Skip to main content

Ιωάννης Δ. Στεφανίδης:Η άλλη «Βάρκιζα»: Η κρίση αποστράτευσης του Βελγίου (Νοέμβριος 1944)

Ιωάννης Δ. Στεφανίδης:

Η άλλη «Βάρκιζα»: Η κρίση αποστράτευσης του Βελγίου

(Νοέμβριος 1944)

Η δεκαετία του 1930 υπήρξε μια περίοδος κλιμακούμενης αβεβαιότητας και ανασφάλειας για τον κόσμο των κρατών. Η δεκαετία ξεκίνησε με τη μεγάλη οικονομική κρίση και ύφεση και συνεχίστηκε με την απειλητική εμφάνιση δυνάμεων που επιδίωκαν την αναθεώρηση του εδαφικού καθεστώτος των συνθηκών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενόψει της αποτυχίας να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα αυτά με συλλογική ή πολυμερή δράση, οι κυβερνήσεις τράπηκαν σε επιλογές που χαρακτηρίζονταν από εσωστρέφεια και ευσεβείς πόθους πως τα απειλητικά νέφη που σωρεύονταν στον διεθνή ορίζοντα δεν θα ξεσπούσαν επάνω τους. Η ηγεσία του Βελγίου δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1936, η χώρα που είχε δοκιμαστεί σκληρά κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου επέλεξε να ακολουθήσει πολιτική αυστηρής ουδετερότητας έναντι όλων των εν δυνάμει εμπόλεμων δυνάμεων. Η σχετική διακήρυξη έγινε δια στόματος του βασιλιά Λεοπόλδου Γ΄, και είχε ως συνέπεια οι Βρυξέλλες να αποχωρήσουν από τη Συνθήκη του Λοκάρνο (η οποία, μεταξύ άλλων, εγγυόταν τα σύνορα της χώρας με τη Γερμανία) και να καταγγείλουν την υφιστάμενη από το 1920 αμυντική συμμαχία με τη Γαλλία. Το ίδιο διάστημα, η βελγική αμυντική πολιτική επικεντρώθηκε στην ενίσχυση των οχυρωματικών έργων που κατανέμονταν σε δύο διαδοχικές γραμμές άμυνας (η πρώτη, κατά μήκος της νεότευκτης διώρυγας του βασιλιά Αλβέρτου, μεταξύ Αμβέρσας και Λιέγης, η δεύτερη μεταξύ Αμβέρσας και της πόλης Βαβρ, νοτιοανατολικά των Βρυξελλών). Η έκρηξη του πολέμου στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, θορύβησε τη βελγική κυβέρνηση αρκούντως ώστε να προχωρήσει σε σταδιακή επιστράτευση. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή απέναντι στη γερμανική τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» (Blitzkrieg).

Όπως πάγια προέβλεπαν τα γερμανικά πολεμικά σχέδια από τις αρχές του 20ού αιώνα, η αποφασιστική επίθεση εναντίον της Γαλλίας εξαπολύθηκε μέσα από τα εδάφη του Βελγίου και του γειτονικού Λουξεμβούργου. Στις 28 Μαΐου 1940, έπειτα από αντίσταση δεκαοκτώ ημερών, ο 39χρονος Λεοπόλδος, ο οποίος είχε επιμείνει να ασκεί την αρχιστρατηγία, αγνόησε την αντίθετη άποψη της βελγικής κυβέρνησης και παραδόθηκε με τον στρατό του στους Γερμανούς.[1] Ο βασιλιάς έκρινε ότι όφειλε να συμμεριστεί τη μοίρα του λαού του και να παραμείνει στη χώρα του, επιχειρώντας να αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες της ήττας.[2] Οι προσπάθειές του επικεντρώθηκαν κυρίως στην απελευθέρωση των 80.000 βαλλώνων στρατιωτών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους φλαμανδούς συναδέλφους τους, δεν απελευθερώθηκαν το θέρος του 1940.[3] Παρά την ακρόαση που ο Λεοπόλδος εξασφάλισε με τον Αδόλφο Χίτλερ, στο Μπέρχτεσγκαντεν, τον Νοέμβριο του 1940, οι πλείστοι των βαλλώνων στρατιωτών παρέμειναν αιχμάλωτοι έως το τέλος του πολέμου. Η αποτυχία αυτή, η σκληρή πραγματικότητα της κατοχής, καθώς και η αρνητική για τον Άξονα τροπή του πολέμου μετά το 1942, επρόκειτο τελικά να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της εξόριστης βελγικής κυβέρνησης που έδρευε στο Λονδίνο.[4]

Λεοπόλδος Γ΄ (1901-1983).
Hubert Pierlot(1883-1963)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ως αιρετός πρωθυπουργός την εποχή της γερμανικής εισβολής, ο Hubert Pierlot δημόσια κατήγγειλε την παράδοση του στρατού από τον Λεοπόλδο ως αντισυνταγματική ενέργεια, αντίθετη με το καλώς νοούμενο συμφέρον της χώρας. Έπειτα από μία πρώτη περίοδο αμφιταλάντευσης, το ολιγομελές κυβερνητικό σχήμα του οποίου προΐστατο ο Pierlot ανέλαβε να σηκώσει τη σημαία της αντίστασης σε μια εποχή που στο κατεχόμενο Βέλγιο επικρατούσε πνεύμα παραίτησης και συμβιβασμού. Τον Pierlot, ο οποίος εκπροσωπούσε το Καθολικό Κόμμα, πλαισίωναν ανά ένα επιφανή στελέχη των άλλων δύο μεγάλων κομμάτων στο τελευταίο προπολεμικό κοινοβούλιο, του Σοσιαλιστικού και του Φιλελεύθερου. Διεκδικώντας τον ρόλο του συνεχιστή της προπολεμικής νομιμότητας, η εξόριστη κυβέρνηση διαχώριζε σαφώς τη θέση της από τον αυταρχικών αντιλήψεων Λεοπόλδο, η στάση του οποίου πρόδιδε μια μοιρολατρική αποδοχή της ναζιστικής «Νέας Τάξης» στην Ευρώπη.[5] Παρά ταύτα, ο Pierlot και οι εταίροι του στο Λονδίνο επιχείρησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον βασιλιά στην κατεχόμενη χώρα. Οι κρούσεις τους, όμως, έμειναν χωρίς ανταπόκριση έως ότου, την επομένη της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944, ο Λεοπόλδος μεταφέρθηκε κρατούμενος σε γερμανικό έδαφος.[6] Έτσι, η καταφανής δυσαρμονία κυβέρνησης και ανώτατου άρχοντα έμεινε να υποδαυλίζει μια παρατεταμένη πολιτειακή κρίση, η οποία επρόκειτο να λυθεί με την παραίτηση του Λεοπόλδου υπέρ του διαδόχου του το 1950. Ωστόσο, μια άλλη κρίση, η οποία εκδηλώθηκε κατά το πρώτο στάδιο της απελευθέρωσης, απείλησε να κλιμακωθεί σε αιματηρή εμφύλια σύρραξη, ανάλογη με εκείνη που δοκίμασε η Ελλάδα με ελάχιστη χρονική διαφορά.

