Κυριάκος Χατζηκυριακίδης
Μετοικεσίες των Ελλήνων της Ρωσίας και της ΕΣΣΔ στη Μακεδονία
στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα
Κανενός τμήματος του εν διασπορά Ελληνισμού η ιστορία δεν συνδέεται τόσον στενά
με την καθόλου ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους, όσον στενά και αδιάσπαστα
είναι συνδεδεμένη με αυτήν η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας.
Ελευθέριος Παυλίδης (1876-1974)
Μερικές γενικές παρατηρήσεις
Εδώ και μισόν αιώνα περίπου η νεοελληνική ιστοριογραφία άρχισε να στρέφει σταδιακά την προσοχή της και σε ένα μάλλον παραμελημένο κεφάλαιο της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς: στις τύχες των Ελλήνων της τσαρικής Ρωσίας και της διαδοχικής της Σοβιετικής Ένωσης. Πολλές πτυχές τής ιστορικής εξέλιξης των ελληνικών εστιών τής αχανούς (παρά τις εδαφικές της αναμορφώσεις και αναδιπλώσεις) αυτής χώρας παραμένουν ακόμα ακατάγραφες. Ωστόσο η εικόνα που διαθέτουμε σήμερα για την τύχη τού σημαντικού αυτού τμήματος του απόδημου Ελληνισμού είναι γενικά ικανοποιητική. Οι σχετικά πρόσφατες επίσης έρευνες έχουν επίσης κάνει γνωστά και τα κύματα της «παλινόστησης» που σάρωσαν κυριολεκτικά τον Ελληνισμό της πρώην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα των επιμέρους Σ. Σ. Δημοκρατιών, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος και τη διάλυση της άλλοτε κραταιάς Συνομοσπονδίας. Λιγότερο γνωστές παραμένουν οι παλαιότερες παλινοστήσεις, προπάντων εκείνες που επιχειρήθηκαν στα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται η παρούσα εργασία, η οποία πάντως αφορά τις εγκαταστάσεις των Ελλήνων της Ρωσίας στον μακεδονικό χώρο.
Οι εκτιμήσεις για τα δημογραφικά στοιχεία των ελληνικών πληθυσμών στη ρωσική επικράτεια στα τέλη του 19ου αιώνα παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση συγκριτικά με την επίσης αμφισβητούμενη πρώτη επίσημη ρωσική απογραφή του 1897. Ενώ δηλαδή ο αρχιμ. Πανάρετος Τοπαλίδης υπολόγιζε στις 350 χιλ. όλους τους Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην τσαρική Ρωσία, σύμφωνα με τη ρωσική απογραφή δεν ξεπερνούσαν τις 207.536 άτομα. Από τον πληθυσμό αυτόν (στη συντριπτική πλειονότητά του ελληνόφωνο), το μισό ήταν εγκαταστημένο στον Καύκασο και την Υπερκαυκασία· και προερχόταν κατά κύριο λόγο από τον τουρκοκρατούμενο Πόντο. Στις αρχές του 20ού αιώνα το ελληνικό στοιχείο της «Νέας Ρωσίας» (δηλαδή της περιοχής που κάλυπτε τις νότιες προς τον Εύξεινο Πόντο κτήσεις της Αυτοκρατορίας) είτε παρέμεινε στάσιμο είτε και μειώθηκε αριθμητικά. Η κατάσταση αυτή αποδίδεται στις εσωτερικές μετακινήσεις των Ελλήνων σε άλλα εμπορικά κέντρα της νότιας Ρωσίας και γενικότερα της ελληνικής Διασποράς, στον εκρωσισμό των παλαιότερων γενεών κ.λπ.

