Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Ο Λευκός Οίκος γνώριζε εκ των προτέρων για την ιαπωνική επίθεση
στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941;[1]
Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου, η Ιαπωνία εξαπέλυσε μία απροειδοποίητη επίθεση εναντίον της αμερικανικής βάσης του Περλ Χάρμπορ, λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Χονολουλού, επί της νότιας ακτής της νήσου Οάχου, του συμπλέγματος της Χαβάης. Σε αυτήν, έλαβαν μέρος έξι αεροπλανοφόρα, τα οποία μετέφεραν 423 αεροσκάφη (καταδιωκτικά, βομβαρδιστικά οριζοντίου επιθέσεως και καθέτου εφορμήσεως καθώς και βομβαρδιστικά μεταποιημένα σε τορπιλλοβόλα). Επίσης, συμμετείχαν δύο θωρηκτά, τρία καταδρομικά, εννέα αντιτορπιλικά, καθώς και οκτώ πετρελαιοφόρα σκάφη. Έξι από τα μεγαλύτερης ακτίνας δράσεως υποβρύχια της μοίρας μετέφεραν πέντε «υποβρύχια τσέπης», με πλήρωμα δύο ανδρών το καθένα και δύναμη πυρός από δύο μικρές τορπίλλες, ούτως ώστε στο αεροπορικό όπλο εναντίον της βάσης να προστεθεί και το υποβρύχιο.
Η επίθεση διήρκεσε επί 90 λεπτά και είχε ως αποτέλεσμα να βυθισθούν δύο θωρηκτά, το USS Arizona (BB-39)[2] και το USS Oklahoma (BB-37), το οποίο ανετράπη. Επίσης, βυθίστηκαν το USS West Virginia (BB-48) και το USS California (BB-44). Εντούτοις, και τα δύο πλοία ανελκύσθηκαν, επισκευάσθηκαν και επανεντάχθηκαν στον αμερικανικό στόλο τον Μάιο και τον Ιούλιο του 1944, αντιστοίχως. Το USS Maryland (BB-46) υπέστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία τον Φεβρουάριο του 1942. Το ίδιο συνέβη με το USS Nevada (BB-36), το οποίο είχε επίσης υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές. Αυτό επανεντάχθηκε στον στόλο τον Δεκέμβριο του 1942. Το USS Pennsylvania (BB-38) ευρίσκετο στη δεξαμενή. Ως εκ τούτου, υπέστη μάλλον ελαφρές ζημίες. Επισκευάσθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία τον Αύγουστο του 1942. Τέλος το USS Tennessee (BB-43) υπέστη ελαφρές σχετικά ζημίες, επισκευάσθηκε και επανεντάχθηκε στον στόλο πολύ νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1942.
Επίσης, επλήγησαν τρία αντιτορπιλλικά. Το USS Helena (CL-50) και το USS Raleigh (CL-7) υπέστησαν σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκαν και επανήλθαν στην υπηρεσία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1942, αντιστοίχως. Το USS Honolulu (CL-48) υπέστη ελαφρές σχετικά ζημίες, επισκευάσθηκε και επανεντάχθηκε στον στόλο τον Ιανουάριο του 1942. Επιπλέον, οι Ιάπωνες έπληξαν και 4 αντιτορπιλλικά. Πιο συγκεκριμένα, τρία βρίσκονταν στις δεξαμενές. Επρόκειτο για το USS Cassin (DD-372), το USS Shaw (DD-373) και το USS Downes (DD-375) Το πρώτο υπέστη σοβαρότατες ζημίες. Επισκευάσθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία τον Φεβρουάριο του 1944. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο, ενώ το τρίτο ανακατασκευάσθηκε και επανεντάχθηκε στον στόλο τον Νοέμβριο του 1943. Το USS Helm (DD-388) υπέστη ζημίες, επισκευάσθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1942. Τέλος, ζημίες υπέστησαν και όλα τα βοηθητικά σκάφη και σκάφη συνοδείας που βρίσκονταν στον λιμένα.

Δυστυχώς, όμως, για τους Αμερικανούς, σοβαρό πλήγμα υπέστη και η αεροπορική ισχύς τους. Καταστράφηκαν επί του εδάφους 92 αεροσκάφη του ναυτικού, άλλα 31 έπαθαν ζημιές, καταστράφηκαν και 77 αεροσκάφη του στρατού, ενώ άλλα 128 υπέστησαν ζημίες. Ο αριθμός των ανθρώπινων απωλειών έφθανε τους 2.386 νεκρούς και περίπου 1.139 τραυματίες (συμπεριλαμβανομένων και των πολιτών). Αντιθέτως, οι επιτιθέμενοι υπέστησαν ελάχιστες απώλειες που ανήρχοντο σε 9 καταδιωκτικά, 15 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως και 5 τορπιλοπλάνα. Συνολικά, 64 Ιάπωνες (οι 55 εκ των οποίων ήταν αεροπόροι) είχαν χάσει την ζωή τους. Στο Τόκυο, το γεγονός προκάλεσε μεγάλη ευφορία, καθώς η στρατιωτική ηγεσία υπελόγιζε ότι η αποστολή θα εθεωρείτο επιτυχής με την απώλεια του 50% των αεροσκαφών και του 30% των πλοίων.
