Skip to main content

Βασίλης Ν. Κολλάρος: Χαρίσιος Βαμβακάς. Ο άνθρωπος που έλυσε υπέρ της Ελλάδας τον γρίφο του Θρακικού Ζητήματος (1919-1920)

Ειδικό αφιέρωμα στη Θράκη 

 

Βασίλης Ν. Κολλάρος

Χαρίσιος Βαμβακάς. Ο άνθρωπος που έλυσε υπέρ της Ελλάδας τον γρίφο του Θρακικού Ζητήματος (1919-1920)

 

Ο Βενιζέλος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων

Ο Βενιζέλος στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918 υπέβαλε υπόμνημα προς τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, το οποίο περιείχε τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας,[i] εν ολίγοις, τα ζητήματα της Β. Ηπείρου, της Θράκης, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και των νήσων.[ii] Ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας χρησιμοποίησε την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών για να υποστηρίξει τα ελληνικά αιτήματα.[iii] Με γνώμονα το δικαίωμα του ατόμου στην εθνική συνείδηση και όχι το κριτήριο της γλώσσας, προσπάθησε να πείσει τους Συμμάχους για το δίκαιο των ελληνικών διεκδικήσεων.[iv] Για τον ίδιο, κριτήριο της εθνικότητας ήταν η εθνική συνείδηση και όχι η γλώσσα, η θρησκεία ή η φυλή.[v]

Ο μοναδικός αλάνθαστος παράγοντας για την ελληνική πλευρά υπήρξε η εθνική συνείδηση «δηλαδή η εσκεμμένη θέλησις των ατόμων όπως καθορίσουν την τύχην των και αποφασίσουν εις ποίαν εθνικήν οικογένειαν επιθυμούν να ανήκουν» (θέση του Ερνέστου Ρενάν).[vi] Ο Κρητικός πολιτικός είχε ασπαστεί την υποκειμενική αντίληψη της αρχής του έθνους, γεγονός που του επέτρεπε να βλέπει ευρύτερα το ζήτημα των μειονοτήτων.[vii]

 

 Το Θρακικό Ζήτημα

Τον Νοέμβριο του 1918, ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν, αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στη Βουλγαρία, ήρθε σε επαφή με μουσουλμάνους βουλευτές της βουλγαρικής Βουλής (Σοβράνιε), με απώτερο σκοπό να τους θέσει στην υπηρεσία της ελληνικής διπλωματίας. Με πρωτοβουλία του συντάχθηκε υπόμνημα, το οποίο έλαβε τις υπογραφές οκτώ μουσουλμάνων βουλευτών της Δυτικής Θράκης και επιδόθηκε στον αρχηγό των συμμαχικών δυνάμεων του βαλκανικού μετώπου. Στο παραπάνω κείμενο, οι μουσουλμάνοι βουλευτές διαμαρτύρονταν για τη βουλγαρική κατοχή της Θράκης και τη συμπεριφορά των βουλγαρικών δυνάμεων έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ ζητούσαν την κατάληψη της περιοχής της Δυτικής Θράκης από συμμαχικά στρατεύματα στα οποία να συμπεριλαμβάνεται και μονάδες του ελληνικού στρατού.[viii]

Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν.

Την ίδια περίοδο, η οριστική απώλεια της Θράκης είχε ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των μουσουλμάνων της περιοχής. Η ίδρυση του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου, το οποίο υπήρξε παρακλάδι του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, συνιστούσε αντίδραση στο ενδεχόμενο προσάρτησης της περιοχής από την Ελλάδα ή τη Βουλγαρία. Το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο υποστήριζε τη δημιουργία αυτόνομου θρακικού κράτους υπό βρετανική κυριαρχία.[ix]

Αρχές Φεβρουαρίου του 1919, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου για να υποστηρίξει τα ελληνικά αιτήματα,[x] η εξέταση των οποίων παραπέμφθηκε σε επιτροπή με την ονομασία «Επιτροπή επί των Ελληνικών Υποθέσεων», με πρόεδρο τον Ζ. Καμπόν. Το επικρατέστερο σενάριο ήταν να δοθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι σύμμαχοι, εκτός της Ιταλίας, τόνιζαν ότι η Ανατολική Θράκη μπορούσε δυνητικά να αποδοθεί στην Ελλάδα, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός εγγυόταν τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων της περιοχής.

Ο Βενιζέλος προσκόμισε τις απαραίτητες εγγυήσεις, ενώ στην ίδια συνεδρίαση (19.2.1919) ανέγνωσε το υπόμνημα των οκτώ μουσουλμάνων της Σοβράνιε, το οποίο είχε μόλις παραλάβει, ως επιπρόσθετη απόδειξη της φιλομουσουλμανικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.[xi] Η ιταλική, όμως, διπλωματία θα αποδειχθεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια του Βενιζέλου. Η Ιταλία, στο ζήτημα της Θράκης, υποστήριζε τα βουλγαρικά συμφέροντα. Παράλληλα, ιταλικοί κύκλοι προσέγγισαν ορισμένους μουσουλμάνους βουλευτές της Δυτικής Θράκης και απέσπασαν δήλωσή τους ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής επιθυμούσαν να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα η επιτροπή εξέτασης των ελληνικών ζητημάτων να μη λάβει υπόψη της το αρχικό υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών της Σοβράνιε που είχε επικαλεστεί ο Βενιζέλος.[xii]

Το τελικό πόρισμα της Επιτροπής (4.3.1919) έκανε λόγο για παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα υπό τον όρο της αναγνώρισης στη Βουλγαρία οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο.[xiii] Τελικά, οι ελληνικές θέσεις έλαβαν τη θερμή υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αντιθέτως, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αντιτάχθηκαν στις ελληνικές αξιώσεις.[xiv] Η αμερικανική εξωτερική πολιτική επεδίωκε να μην απομακρυνθεί η Βουλγαρία από το Αιγαίο. Το θρακικό ζήτημα θα έβρισκε τη λύση του μέσα από τις συμπληγάδες των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των συμμάχων.

Ορισμένοι από τους Οθωμανούς βουλευτές της Θράκης δέχθηκαν να εργαστούν υπέρ της προώθησης των ελληνικών συμφερόντων στο θρακικό ζήτημα.[xv] Ο Βενιζέλος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους μουσουλμάνους πολιτευτές της Θράκης, όπως για παράδειγμα τον μουσουλμάνο βουλευτή Γιουμουλτζίνας (Κομοτηνής), Ισμαήλ Χακή Μπέη.[xvi] Τα συγκεκριμένα πρόσωπα καλούνταν να ποδηγετήσουν τη μουσουλμανική κοινή γνώμη υπέρ των πλεονεκτημάτων που θα προέκυπταν από την προσάρτηση της Θράκης στην Ελλάδα.

Ο Βενιζέλος ανέφερε ότι σκοπός του Χακή ήταν «η επιτόπιος ενέργεια προς ταχυτέρα απομάκρυνσιν Βουλγάρων εκ Δυτ. Θράκης κατοίκων από πάσας ενεργείας προς διατάραξιν τάξεως». Σε επόμενη φάση ο Χακή θα λειτουργούσε ως μεσολαβητής για τη «διαμέλουσαν φιλικήν συνάντησιν μωαμεθανικού και ελληνικού στοιχείου».[xvii] Τον Μάρτιο του 1919 οι Οθωμανοί βουλευτές της Σοβράνιε, μετά από πιέσεις των Βουλγάρων, δήλωσαν ότι απέρριπταν την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα και επιθυμούσαν την αυτονομία της περιοχής.