Αντίθετα, ο ελληνικός πληθυσμός του βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας σημείωσε μερική ή και συνολική δημογραφική (και οικονομική) ανάπτυξη, με την ανανέωση παλιών και τη δημιουργία νέων συγκροτημένων ελληνορθόδοξων κοινοτήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ο Ελληνισμός των περιοχών αυτών έφθανε στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τους 180 χιλ. Η κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος και η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Τραπεζούντα και την ευρύτερη περιοχή της (1917) προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στο ελληνικό στοιχείο. Επρόκειτο όμως μόνο για την αρχή των δεινών του: τα διασταυρούμενα πυρά μεταξύ Ρώσων και Οθωμανών, μπολσεβίκων και εθνικιστών, Αρμενίων-Γεωργιανών και Αζέρων (διάλυση της Υπερκαυκασιανικής Ομοσπονδίας), οι ανηλεείς διώξεις των Οθωμανών ιδιαίτερα μετά και τη ρωσογερμανική συνθήκη του Brest-Litovsk (1918), η ελληνική στρατιωτική συμμετοχή στην αντιμπολσεβικική εκστρατεία στην Ουκρανία και τη νότια Ρωσία (1919), οι αποτυχημένες προσπάθειες σύστασης Αυτόνομης Δημοκρατίας του Πόντου ή δυαδικού ελληνο-αρμενικού ομοσπονδιακού κράτους (1917-1922), και η κεμαλο-μπολσεβικική συμφωνία (1920-1921), όλα αυτά δημιούργησαν συνθήκες που αποδείχτηκαν μακροπρόθεσμα καταστροφικές για την ανάπτυξη ή ακόμα και για την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στη ρωσική/σοβιετική επικράτεια. Μέσα στο κλίμα αυτό άρχισε να ανακύπτει και η ανάγκη για την καταφυγή ενός τμήματος των Ελλήνων των ρωσικών χωρών στην Ελλάδα.
Οι «επαναπατρισμοί» Ελλήνων της Ρωσίας στην Ελλάδα
Το ζήτημα της εγκατάστασης Ελλήνων της Ρωσίας στον ελλαδικό χώρο είχε απασχολήσει το ελληνικό κράτος και στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881). Η πρώτη προσπάθεια έγινε στα 1894-1895, όταν ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Χαρ. Τρικούπης απέστειλε εκπροσώπους της κυβέρνησης στον Καύκασο, για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των εκεί εγκαταστημένων Ελλήνων για τις ανεκμετάλλευτες εκτάσεις του θεσσαλικού κάμπου, όπου οι μέτοικοι θα μπορούσαν να μεταφέρουν την καλλιέργεια του καπνού, στην οποία είχαν από χρόνια ειδικευθεί. Ωστόσο όταν οι ειδικοί απεσταλμένοι των υποψήφιων μεταναστών του Καυκάσου έφτασαν στην Ελλάδα, διαπίστωσαν ότι οι διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων της κυβέρνησης Τρικούπη (ο οποίος στο μεταξύ είχε χάσει και την εξουσία) δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα· επιπλέον ότι οι συνθήκες στους χώρους της μετεγκατάστασης ήταν εξαιρετικά δύσκολες και απογοητευτικές. Αυτό τελικά βίωσαν οι 200 περίπου οικογένειες που άφησαν τον Καύκασο το 1895, για να στήσουν τα νοικοκυριά τους στη Θεσσαλία: οι περισσότεροι έμειναν χωρίς γη και στέγαση και ουσιαστικά αποδεκατίσθηκαν από τις ασθένειες και την έλλειψη φιλοξενίας.
