρώντας να της φιλήσει το χέρι, δοκιμασία από την οποία εκείνη τον απάλλαξε λέγοντάς του λόγια διάφορα, μακρόθυμα και κατευναστικά.
Διαβάζοντας την ενότητα «Οι φόνοι» έχει την (ψευδ)αίσθηση ο αναγνώστης ότι έρχονται στα αυτιά του τα λόγια και η αργόσυρτη μουσική δημοτικών ή ρεμπέτικων τραγουδιών. Όντως, πρόκειται για δημώδη άσματα, μεταγραμμένα σε πρόζα, για την πληγωμένη λαϊκή αθωότητα που την κατατρύχει ένας ανώνυμος, ένας αφανής εκδικητικός θεός.
Τραγικοί στην αφέλειά τους είναι οι ήρωες του Μαρκόπουλου: φονιάδες, αλαφροΐσκιωτοι, ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσαι γυναῖκες, ως άλλες Κασσιανές, παράφρονες, πόρνες, συναγελάζονται ή συνάζονται στα κείμενα του (λαϊκές συνάξεις αμαρτωλών αγίων), δίπλα σε αναξιοπαθούντες, σε δύσμοιρα ορφανά, απόκληρους, φιλοτεχνώντας εικόνες του άχαρου βίου των αποκηρυγμένων και ανέστιων, σκηνές αληθινές, σκληρές, με υπόρρητο θρησκευτικό βάθος, που ξεκινά από τη λύπη και την ευσπλαχνία και κατεβαίνοντας ανακινεί τη μετάνοια, το έλεος και την έσχατη εξαθλίωση∙ μορφές που προκαλούν το δέος ή τη συμπάθεια, την αποστροφή ή τη λύπηση, επικαλούμενες το θείο έλεος. Ο σαλός του μαραγκούδικου που δέρνει ανηλεώς τη σανίδα γιατί του έπιασε το χέρι και δίπλα του, υπό άλλη μορφή καταδρομής της μοίρας, με το άσβεστο στίγμα του πένθους Εκείνα τα δίδυμα αδερφάκια, αγόρι και κορίτσι, της πάνω γειτονιάς, που πέθανε η μητέρα τους, τα μαυροφόρεσαν, και που ακόμη κι όταν μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, εμείς εξακολουθούσαμε να τα αποκαλούμε μεταξύ μας τα «ορφανά». Οι αντιήρωες αυτοί του Μαρκόπουλου, αθρόοι στον μεγάλο συναξαριστή του, πενθούν ποικιλόμορφα, όπως εκείνη η ισχνή μαυροφορεμένη (πάλι το μαύρο του θανάτου) γριούλα, με το μπαστούνι και το γαϊδούρι της, που πουλούσε τσάι το χειμώνα μέσα στους υγρούς νοτισμένους δρόμους της γενέθλιας πόλης μας. Με θρησκευτική ευλάβεια ο ποιητής, στο ιδιότυπο εκείνο requiem του Ιστορικού κέντρου, κείμενο της άδολης χριστιανικής αγάπης, που το συνταράζει το ρίγος του πένθους, «Με τη λάμπα στο χέρι», αθανατίζει με την κατανυκτική θλίψη της Μεγάλης Πέμπτης πρόσωπα και πράγματα που τα εξαγίασε η λαϊκή καθημερινότητα. Είναι η ικανότητα του ποιητή να εκλαϊκεύει τον πόνο, λαϊκό παιδί ο ίδιος, χωρίς ίχνος λαϊκιστικής εγκεφαλικότητας, διότι έχει ζήσει, έχει βιώσει στα μύχιά του όσα καταθέτει. Η λάμπα είναι η αναστάσιμη ημέρα, η αναμενόμενη αλλά διαρκώς αναβαλλόμενη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, γράφει, τις ατέλειωτες και επί παντός θέματος συζητήσεις, που φαίνονταν σαν να έλυναν τα προβλήματα της οικουμένης ολόκληρης ενώ στην ουσία δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να προσπαθούν να κλείσουν το βαθύ εκείνο πηγάδι της ανελέητης μοναξιάς, της περίλυπης ψυχής τους άχρι θανάτου, συμπληρώνουμε εμείς. Ούτε θα ξεχάσει τους σαλούς στα παγκάκια δίπλα στα ουρητήρια είτε στην πάνω μεριά της πλατείας, την περιφορά των εικόνων στις διάφορες τοπικές μεγάλες γιορτές μας, αλλά και τις «κοπέλες της σκοποβολής» (πώς ανακαλούν οι εντός εισαγωγικών «κοπέλες» τους οίκους ανοχής, την ιερά πορνεία και τις ιέρειες των αρχαίων ναών, των ιεροδούλων), που αποτέλεσαν και τα πιο σπουδαία ερωτικά μας ινδάλματα, έτσι κάπως προκλητικά καθώς ήταν ντυμένες και όμορφες. […] Εκείνο όμως που θα ήθελα να το απαλείψω για πάντα, σαν να μην έγινε ποτέ, να το σβήσω παντελώς από μέσα μου, είναι το γεγονός ότι κάθε Τετάρτη σχεδόν, που τα μαγαζιά ήταν κλειστά, πηγαίναμε με τον πατέρα μου, έχοντας τα εργαλεία σε ένα φορητό – σαν τα όργανα της μουσικής – βαλιτσάκι, και περιποιούμασταν τους πιο καλούς του καταστήματός μας φίλους όταν αρρώσταιναν, στο σαλόνι τους, με τις πιζάμες τους ή, ακόμη χειρότερα, νύχτα με το σκοτάδι, τους ετοιμοθανάτους, έθος θρησκευτικής καθαρότητας, καθαρτική υποχρέωση δεύτερη τη τάξει μετά τη θεία μετάληψή τους – κατάλοιπο αρχαίο, αν θυμηθούμε ότι οι Σπαρτιάτες πριν από τη μάχη λούζονταν και χτενίζονταν και καλλωπίζονταν, για να συναντήσουν εξαγνισμένοι τον θάνατο (νόμος σφι οὕτω ἔχων ἐστί· ἐπεὰν μέλλωσι κινδυνεύειν τῇ ψυχῇ, τότε τάς κεφαλάς κοσμέονται). Και επειδή έσβηναν νωρίς τα φώτα της ιδιωτικής εταιρείας […] εγώ κρατούσα μπροστά στο πρόσωπο του ιδιότυπου αυτού πελάτη μας μια «ασετιλίνη» ή άλλοτε – αργότερα – μια λάμπα πετρελαίου, για να βλέπει ο πατέρας μου, και ύστερα σιωπηλοί φεύγαμε, για να ακούσουμε πολλές φορές, φτάνοντας μόλις στην πόρτα της αυλής μας, φωνές, θρήνους και οδυρμούς, σημάδι ότι στο σπίτι απ’ όπου φύγαμε είχε επέλθει πλέον το μοιραίο. Πρόκειται για σκηνή γνησίως θρησκευτική, για προθανάτια ιεροτελεστία, στην τραγική κυριολεξία επί ξυρού ακμής.
Ξεχωριστή είναι η θέση που επιφυλάσσει ο ποιητής στο δήθεν ανίερο, αλλά καθαγιασμένο ζεύγμα του θρησκευτικού με το ερωτικό στοιχείο, από τις πιο ερωτικές περικοπές του Άσματος Ασμάτων έως τις πιο ακραίες, τις εκπορνευμένες, μορφές του.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα αναπαριστά, από ποίημα σε ποίημα, η ποίηση του Μαρκόπουλου, πένθιμα εαρινή, εν αναμονή της λαμπροφόρας Κυριακής. Και μετά το Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, ο αγώνας για τη ζωή, το μελαγχολικό κυριακάτικο απόγευμα πάλι παρόν, με την προσδοκία του απλού ανθρώπου και την ευχή «και του χρόνου», από χρόνο σε χρόνο.
