Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου
Ο πολιτισμός ως μοχλός ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Πολιτιστική πολιτική, διεθνής προσανατολισμός και σχεδιασμός οικονομικής ανάπτυξης (1952-1967)
Πολιτική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη
Η δεκαετία του ’50 διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από την πρώτη φάση της μεταπολεμικής περιόδου για την Ελλάδα. Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1952 ουσιαστικά εγκαινίασαν μια νέα περίοδο[i] για τη χώρα, αφού, για πρώτη φορά, το πρώτο κόμμα είχε τη δυνατότητα δημιουργίας κυβέρνησης, στηριγμένης σε απόλυτη πλειοψηφία. Παρά τη «διττή υφή» (μεταρρύθμιση – π.χ. οι επιλογές των επιτελείων Μαρκεζίνη, Κανελλόπουλου και αργότερα Καραμανλή[ii], και αντικομμουνισμός – π.χ. οργανική σχέση Παπάγου με τον πυρήνα των δυνάμεων του στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας[iii]), ο Συναγερμός έθεσε τα θεμέλια για μια σειρά από σημαντικές επιλογές σε επίπεδο τόσο οικονομίας και ευρύτερης εσωτερικής πολιτικής, όσο και εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, αποτέλεσε τον πυρήνα δημιουργίας μιας «νέας Δεξιάς», η οποία τελικά συγκεντρώθηκε γύρω από το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, διάδοχο του Παπάγου στον Συναγερμό, μετά το θάνατο του τελευταίου, το 1955. Στο νέο κόμμα που ίδρυσε ο Καραμανλής, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), το μεταρρυθμιστικό στοιχείο ήταν έντονο, αν και ο βασικός «αντικομουνιστικός» άξονας παρέμενε.[iv] Σε κάθε περίπτωση, η επικράτηση της ΕΡΕ στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956 (165 έδρες), χάρη στο νέο εκλογικό σύστημα, εξάλειψε τη διαιρετική τομή, που χαρακτήριζε την εκλογική γεωγραφία του Μεσοπολέμου (Παλαιά Ελλάδα – Αντιβενιζελικοί και Νέες Χώρες – Βενιζελικοί)[v], και, ταυτόχρονα, εξασφάλισε στην νεοεκλεγείσα κυβέρνηση τη δυνατότητα να υλοποιήσει τις βασικές επιδιώξεις της, χωρίς τις δυσκολίες της προηγούμενης περιόδου.[vi] Προτεραιότητα δόθηκε σε συγκεκριμένους «στρατηγικούς» τομείς, όπως οι υποδομές – συνεχίστηκε η γρήγορη βελτίωση του οδικού δικτύου της χώρας, που είχε ξεκινήσει ήδη από τη διετία 1952-3 –, η βιομηχανία – σημαντικός ήταν ο εξηλεκτρισμός της χώρας τόσο για τον πρωτογενή όσο και για τον δευτερογενή τομέα –, και η ενεργειακή πολιτική.[vii]
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η Ελλάδα παρέμενε μια χώρα καθυστερημένη με ανεπαρκείς δομές για να υποστηρίξει τις αναπτυξιακές φιλοδοξίες, που ολοένα και αυξάνονταν. Υπό αυτό το πρίσμα, για τις κυβερνήσεις των αρχών της δεκαετίας του ’50, η ανάπτυξη δεν ήταν απλά ένας οικονομικός στόχος. Αντίθετα, μεταφραζόταν σε πολιτικό ζήτημα καθώς αποτελούσε ένα εργαλείο άμυνας απέναντι στον κομμουνισμό. Από την άλλη πλευρά, από το 1952, ως αποτέλεσμα της πολιτικής σταθερότητας, παρατηρήθηκε και οικονομική σταθερότητα. Το ορόσημο, που έθεσε την μεταπολεμική Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης, ήταν η νομισματική μεταρρύθμιση της 9ης Απριλίου 1953. Μέσα από την τολμηρή υποτίμηση της δραχμής, και παρά τη σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση, επιτεύχθηκε η ζητούμενη νομισματική σταθερότητα, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τον βαθμιαίο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και τον σταδιακό αναπροσανατολισμό του κρατικού παρεμβατισμού.[viii] Ο «πρώτος» αυτός «εκσυγχρονισμός»[ix], στηριζόταν στην ιδέα της μικτής οικονομίας και επιζητούσε τις επενδύσεις, όπως μαρτυρά ο νόμος 2687/1953, ο οποίος θέσπιζε μια σειρά από κίνητρα για προσέλκυση ιδιωτικών ξένων επενδύσεων.[x] Το 1953, άλλωστε, υπήρξε και το έτος, που εγκαινιάστηκαν σημαντικές συνεργασίες με τις κυριότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, με πρώτες τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία.[xi] Η χώρα γνώρισε ταχεία ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ήδη αναπτυγμένες οικονομίες, που εν μέρει οφείλεται στο διαφορετικό επίπεδο αφετηρίας. Την περίοδο των κυβερνήσεων Καραμανλή, με κύριους οικονομικούς επιτελείς τους Ξενοφώντα Ζολώτα και Παναγή Παπαληγούρα[xii], παρατηρείται μια στροφή σε έναν πιο συμπαγή προγραμματισμό[xiii] και επιλογές που εξέφραζαν ένα διευρυμένο τμήμα του φιλελεύθερου χώρου.[xiv] Επιπλέον, η εξαγγελία – και εφαρμογή – ενός συγκροτημένου προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης το 1960, όχι μόνο αποτελούσε ιδεολογική και θεμελιώδη επιλογή[xv], αλλά οι συνθήκες, τη διετία 1959-1960, περίοδο διαπραγματεύσεων για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, την καθιστούσαν απαραίτητη. Η Σύνδεση με την ΕΟΚ[xvi] (1961), σε οικονομικό επίπεδο, θα προσέφερε την απαιτούμενη αρωγή για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της οικονομίας, αφού τα στενά όρια της ελληνικής αγοράς δεν μπορούσαν να την επιτρέψουν.[xvii]


Παρά, όμως, την ταχεία οικονομική ανάπτυξη και τη νομισματική σταθερότητα, επιτάθηκε το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη δυτική Ευρώπη – κύριος προορισμός ήταν η Δυτική Γερμανία –, ενώ παράλληλα, παρατηρούνταν ανισότητες στην τοπική ανάπτυξη. Διαπιστώθηκε συγκέντρωση των δραστηριοτήτων και, κατά συνέπεια, της πλειοψηφίας του πληθυσμού στην πρωτεύουσα, διαμορφώνοντας έτσι σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις αγροτικές περιοχές και σε ένα κέντρο σχετικού υπερκαταναλωτισμού, το οποίο επηρέασε την ελληνική κοινωνία και τις προτεραιότητές της.[xviii] Η έντονη κριτική απέναντι στη διακυβέρνηση της ΕΡΕ, εκφράστηκε από το σύνολο της αντιπολίτευσης και συγκεντρώθηκε στο πρόγραμμα της Ένωσης Κέντρου, που ιδρύθηκε το 1961. Ο «ανένδοτος αγώνας»[xix], που κήρυξε ο αρχηγός του νέου κόμματος, Γεώργιος Παπανδρέου, οι ολοένα και αυξάνουσες κατηγορίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης για αυταρχική διακυβέρνηση[xx], η σύγκρουση με το παλάτι και η διαφωνία για την πρόταση αλλαγής του εκλογικού νόμου και την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1963[xxi], σε συνδυασμό με την αλλαγή του ευρύτερου κλίματος, στο οποίο, πλέον, οι βασικές αρχές της ΕΡΕ – ανάπτυξη και αντικομουνισμός – δεν ανταποκρίνονταν στην εποχή και τα ζητούμενα της ελληνικής κοινωνίας, οδήγησαν στην παραίτηση και φυγή Καραμανλή στο εξωτερικό, και άνοδο της Ένωσης Κέντρου στη διακυβέρνηση της χώρας το 1963. Η περίοδος, που εγκαινιάστηκε, χαρακτηρίστηκε από πολιτική αστάθεια, καθώς οι ενδοκομματικές διαφορές του κυβερνώντος κόμματος[xxii] οδήγησαν σε νέες εκλογές το 1964, και σε περαιτέρω κρίση το καλοκαίρι του 1965 με αποκορύφωμα την αποκαλούμενη Αποστασία του Ιουλίου.[xxiii]

Την περίοδο διακυβέρνησης από το Κέντρο, οι θεμελιώδεις επιλογές εξωτερικής πολιτικής σε γενικές γραμμές, παρέμειναν όμοιες με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Σε οικονομικό επίπεδο, η Ένωση Κέντρου δεν έφερε ουσιαστικές αλλαγές αλλά προσπάθησε να θέσει την οικονομική πολιτική και τον μακροχρόνιο προγραμματισμό της σε πιο σταθερές βάσεις μέσα από μεταρρυθμίσεις.[xxiv] Σε κάθε περίπτωση, αξιοσημείωτο είναι το ότι, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου αναφορικά με τη διαχειριστική ικανότητα και τις προτεραιότητες[xxv], που θα έπρεπε να τεθούν, και οι δύο πλευρές συνέκλιναν στον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής.