Ο Βενιζέλος, στις παραπάνω κινήσεις των μουσουλμάνων, θα απαντήσει από το Παρίσι ότι θα δεχόταν να συμπράξει στην αυτονομία της Θράκης εάν δεν είχε ήδη αποφασιστεί «η προσάρτησις της τέως βουλγαρικής και τουρκικής Θράκης εις την Ελλάδα», διότι από τη στιγμή που η Τουρκία θα περιοριστεί στην κεντρική Μικρά Ασία, η «αυτονομία Θράκης θα ήτο εκτεθειμένη εις διαρκείς βουλγαρικάς επιδρομάς και ανίσχυρος να αμυνθή». Επίσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός βεβαίωνε τους μουσουλμάνους βουλευτές ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποδεικνυόταν «εντελώς πατρική προς οθωμανικόν στοιχείον». Το τηλεγράφημα έκλεινε λέγοντας ότι «Δύνασθε προς τούτοις προτείνητε αυτοίς όπως αποστείλωσι ένα ή δυο αντιπροσώπους των ενταύθα όπως πληροφορηθώσι κατάστασιν και συνεννοηθώσι μεθ’ ημών περί καλυτέρας ενεργείας προς αποφυγήν βιαιοπραγιών κατά τουρκ. στοιχείου κατά στιγμήν καταλήψεως Θράκης υπό ημετέρου στρατού».[xviii]

Συνεπώς, το μέλλον της Θράκης θα κρινόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και δεν θα επηρεαζόταν η απόφαση από τις επιθυμίες του τοπικού πληθυσμού ή των τοπικών πολιτευτών. Επιπροσθέτως, η αυτονομία της Θράκης, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, ήταν αδύνατη. Σε περίπτωση που ιδρυόταν, θα βρισκόταν εκτεθειμένη στον βουλγαρικό κίνδυνο. Άρα, ο Βενιζέλος προσπαθούσε να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τους μουσουλμάνους, για να τους πείσει να δεχτούν χωρίς αντίσταση το ελληνικό μέλλον της περιοχής.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, την ίδια περίοδο, ζητούσε από το Υπουργείο Εξωτερικών να έρθει σε συνεννόηση με τους Οθωμανούς βουλευτές και να τους δώσει οτιδήποτε χρειάζονταν, ώστε να προβούν σε εκδηλώσεις κατά της βουλγαρικής διοίκησης.[xix] Παράλληλα, αναγνώριζε το δικαίωμά τους να επιθυμούν την αυτονομία της Θράκης, αν και θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.[xx] Η βάση της συνεργασίας του Βενιζέλου με τους μουσουλμάνους βουλευτές ήταν η εξής: Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναγνώριζε την επιθυμία των μουσουλμάνων για αυτονομία της περιοχής, ωστόσο ήθελε οι μουσουλμάνοι να απορρίψουν, μέσω επιστολών προς τη συνδιάσκεψη, το ενδεχόμενο της προσάρτησης της Θράκης από τη Βουλγαρία. Επρόκειτο για διπλωματικό ελιγμό, δεδομένου ότι το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η τουρκική κυριαρχία επί της περιοχής ήταν αδύνατον, ενώ και η ιδέα της αυτονομίας δεν είχε υποστηρικτές. Συνεπώς, μοναδικό εμπόδιο για τον Βενιζέλο ήταν η Βουλγαρία. Αν οι μουσουλμάνοι πολιτευτές, ως εκπρόσωποι του μουσουλμανικού λαού, τάσσονταν στο πλευρό των ελληνικών θέσεων, τότε ο Βενιζέλος θα είχε το πλεονέκτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Βέβαια, την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας υπήρχαν αντικρουόμενες φωνές όσον αφορά την τύχη της Θράκης. Τα πιο ακραία στοιχεία του μουσουλμανικού πληθυσμού (Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο) απέρριπταν την ιδέα της ενσωμάτωσης της Θράκης στην Ελλάδα, καλώντας τους μωαμεθανούς της Θράκης να μην παραπλανηθούν από τις απατηλές υποσχέσεις των Ελλήνων.[xxi] Σε γενικές γραμμές, επικρατούσε μια ρευστή κατάσταση στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας της Δυτικής Θράκης, όσον αφορά το μέλλον της περιοχής. Σύμφωνα με τις εκθέσεις των ελληνικών αρχών, ορισμένοι μουσουλμάνοι υποστήριζαν τη σύμπραξη με την ελληνική κυβέρνηση, μια δεύτερη ομάδα βρισκόταν σε συνεννοήσεις με τους Βουλγάρους, μια τρίτη ομάδα παρέμενε πιστή στην τουρκική κυβέρνηση και, τέλος, ορισμένοι παρέμεναν προσκολλημένοι στην ιδέα της αυτονομίας.[xxii]

Ο χάρτης της Μεγάλης Ελλάδος.

Σημαντική εμπλοκή στην εξέλιξη του θρακικού ζητήματος είχε η Ιταλία, η οποία προσπαθούσε να θέσει τους Οθωμανούς της Δυτικής Θράκης υπό την επιρροή της. Στις 21 Μαρτίου 1919 τέσσερις μουσουλμάνοι βουλευτές υπό τον Μεχμέτ Τζελάλ, αναχώρησαν για το Παρίσι για να υποστηρίξουν ενώπιον του Συνεδρίου την ιδέα της θρακικής αυτονομίας.[xxiii] Ωστόσο, ο Βενιζέλος προσπάθησε να εμποδίσει την άφιξή τους στο Παρίσι μέσω των γαλλικών αρχών, οι οποίες τους απαγόρευσαν την είσοδο στη χώρα. Από τη Ρώμη, οι μουσουλμάνοι βουλευτές απηύθυναν επιστολές στη Συνδιάσκεψη, ζητώντας την παραχώρηση αυτονομίας για την περιοχή της Θράκης. Ο Βενιζέλος έστειλε τον Χαρίσιο Βαμβακά στη Ρώμη για να τους συναντήσει και να ζητήσει τη συνεργασία τους. Ο Βαμβακάς, μετά από αρκετές συναντήσεις που είχε μαζί τους, τους παρέδωσε επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού, στην οποία γινόταν λόγος για παραχώρηση τοπικής αυτονομίας υπό ελληνική προστασία, σε περίπτωση προσάρτησης της περιοχής στην Ελλάδα.[xxiv]

Η ελληνική πλευρά, λοιπόν, ήταν έτοιμη να παραχωρήσει ευρεία τοπική αυτονομία, ενώ υπήρχαν σκέψεις για τη δημιουργία τοπικής βουλής, όπου πλεόναζε το τουρκικό στοιχείο. Οι δε μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να αποστέλλουν βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο και να μετέχουν στην κυβέρνηση με μουσουλμάνο υπουργό.[xxv] Επρόκειτο για μεγάλες παραχωρήσεις από την πλευρά του Βενιζέλου μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η ελληνική διπλωματία σε δεινή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η κίνησή του προκάλεσε το ενδιαφέρον των μουσουλμάνων της Ρώμης, οι οποίοι ωστόσο ήταν αιχμάλωτοι της ιταλικής διπλωματίας.[xxvi]

Όπως προαναφέραμε, υπήρχε ρευστότητα στις συμμαχίες μεταξύ των εμπλεκομένων στο Θρακικό Ζήτημα, η οποία οφειλόταν κυρίως στην καιροσκοπική συμπεριφορά των μουσουλμάνων της Θράκης, οι οποίοι άλλαζαν συνεχώς στρατόπεδο. Τρία διαφορετικά κράτη διεκδικούσαν την εύνοια ενός πληθυσμού, στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν τη θέση τους στον θρακικό χώρο. Οι Βούλγαροι, με τη βοήθεια των Ιταλών, προσπαθούσαν να αποτρέψουν την προσάρτηση της Θράκης στην Ελλάδα, υπόσχονταν αυτονομία στους Τούρκους της περιοχής και στρατιωτική συνδρομή σε όποιο κίνημα στρεφόταν κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Από την άλλη, η τουρκική κυβέρνηση προσπαθούσε να περισώσει την Ανατολική Θράκη, ενώ διέθετε την υποστήριξη μιας μερίδας κομιτατικών της Δυτικής Θράκης. Τέλος, η Ελλάδα, με ισχυρότερο όπλο το γεγονός ότι βρισκόταν στο πλευρό των νικητών, κατέβαλλε προσπάθειες να ανοίξει δίαυλους επικοινωνίας με τους Τούρκους της Θράκης, με απώτερο σκοπό να διευκολύνει τη συμμαχική απόφαση ενσωμάτωσης ολόκληρης της Θράκης στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο. Η προσέγγιση με τους μουσουλμάνους βασιζόταν στο γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι ήταν αντι-Βούλγαροι. Ο Βενιζέλος προσπαθούσε να τους πείσει να προτιμήσουν την ένωση με την Ελλάδα, διότι θα τους παρείχε διευρυμένη τοπική αυτονομία.