Αν και η αμερικανική ισχύς στον Ειρηνικό επλήγη σοβαρά (ως επακόλουθο και της καταλήψεως των νήσων Ουέηκ και Γκουάμ), εντούτοις οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν ανέπαφα τα αεροπλανοφόρα, τα νεότερα θωρηκτά, τα υποβρύχια και τα δίκτυα της επιμελητείας (ναυπηγεία και δεξαμενές καυσίμων) στην Χαβάη.

Ο Ρούσβελτ πληροφορήθηκε το γεγονός αμέσως μετά την ολοκλήρωση του μεσημεριανού γεύματός του και λίγο πριν ξεκινήσει την ενασχόλησή του με το άλμπουμ γραμματοσήμων του. Ευρίσκετο στον β΄ όροφο του Λευκού Οίκου. Γύρισε οργισμένος προς τον βοηθό του και του είπε: «Ήταν ακριβώς αυτή η απροσδόκητη ενέργεια που οι Ιάπωνες θα πραγματοποιούσαν. Την στιγμή ακριβώς που συζητούσαν για την ειρήνη στον Ειρηνικό, δολοπλοκούσαν για το πώς θα την καταστρέψουν».[3] Πέρασε το υπόλοιπο απόγευμα μαζί με τους συμβούλους του, προσπαθώντας να αποκτήσει μία ακριβή εικόνα για το μέγεθος της καταστροφής στην Χαβάη.
Attack on Pearl Harbor 1941
Την ιδία ώρα, αυξήθηκαν κατακόρυφα τα μέτρα ασφαλείας πέριξ του Λευκού Οίκου, ενώ άρχισαν να εκπονούνται σχέδια για την κατασκευή ενός ασφαλούς καταφυγίου για τον Πρόεδρο κάτω από το παρακείμενο κτίριο του Υπουργείου Οικονομικών. Ο Ρούσβελτ ήταν αποφασισμένος να κηρύξει τον πόλεμο στους Ιάπωνες την επόμενη ημέρα. Ασχολήθηκε επί μακρόν με τον λόγο του, προσθαφαιρώντας φράσεις. Δύο από τους κυριότερους λογογράφους του (ο Ρόζενμαν και ο Σήργουντ) έλειπαν από την Ουάσινγκτον. Επωμίστηκε, λοιπόν, το βάρος της συντάξεως του ιστορικού διαγγέλματος σχεδόν μόνος του, καθώς μόνον ο Χόπκινς προέβη σε δύο τροποποιήσεις.
Το επόμενο πρωϊνό, εμφανίστηκε ενώπιον των μελών του Κογκρέσου και προχώρησε σε κήρυξη πολέμου κατά της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου. Είναι χαρακτηριστική η φράση του ότι η 7η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα ντροπής.[4] Η ομιλία του έχει χαρακτηριστεί μία από τις καλύτερες της πολιτικής σταδιοδρομίας του. Ακόμη, όμως, και αν δεν ήταν μία από τις καλύτερες, σίγουρα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον σημαντικών. Σύμφωνα με τον Χόπκινς, ο Αμερικανός Πρόεδρος ήθελε να μεταφέρει στο ακροατήριο τις σκέψεις του με κοφτές και απλές φράσεις. Στόχος του ήταν να κερδίσει τον κάθε ακροατή χωριστά και όχι τα πλήθος, δηλαδή ο καθένας να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών σκέπτεται.[5]

Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:
«Χθες, την 7η Δεκεμβρίου, μία ημερομηνία ντροπής, οι Ηνωμένες Πολιτείες εδέχθησαν μία ξαφνική και προσχεδιασμένη επίθεση από ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας.[6] Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε ειρήνη με αυτό το έθνος και, μετά από πρόσκληση της Ιαπωνίας, εξακολουθούσαν να συνομιλούν με την κυβέρνηση και τον αυτοκράτορά της με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης στον Ειρηνικό.
Πράγματι, μία ώρα αφ’ ότου άρχισαν οι βομβαρδισμοί των ιαπωνικών αεροσκαφών στο Oahu, ο Ιάπωνας πρέσβυς στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένας συνεργάτης του επέδωσαν στον Υπουργό Εξωτερικών μία επίσημη απάντηση σε ένα πρόσφατο αμερικανικό μήνυμα. Και ενώ αυτή η απάντηση ανέφερε ότι φαινόταν άχρηστο να συνεχίσουμε τις υπάρχουσες διπλωματικές διαπραγματεύσεις, δεν εμπεριείχε καμμία απειλή ή υπαινιγμό πολέμου ή ενόπλου επιθέσεως.
