Slobodan Marković
Αγγλο-αμερικανικές εκτιμήσεις για τον Gavrilo Princip
Μέρος Α΄: Η περίοδος του Μεσοπολέμου
Υπάρχει μια εκτενής ιστοριογραφία για τον Gavrilo Princip, τον δολοφόνο του Αρχιδούκα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκου-Φερδινάνδου , στα σερβικά και στα αγγλικά. Το παρόν κείμενο εστιάζει στα άρθρα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στις στήλες δυο κορυφαίων εφημερίδων στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πρόκειται αντίστοιχα για τους Times και τους New York Times. Συμπληρώνεται από την ανάλυση των σημαντικότερων επιστημονικών δημοσιεύσεων, που πραγματεύονται το όλο θέμα.
Διαρκούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το Βασίλειο της Σερβίας και η Μεγάλη Βρετανία ήταν σύμμαχοι. Το ίδιο ίσχυε και με τις ΗΠΑ κατά τους δεκαεννέα τελευταίους μήνες του πολέμου. Φυσικό επακόλουθο του κοινού αγώνα και των αμοιβαίων δοκιμασιών, ήταν να παρατηρηθεί, τόσο στη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ, μια τάση υποστήριξης και αλληλλεγγύης έναντι της μεσοπολεμικής Γιουγκοσλαβίας. Είναι γεγονός, πως είδηση της δολοφονίας στο Βελιγράδι, τον Μάιο του 1903, του βασιλέα της Σερβίας Αλεξάνδρου Obrenovich και της συζύγου του Draga, είχε προκαλέσει τον αποτροπιασμό της βρετανικής κοινής γνώμης. Ο τρόπος, με τον οποίο το κίνημα του 1903 υπήρξε αντικείμενο χειρισμού από πλευράς Λονδίνου, έκανε τη Σερβία να φαντάζει σαν ένα ανατολικό υπανάπτυκτο κράτος, πέρα από τα όρια του ευρωπαϊκού πολιτισμένου κόσμου της εποχής.¹
Μετά από τη λήξη του πολέμου, η καθόλα αρνητική αυτή διάθεση, αν και υποβαθμισμένη κάπως, συνυπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα με την ελπιδοφόρα αύρα, που απέπνεε το νεότευκτο βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων/Γιουγκοσλαβία. Υπήρχε, ωστόσο, ένας κοινός παρονομαστής. Η ομόφωνη αποδοκιμασία και καταδίκη της δολοφονίας του Σεράγεβου. Η ενέργεια του Gavrilo Princip δεν τύγχανε της συμπάθειας ή, έστω, της ανοχής κανενός. Ένας ένθερμος υποστηρικτής των Σερβικών ιδεωδών της περιόδου του πολέμου ήταν ο Robert George Dalrymple Laffan (1887-1972), στέλεχος του Queens’ College του Καίμπριτζ. Τον Σεπτέμβριο του 1917 ολοκλήρωσε τη σύνταξη ενός βιβλίου, το οποίο έφερε τον τίτλο “Οι Σέρβοι, φύλακες των πυλών” ( “The Serbs. The Guardians of the Gate”). Ο τίτλος προερχόταν από μια αγόρευση του σερβόφιλου πρωθυπουργού David Lloyd George, ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων στις 8 Αυγούστου του ιδίου έτους. Ο υποναύαρχος E.T.Troubridge, εξίσου ένθερμος υποστηρικτής των Σέρβων, κατέληγε στον πρόλογο του βιβλίου με την εξής φράση: “Πράγματι, η Σερβία ανταποκρίθηκε άμεσα και με γενναιότητα στο ερώτημα: Τι έχει να αποκομίσει ένας άνθρωπος εάν, κατακτώντας τον κόσμο, πουλήσει την ψυχή του;”.² Από βασιλοκοκτόνοι το 1903, οι Σέρβοι, χάρη στη διενέργεια του πόλεμου, είχαν μετεξελιχθεί σε μικρό έντιμο σύμμαχο και φύλακα των πυλών. Ο Laffan διέτρεξε ολόκληρη την περίοδο από τον Karageorgevich έως το 1917. Μάλιστα, ένα ολόκληρο κεφάλαιο, από τα δεκαεπτά που περιέχει συνολικά το βιβλίο, είναι αφιερωμένο στο επεισόδιο της δολοφονίας του Σεράγεβου. Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας καταθέτει την κατανόησή του για τους λόγους, οι οποίοι οδήγησαν στη δολοφονία του Αρχιδούκα, ταυτόχρονα, όμως, εκφράζει και την ευχή “ποτέ στο μέλλον, οι Σέρβοι οποιασδήποτε χώρας, να μην καταφύγουν σε τόσο άχρηστες μεθόδους, που τους στερούν, εν τέλει, τη συμπάθεια εκείνων που αναγνωρίζουν τον δίκαιο αγώνα τους”.³ Χαρακτηρίζει ως “νεαρό αναρχικό” τον συνωμότη Nedeljko Čabrinović, στο δε ευρετήριο του βιβλίου, ο Princip καταχωρίζεται επίσης ως “αναρχικός”.⁴
Στις τριάντα σελίδες, που καταλαμβάνει το συγκεκριμένο κεφάλαιο, ο Princip δικαιούται μόλις δυόμισι σειρές, όπου αναφέρεται επί λέξει ό,τι “κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και άδειασε το περίστροφό του επάνω στον Αρχιδούκα και τη σύζυγό του”.⁵ Ο Laffan σπεύδει να υποστηρίξει με έμφαση πως ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για τον Αρχιδούκα να επισκεφθεί το Σεράγεβο, όπου στο παρελθόν, ο ήρωας Miloš Obilić είχε δολοφονήσει τον Σουλτάνο Μουράτ Α΄. “Δεν θα ήταν ουδόλως αξιοπερίεργο”, συνεχίζει, “εάν κάποιος ανισόρροπος νεαρός Σερβοβόσνιος, μιμούμενος το παραπάνω παράδειγμα, επιχειρούσε να επιφυλάξει το ίδιο τέλος σε έναν εκπρόσωπο της Αυστροουγγρικής μοναρχίας ”.