Skip to main content

Γιάννης Μουρέλος: Η Γαλλική παρουσία στην Αμερικανική Ήπειρο (16ος – 18ος αι.). Μέρος Β΄: Ο Επταετής Πόλεμος και η απώλεια της Νέας Γαλλίας

Γιάννης Μουρέλος

Η Γαλλική παρουσία στην Αμερικανική Ήπειρο (16ος – 18ος αι.).
Μέρος Β΄: Ο Επταετής Πόλεμος και η απώλεια της Νέας Γαλλίας

 

4. Ο Επταετής Πόλεμος: Μια αναμέτρηση παγκοσμίου βεληνεκούς

Ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763) διαθέτει όλα τα διακριτικά γνωρίσματα ενός γενικευμένου πολέμου. Δεν έφερε μόνο αντιμέτωπες μεταξύ τους τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης (το βασίλειο της Γαλλίας, το αρχιδουκάτο της Αυστρίας και τους συμμάχους τους, από τη μια πλευρά, το βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας, εκείνο της Πρωσίας και τους συμμάχους τους από την άλλη). Κράτη όπως η Ρωσία και η Ισπανία παρενέβησαν για καθαρά καιροσκοπικούς λόγους, που δεν ήταν άλλοι από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους μέσα σε μια έκρυθμη και γεμάτη ανακατατάξεις διεθνή συγκυρία. Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό είναι το ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στα περιφερειακά θέατρα εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου (Ασία, Αφρική, Καραϊβική και Β. Αμερική). Στις περισσότερες από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, επικράτησαν οι Βρετανοί, οδηγώντας σε ολοκληρωτικό, σχεδόν, αφανισμό τις γαλλικές αποικιακές κτήσεις. Επάξια ο πόλεμος αυτός διεκδικεί για τον εαυτό του την προσωνυμία “παγκόσμιος”. Σε καθαρά ευρωπαϊκή κλίμακα, ο Επταετής Πόλεμος ανέδειξε ως υπολογίσιμη παράμετρο το βασίλειο της Πρωσίας χάρη στις δυο νίκες του τελευταίου το 1757, ενάντια στους Γάλλους, στο Rossbach και ενάντια στους Αυστριακούς στο Leuthen. Ως επίσημη ημερομηνία έναρξης υιοθετείται η 29η Αυγούστου 1756, όταν ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας επιτέθηκε κατά της Σαξωνίας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αντιπαράθεση είχε ήδη ξεκινήσει στις αποικίες της Β. Αμερικής, με τη σύγκρουση ανάμεσα στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Το διακύβευμα της αντιπαράθεσης αυτής ήταν πολυδιάστατο: 1) Ο έλεγχος της τεραστίων διαστάσεων έκτασης της Λουιζιάνας, 2) ο ανταγωνισμός ως προς το εξαιρετικά επικερδές εμπόριο της γούνας, παρά το καθεστώς των σχέσεων με τις διάφορες φυλές των Αμερινδιάνων, έτσι όπως αυτό είχε καθοριστεί έπειτα από τη Μεγάλη Ειρήνη του Μοντρεάλ (1701), 3) η ανησυχία των Βρετανών εξαιτίας της διαρκώς αυξανόμενης επιρροής της Καθολικής θρησκείας μέσω των κτήσεων της Νέας Γαλλίας, 3) το δικαίωμα αλιείας πέριξ της Νέας Γης, περιοχής εξαιρετικά πλούσιας στο συγκεκριμένο είδος. Η πλέον κρίσιμη διαφορά όμως υπήρξε, αναμφίβολα, ο έλεγχος της κοιλάδας του Οχάϊο, την οποία διεκδικούσαν ταυτόχρονα οι Βρετανοί, οι Γάλλοι, αλλά και η φυλή των Ινδιάνων Ιροκουά. Οι Γάλλοι στήριζαν τη διεκδίκησή τους στις διατάξεις της Συνθήκης της Ουτρέχτης (1713), οι οποίες προσδιόριζαν πως οι Ιροκουά δεν θεωρούνταν υπήκοοι του βρετανικού στέμματος. Καθώς το Οχάϊο είχε κατακτηθεί το 1742 από τους τελευταίους, οι Βρετανοί εμφάνιζαν τους εαυτούς τους ως κατ επέκταση νόμιμους ιδιοκτήτες της περιοχής. Με τη διαφορά πως η κοιλάδα του Οχάϊο τελούσε υπό τον πλήρη έλεγχο των Γάλλων, οι οποίοι είχαν προχωρήσει και στην κατασκευή σειράς ολόκληρης οχυρών.¹³

Ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763). Με γραμμώσεις διαφαίνονται τα διάφορα κεντρικά και περιφερειακά επιχειρησιακά θέατρα.

Οι πρώτες αψιμαχίες έλαβαν χώρα τον Ιανουάριο του 1754 στην περιοχή του σημερινού Πίτσμπουργκ. Στις αρχικές αυτές επιχειρήσεις αναδείχτηκε η φυσιογνωμία ενός νεαρού αξιωματικού, ο οποίος μαχόταν στις τάξεις του βρετανικού τακτικού στρατού, ονόματι George Washington. Το επόμενο έτος, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν στην διεκδικούμενη από αμφότερες τις πλευρές κοιλάδα του Οχάϊο. Οι προσπάθειες των Βρετανών να καταλάβουν τα γαλλικά οχυρά (Fort Niagara, Fort Duquesne) απέτυχαν οικτρά, παρόλη την αριθμητική τους υπεροχή. Ως αιτία της αποτυχίας θεωρείται ο τρόπος, με τον οποίο πολεμούσαν τα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Στους παραδοσιακούς κανόνες τακτικού πολέμου, που είχαν υιοθετήσει οι Βρετανοί, οι Γάλλοι αντέτασσαν μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου, εμπνευσμένες από τους Ινδιάνους και εκ των πραγμάτων καλύτερα προσαρμοσμένες στις τοπογραφικές και κλιματολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής.¹⁴