Το κακό αυτό προηγούμενο (μεμονωμένο άλλωστε) δεν στάθηκε ικανό να στεγνώσει την αγάπη και τη νοσταλγία των Ελλήνων του Καυκάσου και όλης της Ρωσίας για το εθνικό κέντρο. Το ενδιαφέρον τους εκδηλώθηκε με ενάργεια στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Έτσι, από την αρχή κιόλας του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου (Οκτ. 1912), Έλληνες ομογενείς της Οδησσού συγκεντρώθηκαν με ενθουσιασμό στη Λέσχη «Ομόνοια», για να αποφασίσουν τον έμπρακτο και αποτελεσματικό τρόπο ενίσχυσης της μαχόμενης πατρίδας. Προχώρησαν στην άμεση σύσταση της δεκαπενταμελούς Εθνικής Πατριωτικής Επιτροπής Οδησσού, έργο της οποίας ήταν η συγκέντρωση και αποστολή υλικού (κλινοσκεπάσματα, εσώρουχα, τρόφιμα κ.ά.), και χρημάτων για την ενίσχυση και την κάλυψη ποικίλων αναγκών του ελληνικού στρατού (περίθαλψη τραυματιών, ιατροφαρμακευτικό υλικό κ.λπ.). Αξίζει σχετικά να σημειωθεί ότι η Πατριωτική Επιτροπή κατάφερε να συγκεντρώσει 17 χιλ. ρούβλια σε μία μόλις ημέρα, διενεργώντας έρανο σε εύπορους Έλληνες ομογενείς, ενώ η ελληνική κοινότητα της Οδησσού προσέφερε στον ελληνικό στρατό 90 χιλ. χρυσά φράγκα μέχρι τα τέλη του Νοεμβρίου 1912. Έρανοι πραγματοποιήθηκαν επίσης και σε άλλες ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας (Μόσχας, Ταγανρόγκ, Κιέβου κ.ά.). Έγγραφα του Ελληνικού Προξενείου της Οδησσού πιστοποιούν ότι ο Ελληνισμός της Ρωσίας συγκέντρωσε το καθόλου ευκαταφρόνητο συνολικό ποσό των 535.730,16 δραχμών, συμβάλλοντας τα μέγιστα στις προσπάθειες του ελληνικού στρατού.
Παράλληλα με τη χρηματική βοήθεια η Πατριωτική Επιτροπή Οδησσού και γενικά η ομογένεια της Ρωσίας μερίμνησαν και για την αποστολή-μεταφορά κληρωτών και εθελοντών στην Ελλάδα. Άλλωστε όλοι οι Έλληνες κληρωτοί που διαβιούσαν εκτός Ελλάδας όφειλαν, με βάση εγκύκλιο της ελληνικής κυβέρνησης, να παρουσιαστούν σε διάστημα δύο μηνών στα κατά τόπους ελληνικά προξενεία ή στις ελληνικές κοινοτικές αρχές.
Η ανταπόκριση των κληρωτών καθώς και των εθελοντών των αλύτρωτων περιοχών ήταν εξαιρετικά συγκινητική, όπως βέβαια συνέβαινε πάντοτε σε κάθε «κάλεσμα» της πατρίδας. Για παράδειγμα, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1912, 150 κληρωτοί, 100 έφεδροι και 350 εθελοντές (οι τελευταίοι προερχόμενοι από τον Καύκασο) στάλθηκαν από την Οδησσό στην Ελλάδα, ενώ ο συνολικός αριθμός εφέδρων-εθελοντών ανήλθε στους χίλιους μέχρι την 1 Νοεμβρίου. Επιπλέον, σύμφωνα με την εφημερίδα Γιούζναγια Μισλ (Νότια Σκέψη, 1911-1912) του Κεφαλλονίτη επιχειρηματία και τραπεζίτη Ι. Ξυδία, που στην ποικίλη ειδησεογραφική ύλη της περιείχε πολλές πληροφορίες για τους Βαλκανικούς Πολέμους και ιδιαίτερα για την προσφορά των Ελλήνων ομογενών της Ρωσίας (οικονομική ενίσχυση, συμμετοχή στις μάχες κ.λπ.), μέχρι τις 25 Οκτωβρίου είχαν σταλεί από την Εθνική Πατριωτική Επιτροπή Οδησσού 1.678 εθελοντές. Για την αποστολή των κληρωτών-εφέδρων και εθελοντών χρησιμοποιήθηκαν ρωσικά ατμόπλοια, όπως το Chernomor (Μαύρη Θάλασσα), το Koroleva Olga (Βασίλισσα Όλγα, της Russian Steam Navigation & Trading Co.), το Czar Nicholas ΙΙ κ.ά., που πραγματοποιούσαν το δρομολόγιο Οδησσός – Κωνσταντινούπολη – Αλεξάνδρεια – Πειραιάς, καθώς και πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας. Όταν όμως τα Στενά έκλεισαν, η άφιξή τους στην Ελλάδα γινόταν μέσω Βουλγαρίας, αρχικά ακτοπλοϊκώς (ως τη Βάρνα) και στη συνέχεια διά ξηράς (με το τρένο), ως την έναρξη βέβαια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Αμέσως μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων 5 χιλιάδες (3.260 σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή) Έλληνες του Καυκάσου, κυρίως από το «Κυβερνείο» του Καρς, ήρθαν να εγκατασταθούν στην απελευθερωμένη Μακεδονία (1913-1914). Τα λόγια τους περιγράφουν ακριβώς τα συναισθήματα που τους κατέκλυζαν στην ιδέα και μόνο τής μετοικεσίας τους στη Μακεδονία:
«Ευθύς μόλις ακούσαμε για τη μάχη του Κιλκίς ξεσηκωθήκαμε. Δεν ακούσαμε τίποτα άλλο, ούτε για τη Θεσσαλονίκη, ούτε για τα Γιάννινα, ούτε για τη Φλώρινα. Βούιξε ο Καύκασος για την ελληνική νίκη του Κιλκίς. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί. Ξεσηκωθήκαμε! Λαχταρούσαμε για την Ελλάδα.»