Θα πρέπει να καταγραφεί ότι η απόσταση της Χαβάης από την Ιαπωνία καθιστά προφανές ότι η επίθεση είχε σκόπιμα προγραμματιστεί πολλές ημέρες ή ακόμα και εβδομάδες νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια του χρόνου που μεσολάβησε, η ιαπωνική κυβέρνηση προσπάθησε σκόπιμα να εξαπατήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες με ψευδείς δηλώσεις και εκφράσεις ελπίδας για συνεχή ειρήνη.
Η χθεσινή επίθεση στα νησιά της Χαβάης προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις αμερικανικές ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Πολλές ζωές Αμερικανών έχουν χαθεί. Επιπλέον, έχει αναφερθεί ότι αμερικανικά πλοία έχουν τορπιλλισθεί στην ανοικτή θάλασσα μεταξύ Σαν Φρανσίσκο και Χονολουλού.
Χθες, η ιαπωνική κυβέρνηση ξεκίνησε επίσης μία επίθεση εναντίον της Μαλαισίας.
Χθες το βράδυ, ιαπωνικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Χονγκ Κονγκ.
Χθες το βράδυ, ιαπωνικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Γκουάμ.
Χθες το βράδυ, ιαπωνικές δυνάμεις επιτέθηκαν στα νησιά των Φιλιππίνων.
Χθες το βράδυ, οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στην νήσο Ουέηκ.
Και σήμερα το πρωί, οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στην νήσο Μίντουεη.
Η Ιαπωνία, επομένως, έχει εκδηλώσει μία ξαφνική επίθεση που εκτείνεται σε όλη την περιοχή του Ειρηνικού. Τα γεγονότα του χθες μιλούν από μόνα τους. Ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ήδη διαμορφώσει την άποψή του και κατανοεί καλά τις επιπτώσεις στην ίδια την ζωή και την ασφάλεια του έθνους μας.
Ως αρχηγός του Στρατού και του Ναυτικού, έχω δώσει διαταγές για την λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων για την άμυνά μας. Πάντοτε, θα θυμόμαστε τον χαρακτήρα της εναντίον μας επιθέσεως. Ανεξαρτήτως του χρόνου που θα απαιτηθεί για να ξεπεράσουμε αυτήν την προμελετημένη εισβολή, ο αμερικανικός λαός θα δικαιωθεί μέσα από την απόλυτη νίκη.
Πιστεύω ότι ερμηνεύω τη βούληση του Κογκρέσου και του λαού όταν ισχυρίζομαι ότι, όχι μόνον θα υπερασπιστούμε τον εαυτό μας στο έπακρο, αλλά θα βεβαιωθούμε ότι αυτή η μορφή προδοσίας δεν θα μας θέσει ξανά σε κίνδυνο. Οι εχθροπραξίες ήδη λαμβάνουν χώρα. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι οι άνθρωποί μας, η επικράτειά μας και τα συμφέροντά μας βρίσκονται σε κίνδυνο.
Έχοντας εμπιστοσύνη στις ένοπλες δυνάμεις μας, με την απεριόριστη αποφασιστικότητα του λαού μας, θα καταγάγουμε έναν αναπόφευκτο θρίαμβο με την βοήθεια του Θεού. Ζητώ από το Κογκρέσο να δηλώσει ότι μετά την απρόκλητη και τρομερή επίθεση που υπέστημεν από την Ιαπωνία την Κυριακή 7η Δεκεμβρίου, υφίσταται κατάσταση πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας».

Η ομιλία του διεκόπη από τις φωνές πολλών γερουσιαστών, που τον προέτρεπαν να τσακίσει τον εχθρό, ενώ πολλές εφημερίδες αξίωναν την πλήρη συντριβή της Ιαπωνίας. Εν τούτοις, η αμερικανική κοινή γνώμη δεν ήταν τόσο ενθουσιώδης στο να βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση και με την Γερμανία και την Ιταλία. Από την δύσκολη θέση τον έβγαλαν οι ηγέτες των δύο προαναφερθεισών δυνάμεων, καθώς προχώρησαν αυτοί στην κήρυξη πολέμου κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μουσολίνι ακολούθησε τον Γερμανό ομόλογό του. Ο τελευταίος προέβη σε μία μακροσκελή ομιλία στην γερμανική Βουλή το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου 1941. Σε αυτήν, τόνισε ότι η Γερμανία και η Ιταλία είχαν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουν την επέκταση του πολέμου και να διατηρήσουν τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, παρά τις μακροχρόνιες «ανυπόφορες προκλήσεις του Προέδρου Ρούζβελτ», όπως τόνισε εμφατικά. Λυπόταν δε πραγματικά επειδή οι προσπάθειες αυτές είχαν αποτύχει.