Η κλιμάκωση των συγκρούσεων, σε συνδυασμό με την έκρηξη, το 1756, του Επταετούς Πολέμου στην Ευρώπη και την ένταξη του βορειοαμερικανικού θεάτρου στον επιχειρησιακό σχεδιασμό των εμπολέμων, οδήγησε σε περαιτέρω αναδιοργάνωση των δυνάμεών τους επιτόπου. Τη διοίκηση ανέλαβαν αντίστοιχα οι στρατηγοί Louis-Joseph de Montcalm (1712-1759) και John Campbell (1705-1782). Ωστόσο, η προοπτική των δυο πλευρών εξακολουθούσε να διαφέρει παρασάγγας. Η Γαλλία είχε εστιάσει την προσοχή της στην ευρωπαϊκή της στρατηγική. Σε αντιδιαστολή, η Μεγάλη Βρετανία αντιμετώπιζε το βορειοαμερικανικό θέατρο ως εφαλτήριο για την εδραίωση της δικής της επιρροής στο σύνολο της ηπείρου, από τον κόλπο του Χάντσον έως την Καραϊβική. Με την άφιξή του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο Montcalm έθεσε ως άμεση προτεραιότητα στο πλαίσιο μιας αμυντικής στρατηγικής με επιθετικές τακτικές κινήσεις, τη διασφάλιση των επικοινωνιών ανάμεσα στον Καναδά, το νευραλγικό κέντρο της Νέας Γαλλίας, και την κοιλάδα του Οχάϊο, το επίκεντρο των πολεμικών συγκρούσεων. Στόχος ήταν ο έλεγχος των οχυρών, που δέσποζαν της ευρύτερης περιοχής. Κατά τα έτη 1756 και 1757, τα υψίστης στρατηγικής σημασίας οχυρά Fort Oswego και Fort William Henry, έπεσαν στα χέρια των Γάλλων έπειτα από πολύμηνη πολιορκία. Στη δεύτερη περίπτωση αξίζει να μνημονευτεί η ηρωική αντίσταση, που προέβαλε ο διοικητής του οχυρού, συνταγματάρχης George Monro. Το επεισόδιο έχει αποθανατιστεί στο γνωστό μυθιστόρημα του James Fenimore Cooper, Ο τελευταίος των Μοϊκανών.¹⁵

Ένας από τους λόγους, που εξηγούν τις επιτυχίες των Γάλλων στην κοιλάδα του Οχάϊο είναι το γεγονός ότι την ίδια εποχή, το ενδιαφέρον των Βρετανών μονοπωλούσε η εξίσου στρατηγικής αξίας περιοχή της Νέας Σκωτίας και των εκβολών του Αγίου Λαυρεντίου. Στο σημείο εκείνο, οι Γάλλοι είχαν αναγείρει το πανίσχυρο οχυρό του Λούισμπουργκ. Πιθανή κατάληψη του τελευταίου εγκυμονούσε θανάσιμο κίνδυνο για την κυκλοφορία κατά μήκος του ποταμού έως το Κεμπέκ και το Μοντρεάλ. Με άλλα λόγια, το Λούισμπουργκ λειτουργούσε ως σύρτης της εισόδου πρόσβασης στην καρδιά της Νέας Γαλλίας. Ο στρατηγός Campbell έστρεψε τις δυνάμεις του προς εκείνη την κατεύθυνση εν αναμονή της άφιξης του βρετανικού στόλου. Η καθυστερημένη αναχώρηση του τελευταίου από τη Μητρόπολη επέτρεψε στους Γάλλους να αναπτύξουν το δικό τους ναυτικό στα ανοικτά της Νέας Σκωτίας και να εμποδίσουν οποιοδήποτε επιθετικό εγχείρημα των αντιπάλων τους σε βάρος του οχυρού. Κατόπιν τούτου, ο Campbell προτίμησε να αποσυρθεί σε γειτονικό βρετανικό έδαφος, αναμένοντας τη λήξη του χειμώνα. Λίγο αργότερα, αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό James Abercrombie (1706-1781).

Επάνω: η γαλλοβρετανική αντιπαράθεση στο βορειοαμερικανικό επιχειρησιακό θέατρο στη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου. Κάτω: Άποψη του οχυρού Λούισμπουργκ από τη θάλασσα.

Η ακατάπαυστη άφιξη ενισχύσεων μέσα στο χειμώνα, καθώς και ο αποκλεισμός των ακτών της Νέας Σκωτίας, τον οποίο επέβαλε η Royal Navy, προσέφεραν στους Βρετανούς τη δυνατότητα να αναπτυχθούν μέσα στο 1758, μόλις οι κλιματολογικές συνθήκες το επέτρεψαν. Η επίθεση εκδηλώθηκε ακολουθώντας τρεις άξονες: τα οχυρά Λούισμπουργκ, Carillon (μετέπειτα Ticonderoga, στη σημερινή Πολιτεία της Νέας Υόρκης) και Duquesne (σημερινό Πίτσμπουργκ). Στο οχυρό Carillon, ο Montcalm, αν και μαχόμενος σε αναλογία 1 προς 5 εις βάρος του, κατήγαγε τον Ιούλιο, μια εντυπωσιακή νίκη επειδή οι Βρετανοί επέμεναν να προχωρούν σε πυκνό σχηματισμό, αποτελώντας ιδανικό στόχο για τους αντιπάλους τους. Στα άλλα δυο μέτωπα, ωστόσο, η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ των Βρετανών. Τον Αύγουστο παραδόθηκε το οχυρό Frontenac. Η κατάληψή του υπήρξε σκληρό κτύπημα για τους Γάλλους, καθώς το τελευταίο λειτουργούσε ως κέντρο ανεφοδιασμού ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής. Τέλος Οκτωβρίου έπεσε και το οχυρό Duquesne, το οποίο μετονομάστηκε ευθύς αμέσως σε “οχυρό William Pitt”, προς τιμήν του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, υπέρμαχου μιας δυναμικής αποικιακής πολιτικής.¹⁶ Στο μεταξύ, από τον Ιούνιο είχε ξεκινήσει η δεύτερη πολιορκία του Λούισμπουργκ, από μια δύναμη 15.000 ανδρών, συνεπικουρούμενων από τον πολεμικό στόλο. Στις 26 Ιουλίου, η φρουρά του οχυρού αναγκάστηκε να παραδοθεί. Η δύση του 1758 βρήκε, επομένως, τους Βρετανούς σε πλεονεκτική θέση. Μπορεί να μην είχαν σημειώσει πρόοδο ως προς την κατάκτηση του Καναδά. Εξασφάλισαν, ωστόσο, τον πλήρη έλεγχο κατά μήκος των συνόρων. Επιπρόσθετα, είχαν πετύχει την αποκοπή της Νέας Γαλλίας από τον έξω κόσμο, χάρη στην κατάκτηση του Λούισμπουργκ. Η προέλαση τόσο από ξηράς όσο και από θαλάσσης εντός της μεγάλης γαλλικής αποικίας ήταν, πλέον, ζήτημα χρόνου.