Επίσης είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι οι αφίξεις σχετίζονταν και με τις αποστολές στη Ρωσία εκπροσώπων τής ελληνικής κυβέρνησης για προσέλκυση των εκεί ελληνικών πληθυσμών, γεγονός που αποδεικνύει ότι αυτή τη φορά το ελληνικό κράτος υπό την ηγεσία του Ελ. Βενιζέλου είχε προβλέψει και σχεδιάσει τον εποικισμό των μακεδονικών εδαφών. Συγκεκριμένα ο γιατρός Κουτσοδημήτρης πήγε στη Νότια Ρωσία και τον Καύκασο (Μάιος-Ιούλιος 1914), για να αντλήσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες: για τον αριθμό και τις ασχολίες τού εκεί διαμένοντος Ελληνισμού, καθώς και για τις διαθέσεις του να μετεγκατασταθεί στη Μακεδονία. Μάλιστα ο Κουτσοδημήτρης εκτιμούσε ότι: «η εθνική αύτη μετανάστευσις των αρίστων γεωργών και κτηνοτρόφων, ακραιφνών πατριωτών» ήταν αρκετή για «να εξελληνίση την Μακεδονίαν και να μεταβάλη ταύτην εις χώραν γεωργικήν και κτηνοτροφικήν…».
Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψαν δυστυχώς και πάλι οι απογοητεύσεις για τους Έλληνες του Καυκάσου, όπως είχε συμβεί μια εικοσαετία πριν στα εδάφη της Θεσσαλίας. Δεν ήταν λίγοι δηλαδή εκείνοι που επέστρεψαν πολύ γρήγορα στα χωριά τους (στην Τσάλκα και στο «Κυβερνείο» του Καρς). Όμως αναγκάσθηκαν ξανά να τα εγκαταλείψουν στην ταραγμένη περίοδο από το 1917 και μετά, αν και υπήρξαν προσπάθειες οργάνωσης αντίστασης (Ελληνική Μεραρχία Καυκάσου, 1917), οι οποίες, παρά τις προσδοκίες, δεν απέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Θεωρήθηκε ότι, δεδομένων των συνθηκών, προτιμότερη ήταν η φυγή προς τα ανατολικά και τα βόρεια (παράλια Μ. Θάλασσας, βόρειο Καύκασο και Κουμπάν).
Για την ανακούφιση των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τον Πόντο και για το μέλλον τους στην παρευξείνια ζώνη συγκινητική ήταν η ανταπόκριση των ίδιων των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας, ενώ το ελληνικό κράτος οργάνωσε δύο αποστολές in situ: στη νότια Ρωσία και το βόρειο Καύκασο η πρώτη, και την Υπερκαυκασία και τον Πόντο η δεύτερη (1919). Όμως παρά τις προσπάθειες των ελληνικών επιτροπών αφενός για ενίσχυση και παρότρυνση του ελληνικού στοιχείου, που βίωνε διώξεις και προσφυγιά, να παραμείνει στις ρωσοκρατούμενες περιοχές μέχρι την επιστροφή του στις εστίες του, κυρίως στον Πόντο, και αφετέρου για αποτροπή κάθε τάσης «παλινόστησης» στην Ελλάδα, τα πράγματα άλλαξαν εντελώς μετά τη γρήγορη επικράτηση των Κεμαλικών, που απέκλεισαν οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής των Ελλήνων στα «ανατολικά βιλαέτια».
Οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων προσφύγων του Πόντου στη Νότια Ρωσία και τον Καύκασο δεν άφησαν όμως και κανένα περιθώριο, ακόμη και στους εκπροσώπους των Ποντίων (που είχαν την έδρα τους στο Βατούμ), να πείσουν τους συμπατριώτες τους να παραμείνουν μέχρι να οργανωθεί η κατά τα δυνατό πιο ασφαλής μεταφορά τους στα παράλια (Βατούμ, Σοχούμ και Νοβοροσίσκ) και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στο Βατούμ, το καλοκαίρι του 1920, τόσο η συγκέντρωση χιλιάδων προσφύγων και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να αποστείλει περισσότερα πλοία και με συχνότερα δρομολόγια για τη διαπεραίωσή τους στην Ελλάδα, όσο και η εχθρική συμπεριφορά των τοπικών αρχών της Γεωργίας δημιούργησαν συνθήκες «ασφυξίας».
Η απόγνωση αλλά και ο διακαής πόθος των προσφύγων να βρουν καταφύγιο στην Ελλάδα εκφράζεται εύγλωττα στα ακόλουθα λόγια:
Ας πάμε σην Ελλάδαν και ας αποθάνουμ’ εκές» και «Η Ελλάδα εν η Πατρίδα ‘μουν κι έναν πατρίδαν όσον εφτωχόν και όσον μικρόν κι αν εν, εν εφτά κάτια ασά ξένας Πατρίδας.
(Ας πάμε στην Ελλάδα κι ας πεθάνουμε εκεί. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας, και μια πατρίδα όσο φτωχή και όσο μικρή κι αν είναι, είναι εφτά φορές ανώτερη από τις ξένες πατρίδες).
Από τους περίπου 52 χιλ. Έλληνες που πέρασαν από το Βατούμ (οι μισοί προερχόμενοι από την Αρμενία), υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο έχασε τη ζωή του από τις επιδημίες, την ασιτία και το κρύο. Οι αποστολές Ελλήνων της Υπερκαυκασίας και του βορείου Καυκάσου στην Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία, ξεκίνησαν από τον Απρίλιο του 1920 και διήρκεσαν μέχρι το Μάιο του 1921, μέχρι δηλαδή την οριστική επικράτηση των μπολσεβίκων στην Υπερκαυκασία. Ελληνικά ατμόπλοια (Κέα, Κωνσταντίνος, Ελευθερία, Χίος, Θέμις κ.ά.) μετέφεραν τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους και βοοειδή. Η μεγάλη σε έκταση μακεδονική γη παρουσιαζόταν μάλιστα ως η ενδεδειγμένη λύση για να υποδεχθεί τους πρόσφυγες, ειδικά μετά την αραίωση του πληθυσμού της από την επαναπροώθηση των Θρακιωτών και των Μικρασιατών στις εστίες τους (1919-1920) και την εξωτερική μετανάστευση γηγενών (κυρίως στην Αμερική).
Σημαίνοντα ρόλο την εποχή εκείνη στο προσφυγικό ζήτημα ανέλαβε ο Νίκος Καζαντζάκης:
Tο βαπόρι [γράφει στην Αναφορά στον Γκρέκο] ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου. Μια φορά κι έναν καιρό δικά μας∙ δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ’ αγαπημένο ακροθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της.

