Skip to main content

Σοφία Λαΐου: Το ρεμπελιό της Σμύρνης (1797)

 Σοφία  Λαΐου

Το ρεμπελιό της Σμύρνης (1797)

 

                                                                Στα καπελειά βάζουν φωτιές,  στα σπίτια ρίχνουν μπαλλοτιές

                                                                             και όσον ημπορούσι και δύνονται βαρούσι…

                                                                         Ώχου, ταλαίπωροι Γραικοί, όσοι βρεθήκατε εκεί,

                                                                          σ’ εκείνη την μεγάλην  κακήν ανεμοζάλην! 

 

Οι παραπάνω στίχοι ανώνυμου λαϊκού ποιητή διεκτραγωδούν το ρεμπελιό, ή αλλιώς εξέγερση, των γενιτσάρων στην Σμύρνη το 1797, ένα γεγονός που προστέθηκε σε μια σειρά βίαιων συγκρούσεων που μάστιζαν την πόλη ήδη από το 17ο αιώνα. Ωστόσο, η έκταση των επεισοδίων και ο αριθμός των θυμάτων των χριστιανών κατοίκων της πόλης ήταν τέτοιος, που το ρεμπελιό χαρακτηρίσθηκε ως η σημαντικότερη καταστροφή που υπέστη η Σμύρνη τον 18ο αιώνα, ενώ ο θρήνος και η οργή των απλών κατοίκων αποτυπώθηκαν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο σε λαϊκά στιχουργήματα της εποχής. Όπως θα φανεί παρακάτω, το ρεμπελιό συνέβη σε μια εποχή έντονων πολιτικών και οικονομικο-κοινωνικών διεργασιών στην οθωμανική αυτοκρατορία, που σημαδεύονταν από μια προσπάθεια επανακαθορισμού των σχέσεων κέντρου-περιφέρειας και επιβολής του κρατικού ελέγχου σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες κινούνταν εκτός της παραδοσιακής οθωμανικής «τάξης» (nizam). Τέλος, το θέατρο των συγκρούσεων ήταν μια πόλη με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα και κοινωνικές διαφοροποιήσεις που με τη σειρά τους γέννησαν οξείες διακοινοτικές συγκρούσεις.

Οι δυτικές και οθωμανικές πηγές σε γενικές γραμμές συγκλίνουν στην εξιστόρηση των γεγονότων, ρίχνοντας, ωστόσο, το κέντρο βάρους σε διαφορετικές πτυχές της υπόθεσης. Το Μάρτιο του 1797 και κατά τη διάρκεια του ιερού μήνα Ραμαζάν, κατέφθασε στην Σμύρνη ένας θίασος Αυστριακών ακροβατών για μια σειρά παραστάσεων. Η απαίτηση του βοεβόδα της πόλης Buldanlı Osman Efendi προς τον Αυστριακό πρόξενο να ακυρωθούν οι παραστάσεις, καθώς υπήρχε κατά τη γνώμη του η πιθανότητα να προκληθούν ζημίες και γενικευμένη αταξία, δεν λήφθηκε υπόψη. Άλλωστε το θέαμα αναμενόταν να προσελκύσει μεγάλο αριθμό – όπως και έγινε – από τους  Ευρωπαίους και άλλους χριστιανούς κατοίκους της πόλης, ενώ φαίνεται ότι το ενδιαφέρον συμμερίστηκαν και μερικοί μουσουλμάνοι. Η παράσταση θα δινόταν σε υπαίθριο χώρο έξω από την πλουσιότερη συνοικία της πόλης και κέντρο του εμπορίου, τον Φραγκομαχαλά. Η είσοδος επιτρεπόταν μόνο μετά την πληρωμή του σχετικού αντιτίμου και για το σκοπό αυτό ο Βενετός πρόξενος εγκατέστησε έναν γενίτσαρο γιασακτσή (φρουρό) της ακολουθίας του. Ωστόσο, μια ομάδα ναυτών, Βενετών υπηκόων  από την Ζάκυνθο, μαζί με επίσης Βενετούς Κροάτες και Σκλαβούνους (κατοίκους των Δαλματικών ακτών) προσπάθησαν να εισέλθουν χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του γενιτσάρου που απέτρεψε την είσοδό τους. Οι συγκεκριμένοι ναύτες επέστρεψαν στον τόπο του θεάματος, αυτή τη φορά με όπλα, και κάποιος από αυτούς σκότωσε τον γενίτσαρο.

Η δολοφονία ξεσήκωσε το λόχο του συγκεκριμένου στρατιωτικού, του οποίου οι σύντροφοι, κατά μία μαρτυρία, περιέφεραν εξαγριωμένοι τα ματωμένα ρούχα του, απαιτώντας την παράδοση του δολοφόνου. Η  αντίδρασή τους ήταν νομικά η αναμενόμενη. Επρόκειτο για διένεξη μεταξύ ξένων και οθωμανών υπηκόων για αδίκημα κατά της ζωής, γεγονός που επέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης στο οθωμανικό ιεροδικείο και αφετέρου εξανάγκαζε- πάλι σύμφωνα με το οθωμανικό ποινικό δίκαιο- τους έχοντες νόμιμο συμφέρον και σχέση με το θύμα (δηλαδή τους συντρόφους του γενιτσάρου) να αναζητήσουν οι ίδιοι το θύτη, τυπικά-αλλά χωρίς να είναι καθόλου σίγουρο στην προκειμένη περίπτωση- για να τον προσαγάγουν στο ιεροδικείο. Έτσι, απευθύνθηκαν, χωρίς αποτέλεσμα, στο Βενετικό και στη συνέχεια στο Ρωσικό Προξενείο, καθώς τους είχε δοθεί η πληροφορία ότι ο δολοφόνος είχε καταφύγει σε ένα από τα ρωσικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Σμύρνης.