Λαϊκές οι εκκλησίες του και τα ξωκκλήσια του, υποβλητικά, ερημικά, εγκαταλελειμμένα, και καταραμένα ακόμα, προσομοιώσεις της ζωής, των συνηθειών αλλά και της κακίας των απλοϊκών ανθρώπων, όλα προσαρμοσμένα στην ανθρώπινη φύση, στο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν: Εκκλησία που την άφησαν γιατί έγινε κάποτε φονικό, θα γράψει, αφήνοντας να διαφανεί η απεριόριστη ανοιχτότητα και περιχωρητικότητα της ορθόδοξης λαϊκής πίστης, καθώς και ο αγνός ερωτισμός, όπως εκπορεύεται από την παράβαση και την πρόσκαιρη αμαρτία προς το αγιασμένο μυστήριο του γάμου και την απενοχοποιημένη αλλά κοινότοπη καθημερινότητα: Ήταν η γιορτή του προστάτη αγίου εκείνης της μικρής επαρχιακής πόλης απ’ όπου τυχαία περνούσα, και οι κάτοικοι είχαν βγει στο προαύλιο της εκκλησίας, μετά τη λειτουργία, και κάθονταν. Μέσ’ από αυτό το χαρωπό πανδαιμόνιο λοιπόν, η Εύα, κόρη μικρή και όμορφη ανθρώπου φτωχού και ήσυχου, κατάφερε και έφυγε κρυφά, και βγήκε στα χωράφια, όπου και συνάντησε τον αγαπημένο της, πρωτότοκο παιδί του πιο μεγάλου γαιοκτήμονα, έτσι όπως το ’χαν μέρες τώρα κι οι δυο τους σχεδιάσει.
Όταν μετά από δέκα χρόνια θα ξαναέρθω εδώ την ίδια μέρα και ώρα, θα τη βρω παντρεμένη μαζί του. Θα έχει αλλάξει πράγματι κάπως, θα έχει χτενίσει αλλιώς τα μαλλιά και θα κλείνει τα παράθυρα του αρχοντικού της δίπλα στην εκκλησία, σαφώς ενοχλημένη από τις φωνασκίες των εορταζόντων.
Εικόνες λαϊκού αγιογράφου σε τέμπλο εκκλησίας μοιάζουν οι περιγραφές των ιερών χώρων και των αμαρτωλών ανθρώπων, όπως τις φιλοκαλεί ο ποιητής. Η εκτροπή και το θεωρούμενο ως άηθες καθοσιώνονται και κατοχυρώνονται κατά θεία οικονομία: Ένα αγοράκι έξι επτά ετών, περίπου, από τον πρώτο γάμο, που σήκωνε στα σκαλιά της εκκλησίας το νυφικό της μητέρας του.

Η αμαρτία και η αγιοσύνη συγκατοικούν και διαγκωνίζονται, σε διαρκή πάλη του σατανά με το θείο, του πειρασμού με τη θέωση, της ύλης με το πνεύμα: Εκείνα τα μοναχικά σπίτια στις άκρες των νεκροταφείων, που τα λειτουργούσαν ως κέντρα για τα παράνομα ζευγαράκια παλαιότερα, ή τα ενοικίαζαν οι τεχνίτες των τάφων, ώστε το απόγευμα της σκόλης που πίναν στο μπαλκόνι τον καφέ τους τα σχέδια στα πρόχειρα να ρίχνουν, να παίρνουν με το μάτι τους τα μέτρα.
Εκείνη η μεγάλη τσιμεντένια πλατεία που έπαιζαν το σούρουπο κάποια δικιάς τους επινόησης καμουφλαρισμένα τυχερά παιχνίδια, ο πανύψηλος λαϊκός βοηθός του δεσπότη, το συνεσταλμένο παιδί με τις λεπτές χορδές στη φωνή που ντρεπόταν να αρνηθεί και το «τραβούσαν» οι πιο απίθανοι, στο ποτάμι, της μικρής μας πόλης άνθρωποι, και το υδροκέφαλο μαζί τους που ήξερε απέξω τη γεωγραφία.