Την ίδια περίοδο που ο Ελληνισμός του Αντικαυκάσου και του Πόντου χειμαζόταν στις εστίες του, κρίσιμα γεγονότα καθόριζαν την τύχη και του ελληνικού στοιχείου στην Ουκρανία και τη Νότια Ρωσία. Η έστω υποβοηθητική για τα σχέδια των συμμάχων παρουσία, από τον Ιανουάριο του 1919, του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία (που δυστυχώς συνοδεύθηκε και από ορισμένες προκλητικές ενέργειες σε βάρος του γηγενούς στοιχείου) και η ενθουσιώδης υποδοχή τής περιορισμένης του δύναμης (2 μεραρχίες) από την ελληνική κοινότητα στην Οδησσό, είχαν ως συνέπεια, μετά την αποτυχία της εκστρατείας, την αναγκαστική εγκατάλειψη τη πόλης, σχεδόν από το σύνολο του ελληνικού της στοιχείου (υπολογιζόταν στις 25-30 χιλ.). Υπολογίζεται ότι 10-12 περίπου χιλιάδες επιβιβάσθηκαν σε ελληνικά πολεμικά και φορτηγά πλοία με προορισμό κάποιοι για την Κωνστάντζα και οι περισσότεροι για τη Θεσσαλονίκη (Απρ. 1919), ενώ η εκκένωση διήρκεσε μέχρι και τις αρχές του επόμενου έτους.
Παρόμοια προβλήματα με αυτά των Ελλήνων της Οδησσού και των άλλων πόλεων της Νότιας Ρωσίας αντιμετώπισε κι ο Ελληνισμός της Κριμαίας. Μετά από διερευνητικές αποστολές «πολιτικών εκπροσώπων» της ελληνικής κυβέρνησης, στάλθηκε στη Σεβαστούπολη απόσπασμα της ελληνικής εκστρατευτικής δύναμης για την προστασία των Ελλήνων τής κριμαϊκής χερσονήσου (Μάρτιος 1919). Ελπίδες για οργάνωση άμυνας και προστασίας τού εκεί ελληνικού στοιχείου με τη συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών αποδείχθηκαν ανεδαφικές. Η επέλαση των μπολσεβίκων διέλυσε κάθε αντίσταση και, μετά από συμφωνία, προκρίθηκε η απρόσκοπτη «εθελοντική έξοδος» και η ασφάλεια όσων θα παρέμεναν. Τελικά ένα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων της Κριμαίας κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά (Απρ. 1919-αρχές 1920). Το ρεύμα της εξόδου συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια, κυρίως στα 1921-1922, με τις ίδιες δυσκολίες και τα ίδια ανθρώπινα δράματα.
Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1928 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (ουσιαστικά στη Μακεδονία) περίπου 60 χιλ. Έλληνες της Ρωσίας (47 χιλ. από Καύκασο και 11 χιλ. από την υπόλοιπη Ρωσία). Ακολούθησε ένα ακόμη κύμα 7 χιλ στα 1929-1933. Το γεγονός ότι μετά από αυτές τις συνεχείς «εξόδους» του Ελληνισμού της Ρωσίας προς την Ελλάδα, το ελληνικό στοιχείο στις υπό ρωσική κυριαρχία περιοχές παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο (σύγκριση απογραφών 1897 και 1926, λίγο πάνω από τις 200 χιλ.) οφείλεται στην αναπλήρωση του αριθμού εκείνων που «επαναπατρίσθηκαν» στην Ελλάδα, με τους Έλληνες του Πόντου που κατέφυγαν εκεί στο διάστημα 1918-1920. Η ειδοποιός διαφορά όμως στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν ήταν ότι μειώθηκε στο ελάχιστο το αστικοποιημένο ελληνικό στοιχείο των παλιότερων εγκαταστάσεων στη «Νέα Ρωσία», με καταγωγή από το Αιγαίο, το Ιόνιο και τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, σε αντίθεση με την αύξηση των «Ανατολιτών Ελλήνων», που κατέφυγαν στα ρωσοκρατούμενα εδάφη και που ήταν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, Έλληνες του Πόντου.
Η προσφυγική εγκατάσταση
Έχοντας βιώσει εξαιρετικά άσχημες συνθήκες, τόσο κατά την πολύμηνη αναμονή της επιβίβασης στα πλοία της φυγής όσο και κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους με πλοία, οι πρόσφυγες άρχισαν να αποβιβάζονται στην Ελλάδα ενθουσιασμένοι, μολονότι σε οικτρή κατάσταση. Πρόσφυγες από το Καράουργαν του Καυκάσου, επιβάτες του πλοίου «Παρθιάν» θυμούνται:
…στο άκουσμα πως το πλοίο μπήκε στον Θερμαϊκό κόλπο [21 Μαΐου 1920], ανέβηκαν όσοι τα κατάφεραν από το μεγάλο συνωστισμό, από τα αμπάρια του πλοίου πάνω στο κατάστρωμα που ήταν γεμάτο κόσμο. Όλοι φρόντιζαν να δουν με αχόρταγο μάτι και να απολαύσουν και αυτοί μαζί με τους άλλους την ωραία Θεσσαλονίκη. Την πόλη του Αγίου Δημητρίου, που μόνο ακουστά την είχαν ως τώρα….