Κατά συνέπεια, βάσει των όρων του Τριμερούς Συμφώνου της 27ης Σεπτεμβρίου 1940, n Γερμανία και n Ιταλία θεωρούσαν ότι ήταν αναγκασμένες, στεκόμενες στο πλευρό της Ιαπωνίας, «να δώσουν από κοινού τον αγώνα για την άμυνα, και με αυτό τον τρόπο για τη διατήρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των λαών και των αυτοκρατοριών τους, εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Αγγλίας».
Η επίσημη κήρυξη του πολέμου είχε αναγνωσθεί νωρίτερα εκείνο το απόγευμα στον Αμερικανό επιτετραμμένο στο Βερολίνο από τον φον Ρίμπεντροπ. Η γερμανική κοινή γνώμη ανέμενε την εξέλιξη αυτή, όχι όμως και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας, που γνώριζε τις τεράστιες δυνατότητες των Ηνωμένων Πολιτειών. Πιο συγκεκριμένα, η εταιρεία Ford μόνη είχε μεγαλύτερη παραγωγή στρατιωτικού υλικού απ’ ότι η Ιταλία, συναρμολογώντας ένα όχημα κάθε 69 δευτερόλεπτα, ενώ ένα πλοίο τύπου Liberty ναυπηγείτο κάθε 80 ώρες! Οι Γερμανοί αξιωματικοί ήταν πλέον βέβαιοι για την χρονική παράταση του πολέμου, η τελική έκβαση του οποίου καθίστατο ολοένα και πιο αβέβαιη. Έκτοτε, ο Ρούσβελτ μετεβλήθη σε πολεμικό ηγέτη και ανέπτυξε στενή συνεργασία με τους ομολόγους του της Μεγ. Βρεταννίας Τσώρτσιλ, της τότε Σοβ. Ενώσεως Στάλιν[7] και της εθνικιστικής Κίνας Τσιανγκ Κάϊ-Σεκ (Chiang Kai-shek).
Έχει γραφεί ότι η BSC κατόρθωσε να ηχογραφήσει τις συνομιλίες του ειδικού απεσταλμένου της ιαπωνικής κυβερνήσεως Σαμπούρο Κουρούσου (Saburō Kurusu) στην Ουάσινγκτον με άλλα μέλη της διπλωματικής αντιπροσωπείας της Ιαπωνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την 27η Νοεμβρίου 1941, ο Στέφενσον πληροφόρησε κρυφά το Λονδίνο ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιαπωνίας είχαν ναυαγήσει και τον λόγο θα είχαν πλέον τα όπλα στις επόμενες δύο εβδομάδες.
Ο προαναφερθείς Νταλ αναφέρει ότι ο Στέφενσον είχε ηχογραφημένες μπομπίνες, τις οποίες επέδωσε προσωπικά στον Ρούσβελτ. Σε αυτές, αναφερόταν η ακριβής ημερομηνία της ιαπωνικής επιθέσεως στο Περλ Χάρμπορ. Ορκιζόταν δε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος γνώριζε το γεγονός και το άφησε να εξελιχθεί. Τα τελευταία χρόνια, έχουν έρθει στο φως αρκετά στοιχεία που ενισχύουν αυτή την άποψη. Ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία που παραθέτουν οι επικριτές του Ρούσβελτ είναι οι σημειώσεις προαναφερθέντος υπουργού Αμύνης της 25ης Νοεμβρίου 1941.
Σε αυτές, γίνεται λόγος για σύσκεψη κορυφής, παρουσία πολλών υψηλόβαθμων στελεχών της αμερικανικής κυβερνήσεως, που κράτησε επί 90 λεπτά. Ο Ρούσβελτ ενημέρωσε τους παρισταμένους ότι ήταν λίαν πιθανόν οι Ηνωμένες Πολιτείες να δεχθούν επίθεση έως την 1η Δεκεμβρίου. Οι Ιάπωνες συνήθιζαν να εκδηλώνουν επιθέσεις άνευ προειδοποιήσεως. Το ερώτημα ήταν πώς θα έπρεπε να ωθήσουν τους Ιάπωνες να ανοίξουν πρώτοι πυρ, δίχως να θέσουν σε μεγάλο κίνδυνο την ζωή Αμερικανών πολιτών.[8]
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι κατά τους μήνες που προηγήθησαν της επιθέσεως ο Ρούσβελτ έκανε ό,τι μπορούσε για να εξαγριώσει το Τόκυο. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι απηγόρευσε τις εξαγωγές σιδηρού και σκραπ προς την Ιαπωνία (τον Σεπτέμβριο του 1940), διέταξε την εξόριστη κυβέρνηση της Ολλανδίας να σταματήσει τις εξαγωγές πετρελαίου από τις αποικίες της στα ΝΑ Ασία προς το Τόκυο (τον Ιούλιο του 1941), διέκοψε τις εξαγωγές πετρελαίου προς την χώρα του ανατέλλοντος ηλίου (το θέρος του 1941),[9] μποϊκοτάρισε όλα τα ιαπωνικά προϊόντα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πάγωσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Ιαπώνων στην Αμερική, ενώ δανειοδότησε δημοσίως την Κίνα και παρείχε στρατιωτική βοήθεια στους Βρεταννούς, αν και οι δύο ήταν εχθροί των Ιαπώνων. Τέλος, αρνήθηκε να συναντήσει τον Ιάπωνα πρωθυπουργό πρίγκιπα Φουμινάρο Κόνοε (Fumimaro Konoe), συντελώντας στην «πτώση» της κυβερνήσεώς του.