Αιρετική, φαινομενικά, η σεμνά περιγραφόμενη ερωτική σκηνή δύο χωλών εραστών∙ ο ακάνθινος στέφανος της φυσικής τους ατέλειας καθοσιώνει την πράξη τους: Μόνο μετά, μόλις τελειώναμε, όπως και κάθε άλλη φορά που συνέβαινε το ίδιο, καθόμασταν κάμποσο για να ανασάνουν τα κορμιά μας, έτσι υγροί καθώς ήμασταν, αλλά και για να επουλώσουμε ο ένας του άλλου, στο πρόσωπό μας, τα τραύματα, που εν τω μεταξύ χωρίς να το καταλάβουμε μας είχε προκαλέσει το ακάνθινο στεφάνι, που ποιος, δεν ξέρουμε, και τίνι τρόπω μας είχε ήδη περάσει αθόρυβα στο κεφάλι.
Ανίερες αντιθέσεις, οξύμωρα που λειαίνουν τις γωνίες τους οι ανάγκες της ζωής και η ερωτική ορμή της νιότης, κοσμούν τους τοίχους των εκκλησιών του Μαρκόπουλου:
Σαν καπνός ο λυρικός της χαρμολύπης ο λόγος
την Πέμπτη αναθρώσκει τη Μεγάλη,
ο μακρινός Ιησούς της ελαιογραφίας είναι
Και ο Ιωάννης τη μάνα παρέκει κρατάει
ενώ κόρη τραγουδώντας τον γέροντα λούζει πατέρα της
και η φωνή της, αναιδής ως μέλλουσας πόρνης,
μέχρι εμάς απ’ τα πέρατα φτάνει.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Άλλες εικόνες, δράματα, μαρτύρια αθώων, άτυπα συναξάρια αγνώστων διά παντός αγίων συγκροτούν ένα νεομαρτυρολόγιο, των αφανών, των θανατοχτυπημένων, των βασανισμένων, των μετανοούντων, των ασώτων, των παρεκτραπέντων, των ανανηψάντων:
Γιατί είναι η μέρα Σάββατο (όπου με τραίνο περνώντας),
άντρες στα κοιμητήρια πονετικοί
βουβά σπαράζουν πάνω στους τάφους
για ό,τι δεν έδωσαν τότε που έπρεπε.
Σκηνικά σπαραξικάρδια, νεκρικές πομπές, όπου προπορεύεται σιωπηρά η ορφάνια, σε ένα ετερόκλητο ταίριασμα του μαύρου με το λευκό, το θρησκευτικό στοιχείο πλεονάζει και αφορά ως υπόρρητη παραμυθία τους ζώντες: Θάνατος (πρόωρος) του πατέρα. Αριστερά και δεξιά του κατά την εκφορά παπάδες, σε σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, με λευκά ράσα και πετραχήλια (λευκά επίσης), με πράσινους και κόκκινους σταυρούς κεντημένους, ως και αυτοσχέδια στις μάντρες λιβανιστήρια.
Το πένθος υπό άλλη μορφή, εξίσου δραματική, διαρκές από την ερημία, μετά τη σταδιακή αποχώρηση των προσφιλών, ως σκληρή αποδοχή της ανελέητης μοίρας:
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας.
Δεν είχανε πρόσωπο, ήτανε φαγωμένο
και κάπως σαν να βιάζονταν
λεωφορείο ή τραίνο να προφτάσουν
να πάνε σε άλλη πόλη.
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας.
Τους έβλεπα από την ταράτσα μου, χρόνια τους έβλεπα,
ώσπου με τον καιρό χάθηκαν, έφυγαν
βράδιασε στη ζωή κι απ’ τη σελήνη τώρα πια
ένας τους μονάχα απ’ όλους που ξέμεινε
τους ψάχνει, αλυχτάει με το φαναράκι του κάθε βράδυ,
η λύπη βαριά στο στήθος τον πλακώνει
και ο πανικός τού βγάζει,
μια τρομερή φωνή θυέλλης τού βγάζει.
Αλλού, η μνήμη επιφέρει άφατη λύπη και ανακαλεί σκηνές κατανυκτικής ταπείνωσης:
Απ’ το πρωί σήμερα σκέπτομαι τον ύπνο
και η λαίλαπα σηκώνει στους σταυρούς την ομίχλη.
Γυρνώ στους δρόμους μονάχος
και στη λιτανεία αναγνώρισα στο σκήνωμα του αγίου
τη μισή καρδιά του χαμένου πατέρα μου.
Χλομές αγάπες στο παγκάκι επενδύουν μυστικά σε ανάμνηση
για τότε που θα χωρίσουν.