Λονδίνο, Οκτώβριος 1940. Ο πρωθυπουργός Hubert Pierlot επιθεωρεί στρατιωτικό άγημα.

Μελετώντας τη μετάβαση του Βελγίου από τον πόλεμο και την κατοχή στην ειρήνη και την ανασυγκρότηση, ο ιστορικός Martin Conway υποστήριξε ότι, παρά τους έντονους κλυδωνισμούς αυτής της περιόδου, η συναίνεση που έμπρακτα εκδηλώθηκε στο επίπεδο των ιθυνόντων της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας, απέτρεψε τη βίαιη αμφισβήτηση της κυβερνητικής νομιμότητας. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει στο γεγονός ότι οι εν λόγω ελίτ, ιδίως οι επιχειρηματικές του τραπεζικού και του βιομηχανικού τομέα, αλλά και η προπολεμική πολιτική τάξη σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, διατήρησαν σχετικά αλώβητη την ισχύ τους «σε αυτή την πλέον καπιταλιστική από τις κοινωνίες της Ευρώπης»,[7] – η οποία, πέρα από τη συμμαχική βοήθεια, διέθετε πρόσβαση και στους πόρους της πλουσιότατης αποικίας του Κονγκό. Ανθεκτικότητα επέδειξαν και μια σειρά από δυνάμεις της βελγικής πολιτείας και κοινωνίας που προϋπήρχαν του πολέμου. Επρόκειτο για τους μακραίωνους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, τη δικαιοσύνη, την Καθολική Εκκλησία, τα πανεπιστήμια, τις εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά και φορείς μιας άνωθεν καθοδηγούμενης κοινωνίας πολιτών, δηλαδή, τα κοινωνικά και ιδεολογικά δίκτυα που είχαν ιδρύσει ήδη από τον 19ο αιώνα τα κυριότερα πολιτικά κόμματα της χώρας, Καθολικοί, Σοσιαλιστές και Φιλελεύθεροι.[8] Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν κατά βάση αντίθετοι στις ριζικές ανατροπές. Όταν, με την επιβολή της ξένης κατοχής, οι κεντρικοί θεσμοί (βασιλιάς, κυβέρνηση, κοινοβούλιο) τέθηκαν σε αναστολή, οι εν λόγω δυνάμεις λειτούργησαν ως εγγυητές κάποιας συνέχειας με την προπολεμική τάξη, αλλά και ως παράγοντες κοινωνικής συνοχής, στον βαθμό που μερίμνησαν για την επιβίωση του χειμαζόμενου έθνους. Επιπλέον, περιφρούρησαν την κοινή εθνική ταυτότητα των Βέλγων απέναντι στις εθνικιστικές αντιθέσεις που υποδαύλισε η γερμανική κατοχή.[9] Η συμπόρευση ή ταύτιση με τον κατακτητή κόστισε στους ακραίους εθνικιστές σε Βαλλωνία και Φλάνδρα την «καλή μαρτυρία» της μεγάλης πλειονότητας των Βέλγων για τις επόμενες δύο δεκαετίες, τουλάχιστον.

Στο πνεύμα, λοιπόν, του «compromis à la belge», το οποίο σφυρηλάτησαν με τη στάση τους στη διάρκεια του πολέμου οι δυνάμεις που αναφέρθηκαν, ο Conway απέδωσε τη μεταπολεμική σταθερότητα της χώρας, παρά την πόλωση που συντήρησε επί πενταετία η εκκρεμότητα σχετικά με την επάνοδο του Λεοπόλδου στον θρόνο.[10] Αυτό το πνεύμα συμβιβασμού αμφισβήτησαν οι βέλγοι κομμουνιστές τον Νοέμβριο του 1944, προβάλλοντας ως εναλλακτική πηγή νομιμοποίησης την αντίσταση στον κατακτητή. Όπως είχε συμβεί στις περισσότερες κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης, ο ενεργός ρόλος τους στην αντίσταση είχε ενισχύσει την επιρροή τους. Παρά το γεγονός ότι στην αντίσταση αναμίχθηκε ενεργά ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού, μπορούσε βάσιμα να αναμένεται ότι η μεγάλη πλειονότητα θα έσπευδε να ταυτιστεί μαζί της κατά τη «μεθυστική» στιγμή της απελευθέρωσης.[11] Το ερώτημα ήταν κατά πόσον οι κομμουνιστές θα είχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τις εξελίξεις, είτε αυτοτελώς είτε μέσω συμμαχιών.

Οι Βρυξέλλες υπό Γερμανική κατοχή. Παρέλαση μπροστά από τα βασιλικά ανάκτορα.