Όλοι οι πρόσφυγες οδηγούνταν στους υποτυπώδεις χώρους υποδοχής του Καράμπουρνου (καραντίνες) για απολύμανση, και στη συνέχεια στους περιχαρακωμένους πρόχειρους καταυλισμούς και τους θαλάμους των εγκαταλελειμμένων συμμαχικών στρατευμάτων στην Καλαμαριά και το Χαρμάνκιοϊ.
…Αλλά και αποβιβαζόμενοι στο Καραμπουρνού για απολύμανση, εισέρχονται στο λουτρό και εξέρχονται άλλοι μισόγυμνοι και άλλοι ανυπόδητοι ανεβαίνουν οδό 400 μέτρων περίπου, μέσα στον αέρα. Άλλοι μεταφέρονται στην πλάτη άλλων γιατί δεν μπορούν να βαδίσουν. Μετά από ένα τέταρτο της ώρας φτάνουν στο παράπηγμα που τους υπέδειξαν -γυμνό από κάθε έπιπλο- για να διανυκτερεύσουν, δίχως σκεπάσματα.

Δυστυχώς οι ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης και η ανεπαρκής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η πείνα και το ψύχος κατέστησαν τους θανάτους καθημερινό φαινόμενο. Υπολογίζεται ότι μόνον στους χώρους υποδοχής χάθηκε το 13% των προσφύγων.
Είναι συγκλονιστικές οι περιγραφές-θρήνοι των προσφύγων:
…Σην Ελλάδαν έρθαμε, ζεστά έταν τα μήνας,
ενέσπαλαμ’ το βούτυρον και τρώγαμ’ τα κινίνας.
Και τσολ κι έρημον Γαραπουρούν και τρι(γ)ύλ, τρι(γ)ύλ ταφία
και ν’ ανοίξτε και τερέστε ατα, όλια Γαρσί παιδία.
[Ήρθαμε στην Ελλάδα και είχε πολλή ζέστη
Ξεχάσαμε το βούτυρο και τρώγαμε τις κινίνες.
Καταραμένο κι έρημο Καραμπουρνάκι, γύρω γύρω τάφοι
κι ανοίξτε και δείτε τα, όλα παιδιά του Καρς].
Κι ενώ αυτή ήταν η κατάσταση που βίωναν για μήνες οι πρόσφυγες, υπήρξαν ανάμεσά τους και εκείνοι που ζήτησαν να καταταγούν στον ελληνικό στρατό (640 εθελοντές μέχρι τον Οκτώβριο 1919), να λάβουν μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Πολλοί από αυτούς χάθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Οι ανθρώπινες απώλειες δε σταμάτησαν ούτε όταν άρχισε η διάχυση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.), καθώς η ελονοσία από τους «ανωφελείς κώνωπες» αποδεκάτισε κυρίως όσους εγκαταστάθηκαν ως αγρότες στον κάμπο και στους βάλτους. Επιτροπές δημογερόντων και ιερέων από τους οικισμούς της Ρωσίας αναζήτησαν κατάλληλους τόπους οριστικής εγκατάστασης, εξετάζοντας μάλιστα περιοχές που συνήθως είχαν κοινά στοιχεία με εκείνες που είχαν εγκαταλείψει. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σημαντικές εγκαταστάσεις Καυκασίων πραγματοποιήθηκαν κυρίως στον νομό Κιλκίς καθώς και στους αντίστοιχους της Φλώρινας, της Κοζάνης (Εορδαία), της Πιερίας και της Δράμας. Δεν ήταν, βέβαια, λίγοι αυτοί που παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη και σε οικισμούς λίγο έξω από αυτή (Καλαμαριά, Πολίχνη, Ελευθέριο, Διαβατά, Ωραιόκαστρο κ.λπ.). Εντάχθηκαν στην τοπική κοινωνία, μολονότι διατήρησαν τα ιδιαίτερα στοιχεία τής προέλευσής τους (Σύλλογος Νεολαίας Καυκασίων Καλαμαριάς (1924), Σύλλογος Ποντίων εκ Ρωσίας στο Ελευθέριο (1950) κ.ά.) Συνολικά πάντως σε όλη τη Β. Ελλάδα εγκαταστάθηκαν 19.532 οικογένειες (71.165 άτομα) από τον Καύκασο μέχρι το 1921.