Το καλοκαίρι του 1919 οι εξελίξεις γύρω από το Θρακικό Ζήτημα υπήρξαν καθοριστικές. Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να προλειάνει το έδαφος για την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Δυτική Θράκη. Ο Χαρίσιος Βαμβακάς, την προσωπικότητα του οποίου θα αναλύσουμε παρακάτω, τον Ιούλιο του 1919 περιόδευσε στην Ανατολική Μακεδονία με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για μια ομαλή προέλαση του ελληνικού στρατού στη Θράκη.[xxvii] Σύμφωνα με τον ίδιο, υπήρξαν θετικές οι εντυπώσεις του από την περιοδεία στην Ανατολική Μακεδονία αλλά και από την προσπάθειά του να προσεγγίσει τους μουσουλμάνους, ζητώντας τους να εξασφαλιστεί η ενθουσιώδης υποδοχή του ελληνικού στρατού, όταν αυτός εισερχόταν στη Θράκη.[xxviii]

Ο Βαμβακάς ενημέρωνε τον Βενιζέλο ότι οι μουσουλμάνοι ήταν ευχαριστημένοι σε γενικές γραμμές με την ελληνική διοίκηση, εντούτοις συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη συμπεριφορά των ανωτέρων υπαλλήλων των υπουργείων Δικαιοσύνης, Γεωργίας και Οικονομικών. Μείζον, επίσης, ζήτημα παρέμενε η στάση των οργάνων της Χωροφυλακής προς τους μουσουλμάνους, η οποία ορισμένες φορές δημιουργούσε δυσμενείς εντυπώσεις.[xxix]

Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, τα σχέδια που είχε εμπνευστεί το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο περί αυτονόμησης της Θράκης δεν ευοδώθηκαν. Μετά την αποτυχία του κινήματος της αυτονομίας, οι μουσουλμάνοι της Θράκης άρχισαν να διάκεινται φιλικά προς την ελληνική κατοχή, η στάση τους όμως δεν χαρακτηριζόταν από σταθερότητα.[xxx] Πάντως, στις 12 Ιουνίου 1919 ο Ισμαήλ Χακή κατέθεσε υπόμνημα προς τη Συνδιάσκεψη, υποστηρίζοντας ότι αντιπροσωπεύει το αίσθημα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, με το οποίο ζητούσε την ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα.[xxxi]

Μπορεί η πρόταση του Βενιζέλου για εκτεταμένη αυτονομία να είχε προκαλέσει συζητήσεις γύρω από το Θρακικό ζήτημα, ωστόσο, τα υπομνήματα των μουσουλμάνων του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου προς τη Συνδιάσκεψη ζητούσαν την αυτονομία της Θράκης υπό συμμαχική προστασία και αντιλαμβάνονταν την ενσωμάτωση της περιοχής με την Ελλάδα, ως την τελευταία εναλλακτική πρόταση.[xxxii] Το ενδεχόμενο να παρέμενε η Θράκη υπό βουλγαρική διοίκηση είχε απομακρυνθεί, δεδομένου ότι οι προηγούμενες βουλγαρικές ωμότητες στην περιοχή είχαν οδηγήσει τη μουσουλμανική κοινότητα να απορρίψει τη βουλγαρική κατοχή.

Ακόμη, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον, ο οποίος, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, ανθίστατο στην παραχώρηση της Θράκης στη Ελλάδα, εν τέλει υποχώρησε από τις αρχικές του θέσεις και πρότεινε να δοθούν στην Ελλάδα η Ξάνθη και η Κομοτηνή, ενώ στη Βουλγαρία θα παραχωρούνταν οι βόρειοι καζάδες της Θράκης. Η υπόλοιπη Ανατολική Θράκη θα υπαγόταν στο νεοσυσταθέν κράτος της Κωνσταντινούπολης (Σχέδιο Ουίλσον).

Η απώλεια των βόρειων καζάδων της Θράκης ανέτρεψε τα σχέδια της αυτονομίας, διότι χάνονταν οι κυριότεροι και συμπαγέστεροι τουρκικοί πληθυσμοί των βορείων τμημάτων της Θράκης.[xxxiii] Συν τοις άλλοις, το κρατικό μόρφωμα που οραματίζονταν οι εκπρόσωποι του Κομιτάτου δεν μπορούσε να αντισταθεί σε ενδεχόμενες βουλγαρικές πιέσεις. Ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν αποδέχονταν το υπάρχον status quo και επιζητούσαν τη συμμαχία των Τούρκων.[xxxiv] Έχοντας απολέσει την Ανατολική και Δυτική Θράκη, προσπαθούσαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους της περιοχής, ώστε να προχωρήσουν σε ανακήρυξη της αυτονομίας της Θράκης (όπως στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885), σε μια προσπάθεια να ματαιώσουν την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα.[xxxv] Συγκεκριμένα, «Βούλγαροι υπέσχοντο να παράσχουν αυτονομίαν Β. Θράκην, εάν Τούρκοι ενέτεινον προσπαθείας κηρύττοντες αυτονομίαν Θράκης νοτίας αποσπασθείσης Βουλγαρίας».[xxxvi]

Εν τέλει, τον Σεπτέμβριο του 1919, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε την κατάληψη της Δυτικής Θράκης. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1919 αποσύρθηκαν τα βουλγαρικά στρατεύματα από τη Δυτική Θράκη, ενώ στις 7 Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Δυτική Θράκη, με τον Ελληνικό Στρατό (4-17.10.1919) να καταλαμβάνει το Τρίγωνο της Ξάνθης (περιοχή βόρεια της ομώνυμης πόλης). Τη διοίκηση της περιοχής, που ονομάστηκε «Διασυμμαχική Θράκη», ανέλαβαν οι Γάλλοι. Εγγυήσεις για τη φιλόνομη και φιλοδίκαιη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού έναντι των μουσουλμάνων έδωσε ο επικεφαλής της διασυμμαχικής διοίκησης, Γάλλος στρατηγός Σαρλ Σαρπύ.[xxxvii] Σε επιτροπή δε μουσουλμάνων που τον επισκέφτηκε δήλωσε ότι «Τούρκοι και Έλληνες κοινόν εν τη χώρα ταύτη έχουσι εχθρόν τον Βούλγαρον ως εκ τούτου Ελλ. Στρατός διαταχθήσεται καταλάβη Θράκην αποδίδων ελευθερίαν εις μωαμεθανούς Θράκης καθόσον αυτοί υπέστησαν τα πάνδεινα εκ μέρους των Βουλγάρων».[xxxviii] Στο ίδιο τηλεγράφημα γινόταν λόγος για τη φιλοδίκαιη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού έναντι των μουσουλμάνων αλλά και τις υποσχέσεις του Βενιζέλου έναντι των μουσουλμάνων της Θράκης, σχετικά με την παραχώρηση ευρείας αυτονομίας.[xxxix]

Για τον Βενιζέλο, η κατοχή της Δυτικής Θράκης ήταν προσωρινή, ενώ η τύχη της περιοχής δεν είχε κριθεί ακόμα. Συν τοις άλλοις, οι σύμμαχοι είχαν εκφράσει επιφυλάξεις όσον αφορά την ελληνική διοίκηση, λόγω των όσων εκτυλίχθηκαν με την απόβαση του ελληνικού στρατού στο λιμάνι της Σμύρνης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βενιζέλος «επανάληψη παρεκτροπών θα εσημείωνεν οριστικόν ναυάγιον όλων των εθνικών μας διεκδικήσεων. Αντιθέτως ομαλή διεξαγωγή καταλήψεως θα ύψωνε πάλιν το κύρος μας και θα ενίσχυε την θέσιν μας».[xl]

Το τηλεγράφημα του Έλληνα πρωθυπουργού προς τον αντιστράτηγο Παρασκευόπουλο περιείχε σαφείς και αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο κατάληψης της Δυτικής Θράκης. Απώτερος στόχος ήταν η κατάληψη της περιοχής να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα προηγούμενα επεισόδια κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στο λιμάνι της Σμύρνης.[xli] Ο Βενιζέλος πίστευε ότι δεν έπρεπε να επαναληφθούν ανάλογες εικόνες διότι θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις, ενώ έπρεπε να δοθεί μεγάλη προσοχή στην επιλογή των αξιωματικών που θα ηγούνταν των στρατιωτικών σωμάτων, ώστε να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις.[xlii]

Charles Antoine Charpy (1869-1941), Διοικητής της Διασυμμαχικής Θράκης.
Η Μεραρχία Σερρών εισέρχεται στην Κομοτηνή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ρόλος του Χαρίσιου Βαμβακά στην προσέγγιση των μουσουλμάνων της Θράκης

Ο Βενιζέλος χειρίστηκε με προσοχή τα ζητήματα της Θράκης, διότι γνώριζε ότι η εδραίωση της ελληνικής διοίκησης στον θρακικό χώρο αποτελούσε άθροισμα πολλών παραγόντων. Κατ’ αρχάς, η παγίωση της ελληνικής κυριαρχίας περνούσε μέσα από την άριστη συμπεριφορά έναντι των μουσουλμάνων. Συν τοις άλλοις, η ασάφεια γύρω από το μέλλον της περιοχής ανάγκαζε τον Βενιζέλο να αναζητά διεθνή ερείσματα για τις ελληνικές θέσεις.