Η πιθανότητα γενικευμένου ξεσηκωμού των γενιτσάρων στην πραγματικότητα αδρανοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Σε συμβούλιο των οθωμανών αξιωματούχων, που έλαβε χώρα στις 14 Μαρτίου, ο οθωμανός δικαστής (καδής) και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι, προφανώς μετά από σχετική προειδοποίηση των ίδιων των γενιτσάρων, έκαναν λόγο για επικείμενη εξέγερση των τελευταίων και ανέφεραν την απειλή για πυρπόληση της Φράγκικης συνοικίας σε περίπτωση που δεν παραδινόταν ο δολοφόνος. Ζήτησαν δε την άμεση ενημέρωση των προξένων και χαρακτηριστικά ανέφεραν ότι «σε κάθε περίπτωση εμείς νίπτουμε τας χείρας μας». Στη συνέχεια ο καδής παρέδωσε στους γενιτσάρους ιεροδικαστικό έγγραφο σχετικά με τη σύλληψη του ενόχου. Η φυγή, ωστόσο, του Βενετού προξένου Λουκά Χορτάτζη δεν βοήθησε στην εκτόνωση της κατάστασης, και όταν ζητήθηκε από τους Ευρωπαίους ομολόγούς του εκ μέρους των οθωμανικών αρχών να παραδώσουν τον ένοχο, ο μόνος υπεύθυνος γι’ αυτό απουσίαζε.

N. Knop, View of Smyrna. 1779, Amsterdam, Rijksmuseum.

Την  επόμενη μέρα κάποιοι από τους συντρόφους του δολοφονημένου γενίτσαρου κατέφυγαν στο «Χιώτικο Χάνι», όπου ήταν γνωστό ότι διέμεναν Βενετσιάνοι  Ζακυνθηνοί, Σκλαβούνοι και Κροάτες, προκειμένου να ζητήσουν την παράδοση του δράστη. Σε οθωμανικό έγγραφο αναφέρεται ότι ο αριθμός των Σκλαβούνων στο χάνι έφθανε τους 1.000, ενώ των γενιτσάρων σε 1.000-1.500. Η άρνηση παράδοσης του δολοφόνου και η ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα τη δολοφονία γενιτσάρων έδωσε έναυσμα για μία από τις μεγαλύτερες σφαγές στην πόλη της Σμύρνης το 18ο αιώνα. Μαζί με τους εξεγερμένους γενίτσαρους ενώθηκαν ναύτες του οθωμανικού στόλου αλλά και οπλισμένοι μουσουλμάνοι της πόλης, συμπεριλαμβανομένων  ανέργων και άλλων φτωχών, οι οποίοι μετείχαν στην εξέγερση με το σύνθημα «οι Σκλαβούνοι επιτίθενται εναντίον των μουσουλμάνων». Η κατάσταση γρήγορα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οι γενίτσαροι σκότωναν όποιον Έλληνα έβρισκαν μπροστά τους και πυρπολούσαν κτήρια στον Φραγκομαχαλά. Η ισοπέδωση της συνοικίας ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, καθώς οι γενίτσαροι εμπόδιζαν οποιαδήποτε επιχείρηση κατάσβεσης των πυρκαγιών, όπως αυτή που προσπάθησαν να οργανώσουν Γάλλοι υπήκοοι. Ο Φραγκομαχαλάς ήταν πλέον έρμαιο της εκδικητικής μανίας των εξεγερμένων καθώς και της φοράς του ανέμου. Η τελευταία ήταν που μετέφερε τη φωτιά στην Αρμενική συνοικία με αποτέλεσμα και αυτή να υποστεί ζημίες.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα των σφαγών και των εμπρησμών προστέθηκαν οι λεηλασίες των σπιτιών, καταστημάτων και των αποθηκών των πλούσιων Ευρωπαίων εμπόρων αλλά και των απλών μη μουσουλμάνων κατοίκων. Φαίνεται ότι, εκτός από τους μουσουλμάνους -στρατιωτικούς και μη,  σημαντικό μερίδιο στις λεηλασίες είχαν οι  Βενετοί ναύτες, ενώ σύμφωνα με έγγραφο της οθωμανικής διοίκησης οι τελευταίοι ευθύνονταν για το θάνατο 30-40 κατοίκων. Για το ίδιο θέμα ο Γάλλος πρόξενος σε αναφορά που έστειλε στον πρέσβη του στην Κωνσταντινούπολη, της οποίας σώζεται η μετάφραση στα οθωμανικά, κατηγορεί μαζί με τους μουσουλμάνους κακοποιούς και τους «Κροάτες», ενώ σε αντίστοιχη αναφορά του Ρώσου προξένου γίνεται λόγος για «Σκλαβούνους και Ζακυνθηνούς»∙ ο τελευταίος προσθέτει: «Φταίνε οι Βενετσιάνοι. Αυτοί εξαγρίωσαν τους μουσουλμάνους. Εάν δεν εκδιωχθούν όλοι οι Βενετσιάνοι, οι Ευρωπαίοι έμποροι και οι κάτοικοι δεν θα μπορούν να είναι ασφαλείς». Ο Ρώσος πρόξενος βέβαια είχε σοβαρούς λόγους για να είναι οργισμένος με τον Βενετό ομόλογό του, καθώς η φήμη που κυκλοφόρησε εντέχνως από τον τελευταίο ότι ο δολοφόνος του γενίτσαρου ήταν Ρώσος υπήκοος οδήγησε τον όχλο να επιτεθεί στην οικία του, ενώ ο ίδιος την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να διαφύγει σε ισπανικό πλοίο. Η διατύπωση, ωστόσο, της κατηγορίας εναντίον των Βενετσιάνων φαίνεται ότι δεν εδραζόταν μόνο στην προσωπική οργή του Ρώσου προξένου. Σύμφωνα με οθωμανική πηγή ο διερμηνέας του Βενετού προξένου «Zahriye» (Ζαχαρίας;) υποστήριξε στον μουμπασίρη (ειδικό απεσταλμένο της Υψηλής Πύλης) Derviş Abdullah Ağa ότι υπεύθυνοι για τις λεηλασίες ήταν οι Βενετοί ναύτες, οι οποίοι μετέφεραν τα κλοπιμαία στις γύρω ακτές και σε γειτονικά νησιά, και ότι οι ίδιοι είχαν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το «Γεγονός της Σμύρνης». Εντύπωση, πάντως, προκαλεί η απουσία οποιασδήποτε μνείας από τον διερμηνέα στο ρόλο των γενιτσάρων, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην προσπάθεια της οθωμανικής κυβέρνησης να μοιραστεί η ευθύνη  για τη σφαγή και τις λεηλασίες.