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, αντιμετωπίζοντας εξίσου σοβαρά προβλήματα και πιέσεις στις εστίες τους, αναζήτησαν και πάλι καταφύγιο στην Ελλάδα. Για παράδειγμα στα 1938-1939, λόγω των σταλινικών διώξεων, περίπου 20 χιλιάδες πρόσφυγες κατέφθασαν στα ελληνικά λιμάνια και εγκαταστάθηκαν κυρίως στις περιοχές της Μακεδονίας όπου βρίσκονταν, ήδη από τις προηγούμενες «εξόδους», οι συγγενείς και οι συγχωριανοί τους και, γενικότερα, πληθυσμοί προσφυγικής καταγωγής. Μικρά ή μεγάλα κύματα «επαναπατρισμού» όμως, κυρίως στη Μακεδονία, επισυνέβησαν και μεταπολεμικά, με αποκορύφωμα βέβαια τη μαζική «παλινόστηση» από τη διάλυση της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και μετά, μέχρι και τις ημέρες μας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Βλ. Αγτζίδης, Παρευξείνιος Διασπορά. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές περιοχές του Ευξείνου Πόντου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2001.
Βλ. Αγτζίδης, «Οι Έλληνες του Καυκάσου», στο Η ιστορία των Ελλήνων του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς. Εικονογραφημένη διαδρομή ενός αιώνα (1900-2000), Αθαν. Διαμαντόπουλος (επιμ.), Αθήνα, Τεχνόγραμμα, 2001, σ. 15-72.
Κ. Αυγητίδης, «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Ελληνισμός της Ρωσίας», εφημ. Ριζοσπάστης – 7 Μέρες Μαζί, Κυριακή 8 Οχτώβρη 2006, σ. 10.
Ελ. Ιωαννίδου (επιμ.), Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα Πατρίδα, Θεσσαλονίκη, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού – University Studio Press, 1998.
Ι. Καζταρίδης, Η «έξοδος» των Ελλήνων του Καρς της Αρμενίας (1919-21), Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1996.
Ισ. Λαυρεντίδης, «Η κατά το 1895-1907 μετοικεσία Ελλήνων Ποντίων του Καυκάσου εις Ελλάδα», Αρχείο Πόντου, 31 (1971-1972), 450-514.
Άρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Μεταναστεύσεις Ελλήνων στον Καύκασο κατά τον 19ο αιώνα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 10 (1993), 91-172.
Κωνστ. Κ. Παπουλίδης, «Ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ελληνισμός του Καυκάσου το 1914», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 3 (1989), 131-171.
Κωνστ. Κ. Παπουλίδης, «Οι Έλληνες της Ρωσίας τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα», Χίλια χρόνια Ελληνισμού-Ρωσίας, Αθήνα, Γνώση, 1994, σ. 213-249.
Ελ. Παυλίδης (επιμ.), Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια τού εν Αθήναις Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, έκδοση Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα 1953.
Ευστ. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη δυτική Μακεδονία 1923-1930, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1994.
Πανάρ. Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα, χ.ε., 1929.
Κων. Φωτιάδης, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ.-εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, 2003.
Ι. Κ. Χασιώτης (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και Εκτοπισμοί. Οργάνωση και Ιδεολογία, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1997.
Θεοχ. Κ. Χάρης, Το Καράουργαν του Καρς και η ζωή μου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2001.
Art. Xanthopoulou-Kyriakou, “The Emigration of Pontic Greeks from the Russian Caucasus to Macedonia”, Balkan Studies, 37/2 (1996), 371-388.