Εξωτερικός προσανατολισμός: από μια αμερικανοκεντρική προσέγγιση στη συνειδητή επιλογή της Ευρώπης
Η επιλογή της Δύσης ήδη από την επαύριον του πολέμου καθόρισε τη θέση της Ελλάδας στον πρόσφατα διαμορφωμένο μεταπολεμικό κόσμο. Η συμφωνία που υπογράφτηκε με τις ΗΠΑ στις 20 Ιουνίου 1947, ύστερα από την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν, προέβλεπε την οικονομική ενίσχυση της χώρας – συνολικού ποσού 300 εκατομμυρίων δολαρίων – και τη συγκρότηση της Αμερικανικής Αποστολής Βοήθειας στην Ελλάδα (American Mission Aid for Greece, AMAG).[xxvi] Με εκτεταμένες εξουσίες και αρμοδιότητες η τελευταία ουσιαστικά «συγκυβερνούσε» μαζί με την ελληνική κυβέρνηση, γεγονός που προκάλεσε δυσκολίες, δυσφορίες αλλά και φαινόμενα ‘εξάρτησης’ στην ελληνική πλευρά.[xxvii] Μέχρι και τις αρχές του 1950 ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, σε μεγάλο βαθμό, επιζητούσε την καθοδήγηση των Αμερικανών[xxviii] υπό το πρίσμα της εμπέδωσης της Ελλάδας ως χώρας που ανήκει στη Δύση. Η έντονη αμερικανική παρουσία στην μεταπολεμική πολιτική ζωή της χώρας καθώς και η οικονομική ενίσχυση από πλευράς των ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας εξωτερικής πολιτικής με σαφή αμερικανοκεντρικό προσανατολισμό, που επισφραγίστηκε με την επίσημη αίτηση για ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ της 4ης Απριλίου 1950 και την τελική ένταξή της, μαζί με την Τουρκία, στις 16 Φεβρουαρίου 1952.[xxix] Η υπερψήφισή της από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στη βουλή[xxx] – πλην της ΕΔΑ – καταδεικνύει τη σημασία που της απέδιδε η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η συμμετοχή της Ελλάδας σε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις θεωρήθηκε περαιτέρω εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας και ασπίδα προστασίας της δημοκρατίας.[xxxi]

Η σταθερή φιλοδυτική γραμμή των αρχών της δεκαετίας του ’50 όμως δεν εκφράστηκε μόνο με τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα εκλέχτηκε σε θέση μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την περίοδο 1952-1953[xxxii], ενώ, παράλληλα, επεδίωξε τη συμμετοχή και σε άλλους περιφερειακούς αμυντικούς οργανισμούς. Οι προσπάθειες για συμμετοχή στην γαλλικής έμπνευσης Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, η οποία, παρά την εξαγγελία, το 1952, απορρίφθηκε από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση, αποτέλεσαν ένα πρώτο δείγμα της πολιτικής που θα ακολουθούσε η Ελλάδα από το 1955 και μετά.
Με την άνοδο του Καραμανλή στην εξουσία το 1955, παρατηρείται μια σταδιακή διαφοροποίηση των προτεραιοτήτων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Αν και η επιλογή της Δύσης παρέμεινε αμετάβλητη, ο προσανατολισμός εμπλουτίστηκε με την μεταστροφή προς διεθνή σχήματα οικονομικής συνεργασίας στην Ευρώπη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη μεταρρύθμιση του 1953, σημειώνονται τα πρώτα βήματα οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που συνέβαλε στην απομάκρυνση από την πολύ στενή επιρροή των ΗΠΑ, και, παράλληλα, έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα για εφαρμογή μιας περισσότερο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Η επαναπροσέγγιση με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και οι διμερείς συμφωνίες, που υπογράφτηκαν με τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία το 1953[xxxiii], μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο τον σταδιακό ‘απεγκλωβισμό’ της Ελλάδας από τις ΗΠΑ.[xxxiv] Η Ελλάδα είχε την ευκαιρία να διαλέξει ως προτεραιότητα τον «οργανικό και φυσικό» της χώρο. Η σύσφιξη αυτή των σχέσεων με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αποτέλεσε το ένα σκέλος επαναπροσέγγισης και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων Ελλάδας-Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, μια συνειδητή επιλογή της Ελλάδας υπήρξε, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, η επιδίωξη συμμετοχής σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς.[xxxv] Μεταπολεμικά, μια πρώτη ένδειξη συνέχισης μιας φιλοευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής αποτέλεσε η ένταξη στο Συμβούλιο της Ευρώπης τον Αύγουστο του 1949. Ωστόσο, οι νέες συνθήκες, που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, αποτέλεσαν ένα ακόμη κίνητρο γι’ αυτή τη μεταβολή σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) στις 25 Μαρτίου 1957 δεν αποτέλεσε απλά ένα ακόμη βήμα προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Για την Ελλάδα, συγκεκριμένα, η ίδρυσή της υπήρξε κομβικής σημασίας. Ενώ η προηγούμενη εκδοχή ευρωπαϊκού οργανισμού (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, ΕΚΑΧ) απέκλειε την Ελλάδα καθώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για δικαίωμα συμμετοχής (στην ΕΚΑΧ μετείχαν μόνο πλούσιες χώρες που διέθεταν βαριά βιομηχανία), η ΕΟΚ μετέτρεψε τη διεκδίκηση συμμετοχής σε πρακτική επιλογή. Αν και την ίδια περίοδο τοποθετείται και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (1960), οργανισμός που ιδρύθηκε ως εναλλακτική επιλογή για όσα κράτη δίσταζαν να ενταχθούν πλήρως στην ΕΟΚ, βασικός εμπνευστής του οποίου ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, η επιλογή της ΕΟΚ αποτέλεσε για την Ελλάδα μονόδρομο. Σίγουρα, οι στενές εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τα σημαντικότερα ιδρυτικά μέλη, και οι τεταμένες ελληνοβρετανικές σχέσεις υπό την επιρροή διεθνοποίησης του Κυπριακού[xxxvi] συνέβαλαν σε αυτόν τον προσανατολισμό. Ωστόσο, καίριας σημασίας ήταν οι βαθύτερες προοπτικές, που άνοιγαν για την Ελλάδα, με την είσοδό της στην ΕΟΚ. Ο απώτερος στόχος του Ζαν Μονέ (Jean Monnet) για ίδρυση μιας κοινωνίας βασισμένης σε κοινές πολιτικές και ηθικές αξίες, προϋπόθετε τον προσδιορισμό της ευρωπαϊκής ταυτότητας[xxxvii], και βρισκόταν σε σύμπλευση με την οπτική της κυβέρνησης Καραμανλή. Η επιλογή της ΕΟΚ από την ελληνική πλευρά μπορούσε να ιδωθεί και ως μια πράξη πίστης στην Ευρώπη, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι οι στενές σχέσεις Ντε Γκωλ-Καραμανλή[xxxviii] και η οπτική τους για το μέλλον της Ευρώπης, επικεντρωμένη περισσότερο σε πολιτικό επίπεδο[xxxix], επηρέασαν συμπληρωματικά την επιλογή της ΕΟΚ έναντι της ΕΖΕΣ.