Επίσης, πολλές υποψίες προέκυψαν εκ του γεγονότος ότι τα αεροπλανοφόρα έλειπαν από το Περλ Χάρμπορ, ενώ οι ζημιές που υπέστη το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό δεν ήταν τόσο εκτεταμένες όσο φαίνονταν στην αρχή, καθώς μόνον δύο θωρηκτά βυθίστηκαν, ενώ αρκετά αλλά ανελκύστηκαν και επισκευάστηκαν.
Ορισμένοι εστιάζουν σε μία απόρρητη επιστολή του υπουργού Ναυτικών Νοξ προς τον ομόλογό του των Στρατιωτικών Στίμσον, την 24η Ιανουαρίου 1941. Σε αυτήν, αναγράφονταν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Είναι πολύ πιθανό οι εχθροπραξίες (με την Ιαπωνία) να αρχίσουν με μία ξαφνική επίθεση εναντίον του στόλου ή της βάσεως του Περλ Χάρμπορ… Οι κίνδυνοι κατά σειρά πιθανότητoς είναι οι ακόλουθοι: αεροπορικός βομβαρδισμός, τορπιλλισμός από αέρος, δολιοφθορά, επίθεση του ναυτικού με πυροβόλα…».

Άλλοι επισημαίνουν τα λόγια του αναλυτή Ουΐλλιαμ Φρίντμαν (William Friedman), ο οποίος συμμετείχε στο «σπάσιμο» των ιαπωνικών κωδίκων. Στο άκουσμα της ιαπωνικής επιθέσεως, ανεφώνησε «το ήξεραν, το ήξεραν!». Στην Σιγκαπούρη, ένας αναλυτής του βρεταννικού Βασιλικού Ναυτικού δήλωσε απορημένος: «Πως τους έπιασαν ανέτοιμους με τόσες πληροφορίες που τους δώσαμε;». Ο Αμερικανός ιστορικός Τζων Τόλαντ (John Toland) ανέφερε στο βιβλίο του υπό τον τίτλο Pearl Harbor and Its Aftermath: «Η διάδοχη λαθών την 6η και την 7η Δεκεμβρίου είναι απίστευτη. Το μόνο λογικό είναι ότι ο Ρούσβελτ και ο στενός του κύκλος ήξεραν για την επίθεση». Ο εν λόγω συγγραφέας πρεσβεύει ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος όφειλε να γνωρίζει, καθώς η κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον πρέπει να είχε στη διάθεσή της πληροφορίες για την επίθεση. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει καμμία απόδειξη που να καταδεικνύει ότι ενημέρωσε τη στρατιωτική και ναυτική ηγεσία στην Χαβάη. Αντιθέτως, οι τοπικοί διοικητές (που αργότερα έγιναν αποδιοπομπαίοι τράγοι) αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι διέθεταν ανάλογες πληροφορίες οι οποίες θα τους οδηγούσαν στη λήψη επιπλέον μέτρων ασφαλείας.
Τέλος, την 24η Σεπτεμβρίου, το Τόκυο ζήτησε από έναν πράκτορά του στην Χαβάη να χωρίσει τον λιμένα του Περλ Χάρμπορ σε πέντε μέρη και να καταγράφει με ακρίβεια ποια πλοία ήταν αγκυροβολημένα στο καθένα από αυτά. Επίσης, υπήρχε ενδιαφέρον για τον κατά πόσον δύο πλοία ήταν αγκυροβολημένα στην ίδια αποβάθρα. Το τηλεγράφημα αυτό αποκρυπτογραφήθηκε την 9η Οκτωβρίου 1941. Δεν του δόθηκε, όμως, η δέουσα σημασία και ουδείς ειδοποίησε την ναυτική διοίκηση του Περλ Χάρμπορ.