⁶ Επισημαίνει δε πως “τίποτα δεν μπορούσε να είναι περισσότερο αυτοκαταστροφικό για τη Σερβία τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, από το να δρομολογήσει μια σύγκρουση με μια γειτονική Μεγάλη Δύναμη”. Σε μια στιγμή, μάλιστα, που η Γερμανία επιθυμούσε να εξαλείψει, κατά μήκος της προέλασής της από το Βερολίνο προς τη Βαγδάτη, την “αναξιόπιστη” και “ενοχλητική” Σερβία, o Laffan στρέφει την προσοχή των αναγνωστών του προς την κατεύθυνση μιας πιθανής ευθύνης των Ούγγρων στην υπόθεση της δολοφονίας, με τη σύμπραξη κύκλων της Βιέννης. Υποστηρίζοντας πως, με βάση το παραπάνω επιχείρημα, “μια άποψη είναι δυνατόν να διαμορφωθεί”, συμπεραίνει εκθέτοντας το ακόλουθο σκεπτικό: “Η δολοφονία υπήρξε το έργο ενός ή δυο φανατικών προσώπων Σερβικής καταγωγής, στην υπηρεσία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, εξοργισμένων από την άθλια μεταχείριση, της οποίας έχαιραν οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης. Πιθανότατα βρίσκονταν σε επαφή με “κομιτατζήδες” από τη Σερβία, παντελώς απληροφόρητους για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, και, κατ επέκταση, μη αντιλαμβανόμενους την εύφλεκτη ιδιότητα του υλικού, με το οποίο έπαιζαν. Η κυβέρνηση της Σερβίας και οι κρατικές υπηρεσίες γενικότερα, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για τα όσα προετοιμάζονταν. Τα γνώριζε, όμως, η Αυστροουγγρική κυβέρνηση, η οποία χρησιμοποίησε αυτή την ουρανοκατέβατη συνωμοσία προκειμένου να απομακρύνει έναν ανεπιθύμητο διάδοχο από τον θρόνο και να ενοχοποιήσει, κατόπιν, τη Σερβία στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης”.⁷ Η αφήγηση του Laffan, με τον τρόπο, με τον οποίο αναπτύσσεται, επιβεβαιώνει πως ακόμη και οι οπαδοί της σφυρηλάτησης ενός νέου προφίλ της Σερβίας, προβάλλοντας την ιδιότητά της ως γενναίου συμμάχου των Βρετανών, όφειλαν να τηρήσουν απόσταση από τον Princip και να επειδείξουν αυτοσυγκράτηση. Ο Laffan όχι μόνο δεν γνωρίζει, αλλά ούτε και επιθυμεί να γνωρίζει πολλά πράγματα για τους Princip και Čabrinović. Ουδόλως δείχνουν να τον απασχολούν και οι υπόλοιποι συνωμότες.

Ένας άλλος ένθερμος υποστηρικτής των Σέρβων στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Robert William Seaton-Watson (1879-1951). Εξέφρασε θέσεις παρόμοιες με εκείνες του Laffan. Από το 1922 και έπειτα, ο Seaton-Watson υπήρξε ο πρώτος, κατά σειρά, κάτοχος της έδρας Masaryk της Σχολής Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Λονδίνου, όπου δίδαξε Ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης. Εθεωρείτο αυθεντία στη χώρα του ως προς το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, συμπεριλαμβανομένης και της ιστορίας των Νοτιοσλάβων.⁸ Το 1925 εξέδωσε μια μελέτη αφιερωμένη στις καταβολές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην οποία αντέκρουε τις περισσότερες από τις κατηγορίες, που στρέφονταν κατά της Σερβίας σχετικά με τις άμεσες συνθήκες έκρηξης του πολέμου.⁹ Στο τιτλοφορούμενο “Η ευθύνη του εγκλήματος” έκτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Seaton-Watson ήταν ο πρώτος Βρετανός συγγραφέας, ο οποίος επισήμανε ξεκάθαρα πως “Η πραγματική πρωτοβουλία προήλθε μέσα από τη Βοσνία” καθώς επίσης και ότι πέρα από τους συνωμότες του Σεράγεβου “υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός νέων, που είχαν ορκισθεί να αποπειραθούν κατά της ζωής του Αρχιδούκα και πως ανάλογες ομάδες, έτοιμες να μιμηθούν το παράδειγμά τους, καιροφυλακτούσαν στην Κροατία και στη Δαλματία”.¹º Καταλήγοντας σε αυτή την εκτίμηση, είχε επηρεαστεί από τη μελέτη του Borivoje Jevtić,¹¹ αλλά και από συνεντέυξεις, που είχε πάρει αυτοπροσώπως από μερικούς οπαδούς του Βοσνιακού κινήματος.
Ανακεφαλαιώνοντας ως προς το ζήτημα της ευθύνης, ο Seaton-Watson γράφει: “Το έγκλημα του Σεράγεβου αποτελεί μια ανεξίτηλη κηλίδα σε βάρος της κίνησης των Γιουγκοσλάβων για ενότητα. Όμως, και στο ποσοστό που δεν έχουμε απωλέσει κάθε αίσθηση του μέτρου, οφείλουμε να χρεώσουμε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στην Αυστροουγγαρία, η οποία, εφαρμόζοντας μια πολιτική καταστολής εντός των συνόρων και επιθετικότητας προς τα έξω, λειτούργησε ανταγωνιστικά έναντι του συνόλου της Γιουγκοσλαβικής φυλής”.¹² Προς το τέλος δε του βιβλίου, αφήνει να πέσει η παρακάτω ετυμηγορία: “Με μια λέξη, δεν φαίνεται τόσο δύσκολο να υποστηρίξει κανείς πως με σκόπιμες ενέργειες, προγραμματισμένες έως την τελευταία λεπτομέρεια, η Βιέννη και το Βερολίνο είχαν υφάνει, περί τις 23 Ιουνίου, ένα διπλωματικό κλίμα, από το οποίο η Ευρώπη μπορούσε να απεμπλακεί μόνο χάρη σε ένα θαύμα και ότι οι ευθύνη για την έκρηξη του πολέμου πρέπει, κατά συνέπεια, να βαρύνει τους ώμους τους”.¹³

Ωστόσο, ήδη από το 1925, ο Seaton-Watson προειδοποιούσε: “Δυστυχώς, υπάρχουν άλλοι, που επιμένουν να ηρωποιούν τους δολοφόνους. Αυτή ακριβώς η αντίληψη – περισσότερο διαδεδομένη εντός της ίδιας της Βοσνίας, όπως είναι φυσικό – ευθύνεται για τη μετακίνηση του μνημείου από τον τόπο του εγκλήματος και για την μεταφορά των λειψάνων των δολοφόνων σε ειδικό τιμητικό τάφο στο Σεράγεβο”. Εισηγήθηκε δε, η Ημέρα της Ανακωχής (11 Νοεμβρίου) να εορτάζεται ως “ημέρα εθνικής εξιλέωσης” και όχι ως “μια ετήσια τελετή του εγκλήματος”.¹⁴ Πέντε, μόλις, έτη έπειτα από την κυκλοφορία του βιβλίου του, άσκησε δριμεία κριτική κατά της ανέγερσης μιας αναμνηστικής πινακίδας στο Σεράγεβο, προς τιμήν του Gavrilo Princip. Σε επιστολή προς τους Times επισήμανε πως “με την ιδιότητα κάποιου, ο οποίος υπερασπίστηκε σθεναρά τη Σερβία ενάντια στην κατηγορία ότι επιτάχυνε σκόπιμα τον πόλεμο με την πολιτική που ακολούθησε, διαμαρτύρομαι δημόσια με όλη μου τη δύναμη κατά της απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε σήμερα από τους Times, περί ανέγερσης μνημείου προς τιμήν των δολοφόνων του Αρχιδούκα στο σημείο του συμβάντος, στο Σεράγεβο”(…) “Η ανέγερση μνημείου όχι στη μνήμη του θύματος, αλλά σε εκείνη του δολοφόνου, συνιστά ευθεία προσβολή σε βάρος όλων των υγειώς σκεπτόμενων ανθρώπων μέσα στην ίδια τη Γιουγκοσλαβία, ταυτόχρονα όμως, και σε βάρος των συμμάχων της κατά τη διάρκεια του πολέμου”, κατέληγε με πικρία στην ίδια επιστολή.¹⁵