Henry Alexander Ogden, The Victory of Montcalm’s Troops at Carillon, πίνακας των αρχών του 20ού αι., Fort Ticonderoga Museum, NY.

Québec History 12 – Battle of Carillon

5. Πολιορκία και πτώση της Πόλης του Κεμπέκ

Η κατάσταση ήταν λιγότερο απλή για τους Βρετανούς από όσο φαινόταν εκ πρώτης όψεως, καθώς μια παρατεταμένη εκστρατεία εντός του εδάφους της Νέας Γαλλίας κινδύνευε να προσκρούσει σε εγγενή εμπόδια. Εκείνα της συγκέντρωσης και αποστολής μιας ισχυρής αρμάδας στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, της μεγάλης απόστασης του πεδίου των εχθροπραξιών από τις βάσεις ανεφοδιασμού της Νέας Αγγλίας, του αξιόμαχου της γαλλικής πολιτοφυλακής έναντι εκείνου των Βρετανών αποίκων, της εκτενούς χρήσης μεθόδων ανορθόδοξου πολέμου εκ μέρους του αντιπάλου συχνά σε συνεργασία με τους ιθαγενείς κλπ. Παρά ταύτα, όταν το 1757 κατέλαβε εκ νέου τον πρωθυπουργικό θώκο, ο Sir William Pitt ο πρεσβύτερος (1708-1778) έκρινε πως οι συνθήκες του επέτρεπαν να προχωρήσει στην εφαρμογή του μεγαλεπήβολου και δαπανηρού προγράμματος αποικιακής επέκτασης, που είχε σχεδιάσει. Σε ό,τι αφορούσε την κατάκτηση του Καναδά, αποφασίστηκε η αποστολή μιας δύναμης 23.000 ανδρών και ενός ισχυρού στόλου, καθώς και η αναδιοργάνωση και εκπαίδευση της τοπικής πολιτοφυλακής. Το σχέδιο περιλάμβανε δυο στάδια. Μια χερσαία επίθεση στην περιοχή των μεγάλων λιμνών και του άνω Αγίου Λαυρεντίου καθώς και την κατάληψη του Λούισμπουργκ. Σε ένα δεύτερο στάδιο, επρόκειτο να ακολουθήσει μια αμφίβια επιχείρηση κατά του Κεμπέκ, τέλος, η από ξηράς κατάληψη του Μοντρεάλ.¹⁷ Με την είσοδο του 1759, το πρώτο σκέλος του προγράμματος είχε ήδη στεφθεί με επιτυχία.

Με τον πόλεμο στην Ευρώπη να βρίσκεται σε εξέλιξη, ο υπουργός Εξωτερικών του Λουδοβίκου ΙΕ΄, Étienne-François de Choiseul, είχε διαφορετική αντίληψη ως προς τα τεκταινόμενα στη Νέα Γαλλία. Δεν ήταν, μόνο, απορροφημένος από τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Γηραιά Ήπειρο. Το βορειοαμερικανικό θέατρο κατείχε χαμηλή θέση στις προτεραιότητές του. Πέρα από το εμπόριο της γούνας, η Γαλλία δεν διέτρεχε κίνδυνο να απωλέσει κάτι σημαντικό, αρκεί να είχε εξασφαλισμένο το εμπόριο σακχάρεως με τις Αντίλλες Νήσους και το μονοπώλιο της αλιείας πέριξ της Νέας Γης. Ο Choiseul πίστευε πως είχε πράξει το καθήκον του έναντι των Γάλλων του Καναδά, έχοντας στείλει εκεί τον Montcalm, επικεφαλής μιας δύναμης 1.000 ανδρών. Άλλωστε, η Γαλλία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην πολυτέλεια αποστολής περαιτέρω ενισχύσεων. Η οργάνωση της άμυνας της Νέας Γαλλίας ανήκε αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των αποίκων. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, ο Montcalm δεν διέθετε άλλη επιλογή πέραν της υιοθέτησης μιας αμυντικής στρατηγικής. Η αναμέτρηση με τους Βρετανούς θα λάμβανε χώρα στην κοιλάδα του Αγίου Λαυρεντίου, όπου, περιχαρακωμένες πίσω από τις κυριότερες οχυρές θέσεις, οι γαλλικές δυνάμεις θα παρέσυραν τον αντίπαλο σε έναν πόλεμο φθοράς, επενδύοντας στην ταχεία έλευση του βαρύ καναδικού χειμώνα, αποτρεπτικού για παντός είδους πολεμικές επιχειρήσεις.

Sir William Pitt ο πρεσβύτερος.
Étienne-François de Choiseul.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η βρετανική αρμάδα, επιφορτισμένη με την αποστολή της κατάληψης της Πόλης του Κεμπέκ, απέπλευσε από το Λούισμπουργκ στις 4 Ιουνίου 1759. Αντιπροσώπευε το 1/4 του συνολικού δυναμικού του βρετανικού στόλου: 49 πολεμικά σκάφη και 119 πλοία συνοδείας, που μετέφεραν ένα αποβατικό σώμα 8.500 ανδρών, μαζί με ισχυρό πυροβολικό. Πρέπει κανείς να προσθέσει και τα πληρώματα των πλοίων (άλλους 4.500 άνδρες), προκειμένου να σχηματίσει πλήρη εικόνα της εκστρατείας. Η ανώτατη διοίκηση είχε ανατεθεί στον νεοπροαχθέντα στρατηγό James Wolfe (1727-1759), ο οποίος, ένα έτος νωρίτερα, είχε δρέψει δάφνες κατά την πολιορκία και κατάληψη του Λούισμπουργκ. Άμεσος υφιστάμενός του ήταν ο στρατηγός George Townshend. Οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν κακές. Γόνος παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας, ο Townshend αποδεχόταν δύσκολα την τοποθέτηση ενός νεαρού αξιωματικού με εμφανείς ενδείξεις κλονισμένης υγείας (λέγεται πως ο Wolfe υπέφερε από φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο) επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος.