Στις 8 Ιουνίου 1959, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην επίσημη αίτηση για Σύνδεση, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ΕΟΚ τη δυνατότητα να αποδείξει ότι δεν επρόκειτο απλά για έναν κλειστό οργανισμό προνομιούχων αλλά για έναν οργανισμό ανοιχτό για την Ευρώπη του Νότου.[xl] Αν και οι διαπραγματεύσεις αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δύσκολες, κυρίως εξαιτίας των επιφυλάξεων[xli], που εξέφρασε η πλειοψηφία των κρατών-μελών, χάρη στις επεμβάσεις του Γάλλου προέδρου και στις κοινές προσπάθειες Παρισιού-Βόννης για επίλυση των διαφορών, τελικά στέφθηκαν από επιτυχία.[xlii] Στις 9 Ιουνίου 1961 υπογράφτηκε η συμφωνία Σύνδεσης, ενώ από την 1η Νοεμβρίου 1962 τέθηκε σε ισχύ. Ο Καραμανλής πίστευε βαθιά ότι η Σύνδεση αποτελούσε ένα πρώτο, αλλά σημαντικό, βήμα προς την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου, που θα εξασφάλιζε την επιτυχία των απαραίτητων, για τον ίδιο, μεταρρυθμίσεων για την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική ασφάλεια. Στόχος ήταν η επίτευξη της ανάπτυξης καθώς και η ανακούφιση από το αίσθημα της απομόνωσης.[xliii]

Η αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, που παρατηρήθηκε με την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, υπό την πίεση των διεθνών συνθηκών – Κυπριακό και πολυφωνία απόψεων στο εσωτερικό της ΕΟΚ –, επηρέασε τον ευρύτερο προσανατολισμό της χώρας. Ωστόσο, η πτώση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου και η ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, επανάφερε την ισορροπία[xliv], καθώς και ο ισχυρός υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ήταν της άποψης ότι ΝΑΤΟ και ΕΟΚ είχαν ρόλους συμπληρωματικούς παρά αντιτιθέμενους.[xlv]
Η πολιτιστική πολιτική αρωγός της ανάπτυξης και του εξευρωπαϊσμού
Μέχρι το 1952, οι όποιες προσπάθειες για πολιτιστική πολιτική βασίζονταν στην πλειοψηφία τους σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες.[xlvi] Χάρη, όμως, στην πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη, η δεκαετία του ’50 εγκαινίασε μια πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για αξιοποίηση του πολιτισμού με πολιτικούς όρους. Δύο ήταν οι βασικοί στόχοι των κυβερνήσεων της περιόδου σε επίπεδο πολιτιστικής πολιτικής: η εμπέδωση από τους Έλληνες πολίτες της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας, και η προβολή της χώρας στο εξωτερικό. Προτεραιότητα ήταν η Ελλάδα να ιδωθεί από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ως μια χώρα, που πραγματικά άνηκε στην Ευρώπη, χάρη τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν της. Το ανήκειν στην Ευρώπη αποτελούσε άλλωστε τον πυρήνα της σκέψης των διανοουμένων του κυβερνητικού επιτελείου, που, σε ένα μεγάλο βαθμό, καθόρισαν τις επιλογές σε πολιτιστικό επίπεδο.[xlvii] Η έμφαση στην ευρωπαϊκότητα της χώρας εντατικοποιήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τη Σύνδεση με την ΕΟΚ. Το ζητούμενο ήταν να αποποιηθεί η Ελλάδα την εικόνα του παρελθόντος, που την συνέδεε σχεδόν αυτόματα με την Εγγύς Ανατολή, και να ξανασυστηθεί ως μια αμιγώς ευρωπαϊκή χώρα, χάρη τόσο στο παρελθόν, όσο και στο εξίσου σημαντικό παρόν της.
Στο παρελθόν, (…) οι Ευρωπαίοι όταν ταξίδευαν στην Ελλάδα έλεγαν ότι είχαν πάει στην Ανατολή. Αυτός ο διαχωρισμός δεν υπάρχει πια. (…) Η Ελλάδα είναι μια αληθινή ευρωπαϊκή χώρα, σε αντίθεση με άλλες εκτός του ευρωπαϊκού πολιτισμού.[xlviii]
Αυτό το απόσπασμα συνοψίζει τη βασική επιδίωξη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, υπεύθυνου για τα πολιτιστικά ζητήματα, που επιζητούσε να παρουσιάσει την Ελλάδα ως μια χώρα με πλούτο σύγχρονου πολιτισμού, και όχι ως μια χώρα πνευματικά «νεκρή», γνωστή μόνο χάρη στον αρχαίο πολιτισμό της. Αυτός ήταν ο πρωτεύων λόγος, για τον οποίο κεντρικός άξονας στον σχεδιασμό της κυβέρνησης αποτέλεσε η σύνδεση αρχαίου και σύγχρονου.
Καθοριστικής σημασίας σε αυτήν την επιδίωξη υπήρξε η σύζευξη πολιτισμού και οικονομίας, η οποία διαφαίνεται πρωτίστως μέσα από τις επιλογές στον τομέα του τουρισμού. Η ανάπτυξή του, εκτός από τη θετική επίπτωση σε οικονομικό επίπεδο, θα λειτουργούσε και ως μέσο ενίσχυσης του ζητούμενου επαναπροσδιορισμού της χώρας στη συνείδηση των ξένων. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο τουρισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Η έλλειψη υποδομών, τόσο για την υποδοχή, όσο και τη διαμονή και μετακίνηση των τουριστών, καθιστούσε τις συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες.[xlix] Η οργάνωση της τουριστικής πολιτικής της περιόδου εγκαινιάστηκε με την επανασύσταση του ΕΟΤ (δημιουργημένου από την κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου το 1928-32) και την υπαγωγή του στο υπουργείο Προεδρίας της κυβερνήσεως. Η σύλληψη του τουριστικού προγράμματος της περιόδου 1956-1963, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Για τον ίδιο, ο τουρισμός ήταν η εθνική βιομηχανία της Ελλάδας και ο καλύτερος δίαυλος επικοινωνίας, γνωριμίας και κατανόησης των λαών μεταξύ τους.[l] Στο πρόγραμμα, που εξαγγέλθηκε το 1956, προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, η δημιουργία τουριστικών σχολών και σχολών ξεναγών, ανέγερση ξενοδοχείων – μεταξύ τους, αξίζει να σημειωθεί το «Χίλτον», καθώς κρινόταν απαραίτητο η ελληνική πρωτεύουσα να έχει μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα, αλλά και το πρόγραμμα ‘Ξενία’, που στόχευε στην ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων κατά μήκος των εθνικών οδών, αρχαιολογικών χώρων ή σημείων εξαίρετου φυσικού κάλλους –, συγκρότηση σύγχρονων τουριστικών υποδομών, όπως καζίνο στην Πάρνηθα και γήπεδο γκολφ στη Γλυφάδα, αλλά και βελτίωση της πρόσβασης στους χώρους πολιτισμού.[li] Στόχος ήταν η προσέλκυση, κατά βάση, των Ευρωπαίων.