Δυο μέρες αργότερα, σε δημοσίευμα των Times υπογραμμιζόταν πως στην εν λόγω τελετή, “ούτε η κυβέρνηση ούτε κάποια ημιεπίσημη οργάνωση έστειλαν εκπροσώπους και ότι είχαν ρητά απαγορευθεί από τις αρχές οποιεσδήποτε εκδηλώσεις καθώς και η εκφώνηση λόγων”. Ωστόσο, η εφημερίδα μεμφόταν τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, επειδή είχε επιτρέψει τη διενέργεια “αυτής της λυπηρής και προσβλητικής τελετής”(…)“Είναι πιθανότατα ακριβές ότι, πέραν από μια μορφωμένη και δυτικόφερτη μειοψηφία, η σερβική κοινή γνώμη ηρωποίησε τον Princip και τους συντρόφους του”. Το δημοσίευμα κατέληγε με την εξής επισήμανση: “Ακόμα και η δημοκρατική Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση πρέπει να έχει αντιληφθεί και προσμετρήσει την αρνητική εντύπωση, που προκάλεσε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, επιτρέποντας τον δημόσιο εορτασμό μιας πράξης, η οποία υπήρξε η άμεση αιτία του Μεγάλου Πολέμου, της φρίκης που αυτός προκάλεσε και της γενικότερης συμφοράς, που άφησε πίσω του”. Η κορυφαία βρετανική εφημερίδα απηύθηνε και μια προειδοποίηση προς πάσα κατεύθυνση: “Δεν έχουμε να κάνουμε, εδώ, με μια από τις περιπτώσεις εκείνες, όπου αυτοί που κατανοούν είναι διατεθειμένοι να προτρέψουν για συγχώρεση”.¹⁶
Ένα έτος κατόπιν, ο Winston Churchill (1874-1965), κάτοχος, στο παρελθόν, διαφόρων υπουργικών χαρτοφυλακίων, το πιο πρόσφατο εκ των οποίων ήταν εκείνο των Οικονομικών (1924-1929), εξέδωσε τον πέμπτο τόμο του έργου του “The World Crisis”, που φέρει τον υπότιτλο “The Uknown War”.¹⁷ Σε αντιδιαστολή με τους περισσότερους άλλους συγγραφείς, ο Churchill αφιερώνει έναν ολόκληρο τόμο στο Ανατολικό Μέτωπο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Σερβίας και της Θεσσαλονίκης. Παραθέτει έως και αναλυτικούς χάρτες σχετικούς με την αντεπίθεση των Σέρβων τον Δεκέμβριο του 1914 (μάχες Jadar και Kolubara), καθώς και με την αυστρογερμανική εισβολή του Οκτωβρίου του 1915 σε βάρος της Σερβίας.¹⁸ Η απόδoση είναι ορθή, με σαφή συμπάθεια έναντι του σερβικού στρατού. Όμως, υπάρχουν δυο πρόσωπα, προς τα οποία ο Churchill δείχνει ιδιαίτερα επιφυλακτικός. Πρόκειται για τους Gavrilo Princip και Dragutin Dimitrijević Apis.
Στο πέμπτο κεφάλαιο (“Η δολοφονία του Αρχιδούκα”) γίνεται μνεία στην αναμνηστική πινακίδα του Princip στο Σεράγεβο. “[Ο Princip] πέθανε στη φυλακή και ένα μνημείο, το οποίο αναγέρθηκε πρόσφατα από τους συμπατριώτες του, ηρωποιεί την επαίσχυντη πράξη του, όπως και εκείνη των οπαδών του”.¹⁹ Σύμφωνα με τον Churchill, η Μαύρη Χείρα, η μοιραία, όπως την χαρακτήριζε, μυστική οργάνωση του Dimitrijević, “η οποία καλλιεργούσε έναν άγριο πατριωτισμό επιστρατεύοντας την πειθαρχία των πρώτων Ιηουσιτών και τις μεθόδους των Ρώσων μηδενιστών” δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Ήταν βέβαιο πως “ο Dimitrijević είχε οργανώσει τη δολοφονία του Αρχιδούκα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Βοσνία”.²° Ως προς τα ουσιαστικά, δε, αίτια του πολέμου, απαριθμεί την ψυχολογία των κυβερνώντων, τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, τέλος, “τη σύγκρουση συμφερόντων και το βαθειά ριζωμένο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και του αυτοπροσδιορισμού των διαφόρων εθνικών μειονοτήτων”. Ταυτόχρονα, επιρρίπτει ευθύνες σε τρια πρόσωπα: στον άνθρωπο “που πυροβόλησε σκοτώνοντας τον Αρχιδούκα και τη σύζυγό του”, στον άνθρωπο, που “μη προσμετρώντας τον κίνδυνο ενός παγκοσμίου πολέμου, σκοπίμως διαβεβαίωσε τον Αυστριακό Αυτοκράτορα ότι η Γερμανία θα του παραχωρούσε το ελεύθερο να παρέμβει κατά της Σερβίας πείθοντάς τον να μην αφήσει την ευκαιρία αυτή να περάσει ανεκμετάλλευτη” και στον άνθρωπο “που συνέταξε και επέδωσε το τελεσίγραφο στη Σερβία”. Τα τρία αυτά πρόσωπα υπήρξαν, τελικά, εκείνα τα οποία προέβησαν στις μοιραίες κινήσεις. Δίχως να τους κατονομάζει, ο Churchill θεωρεί υπεύθυνους για την έκρηξη του πολέμου τον Gavrilo Princip, τον Αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄ της Γερμανίας και τον κόμη Berchtold, υπουργό Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας. Αργότερα, το 1937, σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα Le Journal του Παρισιού, ο Churchill χαρακτηρίζει ως ηθικό αυτουργό και κύριο οργανωτή της δολοφονίας τον Dragutin Dimitrijević Apis, αρχηγό των συνωμοτών.²²