Στις 26 Ιουνίου, η βρετανική αρμάδα έφτασε προ των πυλών της Πόλης του Κεμπέκ, έχοντας διασχίσει δίχως προβλήματα τον Άγιο Λαυρέντιο. Εν τω μεταξύ, ο Montcalm προετοίμαζε πυρετωδώς την άμυνα της πόλης, έχοντας μεταφέρει εκεί το στρατηγείο του από το Μοντρεάλ.¹⁸ Για μια καλύτερη κατανόηση των όσων συνέβησαν, είναι απαραίτητο να επισημανθεί η τοπογραφική και κλιματολογική ιδιαιτερότητα της περιοχής. Ο Άγιος Λαυρέντιος, ένας από τους φαρδύτερους ποταμούς σε ολόκληρο τον πλανήτη, στενεύει απότομα καθώς κατευθύνεται κανείς προς τις πηγές του. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο είχε κτιστεί η Πόλη του Κεμπέκ (kebec στη διάλεκτο των Ινδιάνων Αλγκονκίνων σημαίνει: “σημείο όπου ο ποταμός στενεύει”). Η αριστερή όχθη είναι απόκρημνη, η δε πόλη είναι κτισμένη σε ένα ακρωτήρι περιλαμβάνοντας ένα φρούριο, το οποίο δεσπόζει από ψηλά. Τους μισούς μήνες του έτους ο ποταμός παγώνει, καθιστώντας αδύνατες τις όποιες επιχειρήσεις όπως και τον ανεφοδιασμό. Μια πολιορκία δεν μπορούσε, επομένως, παρά να ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας, και να επενδύει σε έναν συνδυασμό τύχης και αιφνιδιασμού. Συνεπώς, όλα έδειχναν να συνηγορούν υπέρ του αμυνόμενου.

Διαγωνίως απέναντι από την πόλη βρίσκεται το νησί της Ορλεάνης, το οποίο διαμοιράζει τον ρου του ποταμού στα δύο. Το 1759, ο βόρειος δίαυλος ήταν απροσπέλαστος εξαιτίας του αβαθούς του συγκεκριμένου σημείου. Το ίδιο ίσχυε και για το νότιο πέρασμα, πλην μιας στενής λωρίδας. Η βρετανική αρμάδα κατάφερε να προσπεράσει το νησί και να αγκυροβολήσει απέναντι από την πόλη, χάρη στο αισθητήριο και την ικανότητα ενός νεαρού και πολλά υποσχόμενου πλοηγού, ονόματι… James Cook. Στο μεταξύ, στις 28 Ιουνίου, και ενώ τα βρετανικά πλοία ήταν ακόμη συγκεντρωμένα νοτίως της Νήσου της Ορλεάνης, μια πρώτη επίθεση των Γάλλων με χρήση πυρπολικών, απέτυχε οικτρά. Η φωτιά είχε ανάψει νωρίτερα από την ώρα της.¹⁹

Η πολιορκία του Κεμπέκ (26 Ιουνίου-18 Σεπτεμβρίου 1759).

Ευθύς εξαρχής ο Wolfe είχε θέσει υπό πλήρη έλεγχο το νησί, όπου είχε αποβιβάσει στρατεύματα και εγκαταστήσει το στρατηγείο του. Από τη δική τους πλευρά, οι Γάλλοι είχαν μεταφέρει από το Μοντρεάλ όσες εφεδρείες διέθεταν και ενισχύσει την άμυνα των (λίγων σε αριθμό) ακτών, οι οποίες προσφέρονταν για απόβαση του εχθρού. Ο τελευταίος Κυβερνήτης της Νέας Γαλλίας, Pierre de Rigaud de Vaudreuil (1698-1778), είχε επιπλέον διατάξει την επιστράτευση της πολιτοφυλακής. Με τη θέα της βρετανικής αρμάδας, οι εκτός των τειχών κάτοικοι άρχισαν να εισρέουν στην πόλη μαζί με τις οικογένειες, τα υπάρχοντα και τα κοπάδια τους. Στις 30 Ιουνίου, οι πύλες του Κεμπέκ έκλεισαν ερμητικά.²º

Στην εξίσου απόκρημνη απέναντι όχθη του ποταμού, στη θέση Pointe-Lévis, σε μια απόσταση 1,2 χλμ. από την πόλη, οι Βρετανοί είχαν τοποθετήσει το πυροβολικό τους. Ο βομβαρδισμός του Κεμπέκ ξεκίνησε τη νύκτα της 12ης Ιουλίου. Επί δυο μήνες, κάθε βράδι κατά καιρούς δε και εντός της ημέρας, η άνω πόλη και όχι η παραλιακή ζώνη, όπου οι Γάλλοι είχαν εγκαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του δικού τους πυροβολικού, υπήρξε αποδέκτης των εχθρικών πυρών. Υπολογίζεται πως μέσα σε δώδεκα, μόνο, ημέρες, πάνω από 15.000 οβίδες εξερράγησαν στη ζώνη εντός των τειχών, προκαλώντας πανικό στους 8.000 εγκλείστους της πόλης. Το γαλλικό πυροβολικό της παράκτιας περιοχής δεν απάντησε, παρά το ότι ο αντίπαλος βρισκόταν εντός του βεληνεκούς. Αιτία για την όλη αδράνεια ήταν η επιτακτική ανάγκη εξοικονόμησης πυρομαχικών. Στόχος των Γάλλων ήταν να αποφύγουν μια αναμέτρηση σε ανοικτό χώρο και να παρασύρουν τον εχθρό σε μια πολιορκία φθοράς, εν αναμονή της εισόδου του χειμώνα, που από μόνη της θα εξανάγκαζε τους Βρετανούς σε αναδίπλωση. Αντίθετα, πρόθεση του Wolfe ήταν η τρομοκράτηση των κατοίκων της πόλης μέσω ενός ανελέητου βομβαρδισμού. Με τον τρόπο αυτό πίστευε πως ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την μια και αποφασιστική αναμέτρηση εκτός των τειχών, για την οποία διέθετε εξ ορισμού το πλεονέκτημα. Από τον βομβαρδισμό καταστράφηκε ο καθεδρικός ναός και σημαντικό τμήμα της άνω πόλης (περί τα 180 κτήρια). Γενικότερα, για τον βομβαρδισμό του Κεμπέκ, το βρετανικό πυροβολικό έκανε χρήση τριπλάσιας ποσότητας πυρομαχικών από ό,τι σε ολόκληρη τη διάρκεια της πολιορκίας του Λούισμπουργκ, ένα χρόνο νωρίτερα. Ο αριθμός των θυμάτων υπήρξε μικρός σε σχέση με την ένταση, τη χρονική διάρκεια και τη συχνότητα του βομβαρδισμού.²¹

Άποψη του βομβαρδισμένου Κεμπέκ. Δεξιά διακρίνεται το κτήριο της Αρχιεπισκοπής.

Αν εξαιρέσει κανείς τον ψυχολογικό αντίκτυπο, ο βομβαρδισμός δεν προσέφερε τίποτε στους Βρετανούς. Στα τείχη της πόλης εξακολουθούσε να κυματίζει η σημαία με το άνθος του κρίνου (το γαλλικό βασιλικό έμβλημα), η παράκτια ζώνη, ακριβώς κάτω από την πόλη, ελεγχόταν πλήρως από τους πολιορκημένους και οι δίαυλοι επικοινωνίας με το Μοντρεάλ, μέσω του ποταμού, παρέμεναν ανοικτοί. Μια προσπάθεια του Wolfe να εκδιώξει τους Γάλλους από τη θέση Beauport, τον λιμένα ανατολικά της πόλης, απέτυχε οικτρά. Γενικότερα, με την είσοδο του Σεπτεμβρίου, ο εκνευρισμός στις τάξεις των Βρετανών υπήρξε έκδηλος. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν επικίνδυνα, ενώ άρχισε να αμφισβητείται απροκάλυπτα η ηγεσία του Wolfe. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ανδρών του εκστρατευτικού σώματος κυκλοφόρησαν καρικατούρες, σχεδιασμένες από τους υφισταμένους του αξιωματικούς! Ο εκνευρισμός και η ανυπομονησία μεταφέρθηκαν ταχύτατα και στο Λονδίνο.

Η παράταση της πολιορκίας οδήγησε σε αναθεώρηση του αρχικού σχεδιασμού. Επιλέχθηκε η μετάβαση τμήματος του στόλου σε απόσταση 10 χλμ.προς δυσμάς της πόλης, στη θέση Cap-Rouge, η διακοπή των διαύλων ανεφοδιασμού με το Μοντρεάλ, η αποβίβαση ισχυρής στρατιωτικής δύναμης στην ξηρά και η προώθησή της προς την πόλη. Την ίδια στιγμή θα εκδηλώνονταν επιθετικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού στα ανατολικά, ούτως ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει στην εντέλεια το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Τη νύκτα της 3ης προς 4η Σεπτεμβρίου, για μια ακόμη φορά χάρη στην επιδεξιότητα του James Cook, σημαντικό μέρος της βρετανικής αρμάδας πέρασε εντελώς απαρατήρητο κάτω από την Πόλη του Κεμπέκ και κατευθύνθηκε προς δυσμάς. Η λαβίδα είχε κλείσει, δίχως να το αντιληφθούν οι πολιορκημένοι. Προκειμένου να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ο Wolfe επέλεξε ως σημείο απόβασης των στρατευμάτων τον κολπίσκο Φουλόν (Anse au Foulon). Επρόκειτο για μια επιλογή σε ευθεία αντιδιαστολή με τους πλέον στοιχειώδεις στρατιωτικούς κανόνες, καθώς οι άνδρες του καλούνταν να σκαρφαλώσουν μια απόκρημνη ακτή ύψους 55 μέτρων μέσα στο σκοτάδι της νύκτας τηρώντας απόλυτη σιγή. Στην κορυφή του γκρεμού απλώνονταν οι Πεδιάδες του Αβραάμ (Plaines d’ Abraham), ένας ανοικτός χώρος ακριβώς μπροστά από τα δυτικά τείχη του Κεμπέκ, όπου οι Βρετανοί υπολόγιζαν να παρασύρουν τους Γάλλους στην τόσο αναμενόμενη μια και μοναδική μάχη, που θα έκρινε τη μοίρα της πόλης αλλά και ολόκληρης της Νέας Γαλλίας.²² Το όλο σχέδιο στηριζόταν στο στοιχείο της μυστικότητας και του αιφνιδιασμού. Το αποβατικό σώμα θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο κατά τη διάρκεια της δυσχερούς αναρρίχησης και τίποτα δεν προεξοφλούσε ότι θα διέθετε την αριθμητική υπεροχή μόλις έφτανε στο υψίπεδο. Το αντίθετο μάλιστα. Κινδύνευε να βρεθεί μεταξύ δυο πυρών: των πολιορκημένων και του επίλεκτου σώματος του Louis-Antoine de Bougainville, το οποίο στάθμευε στο Cap-Rouge, επιφορτισμένο με την προστασία των επικοινωνιών με το Μοντρεάλ.

Τη νύκτα της 12ης προς 13 Σεπτεμβρίου 1759, στον κολπίσκο Φουλόν, αποβιβάστηκαν οι πρώτοι Βρετανοί και ξεκίνησαν δίχως χρονοτριβή την αναρρίχηση του βράχου. Ταυτόχρονα, είχε εκδηλωθεί επιχείρηση αντιπερισπασμού στη θέση Beauport, όπου βρισκόταν ο Montcalm, πεπεισμένος πως επρόκειτο για την κύρια επιθετική ενέργεια του αντιπάλου. Ενόσω συνεχίζονταν οι συγκρούσεις στα ανατολικά, οι Βρετανοί κατάφεραν να ανεβάσουν περί τους 3.300 άνδρες και ελάχιστες μονάδες πυροβολικού στο υψίπεδο. Με το φως της ημέρας, ο αιφνιδιασμός υπήρξε πλήρης στις τάξεις των Γάλλων. Ο Montcalm μετέβη εσπευσμένα στις Πεδιάδες του Αβραάμ, όπου παρέταξε μια δύναμη 3.500 ανδρών. Αν και περισσότεροι αριθμητικά, οι Γάλλοι υστερούσαν εμφανώς σε επίπεδο εκπαίδευσης. Το στοιχείο, ωστόσο, που έκανε τη διαφορά, ήταν η σύγχυση του ιδίου του Montcalm. Γαλουχημένος, ως επαγγελματίας στρατιωτικός, με παραδοσιακές μεθόδους τακτικού πολέμου, ήταν αδύνατο να προβλέψει τον ελιγμό των Βρετανών. Επιπρόσθετα, ο καπνός των όπλων περιόριζε το οπτικό του πεδίο. Διακρίνοντας αμυδρά τα λίγα πυροβόλα που είχε απέναντί του, υπερεκτίμησε τη δύναμη, την οποία οι Βρετανοί είχαν καταφέρει, τελικά, να ανεβάσουν στο υψίπεδο. Διακατεχόμενος από αυτή την ψυχολογία, διέταξε γενική επίθεση, με σκοπό να τους εκτοπίσει από την πεδιάδα, προτού εκείνοι προλάβουν, όπως πίστευε, να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τις γραμμές τους.