Η επιτυχία της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία έθεσε επί τάπητος το ζήτημα ποιος και πώς θα κάλυπτε το κενό εξουσίας που άφηνε ο τερματισμός της κατοχής.[12] Η αποχώρηση των Γερμανών συμπαρέσυρε στον πολιτικό Καιάδα τους πιο κραυγαλέους, τουλάχιστον, από τους συνεργάτες τους, ιδίως το κόμμα των «Ρεξιστών» (Parti Rexiste), που δρούσε στη Βαλλωνία, και τον Φλαμανδικό Εθνικό Σύνδεσμο (Vlaams Nationaal Verbond) – οργανώσεις που εξέφραζαν την εθνικιστική άκρα δεξιά στη δεκαετία του 1930. Ο βασιλιάς Λεοπόλδος, με μειωμένο κύρος λόγω της παθητικής στάσης του κατά τα τελευταία δύο χρόνια της κατοχής αλλά και της προσωπικής του ζωής,[13] είχε μεταφερθεί εκτός Βελγίου. Έτσι, απέμεναν τέσσερεις παράγοντες ικανοί να επηρεάσουν τις εξελίξεις: Πρώτον, η ετερόκλητη αντίσταση, με ισχυρότερους εκπροσώπους τον φιλοσυμμαχικό και εν πολλοίς βασιλόφρονα Μυστικό Στρατό (Armée Secrète: AS) και το φιλοκομμουνιστικό Μέτωπο Ανεξαρτησίας (Front de l’Indépendance: FI), οι τάξεις των οποίων πύκνωναν με «αντιστασιακούς της ενδέκατης ώρας». Θεωρητικά, οι δυνάμεις αυτές μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτοτελή νομιμοποίηση, επικαλούμενες τον αγώνα τους κατά του κατακτητή. Η φιλοδοξία αυτή επρόκειτο να προσκρούσει στη στάση των άλλων τριών παραγόντων, με πρώτο τις δυνάμεις που είχαν στηρίξει την de facto διακυβέρνηση του Βελγίου από υψηλά ιστάμενα στελέχη του κρατικού μηχανισμού έως την ώρα της γερμανικής αποχώρησης. Επρόκειτο για τις κοινωνικές ελίτ που προαναφέρθηκαν (τοπικοί άρχοντες, δικαιοσύνη, Εκκλησία, κοινωνικές και οικονομικές ελίτ και οι οργανώσεις τους) και είχαν λειτουργήσει ως «θεματοφύλακες του εθνικού συμφέροντος» απέναντι στον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Το ζήτημα ήταν ότι αυτή η ‘notable elite’ είχε τηρήσει διακριτική απόσταση από τον τρίτο παράγοντα, την εξόριστη κυβέρνηση, η οποία διέθετε, όμως, την πλήρη στήριξη των Συμμάχων, ιδίως των Βρετανών. Οι τελευταίοι αποτελούσαν τον τέταρτο και σημαντικότατο πόλο ισχύος, καθώς είχαν ισχυρότατη στρατιωτική παρουσία αλλά και την πρωτοκαθεδρία στη συμμαχική αποστολή που θα λειτουργούσε στο Βέλγιο όσο διαρκούσε ο πόλεμος με το Γ΄ Ράιχ.[14]

Εκτός από τη συμμαχική στήριξη, η κυβέρνηση Pierlot, που εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες στις 8 Σεπτεμβρίου, διέθετε και το τεκμήριο της νομιμοποίησης. Παρά τη ρήξη με τον Λεοπόλδο, την αμοιβαία καχυποψία με την κομμουνιστική αλλά, ως ένα βαθμό, και με την υπόλοιπη αντίσταση, και τις αρνητικές επιπτώσεις που αναπόφευκτα είχε η αποκοπή της από την κατοχική εμπειρία της χώρας, στα μάτια της φιλοδυτικής πλειονότητας η κυβέρνηση αυτή «κατ’ ελάχιστον διασφάλιζε ότι το Βέλγιο εκπροσωπείτο στις τάξεις των Συμμάχων και θα αναγνωριζόταν ως [σύμμαχος χώρα] στο τέλος του πολέμου». Επιπλέον, το αρχικό τριμελές σχήμα του 1940 είχε σταδιακά διευρυνθεί με την προσέλευση σημαντικού αριθμού πολιτικών και κρατικών λειτουργών από την κατεχόμενη χώρα. Τέλος, και σημαντικότερο, οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν είχαν πρόσβαση στη συμμαχική βοήθεια και προπαγάνδα χωρίς την έγκριση της εξόριστης κυβέρνησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, από τους πρώτους μήνες του 1943, οι δυνάμεις της συνέχειας στο εσωτερικό του Βελγίου ξεκίνησαν μια «διαδικασία σύγκλισης» μέσω συμβιβασμών τόσο μεταξύ τους όσο και με το Λονδίνο, με την ενθάρρυνση των Βρετανών. Από τη διαδικασία αυτή δεν έμεινε αμέτοχο το Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου (ΚΚΒ) και ο αντιστασιακός του βραχίονας, το FI.[15] Το ζητούμενο για τις δυνάμεις της συνέχειας και τους βρετανούς συμμάχους τους ήταν η απελευθέρωση να μη συνοδευτεί από έμπρακτη αμφισβήτηση της κυβερνητικής νομιμότητας.

 

ΛΥΤΡΩΣΗ!
Η απελευθέρωση των Βρυξελλών από τα Βρετανικά στρατεύματα (4 Σεπτεμβρίου 1944).

Σε αντίθεση με τη Γαλλία και την Ολλανδία, οι επαφές με τις αντιστασιακές οργανώσεις δεν κατέληξαν στη σύσταση ενός συλλογικού φορέα της αντίστασης υπό την εποπτεία της εξόριστης κυβέρνησης. Υπήρχαν, ωστόσο, άλλα εμπόδια στην ωρίμανση επαναστατικών συνθηκών. Σε μια χώρα, όπου η ευνομία μάλλον ήταν ο κανόνας πριν από τον πόλεμο, ο φόβος μήπως «η στιγμιαία μέθη της απελευθέρωσης» αποδεσμεύσει δυνάμεις αμφισβήτησης και ανατροπής οπωσδήποτε συνείχε μια σημαντική μερίδα του βελγικού πληθυσμού. Το ενδεχόμενο δε να επωφεληθεί από το κενό εξουσίας η κομμουνιστική αριστερά θορυβούσε τους θιασώτες της συνέχειας, οι οποίοι δεν άργησαν να συσπειρωθούν γύρω από την κυβέρνηση Pierlot, παραμερίζοντας προς στιγμήν το ζήτημα του θρόνου (το Καθολικό Κόμμα ευνοούσε την επιστροφή του Λεοπόλδου, οι υπόλοιποι αντιτάσσονταν). Φυσικά, και οι Σύμμαχοι ενδιαφέρονταν ζωηρά για τη διαφύλαξη της τάξης ενόσω οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο βελγικό έδαφος συνεχίζονταν. Κατά συνέπεια, τρεις από τους τέσσερεις εν δυνάμει διεκδικητές της εξουσίας στο μετακατοχικό Βέλγιο είχαν βραχυπρόθεσμα κοινό συμφέρον να χαλιναγωγήσουν τον τέταρτο, την αντίσταση, και ιδίως την κομμουνιστική.[16]

Εν τέλει, κενό εξουσίας δεν υπήρξε στο Βέλγιο. Σε αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η ταχεία ανάπτυξη ισχυρών συμμαχικών δυνάμεων και η δραστήρια παρουσία της αποστολής υπό τον βρετανό αντιστράτηγο George Erskine. Ενδεχομένως ως μια επιβεβαίωση της νόμιμης συνέχειας του κράτους, οι Σύμμαχοι ενθάρρυναν τη διατήρηση του κυβερνητικού σχήματος που έδρευε στο Λονδίνο. Ως παραχώρηση στους θιασώτες της αλλαγής, το σχήμα αυτό μετονομάστηκε σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με την προσθήκη προσωπικοτήτων που είχαν παραμείνει στο κατεχόμενο Βέλγιο. Ωστόσο, οι υπουργοί που δεν ανήκαν στα τρία παραδοσιακά κόμματα μειοψηφούσαν, και μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν δύο ηγετικά στελέχη του FI και ένας εκπρόσωπος του ΚΚΒ. Οι θώκοι-κλειδιά παρέμειναν στα χέρια των προσώπων που είχαν στελεχώσει την εξόριστη κυβέρνηση.[17]

Bελγικές αντιστασιακές οργανώσεις: Κάρτα μέλους του Front de l’Indépendance (αριστερά) και της Armée Secrète .