Στην εξοχή στάθηκα
και την παλαιά εκείνη προσευχή μου θυμήθηκα:
«Κάποτε στίχους στα ωραία κυνηγούσα βιβλία
όπως ο μικρός τις πεταλούδες στο δημόσιο κήπο, Κύριε,
του πόνου γνωρίζοντας έτσι το άλγος,
του εφήβου την ακαταστασία
της δίγνωμης καρδιάς, μεγαλώνοντας,
ή της χελώνας το ακίνητο το κοίταγμα,
βλέποντας κρυφά μες στα κλαριά
κορμί όπου δεν έπρεπε να δεις, που σε διακόπτει.
Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα
το μόνο που θυμάμαι από τότε, Κύριε, δάκρυα, δάκρυα
και τις γιορτές υπήρξα γυάλινος
και η μοναξιά μου εκτεθειμένη, στους άξεστους εκτεθειμένη.
Ω, θυμάσαι όταν για πρώτη
ερχόμουν κοντά σου φορά, Κύριε,
ζέστη παντού, βιβλική ζέστη, η πεδιάδα να καίει
και το ποτάμι που εκτινάσσονταν άηχο
ωσάν το θερμόμετρο μέσα στον ήλιο».
Και το ανθρώπινο πεπρωμένο σε όλη την τραγικότητά του: νεκροφόρες στον προορισμένο δρόμο προς το μεγάλο ταξίδι. Το μόνο όντως μεγάλο του απλού στη μικρότητά του άσημου ανθρώπου. Sic transit Gloria mundi:
Μεσάνυχτα τους κατεβάζαν,
χωρίς κανένας άλλος να πάρει είδηση.
Τους έγδυναν, τους έπλεναν, τους έντυναν με τα καλά τους
που οι συγγενείς είχαν από μέρες τρεις φέρει,
τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό,
στο ξένο, τους έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι,
και ύστερα τίποτα, σιωπή ύστερα.
Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ
έφευγαν, έφευγαν το πρωί οι νεκροφόρες.
Μια ιδιότυπη παρομοίωση, ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων, οδηγεί αναγωγικά στην παρακμή, τη φθορά και την απώλεια των πάντων. Είναι μια αντι-μακάβρια αλλά τόσο παραστατική αποτύπωση της ζωής που φεύγει, της διάλυσης, της κακοσμίας:
Εδώ τα μυριάδες θροΐσματα του αέρα,
η ανεξίτηλη οσμή της πίσσας και της βενζίνης.
Εδώ, εδώ όλα, γερασμένα ποδήλατα, μηχανάκια,
καθρεφτάκια των πούλμαν και κεφάλες νταλικών.
Εδώ, εδώ όλα, τρίκυκλα κουτσά, ταξί πεταμένα
και της βασίλισσας κότας θρόνος
το πίσω κάθισμα της σαπισμένης Μερτσέντες.
Εδώ, εδώ όλα, τρακτέρ βουλιαγμένα,
κύλινδροι οδοστρωτήρες,
εκσκαφείς της Κατερπίλαρ, της Ντόιτς, εδώ, εδώ όλα,
και μαζί τους χιλιάδες αιώνια «σ’ αγαπώ»
που ειπώθηκαν ανάμεσα σε παλιοσίδερα,
γαϊδουράγκαθα και κουράδες.
Μια άλλη παραβολή, του χαλασμένου ρολογιού σε δημόσιο χώρο, του ιερομόναχου αυτού συμβόλου της ζωής, στους επαρχιακούς ιδίως χώρους, δείχνει με τον μικρό δείχτη του την αργόσυρτη μνήμη και με τον μεγάλο τον καταλύτη θάνατο να διανύει τρέχοντας τον περιορισμένο κύκλο της ζωής:
Είναι το ρολόι το χρόνια χαλασμένο, δημόσιου χώρου,
που χτυπά μόνο όταν βλέπει ανθρώπους δικούς του.
Η μνήμη του είναι επίμονη
όπως μια γάτα που ψάχνει ασταμάτητα τα μωρά της
μέσα στη σβησμένη από μέρες φωτιά.