Επιπλέον, κατά τις προηγούμενες δύο ημέρες προ της επιθέσεως, ο πράκτορας στην Χαβάη έστειλε δύο απαντήσεις σε μηνύματα που είχε δεχθεί. Στο πρώτο, εξέφραζε την πεποίθηση ότι τα αμερικανικά πλοία που ναυλοχούσαν στην Χαβάη δεν προστατεύονταν από κάποιο ειδικό ανθυποβρυχιακό δίκτυ, ενώ δεν υπήρχαν και αερόστατα ή κάποιο κώλυμα για την εκδήλωση επιθέσεως από αέρος. Το μήνυμα έκλεινε με την φράση «Φαντάζομαι ότι, κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχει μεγάλη ευκαιρία να επωφεληθούμε από μία αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον αυτών των περιοχών». Τρεις μπορούσαν να είναι οι περιοχές, που ανέφερε ο πράκτορας: το Περλ Χάρμπορ, το Χίκαμ Φήλντ και η νήσος Φορντ. «Συμπτωματικά», και οι τρεις απετέλεσαν στόχο της ιαπωνικής επιθέσεως της 7ης Δεκεμβρίου.
Το επόμενο τηλεγράφημα εστάλη την ιδία ημέρα, δηλαδή την 6η Δεκεμβρίου. Ενημέρωνε το Τόκυο ότι καμμία αναγνώριση από αέρος δεν ελάμβανε χώρα πάνω από τον λιμένα. Δυστυχώς, και τα δύο τηλεγραφήματα αποκρυπτογραφήθησαν την 8η Δεκεμβρίου, δηλ. την επομένη της εκδηλώσεως της ιαπωνικής επιθέσεως. Ορισμένοι, όμως, αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή και λένε ότι αυτά είχαν αποκρυπτογραφηθεί εγκαίρως και αγνοήθηκαν (εσκεμμένα ή όχι) από τον Ρούσβελτ.
Άλλωστε, ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε τηλεγραφήσει στον Τσώρτσιλ «πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για προβλήματα, πιθανότατα, λίαν συντόμως». Το πρωΐ της 6ης Δεκεμβρίου, ο Στίμσον έγραφε στο Ημερολόγιό του ότι η κατάσταση χειροτέρευε και όλοι διαισθάνονταν πως κάτι θα συνέβαινε. Το βράδυ, άρχισε να φτάνει σε τμήματα μία κρυπτογραφημένη διακοίνωση, την οποία το Τόκυο έστελνε προς την πρεσβεία του στην Ουάσινγκτον. Έφερε τον τίτλο «Memorandum» (σ.σ. υπόμνημα). Σε αυτήν, η ιαπωνική κυβέρνηση επιχειρούσε να δικαιολογήσει την έως τότε πολιτική της και την απόρριψη των αμερικανικών προτάσεων.
Έλειπε η καταληκτική πρόταση και ως εκ τούτου ορισμένοι δεν την αξιολόγησαν ως σημαντική από στρατιωτικής απόψεως. Άλλωστε, δεν προσέφερε κάτι νέο στην επιχειρηματολογία του Τόκυο. Αντιθέτως, ο Ρούσβελτ προσπάθησε να βάλει σε μία τάξη τα αποσπάσματα του εγγράφου, τα οποία συνεδύασε με την λέξη «Memorandum». Γύρισε και είπε προφητικά στον Χόπκινς: «Αυτό σημαίνει πόλεμο». Η ακριβής φράση δεν έχει επιβεβαιωθεί αλλά αυτό ήταν περίπου το νόημά της.
Στις 10.00 π.μ. της επομένης, έφθασε στο γραφείο του Ιάπωνα πρέσβυ και η αποκρυπτογράφηση της 14ης παραγράφου. Σε αυτήν, το Τόκυο κατηγορούσε την Ουάσινγκτον ότι χρησιμοποίησε τις διαπραγματεύσεις «προκειμένου να εμποδίσει τις προσπάθειες της Ιαπωνίας για την εγκαθίδρυση της ειρήνης μέσω της δημιουργίας μίας νέας τάξεως πραγμάτων στην ανατολική Ασία». Κατά συνέπεια, η ιαπωνική κυβέρνηση είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες «μέσω περαιτέρω διαπραγματεύσεων». Τίποτα περισσότερο δεν ανέφερε το συγκεκριμένο σημείο. Δεν έκανε λόγο για κήρυξη πολέμου, για διατήρηση της ελευθερίας δράσεως, για διακοπή των διμερών διπλωματικών σχέσεων. Τυπικώς, επρόκειτο απλώς για διακοπή των συνομιλιών, που γίνονταν από εκπροσώπους των δύο μερών (Hull και Nomura, αντιστοίχως). Το κείμενο θα επιδιδόταν στις 13.00 μ.μ. τοπική ώρα στην Ουάσιγκτον. Εκείνη την ώρα, μόνο σε ένα σημείο του Ειρηνικού υπήρχε φώς: στην Χαβάη.