Ενώ είναι γνωστό ότι οι γενίτσαροι εκτελούσαν όποιον Έλληνα συναντούσαν στον Φραγκομαχαλά, 0 προσδιορισμός του αριθμού των θυμάτων εξαρχής παρουσίαζε δυσκολίες. Σε αναφορά της οθωμανικής διοίκησης σημειώνεται ότι πολλοί εξ αυτών από φόβο δεν εγκατέλειψαν τα σπίτια τους με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί, ενώ ο αριθμός τους ήταν αδύνατον να εξακριβωθεί. Ωστόσο, ο Γάλλος Μ. Tricon, αυτόπτης μάρτυρας του μακελειού, μιλά για «μερικές εκατοντάδες» νεκρούς μεταξύ των «ραγιάδων». Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και 60 μαθητές που κάηκαν όταν έπιασε φωτιά το σχολείο τους. Από την άλλη, ο Γάλλος πρόξενος στην Σμύρνη κάνει λόγο για πάνω από 1.000 νεκρούς, ενώ σε αναφορά ανωνύμου σχετικά με τα γεγονότα ο αριθμός ανέρχεται στους 1.265 νεκρούς. Βρετανικές πηγές κάνουν λόγο για 1.500 θύματα. Σε μία από τις ανταποκρίσεις που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα των αδελφών Πουλίων στην Βιέννη τον Απρίλιο του 1797 γίνεται λόγος για 3.000 θύματα, αριθμός υπερβολικά μεγάλος που ούτως ή άλλως αναιρείται σε επόμενες ανταποκρίσεις της ίδιας εφημερίδας. Ας σημειωθεί ότι πέρα από τους νεκρούς, υπήρξαν πολλά γυναικόπαιδα που αιχμαλωτίσθηκαν και τα οποία οι συγγενείς εξαγόρασαν έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών. Παρόλα αυτά ήταν αρκετοί οι χριστιανοί που σώθηκαν χάρις στις προσπάθειες μουσουλμάνων της πόλης, όπως ο ιμάμης «Nathir-Zabeth», ο οποίος σύμφωνα με τον αρθρογράφο της εφημερίδας Spectateur Oriental του Μαΐου του 1821, κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να συγκρατήσει την οργή των γενιτσάρων. Από την άλλη πλευρά, οι ανθρώπινες απώλειες μεταξύ των Ευρωπαίων υπηκόων, εάν υπήρξαν, ήταν ελάχιστες, καθώς η γειτνίαση των σπιτιών και των προξενείων με τη θάλασσα κατέστησε δυνατή τη διάσωσή τους από τα αγκυροβολημένα πλοία.

Hippolyte Berteaux, Ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ (1789-1807) έφιππος, Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Τοπκαπί.

Η καταστροφή του εμπορικού και πλέον κοσμοπολίτικου – για τα δεδομένα της εποχής –κέντρου της Σμύρνης σήμαινε τεράστιες υλικές καταστροφές και σοβαρότατη ζημία για το εξωτερικό εμπόριο της πόλης. Πάνω από 1.500 σπίτια λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν από τη φωτιά, ενώ τα αντίστοιχα καταστήματα ήταν περισσότερα από 3.500. Μεταξύ των κτηρίων που αποτεφρώθηκαν συμπεριλαμβάνονταν το νοσοκομείο των ορθοδόξων, τα προξενεία της Αγγλίας, Ολλανδίας και της Γαλλίας καθώς και η καθολική εκκλησία της Αγίας Μαρίας. Οι απώλειες μόνο των Βρετανών υπηκόων και εμπόρων έφθαναν τα 1.303.167 πιάστρα, ενώ η μεγαλύτερη ζημία που υπέστη Ευρωπαίος έμπορος ήταν αυτή του Βρετανού Joseph Franel που ανερχόταν σε 409.129 πιάστρα. Ήταν τέτοια η καταστροφή που, σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο «στην Σμύρνη δεν έμεινε ίχνος εμπόρου και εμπορικής δραστηριότητας».

Η επόμενη μέρα έφερε το ζήτημα της απόδοσης ευθυνών, της αποζημίωσης των πληγέντων και της αποκατάστασης των καταστροφών. Οι πρόξενοι δικαιολογημένα επέρριψαν τις ευθύνες στις οθωμανικές αρχές, γιατί δεν απέτρεψαν την καταστροφή, ενώ γνώριζαν από πριν τι επρόκειτο να συμβεί. Μέσω των πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη ζήτησαν την αποστολή στην Σμύρνη του τότε μουτεσελλίμη Αϊδινίου Καραοσμάνογλου Χουσεΐν Αγά, γόνο μιας από τις πλέον ισχυρές οικογένειες τοπικών αρχόντων (αγιάνηδων, ντερεμπέηδων) στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και κάτοχο εκτεταμένων τσιφλικιών. Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις οθωμανικές αρχές και η έκκληση για τον ερχομό του Καραοσμάνογλου ερμηνεύτηκε από την τουρκική βιβλιογραφία ως ξένη παρέμβαση στα εσωτερικά ενός κράτους που αγωνιζόταν την εποχή εκείνη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τους τοπικούς άρχοντες, μερικοί εκ των οποίων κινούνταν πλέον εκτός της κεντρικά σχεδιασμένης πολιτικής. Ωστόσο, η αναζήτηση συνομιλητή στο πρόσωπο ενός Οθωμανού τοπικού άρχοντα και παράλληλα κρατικού αξιωματούχου, ο οποίος είχε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή και άρα ουσιαστικό ενδιαφέρον για την διατήρηση μιας ομαλής οικονομικής δραστηριότητας, εν αντιθέσει με Οθωμανούς αξιωματούχους χωρίς ερείσματα στην περιοχή που ενδιαφέρονταν περισσότερο για την φορολογική απομύζηση αγροτών και εμπόρων, αναδεικνύει τους πραγματικούς λόγους του αιτήματος των δυτικοευρωπαίων προξένων. Παρόλα αυτά στο συγκεκριμένο πλαίσιο των πολιτικών ανταγωνισμών και της διελκυστίνδας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας η τοποθέτηση του Καραοσμάνογλου ως επικεφαλής των ερευνών εκ μέρους της οθωμανικής κυβέρνησης πρέπει να προκάλεσε αίσθηση. Ενδεχομένως σ’ αυτό το πλαίσιο των ανταγωνισμών να τοποθετείται η επισήμανση του αρχιναυάρχου του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασά) σε αναφορά του στην Υψηλή Πύλη τον Απρίλιο του 1797, ότι η τιμωρία των ενόχων «δεν είναι δουλειά μόνο των Καραοσμάνζαντε (Καραοσμάνογλου)».  Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι ο Καραοσμάνογλου Χουσεΐν Αγά συνοδευόταν από δύο ακόμα μουμπασίρηδες της Υψηλής Πύλης, ο ένας εκ των οποίων προερχόταν από το γενιτσαρικό σώμα.