Η μάχη των Πεδιάδων του Αβραάμ (13 Σεπτεμβρίου 1759).

Επρόκειτο για την κίνηση, που τόσο πολύ προσδοκούσαν οι Βρετανοί, καθώς η επίθεση των αντιπάλων τους εξελίχθηκε σε πραγματική πανωλεθρία. Η μάχη των Πεδιάδων του Αβραάμ μόλις που ξεπέρασε σε διάρκεια δέκα λεπτά της ώρας! Έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σύγχρονου Καναδά. Σχεδόν ταυτόχρονα έχασαν τη ζωή τους οι δυο επικεφαλής. Ο Wolfe ακαριαία, ο Montcalm λίγες ώρες αργότερα, αφού προηγουμένως είχε μεταφερθεί βαρειά τραυματισμένος μέσα στην πόλη. Το Κεμπέκ δεν έπεσε εκείνη τη μέρα. Οι Γάλλοι κατάφεραν να καταφύγουν εντός των τειχών.²³

Ο Κυβερνήτης Vaudreuil, απευθυνόμενος στο Παρίσι, επέρριψε την ευθύνη της ήττας στον αποθανόντα Montcalm. Οι μεταξύ τους διαξιφισμοί αποτελούσαν, άλλωστε, κοινό μυστικό. Ταυτόχρονα, διέταξε την ανασύνταξη των γαλλικών στρατευμάτων προς δυσμάς, στο δρόμο προς το Μοντρεάλ, αφήνοντας μια φρουρά για την υπεράσπιση της πόλης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης του Κεμπέκ. Παρά τα φαινόμενα, τα πράγματα δεν είχαν ακόμη κριθεί επί της ουσίας. Οι εκατέρωθεν απώλειες της Μάχης των Πεδιάδων του Αβραάμ ήταν ισοδύναμες (658 Βρετανοί νεκροί έναντι 644 Γάλλων). Οι δυο πλευρές είχαν χάσει τους διοικητές τους. Στις 28 Απριλίου 1760, οι Γάλλοι ανταπέδωσαν το κτύπημα, επικρατώντας στη Μάχη της Sainte-Foy (σήμερα έχει ενταχθεί στον πολεοδομικό ιστό της Πόλης του Κεμπέκ). Τη φορά αυτή, οι Βρετανοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης, αναζητώντας καταφύγιο εντός των τειχών. Τη διαφορά θα έκανε η άφιξη της πρώτης αποστολής ανεφοδιασμού. Πρώτος έφτασε ο βρετανικός στόλος, μόλις ελευθερώθηκε ο Άγιος Λαυρέντιος από τους πάγους. Ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ και ο Choiseul προτίμησαν να εγκαταλείψουν τους συμπατριώτες τους του Καναδά στο έλεος της μοίρας τους. Το διακύβευμα γι αυτούς διαδραματιζόταν αλλού. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1760, ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση ενός έτους από τη Μάχη των Πεδιάδων του Αβραάμ ήρθε η σειρά του Μοντρεάλ να πέσει στα χέρια των Βρετανών. Στα τρία επόμενα χρόνια (1760-1763), το μεγαλύτερο τμήμα της Νέας Γαλλίας τελούσε υπό βρετανική στρατιωτική κατοχή, εν αναμονή της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης.

Benjamin West, The Death of General Wolfe, 1770, Ottawa, National Gallery of Canada.

 

Iconic: The Death of General Wolfe

 

6. Η Συνθήκη των Παρισίων και η γέννηση του σημερινού Καναδά

O Επταετής Πόλεμος τερματίστηκε επίσημα στις 3 Φεβρουαρίου 1763, με τη συνομολόγηση της Συνθήκης των Παρισίων. Μεγάλη κερδισμένη από τον πόλεμο εξήλθε η Βρετανία, η οποία στέφτηκε πρώτη δύναμη σε παγκόσμια κλίμακα. Αντίθετα, η Γαλλία, απώλεσε το σύνολο σχεδόν των αποικιακών της κτήσεων. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη Β. Αμερική, ολόκληρος ο Καναδάς (συμπεριλαμβανομένης της λεκάνης των μεγάλων λιμνών και της αριστερής όχθης του Μισισιπή) καθώς και οι Νήσοι Saint-Jean και Île Royale στις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου, πέρασαν υπό πλήρη βρετανικό έλεγχο. Σε αντιδιαστολή, η Γαλλία διατήρησε το συγκρότημα των Νήσων Saint-Pierre-et-Miquelon, στα ανοικτά της Νέας Σκωτίας, καθώς και το αποκλειστικό δικαίωμα αλιείας πέριξ της Νέας Γης. Απώλειες κατέγραψε η Γαλλία και στην Καραϊβική, όπου κατάφερε, παρά ταύτα, να διατηρήσει τις, πλούσιες σε παραγωγή σακχάρεως, Νήσους Μαρτινίκα, Γουαδελούπη και Άγιο Δομήνικο. Το εμπόριο σακχάρεως ήταν πολλαπλά πιο επικερδές από εκείνο της γούνας, Ως εκ τούτου, η διασφάλιση των ερεισμάτων στην Καραϊβική, ερχόταν σε άμεση προτεραιότητα έναντι της διατήρησης του Καναδά. Το Δέλτα του Μισισιπή εκχωρήθηκε στην Ισπανία.²⁴