Η ψυχή του ζώο που βόσκει σε τάφο.
Και μία ακόμη: η σκηνή σε κρίσιμο χειρουργείο, μεταμορφωμένο σε ιερό ναό: βασικό πρόσωπο ο αναισθησιολόγος, ως άλλος εξομολόγος και εταστής ταραγμένων ψυχών, θεατής των εσχάτων και αποτροπέας τους. Η ατμόσφαιρα πλήρης θρησκευτικής κατανύξεως:
Τα βλέπει, όμως, ο επί της αναισθησίας επιτετραμμένος,
όλα αυτά τα βλέπει στην οθόνη
και τα μέτρα του αθόρυβα λαμβάνοντας,
σαν παλαιός αφιερωμένος σε εκκλησία μεγάλη,
τα μέσα τους σκοτεινιάζει, τα φώτα σβήνοντας σαν καντήλια,
τα φώτα ένα ένα του αίματος
[…].
Νεκρώσιμες, απόμακρες, επαρχιακές και οι καμπάνες του Μαρκόπουλου, σήματα κινδύνου, συναγερμού, πολλαπλών κλήσεων, οι χαρμόσυνοι ήχοι τους βουβαίνονται από τη νεκρική ησυχία του θανάτου:
Ο θάνατος στους σκουριασμένους νερόμυλους πλέκεται,
τα πουλιά φεύγουν, χάνονται,
και τους τρελούς μέσα βαθιά στ’ αυτιά τους
σκυλιά τους κυνηγούν,
σκυλιά τους κυνηγούν και καμπάνες.
Ένα νεκροταφείο αποκτά διεποχικές διαστάσεις, με τον συνήθη τρελό των ποιημάτων του Μαρκόπουλου, σε ρόλο ξυπνητηριού – αποτέλεσμα της θείας νόσου. Στίχοι εν είδει προφητείας με δύο έντονες επαναλήψεις:
Ομίχλη νεκροταφείου, Νοέμβρη, ήλιε, Δεκέμβρη, ασύλου,
ασήμι, Μάρτη, παντέρημου τρούλου ασήμι
και άσπρο νεόκοπου, Ιούλιε, άσπρο νεόκοπου πάγου
και μυαλό του τρελού ρολόι αλάνθαστο πόλεως,
ρολόι αλάνθαστο πόλεως εξαερούμενης.
Και μία μαρτυρία οργής, γραμμένη σε καιρούς σύγχρονους, πολιτικά χαλεπούς, διαμαρτυρία ενάντια στον συμβιβασμό με άνομες εξουσίες, όταν η θρησκεία χάνει τη λαϊκή της βάση και κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πιστών, ανάκληση της παρεμφερούς οργής των Σατιρικών γυμνασμάτων του Κωστή Παλαμά:
Ω διαμάντια και μικροσκοπικοί σταυροί πανάκριβοι.
Ω διαταγές αρχαίων στρατηγών
δεμένες με κορδέλες από εσώρουχα αρτιστών
στων δεσποτάδων τα γιλέκα.
Νιώθω τις άσχημες βουλές σου, ιστορία πίθηκε.
Νιώθω τις άσχημες βουλές σου, καλόγερε,
με το σκισμένο ράσο τα βρώμικα ποδάρια
και την ψυχή σου πονηρή και ανοικτίρμονα
σαν την ψυχή της γάτας.
Βλέπω του θεού σου τις πληγές
που στάζουν αίμα και φαρμάκι μυρωμένο.
Βλέπω το κρίμα σου πηχτό σαν το σκοτάδι πηγαδιού.
Στρατιώτης είμαι και κοιμάμαι στο ρημαγμένο μοναστήρι.
Ποντίκια εδώ και εκεί μες στη μεγάλη του εκκλησιά
εργάτες κορίτσια και πολυφαμελίτες πρόσφυγες.
Βρωμάνε κάτουρο και κλάνουν.
Φοβάμαι και ουρλιάζω,
ένας άγιος από μια εικόνα με καρφώνει.
Ένα φίδι σκοτωμένο στη γωνία με τα μάτια του ανοιχτά.
Η ιστορία που πορεύεται αχάριστη
και η ζωή μου απρόσωπη.