Η σύνθεση της κυβέρνησης δεν ικανοποιούσε τις δυνάμεις που επιθυμούσαν να αντλήσουν πολιτικό κεφάλαιο από τη συμμετοχή τους στην αντίσταση. Αυτό ίσχυε ιδίως για τους κομμουνιστές και τους εταίρους τους στο FI. Στις τελευταίες προπολεμικές εκλογές του Απριλίου του 1939, το ΚΚΒ είχε συγκεντρώσει ένα μάλλον ισχνό 4,65%. Στη διάρκεια της κατοχής είχε κερδίσει νέους υποστηρικτές, ιδίως στη Βαλλωνία, και μπορούσε να υπολογίζει στην παρουσία δέκα, περίπου χιλιάδων ενόπλων, οργανωμένων σε ομάδες «παρτιζάνων» (Partisan Armés), οι οποίοι αποτελούσαν τη δύναμη κρούσης του FI.[18] Την αβεβαιότητα επέτεινε το γεγονός ότι, ένα μήνα μετά την επάνοδο της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, στη χώρα παρέμεναν περί τους 85.000 ενόπλους, οι οποίοι αναφέρονταν στις επί μέρους οργανώσεις. Προκειμένου να ενισχυθεί η κυβερνητική εξουσία, ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στη δυτική Ευρώπη Dwight Eisenhower εξέδωσε ημερήσια διαταγή στις 3 Οκτωβρίου, με την οποία προσκαλούσε τις αντιστασιακές οργανώσεις να παραδώσουν τον οπλισμό τους στις βελγικές αρχές και τα μέλη τους να ενταχθούν στον τακτικό στρατό που επρόκειτο να σχηματισθεί. Οι κομμουνιστές αγνόησαν το σκέλος περί αφοπλισμού και ουσιαστικά επέμειναν να αναγνωριστούν οι ένοπλοι αντιστασιακοί σχηματισμοί ως μονάδες του μελλοντικού στρατού. Η κυβερνητική υπόσχεση για σταδιακή απορρόφηση αυτού του δυναμικού βρήκε ανταπόκριση μόνο από τον νομιμόφρονα AS. Ταυτόχρονα, ως μέτρο αυτοπροστασίας, οι δυνάμεις ασφαλείας, που αριθμούσαν μόλις 6.000 άνδρες, επανεξοπλίστηκαν με 5.000 βρετανικά αυτόματα τύπου Sten.[19]

Το ίδιο διάστημα, οι Βρετανοί εμφανίζονταν δυσαρεστημένοι με τις επιδόσεις της κυβέρνησης Pierlot. Γίνονταν μάρτυρες δημόσιων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας με αφορμή τις ελλείψεις σε αγαθά, ιδίως τρόφιμα και καύσιμα.

Sir George Erskine (1899-1965).

Επιπλέον, ο Erskine, επιθυμούσε μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στο ζήτημα του αφοπλισμού. Στις 21 Οκτωβρίου, ζήτησε από το Ανώτατο Στρατηγείο των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη να προετοιμάσει το έδαφος για ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό την προάσπιση της κυβέρνησης του Βελγίου. Έστω και με καθυστέρηση, η σχετική οδηγία εκδόθηκε στις 18 Νοεμβρίου. Νωρίτερα, ο Eisenhower με επιστολή του προς τη βελγική κυβέρνηση είχε ζητήσει να απαγορευτεί η οπλοκατοχή από τους πολίτες, υποσχόμενος βοήθεια σε περίπτωση ανάγκης. Λίγες μέρες αργότερα, επισκέφτηκε ο ίδιος τη βελγική πρωτεύουσα. Ενθαρρυμένη, στις 31 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι 40.000 πρώην μέλη της αντίστασης, δηλαδή, κάτι λιγότερο από τους μισούς, θα εντάσσονταν σε ατομική βάση – και όχι ως σχηματισμοί – στις ένοπλες δυνάμεις. Στις 13 Νοεμβρίου, εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα που έθετε πενθήμερη διορία προκειμένου οι πολίτες να παραδώσουν όλο το στρατιωτικό υλικό που είχαν στην κατοχή τους στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Εξαίρεση προβλεπόταν μόνο σε περιπτώσεις κατοχής ειδικής άδειας από τις συμμαχικές ή τις βελγικές αρχές. Εκτός από τις ποινές για παράνομη οπλοκατοχή, το διάταγμα θέσπιζε και χρηματική ανταμοιβή για όσους συμμορφώνονταν.[20]

Ήταν προφανές ότι η κυβέρνηση είχε υπαναχωρήσει από την εξαγγελία της σταδιακής απορρόφησης των αντιστασιακών στο στράτευμα. Αυτό ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις επιδιώξεις των κομμουνιστών. Ισχυριζόμενο ότι, εκδίδοντας το διάταγμα περί αφοπλισμού, ο πρωθυπουργός είχε ενεργήσει «εναντίον της θέλησης του υπουργικού συμβουλίου στο σύνολό του», το ΚΚΒ κατήγγειλε το μέτρο ως μέρος μιας «αντιδραστικής συνωμοσίας», έργο του μεγάλου κεφαλαίου και δεξιών στρατηγών, με στόχο «να φιμωθεί η φωνή των εργαζόμενων μαζών και να αποτραπούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις». Το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος, που συνεδρίασε στις 14 Νοεμβρίου, αξίωσε τελεσιγραφικά από την κυβέρνηση να εγγυηθεί αμέσως την χωρίς εξαιρέσεις ένταξη όλων των αντιστασιακών δυνάμεων, μαζί με τους αξιωματικούς και τον εξοπλισμό τους, στις ένοπλες δυνάμεις, καθώς και τη λήψη μέτρων εναντίον των συνεργατών του εχθρού στην οικονομία και τη διοίκηση, οι οποίοι, σύμφωνα με την απόφαση, εξακολουθούσαν να σαμποτάρουν την παραγωγή. Διαφορετικά, προειδοποίησε, η κυβέρνηση έχανε το δικαίωμά της να παραμένει στην εξουσία. Μετά από δύο ημέρες, καθώς οι αξιώσεις τους δεν ικανοποιήθηκαν, το ΚΚΒ και το FI απέσυραν τους υπουργούς τους από το κυβερνητικό σχήμα και προχώρησαν σε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.[21]

Αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση, στις 16 Νοεμβρίου οι κομμουνιστές πραγματοποίησαν συλλαλητήριο στο κέντρο των Βρυξελλών. Απευθυνόμενος στο πλήθος, ο γενικός γραμματέας του FI και μέχρι πρότινος υπουργός Fernand Demany απείλησε με επιστροφή στον ανταρτοπόλεμο, αν οι περιστάσεις το επέβαλλαν, για να προσθέσει αμέσως παρακάτω: «Όμως θέλουμε μια αξιοπρεπή χώρα και θα την έχουμε». Στην πρόκληση απάντησε αυθημερόν ο Pierlot σε σκληρό τόνο, μέσω του ραδιοφώνου. Η κυβέρνησή του, διακήρυξε, δεν επρόκειτο να ανεχθεί οποιαδήποτε απόπειρα από ένοπλους σχηματισμούς να πτοήσουν τις «νόμιμες αρχές» και τον πληθυσμό προκειμένου να επιβάλουν απόψεις που δεν είχαν καμία σχέση με τη συνεχιζόμενη πολεμική προσπάθεια εναντίον του εχθρού. Το πρωθυπουργικό διάγγελμα ακολούθησε η μετάδοση δήλωσης του Erskine, με την οποία ο βρετανός στρατηγός υποσχόταν επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων εάν αυτό επέβαλλε η προάσπιση του νόμου και της τάξης. Το ίδιο βράδυ, ο Erskine συναντήθηκε με τους τρεις πρώην υπουργούς των κομμουνιστών και εκμαίευσε κοινό ανακοινωθέν, σύμφωνα με το οποίο οι συνομιλητές του δήλωναν πρόθυμοι να διασφαλίσουν την τήρηση του νόμου και δεσμεύονταν να «αποφύγουν οιαδήποτε σύγκρουση» με τις συμμαχικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες, συμφωνήθηκε μια φόρμουλα που θα μπορούσε να διευκολύνει τον αφοπλισμό, καθώς οι προσκείμενες στην Αριστερά οργανώσεις δέχτηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους στους συμμάχους, και όχι στις αστυνομικές αρχές.[22]

Παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές προς τους εκπροσώπους των Συμμάχων, το ΚΚΒ και το FI απέρριπταν τον διάλογο με την κυβέρνηση Pierlot. Κατά την εκτίμηση του βρετανού πρεσβευτή Sir Hugh Knatchbull-Hugessen, oι κομμουνιστές «έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να καταρρακώσουν το κύρος της κυβέρνησης στα μάτια του πληθυσμού». Ως μέσο πίεσης επέλεξαν τα συλλαλητήρια με κύριο αίτημα την αντικατάσταση της κυβέρνησης από ένα περισσότερο «δημοκρατικό» σχήμα. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έντασης και αμοιβαίας καχυποψίας αύξανε τις πιθανότητες για βίαιη κλιμάκωση των μαζικών αυτών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Αυτό συνέβη στις 25 Νοεμβρίου, όταν αντικυβερνητική διαδήλωση στην πρωτεύουσα βάφτηκε στο αίμα. Παρά τις αποκλίνουσες μαρτυρίες για τον καταλογισμό των ευθυνών,[23] το βέβαιο είναι πως δυνάμεις της χωροφυλακής που προστάτευαν κυβερνητικά κτίρια άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό άνω των τριάντα διαδηλωτών. Το ευτύχημα για τη χώρα ήταν ότι δεν υπήρχαν νεκροί.[24]

Την αιματοχυσία ακολούθησε νέο συλλαλητήριο, στη διάρκεια του οποίου οι εκπρόσωποι του ΚΚΒ και του FI περιέγραψαν το συμβάν ως ένοπλη επίθεση εναντίον της «αντίστασης». Για τον Demany, η μακροημέρευση της κυβέρνησης θα άνοιγε τον δρόμο στην επάνοδο του φασισμού. Το συμπέρασμά του ήταν ότι το Βέλγιο χρειαζόταν μια «δεύτερη» απελευθέρωση. Φοβούμενοι τη βίαιη κλιμάκωση της κρίσης, οι Βρετανοί επιδίωξαν να έρθουν σε επαφή με την ηγεσία του FI. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 27ης Νοεμβρίου, ο Erskine απέσπασε νέα διαβεβαίωση του Demany ότι δεν θα καλούσε τους οπαδούς του FI σε ενέργειες που ήταν δυνατό να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.[25] Παρά ταύτα, οι κομμουνιστές δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια να εξωθήσουν την κυβέρνηση σε παραίτηση. Αυτή τη φορά, δοκίμασαν τη μέθοδο της γενικής απεργίας, την οποία κήρυξαν οι προσκείμενες στο ΚΚΒ εργατικές ενώσεις για τις 28 Νοεμβρίου. Το ίδιο πρωί, ο βέλγος πρωθυπουργός ενημέρωσε τον βρετανό πρεσβευτή ότι ένοπλοι κομμουνιστές από την πόλη Μονς κατευθύνονταν οδικώς προς τις Βρυξέλλες με σκοπό να «χτυπήσουν την κυβέρνηση». Ο Pierlot υπέβαλε επίσημο αίτημα για βρετανική βοήθεια. Αμέσως, στρατιωτικές δυνάμεις με τεθωρακισμένα αναπτύχθηκαν μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα. Το ίδιο απόγευμα, συγκλήθηκε εκτάκτως το τελευταίο προπολεμικό κοινοβούλιο με παρόντα 134 από τα 202 μέλη του, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό, τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας και, κυρίως, η απροθυμία άλλων δυνάμεων να συνταχθούν με την αντικυβερνητική γραμμή της κομμουνιστικής αριστεράς οδήγησαν σε αποτυχία το εγχείρημα της γενικής απεργίας.[26]

Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΒ αμέσως μετά από την απελευθέρωση.