Όπως προείπαμε, η ελληνική διοίκηση στο Τρίγωνο της Ξάνθης ήταν προσωρινή, ενώ η Δυτική Θράκη, από τον Οκτώβριο του 1919, βρισκόταν υπό διασυμμαχικό έλεγχο και συγκεκριμένα υπό τη διοίκηση των Γάλλων. Η ελληνική πλευρά, από τη μια πλευρά έπρεπε να προσεγγίσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό και από την άλλη να διατηρεί όσο το δυνατόν καλύτερες σχέσεις με τη γαλλική διοίκηση. Ειδικά οι σχέσεις με τη γαλλική στρατιωτική διοίκηση θα καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση της Συνδιάσκεψης για την οριστική παραχώρηση ή όχι της Θράκης στην Ελλάδα. Άρα, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν ένα πρόσωπο, το οποίο θα προωθούσε τα ελληνικά συμφέροντα μέσω της γαλλικής διοίκησης αλλά και θα διατηρούσε στενές σχέσεις με τους μουσουλμάνους. Για τον ρόλο αυτό, ο Βενιζέλος επέλεξε τον Χαρίσιο Βαμβακά, πρώην βουλευτή του οθωμανικού κοινοβουλίου και άριστο γνώστη της γαλλικής γλώσσας,[xliii] ο οποίος και αποτέλεσε τον αντιπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης στη Δυτική Θράκη.[xliv]

Ο Βαμβακάς υπήρξε ένας άνθρωπος με εξαιρετική διπλωματικότητα στον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων, σαν αυτές που επικρατούσαν στη Θράκη το 1919. Επιπροσθέτως, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, υπήρξε γνήσιος εκφραστής της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Τον σημαντικό ρόλο του Χαρίσιου Βαμβακά στην κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό επεσήμανε και ο Έλληνας Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, Ευθύμιος Κανελλόπουλος, ο οποίος ανέφερε ότι ο Βαμβακάς υπήρξε ιδιαίτερα συμπαθής στις μουσουλμανικές μάζες, ενώ προώθησε σε μέγιστο βαθμό τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στη Θράκη.[xlv] Κινήθηκε αριστοτεχνικά μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων της Δυτικής Θράκης. Αξιοποίησε τη θέση του αλλά και το μορφωτικό του επίπεδο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί το δεξί χέρι των Γάλλων.[xlvi] Αν και οι Γάλλοι τον προόριζαν για γενικό διοικητή Κομοτηνής, στον οποίο θα υπάγονταν οι διοικήσεις Δεδέαγατς, Διδυμοτείχου, Σουφλίου, Καραγάτς και Ξάνθης, εκείνος προτίμησε να διατηρήσει τη θέση του Κυβερνητικού Αντιπροσώπου Δυτικής Θράκης, υποδεικνύοντας στον Γάλλο αρχιστράτηγο πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του για τους επικεφαλής των κατά τόπους διοικήσεων.[xlvii]

Όσον αφορά τους Τούρκους, προσέλαβε έμπιστα πρόσωπα τα οποία γνώριζε από την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν διασκορπισμένα στην περιφέρεια, όπου προπαγάνδιζαν υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Σχετικά με τον ρόλο του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου, σε έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών διέβλεπε τη διάσπασή του σε αυτούς που επιθυμούσαν τη συνεργασία με τους Βούλγαρους και σε αυτούς που έκλιναν προς την ελληνική πλευρά. Ανέφερε, επίσης, ότι κατ’ εντολή του Βενιζέλου συνάντησε όσους μουσουλμάνους του Κομιτάτου διέκειντο φιλικά προς την ελληνική πλευρά.[xlviii]

Εθνογραφικός χάρτης της Θράκης [Πηγή: France, Ministère des Affaires Étrangères/Série Ζ 116-2 (Europe 1919-1928)/ Balkans 6].

Έντονη, επίσης, υπήρξε η επιρροή του Βαμβακά και στους προκρίτους των μουσουλμανικών χωριών, που τους επισκεπτόταν συχνά, διακηρύσσοντας τα αγαθά της ελληνικής διοίκησης. Οι διάφορες τοπικές αρχές των μουσουλμάνων ζητούσαν τη συνδρομή του σε διάφορα καθημερινά ζητήματα, όπως η απαλλαγή από φόρους. Ακόμη, μεσολαβούσε στις γαλλικές αρχές για ζητήματα των μουσουλμάνων και η επιτυχής διευθέτησή τους αύξανε το κύρος αλλά και τη συμπάθεια των μουσουλμάνων στο πρόσωπό του.[xlix] Καλλιεργούσε, ακόμη, καλές σχέσεις με όλα τα στοιχεία της Θράκης μέσω αποστολών τροφίμων. Για παράδειγμα, είχε ζητήσει ελαττωμένες τιμές σε άλευρα και τρόφιμα για τους καπνεργάτες της Ξάνθης, οι οποίοι ανέρχονταν σε 2.000 – όλοι μουσουλμάνοι[l]

Ο Βαμβακάς είχε οργανώσει στη θρακική ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα ένα δίκτυο από πληροφοριοδότες και έμπιστα πρόσωπα που έτρεφαν δεδηλωμένη αντιπάθεια για το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο. Δίπλα στους Γάλλους αξιωματικούς των διαφόρων περιοχών της Θράκης πέτυχε τον διορισμό νέων διερμηνέων, οι οποίοι ήταν πιστοί στον ίδιο και του μετέφεραν χρήσιμες πληροφορίες. Το ίδιο πέτυχε με τους διορισμούς δημάρχων και διοικητικών συμβουλίων. Οι περισσότεροι διορισμοί έγιναν με βάση τον κατάλογο που είχε συντάξει ο ίδιος.[li] Πέτυχε, επίσης, τον διορισμό Ελλήνων διοικητών στην Ξάνθη, το Δεδέαγατς και το Διδυμότειχο, ενώ διορίστηκαν Έλληνες υποδιοικητές στην Κομοτηνή, το Σουφλί και το Καραγάτς. Παράλληλα, κατάφερε να διοριστεί στην Κομοτηνή Τούρκος διοικητής ο οποίος τύγχανε της ελληνικής εμπιστοσύνης,[lii] ενώ θεωρούσε ότι είχε εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο της Διασυμμαχικής Διοίκησης, δεδομένου ότι «πάντες ημέτεροι γνωρίζοντες καλώς γαλλικήν είναι ανώτεροι πάντων αλλοεθνών».[liii] Ο Βενιζέλος τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ότι οι Έλληνες υπάλληλοι που διορίζονταν από τη συμμαχική διοίκηση δεν ήταν υπάλληλοι της ελληνικής διοίκησης αλλά των Γάλλων, επομένως, έπρεπε να αντιληφθούν την ιδιαιτερότητα του καθήκοντος και της αποστολής που είχαν αναλάβει.[liv]

Προσχέδιο τηλεγραφήματος Χαρισίου Βαμβακά προς τον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη και τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο [Πηγή: ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ Παράρτημα Θεσσαλονίκης/Αρχείο Χαρισίου Βαμβακά/Φάκελος 1].

Η στάση των Πομάκων

Τα μεγαλύτερα δεινά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής της Θράκης υπέστησαν οι Πομάκοι, ένας μουσουλμανικός πληθυσμός που κατοικούσε στον ορεινό όγκο της Ροδόπης και στην Ανατολική Ρωμυλία στη Βουλγαρία.[lvi] Οι Πομάκοι, με υπομνήματα προς τη Συνδιάσκεψη, απέρριπταν κατηγορηματικά τη βουλγαρική κατοχή. Πρόκειται για τα ψηφίσματα των μουσουλμάνων βουλευτών της θρακικής περιφέρειας Ντοβλέν προς τη Συνδιάσκεψη, με τα οποία διαμαρτύρονταν για βουλγαρικές ωμότητες σε βάρος τους, όπως βίαιο εκχριστιανισμό, καταστροφή τζαμιών, κατασχέσεις περιουσιών, μετατροπή τουρκικών σχολείων σε βουλγαρικά, κατάργηση της τουρκικής γλώσσας. Γενικότερα, τα συγκεκριμένα ψηφίσματα εξέφραζαν την επιθυμία των Πομάκων να μην υπαχθούν στη βουλγαρική διοίκηση και να ακολουθήσουν την τύχη της υπόλοιπης Δυτικής Θράκης.[lvii] Όσον αφορά τη στάση τους έναντι του Θρακικού ζητήματος, υποστήριζαν την ανεξαρτησία – αυτονομία της Θράκης. Ωστόσο, σε περίπτωση που η αυτονομία της Θράκης δεν γινόταν αποδεκτή από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, θα αποδέχονταν την ελληνική κυριαρχία, απορρίπτοντας την προσχώρηση των περιοχών τους στη Βουλγαρία.[lviii]