Εύλογα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η Γαλλία εγκατέλειψε τους συμπατριώτες της του Καναδά και της Νέας Γαλλίας γενικότερα. Η ήττα, την οποία υπέστη στον Επταετή Πόλεμο, σε συνάρτηση με την απώλεια ολόκληρης της αποικιακής της αυτοκρατορίας (ανάλογη υπήρξε και η τύχη των γαλλικών κτήσεων της Ινδίας), κατάφερε συντριπτικό πλήγμα εις βάρος της και οδήγησε σε ανατροπή των συσχετισμών σε παγκόσμια κλίμακα προς όφελος της Μεγάλης Βρετανίας. Μέσα σε αυτό το καθ όλα ανασταλτικό πλαίσιο, ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ και ο Choiseul δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επιχειρήσουν να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατό να περισωθεί. Υπό αυτή την οπτική, η μοίρα της Νέας Γαλλίας ήταν προδιαγεγραμμένη υπόθεση. Άφησε, όμως, στους 60.000 αποίκους, που παρέμειναν επί τόπου, την πικρή γεύση και το παράπονο της εγκατάλειψης. Ωστόσο, ταυτόχρονα με την αποδοχή της αποτυχίας, ο διορατικός Γάλλος υπουργός προέβη σε έναν επιδέξιο πολιτικό υπολογισμό: μέσα στην ταπεινωτική, από κάθε άποψη ήττα, διέβλεψε μια ανέλπιστη συνέπεια για το μέλλον των Γάλλων αποίκων του Καναδά. Οι δεκατρείς αποικίες της Νέας Αγγλίας θα ήταν εκείνες, που θα καλούνταν να αποπληρώσουν τα πολεμικά χρέη σε ό,τι αφορούσε το βορειοαμερικανικό επιχειρησιακό θέατρο. Μοιραία, θα έρχονταν σε αντιπαράθεση με τη Μητρόπολη. Η πρόβλεψη αποδείχθηκε πέρα ως πέρα ορθή. Το 1775, δώδεκα έτη έπειτα από τον τερματισμό του Επταετούς Πολέμου, ξέσπασε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η εξάπλωση του επαναστατικού μικροβίου στους Γάλλους του Καναδά, η βρετανική διοίκηση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε εκτεταμένης φύσεως προληπτικές παραχωρήσεις προς τους τελευταίους (παροχή ισονομίας, διατήρηση της καθολικής θρησκείας, δικαίωμα χρήσης της γαλλικής γλώσσας, αποκατάσταση, στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Λαυρεντίου, του καθεστώτος διοίκησης, το οποίο είχε εισαγάγει από το 1627 στη Νέα Γαλλία η Εταιρεία των Εκατό Μετόχων – το επωνομαζόμενο régime seigneurial). Χάρη σε αυτό το ημιαυτόνομο πλαίσιο διαβίωσης, απετράπη, τελικά, η πλήρης αφομοίωσή τους από τον αγγλόφωνο περίγυρο. Οι παραπάνω παραχωρήσεις αποκρυσταλλώθηκαν στις διατάξεις της ονομαζόμενης “Πράξης του Κεμπέκ” (η πλήρης ονομασία είναι British North America Quebec Act 1774), που ψήφισε στο Λονδίνο το βρετανικό Κοινοβούλιο.²⁵ Έτσι, όταν οι δεκατρείς αποικίες επιτέθηκαν κατά του Καναδά, οι Γάλλοι άποικοι απέκρουσαν την εισβολή με επιτυχία, πολεμώντας στο πλευρό των μέχρι πρότινος Βρετανών κατακτητών τους.

Άποψη των Πεδιάδων του Αβραάμ σήμερα. Στο βάθος διακρίνεται το φρούριο της Πόλης του Κεμπέκ.

Δυόμισι αιώνες αργότερα, ο Καναδάς εξακολουθεί να παραμένει υπό πλήρη αγγλοσαξωνικό έλεγχο. Νευραλγικοί τομείς, όπως η οικονομία, η εξωτερική, αμυντική και μεταναστευτική πολιτική, η αξιοποίηση των φυσικών πόρων, δεν έχουν ξεφύγει από τα χέρια των Αγγλο-Καναδών. Οι θεσμοί και τα σύμβολα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι παρόντα τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επαρχιακό επίπεδο. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκεται πάντοτε η βασίλισσα της Αγγλίας. Στην Οττάβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα, εκπροσωπείται από έναν Γενικό Κυβερνήτη. Ωστόσο, σε δυο περιστάσεις (1980 και 1995) οι καναδικές αρχές προσέφυγαν στη λαϊκή ετυμηγορία, διοργανώνοντας δημοψήφισμα με αντικείμενο την παραμονή ή την απόσχιση της επαρχίας του Κεμπέκ από τον εθνικό κορμό. Και τις δυο φορές, πλειοψήφησαν οι οπαδοί της παραμονής (59,56% έναντι 40,44% και 50,58% έναντι 49,42% αντίστοιχα). Στα παραπάνω αποτελέσματα αποκρυσταλλώνεται μια ισχυρή τάση υπέρ της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρά, μισό αιώνα έπειτα από την επεισοδιακή επίσκεψη του Charles de Gaulle, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί. Οι επαφές της Γαλλίας με την επαρχία του Κεμπέκ αναβαθμίστηκαν αισθητά. Ο γαλλόφωνος Καναδάς είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, πλέον, στους κόλπους της γαλλικής κοινής γνώμης. Πάμπολλες είναι οι εκδηλώσεις, εκδόσεις, άρθρα και ανταποκρίσεις, αφιερωμένες σε αυτόν. Δεκάδες χιλιάδες Γάλλοι επιχείρησαν ένα νέο ξεκίνημα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Σημαντικά, επίσης, είναι τα μεγέθη ανταλλαγών σε επίπεδο σπουδαστών, επιστημόνων, στελεχών, καλλιτεχνών κλπ. Έπειτα από μια μακρά περίοδο εγκατάλειψης, η Γαλλία αποκατέστησε άμεσες, πλήρεις και προνομιακές σχέσεις με τα ξαδέλφια της του Καναδά, τη μοναδική εναπομείνασα γαλλόφωνη νησίδα μέσα στους κόλπους μιας αγγλοσαξωνικής βορειοαμερικανικής ηπείρου, κατάλοιπο μιας ιστορικής παρουσίας αλλά και ενός οράματος, το οποίο δεν κατάφερε, τελικά, να ευδοκιμήσει.