Η κυβέρνηση εγκαινίασε προωθητικές καμπάνιες στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Χάγη, οι Βρυξέλλες, το Αμβούργο, η Φρανκφούρτη, το Μόναχο, η Βιέννη, η Ρώμη, το Μιλάνο, η Γενεύη και η Ζυρίχη[lii], ενώ, παράλληλα, αύξησε την παρουσία της στην Ευρώπη με την ίδρυση γραφείων σε Λονδίνο, Ρώμη και Στοκχόλμη, εκτός των ήδη υπαρχόντων σε Παρίσι, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη.[liii]
Η έμφαση στην αρχαία Ελλάδα ήταν αναπόφευκτη, εφόσον, ακόμα σε αυτήν την περίοδο, αποτελούσε την πιο γνωστή και οικεία εικόνα της χώρας

στο εξωτερικό. Προτεραιότητα δόθηκε στην αναβάθμιση των υποδομών των σημαντικότερων αρχαιολογικών χώρων. Πιο συγκεκριμένα, στις 17 Ιουνίου 1954,αποφασίστηκε η αποκατάσταση της Ακρόπολης και η αναβάθμιση, με πολιτιστικούς όρους, της ευρύτερης περιοχής γύρω από αυτήν, συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου Ηρώδου του Αττικού, του λόφου Φιλοπάππου και του Αστεροσκοπείου.[liv] Στη σύλληψή του το σχέδιο υπήρξε καινοτόμο καθώς προέβλεπε την ανάδειξη του πιο γνωστού στοιχείου της ελληνικής πρωτεύουσας στο εξωτερικό. Τα έργα ξεκίνησαν στις 11 Ιανουαρίου 1955 υπό την επίβλεψη ομάδας αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, με γενικό υπεύθυνο, τον καθηγητή Δημήτρη Πικιώνη, και επιβλέποντα ανασκαφών, τον αρχαιολόγο, Ιωάννη Μηλιάδη. Προέβλεπαν τη δημιουργία της οδού Διονυσίου Αεροπαγίτου, που θα διευκόλυνε την πρόσβαση στην Ακρόπολη και, ταυτόχρονα, θα διεύρυνε τον αρχαιολογικό χώρο ενώνοντάς την με το θέατρο Ηρώδου του Αττικού, του οποίου οι εργασίες αποκατάστασης είχαν ξεκινήσει, και με την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη, που χρονολογείται στον 17ο αιώνα.[lv] Ωστόσο, τα έργα δεν περιορίστηκαν στην πρωτεύουσα. Για πρώτη φορά, έγινε μια οργανωμένη προσπάθεια για ανάδειξη του αρχαιολογικού πλούτου στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας με ιδιαίτερη έμφαση στη Μακεδονία. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων στην Καβάλα.[lvi]
Συμπληρωματικά προς τις εργασίες στους αρχαιολογικούς χώρους λειτούργησε η ίδρυση μουσείων, η οποία μέσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 γνώρισε πραγματική άνθιση, με στόχο την ανάδειξη της ιστορίας και της τοπικής τέχνης. Η τάση ‘αποκέντρωσης’, που παρατηρήθηκε στην περίπτωση των αρχαιολογικών χώρων, ακολουθήθηκε και σε αυτήν την περίπτωση. Από το 1960 και μετά ξεκίνησαν μελέτες για την ίδρυση μουσείων σε μια σειρά από πόλεις στο σύνολο της ελληνικής περιφέρειας, όπως η Βραυρώνα Αττικής, τα Ιωάννινα, η Καβάλα, οι Φίλιπποι, η Μυτιλήνη, η Κέρκυρα και η Κρήτη.[lvii]
Παράλληλα, επιδιώχθηκε η αναβάθμιση του θεάτρου τόσο μέσω της αξιοποίησης των σημαντικότερων αρχαίων θεάτρων της χώρας, όσο και μέσω της ίδρυσης σύγχρονων σκηνών. Από τις πιο σημαντικές περιπτώσεις είναι η ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στις 13 Ιανουαρίου 1961, έδρα του οποίου ορίστηκε η Θεσσαλονίκη.[lviii] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτυγχανόταν ακόμη περισσότερο η πολιτιστική αναβάθμιση της βόρειας Ελλάδας, καθώς προβλεπόταν η διοργάνωση παραστάσεων αρχαίου και σύγχρονου δράματος. Πρώτος διευθυντής υπήρξε ο Γιώργος Θεοτοκάς[lix], και τον ακολούθησε ο Λίνος Πολίτης, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αποδεικνύοντας μια θέληση για εκσυγχρονισμό και καινοτομία.[lx]


Και σε αυτήν την περίπτωση, η έμφαση αυτή στον θεατρικό τομέα δεν ήταν απομονωμένη της λογικής σύζευξης πολιτισμού-οικονομίας, καθώς ως βασικός στόχος παρέμενε η προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού τουριστών.[lxi] Για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, η σημασία του θεάτρου έγκειται στη ικανότητά του να αποτελέσει «το πιο όμορφο λάβαρο διεθνούς προώθησης» της Ελλάδας.[lxii] Το αρχαίο δράμα, επομένως, ήδη γνωστό στο εξωτερικό, μπορούσε να αποτελέσει κεντρικό άξονα αυτής της προσπάθειας. Σε αυτήν τη λογική εντάσσονται και τα εγκαίνια των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 1955. Στόχος ήταν να παρουσιαστούν στο ελληνικό και διεθνές κοινό «μια σειρά από καλλιτεχνικές παραστάσεις ποιότητας[lxiii] στο περιβάλλον όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, και να συμβάλλουν στην προώθηση του ευρωπαϊκού πολιτιστικού θησαυρού».[lxiv] Ήδη στο πρόγραμμα του πρώτου Φεστιβάλ Αθηνών περιλαμβάνονταν παραστάσεις αρχαίου δράματος, όπερας, συναυλίες συμφωνικής μουσικής, καθώς και παραστάσεις εμπνευσμένες από την ελληνική ιστορία, μυθολογία και λογοτεχνία.[lxv] Τη δεύτερη χρονιά διεξαγωγής του Φεστιβάλ Αθηνών, η διάρκεια διπλασιάστηκε από ένα σε δύο μήνες, και συμμετείχαν συγκροτήματα ξένων καλλιτεχνών, όπως η κρατική όπερα της Βαυαρίας, η συμφωνική ορχήστρα του Αμβούργου και η ολλανδική ορχήστρα δωματίου.[lxvi] Παράλληλα, παραβρέθηκαν σημαντικές διεθνείς προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και του τύπου[lxvii], ύστερα από πρόσκληση των υπευθύνων σε μια προσπάθεια προβολής των Φεστιβάλ στο εξωτερικό και εμπέδωσής τους, στη συνείδηση των Ευρωπαίων, ως πολιτιστικές εκδηλώσεις υψηλών προδιαγραφών.[lxviii]
Μια ακόμη σημαντική πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με στόχο την προβολή της ευρωπαϊκότητας της χώρας, και την περαιτέρω σύζευξη πολιτισμού-οικονομίας αποτέλεσε η εκδήλωση «Ήχος και Φως» το 1959. Με κεντρικό άξονα την προτεραιότητα για προβολή της πολιτιστικής συνέχειας της Ελλάδας, το «Ήχος και Φως» ήρθε να δώσει μια ακόμη διάσταση στις ιδιαίτερα καλές διμερείς σχέσεις με τη Γαλλία, την περίοδο αίτησης για Σύνδεση με την ΕΟΚ, στην οποία η υποστήριξη Ντε Γκωλ υπήρξε αξιοσημείωτη. Η προσέγγιση δεν είναι τυχαία, αν αναλογιστεί κάποιος ότι, και στις δύο περιπτώσεις, υπεύθυνοι για τα πολιτιστικά ζητήματα ήταν δύο προσωπικότητες του πνεύματος – Κωνσταντίνος Τσάτσος και Αντρέ Μαλρώ (André Malraux) –, με σύγκλιση απόψεων.[lxix] Τον Μάρτιο του 1959, η ελληνική πλευρά ζήτησε τη τεχνογνωσία των Γάλλων για τη φωταγώγηση της Ακρόπολης, συνοδευόμενης από μουσική συναυλία και θεατρικές παραστάσεις. Η απάντηση ήταν θετική[lxx], καθώς, για τον Μαλρώ, η Ακρόπολη αποτελούσε σύμβολο της Δύσης[lxxi], αναδεικνύοντας την επικαιρότητα και την καθολικότητα του γεγονότος, και προσδίδοντας του, παράλληλα, πολιτική χροιά. Παρότι και σε αυτήν την περίπτωση, εμφανίστηκαν επικριτές, είναι γεγονός ότι το «Ήχος και Φως» προσέγγισε το ενδιαφέρον τόσο του εγχώριου όσο και του διεθνούς τύπου, με τα αφιερώματα στις ευρωπαϊκές και δη τις γαλλικές εφημερίδες να είναι πολυάριθμα ακόμη και στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1959[lxxii], επιτυγχάνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα στην Ευρώπη, σε μια κρίσιμη περίοδο με την ΕΟΚ λόγω των διαπραγματεύσεων για τη Σύνδεση. Επομένως, σε πολιτικό επίπεδο, αυτή η πρωτοβουλία – ιδιαίτερα ύστερα από την προσέγγιση του Κ. Τσάτσου και Α. Μαλρώ[lxxiii] – ενίσχυσε το μήνυμα της Ελλάδας του «ανήκειν στην Ευρώπη».


Κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το Κέντρο, αν και χρόνια πολιτικής κρίσης, κεντρική επιδίωξη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964, της σημαντικότερης πρωτοβουλίας σε ένα ευρύτερο πολιτιστικό επίπεδο, ήταν η δημιουργία «πολιτών του κόσμου». Με πρότυπο, την οργάνωση των σημαντικότερων δυτικοευρωπαϊκών κρατών, η ελληνική πλευρά επιδίωξε τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, δίνοντας έμφαση στην τεχνολογία και στα σύγχρονα επαγγέλματα υψηλής ζήτησης, καθώς και στις διεθνείς συνεργασίες. Η προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις της εποχής αποτελούσε για τους υπεύθυνους – μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες ήταν ο Ευάγγελος Παπανούτσος – αναγκαιότητα, ώστε να είναι σε θέση η ελληνική κοινωνία να ανταγωνιστεί με ισάξιους όρους, στο ύψιστο δυνατό, τους άλλους Ευρωπαίους και να εξασφαλίσει ισάξιες ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη.[lxxiv]
Συμπεράσματα
Κατά τα χρόνια 1952-1963 η χώρα βίωσε μια περίοδο πολιτικής σταθερότητας, η οποία συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδίου και στρατηγικής. Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, η οποία έδωσε σε πολιτικούς, που διέθεταν στρατηγική σύλληψη, τη δυνατότητα να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν τους κεντρικούς άξονες μιας ευρωπαϊκής και μιας πολιτιστικής πολιτικής, που, με τη σειρά τους, θα ενίσχυαν το επίπεδο ανάπτυξης. Ο πολιτισμός, ιδωμένος ως το θεμέλιο στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες του προγράμματος ανάπτυξης. Θεωρήθηκε ένα σημαντικό εργαλείο ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η Ελλάδα διεκδικούσε μια ουσιαστική θέση στην Ευρώπη, εφόσον η ίδρυση της ΕΟΚ λειτούργησε ως εφαλτήριο για την διεκδίκηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσής της. Το πολιτιστικό σχέδιο δράσης, που αναπτύχθηκε από τις κυβερνήσεις της εξεταζόμενης περιόδου, αποτύπωνε ακριβώς αυτές τις προτεραιότητες και την οπτική των υπευθύνων πίσω από αυτήν την αναβάθμιση του πολιτισμού τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Για τους Ευρωπαίους, η Ελλάδα ήταν κυρίως η αρχαία Ελλάδα, το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να γίνει διαχωρισμός στον σχεδιασμό πολιτιστικής πολιτικής από την παράδοση που υπήρχε στη δυτική Ευρώπη. Αντίθετα, ήταν λογικό, στο πλαίσιο προσέλκυσης τουριστών, να προωθηθεί μια εικόνα, ήδη γνωστή και εύκολα αναγνωρίσιμη. Σε αυτήν τη λογική, μπορούν να συμπεριληφθούν και οι δύο σημαντικότερες πρωτοβουλίες του β’ μισού της δεκαετίας του ’50, τα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, καθώς και η εκδήλωση «Ήχος και Φως», που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού. Η προώθηση του τουρισμού ήταν απαραίτητο συστατικό στοιχείο για την ανάπτυξη της πολιτιστικής πολιτικής, που θα επέτρεπε την επίτευξη των σημαντικότερων στόχων της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ουσιαστικό στοιχείο, πάντως, ήταν η εμφανής προσπάθεια για διάδραση μεταξύ της νέας συγκροτημένης πολιτιστικής πολιτικής και της οικονομίας, πρωτίστως μέσω της σύνδεσής της με τον τουρισμό, όσο και με άλλες ανάγκες της χώρας, π.χ. τη δημιουργία υποδομών και την περιφερειακή ανάπτυξη. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 προσπαθούσε αγωνιωδώς να ανέλθει οικονομικά, μετά από μια εφιαλτική περίοδο (1922-1949). Οι λιγοστοί πόροι της, επομένως, όφειλαν να κατευθυνθούν σε τομείς που θα έφερναν αντίστοιχο οικονομικό αποτέλεσμα. Η νέα πολιτιστική πολιτική δεν συνόδευε απλώς την ευρύτερη εικόνα της οικονομικής ανόδου της χώρας μετά το 1953, και δεν ήταν μόνον το αποτέλεσμά της: είχε σκοπό παράλληλα να την υποστηρίξει, προσφέροντας και μέσα για την άσκηση μιας ήπιας δημόσιας διπλωματίας στο εξωτερικό και ειδικά στη δυτική Ευρώπη, που θα υποστήριζε τον στόχο της Σύνδεσης με την ΕΟΚ και την αποδοχή της Ελλάδας ως οργανικού τμήματος του ευρωπαϊκού συνόλου. Υπό αυτή την έννοια, η νέα πολιτιστική πολιτική αναπτύχθηκε ως μέρος του συνολικού σχεδιασμού για το μέλλον της χώρας.
Τέλος, αναφορικά με την υποπερίοδο 1963-1967, οι θέσεις της Ένωσης Κέντρου, εξαιτίας, κατά βάση, των εσωκομματικών διαφορών, δεν ήταν ούτε καλά καθορισμένες ούτε σταθερές. Είχε ένα πολύ πιο γενικό και θεωρητικό όραμα για την Ευρώπη, και δεν ανάπτυξε μια συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική. Αν και οι κυβερνώντες μετά την κρίση του 1965 έκαναν ένα νέο άνοιγμα προς την ΕΟΚ, δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος, αλλά ούτε και ο απαιτούμενος χώρος ώστε να γίνει η σωστή προετοιμασία, και να υπάρχει πολιτική σαφήνεια. Η μόνη περίπτωση μιας συνεκτικής πολιτικής από τον χώρο του Κέντρου ήταν αυτή της εκπαίδευσης, η μεταρρύθμιση της οποίας αποτελούσε ουσιαστικό μέτρο για εξευρωπαϊσμό και ανάπτυξη. Και αυτή όμως η πολιτική έπεσε θύμα των εσωτερικών αντιπαλοτήτων της παράταξης μετά το 1965. Επομένως, η θεμελιώδης ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν αμφισβητήθηκε και ο στόχος της ανάπτυξης παρέμεινε μέσα στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων του Κέντρου. Ωστόσο, η έλλειψη σαφούς προσανατολισμού και η πολιτική αστάθεια, που εντάθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληξη στην ταπεινωτική δικτατορία, οδηγώντας, έτσι, τα πράγματα σε βίαιη παύση της πορείας της χώρας μέσα στην μεταπολεμική εποχή.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Βασιλάκης, Μανώλης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, Αθήνα, Παπαζήσης, 2009
- Botsiou, Konstantina, Griechenlands Weg nach Europa. Von der Truman-Doktrin bis zur Assoziierung mit der Europäischen Wirtschaftsgemeinschaft 1947-1961, Φρανκφούρτη, Peter Lang, 1999
- Γεώργιος Παπανδρέου. Εξήντα χρόνια παρουσίας και δράσης στην πολιτική ζωή, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1994
- Διαμαντόπουλος, Θανάσης, Η ελληνική συντηρητική παράταξη: Ιστορική προσέγγιση και πολιτικά χαρακτηριστικά. Από το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη στη ΝΔ του Έβερτ, Αθήνα, Παπαζήσης, 1994
- Ζορμπά, Μυρσίνη, Πολιτική του Πολιτισμού. Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, Αθήνα, Πατάκης, 2016
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 2000
- Καζάκος, Πάνος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000, Αθήνα, Πατάκης, 2001
- Κωστής, Κώστας, «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας». Η διαμόρφωση του Νεοελληνικού Κράτους 18ος-21ος αιώνας, Αθήνα, Πατάκης, 2015
- Νικολακόπουλος, Ηλίας, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967, Αθήνα, Πατάκης, 2000
- Ντε Γκωλ και Καραμανλής. Το Έθνος, το Κράτος, η Ευρώπη, Διημερίδα, Αθήνα, 5 και 6 Οκτωβρίου 2000, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Πατάκης, 2002
- Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Φιλελεύθερη Θεωρία και Πρακτική στην πολιτική και στην κοινωνία της Ελλάδος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1991
- Pelt, Mogens, Tying Greece to the West. US – West German – Greek Relations 1949-74, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 2006
- Plassmann, Lorenz, Comme une nuit de Pâques ? Les relations franco-grecques 1944-1981, Βρυξέλλες, Peter Lang, 2012
- Poimenidou, Antigoni-Despoina, La culture comme facteur d’européisation. Le rôle de l’argument culturel dans la politique européenne de la Grèce (1944-1979), Bruxelles, Peter Lang, 2020
- Προβατά, Ανθή, Ιδεολογικά ρεύματα, πολιτικά κόμματα και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (1950-1965). Ο λόγος για την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση και ανάπτυξη, Αθήνα, Gutenberg, 2002
- Ρήγος, Άλκης, Σεφεριάδης, Σεραφείμ, Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008
- Ριζάς, Σωτήρης, Παρατάξεις και κόμματα στην μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016
- Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008
- Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Μπότσιου, Κωνσταντίνα, Χατζηβασιλείου Ευάνθης (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον 20ο αιώνα, τ. Α-Γ, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, 2008
- Stefanidis, Ioannis, Stirring the Greek Nation. Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967, Ashgate, 2007
- Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979, Αθήνα, Πατάκης, 2010
Σημειώσεις
[i] Η περίοδος από το 1952 μέχρι και το 1963 χαρακτηρίζεται από την επικράτηση της Δεξιάς – Ελληνικός Συναγερμός (1952-1956) και ΕΡΕ (1956-1963) –, η οποία κατέστησε φανερό, ήδη από τις εκλογές του 1952, ότι αντικατόπτριζε μια πολιτική κατεύθυνση συνολικού χαρακτήρα με μακροχρόνια προοπτική. [Νικολακόπουλος, Ηλίας, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967, Αθήνα, Πατάκης, 2000, σ. 179. Βλ. ακόμα Δαφνής, Γρηγόριος, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος (1894-1964), Αθήνα, Ίκαρος, 1970].