Παρότι, τα συγκεκριμένα τηλεγραφήματα δεν επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση των Συμμάχων για κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό, εντούτοις, υποβοήθησαν τις ελληνικές θέσεις έναντι των αντίστοιχων βουλγαρικών. Την ίδια περίοδο, οι Πομάκοι, αρνούμενοι να δεχθούν τη βουλγαρική κατοχή, κατέφευγαν κατά χιλιάδες στο ελληνικό έδαφος.[lix] Ο Βαμβακάς πίστευε ότι έπρεπε να μεταφερθούν στην Ανατολική Μακεδονία ή στο τμήμα Τριγώνου Ξάνθης και όχι στη γαλλοκρατούμενη Θράκη.[lx]

Πομάκοι παρελαύνουν με ελληνικές σημαίες.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να θέσει τους Πομάκους στην υπηρεσία της ελληνικής διπλωματίας. Ο Κρητικός πολιτικός πίστευε ότι η προσέγγιση των Πομάκων θα προσέφερε στα ελληνικά συμφέροντα «μεγίστας ωφελείας» κυρίως για τη στάση του τουρκικού στοιχείου.[lxi] Για τον σκοπό αυτό, πρόσωπα όπως ο Βαμβακάς και ο Χακή ανέλαβαν να τους προσεγγίσουν.[lxii] Ο πρώτος ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Βενιζέλου και τον ενημέρωνε ότι «ελήφθησαν μέτρα περιποίησης Πομάκων».[lxiii]

Παρότι, ο Βενιζέλος, σε κάποιο σημείο της αλληλογραφίας του με τον Βαμβακά επιθυμούσε να αποσταλούν τηλεγραφήματα των μουσουλμάνων αλλά και των Πομάκων προς τη Συνδιάσκεψη στα οποία θα ζητούν προστασία,[lxiv] με νεότερο τηλεγράφημά του ζητούσε να ακυρωθεί η αποστολή τους, διότι δεν ήταν ικανά από μόνα τους να αλλάξουν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης.[lxv] Όπως επίσης, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, «εν γένει προτιμότερον αποφεύγητε και πάσαν προκήρυξιν ή δήλωσιν να τονίζητε φυλετικούς ανταγωνισμούς».[lxvi]

Τον Απρίλιο του 1920 οι εξελίξεις γύρω από την τύχη της Θράκης υπήρξαν καθοριστικές. Στις 26 Απριλίου 1920 έλαβε χώρα η Διάσκεψη του Σαν Ρέμο, όπου οι σύμμαχοι αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τα συμμαχικά στρατεύματα που έδρευαν στη Θράκη με ελληνικά. Στις 14 Μαΐου 1920 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Δυτική Θράκη με εντολή από τη Συνδιάσκεψη να διατηρήσει την τάξη και τη δημόσια ασφάλεια, έως ότου αποφασιστεί η τύχη της περιοχής, ενώ στις 21 Μαΐου 1920 ο Χ. Βαμβακάς διορίστηκε πρώτος γενικός διοικητής Δυτικής Θράκης.

Εν τω μεταξύ, ο Βαμβακάς ανέφερε ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε αποδεχτεί το γεγονός της κατάληψης της Θράκης από τα ελληνικά στρατεύματα, μετά την απόρριψη της ιδέας της αυτονομίας από τη Συνδιάσκεψη.[lxvii] Σ’ αυτό συνετέλεσε καθοριστικά η στενή σχέση του με μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας[lxviii] ενώ, σύμφωνα με τον ίδιο, «η προσέγγισις πλέον με τους μουσουλμάνους (εννοώ τας λαϊκάς τάξεις και ουχί τους ιθύνοντας, των οποίων οι πλείστοι είναι κομιτατικοί) δύναται να θεωρηθή έργον τετελεσμένον».[lxix] Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Βαμβακάς χρησιμοποίησε ως βασικό εργαλείο προσέγγισης των μουσουλμανικών μαζών τη διαρκή υπενθύμιση των πεποιθήσεων των Νεότουρκων, οι οποίοι δήλωναν άθεοι, ενώ αντιθέτως η μουσουλμανική μάζα ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη.[lxx]

Ο Βενιζέλος, ενστερνιζόμενος το πνεύμα του Βαμβακά, εξέφραζε την άποψη ότι, αν η ελληνική πλευρά κέρδιζε την εμπιστοσύνη των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, θα διευκολυνόταν η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Θεωρούσε, επίσης, σημαντικό να διατηρηθούν οι υπάλληλοι στις θέσεις τους, όσοι εξ αυτών είχαν διοριστεί από τη γαλλική διοίκηση και κυρίως οι μουσουλμάνοι, όπως και οι Εβραίοι. Όσον αφορά τους Βούλγαρους δημόσιους υπαλλήλους, ο Έλληνας πρωθυπουργός ζητούσε τη διατήρηση όσων εξ αυτών ήταν ειλικρινείς στην πρόθεσή τους να συνεχίσουν «υπό ημέτερο καθεστώς». Ζητούσε, επίσης, να διατηρηθεί η υπάρχουσα διοικητική δομή των καζάδων. Η Δυτική Θράκη θα περιλάμβανε τους καζάδες Ξάνθης, Κομοτηνής, Δεδέαγατς και Διδυμοτείχου.[lxxi]

Ο Βενιζέλος, προσπαθώντας να προλάβει τυχόν υπερβάσεις στη συμπεριφορά των στρατιωτικών έναντι των μειονοτήτων, διατηρούσε συχνή επικοινωνία με τον στρατηγό Ζυμβρακάκη, από τον οποίο ζητούσε τα στελέχη του στρατού να επιδείξουν ανωτερότητα και σεβασμό απέναντι στα αλλογενή στοιχεία. Ταυτόχρονα, έπρεπε να κερδηθεί η εμπιστοσύνη του μουσουλμανικού πληθυσμού διότι όπως ο ίδιος ανέφερε «δεν απέβησαν υπήκοοι αλλά ελεύθεροι πολίται κράτους».[lxxii] Την ίδια περίοδο, ο Βαμβακάς ενημέρωνε τον Βενιζέλο ότι οι μουσουλμάνοι ήταν ευχαριστημένοι σε γενικές γραμμές με την ελληνική διοίκηση, εντούτοις, δημιουργούνταν προβλήματα με τη συμπεριφορά  ορισμένων οργάνων της ελληνικής διοίκησης, κυρίως της χωροφυλακής.[lxxiii]

Βενιζέλος και Βαμβακάς συνέχιζαν να εκφράζουν επιφυλάξεις για τον βαθμό κατανόησης των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στη Θράκη, από τις αρχές ασφαλείας (Στρατός και Χωροφυλακή). Σε τηλεγράφημα του Βαμβακά προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Νικόλαο Πολίτη, αναφερόταν ότι οι στρατιωτικοί «μη θέλοντες περιορισθώσιν εις τα καθήκοντά των, δια των ενεργειών των δυσχεραίνουσιν αρκετά το έργον της πολιτικής διοικήσεως».[lxxiv]

Επόμενος στόχος για την ελληνική κυβέρνηση ήταν η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη και η κατοχή του διοικητικού κέντρου αυτής, της Αδριανούπολης. Οι κινήσεις του Βαμβακά είχαν σκοπό να προλειάνουν το έδαφος, μέσω επαφών με το μουσουλμανικό στοιχείο της Αδριανούπολης, ώστε η ελληνική προέλαση να καθίστατο αναίμακτη. Η ανάγκη να αντιληφθεί η ελληνική πλευρά την «διανοητικότητα» των μουσουλμάνων, καθίστατο περισσότερο επιτακτική για την Ανατολική Θράκη, «όπου θα συναντήσωμεν ούχι μουσουλμανικά στοιχεία ομοειδή, όπως ενταύθα, αλλά ένα μωσαϊκόν εκ διαφόρων μωαμεθανικών φυλών».[lxxv] Η ευμένεια και η προσέλκυση των αλλογενών στοιχείων, ιδιαίτερα του τουρκικού, θα διευκόλυνε την προέλαση. Ο σεβασμός των θρησκευτικών ηθών των μουσουλμάνων δεν έπρεπε να εμποδιστεί από τις αποφάσεις της πολιτικής διοίκησης.[lxxvi]

Η απομάκρυνση των Νεότουρκων από τη Δυτική Θράκη, επιτυχία την οποία πιστώνεται ο Βαμβακάς, έπληξε καίρια τα σχέδια κομιτατικών και Βουλγάρων. Το γεγονός αυτό επηρέασε τις διαθέσεις του τουρκικού πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι οποιαδήποτε αντίσταση στην προέλαση του ελληνικού στρατού ήταν μάταιη. Συν τοις άλλοις, η τουρκική κοινή γνώμη στην Αδριανούπολη δεν συγκινήθηκε από τα κελεύσματα του Τζαφέρ Ταγιάρ.[lxxvii]

Πριν από την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Ανατολική Θράκη, ο Βενιζέλος εξέφραζε φόβους να μην επαναληφθούν τα επεισόδια της Σμύρνης.[lxxviii] Τα γεγονότα της απόβασης είχαν δημιουργήσει επιφυλάξεις και αμφιβολίες στους συμμάχους για την ικανότητα του ελληνικού στρατού να ελέγξει περιοχές με συμπαγείς μειονοτικές ομάδες. Στις 13 Ιουλίου 1920 τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην Ανατολική Θράκη και κατέλαβαν την Αδριανούπολη, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη συγκρότηση της Γενικής Διοίκησης Ανατολικής Θράκης με επικεφαλής τον ύπατο αρμοστή, Αντώνιο Σαχτούρη.