Όμως, στην Βρετανία υπήρξαν και συγγραφείς, οι οποίοι κατηγόρησαν ευθέως τη Σερβική Κυβέρνηση ως υπεύθυνη για τη δολοφονία. Περισσότερο γνωστοί είναι η Mary Edith Durham (1863-1944) και ο Herbert Vivian (1865-1940).²³ Κανείς τους δεν ήταν σε θέση να εντυπωσιάσει το αγγλικό κοινό, αν και η Durham φάνηκε να ασκεί, συγκριτικά, μεγαλύτερη επιρροή. Στηρίχθηκε σε ισχυρισμούς ενός υψηλά ιστάμενου προσώπου του Ριζοσπαστικού Κόμματος του Pašić. Πρόκειται για τον Ljubomir Jovanović, υπουργό Παιδείας το 1914, ο οποίος, ορμώμενος από πολιτικό καιροσκοπισμό, κατηγόρησε ανυπόστατα τον Σέρβο πρωθυπουργό.²⁴ Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι περί τα τέλη Μαίου – αρχές Ιουνίου, ο Pašić “μας αποκάλυψε (πρωτίστως στον υπουργό Εσωτερικών Stojan Protić, αλλά και σε εμάς τους υπόλοιπους) την ύπαρξη ατόμων, ευρισκομένων σε ετοιμότητα για να μεταβούν στο Σεράγεβο, προκειμένου να δολοφονήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο, ο οποίος επρόκειτο να γίνει δεκτός εκεί με επισημότητα”.²⁵ Η Edith Durham αξιοποίησε αυτό το στοιχείο στο πλαίσιο διαλέξεων, που πραγματοποίησε και άρθρων, που δημοσίευσε σε διάφορες εφημερίδες, κατηγορώντας την Κυβέρνηση του Βελιγραδίου για συνενοχή.²⁶ Μάλιστα, την ίδια εποχή, δυο έντυπα στη Μεγάλη Βρετανία (εκ των οποίων το έγκριτο Journal of the British Institute for International Affairs) και άλλο ένα στις ΗΠΑ, αναδημοσίευσαν σε μετάφραση το κείμενο του Jovanović.²⁷ Η φαινομενική αξιοπιστία των ισχυρισμών του τελευταίου, ενισχύθηκε και από την ιδιότητα, την οποία είχε το 1924: εκείνη του Προέδρου του Κοινοβουλίου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.
Ένα άλλο δημοσίευμα, σχετικό με το ρόλο της Σερβίας στα γεγονότα του Σεράγεβου, πυροδότησε έντονες συζητήσεις στη Βρετανία και στη Γερμανία. Το 1923, ένας γνωστός Σέρβος ιστορικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, ο Stanoje Stanojević, ορκισμένος εχθρός του Pašić, δημοσίευσε ένα αμφιβόλου αξιοπιστίας φυλλάδιο έκτασης 54 σελίδων, το οποίο τιτλοφορείτo “Η δολοφονία του Διαδόχου Φερδινάνδου. Συμβολή στην υπόθεση της έκρηξης του Παγκοσμίου Πολέμου”.²⁸ Στο φυλλάδιο αυτό, ο Stanojević επέμενε εμφατικά στο ρόλο που η μυστική οργάνωση “Μαύρη Χείρα” και ο αρχηγός της, Dragutin Dimitrijević Apis, είχαν διαδραματίσει στην όλη συνωμοσία.²⁹ Το κείμενο μεταφράστηκε αμέσως στη γερμανική γλώσσα.³º

Την ίδια ακριβώς εποχή, ένα τμήμα της Βρετανικής κοινής γνώμης με αρκετή επιρροή, είχε ταχθεί υπέρ της χαλάρωσης των όρων της Συνθήκης του Τριανόν (1920), στηρίζοντας σχετικό αίτημα, που είχε υποβάλει η Ουγγαρία. Η πρωτοβουλία δεν εστρέφετο, κατ ανάγκη, εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Εντασσόταν περισσότερο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας αναθεώρησης του καθεστώτος των Συνθηκών των Βερσαλλιών. Ο Harold Sidney Rothermere (1868-1940), ένας εκκεντρικός αριστοκράτης, μεγιστάνας του Τύπου και ιδιοκτήτης της Daily Mail, υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος στους κόλπους της κίνησης αυτής. Η εφημερίδα του είχε τη μεγαλύτερη ημερήσια κυκλοφορία σε παγκόσμια κλίμακα στις αρχές του 20ού αιώνα. Από το 1922 έως το 1927, μέσα από τις στήλες του εντύπου, συντόνισε προσωπικά μια εκστρατεία με στόχο την αναθεώρηση της Συνθήκης του Τριανόν, ενέργεια, η οποία τον κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλή στην Ουγγαρία. Η εκστρατεία καρποφόρησε το 1932, όταν ο βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος Sir Robert Gower, εισηγήθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων μια αναθεώρηση, η οποία θα επέτρεπε στο βασίλειο της Ουγγαρίας να προσαρτήσει τις περιοχές εκείνες, όπου ο ουγγρικός πληθυσμός αποτελούσε την πλειοψηφία. Περί τους διακόσιους βουλευτές έσπευσαν να υποστηρίξουν την πρόταση. Ωστόσο, η όλη προσπάθεια δεν γνώρισε συνέχεια, εξαιτίας της παρασκηνιακής ανάμειξης του Foreign Office.³¹
Οι θέσεις των Stanoje Stanojević και Ljubomir Jovanović έπιασαν τόπο και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το 1929, ο Sidney Bradshaw Fay (1876-1967), καθηγητής στο Smith College, δημοσίευσε το δίτομο έργο “The Origins of the World War”. O πρώτος τόμος καταλήγει με το πέμπτο κεφάλαιο “Βαλκανικά προβλήματα 1907-1914”. Καλύπτει 94 σελίδες. Στην αρχή του κεφαλαίου, ο Fay σχολιάζει: “ Παρόλο που ο κ. Pašić και οι σερβικές αρχές, γενικότερα, δεν επιθυμούσαν αλλά ούτε και σχεδίαζαν έναν πόλεμο το 1914, επέδειξαν ανοχή έναντι ενός αναβρασμού με συνεχόμενες δολοφονίες, αποκορύφωμα του οποίου υπήρξε η τραγωδία του Σεράγεβου”. Η Αυστροουγγαρία είχε αμελήσει να εκχωρήσει δημοκρατικά δικαιώματα στους Σλάβους και Ρουμάνους υπηκόους της. “Αντίθετα, οραματίστηκε τη σωτηρία της μέσω της διεξαγωγής ενός πολέμου, που θα αποδυνάμωνε τη Σερβία και θα την ανάγκαζε να παραχωρήσει δικά της εδάφη στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Αλβανία” (…) “Υποδέχθηκε με ικανοποίηση την προοπτική ενός τοπικού πολέμου, με αφορμή τη δολοφονία του Διαδόχου του Αυστριακού Θρόνου ”. Ο Fay επέμενε ότι ο πόλεμος δεν ήταν αναπόφευκτος. Παραδεχόταν, ωστόσο, πως “ από όλες τις μεγάλες συγκρούσεις συμφερόντων, οι Βαλκανικές επιπλοκές ήταν εκείνες, που καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την εξεύρεση μιας ειρηνικής επίλυσης”.³³
Στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του, ο Fay αφιερώνει 14 σελίδες στην αποκάλυψη του Ljubomir Jovanović.³⁴ Κατά την άποψή του, επρόκειτο για μια ακριβή και πειστική μαρτυρία.³⁵ Στην εκτίμηση αυτή κατέληξε επηρεασμένος και από μια συλλογή τεκμηρίων, την οποία είχε επιμεληθεί και δημοσιεύσει ο Miloš Bogićević (1876-1938), ένας γερμανόφιλος Σέρβος διπλωμάτης, που είχε απολυθεί από το αξίωμά του το 1915 για ανυπακοή έναντι του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας του.³⁶ Ο Fay υποστηρίζει πως ο Princip τελούσε υπό την ισχυρή επίδραση της “Μαύρης Χείρας” έχοντας ενστερνιστεί τις μεθόδους της τελευταίας περί τρομοκρατικών ενεργειών μέσω της διάπραξης πολιτικών δολοφονιών.³⁷ Κατά τον Seaton-Watson, η ιδέα για τη δολοφονία είχε ως προέλευση την Βοσνία. Ο Fay, αντίθετα, υιοθετεί τις θέσεις του Bogićević. Σύμφωνα με αυτές, ο Voja Tankosić, αξιωματικός του σερβικού στρατού και ένα από τα πλέον δραστήρια ηγετικά στελέχη της “Μαύρης Χείρας”, είχε οργανώσει, τον Ιανουάριο του 1914, μια μυστική συνάντηση στην Τουλούζη, στην οποία παρευρίσκονταν οι Mustafa Golubić, Muhamed Mehmedbašić και Vladimir Gaćinović. Στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκε ότι ο Αρχιδούκας έπρεπε να δολοφονηθεί. Κατόπιν τούτου, ο Princip έλαβε τη σχετική εντολή από το Βελιγράδι και όχι από τη Βοσνία, συγκεκριμένα δε, από τον ταγματάρχη Tankosić προσωπικά.³⁸
Στο ίδιο κεφάλαιο, υπάρχει ειδική αναφορά στα κίνητρα των δολοφόνων. Ο Fay, θεωρώντας ότι τα κίνητρα του Princip και του Ćabrinović συμπίπτουν μεταξύ τους, τα αξιολογεί από κοινού. Πρώτο από αυτά ήταν “μια αποστροφή για την ίδια τους τη ζωή και η επιθυμία να εξελιχθούν σε ήρωες και μάρτυρες, ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα του Bogdan Žerajić”. Η εκδίκηση σε βάρος της Αυστρίας για την πολιτική καταστολής, την οποία η τελευταία εφάρμοζε στη Βοσνία, αποτελούσε το δεύτερο κίνητρο. Το τρίτο, συνακόλουθο, ήταν “η πυροδότηση μεγαλύτερης αντίστασης και μίσους κατά της διοίκησης των Αψβούργων”. Καταλήγοντας σχετικά με τα κίνητρα, ο Fay αδυνατεί να τα ιεραρχήσει και να απομονώσει το πιο ισχυρό από αυτά.³⁹
Ως προς τις ευθύνες, που βάρυναν τη Σερβία στο ζήτημα του ξεσπάσματος του πολέμου, ο Fay γράφει: “H Σερβία δεν επεδίωκε τον πόλεμο. Πίστευε, όμως, ότι αυτός θα της επιβαλλόταν. Ο κ. Pašić ήταν ενήμερος για τη συνωμοσία τρεις εβδομάδες προτού αυτή διαπραχθεί. Δεν έπραξε απολύτως τίποτα προκειμένου να εμποδίσει τους δολοφόνους να διαβούν τα σύνορα με τη Βοσνία. Δεν μερίμνησε να ενημερώσει σχετικά την Αυστροουγγαρία, κάτι που μπορούσε να είχε αποτρέψει το μοιραίο έγκλημα. Η Αυστρία αγνοούσε τα πάντα. Αντίθετα, η ευθύνη για τη Σερβία είναι μεγάλη”.⁴º Εν συνεχεία, καταλογίζει ευθύνες στην Αυστροουγγαρία, περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη Μεγάλη Δύναμη, για τη διολίσθηση προς τον πόλεμο. Ειδικότερα, καταφέρεται εναντίον του κόμη Berchtold, o οποίος “συνέταξε σκοπίμως το τελεσίγραφο προς τη Σερβία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απορριφθεί(…) Ο Berchtold διακινδύνευσε έναν τοπικό πόλεμο, με την πεποίθηση πως μπορούσε να υπολογίζει στην ισχύ του γερμανικού ξίφους. Ήταν, όμως, προετοιμασμένος και για το ενδεχόμενο να παρασύρει την Ευρώπη ολόκληρη στον πόλεμο”. Επιρρίπτει ευθύνες και στη Ρωσία, εξαιτίας της αδιάκοπης υποστήριξης, την οποία η τελευταία παρείχε προς τη Σερβία. Σχετικά με τη Γερμανία, ο Fay απορρίπτει πλήρως την ετυμηγορία των Βερσαλλιών σε βάρος της χώρας αυτής, χαρακτηρίζοντάς την “ιστορικά αβάσιμη”⁴¹. Εν κατακλείδι, οι ευθύνη επιμερίζεται μεταξύ Σερβίας και Αυστροουγγαρίας.⁴² Σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του βιβλίου του, ο Fay έγινε καθηγητής στα δυο πιο διάσημα αμερικανικά πανεπιστήμια, το Harvard και το Yale. To δε δίτομο έργο του, άσκησε μεγάλη επιρροή επάνω στο αμερικανικό ακαδημαϊκό στερέωμα για ό,τι σχετιζόταν με την ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι θέσεις του Fay αντικρούστηκαν από έναν άλλον Αμερικανό, ειδικό της συγκεκριμένης περιόδου. Το 1930, ο Bernadotte Schmitt (1886-1969), καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, εξέδωσε την, επίσης δίτομη, μελέτη του “The Coming of War 1914”,⁴³ η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς στο πλαίσιο της αμερικανικής ιστοριογραφίας. Σε αντιδιαστολή με τον Fay, ο οποίος καταλόγιζε ευθύνες στη Σερβία και στην Αυστροουγγαρία, ο Schmitt στρέφει τα πυρά του ενάντια στη Γερμανία. Πέραν από τις γνωστές προσιτές πηγές (γραμμένες στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες), ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και υλικό στα σερβικά, κάνοντας χρήση του Κυριλλικού αλφαβήτου στους τίτλους βιβλίων ή ακόμα και στην παράθεση αυτούσιων αποσπασμάτων.