[ii] Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979, Αθήνα, Πατάκης, 2010, σ. 269-270.
[iii] Βλ. Σταύρου, Νικόλαος, Συμμαχική πολιτική και στρατιωτικές επεμβάσεις: ο πολιτικός ρόλος των Ελλήνων στρατιωτικών, Αθήνα, Παπαζήσης, 1976.
[iv] Βλ. Κωστής, Κώστας, «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας». Η διαμόρφωση του Νεοελληνικού Κράτους 18ος-21ος αιώνας, Αθήνα, Πατάκης, 2015, σ. 722 κ’ εξής / Ριζάς, Σωτήρης, Παρατάξεις και κόμματα στην μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, σ. 21
[v] Νικολακόπουλος, Ηλίας, «Η περίοδος της Ανάπτυξης 1949-1967. Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 2000, σσ. 172-223, σ. 194.
[vi] Βλ. ανάμεσα σε άλλα, Διαμαντόπουλος, Θανάσης, Η ελληνική συντηρητική παράταξη: Ιστορική προσέγγιση και πολιτικά χαρακτηριστικά. Από το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη στη ΝΔ του Έβερτ, Αθήνα, Παπαζήσης, 1994.
[vii] Βλ. Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, ό.π., σ. 345-361.
[viii] Βλ. Καζάκος, Πάνος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000, Αθήνα, Πατάκης, 2001, σ. 128-169.
[ix] Ό.π., σ. 169.
[x] Ό.π.. σ. 169-176.
[xi] Η συμφωνία με τη Γαλλία υπογράφτηκε στις 15 Ιουλίου 1953 (Αναφορά της Ελληνικής Πρεσβείας στο Παρίσι για τις οικονομικές σχέσεις με τη Γαλλία, 15 Απριλίου 1959, Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή [εφεξής ΑΚΚ], Φ. 12Α). Η συμφωνία με τη Γερμανία υπογράφτηκε στις 11 Νοεμβρίου 1953 και αφορούσε στην ανάπτυξη των διμερών εμπορικών συναλλαγών και ευρύτερα της οικονομικής συνεργασίας. (Συμφωνία για Οικονομική Συνεργασία ανάμεσα σε Ελλάδα και Δυτική Γερμανία, Νοέμβριος 1953, ΑΚΚ, Φ. 1Α).
[xii] Για τον Παπαληγούρα, βλ. Ψαλιδόπουλος, Μιχάλης, «Ο “ρεαλιστικός φιλελευθερισμός” του Παναγή Παπαληγούρα και η οικονομική πολιτική της περιόδου 1952-67», Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τ. Α’, Αθήνα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 1994, σσ. 376-381.
[xiii] Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, ό.π., σ. 342.
[xiv] Βλ. Ψαλιδόπουλος, «Ο οικονομικός φιλελευθερισμός στην Ελλάδα», Φιλελεύθερη Έμφαση, 41 (2009), σσ. 114-125.
[xv] Αποτελούσε βασικό αίτημα των ριζοσπαστών ήδη από τη δεκαετία του ’30, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στον πυρήνα της ΕΡΕ. [Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, ό.π., σ. 351].
[xvi] Για την αναλυτική παρουσίαση των διαπραγματεύσεων και της πορείας μέχρι τη Σύνδεση, βλ. Botsiou, Konstantina, Griechenlands Weg nach Europa: Von der Truman-Doktrin bis zur Assoziierung mit der Europäischen Wirtschaftsgemeinschaft, 1947-1961, Φρανκφούρτη, Peter Lang, 1999.
[xvii] Βλ. Ομιλία του Π. Παπαληγούρα «Η Σύνδεσις της Ελλάδος με την ΕΟΚ» (10/07/1961), στο Ψαλιδόπουλος, Μιχάλης (επιμ.), Παναγή Παπαληγούρα. Ομιλίες-Άρθρα, Αθήνα, Αίολος, 1996, σ. 246.
[xviii] Διαμαντόπουλος, Θανάσης, «Η Ένωση Κέντρου και η πολιτική κρίση του 1965», Γεώργιος Παπανδρέου. Εξήντα χρόνια παρουσίας και δράσης στην πολιτική ζωή, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1994, σ. 306.
[xix] Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Χρηστίδης, Χρήστος, Ανένδοτος Αγώνας. Η Ένωση Κέντρου ενώπιον της ρήξης 1961-1963, Αθήνα, Επίκεντρο, 2018.
[xx] Βλ. Αλιβιζάτος, Νίκος, «Πέραν του συνταγματικού ρεαλισμού: Καραμανλής και Ντε Γκωλ μπροστά στο Σύνταγμα», Ντε Γκωλ και Καραμανλής. Το Έθνος, το Κράτος, η Ευρώπη, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Πατάκης, 2001, σσ. 85-91.
[xxi] Βλ. Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, ό.π., σ. 501.
[xxii] Βλ. Διαμαντόπουλος, Θανάσης, «Η Ένωση Κέντρου: Κόμμα αρχών ή ομάδα εξουσίας;», Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Φιλελεύθερη Θεωρία και Πρακτική στην πολιτική και στην κοινωνία της Ελλάδος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1991, σσ. 131-149, σ. 131-133.
[xxiii] Βλ. ανάμεσα σε άλλα, Meynaud, Jean, Les forces politiques en Grèce, Lausanne, 1965 / Ρήγος, Άλκης, Σεφεριάδης, Σεραφείμ, Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008 / Βασιλάκης, Μανώλης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, Αθήνα, Παπαζήσης, 2009.
[xxiv] Δύο σημαντικά παραδείγματα αποτελούν η αναβάθμιση του ΚΟΕ σε Κέντρο Προγραμματισμού και Ερευνών (ΚΕΠΕ) και η οργανική σύνδεσή του με το υπουργείο Συντονισμού, και, από την άλλη πλευρά, η καθιέρωση του «Πόθεν έσχες», σε μια προσπάθεια ελέγχου της πολιτικής διαφθοράς. [Βλ. Καζάκος, Πάνος, ό.π., σ. 262-263].
[xxv] Η ΕΡΕ επέμενε στην ανάγκη για προτεραιότητα της νομισματικής σταθερότητας, ενώ η Ένωση Κέντρου τόνιζε τη σημασία να ληφθούν υπόψη οι υπάρχουσες ανισότητες, και να υπάρξει μια συμμετοχή επί ίσοις όροις των εργαζομένων στα οφέλη της ανάπτυξης. [Καζάκος, Πάνος, ό.π., 176].
[xxvi] Βόγλης, Πολυμέρης, Ο Paul Porter και η Αμερικανική οικονομική αποστολή στην Ελλάδα (18 Ιανουαρίου-22 Μαρτίου 1947), τ. 27, Αθήνα, Μνήμων, 2005, σ. 285-300. Για το Σχέδιο Μάρσαλ βλ. Σταθάκης, Γιώργος, Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ. Η Ιστορία της Αμερικάνικης Βοήθειας στην Ελλάδα, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2004.
[xxvii] Βλ. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, «Καθοριστικές παράμετροι στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, 1936-1949 – Γενικές διαπιστώσεις και υποθέσεις», στο Φλάισερ, Χάγκεν (επιμ.), Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και Συνέχειες, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003, σ. 37-43.
[xxviii] Βλ. Iatrides, John, «Αμερικανικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα του πρώιμου Ψυχρού Πολέμου. Η αναζήτηση του «ισχυρού ανδρός» και η «λύση Παπάγου»», στο Μαραντζίδης, Νίκος, Μιχαηλίδης, Ιάκωβος, Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (επιμ.), Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος. Επεκτείνοντας τις ερμηνείες, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2018, σσ. 19-48.
[xxix] Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008, σ. 30-33.
[xxx] Η σύγκλιση των απόψεων Πλαστήρα και Παπάγου είναι εμφανής. (Ελευθερία, 19 Φεβρουαρίου 1952).
[xxxi] Στεφανίδης, Ιωάννης, «Οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας 1949-1955. Σε αναζήτηση ασφάλειας», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 2000, σσ. 237-247.
[xxxii] Ό.π., σ. 247.
[xxxiii] Βλ. υποσημείωση 11.
[xxxiv] Βλ. Pelt, Mogens, Tying Greece to the West. US – West German – Greek Relations 1949-74, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 2006, p. 80-81. Για μεγαλύτερη ανάλυση, βλ. Stefanidis, Ioannis, Stirring the Greek Nation. Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967, Ashgate, 2007.
[xxxv] Το σημαντικότερο παράδειγμα είναι η ένθερμη υποστήριξη του Σχεδίου Μπριάν (1929) από την κυβέρνηση Βενιζέλου, που εκτός των άλλων συνέβαλε και στην επαναπροσέγγιση Ελλάδας-Γαλλίας. Βλ. Svolopoulos, Constantin, « L’attitude de la Grèce vis-à-vis du Projet Briand “d’Union Fédérale de l’Europe” », Balkan Studies, 29/1 (1988), pp. 29-38.
[xxxvi] Βλ. μεταξύ άλλων Αλεξάνδρου, Χαράλαμπος, «Βρετανική και ελληνική προπαγάνδα για την Κύπρο, 1954-1958: η διεθνής πτυχή», στο Παπαπολυβίου, Πέτρος, Συρίγος, Άγγελος, Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (επιμ.), Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο, Αθήνα-Λευκωσία, Πατάκης/Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος, 2013, σσ. 85-95 / Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Στρατηγικές του Κυπριακού: Η δεκαετία του 1950, Αθήνα, Πατάκης, 2004.
[xxxvii] Βλ. Fontaine, Pascal, Jean Monnet. L’inspirateur, Paris, Jacques Grancher, 1988, p. 155-161.
[xxxviii] Η περαιτέρω σύσφιξη των ελληνογαλλικών σχέσεων, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη στήριξη της Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ από τη Γαλλία ξεκίνησε το 1960 με την επίσημη επίσκεψη Καραμανλή στη γαλλική πρωτεύουσα και κορυφώθηκε με την επίσκεψη Ντε Γκωλ στην Ελλάδα τρία χρόνια αργότερα. (Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, ό.π., σ. 167-181.)
[xxxix] Βλ. ανάμεσα σε άλλα, Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, «Η “Ευρώπη” του Καραμανλή», Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Ευρωπαϊκή Πορεία της Ελλάδας, Διημερίδα 25-26 Νοεμβρίου 1999, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Πατάκης, 2000, σσ. 23-27 / Βαληνάκης, Γιάννης, «Η ευρωπαϊκή ενοποίηση στη σκέψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή», Ντε Γκωλ και Καραμανλής. Το Έθνος, το Κράτος, η Ευρώπη, Διημερίδα, Αθήνα, 5 και 6 Οκτωβρίου, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Πατάκης, 2002, σσ. 127-132 / Morelle, Chantal, «Les conceptions européennes du Général de Gaulle», Ντε Γκωλ και Καραμανλής. Το Έθνος, το Κράτος, η Ευρώπη, ό.π., σσ. 133-147.
[xl] Χαρίτος, Σπύρος, Ελλάδα-ΕΟΚ 1959-1979. Από τη Σύνδεση στην Ένταξη, Αθήνα, Παπαζήσης, 1981, σ. 15-17.
[xli] Οι επιφυλάξεις σχετίζονταν πρωτίστως με τα αγροτικά προϊόντα και τον πιθανό αρνητικό αντίκτυπο που θα είχε η σύνδεση με την Ελλάδα στις οικονομίες χωρών με παρόμοια παραγωγή, όπως π.χ. η Ιταλία. [Για μια αναλυτική παρουσίαση της πορείας των διαπραγματεύσεων, βλ. Botsiou, Konstantina, Griechenlands Weg nach Europa, ό.π.].
[xlii] Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, «Η ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας και ο στρατηγός Ντε Γκωλ 1959-1963», Ντε Γκωλ και Καραμανλής. Το Έθνος, το Κράτος, η Ευρώπη, ό.π., σσ. 167-181, σ. 177-178.
[xliii] Μπότσιου, Κωνσταντίνα (επιμ.), Παναγής Παπαληγούρας. Η Κύρωση της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ (1962), Τετράδια Κοινοβουκευτικού Λόγου Ι, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2010, σ. 13.
[xliv] Βλ. Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Ελληνική Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1965-1966. Επαναδραστηριοποίηση στο Κοινοτικό Πλαίσιο, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, 2003.
[xlv] Ελευθερία, 13 Νοεμβρίου 1965.
[xlvi] Βλ. Poimenidou, Antigoni-Despoina, La culture comme facteur d’européisation. Le rôle de l’argument culturel dans la politique européenne de la Grèce (1944-1979), Βρυξέλλες, Peter Lang, 2020, σ. 69-76.
[xlvii] Η νέα αυτή τάση γεννήθηκε στην Ελλάδα μέσα στον μεσοπόλεμο. Οι εκπρόσωποί της – πολιτικά προσκείμενοι από τη Δεξιά/Κεντροδεξιά (π.χ. Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος) μέχρι και το Κέντρο (π.χ. Γιώργος Θεοτοκάς), παρόμοιων απόψεων στο φάσμα του ριζοσπαστικού ρεύματος, έκαναν έκκληση στη νέα γενιά να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα· το βλέμμα τους στράφηκε στην Ευρώπη σχεδόν φυσικά. Για πρώτη φορά, εκφράστηκε στο Ελεύθερο Πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά (1929) και εκπροσωπήθηκε έντονα και στο μυθιστόρημα του ίδιου Αργώ (1936), στο οποίο υπογράμμισε τη σημασία της ελληνικότητας, και μιας Ελλάδας ικανής να υπερασπιστεί το παρελθόν και την ιστορία της έναντι του στους άλλους Ευρωπαίους. Σημαντικό είναι να υπογραμμιστεί ότι οι ιδέες τους πραγματοποιήθηκαν υπό την επήρεια σημαντικών γεγονότων. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, ο ελληνικός Ευρωπαϊσμός παρέμεινε μια θεωρητική επιλογή χωρίς εφαρμογή στην πολιτική ατζέντα, αφού η Ευρώπη παρέμενε διαιρεμένη βαθιά μεταξύ της δυτικής δημοκρατίας, του φασισμού και του κομμουνισμού. Στο τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, όμως, ο θρίαμβος επί του φασισμού άνοιξε το δρόμο για την οικοδόμηση μιας νέας και δημοκρατικής Ευρώπης· υπήρχε πλέον η δυνατότητα για την εφαρμογή ενός πρακτικού Ευρωπαϊσμού. Προσχωρώντας δε στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, μερικοί από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της νέας γενιάς διανοουμένων, είχαν τη δυνατότητα να μετατρέψουν τη θεωρία της ελληνικής προσέγγισης της Ευρώπης σε πράξη. [Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Poimenidou, Antigoni-Despoina, « Culture, Politique et Démocratie : Les Grecs à la recherche d’une option européenne, 1929-1982 », Les Cahiers IRICE, 12 (2014/2), σσ. 105-117].