Ο βασιλέας Αλέξανδρος κατά την επίσκεψή του στη Θράκη την άνοιξη του 1920.

Η προκήρυξη του νέου πολιτικού διοικητή προς τον λαό της Θράκης περιείχε τις βασικές σταθερές της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Η ελληνική Πολιτεία θα αποτελούσε παράδειγμα ευνομούμενου και ισόνομου κράτους απέναντι στις μειονοτικές ομάδες, θα σεβόταν τη θρησκευτική και φυλετική τους ιδιαιτερότητα και θα διασφάλιζε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία των πολιτών της. Ειδικότερα,

Πολιτείαν φιλελευθέραν, διοίκησιν πατρικήν και φιλόστοργον, προστασίαν ζωής, τιμής και περιουσίας, ισοπολιτείαν και δικαιοσύνην. Συμμετοχήν πάντων εις την Διοίκηση της χώρας, τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων έσονται σεβαστά, η δε θρησκευτική και εκπαιδευτική αυτών ελευθερία πλήρης. Τα τεμένη και τα ιστορικά αυτών μνημεία ου μόνον θα τυχώσι παντός σεβασμού αλλά και μέτρα θα ληφθώσι προς διαφύλαξιν και συντήρησιν αυτών. Όσοι εκ των δημοσίων υπαλλήλων αδιακρίτως θρησκεύματος θελήσωσι να παραμείνωσιν εις τας θέσεις των θα διατηρηθώσιν εις αυτάς, πλην των προσώπων καθ’ ων ήθελον διατυπωθή σαφείς κατηγορίαι αίτινες εξεταζόμεναι υπό της Διοικήσεως θ’ απεδεικνύοντο βάσιμοι […] το ζήτημα των εν Θράκη εγκατασταθέντων κατά τα τελευταία έτη μουσουλμάνων προσφύγων θα εξετασθή μετά μεγαλειτέρας ευμενείας και διαλλακτικότητος, της Ελληνικής Κυβερνήσεως επιθυμούσης να παραμείνωσι εν τω τόπω οι γεωργικοί ούτοι πληθυσμοί […] είναι διατεθειμένη (η Ελληνική Διοίκηση) να ρίψη εις λήθην όλας εκείνας τας πράξεις ή τα αδικήματα άτινα οφείλονται εις ραδιουργίας και υποκινήσεις προσώπων κακοβούλων, πολλά δε τα δεινά προξενησάντων εις τον αγαπητόν τούτον τόπον, αφ’ ετέρου θα πατάξη αμειλίκτως πάσαν απόπειραν τείνουσαν εις διασάλευσιν της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας οποθενδήποτε και αν προέρχηται αύτη.[lxxix]

Η ελληνική διοίκηση κατέβαλε προσπάθειες να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των ντόπιων πληθυσμών αλλά και να αφήσει στη λήθη του παρελθόντος τα φυλετικά μίση μεταξύ των κατοίκων.[lxxx] Σε γενικές γραμμές, το ομογενές στοιχείο δεν έδειξε αισθήματα εκδίκησης, εκτός από ορισμένα μικροεπεισόδια.[lxxxi] Η ελληνική διοίκηση διατήρησε τις δομές του προηγούμενου καθεστώτος,[lxxxii] ενώ θα παρέμενε σε ισχύ η αστική, οικονομική και διοικητική νομοθεσία όπου δεν ερχόταν σε σύγκρουση με τους ελληνικούς νόμους.[lxxxiii] Η επιλογή των τοπικών οργάνων θα γινόταν με κριτήριο την εντοπιότητα και τη γνώση της τουρκικής γλώσσας.[lxxxiv] Η ανάμειξη των ντόπιων με έμπειρα στελέχη της κυβέρνησης αποτέλεσε την πολιτική συνταγή της κυβέρνησης Βενιζέλου για την Ανατολική Θράκη.[lxxxv] Ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση δεν δίστασε να τοποθετήσει μουσουλμάνους σε θέσεις της Γενικής Διοίκησης Θράκης.[lxxxvi] Στον τομέα της εκπαίδευσης, η ελληνική πλευρά συντηρούσε 157 δημοτικά μουσουλμανικά σχολεία, ενώ επισκεύασε πλήθος μουσουλμανικά τεμένη.[lxxxvii] Κατά το 1921, δαπάνησε για την εκπαίδευση και τη μισθοδοσία των θρησκευτικών αρχηγών των μειονοτήτων 1.755.928 δραχμές. Επίσης, προχώρησε στη δημιουργία της Διευθύνσεως Υποθέσεων Ετεροδόξων, η οποία ασχολούνταν με το σύνολο της κοινωνικής και θρησκευτικής παρουσίας των μειονοτήτων.

Μέσα στις άμεσες προτεραιότητες του νέου ύπατου αρμοστή ήταν η επανεγκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολική Θράκη. Ο Α. Πάλλης, γενικός διευθυντής της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως, επεσήμανε τους κινδύνους της άνευ σχεδίου παλιννόστησης των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα.[lxxxviii] Η παλιννόστηση έπρεπε να λάβει χώρα όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά και οργανωμένα, ώστε να μη δημιουργούνται διενέξεις μεταξύ των προσφύγων και των μουσουλμάνων.[lxxxix] Η κυβέρνηση Βενιζέλου, με τον Ν. 2515 «Περί εγκαταστάσεως των πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης», χορήγησε κονδύλι 20.000.000 δραχμών για την αντιμετώπιση πάσης φύσεως ανάγκης αλλά και τη χορήγηση δανείων στους πληγέντες. Για τον σκοπό αυτό, προβλεπόταν η σύσταση πενταμελούς επιτροπής, η οποία θα κανόνιζε «παν ζήτημα σχετικόν με την παλιννόστησιν και εγκατάστασιν των πληθυσμών».[xc]

Παράλληλα, η ελληνική αποστολή προσπάθησε, με συστηματική εργασία, να συγκρατήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ώστε να μην εγκαταλείψουν τη χώρα,[xci] ενώ ήταν θετική στο ενδεχόμενο να επιστρέψουν στη Θράκη όσοι μουσουλμάνοι (περίπου 25.000) είχαν μεταναστεύσει στη Βουλγαρία.[xcii] Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Πολιτική Διοίκηση Διδυμοτείχου ενημέρωνε τις κατά τόπους αρχές ότι «οσονούπω θα γίνη έναρξις της παλιννοστήσεως των αποδημησάντων των εκ Δυτικής Θράκης επί βουλγαρικού καθεστώτος μουσουλμάνων». Οι εν λόγω πληθυσμοί, σύμφωνα με το έγγραφο, θα εγκαθίσταντο στα ακίνητά τους, ενώ παράλληλα θα συγκροτούνταν επιτροπές για την απόδοση των κτημάτων τους.[xciii] Βασική, επίσης, προτεραιότητα υπήρξε και η εμπέδωση της πολιτικής συμφιλίωσης, μέσω της χορήγησης αμνηστίας σε όσους είχαν συνεργαστεί με τον Ταγιάρ. Οι δε γεωργικοί πληθυσμοί που είχαν εξαναγκαστεί διά της βίας να συμμετέχουν στο κίνημα, επέστρεψαν στις γεωργικές ασχολίες τους, με την προϋπόθεση να είναι πιστοί στο νέο καθεστώς.[xciv] Ο τουρκικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης υποδέχτηκε θετικά το παραπάνω μέτρο.

Προτομή του Χαρισίου Βαμβακά στην κεντρική
πλατεία της Κομοτηνής.
Περγαμηνή απονομής του Χρυσού Σταυρού των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος στον Χαρίσιο Βαμβακά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Βενιζέλος προσπάθησε να θέσει το πλαίσιο συμπεριφοράς της ελληνικής Πολιτείας προς τους μουσουλμάνους. Με  τηλεγράφημά του προς τον Σαχτούρη έκανε σαφές ότι «από την επιτυχίαν με την οποίαν θα εκπληρώσετε τα ανατεθέντα υμίν καθήκοντα  θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω το μέλλον της μεγεθυνομένης Ελλάδος», ενώ θεωρούσε υπέρτατο καθήκον της ελληνικής διοίκησης να εμπνεύσει σε όλα τα στοιχεία του πληθυσμού την εμπιστοσύνη ότι «ουδεμίαν αι αρχαί ποιούνται διάκρισιν μεταξύ πολιτών ως εκ της καταγωγής των ή των θρησκευτικών των πεποιθήσεων αλλ’ ότι πάντες είνε ίσοι ενώπιον του νόμου εφόσον σέβονται τούτον και συμμορφώνονται προς τας διατάξεις αυτού».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, μετά τα παράπονα των ομογενών περί εύνοιας των μουσουλμάνων από την ελληνική διοίκηση, πρότεινε να καλλιεργηθεί μεταξύ των ομογενών η ιδέα «ότι αδύνατον να μεγαλουργήση η Ελλάς εάν και άρχοντες και αρχόμενοι δεν εμπνευσθώσιν υπό την ιδέαν ότι πάντες οι πολίται δικαιούντο εις ίσην προστασίαν εκ μέρους των αρχών». Τέλος, στο ίδιο τηλεγράφημα γινόταν λόγος για τα εγκλήματα που διεπράχθησαν σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών κατά τη προηγούμενη περίοδο. Ωστόσο, κατά την άποψη του Κρητικού πολιτικού, «επιβάλλεται όπως λήθη καλύψη εν ευρυτάτη κλίμακι τα γενόμενα».[xcv]

 

O Βασίλης Ν. Κολλάρος είναι Διδάκτωρ Διπλωματικής Ιστορίας του Τμήματος  Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i]Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής Α.Υ.Ε) /1918/Θ/Άνευ Αριθμού Κατάταξης (στο εξής Α.Α.Κ.),4 Γραφείο Υπουργού, Η Ελλάς εις το Συνέδριον της Ειρήνης. Επίσης, Στέφανος Στεφάνου (επιμ.) Ελευθερίου Βενιζέλου: Πολιτικαί υποθήκαι, τ. Β΄, 1965,  σσ. 153-175.

[ii]Α.Υ.Ε./1919/Α/4/2,Τηλεγράφημα ( στο εξής Τηλ.) Ρωμανού προς το Υπουργείο Εξωτερικών (στο εξής Υπ.Εξ.), αρ. πρωτ. 520, 21/1/1919 και A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Συντ/ρχης Κατεχάκης προς τον Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 2874, Παρίσι, 5/8/1919.

[iii]Αντώνιος Μπρεδήμας, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το διεθνές δίκαιο. Η εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων» στο συλλογικό τόμο: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως νομικός, 2003, σσ. 201-219. Για τον χειρισμό των ελληνικών διεκδικήσεων από τον Βενιζέλο βλ. Εμμ. Ρούκουνα, Εξωτερική Πολιτική (1914-1923),1983, σσ. 299-310 και Κωνσταντίνο Σβολόπουλο, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945), 2002, σσ. 140-157.

[iv]Ιωάννης Γκλαβίνας, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα, 2008, σσ. 45-46.

[v]Στεφάνου, ό.π., σ. 199.

[vi]Στο ίδιο.

[vii]Μπρεδήμας, ό.π.,  σ. 206.

[viii]Nikolaos Petsalis – Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), 1978, σ. 90. Βλ. επίσης, Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Γενικό Στρατηγείο προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 8641, 26/8/1919. Επίσης, Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο (στο εξής Ε.Λ.Ι.Α) /Α.Ε.Β./φάκ. 9/1, Φωτοαντίγραφα υπομνήματος μουσουλμάνων βουλευτών Δυτικής Θράκης προς τον στρατηγό Franchet d’ Esperey, Σόφια, 31/12/1918 και Α.Υ.Ε./1919/Α/4/2, Τηλ. Πολίτη προς Αντιπρόεδρο Κυβερνήσεως , αρ. πρωτ. 1695, 9/2/1919.

[ix]Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 153.

[x]Ό.π., σ. 135.

[xi]Ό.π., σ. 155.

[xii]Ό.π., σελ. 156.

[xiii]Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδας, τόμ. Δ΄, 1973, σ. 281. Για το ζήτημα της Θράκης στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, βλ. Petsalis – Diomidis, ό.π., σσ.153-172, 256-279, 280-290. Επίσης, Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το Ζήτημα της Βουλγαρικής Οικονομικής Διεξόδου στο Αιγαίο (1919-1923), 1997, σσ. 21-68.

[xiv]Petsalis – Diomidis, ό.π., σσ. 339-340.

[xv]Για τη χρησιμοποίηση των μουσουλμάνων από τον κρατικό μηχανισμό την περίοδο της Συνδιάσκεψης, με στόχο την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων, βλ. Γκλαβίνα, ό.π., σσ. 283, 348-370.

[xvi]A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 25, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς Πρεσβεία Παρισίων, Δράμα, αρ. πρωτ. 65, 20/11/1919 ∙ Αρχείο Μουσείου Μπενάκη (στο εξής A.M.M.) / Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου (στο εξής A.E.B.) /173/φάκ. 23 ∙ A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 24, Επιστολή Βενιζέλου προς τον Γενικό Διοικητή Δράμας, αρ. πρωτ. 7318, 5-18/11/1919.

[xvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ. , αρ. πρωτ. 7888, Παρίσι, 10/8/1919.

[xviii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/11, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 2505, Παρίσι, 2/3/1919.

[xix]Για την εκστρατεία «διαφήμισης» των αγαθών της ελληνικής διοίκησης βλ. Στίλπων Κυριακίδη, Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, 1997 αλλά και Al. Antoniades, Le development economique de la Thrace. : le passé, le présent, l’avenir, 1922.

[xx]Α.Υ.Ε./1919/5/11, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 254, Παρίσι, 13/3/1919.

[xxi]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Κανελλόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 8628, Κων/πολη, 31/8/1919

[xxii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Πάγκαλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 12678, 17/12/1919.

[xxiii]Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 163.

[xxiv]A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 23. ∙ A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 24, Επιστολή Βενιζέλου προς τον Γενικό Διοικητή Δράμας, αρ. πρωτ. 7318, 5-18/11/1919. Βλ. επίσης, Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 169.

[xxv]Α.Υ.Ε./1919/5/ΧΙ/4, Βενιζέλος προς Ύπ. Αρμοστή Ελλάδος στη Κων/πολη, αρ. πρωτ. 8169, 5-18/8/1919.

[xxvi]Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 169.

[xxvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Γ. Δ. Θεσ/νίκης, προς τον Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 132, 3/8/1919.

[xxviii]Ό.π., Για το ίδιο ζήτημα, η ελληνική στρατιωτική αποστολή στη Βουλγαρία, με επικεφαλής τον Μαζαράκη, ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης δεν θα αντισταθούν σε μια ελληνική κατοχή διότι δεν είχαν τις δυνατότητες που είχαν οι ομόθρησκοί τους στη Μ. Ασία. Α.Υ.Ε./1919/5/11, Ελληνική στρατ. Αποστολή προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 480, Σόφια, 30/7/1919.

[xxix]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Μ/2, Σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων προς Βενιζέλο, 23/7/1919.

[xxx]Α.Υ.Ε./1919/ Α/5/6, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 8102, 19/8/1919.

[xxxi]Petsalis – Diomidis, ό.π., σσ. 171-172.

[xxxii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Ελλ. στρατ. αποστολή προς το Γ. Στρατηγείο, αρ. πρωτ. 549, Σόφια, 16/8/1919.

[xxxiii]A.M.M./A.E.B./173/φάκ. 24, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς τη Πρεσβεία Παρισίων, αρ. πρωτ. 60, Δράμα, 18/11/1919. Βλ. επίσης Α.Υ.Ε./1919/Α/5/5, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 11001, 4/11/1919.

[xxxiv]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Πολίτη προς το Υπ.Εξ.. αρ. πρωτ. 10329, 14/10/1919. Ε.Λ.Ι.Α./Αρχείο Χαρίσιου Βαμβακά (στο εξής Α.Χ.Β.) /3/1, Ελληνική στρατιωτική Αποστολή στη Βουλγαρία προς το Γενικό Στρατηγείο, αρ. πρωτ. 90, 6/1/1920. Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/1, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 658/ΙΙ, 1/2/1920.

[xxxv]IAYE/1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 12943, 1/10/1919.

[xxxvi]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Βαμβακά προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 12310, Κομοτηνή, 7/12/1919.

[xxxvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Χαλκιόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ.10018, Δράμα, 8/10/1919.

[xxxviii]A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Διομήδη προς υπουργό Εξωτερικών, αρ. πρωτ. 8262, Αθήνα, 6/9/1919.

[xxxix]Ό.π.,

[xl]A.Y.E/.1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Βενιζέλου προς τον Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 9339, 9-22/9/1919.