Κατά τον Schmitt, οι Βόσνιοι φοιτητές παρασύρθηκαν από το Βελιγράδι, μόνο και μόνο επειδή “μπορούσαν να εισπνέουν, εκεί,τον αέρα της ελευθερίας”. Όραμά τους ήταν η ένωση όλων των Νοτιοσλάβων σε ένα είδος δημοκρατίας. Πίστευαν πως “εάν η Αυστρία βυθιζόταν σε προβλήματα, μια επανάσταση θα ήταν το φυσικό επακόλουθο. Μόνο που απαιτείτο η απαραίτητη προετοιμασία. Δεν είχε, όμως, συμβεί απολύτως τίποτα. Μέσω μιας δολοφονίας αυτού του βεληνεκούς, κάτι μπορούσε να ξεκινήσει”. Ο Princip ήταν ένας “επαναστάτης”, ο οποίος δεν στερείτο ούτε αποφασιστικότητας ούτε θάρρους, και που κατά τη διάρκεια της δίκης του στο Σεράγεβο αυτοπροσδιορίστηκε ως “εθνικιστής” και “Γιουγκοσλάβος”.⁴⁴ O καθηγητής Schmitt υπήρξε, επίσης, ο πρώτος, κατά σειρά, εκδότης του περιοδικού The Journal for Modern History το 1929, έτος της πρώτης κυκλοφορίας του. Το 1944, με την ευκαιρία συμπλήρωσης τριάντα ετών από τη δολοφονία στο Σεράγεβο, δημοσίευσε στο περιοδικό μια επικαιροποιημένη εκδοχή των συμπερασμάτων του βιβλίου του. Σχετικά με τις εκτιμήσεις του για τον Princip, δεν είχε μεσολαβήσει η παραμικρή διαφοροποίηση από τις αρχικές θέσεις. Ο Gavrilo Princip και οι συνεργοί του, είχαν προσχωρήσει στην επαναστατική κίνηση “Νέα Βοσνία” (“Mlada Bosnia”), η οποία δραστηριοποιείτο στις δυο επαρχίες που είχε προσαρτήσει η Αυστροουγγαρία. Τους είχε συνεπάρει το όραμα της Γιουγκοσλαβικής ενότητας. Έτσι εξηγούνταν οι επαφές τους, στο Βελιγράδι, με μέλη της οργάνωσης “Ένωση ή Θάνατος” (“Narodna odbrana”),περισσότερο γνωστής ως “Μαύρη Χείρα”.⁴⁵ Ο Schmitt αντιμετώπιζε με μεγάλο σκεπτικισμό τους ισχυρισμούς του Ljubomir Jovanović. Κοντολογίς, δεν θεωρούσε κατά κανένα τρόπο τη Σερβική Κυβέρνηση ως υπεύθυνη για τη συνωμοσία. Όπως χαρακτηριστικά γράφει “ο,τιδήποτε και αν ήταν σε γνώση της Σερβικής Κυβέρνησης, δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο, που να αποδεικνύει πως η τελευταία έδωσε τη συγκατάθεσή της ή ότι είχε την παραμικρή ανάμειξη στην προετοιμασία της συνωμοσίας”.⁴⁶ Στηριζόμενη στις διαθέσιμες, τότε, Γερμανικές και Αυστριακές πηγές, η ανάλυσή του καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο κόμης Berchtold ήταν εκείνος, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς έναν πόλεμο με τη Σερβία, και ότι οι Γερμανοί “αποδέχθηκαν και ενέκριναν την πολιτική αυτή, ζητώντας την υλοποίησή της παρά τον κίνδυνο εμπλοκής σε πόλεμο με τη Ρωσία”(…) “ Η κρίση του Ιουλίου 1914 δεν λύθηκε ειρηνικά επειδή οι Αυστριακές απαιτήσεις έναντι της Σερβίας, οι οποίες τύγχαναν της στήριξης της Γερμανίας, φάνταζαν στα μάτια της Ρωσίας, αλλά και σε εκείνα της Γαλλίας και της Βρετανίας, ως προσπάθεια επιβολής ενός Αυστρογερμανικού ελέγχου στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη γενικότερα”.⁴⁷
Η εκτίμησή του για την ευθύνη ως προς την έκρηξη του πολέμου, ήταν παρόμοια με εκείνη του δημοφιλούς βιβλίου του: “ Από τη στιγμή που η Αυστρία δεν υπήρχε περίπτωση να κινηθεί εάν δεν είχε προηγουμένως εξασφαλίσει τη συγκατάθεση και τη στήριξη του Βερολίνου, η πρωταρχική ευθύνη για τη μοιραία έκβαση της κρίσης είναι ξεκάθαρη και τη χρεώνεται η Γερμανία”.⁴⁸ Από τους πρώτους, που επικρότησαν με σθένος το βιβλίο του Schmitt ήταν ο Winston Churchill. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε “ο συγγραφέας χειρίστηκε έντεχνα και με άψογο τρόπο το σύνολο του υλικού που χρησιμοποίησε”⁴⁹ Οι θέσεις του Bernadotte Schmitt σχετικά με την ενοχή της Γερμανίας ενισχύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 χάρη στην εμφάνιση του Fischer και των σχετικών δημοσιευμάτων του.