La fin de la Nouvelle France – La bataille de Québec ARTE

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ

¹³ Για μια γενική προσέγγιση του Επταετούς Πολέμου βλ. Daniel Marston, The Seven Years’ War, London, Osprey, 2001 και Franz A.J. Szabo, The Seven Years War in Europe: 1756-1763, London, Routledge, 2007. Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις στο θέατρο της Β. Αμερικής, βλ. Fred Anderson, Crucible of War: The Seven Years’ War and the Fate of Empire in British North America, 1754–1766, London, Faber and Faber, 2000, του ιδίου, The War That Made America: A Short History of the French and Indian War, London, Penguin Books, 2006, Christian Ayne Crouch,. Nobility Lost: French and Canadian Martial Cultures, Indians, and the End of New France. Ithaca, NY, Cornell University Press, 2014, William H. Fowler, Empires at War: The Seven Years’ War and the Struggle for North America, Vancouver, Douglas & McIntyre, 2005, Francis Jennings, Empire of Fortune: Crowns, Colonies, and Tribes in the Seven Years War in America, New York, W. W. Norton, 1990, Laurent Veyssière και Bertrand Fonck (επιμ.), La guerre de Sept Ans en Nouvelle-France, Québec, les éditions du Septentrion, 2012.

¹⁴ Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι όφειλε τις επιτυχίες του σε αυτή την παράμετρο, ως επαγγελματίας στρατιωτικός, ο Montcalm δεν έκρυβε την προτίμησή του για τις παραδοσιακές τακτικές. Αυτή υπήρξε η αιτία μιας διαρκούς διαφωνίας με τον κυβερνήτη της Νέας Γαλλίας, Vaudreuil, δεινό υποστηρικτή των μεθόδων ανορθόδοξου πολέμου και μιας εκτενούς συνεργασίας με τους Ινδιάνους.

¹⁵ Σχετικά με την κατάληψη των οχυρών Oswego και William Henry βλ. William Nester, The first global war: Britain, France and the fate of North America, 1756-1757, Westport, Connecticut, 2000, Ian K. Steele, Betrayals: Fort William Henry & the ‘Massacre‘, New York, Oxford University Press 1990.

¹⁶ Για τις μάχες των οχυρών βλ. René Chartrand, Ticonderoga 1758: Montcalm’s Victory Against All Odds, Oxford, Osprey Publishing, 2000 και του ιδίου, Tomahawk and Musket; French and Indian Raids in the Ohio Valley 1758, Oxford, Osprey Publishing, 2012.

¹⁷ Jean Hamelin (επιμ.), Histoire du Québec, Toulouse, Privat, 1976, σ. 233

¹⁸ Charles Perry Stacey, Quebec, 1759: The Siege and The Battle, Toronto, MacMillan, 1959, σ. 210.

¹⁹ Ibid., σ. 52.

²º Ibid., σ. 336, Jacques Lacourcière, Histoire populaire du Québec, t. I, Sillery, Septentrion, 1995 , σ. 299.

²¹ Guy Frégault, La Guerre de la Conquête, Montréal, Fides, 2009, σ. 341, Charles Perry Stacey, οπ.π, σσ. 64-65.

²² Ibid., σ. 104.

²³ Christopher Loyd, The Capture of Quebec, London, B.T. Batsford, 1959, σ. 139, 149, Stuart Reid, Quebec 1759: The Battle That Won Canada, Oxford, Osprey Publishing, 2003, σσ. 74-79.

²⁴ Gilles Havard-Cécile Vidal, Histoire de l’Amérique française, Paris, Flammarion, 2003, σ. 664.

²⁵ Για τη Πράξη του Κεμπέκ βλ. Henry Cavendish, Debates of the House of Commons in the Year 1774 on the Bill for Making More Effectual Provision for the Government of the Province of Quebec: Drawn Up from the Notes of the Henry Cavendish, Member for Lostwithiel, London, Ridgway, 1839 και Séraphin Marion, L’Acte de Québec, concession magnanime ou intéressée?, Montréal, Éditions des dix, 1963.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ

Anderson Fred, Crucible of War: The Seven Years’ War and the Fate of Empire in British North America, 1754–1766, London, Faber and Faber, 2000.

Anderson Fred, The War That Made America: A Short History of the French and Indian War, London, Penguin Books, 2006.

W.J. Eccles, France in America, Markham (Ontario), Fizhenry and Whiteside, 1990

Fortin Réal, 1760, les derniers jours de la Nouvelle-France, Québec, les éditions du Septentrion, 2010.

Fowler William H., Empires at War: The Seven Years’ War and the Struggle for North America. Vancouver, Douglas & McIntyre, 2005.

Frégault Guy, La Guerre de la Conquête, Montréal, Fides, 2009.

Havard Gilles-Vidal Cécile, Histoire de l’Amérique française, Paris, Flammarion, 2003

Jennings Francis, Empire of Fortune: Crowns, Colonies, and Tribes in the Seven Years War in America, New York, W. W. Norton, 1990.

Léger Roger (επιμ.), Le journal des campagnes du marquis de Montcalm en Canada de 1756 à 1759, Montréal, Michel Brûlé, 2007.

Parkman Francis, Montcalm and Wolfe: France and England in North America, 2 τόμοι, Boston, Little-Brown 1926.

Poussou Jean-Pierre, «Montcalm et la perte du Canada», Stratégique, n50,‎ 1991, σσ. 89-108

Pritchard James S., In Search of Empire: The French in the Americas, 1670-1730, Cambridge, Cambridge University Press, 2004.

Saint-Martin Gérard, Québec 1759-1760! Les plaines d’Abraham. L’adieu à La Nouvelle-France?, Paris, Economica, 2007

Stacey Charles Perry, Quebec, 1759: The Siege and The Battle, Toronto, MacMillan, 1959.

Veyssière Laurent και Fonck Bertrand (επιμ.), La guerre de Sept Ans en Nouvelle-France, Québec, les éditions du Septentrion, 2012.