[xli]Ό.π.,

[xlii]Α.Υ.Ε./1919/5/11, Βενιζέλος προς Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 9339, 10/9/1919. Βλ. επίσης, Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Κακλαμάνου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 10038, Παρίσι, 10/10/1919.

[xliii]Για τη δράση του Βαμβακά, βλ. Καλλιόπη Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, (επιμ.), Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από το αρχείο του Χαρίσιου Βάμβακα,1975.

[xliv]A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Κρυπτ. Κακλαμάνου προς Ελληνική Αποστολή στο Λονδίνο, αρ. πρωτ. 4408, 21/10/1919. Για την αποστολή του Βαμβακά στη Θράκη, βλ. Petsalis – Diomidis, ό.π., σ. 288.

[xlv]A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Τηλ. Κανελλόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ.10244, Κων/πολη ,17/10/1919.

[xlvi]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Βαμβακά προς Υποστρ. Λεοναρδόπουλο, αρ. πρωτ. 8852, Κομοτηνή, 29/10/1919.

[xlvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Τηλ. Κανελλόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 9881, Κων/πολη, 4-17/10/1919.

[xlviii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/1, Επιστολή Βαμβακά προς Υπ. Εξωτερικών, αρ. πρωτ. 2846, 13/3/1920.

[xlix]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 13024, 24/12/1919.

[l]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Καλεύρας προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 12107, 2-15/12/1919.

[li]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/1, Έκθεση του Χ. Βαμβακά προς τον Υπ.Εξ., 14-27/11/1919.

[lii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Βαμβακά προς Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 93, Κομοτηνή, 12-25/11/1919.

[liii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/2, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 13023, 24/12/1919.

[liv]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/3, Τηλ. Βενιζέλου προς Γενικό Διοικητή Δράμας, αρ. πρωτ. 11953, Παρίσι, 29/11/1919.

[lv]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/7/1, Τηλ. Βενιζέλου προς το Υπ.Εξ. αρ. πρωτ. 11364, Παρίσι, 22/11/1919.

[lvi]Για τους Πομάκους, βλ. Κωστή Τσιούμη, Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1923-1940), ιστορία – πολιτική – παιδεία, διδακτορική διατριβή, 1994, σσ. 104-109. Επίσης, Π. Φωτέα, Οι Πομάκοι της Δ. Θράκης, 1978 ∙ Π. Χιδίρογλου, Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, 1984 ∙ Π. Μυλωνά, Οι Πομάκοι της Θράκης, 1990 ∙ Εμμ. Βαρβούνη, Η καθημερινή ζωή των Πομάκων – Εθνική συνείδηση και θρησκευτική ταυτότητα, 1997.

[lvii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Μ/1, Γενικό Στρατηγείο προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αρ. πρωτ. 7073, 3/9/1919. Βλ. επίσης, A.Y.E./1919/Α/5/Ι4, Κρυπτ. Παρασκευόπουλου προς Βενιζέλο, αρ. πρωτ. 11674/6859, 9/9/1919 και Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Υπ. των Εξωτερικών προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 4579, Αθήνα, 9/4/1920.

[lviii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/4, Τηλ. Βαμβακά προς Νικ. Πολίτη, αρ. πρωτ. 879, Κομοτηνή, 19/3/1920.

[lix]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Παρασκευόπουλου προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 2417, 13/3/1920.

[lx]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 2960, Κομοτηνή, 16/3/1920.

[lxi]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Πολίτη προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 3430, Παρίσι, 30/3/1920.

[lxii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/6, Υπουργείο των Ναυτικών προς Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 49, 12/8/1919.

[lxiii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 3183, Παρίσι, 19/3/1920 και Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/3, Τηλ. Βαμβακά προς Ρακτιβάν, αρ. πρωτ. 3244, Κομοτηνή, 23/3/1920.

[lxiv]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Πολίτη προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 3430, Παρίσι, 30/3/1920.

[lxv]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Πολίτη προς Βαμβακά, αρ. τηλ 3819, Κομοτηνή, 7/4/1920.

[lxvi]Ό.π.,

[lxvii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 622, Κομοτηνή, 6.1.1920.

[lxviii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 2915, Κομοτηνή, 15.3.1920.

[lxix]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 3426, Κομοτηνή, 3/1920 (;).

[lxx]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Πολίτη, αρ. πρωτ. 4040, Κομοτηνή, 11.4.1920.

[lxxi]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/1/2, Τηλ. Βενιζέλου προς Βαμβακά, αρ. πρωτ. 6296, Παρίσι, 15.5.1920.

[lxxii]Α.Υ.Ε./1920/153/2/2, Τηλ. Βενιζέλου προς Ζυμβρακάκη, Παρίσι, 17.5.1920.

[lxxiii]Α.Υ.Ε./1919/Α/5/Μ/2, Σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων προς Βενιζέλο, 23.7.1919.

[lxxiv]Α.Υ.Ε./1920/152/2, Τηλ. Βαμβακά προς τον Πολίτη, αρ. πρωτ. 8359, Κομοτηνή, 26/6/1920.

[lxxv]Α.Υ.Ε./1920/153/2/2, Τηλ. Βαμβακά προς Υπ. Εξωτ. Πολίτη, αρ. πρωτ. 6059, 24/5/1920.

[lxxvi]Α.Υ.Ε./1920/153/2/2, Τηλ. Βαμβακά προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 3777, 1/4/1920.

[lxxvii]Ο Τζαφέρ Ταγιάρ υπήρξε στρατιωτικός διοικητής της Αδριανούπολης, ο οποίος στις 12 Ιουνίου 1920 κήρυξε την αυτονομία της Ανατολικής Θράκης. Ο τουρκικός πληθυσμός της περιοχής δεν σαγηνεύτηκε από τα κελεύσματα του Ταγιάρ, με αποτέλεσμα το κίνημα να κατασταλεί και ο ίδιος να συλληφθεί από τον ελληνικό στρατό στις 14 Ιουλίου 1920. Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./1/2, Τηλ. Βαμβακά προς Παρασκευόπουλο, αρ. πρωτ. 2726, 11/3/1920. Επίσης, Πετσαλή – Διομήδη, «Το ζήτημα της Θράκης στο Συνέδριο Ειρήνης», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ΄, 1978, σσ. 94-95.

[lxxviii]Α.Υ.Ε./1920/153/2/4, Τηλ. Βενιζέλου προς Αντιπρόεδρο Υπ. Συμβουλίου, ά.α.π., Παρίσι, 14/7/1920.

[lxxix]Α.Υ.Ε./1920/154/1/Ε, Προκήρυξη Ύπατου Αρμοστή της Ελλάδος στη Θράκη, 13-26/7/1920.

[lxxx]Δημήτριος Σβολόπουλος, Η Θράκη υπό ελληνικήν διοίκησιν, 1922, σσ. 56-58.

[lxxxi]Κώστας Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1910-1922, 2005, σσ. 45-46.

[lxxxii]Κυριακίδης, ό.π., σ. 116.

[lxxxiii]Ό.π., σ. 116.

[lxxxiv]Ό.π., σ. 124.

[lxxxv]Για τη διοικητική οργάνωση της Δυτικής Θράκης. Ό.π., σσ. 60-63.

[lxxxvi]Κυριακίδης, ό.π., σ. 128.

[lxxxvii]Σβολόπουλος, ό.π., σ. 41.

[lxxxviii]Α.Υ.Ε./1920/141/1/1,Ύπατη Αρμοστεία Κων/πόλεως προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 3267, 20/5/1920.

[lxxxix]Ό.π.,

[xc]Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος Α΄, αρ. φ. 224, 1/10/1920, σελ. 2199.

[xci]Α.Υ.Ε./1920/152/2/Γ, Τηλ. Σαχτούρη προς Ρέπουλη, αρ. πρωτ. 226, Αδριανούπολη, 12-25/8/1920.

[xcii]Α.Υ.Ε./1920/153, Ελλ. Στρ. Αποστολή στη Βουλγαρία προς το Υπ.Εξ., αρ. πρωτ. 700, 22/7/1920.

[xciii]Ε.Λ.Ι.Α./Α.Χ.Β./2/4/5, Πολιτ. Διοίκηση Διδυμοτείχου προς διοικητές Δυτ. Θράκης, αρ. πρωτ. 12792, 19/8/1920.

[xciv]Α.Υ.Ε./1920/152/2/Γ, Τηλ. Σαχτούρη προς Πρόεδρο Κυβερνήσεως, Υπ.Εξ. και Υπουργείο Στρατιωτικών, αρ. πρωτ. 359, Αδριανούπολη, 30/8-12/9/1920.

[xcv]Α.Υ.Ε./1920/152/2/Γ, Τηλ. Βενιζέλου προς Σαχτούρη, αρ. πρωτ. 12168, Παρίσι, 9/8/1920.