[xlviii] Ομιλία Κ. Τσάτσου, Δεκέμβριος 1961, Αρχείο Κωνσταντίνου Τσάτσου [εφεξής ΑΚΤ], φ. 65/5.
[xlix] Ο τουρισμός στην Ελλάδα – Συνοπτική παρουσίαση για την ανάπτυξη και τη σύγχρονη κατάσταση, Αύγουστος 1965, ΑΚΤ, φ. 68/2.
[l] Ομιλία Κ. Τσάτσου ‘Ο Τουρισμός και η ανάπτυξή του στην Ελλάδα’, 30 Μαρτίου 1960, ΑΚΤ, φ. 57/4.
[li] Περίληψη εξαγγελίας Κ. Τσάτσου, 7 Απριλίου 1956, στο Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα, τ. Β’, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Εκδοτική Αθηνών, 1992, σ. 50-51.
[lii] Ο τουρισμός στην Ελλάδα – Συνοπτική παρουσίαση για την ανάπτυξη και τη σύγχρονη κατάσταση, ό.π.
[liii] Τουριστικό πρόγραμμα, [196_], ΑΚΤ, φ. 63/3.
[liv] Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα, ό.π., σ. 195-196.
[lv] Ό.π,, σ. 217-218.
[lvi] Από το 1957, στο συγκεκριμένο θέατρο ανέβηκαν παραστάσεις αρχαίου δράματος, αναβαθμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πολιτιστικά τη βόρεια Ελλάδα. [Κείμενο του τοπικού γραφείου τουρισμού Καβάλας-Θάσου, 19 Αυγούστου 1958, ΑΚΚ, Φ. 355Α].
[lvii] Αναφορά συνεδρίασης της επιτροπής της βουλής για το νόμο 35, 21 Ιουλίου 1961, ΑΚΤ, φ. 63/1.
[lviii] Για περισσότερη ανάλυση, βλ. Ευαγγελάτος, Σπύρος, «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος», στο Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Μπότσιου, Κωνσταντίνα, Χατζηβασιλείου Ευάνθης (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον 20ο αιώνα, τ. Γ’, Αθήνα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, 2008, σσ. 274-277.
[lix] Ο ρόλος του Θεοτοκά στην ίδρυση του ΚΘΒΕ υπήρξε σημαντική καθώς ήταν πρότασή του, κατά τις συζητήσεις με τον Καραμανλή για την προώθηση της πολιτιστικής και πνευματικής ζωής στη Βόρεια Ελλάδα.
[lx] Έγγραφο για το ΚΘΒΕ, [196_], ΑΚΤ, φ. 57/1.
[lxi] Σημειώσεις Κ. Τσάτσου για το θέατρο, [196_], ΑΚΤ, φ. 57/3.
[lxii] Ό.π.
[lxiii] Αυτός ήταν και ο λόγος που οι προσκλήσεις συμμετοχής απευθύνονταν τόσο σε Έλληνες καλλιτέχνες, διεθνώς αναγνωρισμένους, όσο και σε ξένους.
[lxiv] Πρόγραμμα Φεστιβάλ Αθηνών του έτους 1958.
[lxv] Κείμενο σχετικό με τα Φεστιβάλ, 1956, Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα, ό.π., σ. 175.
[lxvi] Πρόγραμμα Φεστιβάλ Αθηνών του έτους 1956.
[lxvii] Κατάλογος προσκεκλημένων, 1956, ΑΚΤ, φ. 55/6.
[lxviii] Πρέπει να τονιστεί ότι, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, παρά την επιτυχία των Φεστιβάλ και της ζητούμενης προβολής της χώρας στο εξωτερικό, οι φωνές, που ασκούσαν κριτική, υπήρξαν πολυπληθείς. Σε αρκετές περιπτώσεις προέκυψαν ερωτήματα αναφορικά με τις δαπάνες για τη συμμετοχή ορισμένων καλλιτεχνών διεθνούς φήμης, όπως στην περίπτωση της Μαρίας Κάλλας το 1957, καθώς και διαφωνίες σε ζητήματα εκμοντερνισμού. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της χορογραφίας του Οικονομίδη στον Ορφέα, το 1956 [Τα Νέα, 7 Ιουνίου 1956], και η παράσταση των Ορνίθων του θεάτρου τέχνης, το 1959, το οποίο μάλιστα προκάλεσε δημόσιο διάλογο – Μάνος Χατζιδάκις, υπέρ (Τα Νέα, 1 Σεπτεμβρίου 1959) / Άγγελος Τερζάκης, κατά (Το Βήμα, 1 Σεπτεμβρίου 1959) –, και μια σειρά από καρικατούρες του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ύστερα από την απόφασή του για απόσυρση της παράστασης από το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών. Είναι φανερό ότι σε μια κοινωνία, ακόμα διχασμένη από τον Εμφύλιο, και αρκετά συντηρητική, διαφωνίες και, σε αρκετές περιπτώσεις, η πόλωση ήταν αναπόφευκτες. [Βλ. Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, «Το πνευματικό υπόβαθρο των πολιτικών επιλογών του Κωνσταντίνου Τσάτσου», Κωνσταντίνος Τσάτσος, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, 2018, σ. 102]. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι την εξεταζόμενη περίοδο ακόμη υπήρχαν διαφωνίες ανάμεσα στους εκπροσώπους των διαφορετικών πολιτικών προσανατολισμών αναφορικά με την αντίληψη της έννοιας «πολιτισμός» και τι αυτός ο τελευταίος όφειλε να αντιπροσωπεύει. [Βλ., Ζορμπά, Μυρσίνη, Πολιτική του Πολιτισμού. Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, Αθήνα, Πατάκης, 2016].
[lxix] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Plassmann, Lorenz, Comme une nuit de Pâques ? Les relations franco-grecques 1944-1981, Βρυξέλλες, Peter Lang, 2012, σ. 125-128.
[lxx] Γράμμα του Μαλρώ στον Τσάτσο, 31 Μαρτίου 1959, ΑΚΤ, φ. 64/1.
[lxxi] Ομιλία του Μαλρώ στην Ακρόπολη, 28 Μαΐου 1959, ΑΚΤ, φ. 64/1.
[lxxii] Βλ. αποκόμματα τύπου, ΑΚΤ, φ. φ. 64/1.
[lxxiii] Βλ. ομιλίες των Τσάτσου και Μαλρώ στην Ακρόπολη, ΑΚΤ, φ. 64/1.
[lxxiv] Βλ. ανάμεσα σε άλλα, Παπανούτσος, Ευάγγελος, Αγώνες και αγωνία για την Παιδεία, Αθήνα, Ίκαρος, 1965 / Τουλούπης, Φάνης, «Τριάντα χρόνια από την Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. “Δίσεκτοι Χρόνοι”», Πρακτικά Συνεδρίου «Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964: Τριάντα χρόνια μετά», Πάτρα 12 και 13 Νοεμβρίου 1994, Πάτρα, Ένωση Φίλων του Ιδρύματος Γεωργίου Παπανδρέου, 1995, 81-101 / Γέρου, Θεόφραστος, «Η βαθύτερη σημασία της εκπαιδευτικής αλλαγής του 1964. Απαγκίστρωση από αγκυλώσεις», Πρακτικά Συνεδρίου «Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964: Τριάντα χρόνια μετά», ό.π., σ. 163-168 / Προβατά, Ανθή, Ιδεολογικά ρεύματα, πολιτικά κόμματα και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (1950-1965). Ο λόγος για την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση και ανάπτυξη, Αθήνα, Gutenberg, 2002.