Βεβαίως, υπάρχει και ο αντίλογος, καθώς αρκετοί μελετητές επισημαίνουν ότι ναι μεν υπήρχε πληθώρα πληροφοριών αλλά ουδέποτε ανεφέρθη η λέξη «Περλ Χάρμπορ» ούτε η ακριβής ημερομηνία της ιαπωνικής επιθέσεως. Εκ των υστέρων, μπορεί κάποιος να βάλει στην σωστή θέση τις ψηφίδες του παζλ αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο να συμβεί πριν από την 7η Δεκεμβρίου 1941. Κατ’ αρχήν, υπήρχαν πολλοί βρεταννικοί και ολλανδικοί στόχοι που φαίνονταν σαφώς πιο προσιτοί για τους Ιάπωνες, η ισχύς των οποίων δεν είχε εκτιμηθεί επακριβώς από τους ιθύνοντες στην Ουάσινγκτον. Επιπλέον, πολλοί θεωρούσαν λίαν πιθανή μία ιαπωνική επίθεση στην Άπω Ανατολή κατά των Σοβιετικών, οι οποίοι ήδη πιέζονταν πολύ από τους Γερμανούς. Επίσης, επανειλημμένως κατά το παρελθόν είχε ηχήσει συναγερμός και τεθεί σε επιφυλακή οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις αλλά απεδείχθη ότι τίποτα δεν ακολούθησε. Υπενθυμίζεται ότι η Ουάσινγκτον δεν διέθετε επαρκή αριθμό μονάδων επιφανείας για αμφότερους τους ωκεανούς, Ατλαντικό και Ειρηνικό, κατά την περίοδο εκείνη. Ως εκ τούτου, είχε δώσει προτεραιότητα στον Ατλαντικό προκειμένου να βοηθήσει τους Βρεταννούς.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι δεν έγινε σωστή αξιολόγηση των πληροφοριών αλλά η ευθύνη δεν βαρύνει τον Αμερικανό Πρόεδρο, λένε οι υποστηρικτές του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει επ’ ουδενί λόγω ότι γνώριζε την ακριβή ημερομηνία της ιαπωνικής επιθέσεως και το απέκρυψε από δόλο. Αντιθέτως, ο ίδιος κινήθηκε εντός των πλαισίων που όριζε το αμερικανικό Σύνταγμα και ευρίσκετο σε εγρήγορση για τα τεκταινόμενα στην Άπω Ανατολή, από την 3η Δεκεμβρίου. Μολαταύτα, λάθεψε ως προς την εκτίμησή του, καθώς διετύπωσε την άποψη ότι απλώς «τρέχουν γύρω-γύρω σαν βρεγμένες όρνιθες». Την επομένη, πληροφορήθηκε ότι το προσωπικό της ιαπωνικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον είχε προχωρήσει στην καταστροφή των απορρήτων εγγράφων, των αλγορίθμων κρυπτογράφησης και της κρυπτογραφικής κλείδας, τέλος, της μίας εκ των δύο συσκευών που διέθετε για να αποκρυπτογραφεί τα μηνύματα. Ήταν πλέον δεδομένο ότι o πόλεμος ήταν επικείμενος αλλά ουδείς γνώριζε που επρόκειτο η Ιαπωνία να καταφέρει το αρχικό πλήγμα. Το μόνο βέβαιο ήταν πως θα επρόκειτο για αιφνιδιαστική πρωτοβουλία, κατά το προηγούμενο του ρωσσο-ιαπωνικού πολέμου των ετών 1904-1905 και των επιθέσεων των ιαπωνικών στρατευμάτων στη Μαντζουρία (το 1931) και την Κίνα (τον 1937). Ως προς την Χαβάη, οι Ιάπωνες δεν διέθεταν εκεί αρκετούς πράκτορες και έτσι ο Ρούσβελτ ελάμβανε λίγες πληροφορίες, που μπορούσαν να υποκλαπούν.
Σύμφωνα με τον Χόπκινς, ο τότε ένοικος του Λευκού Οίκου δεν είχε πειστεί ότι οι Ιάπωνες θα αποτολμούσαν να επιτεθούν εναντίον αμερικανικού στόχου, θεωρούσε δε αμφίβολο να προβούν σε κάποια ενέργεια εις βάρος των Φιλιππίνων ή της Χαβάης. Άλλωστε, η Χαβάη ευρίσκετο πολύ μακρυά από τις ιαπωνικές ακτές, ενώ ο λιμένας του Περλ Χάρμπορ είχε πολύ μικρό βάθος (μόλις 12 μέτρα). Αντιθέτως, πίστευε ότι θα εστρέφοντο εναντίον της Κινεζικής ενδοχώρας ή της Ταϋλάνδης. Ένας άλλος πιθανός στόχος θα ήταν η Γαλλική Ινδοκίνα και ίσως τα Στενά της Μαλαισίας. Επίσης, ήταν πεπεισμένος ότι, ευκαιρίας δοθείσης, οι Ιάπωνες θα κτυπούσαν την ΕΣΣΔ.[10]
Εάν ο Ρούσβελτ ήταν ενήμερος για την ιαπωνική επίθεση, θα μπορούσε να ετοιμάσει σχέδιο αντεπίθεσης. Θα ήταν εις θέσιν να προφυλάξει τα πλοία του και να εκπλήξει εκείνος το Τόκυο. Οι αναθεωρητές απαντούν ότι αφ’ ενός δεν θα επετύγχανε την πλήρη κινητοποίηση όλου του εργατικού δυναμικού και την επακόλουθη πλήρη αναθέρμανση της οικονομίας, αφ’ ετέρου δεν θα είχε προκαλέσει το απαιτούμενο σοκ στην κοινή γνώμη.