Από τις διεξοδικότερες μελέτες για τη βελγική κρίση του Νοεμβρίου προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κομμουνιστική ηγεσία επεδίωκε δύο κύριους στόχους, οι οποίοι εν τέλει αποδείχθηκαν αλληλοαναιρούμενοι. Καταρχάς, επιζητούσαν να διατηρήσουν το πολιτικό κεφάλαιο της αντίστασης και να το εκμεταλλευτούν για να διεκδικήσουν μερίδιο στη διακυβέρνηση της χώρας αλλά και στο στράτευμα. Για τον λόγο αυτό, απαιτούσαν την αναβολή του αφοπλισμού των αντιστασιακών οργανώσεων μέχρι να εξασφαλιστεί η πλήρης ένταξη των «παρτιζάνων» τους στον υπό ανασύσταση τακτικό στρατό. Όταν αυτό προσέκρουσε στην κυβερνητική απόφαση για άμεσο αφοπλισμό των αντιστασιακών οργανώσεων και επιλεκτική στελέχωση του στρατεύματος, προέκριναν τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης Pierlot σε παραίτηση, με απώτερη επιδίωξη να διευρύνουν τη συμμετοχή τους στο διάδοχο σχήμα. Καθώς υστερούσε συντριπτικά σε δύναμη πυρός απέναντι στο ενιαίο μέτωπο κυβέρνησης και Βρετανών, η κομμουνιστική ηγεσία προτίμησε να ασκήσει πίεση με διάφορα μέσα «ειρηνικής πάλης», όπως συλλαλητήρια και απεργίες. Το κλίμα αυτό αναταραχής και η επιθετική ρητορεία που το υποδαύλιζε υπονόμευσαν τον δεύτερο στόχο των κομμουνιστών, που απηχούσε τη γραμμή των «λαϊκών μετώπων»: Αν η χρήση βίας αποκλειόταν και ως μόνη ρεαλιστική επιλογή απέμενε η μακρόχρονη πάλη με τις δυνάμεις της «αντίδρασης», το ΚΚΒ όφειλε να αναζητήσει συμμάχους πέρα από τον στενό κύκλο του FI.[27] Ωστόσο, κατά το κρίσιμο διάστημα του Νοεμβρίου, η τακτική των κομμουνιστών εν τέλει διεύρυνε το χάσμα με τις «όμορες» πολιτικές δυνάμεις.

Καθοριστικής σημασίας στάθηκε η αποτυχία των κομμουνιστών να εκφοβίσουν ή να δελεάσουν τους σοσιαλιστές και τους εκπροσώπους οργανώσεων της αντίστασης, προκειμένου να αποσυρθούν από την κυβέρνηση. Παρά τις διαμαρτυρίες τριών οργανώσεων επιπλέον του FI, οι υπόλοιποι αντιστασιακοί υπουργοί έμειναν στις θέσεις τους. Αντιμέτωπη με την εκστρατεία του ΚΚΒ, η οποία έβρισκε απήχηση μεταξύ ορισμένων μελών του κόμματος, η ηγεσία των σοσιαλιστών ομόφωνα τάχθηκε εναντίον της παραίτησης και επέκρινε την κομμουνιστική ηγεσία για οπορτουνισμό. «Σε μια εμπόλεμη χώρα», ανέφερε η σχετική απόφαση της 17ης Νοεμβρίου, «είναι προτιμότερη μια μη δημοφιλής κυβέρνηση παρά η αναρχία».[28] Οκτώ ημέρες αργότερα, το εθνικό συμβούλιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος που συνήλθε αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα των Βρυξελλών, ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία την παραμονή στο κυβερνητικό σχήμα. Όπως θα δήλωνε σε ξένο ανταποκριτή το ηγετικό στέλεχος του κόμματος και μελλοντικός διάδοχος του Pierlot στην πρωθυπουργία, ο Achille Van Acker: «Αφ’ ης στιγμής υπήρξε απειλή αναταραχής, είχαμε ξεκάθαρα καθήκον να παραμείνουμε στην Κυβέρνηση. Διότι εάν αυτή η Κυβέρνηση ενέδιδε στις διαδηλώσεις και στις απεργίες, θα εξασθένιζε τη θέση κάθε μελλοντικής κυβέρνησης».[29]

Η σθεναρή αντίδραση της κυβέρνησης και των Βρετανών και η αποτυχία τους να βρουν συμμάχους, οδήγησε τους κομμουνιστές σε τακτική αναδίπλωση. Μέσα σε δέκα ημέρες από την αιματηρή διαδήλωση της 25ης Νοεμβρίου, παραδόθηκαν ή κατασχέθηκαν δώδεκα χιλιάδες όπλα. Στις αρχές Δεκεμβρίου, όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις συμφώνησαν με την κυβέρνηση να ξεκινήσει μια διαδικασία αναγνώρισης και απονομής ευεργετημάτων προς τα μέλη τους, γεγονός που σηματοδότησε τη λήξη της αποστολής τους. Ως προς τη συμμετοχή μελών της αντίστασης στο στράτευμα, μόνο 25.000 προσήλθαν σε σύνολο 80.000 περίπου, προερχόμενοι κυρίως από μη κομμουνιστικές οργανώσεις, όπως ο AS.[30] Με τα μέτρα αυτά, όπως επισημαίνει ο Conway, εκμηδενίστηκε «η αξία της αντίστασης ως πολιτικού κεφαλαίου».[31]

Τα Δεκεμβριανά.