Όπως θα φανεί παρακάτω, η οθωμανική κυβέρνηση επέρριψε το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης στους ναύτες Βενετούς υπηκόους. Ωστόσο, ο Καραοσμάνογλου φρόντισε να συλληφθεί και να φυλακισθεί ο βοεβόδας του γειτονικού προαστίου του Μπουρνόβα, Balıkçıbaşı Mehmed Ağa, ως υπεύθυνος για τα εδώ και καιρό συχνά φαινόμενα βιαιοπραγιών στην πόλη, καθώς και για το γεγονός ότι δεν φρόντισε να μην μετατραπεί σε εξέγερση η οργή των γενιτσάρων. Κατά τον Γάλλο Tricon, ο συγκεκριμένος βοεβόδας ήταν ένας από τους σημαντικότερους υπεύθυνους για τη σφαγή, κάτι που και ο Άγγλος πρέσβης αναφέρει σε επιστολή του τον Απρίλιο του 1797. Ο Tricon κατονομάζει επίσης και τον μουτεσελλίμη (βοεβόδα) της Σμύρνης, Buldanlı Osman Efendi, ο οποίος είχε ζητήσει τη ματαίωση της εκδήλωσης, γενικά ως «εχθρό των ευρωπαίων λόγω φανατισμού». Τελικά, τον Ιούνιο του 1797 ο βοεβόδας της Σμύρνης αντικαταστάθηκε λόγω της απροσεξίας και της αδράνειάς του να καταστείλει την εξέγερση και να συλλάβει τους κλέφτες. Επιπλέον, συνελήφθησαν ορισμένοι γενίτσαροι, ναύτες και άλλοι που θεωρήθηκε ότι συμμετείχαν στις επιθέσεις, ορισμένοι εκ των οποίων φυλακίσθηκαν και άλλοι αφέθησαν ελεύθεροι με την εγγύηση τρίτου προσώπου λόγω αμφιβολιών. Σώζεται πάντως κατάλογος των εικοσιένα μουσουλμάνων που κατηγορήθηκαν ως οι αρχηγοί του εξεγερμένου όχλου και ο οποίος εστάλη στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Άγγλου Francis Werry, τον Μάιο του 1797 εκτελέστηκαν 18 μουσουλμάνοι και 3 Βενετοί. Παράλληλα, υπήρξαν εκτοπισμοί μουσουλμάνων που ενεπλάκησαν στα γεγονότα, αρκετοί εκ των οποίων κατάγονταν από την Κρήτη. Στο εξής στόχος της κυβέρνησης ήταν ο απόλυτος έλεγχος των γενιτσαρικών στρατευμάτων που έδρευαν στην πόλη.

Τα επόμενα βήματα των απεσταλμένων της Πύλης μαζί με τους τοπικούς αξιωματούχους αφορούσαν στην επιστροφή των κλοπιμαίων στους δυτικοευρωπαίους και μη κατόχους τους, πολλά εκ των οποίων ήταν κρυμμένα στα βενετικά πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης. Γι’ αυτό το σκοπό άλλωστε έγινε πολύ πιο αυστηρή η διαδικασία κατάπλου και αναχώρησης των πλοίων από το λιμάνι της πόλης. Παράλληλα, όσοι μουσουλμάνοι κάτοικοι συμμετείχαν στις λεηλασίες και δεν μπόρεσαν να διαφύγουν αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα κλοπιμαία, ενώ οι ίδιοι φυλακίσθηκαν. Ωστόσο, η επιχείρηση επιστροφής των κλεμμένων αντικειμένων ή χρηματικής αποζημίωσης των θυμάτων δεν είχε πάντοτε αίσια έκβαση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τον Ιανουάριο του 1798, σχεδόν ένα χρόνο μετά το γεγονός, οι Βρετανοί έμποροι δεν είχαν ακόμα αποζημιωθεί.

Από την άλλη πλευρά η προσπάθεια αποκατάστασης των ζημιών στον Φραγκομαχαλά και η επανακατασκευή των προξενείων και των οικιών φαίνεται ότι είχε τη συνδρομή της οθωμανικής κυβέρνησης, η οποία απέστειλε στην πόλη ειδικό αξιωματούχο∙ δεν γνωρίζουμε ωστόσο λεπτομέρειες. Αυτό που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι ότι η στρατηγική θέση της πόλης όσον αφορά το δίκτυο του εξωτερικού εμπορίου της αυτοκρατορίας σταδιακά επανέφερε την οικονομική δραστηριότητα στα επίπεδα πριν την καταστροφή του 1797.

Χαρακτηριστικοί τύποι γενιτσάρων.