Σε τελευταία ανάλυση, στη Βρετανία, στις ΗΠΑ αλλά και στη Γερμανία, ο συνδυασμός των ισχυρισμών των Jovanović και Stanojević διαμόρφωσε, από το 1925 και κατόπιν, μια ολόκληρη τάση ως προς την πρόσληψη της απόπειρας του Σεράγεβου. Από όλα τα σχετικά δημοσιεύματα της εποχής του Μεσοπολέμου, προκύπτουν τέσσερα θεμελιώδη ερωτήματα, η απάντηση στα οποία είτε είναι απαλλακτική για τη Σερβική/Γιουγκοσλαβική πλευρά είτε είναι καταδικαστική γι αυτήν. Τα τέσσερα ερωτήματα έχουν ως εξής:
- O Σέρβος πρωθυπουργός Nicola Pašić ήταν ενήμερος για τη συνωμοσία, ενόσω αυτή βρισκόταν σε προπαρασκευαστικό στάδιο και αν ναι, πόσα πολλά γνώριζε;
- ρόλος του Dragutin Dimitrijević Apis και της οργάνωσης “Μαύρη Χείρα” υπήρξε, όντως, κομβικός στην όλη υπόθεση;
- Ο Princip και οι υπόλοιποι Βόσνιοι συνεργοί του, υπήρξαν οι πραγματικοί οργανωτές της απόπειρας ή μήπως χρησιμοποιήθηκαν σαν μαριονέτες από τον Apis;
- Ήταν ο Princip ένας γνήσιος ιδεαλιστής της Νέας Βοσνίας ή, μήπως, ένας Σέρβος εθνικιστής στην υπηρεσία των μυστικών κυκλωμάτων του Βελιγραδίου;
Οι θιασώτες της συνενοχής ή, ακόμη, και της πλήρους ενοχής του Pašić σχετικά με το ξέσπασμα του πολέμου, υποστηρίζουν πως η συμβολή της “Μαύρης Χείρας” υπήρξε καθοριστική. Αντίθετα, όσοι αντικρούουν την παραπάνω κατηγορία, ελαχιστοποιούν την εμπλοκή του Apis στη συνωμοσία. Ως προς τον ίδιο τον Princip, οι απόψεις διύστανται. Οι επικριτές της Σερβίας τον θεωρούν ταυτόχρονα ως μαριονέτα της “Μαύρης Χείρας” και ως έναν φανατικό εθνικιστή, επηρεασμένο από την προπαγάνδα του Βελιγραδίου σε βάρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Οι υποστηρικτές της Σερβίας παρουσιάζουν τη δολοφονία σαν έργο της “Νέας Βοσνίας” και τον Princip σαν ένα νεαρό Βόσνιο ιδεαλιστή.

Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι η Γιουγκοσλαβία, υπήρξε από τα λίγα πρώην εμπόλεμα κράτη, που δεν προχώρησαν στη δημοσίευση διπλωματικών αρχείων σχετικών με την προ του 1914 πολιτική της. Το κενό αυτό καλύφθηκε εκ των πραγμάτων από τις δημοσιεύσεις των Jovanović, Stanojević και Bogićević, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της Δύσης. Η διαδικασία δημοσίευσης των σερβικών επισήμων αρχειακών πηγών ενεργοποιήθηκε από τη Σερβική Ακαδημία Επιστημών πολύ αργότερα, το 1964, με αφορμή τη συμπλήρωση, τη χρονιά εκείνη, πενήντα ετών από την έκρηξη του πολέμου. Χρειάστηκαν πενήντα επιπλέον έτη, έως ότου η αποστολή αυτή φτάσει, τελικά, σε πέρας. Σήμερα, η σειρά περιλαμβάνει 42 τόμους διπλωματικής αλληλογραφίας του Βασιλείου της Σερβίας για το χρονικό διάστημα 1903-1914.⁵º Μη διαθέτοντας πρωτογενές υλικό, πέραν του συμπεριλαμβανομένου στις πραγματείες των Jovanović, Stanojević και Bogićević, οι ιστορικοί της εποχής του Μεσοπολέμου ήταν επόμενο να στραφούν προς αυτές, υπερεκτιμώντας το περιεχόμενό τους.⁵¹
[Συνεχίζεται]

The Road to War (The End of an Empire)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το παρόν άρθρο με τίτλο “Anglo-American Views of Gavrilo Princip” δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Balcanica, XLVI (2015) σελ. 273-314.
¹ D. C. Watt, “The British Reactions to the Assassination in Sarajevo”, European Studies Review1(July 1971), 233–247. Slobodan G. Markovich, British Perceptions of Serbia and the Balkans (Paris:Dialogue, 2000).
² R. G. D. Laffan, The Serbs. The Guardians of the Gate (Oxford: Clarendon Press, 1918), 2. H διατύπωση προέρχεται από την Καινή Διαθήκη, Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο 8: 36 (KJV).
³ Ibid. 166.
⁴ Ιbid. 170, 294.
⁵ Ibid. 171.
⁶ Ibid. 170.
₇ Ibid. 179-180.
⁸ Wickham Steed, Lillian M. Penson, W. J. Rose, Milan Ćurčin, Lev Sychrava and V. V.Tilea, “Tributes to R. W. Seton-Watson: A Symposium”, The Slavonic and East European Review 30.75 (June 1952), 331–363. S. v. “Seton-Watson, Robert William”, in The Concise Dictionary of National Bi⁴³ography. From earliest times to 1985, vol. III (Oxford: Oxford University Press, 1992), 698–699.
⁹ R. W. Seton-Watson, Sarajevo. A Study in the Origins of the Great War (London: Hutchinson and Co., 1925).
¹º Ibid. 144, 148.
¹¹ Borivoje Jevtić, Sarajevski atentat (Belgrade: “Petar N. Gaković”, 1924).
¹² Seton-Watson, Sarajevo, 155.
¹³ Ibid. 289.
¹⁴ Ibid. 159.
¹⁵ R. W. Seton-Watson, Letter to the Editor, “The Serajevo Murder”, The Times, no.45426, February 1, 1930, p. 13. He reacted to the following article: From our Correspondent,“The Serajevo Murder. Memorial to be unveiled to Assassin”, The Times, no.45425, January 31, 1930, p. 13.
¹⁶ Editorial, “The Serajevo Tablet”, The Times, no. 45427, February 3, 1930, p. 13.
¹⁷ Winston S. Churchill, The World Crisis, vol. V: The Unknown War (London: Charles Scribner’s Sons, 1931). Έχει κυκλοφορήσει και με τον υπότιτλο The Eastern Front.
¹⁸ W. S. Churchill, The Unknown War, vol. V of The World Crisis (London and New York: Bloomsbury, 2015), 82, 183–18, 238, 240, 243.
¹⁹ Ibid. 32.
²º Ιbid. 31.
²² Ibid. 45.
²³ “chef des conspirateurs”, Winston Churchill, “La vérité sur l’attentat qui déclencha la guerre”, Le Journal, June 28, 1937, 1, 4.