Ο πειρασμός να συσχετιστούν τα «Νοεμβριανά» του Βελγίου με τα λίγο μεταγενέστερα «Δεκεμβριανά» στην Ελλάδα είναι ευεξήγητος. Ο ίδιος ο Winston Churchill προέβη σε ευθύ παραλληλισμό όταν, σε αγόρευσή του στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 8 Δεκεμβρίου, έκανε λόγο για «διοργάνωση πραξικοπήματος» με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Pierlot. Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι, όπως στην Ελλάδα έτσι και στο Βέλγιο, οι κομμουνιστές αποπειράθηκαν να υφαρπάξουν την εξουσία διά της βίας, δεν αποδεικνύεται από την ιστορική έρευνα. Το δραματικό διάβημα του βέλγου πρωθυπουργού προς τους Βρετανούς το πρωί της 28ης Νοεμβρίου μάλλον στόχευε σε μια δημόσια και σαφή επιβεβαίωση της συμμαχικής υποστήριξης προς την κυβέρνησή του, η οποία βέβαια θα λειτουργούσε αποτρεπτικά, σε περίπτωση που η Αριστερά εξέταζε τη χρήση βίας.[32] Ακόμα και η έκθεση που συνέταξε η βελγική κυβέρνηση για να διευκολύνει τον Churchill να τεκμηριώσει εκ των υστέρων τον ισχυρισμό του περί πραξικοπήματος, δεν ανέφερε παρά τέσσερα μεμονωμένα περιστατικά, όλα στην επαρχία Hainaut, κατά τα οποία η χωροφυλακή σταμάτησε και με χαρακτηριστική ευκολία αφόπλισε εποχούμενες ομάδες κομμουνιστών.[33] Τόσο ο Conway όσο και o Geoffrey Warner καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με τους έλληνες ομολόγους τους, οι ηγέτες του ΚΚΒ και του FI δεν αντιμετώπισαν σοβαρά την προσφυγή στην ένοπλη βία.[34]

Η σύγκριση με την Ελλάδα μοιάζει αδόκιμη και για πρόσθετους λόγους. Το επί το πλείστον πεδινό έδαφος, η πληθώρα των αστικών κέντρων και το πυκνό δίκτυο επικοινωνιών του Βελγίου δεν ευνοούσαν τον ανταρτοπόλεμο. Αναμφίβολα, ο κύριος αποτρεπτικός παράγοντας ήταν η παρουσία πολύ μεγάλου αριθμού συμμαχικών στρατευμάτων, την οποία καθιστούσε αναγκαία η εγγύτητα του μετώπου με τη Γερμανία. Διαθέτοντας συντριπτική υπεροπλία, η βρετανική στρατιωτική αποστολή, που είχε την τελική ευθύνη για τη διαφύλαξη της τάξης στη χώρα, επέδειξε μεγάλη ετοιμότητα στη διαχείριση της κρίσης από την πρώτη στιγμή. Πέρα από την κατηγορηματική και δημόσια στήριξη της κυβέρνησης, ο Erskine φρόντιζε να συναντά αυτοπροσώπως τους ηγέτες του ΚΚΒ και του FI και να τους πειθαναγκάζει, κάθε φορά που απειλείτο βίαιη κλιμάκωση της αντιπαράθεσής τους με την κυβέρνηση. Φυσικά, ο Erskine μιλούσε από θέση ισχύος, κάτι που δεν ίσχυε για τον διοικητή των πολύ ασθενέστερων βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, στρατηγό Ronald Scobie. Ο τελευταίος απευθύνθηκε στην ηγεσία του ΚΚΕ σχεδόν μία εβδομάδα μετά την έναρξη των επιθέσεων του ΕΛΑΣ εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων, με δεδομένη, βέβαια, την επιθυμία του Churchill για δυναμική λύση στο ελληνικό πρόβλημα μόλις έφταναν στην Αθήνα οι απαραίτητες ενισχύσεις.[35] Εκτός αυτού, στο Βέλγιο αποδείχτηκε ότι η κυβέρνηση μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη ενός ευρύτατου πολιτικού φάσματος, αλλά και στα «συντηρητικά ένστικτα» μιας πλειονότητας που απεχθανόταν τη «βία του πεζοδρομίου».[36] Στον κόσμο αυτό, η αντίσταση στην ένοπλη μορφή της είχε πολύ μικρότερη απήχηση – και δυνατότητα άσκησης επιρροής – από ό,τι συνέβαινε στην ελληνική ύπαιθρο ή στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Όπως αναφέρει ο Warner, κατά το 8ο συνέδριό του, τον Φεβρουάριο του 1946, το ΚΚΒ εμμέσως παραδέχθηκε ότι η τακτική του υπήρξε εσφαλμένη. Αναγνώρισε, λοιπόν, ότι η βελγική κυβέρνηση είχε επιτύχει να απομονώσει το κόμμα, το οποίο, «βαλλόμενο από όλες τις πλευρές, γνώριζε πώς να υποχωρήσει συντεταγμένα», προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Το Πολιτικό Γραφείο επαινέθηκε για τη «ρεαλιστική εκτίμηση των συσχετισμών ισχύος» και για το ότι κατόρθωσε να μην αποκοπεί από τα εργατικά στρώματα και «τις διάφορες δημοκρατικές ομάδες», υπονοώντας, προφανώς τους συνοδοιπόρους των κομμουνιστών στο FI. Βεβαίως, σε αντίθεση με τη στρατιωτική συντριβή αλλά και την πολιτική απομόνωση των ελλήνων συντρόφων τους, οι βέλγοι κομμουνιστές μπορούσαν να αντλήσουν ικανοποίηση από το γεγονός ότι, την εποχή περίπου που υπογραφόταν η Συμφωνία της Βάρκιζας, η κυβέρνηση Pierlot έδωσε τη θέση της σε άλλη υπό τον Van Acker.[37] Η συμμετοχή του ΚΚΒ σε αυτή και σε διάδοχες κυβερνήσεις υπό σοσιαλιστή πρωθυπουργό αποτελούσε συνέχεια της «ρεαλιστικής στροφής» που το κόμμα αυτό εγκαινίασε μετά την κρίση του Νοεμβρίου. Από την πλευρά των αντιπάλων του, ιδίως των Σοσιαλιστών που ηγήθηκαν των εν λόγω κυβερνήσεων, επρόκειτο για μέρος μιας στρατηγικής για την εξουδετέρωση των κομμουνιστών ως παράγοντα αναταραχής, μέσω της ανάθεσης κυβερνητικών καθηκόντων,[38] αντίστοιχη της «κοοπτάτσια» που τότε εφάρμοζαν τα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης απέναντι σε εν δυνάμει πολιτικούς ανταγωνιστές τους. Όταν οι κυβερνώντες αισθάνθηκαν μεγαλύτερη ασφάλεια, οδήγησαν τους κομμουνιστές εταίρους τους στην έξοδο από τη βελγική κυβέρνηση, τον Μάρτιο του 1947.

O Ιωάννης Δ. Στεφανίδης είναι Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.

Υποσημειώσεις

[1] Χρήσιμη επισκόπηση της συμμετοχής του Βελγίου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσφέρει το έργο του βέλγου διπλωμάτη Jean-Michel Veranneman, Belgium in the Second World War, Barnsley: Pen & Sword Military, 2014.