Τέλος, η οθωμανική κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει τη δημόσια τάξη, ελέγχοντας τη μετακίνηση των ξένων υπηκόων, ειδικά των Βενετών, στην Σμύρνη και την περιοχή γύρω από αυτήν, διαχωρίζοντάς τους σε ταξιδιώτες και κατοίκους με ξένη προστασία. Επίσης διάταγμα του αρχιναυάρχου του οθωμανικού στόλου Γαζή Χουσεΐν Πασά που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1797 απαγόρευσε την εγκατάσταση στα νησιά του Αιγαίου των «Βενετσιάνων σούδιτων» που δραπέτευσαν από την Σμύρνη, καθώς εκδόθηκε διαταγή εκτέλεσής τους συμπεριλαμβανομένων και όσων από τους ντόπιους κατοίκους τούς προσέφεραν προστασία. Παράλληλα στο ίδιο διάταγμα αναφέρεται ότι τα έγγραφα προστασίας που εξέδιδαν τα Βενετικά προξενεία για τους Ζακυνθηνούς, Κεφαλλονίτες, Κερκυραίους και άλλους θεωρούνταν άκυρα. Η Πύλη επανήλθε λίγους μήνες αργότερα και επέβαλε στους Βενετούς οι οποίοι εργάζονταν στην οθωμανική επικράτεια και ήταν παντρεμένοι με χριστιανές υπηκόους του σουλτάνου να επιλέξουν στην πραγματικότητα μεταξύ του «ραγιαδιλικιού», της οθωμανικής δηλαδή υπηκοότητας και επομένως και της αντίστοιχης φορολογικής επιβάρυνσης, και της εγκατάλειψης της χώρας. Επιπρόσθετα απαγορεύτηκε να κυκλοφορούν οι ναύτες Βενετικών πλοίων στις πόλεις οπλισμένοι ή να βγαίνουν από τα πλοία χωρίς λόγο και να διανυκτερεύουν εκτός. Στις περιπτώσεις αυτές θα συλλαμβάνονταν  χωρίς «να είναι καμμία υπόληψις εις το ότι είναι Βενετσιάνοι». Όσον αφορά δε τους «Σκλαβούνους, Ζακύνθιους, Κεφαλλωνίτας, Χιρβάταις» οι οποίοι ευθύνονταν, κατά την κυβέρνηση, για τα γεγονότα της Σμύρνης και οι οποίοι στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Ρωσία αποκτώντας τη ρωσική προστασία και επέστρεφαν ως «Ρώσοι» στην οθωμανική επικράτεια, ορίστηκε να λογαριάζονται ως ξένοι υπήκοοι μόνον εφόσον ήταν καταγεγραμμένοι ως τέτοιοι στα ρωσικά προξενεία. Αντίστοιχα, οι βενετσιάνοι προστατευόμενοι οι οποίοι εργάζονταν ως ναύτες σε πλοία με ρωσική σημαία θα θεωρούνταν πλέον ως απλοί μισθωτοί, και θα έχαναν την ξένη προστασία.

 

Τα κοινωνικά συμφραζόμενα

Η κατανόηση των αιτιών που γέννησαν το ρεμπελιό της Σμύρνης προϋποθέτει τη διερεύνηση αφενός των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων που ανέδειξαν την πόλη αυτή ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του εξωτερικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο και αφετέρου των πολιτικών εξελίξεων των τελών του 18ου αιώνα και των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ (1789-1807).

Οι διεργασίες που ανέδειξαν μια μικρή κωμόπολη στα τέλη του 16ου αιώνα σε σημαντικό κέντρο διεθνούς εμπορίου καταρχήν σχετίζονται με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις που έθεσαν σε νέα βάση τις σχέσεις κέντρου και περιφέρειας. Οι τελευταίες δύο δεκαετίες του 16ου αιώνα είναι η εποχή των στρατιωτικών και επώδυνων δημοσιονομικών αλλαγών που επιβλήθηκαν ως αποτέλεσμα των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων και των απωλειών στο δυτικό μέτωπο με τους Αψβούργους. Οι αλλαγές αυτές επανακαθόρισαν τη σχέση της Κωνσταντινούπολης με τις επαρχίες και έθεσαν τις βάσεις για την ανάδειξη των τοπικών παραγόντων, εξέλιξη που στη δυτική Μικρά Ασία και αλλού σταδιακά αποδυνάμωσε τον κεντρικό οικονομικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, η αλλαγή των εμπορικών δρόμων μέσω των οποίων προωθούνταν τα μπαχαρικά και το μετάξι από την Ανατολική Ασία στην Ευρώπη και οι οποίοι παλαιότερα είχαν αναδείξει πόλεις όπως η Προύσα, το Χαλέπι και η Αλεξάνδρεια, συνέβαλε στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Μία από αυτές ήταν η εκμετάλλευση των πλούσιων πεδιάδων των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Η στροφή του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος στην περιοχή αυτή έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της Σμύρνης, η οποία από τους περίπου 2.000 κατοίκους στα τέλη του 16ου αι., στην πλειονότητά τους μουσουλμάνους, που ασχολούνταν με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ενίοτε έκαναν λαθρεμπόριο σιτηρών, έφθασε στα μέσα του 17ου αιώνα  τις 60-70.000 κατοίκους, και πάλι στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι. Ωστόσο, στα μέσα του 17ου αιώνα είχε ήδη διαμορφωθεί μια ευδιάκριτη κοινότητα ξένων εμπόρων, Ολλανδών, Άγγλων, Γάλλων και Βενετών, οι οποίοι διείδαν τις δυνατότητες της οικονομικής ανάπτυξης. Σε αυτούς προστέθηκε ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός μη μουσουλμάνων οθωμανών υπηκόων, οι οποίοι διείσδυσαν στα εμπορικά δίκτυα είτε αυτόνομα είτε ως μεσάζοντες των ξένων εμπόρων.

Πορτραίτο του Άγγλου εμπόρου Francis Levett, με τουρκική ενδυμασία. Χαρακτικό εμπνευσμένο από τον πίνακα του Jean Etienne Liotard M. Levett, Negociant Anglais, που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου στην οθωμανική αυτοκρατορία σχετίζεται άμεσα με το θεσμό των διομολογήσεων, των εμπορικών προνομίων συνοδευόμενων με το δικαίωμα της ετεροδικίας, που –αρχικά μονομερώς- παραχωρούσε το οθωμανικό κράτος σε ευρωπαϊκές χώρες με αντάλλαγμα οφέλη σε οικονομικό (πληθώρα προϊόντων, αύξηση τελωνειακών δασμών ως αποτέλεσμα του όγκου των εμπορικών συναλλαγών) και διπλωματικό επίπεδο. Ουσιώδες χαρακτηριστικό των διομολογήσεων αποτέλεσε η δυνατότητα της παραχώρησης της προστασίας του συμβαλλόμενου ξένου κράτους σε μη μουσουλμάνους Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι μέσω των σημαντικών προνομίων που αποκτούσαν ως δραγουμάνοι (μεταφραστές) έθεταν τους εαυτούς τους εκτός των πολιτικο-κοινωνικών ορίων που ενείχε η θέση τους ως ραγιάδων στην οθωμανική κοινωνία. Σταδιακά ο αριθμός των «προστατευομένων» και των υπαλλήλων τους αυξήθηκε, εν πολλοίς ως αποτέλεσμα της «πώλησης» της προστασίας από τους ξένους πρέσβεις. Η αύξηση αυτή συνοδεύτηκε με την ενασχόληση με ξένες προς τα καθήκοντά των «προστατευομένων» υποθέσεις, όπως το εμπόριο, η βιοτεχνική δραστηριότητα καθώς και η προσοδοφόρα φοροενοικίαση, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές διατάξεις των εμπορικών συμφωνιών. Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε καθ΄όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα να περιορίσει το φαινόμενο αυτό, η πλέον όμως επιτυχημένη προσπάθεια έγινε μόλις το 1806. Ήταν περισσότερο η παράνομη ενασχόληση των «προστατευομένων» και των υπαλλήλων τους με το εμπόριο που ενοχλούσε την κεντρική εξουσία, παρά η -όχι τόσο μεγάλη όσο παλαιότερα νομιζόταν- αύξηση του αριθμού τους.

Η ανάδειξη, επομένως, του λιμανιού της Σμύρνης ως εισαγωγικού και εξαγωγικού κέντρου με τη δραστηριοποίηση των ευρωπαίων προξένων συνδυάστηκε με την παραχώρηση της ξένης προστασίας κυρίως σε ορθόδοξους και αρμένιους Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι αναλάμβαναν το ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ του εμπόρου και των ντόπιων παραγωγών, γνωρίζοντας παράλληλα τη γλώσσα και τις συνήθειες των Οθωμανών αξιωματούχων. Ωστόσο, ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα τμήμα της ορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, εκμεταλλευόμενο τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, κατόρθωσε να ελέγξει σημαντικό κομμάτι του διεθνούς εμπορίου, αναλαμβάνοντας εν πολλοίς αυτόνομη δράση. Σε αυτό το ανταγωνιστικό πλαίσιο οι μουσουλμάνοι τοπάρχες της περιοχής έδειξαν ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου, προωθώντας στην αγορά προϊόντα, όπως το βαμβάκι και το σιτάρι, που προέρχονταν από τα τσιφλίκια τους ή τις γαίες στις οποίες είχαν επενδύσει ως φοροενοικιαστές. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα στην Σμύρνη και τα περίχωρά της είχε σχηματιστεί ένα τρίγωνο μεγάλων οικονομικών συμφερόντων που οριζόταν από τους πλέον επιτυχημένους Ευρωπαίους εμπόρους και τους μεσάζοντές τους, τους οθωμανικής υπηκοότητας χριστιανούς μεγαλεμπόρους και τους μουσουλμάνους τοπάρχες. Εκτός του τριγώνου βρίσκονταν οι υπόλοιποι μικροέμποροι, βιοτέχνες και παραγωγοί, μουσουλμάνοι και μη, οι οποίοι επιδίωκαν να προσπορισθούν κέρδη από την ανάπτυξη του εμπορίου, ενώ παράλληλα υφίσταντο τις οικονομικές πιέσεις της κυβέρνησης και των τοπαρχών-τσιφλικάδων.

Σε αυτό το διεθνοποιημένο περιβάλλον οι κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις γίνονταν ολοένα και πιο έκδηλες, ιδιαίτερα μέσα σ’ ένα πλαίσιο θρησκευτικών και πολιτισμικών διαφορών εντεινόμενων όσο η διεθνής θέση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τα οικονομικά της προβλήματα επιδεινώνονταν. Ήδη από το 17ο αιώνα ήταν συχνές οι διενέξεις Οθωμανών αξιωματούχων και ευρωπαίων προξένων ή εμπόρων για θέματα φορολογίας ή δικαιοδοσίας ως προς την εκδίκαση διαφορών. Στις διενέξεις αυτές πρέπει να προστεθούν οι ταραχές που προκαλούνταν από τη συμπεριφορά των ξένων ναυτών ή των μουσουλμάνων πειρατών της Βόρειας Αφρικής, οι οποίοι περιφέρονταν στην πόλη οπλισμένοι τρομοκρατώντας τους κατοίκους της Σμύρνης. Ιδιαίτερα παραβατική συμπεριφορά φαίνεται όμως ότι είχαν οι υπήκοοι ή προστατευόμενοι της Βενετίας, συμπεριλαμβανομένων των ναυτών που απασχολούνταν σε βενετσιάνικα πλοία. Ειδικότερα, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα μια ομάδα Ζακυνθηνών ναυτών, βενετών υπηκόων, αποτέλεσε σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη στην Σμύρνη, με αποτέλεσμα να πιεσθεί ο πρέσβης της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη από τους ομολόγους του να απομακρύνει τους ταραξίες από την πόλη. Το γεγονός ότι η παρουσία των συγκεκριμένων υπηκόων ή προστατευομένων συχνά συνδεόταν με ταραχές σχετίζεται και με τη λήψη μέτρων εκ μέρους της οθωμανικής κυβέρνησης λίγα χρόνια πριν το ρεμπελιό, προκειμένου να ελεγχθεί η οικονομική τους δραστηριότητα και ο τρόπος με τον οποίο αποδιδόταν η ξένη προστασία. Η επιδεινούμενη πάντως θέση της ίδιας της Βενετίας, η οποία λίγους μήνες μετά το ρεμπελιό έπαψε και επισήμως να υφίσταται ως κράτος με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, συνέτεινε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των υπηκόων και προστατευομένων καθώς και στην αδυναμία ελέγχου τους εκ μέρους των κατά τόπους προξένων.

Άποψη της Σμύρνης, χαρακτικό του 1733.

Οι ταραχές που προκαλούσαν στην πόλη οι «ξένοι» δεν ήταν, ωστόσο, οι μοναδικές. Σε δύο περιπτώσεις, το 1738 και το 1772-1775, η Σμύρνη και τα περίχωρά της έγιναν το θέατρο συγκρούσεων μουσουλμάνων τοπαρχών που έριζαν για τη διεκδίκηση της τοπικής εξουσίας, δρώντας ανεξάρτητα ή σε συνεννόηση με την Υψηλή Πύλη, η οποία πάντοτε επεδίωκε την πλήρη υποταγή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δύο περιπτώσεις νικητές αναδείχθηκαν μέλη της ισχυρής οικογένειας των Καραοσμάνογλου, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει οικονομική δύναμη αλλά κυρίως είχαν ευρύ πελατειακό δίκτυο στον ντόπιο πληθυσμό και καλή σχετικά συνεργασία με τους ευρωπαίους εμπόρους. Παρά το γεγονός ότι η Υψηλή Πύλη προσπάθησε επανειλημμένως να μειώσει την εξουσία των Καραοσμάνογλου με διαφόρους τρόπους, η απουσία ισχυρού κεντρικού ελέγχου στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας ήταν κάτι παραπάνω από προφανής δημιουργώντας ένα κενό εξουσίας, που τελικά καλυπτόταν από τους ισχυρότερους τοπάρχες. Η προσφυγή επομένως των ευρωπαίων προξένων στον Χουσεΐν Καραοσμάνογλου την επαύριο του ρεμπελιού ήταν απολύτως αναμενόμενη.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στην Σμύρνη του 1797 η έντονη οικονομική ανάπτυξη της οποίας τα κέρδη προσπορίζονταν μικρό τμήμα του πληθυσμού της, σε συνδυασμό με τα διογκούμενα δημοσιονομικά  προβλήματα που είχαν αντίκτυπο στους απλούς Οθωμανούς υπηκόους δημιούργησαν μία επισφαλή ισορροπία. Σε αυτό το πλαίσιο των ποικίλων ανισοτήτων και των πολιτισμικών διαφοροποιήσεων η αντίδραση απέναντι στην οικονομική υπεροχή του ευρωπαίου υπηκόου, εκφραζόμενη συχνά με αλαζονεία, διατυπωνόταν από τους μουσουλμάνους με θρησκευτικούς και πολιτισμικούς όρους. Ενίοτε όμως και με εξέγερση.

Εάν οι ναύτες βενετσιάνικης υπηκοότητας αποτελούν τη μία πτυχή του δράματος, οι γενίτσαροι αποτελούν την άλλη. Η περιγραφή της δράσης των γενιτσάρων στο ρεμπελιό του 1797 ταιριάζει με ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά που με τον καιρό απέκτησε το σώμα: απειθαρχία και παραβατική συμπεριφορά που συχνά κατέληγε σε εξέγερση. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η έλλειψη επαρκούς στρατιωτικής εκπαίδευσης, η ενασχόληση με οικονομικές δραστηριότητες και η μεγάλη αύξηση του αριθμού των γενιτσάρων, που περιλάμβαναν πλέον «στρατιώτες» που δεν είχαν σχέση με στρατιωτικά καθήκοντα αλλά και απλούς κατοίκους πόλεων-μικροεπαγγελματίες που μέσω της ονομαστικής και μόνο ένταξής τους στο σώμα επιζητούσαν την εξασφάλιση μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης εκ μέρους τόσο του κράτους όσο και των ίδιων των γενιτσάρων («ψευδογενίτσαροι»). Εν ολίγοις, το γενιτσαρικό σώμα του 1797 πόρρω απείχε από το αντίστοιχο του 15ου και 16ου αιώνα, που αποτέλεσε την αιχμή των οθωμανικών κατακτήσεων. Είναι γεγονός ότι η προσπάθεια του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ να ιδρύσει ένα εντελώς καινούργιο τύπο στρατού στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού προγράμματος (nizam-i cedid), το οποίο θα αποτελείτο από Τούρκους και θα είχε μοντέρνα για την εποχή στρατιωτική εκπαίδευση ως απάντηση στην ανικανότητα του παρωχημένου γενιτσαρικού σώματος, προκάλεσε την ανησυχία και στη συνέχεια οργή των γενιτσάρων και την καθαίρεση του σουλτάνου. Το γεγονός επίσης ότι η προσπάθεια αυτή άρχισε να υλοποιείται μόλις τρία χρόνια πριν το ρεμπελιό, επέτεινε την ανασφάλεια και την εχθρότητά τους προς την κεντρική εξουσία.

Ωστόσο, το ξέσπασμα της εξέγερσης του 1797 δεν μπορεί να  εξηγηθεί μόνο στο πλαίσιο της αντίδρασης των γενιτσάρων στη μεταρρυθμιστική αυτή προσπάθεια. Θεωρώ πολύ πιθανό το γεγονός ότι οι γενίτσαροι εξέφρασαν τη δεδομένη στιγμή μαζί με τη δική τους οργή για τη δολοφονία ενός μουσουλμάνου στρατιώτη από χριστιανούς «απίστους» και την οργή του μουσουλμανικού και φτωχότερου τμήματος της Σμύρνης, αυτών που αδυνατούσαν να καρπωθούν τα οφέλη της ανάπτυξης του εμπορίου και βίωναν έντονα τις αντιθέσεις «χριστιανός/πλούσιος-μουσουλμάνος/φτωχός». Αυτές οι αντιθέσεις ανέτρεπαν την παραδοσιακή θεώρηση της μουσουλμανικής κοινωνίας στην οποία η υπεροχή του μουσουλμάνου θεωρείται δεδομένη έναντι όλων των μη μουσουλμάνων και πολύ περισσότερο αυτής των «δούλων της Πύλης» όπως θεωρούνταν οι γενίτσαροι. Έτσι, η υποστήριξη που σύμφωνα με τις οθωμανικές πηγές προσέφεραν τμήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης στους εξεγερμένους γενιτσάρους εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Άλλωστε είναι πολύ πιθανόν οι ίδιοι γενίτσαροι της Σμύρνης να είχαν αναπτύξει οικονομική δραστηριότητα ή να είχαν δοσοληψίες και κοινά συμφέροντα με μικροεπαγγελματίες, όπως γινόταν την ίδια εποχή σε άλλες μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης. Σε αυτή την περίπτωση οι γενίτσαροι έπαιζαν τον ρόλο των αυτόκλητων προστατών/εκφραστών των μουσουλμάνων βιοτεχνών και εμπόρων της Σμύρνης που πλήττονταν από την οικονομική πολιτική του οθωμανικού κράτους εξαιτίας των συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού που δημιουργούσαν οι διομολογήσεις.

Jacob Philipp Hackert, The Battle of Chesma on the 5th July 1770, St Petersburg, Central Naval Museum.

Πέρα όμως από τις παραμέτρους αυτές, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και η υποβόσκουσα οργή των μουσουλμάνων για τις στρατιωτικές ήττες και εδαφικές απώλειες που υφίστατο η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία από τα χριστιανικά κράτη, και η οποία λειτούργησε συμπληρωματικά στο ήδη εκρηκτικό κλίμα που δημιουργήθηκε με τη δολοφονία των γενιτσάρων. Η οργή αυτή για πρώτη φορά εκδηλώθηκε στην Σμύρνη το 1770 με τις σφαγές χιλιάδων – κατά μία εκτίμηση – ορθοδόξων μετά την καταστροφή του οθωμανικού στόλου από τους Ρώσους στη ναυμαχία του Τσεσμέ. Ενώ οι γενίτσαροι ήταν αυτοί που το 1770 επέβαλαν την τάξη στην πόλη, είκοσι επτά χρόνια αργότερα ένας συνδυασμός παραγόντων όπως η άσχημη για την αυτοκρατορία διεθνής συγκυρία (απώλεια Κριμαίας και του ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας, απώλειες στα Βαλκάνια), οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες του Σελίμ Γ΄ που τους έθιγαν άμεσα και οι ευρύτερες κοινωνικές ανατροπές σε ένα κράτος που κατά τ’ άλλα ευαγγελιζόταν την ύπαρξη αυστηρών πολιτικο-θρησκευτικών διαχωρισμών μεταξύ μουσουλμάνων και μη, τους κατέστησαν πρωταγωνιστές της εξέγερσης. Επρόκειτο επομένως για έναν συνδυασμό πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων που συνέτειναν στο ξέσπασμα του ρεμπελιού, ένα ξέσπασμα που σε τελευταία ανάλυση στρεφόταν εναντίον της διασάλευσης της παραδοσιακής τάξης, στην οποία οι γενίτσαροι κατείχαν σημαντική θέση. Για τους τελευταίους τη θέση αυτή απειλούσε πλέον το ίδιο το οθωμανικό κράτος, επιδιώκοντας τον παραμερισμό τους, αλλά και ο συσχετισμός των δυνάμεων που διαμορφώνονταν στην οθωμανική κοινωνία με την ανοχή της Υψηλής Πύλης και ο οποίος αναδείκνυε το ρόλο των μη μουσουλμάνων. Το γεγονός ότι τρεις μήνες μετά το ρεμπελιό στην Σμύρνη οι συγκρούσεις επαναλήφθηκαν αυτή την φορά στην Αλεξάνδρεια, όπου και εκεί ο στόχος ήταν οι μη μουσουλμάνοι και οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της πόλης, καταδεικνύει το μέγεθος των κοινωνικών εντάσεων.

Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση, στις αρχές του 19ου αιώνα η οθωμανική κυβέρνηση θα λάβει μέτρα, προκειμένου κυρίως να επιβάλει ξανά τον έλεγχο σε κοινωνικές ομάδες που είχαν- τυπικά ή όχι -ξεφύγει από το «ραγιαδιλίκι». Τα μέτρα αυτά εκτείνονταν από την ενίσχυση της οθωμανικής ναυτιλίας σε συνδυασμό με τον περιορισμό της ξένης προστασίας έως την  επαναφορά των περιοριστικών κανόνων ενδυμασίας για τους μη μουσουλμάνους. Τα μέτρα όμως ελήφθησαν πολύ αργά και ήταν αποσπασματικά. Σε τελευταία ανάλυση, δεν μπόρεσαν να αντιστρέψουν μια πορεία που είχε αρχίσει να διαγράφεται στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

 

Η Σοφία Λαΐου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Ν. Κ.Χ. Κωστής, Σμυρναϊκά Ανάλεκτα. Το εν Σμύρνη ρεμπέλλιον του έτους 1797, εν Αθήναις 1904.

– I. Παπαγιαννόπουλος, «Νέο φως στο ρεμπελιό της Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά Α΄(1938), 261-267.

-Ν. Βέης, «Το «μεγάλο ρεμπελλιό» της Σμύρνης κατά νεωτάτας έρευνας», Μικρασιατικά Χρονικά Δ΄ (1948), 411-422.

-Χ. Σολομωνίδης, Το θέατρο στην Σμύρνη, Αθήνα 1954.

– R. Clogg, «The Smyrna Rebellion of 1797: Some Documents from the British Archives», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 3 (1982), 71-125

– N. Ülker, «1797 Olayı ve İzmir΄in Yakılması», Tarih İncelemeleri Dergisi II (1984), 117-161.

– E. Frangakis-Syrett, The Commerce of Smyrna in the Eighteenth Century, Athens 1992.

-Λ. Χρηστάκης, Ο Νικήτας Νηφάκης και η «Ιστορία του Φραγκομαχαλά της Σμύρνης» (Το ρεμπελιό της Σμύρνης), Θεσσαλονίκη 1993.

-D. Goffman, «Izmir: from Village to Colonial Port City», στο E. Eldem-D. Goffman-B. Masters, The Ottoman City between East and West, Καίμπριτζ 1999, σ. 79-134.

-Ch. Philliou, «Mischief in the Old Regime: Provincial Dragomans and Social Change at the Turn of the Nineteenth Century», New Perspectives on Turkey 25 (2001), 104-121.

– C. Kafadar, “Janissaries and Other ‘Riffraff’ of Ottoman Istanbul: Rebels Without a Cause?”, B. Tezcan-K. Barbir (εκδ.), Identity and Identity Formation in the Ottoman World, Madison, Wisconsin 2007, σ. 113-134.