Πάντως, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι θεώρησε την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ προσωπική προσβολή. Είχε συγκλονιστεί βαθειά και ίσως μόνον μία επίθεση στη διώρυγα του Παναμά θα τον είχε σοκάρει περισσότερο. Κινούμενος στο αναπηρικό αμαξίδιο στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου, έδειχνε σε όλους την οργή αλλά και το μαχητικό σθένος του. Σύμφωνα με τα λόγια του πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών και σωματοφύλακα του Αμερικανού Προέδρου Μάϊκ Ρέϊλι (Mike Reilly): «Το πηγούνι του έβγαινε περίπου δύο πόδια μπροστά από τα γόνατά του και ήταν ο πιο τρελός Ολλανδός που είχα δει ποτέ».[11]
Η αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών του Ρούσβελτ και των αναθεωρητών μελετητών της περιόδου υφίσταται εδώ και πολλές δεκαετίες. Συνήθως, γίνεται μέσω επιστημονικών ανακοινώσεων και εντύπων, όπως π.χ. The Journal of Modern History, The Virginia Quarterly Review, The Historian κ.α. Στο παρόν, παρατέθηκαν τα βασικότερα των επιχειρημάτων των δύο πλευρών.
Did President Roosevelt Know About Pearl Harbor? | Codes and Conspiracies
Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος
Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Απόσπασμα από το προσφάτως (Ιανουάριος 2022) εκδοθέν βιβλίο του συγγραφέα υπό τον τίτλο Φραγκλίνος Ρούσβελ, 1882-1945. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πελασγός.
[2] To USS Arizona (BB-39) βρίσκεται ακόμη στον βυθό του όρμου και από πάνω του έχει δημιουργηθεί πλωτή αποβάθρα, ώστε να είναι επισκέψιμο
[3] Nathan Miller, F.D.R. An Intimate History. New York: Doubleday & Company, 1983, p. 477.
[4] Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Ρούσβελτ στο Κογκρέσο παρατίθεται παρακάτω.
[5] Λόρδος Τσαρλς Μόραν, Ουΐνστον Τσώρτσιλ (1874-1965). Αθήνα: τυπ. Αθανασακόπουλου, [19–], σελ. 31.
[6] Πολλοί έχουν αποδώσει την φράση του Αμερικανού Προέδρου ως εξής: «Χθες, την 7η Δεκεμβρίου, μία ημερομηνία που θα ζει πάντα μέσα στην ατιμία, οι Ηνωμένες Πολιτείες εδέχθησαν μία ξαφνική και σχεδιασμένη επίθεση από ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας».
[7] Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ Τσουγκασβίλι (Ioseb Besarionis dzе Jughashvili).
[8] Henry Lewis Stimson Diaries, Nov. 25, 1941, Yale University Library, Manuscripts and Archives, microfilm edition, roll 7, vol. 36, p.p. 48–49. Επίσης, βλέπε και τα ακόλουθα βιβλία: α. Robert J. C. Butow, Tojo and the Coming of the War. Princeton, N.J.: Princeton University Press, 1961, p. 336 n. 40, β. Herbert Feis, Road to Pearl Harbor. Princeton, N.J.: Princeton University Press, 2015, p.p. 314–315, γ. William Leonard Langer – S. Everett Gleason, The Undeclared War, 1940-1941: The World Crisis and American Foreign Policy. New York: Harper and Brothers for Council on Foreign Relations. 1953, p.p. 885–887 και δ. Roberta Wohlstetter, Pearl Harbor: Warning and Decision. Stanford: University Press, 1962, p.p. 239–241.
[9] Σημειωτέον ότι η Ιαπωνία εισήγαγε το 93% του πετρελαίου της από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Eri Hotta, Japan 1941 : countdown to infamy. New York: First Vintage books ed., 2013, p. 27
[10] Robert E. Sherwood, Roosevelt and Hopkins: An Intimate History. New York: Enigma Books, 2008, p.p. 427-429.
[11] William J. Slocum, Reilly of the White House. New York: Simon & Schuster, 1947, p. 5.