[2]Για τις απαρχές της διάστασης μεταξύ του Λεοπόλδου και της βελγικής κυβέρνησης, βλ. τη μονογραφία του Jean Vanwelkenhuyzen, Quand les chemins se parent (Mai – juin – juillet 1940): Aux origines de la question royale, Paris-Gembloux: Duculot, 1988 (επανέκδοση: Bruxelles, Racine, 2001)

[3]Η διακριτική αυτή μεταχείριση απηχούσε τη «φλαμανδική πολιτική» (Flamenpolitik) του ναζιστικού καθεστώτος, σύμφωνα με την οποία η Φλάνδρα προοριζόταν για ενσωμάτωση στο Γ΄ Ράιχ: Pieter Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation: Patriotic Memory and National Recovery in Western Europe, 1945-1965, Cambridge: C.U.P., 2000, 83.

[4]Για την ιστορία του κατεχόμενου Βελγίου, ειδικότερα, υπάρχει το βιβλίο του Werner Warmbrunn, The German Occupation of Belgium, 1940–1944, Νέα Υόρκη: Peter Lang, 1993. Επίσης, το εκτενές πρώτο κεφάλαιο στο Martin Conway, The Sorrows of Belgium: Liberation and Political Reconstruction, 1944–1947, Oxford: Oxford University Press, 2012.

[5]Αντιστρόφως ανάλογη ήταν η εικόνα στη γειτονική Ολλανδία, της οποίας η βασίλισσα Βιλελμίνη απέπεμψε τον πρωθυπουργό της πρώτης εξόριστης κυβέρνησης Dirk Jan de Geer, όταν εκείνος εισηγήθηκε συνδιαλλαγή με τη Γερμανία.

[6]Για τις σχέσεις του Λεοπόλδου με την κυβέρνηση του Λονδίνου στη διάρκεια του πολέμου, βλ. Conway, Sorrows, 32-33, 39-43.

[7] Στο ίδιο, 1.

[8]Μάλιστα, τα προσκείμενα σε Καθολικούς και Σοσιαλιστές συνδικάτα συμμετείχαν μαζί με εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων στην εκπόνηση ενός «Κοινωνικού Συμφώνου», το οποίο αποσκοπούσε να εγγυηθεί την εναρμόνιση των συμφερόντων κεφαλαίου και εργασίας στο μεταπολεμικό Βέλγιο: Conway, Sorrows, 24-27.

[9]Στο ίδιο, 3·Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 35.

[10]Conway, Sorrows, 5-6, 9-15, 55.

[11]Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 32.

[12]Conway, Sorrows, 14-15.

[13]Ο Λεοπόλδος είχε χάσει την πρώτη του σύζυγο βασίλισσα Άστριντ σε τροχαίο δυστύχημα για το οποίο έφερε ο ίδιος την ευθύνη, το 1935. Τον Δεκέμβριο του 1941 σύναψε μοργανατικό γάμο με την κόρη βέλγου εφοπλιστή και πολιτικού. Ο γάμος αυτός κρίθηκε ανυπόστατος με βάση το βελγικό δίκαιο και μείωσε περαιτέρω τη δημοτικότητα του βασιλιά.

[14]Conway, Sorrows, 15 επ.

[15] Στο ίδιο, 13, 17, 33-37.

[16] Conway, Sorrows, 48-49, και idem, ‘The Greek Civil War: Greek Exceptionalism or Mirror of a European Civil War?’, στο Philip Carabott – Thanasis D. Sfikas (επιμ.), The Greek Civil War: Essays on A Conflict of Exceptionalism and Silences, Aldershot: Ashgate 2004, 26· Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 32, 35.

[17]Conway, Sorrows, 33, 61· idem, ‘The Greek Civil War’, 17.

[18]Geoffrey Warner, ‘Allies, Government and Resistance: The Belgian Political Crisis of November 1944’, Transactions of the Royal Historical Society, Vol. 28 (1978), 47.

[19]Στο ίδιο, 46-47.

[20] Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 32· Warner, ‘Allies, Government and Resistance’, 48-51.

[21]Στο ίδιο, 50-51.

[22]Στο ίδιο, 52.

[23]Οι διαφορές έγκεινται στο κατά πόσον οι διαδηλωτές επιχείρησαν να διασπάσουν τη ζώνη προστασίας του κοινοβουλίου και άλλων δημόσιων κτιρίων, απωθώντας βίαια τις δυνάμεις ασφαλείας.

[24]Warner, ‘Allies, Government and Resistance’, 52-53.

[25]Στο ίδιο, 53.

[26]Στο ίδιο, 54.

[27]Τη γραμμή αυτή συνιστούσε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης στον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, σε συνάντησή τους στη Μόσχα, το ίδιο διάστημα με τα γεγονότα του Βελγίου: ‘Record of the Conversation of Comrade I.V. Stalin with the General Secretary of the CC French Communist Party, Comrade Thorez,’ November 19, 1944, History and Public Policy Program Digital Archive, ‘Anglichane i Amerikatsy khotiat vezde sozdat’ raktsionnye pravitel’stva,’ Istochnik, 1995, no. 4, pp. 152-158 (APRF, f. 45, op. 1, d. 390, l. 85-93). Translated by Vladislav Zubok. http://digitalarchive.wilsoncenter.org/document/123208.

[28]Conway, Sorrows, 109.

[29]Warner, ‘Allies, Government and Resistance’, 57.

[30]Οι βέλγοι εθελοντές διατέθηκαν κυρίως σε μη μάχιμες θέσεις, όπως η επιμελητεία και οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, και ο αριθμός τους στο τέλος του πολέμου στην Ευρώπη δεν ξεπερνούσε τις 53.000: Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 32, 50.

[31]Conway, Sorrows, 108-109. Για την πολιτική διαχείριση και εκμετάλλευση της αναγνώρισης της αντιστασιακής δράσης από διαδοχικές βελγικές κυβερνήσεις, βλ. Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 50-58.

[32]Lagrou, The Legacy of Nazi Occupation, 47.

[33]Conway, Sorrows, 108· Warner, ‘Allies, Government and Resistance’, 54-55.

[34]Αυτή ήταν και η άποψη αξιωματούχου του Foreign Office, που παραθέτει ο Conway: idem, Sorrows, 5. Πβ. Warner, ‘Allies, Government and Resistance’, 55.

[35]Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944: Η μάχη της Αθήνας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2014, σ. 219.

[36]Warner, ‘Allies, Government and Resistance’, 57.

[37]Στο ίδιο.

[38]Ο Warner αναφέρεται στην επιλογή αυτή ως «ομοιοπαθητική»: Στο ίδιο, 60.