²⁴ [Herbert Vivian], Myself not Least, Being the Personal Reminiscences of ‘X’ (London: Thornton Butterworth Ltd., 1925). Herbert Vivian, The Life of the Emperor Charles of Austria (London: Grayson & Grayson, 1932). Στο τελευταίο (σ. 39) ο Vivian αναρωτήθηκε: “And why seek other culprits when the evidence is as clear as daylight that the murders were committed by agents of Serbian secret societies under the direct patronage of the Serbian Government, with Russia as an accessory before the fact?” Σκιαγραφεί τον κεντρικό πρωταγωνιστή της απόπειρας του Σεράγεβου μα τα ακόλουθα λόγια (ibid. 46): “Prinzip was emotional and unbalanced, perhaps diseased in mind as well as in body.”
²⁵ Ο Ljuba Jovanović δημοσίευσε το άρθρο του στον εξής συλλογικό τόμο: Krv slovenstva. Spomenica desetogodišnjice svetskog rata, 1914–1924 [The Blood of Slavdom.Commemorative edition of 10 years of the World War, 1914–1924] (Belgrade 1924).
²⁶ M. Ljuba Jovanović, “The Murder of Sarajevo”, Journal of the British Institute of International Affairs, 4.2 (March 1925), 57. Cf. Seton-Watson, Sarajevo, 153.
²⁷ Προέβη σε δριμύα κριτική σε βάρος της Σερβικής Κυβέρνησης στη μελέτη της: The Serajevo Crime (London: Edward Arnold, 1925).
²⁸ Ljuba Jovanović, “The Murder of Sarajevo”, 57-69. Στη Βρετανία, το άρθρο του Jovanović’ φιλοξενήθηκε επίσης από τις στήλες του περιοδικού The National Review (April 1925). Στις ΗΠΑ δημοσιεύθηκε από ένα έγκριτο περιοδικό της Βοστώνης με διαφορετικό τίτλο: Ljuba Jovanović, “More Light on Serajevo”, The Living Age (May 9, 1925), 305–311.
²⁹ Stanoje Stanojević, Ubistvo austriskog prestolonaslednika Ferdinanda. Prilozi pitanju opočetku svetskog rata (Belgrade: Izdavačka knjižarnica Napredak, 1923).
³º Ο R. W. Seton-Watson, Sarajevo, 131, σχολιάζει σχετικά με αυτό: “And he then concentrates upon the ‘Black Hand,’ whose importance is thus exalted out of all proportions to the true facts.”
³¹ Για περισσότερες πληροφορίες βλ. την αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή: Eric Beckett Weaver, Revision and its modes: Hungary’s attempts to overturn the Treaty of Trianon 1931–1938 (2008). Cf. Ignác Romsics, “Hungary’s Place in the Sun. A British Newspaper Article and its Hungarian Repercussions“, in László Péter and Martyn Rady, eds., British Hungarian Relations since 1848 (London: Hungarian Cultural Centre and School of Slavonic and East European Studies, 2004), 193–204.
³² Sidney Bradshaw Fay, The Origins of the World War, 2 vols. (New York: The Macmillan Company, 1929): vol. 1: Before Sarajevo: Underlying Causes of the War; vol. 2: After Sarajevo: Immediate Causes of the War. Αργότερα, η μελέτη συμπτύχθηκε σε έναν τόμο: Sidney Bradshaw Fay, The Origins of the World War, 2nd ed., revised two volumes in one (New York: The Macmillan Company, 1931).
³³ Fay, The Origins of the World War, vol. 1 (1929), 544, 546.
³⁴ Fay, The Origins of the World War, 2nd ed.(1931), 61–74.
³⁵ Ibid. 66.
³⁶ M. Boghitschevitsch, Die auswärtige Politik Serbiens, 1903-1914, vol. 1: Geheimakte aus Serbischen Archiven (Berlin: Brückenverlag, 1928); vol. 2: Diplomatische Geheimakten aus russischen, monetenegrinischen und sonstigen Archiven (Berlin: Brückenverlag, 1929); vol. 3: Serbien und der Weltkrieg (Berlin: Brückenverlag, 1931). Ο A. J. P. Taylor The Struggle for Mastery in Europe, 1848-1918 (Oxford: OUP, 1971, 1st ed. 1954), 582, χαρακτήρισε ως “λίαν ικανοποιητική” τη συλλογή αυτή.
³⁷ Fay, The Origins of the World War, 2nd ed., vol. 2 (1931), 101.
³⁸ Ibid. 105.
³⁹ Ibid. 128–132, 134.
⁴º Ibid. 550.
⁴¹ Ibid. 550–551, 554, 558.
⁴² Το επανέλαβε σε ένα άρθρο, που δημοσιεύθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 15 ετών από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου στο ίδιο περιοδικό, όπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Ljuba Jovanović είχε δημοσιεύσει τη δική του μαρτυρία “Suffice is to say that Serbia must share a deep responsibility, because there is evidence that Mr. Pashich, the Serbian Prime Minister, was aware of the plot several days before Princip… and took no effective measures to prevent it… But Austria-Hungary is also to be condemned for using the assassination as an excuse for presenting to Serbia a stiff ultimatum…” Sidney Bradshaw Fay, “Serajevo Fifteen Years After”, The Living Age (July 1, 1929), 379.
⁴³ Bernadotte Schmitt, The Coming of the War 1914, 2 vols. (New York and London: Charles Scribner’s Sons, 1930).
⁴⁴ Schmitt, The Coming of War, vol. 1, 211.
⁴⁵ Bernadotte E. Schmitt, “July 1914. Thirty Years After”, The Journal of Modern History 16.3 (Sep. 1944), 171.
⁴⁶ Ibid. 172.
⁴⁷ Ibid. 176, 203.
⁴⁸ Ibid. 204.
⁴⁹ Churchill, The Unknown War, xii.
⁵º Vasilije Dj. Krestić, “A Note on Documents on the Foreign Policy of the Kingdom of Serbia, 1903-1914”, in Dragoljub R. Živojinović,ed., The Serbs and the First World War 1914–1918 (Belgrade: SASA, 2015), 459–461.
⁵¹ Ο S. B. Fay αναφέρει “Serbian Government’s persistent failure to follow the example of other states in disclosing fully and frankly their secret pre-war archives”, στο “Preface to the Second Edition Revised” της μελέτης του The Origins of the World War (1931), vii-viii. Επίσης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, ο R.W. Seton-Watson παρώτρυνε κατ επανάληψη την Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση να προβεί στη δημοσίευση των διπλωματικών εγγράφων σχετικών με την εξωτερική πολιτική της Σερβίας. Εξεπλάγη δε από την ανετοιμότητα της κυβέρνησης να απαντήσει στο άρθρο του Jovanović. Τον Νοέμβριο του 1925, σημείωσε με πικρία (Sarajevo, 154): “A Blue Book was promised in April, but nothing more has been heard of it.”
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος