Λίλα Θεοδωρίδου
Νικόλαος Χ. Ζουμπουλίδης. Αρχιτεκτονική και κοινωνία σε μετάβαση
Το βασικό θεωρητικό εργαλείο αυτής της μελέτης υπήρξε μια μεθοδολογία που δεν σταματά στη μορφολογική και τυπολογική ανάλυση του αρχιτεκτονικού έργου, αλλά εξετάζει και τον δημιουργό. Στην περίπτωσή μας, η κριτική προσέγγιση του αρχιτέκτονα Ν. Ζουμπουλίδη και του έργου του υποστηρίχθηκε από βιβλιογραφικές πηγές, προφορικές μαρτυρίες, κυρίως όμως, από εκτενή έρευνα στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας (Ι.Α./Ε.Τ.Ε.) και στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής (Α.Ν.Α).
Σπουδές και ενδιαφέροντα
Με σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και Βερολίνο, διαποτισμένος από τις ανακαλύψεις της αιγαιακής προϊστορίας, ενταγμένος στο περιβάλλον του ισχυρότερου οικονομικού ιδρύματος της Ελλάδος και συναναστρεφόμενος την οικονομική ελίτ της εποχής του, ο Νικόλαος Ζουμπουλίδης είχε τη δυνατότητα να εκτελέσει μεγάλα έργα με προφανείς στόχους την επιβολή και το κύρος και ταυτόχρονα μικρά και ευαίσθητα. Έργα διαφορετικά, αλλά και ευανάγνωστα κάθε φορά. Υπήρξε ένας πρακτικός, αποτελεσματικός και ευφάνταστος αρχιτέκτονας. Ένας «ανατολίτης» με ευρωπαϊκή παιδεία και εμπειρία. Ένας ικανός διαχειριστής μεγάλων έργων, ένας φυσιολάτρης με κοινωνική προσφορά. O συντονισμός του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος της Εθνικής Τράπεζας κατά το μεσοπόλεμο υπήρξε για τον αρχιτέκτονα το βασικό πεδίο της επαγγελματικής του δράσης. Αλλά και τα ολιγάριθμα μεν, αλλά αξιόλογα ιδιωτικά του έργα αποτέλεσαν γι’ αυτόν ευκαιρία για πειραματισμούς.
Γεννήθηκε στη Σινασό της Καππαδοκίας (1888), αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης (1908) και μετά από δύο χρόνια εργασίας στο Υπουργείο Εφκαφίου, μετέβη στο Βερολίνο, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Technische Hochschule (1910-1912). Στο Βερολίνο εργάστηκε στην Αρχιτεκτονική Υπηρεσία του Βοτανικού Κήπου και στη συνέχεια διορίστηκε στην υπηρεσία Νέων Μουσείων, υπό τον αρχιτέκτονα Ludwig Hoffmann. Το 1914 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε μηχανικός στον Δήμο Παγασών (Βόλου). Από το 1917 ως το 1919 αναλαμβάνει βοηθός του Αριστείδη Σπ. Μπαλάνου, διευθυντή της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εθνικής Τράπεζας. Το 1920 γίνεται προϊστάμενος και μετά τον θάνατο του Μπαλάνου, το 1927, τον διαδέχεται στη διεύθυνση της Υπηρεσίας.
To ενδιαφέρον του για τις αρχαιότητες και την ελληνικότητα
Ο Ζουμπουλίδης αποτελεί αδιάσπαστο κομμάτι της γενιάς του ’30, της γενιάς της αναζήτησης της «ελληνικότητας», της γενιάς του «μοντέρνου» κινήματος. Συναναστρέφεται ανθρώπους από τους πρωτοποριακούς κύκλους της Τέχνης και της Αρχιτεκτονικής και ταξιδεύει σε Γερμανία, Αγγλία και Αμερική για να ενημερωθεί για τις αρχιτεκτονικές τάσεις της εποχής. Στον κύκλο των φίλων του ήταν ο αγιογράφος Γεώργιος Φιλιππάκης, ο θαλασσογράφος Βασίλειος Μαγιάσης, ο κεραμίστας Πάνος Βαλσαμάκης, ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Μαλέας, ο ζωγράφος/αγιογράφος Τάσος (Αναστάσιος) Λουκίδης. Το ενδιαφέρον του για τις αρχαιότητες ήταν μεγάλο. Υπήρξε ο κατάλληλος άνθρωπος για περιηγήσεις επιφανών επισκεπτών της Τράπεζας στους αρχαιολογικούς χώρους της ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά του Αιγαίου, έργο που αναλάμβανε με μεγάλη ευχαρίστηση. Συμπορευόμενος με το γενικότερο κλίμα των αστών της εποχής του ο Ζουμπουλίδης ήταν φυσιολάτρης, περιηγητής και ερασιτέχνης φωτογράφος. Είναι μία εποχή που η αστική τάξη ξανα-ανακαλύπτει την ελληνική ύπαιθρο και αναζητά μια εθνική ταυτότητα σ’ όλους τους τομείς της Τέχνης. Το φυσιολατρικό κίνημα, ο περιηγητισμός, η ενθάρρυνση της ερασιτεχνικής φωτογράφησης του ελληνικού τοπίου και η άνθηση του λαογραφικού κινήματος αποτελούσαν εκφάνσεις αυτής της αναζήτησης.

Το πάθος με τα κεραμικά πλακίδια
Ο Ζουμπουλίδης είχε πάθος με την κεραμική. Ήδη, κατά τη διαμονή του στον Βόλο τη δεκαετία του 1910, ασχολήθηκε για λίγο με το εμπόριο κεραμικών από τα περίφημα αγγειοπλαστικά εργαστήρια της Κιουτάχειας. Υπό την επιρροή του Ζουμπουλίδη επιτοίχια εφυαλωμένα πλακίδια, που παράγονταν μετά το 1923 στο εργοστάσιο «Κιουτάχεια» του Νέου Φαλήρου από πρόσφυγες Μικρασιάτες κεραμοποιούς, βρίσκουν περίοπτη θέση σε πολλά έργα που εκτέλεσε η Τράπεζα.
Ένα πρώτο δείγμα συναντάμε στο κτίριο Αρχείων της Εθνικής Τράπεζας (Μέγαρο Διομήδη) στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, όπου η ενοποίηση του κορμού του κτιρίου μέσω κατακόρυφων κεραμικών ταινιών με το έμβλημα της Ε.Τ.Ε. (την κεφαλή της Αθηνάς με περικεφαλαία) και το λογότυπο της Εθνικής σε αρχαϊκή γραφή διακόπτεται από μια εντυπωσιακή οριζόντια ζώνη διακοσμημένη με εφυαλωμένα πλακίδια στο μοτίβο της τρέχουσας σπείρας. Ένα δεύτερο δείγμα είναι το νεοβυζαντινό υποκατάστημα της Φλώρινας (1930-1931) με τις δύο ζώνες από κεραμικό διάκοσμο, στο ύψος του ισογείου και στο γείσο της στέψης, όπου σχηματίζει, με περίτεχνη γραφή, την επιγραφή του καταστήματος. Διακοσμητική πλίνθινη ταινία περιτρέχει τα ανοίγματα του ισογείου και στη συνέχεια όλο το κτίριο. Λίγο χαμηλότερα και παράλληλα προς την ταινία αυτή διαμορφώνεται δεύτερη ανθεμωτή φρίζα από εφυαλωμένα πλακίδια, έργο του Μικρασιάτη κεραμίστα Μηνά Αβραμίδη. Ένα τρίτο δείγμα είναι η επιλογή της κεραμικής παράστασης με τον μυθικό γρύπα και τους ρόδακες με τα σχηματοποιημένα λουλούδια στο πρόπυλο του υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε. στο Βαθύ της Σάμου (1931-1932), προϊόντα του εργοστασίου «Κιουτάχεια» του Nέου Φαλήρου. Σε δύο ακόμη περιπτώσεις, η μια στο υποκατάστημα Ιωαννίνων και η άλλη σε αυτό της Κοζάνης, μια ταινία από εφυαλωμένα κεραμικά πλακίδια της «Κιουτάχειας» σε σχήμα ελισσόμενου βλαστού τοποθετείται κάτω από το γείσο της στέγης.



Τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν ενδείξεις της συμμετοχής του Ζουμπουλίδη στα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής του και ειδικότερα στη μεταφορά και εμφύτευση στη νεότερη Ελλάδα της μικρασιατικής κεραμικής παράδοσης. Μυθικά σύμβολα ισχύος και λαϊκή φρεσκάδα, ενδυναμωμένα εκφραστικά από μια αφαιρετική λιτότητα, εναλλάσσονται στην κτιριοδομία του Ζουμπουλίδη και χωρίς να ξεφύγουν από το διακοσμητικό χαρακτήρα τους προσθέτουν στη σύνθεση εκφραστικότητα και δύναμη. Ως θραύσματα της αιγαιακής προϊστορίας, οι μινωικοί φτερωτοί γρύπες συμπλέκονται με τα ανθεμωτά κεραμικά της Ανατολής. Είναι εμφανές ότι οι επιλογές του Ζουμπουλίδη συμβαδίζουν με μια νέα πολιτισμική φάση, κατά την οποία η αναβίωση της ελληνικής αρχαιότητας συναντά τους δρόμους των λαϊκών τεχνών και της παράδοσης.
Ενδεικτικό του μεγάλου ενδιαφέροντος του για την κεραμική είναι το ότι διετέλεσε μεταπολεμικά και πρόεδρος της Ανωνύμου Κεραμουργικής Εταιρείας Λαυρίου (Α.Κ.Ε.Λ.), της εταιρείας που ίδρυσε η Εθνική Τράπεζα, προσπαθώντας να αναβιώσει τη μεσοπολεμική λάμψη της ελληνικής κεραμουργίας, όπως εκφράστηκε κυρίως από τις εταιρείες «Κιουτάχεια» και «Κεραμεικός».
Tο κτιριακό πρόγραμμα της Εθνικής Τράπεζας
Από τη μια η επέκταση των συνόρων και η σταθερότητα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις περιπέτειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, από την άλλη οι ήπιες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, είχαν ως αποτέλεσμα την επέκταση των δραστηριοτήτων, όχι μόνο της Εθνικής αλλά και των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων, και μια οικοδομική έκρηξη νέων τραπεζικών καταστημάτων. Στο Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας υπάρχουν φάκελοι για περίπου πενήντα νεόδμητα κτίρια αυτής της περιόδου, που χαρακτηρίζονται από εκφάνσεις της κυρίαρχης τότε στιλιστικής έκφρασης, νεωτερικούς πειραματισμούς, αλλά και τυπολογική ομοιογένεια. Ειδικότερα στον βορειοελλαδικό χώρο, η ανέγερση των υποκαταστημάτων συμπίπτει χρονικά με τον επανασχεδιασμό των αστικών κέντρων, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος πολεοδομικών μελετών, που αναθέτουν οι αντίστοιχοι Δήμοι. Η χρονική συγκυρία επέτρεψε την Τεχνική Υπηρεσία της Ε.Τ.Ε. να παρεμβαίνει στις τοπικές αρχές ζητώντας σε πολλές περιπτώσεις τροποποιήσεις του σχεδίου, ώστε τα νεόδμητα υποκαταστήματα να εντάσσονται σε αυτοτελή μικρά οικοδομικά τετράγωνα για λόγους ασφαλείας. Αίτημα που γινόταν δεκτό, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σήμερα.
Η συνεισφορά του Ζουμπουλίδη στο εκτεταμένο πρόγραμμα στέγασης των υποκαταστημάτων της Ε.Τ.Ε. σ’ ολόκληρη τη χώρα, εκ των πραγμάτων πρέπει να θεωρηθεί σημαντική. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι η τυπολογική οργάνωση των υποκαταστημάτων της Τράπεζας κατά τον μεσοπόλεμο έλκει τα πρότυπά της από το κτίριο που σχεδίασε ο John Soane για την Τράπεζα της Αγγλίας, δηλαδή διάταξη γύρω από μια κεντρική διώροφη αίθουσα συναλλαγών και την τοποθέτηση στο βάθος του ταμείου με το θησαυροφυλάκιο. Στο μικρό μεσοπάτωμα διαμορφώνονταν συνήθως βοηθητικά δωμάτια και στον όροφο η πολυτελής κατοικία του διευθυντή.

Όσον αφορά τη μορφολογία, διευκρινίζεται μέσα από τη γενικότερη κατεύθυνση που δόθηκε σε πολλούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς προσχεδίων που η Τράπεζα διενήργησε. Ο επιθυμητός ρυθμός ήταν: «Ελληνικός-Αρχαϊκός ή Βυζαντινός». Αν και υπερτερούν σε αριθμό και μέγεθος τα κλασικιστικά κτίρια με τα επιβλητικά πρόπυλα όπως του Πειραιά, Σερρών, Δράμας, Ξάνθης, Μυτιλήνης, Μεσσήνης, Σάμου, Κορίνθου, Θήβας και Ζακύνθου, δεν λείπουν τα νεο-βυζαντινίζοντα ή βυζαντινότροπα, όπως της Νέας Ιωνίας (κατεδαφισμένο σήμερα), Ιωαννίνων, Φλώρινας, Κοζάνης. Τα τελευταία αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμα κτίρια του μεσοπολέμου, γιατί ενώ το αμιγές νεο-βυζαντινό στιλ είχε ιδιαίτερη διάδοση στη ναοδομία της εποχής, η εφαρμογή του στην κοσμική αρχιτεκτονική υπήρξε περιορισμένη. Όμως και εντός της κάθε ομάδας υπήρχαν διαφοροποιήσεις. Τα κλασικιστικά κτίρια Σερρών (1925-27), Δράμας (1930) και Ξάνθης (1930) προηγούνται χρονικά, έχουν τον ίδιο επιβλέποντα (τον αρχιτέκτονα Ξενοφάνη Αιγίδη, απόφοιτο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου), το ίδιο ύφος, αλλά και αρκετές διαφορές. Τα πρόπυλα των Σερρών και της Ξάνθης έχουν στιβαρούς πεσσούς, ενώ της Δράμας υψίκορμους κίονες. Κοινό επιβλέποντα (τον Αριστομένη Βάλβη απόφοιτο του Πολυτεχνείου Καρλσρούης, 1920), έχει και η ομάδα των βυζαντινότροπων, Ιωαννίνων (1931), Κοζάνης, Φλώρινας (1931) με μεγάλες μεταξύ τους διαφορές.



Το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης
Ειδική περίπτωση αποτελεί το κτίριο του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης. Κατά ένα μοναδικό τρόπο στο συγκεκριμένο κτίριο κάτω από το ίδιο κέλυφος συγκατοίκησαν και οι δύο «επιθυμητοί ρυθμοί». Τι ακριβώς έγινε; Στο αρχικό σχέδιο, που επιλέχθηκε μετά από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό το 1925, κυριαρχούσε μια τεράστια αίθουσα συναλλαγών (30×30μ.) καλυμμένη με ελλειψοειδή θόλο, τον οποίο συγκρατούσαν διώροφοι κίονες. Όμως λίγο μετά την έναρξη της κατασκευής, ανακοινώθηκε η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδας (1928) και αποφασίστηκε η διαίρεση και η εκ νέου διαρρύθμιση του κτιρίου, ώστε να λειτουργήσουν δύο ανεξάρτητες Τράπεζες. Έτσι, παρά την εξωτερική εντύπωση ενός ενιαίου κτιρίου, στο εσωτερικά έχουμε δύο αυτοτελείς χώρους, σε εντελώς διαφορετικό ύφος: στην μεν Εθνική Τράπεζα η αίθουσα συναλλαγών είναι σε κλασικιστικό ύφος, στην δε Tράπεζα της Ελλάδος σε νεοβυζαντινό. Η νεοσύστατη Τράπεζα της Ελλάδας επέλεξε να αναβιώσει τη βυζαντινή παράδοση της Θεσσαλονίκης, που τόσο γοήτευσε τον πνευματικό κόσμο του μεσοπολέμου, με την κατασκευή ενός τεράστιου ημισφαιρικού θόλου στηριζόμενου σε διώροφους κίονες με νεοβυζαντινού τύπου κιονόκρανα.

Η μινωική εικονογραφία
Αν στο κτίριο της Θεσσαλονίκης επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μια ανορθόδοξη σύζευξη κλασικιστικού κελύφους με νεοβυζαντινό εσωτερικό, ο αρχιτέκτων επιμένει σε αντίστοιχες συνθέσεις και σε άλλα έργα του. Ενσωματώνει στο εσωτερικό προϋπαρχόντων ή νέων κελυφών δάνεια από την κρητομυκηναϊκή εικονογραφία, η οποία στις αρχές του ‘30 γνώριζε εκτενή δημοσιότητα, λόγω και των πρόσφατων (τότε) ευρημάτων σε Μυκήνες και Κνωσό. Έτσι, ο Ζουμπουλίδης σχεδίασε τη λεγόμενη «Μινωική Αίθουσα», την αίθουσα δηλαδή των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Ε, αίθουσα καλά κρυμμένη στο εσωτερικό ενός προϋπάρχοντος κλασικιστικού κτιρίου στην οδό Αιόλου, ως μια αναβίωση της αίθουσας του θρόνου της Κνωσού, όπως την αποκατέστησε ο Evans. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο της αίθουσας είναι η τοιχογραφία σε ερυθρό βάθος στο νότιο τοίχο, ένα πιστό αντίγραφο του «Πρίγκηπα των Κρίνων», τον οποίο πλαισιώνουν δύο αντικριστοί καθιστοί γρύπες, αντίγραφα αυτών που έχουν αποκατασταθεί εκατέρωθεν του Θρόνου του Μίνωα. Δηλαδή η σύνθεση συνδυάζει μοναδικά δύο εμβληματικές τοιχογραφίες της Κνωσού και συνδέεται με την ερμηνευτική άποψη του Evans ότι ο «Πρίγκηπας των Κρίνων» έσερνε πίσω του έναν γρύπα δεμένο με σχοινί. Και η κινητή επίπλωση της αίθουσας, που σημειωτέον χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα με την ίδια χρήση, είχε μινωικό χαρακτήρα. Οι καρέκλες αντιγράφουν το θρόνο του Μίνωα, ενώ ο μεγάλος τάπητας που καλύπτει το δάπεδο εμπεριέχει και αυτός μινωικά μοτίβα. Με άλλα λόγια ο Ζουμπουλίδης επιχείρησε μια «δοκιμή» της κρητομινωικής του εμμονής στο «αθέατο» (για το ευρύ κοινό) εσωτερικό ενός κτιρίου της Τράπεζας, πριν την «αποκαλύψει» ως ορατό στον καθένα κτιριακό σύνολο στο υποκατάστημα Ναυπλίου και στην ιδιωτική του κατοικία, κτίρια τα οποία θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Η προσπάθεια του Ζουμπουλίδη να «μπολιάσει» τα κτίρια της Τράπεζας με μινωικά σπαράγματα εμφανίζεται και στο εσωτερικό του κλασικιστικού κελύφους του Χρηματιστηρίου Αθηνών (1928- 1934), ενός κτιρίου που κατασκευάστηκε κατ’ εντολή και με την εποπτεία της Εθνικής Τράπεζας. Εδώ, ο Ζουμπουλίδης ενθέτει μια ταινία από κεραμικά πλακίδια με δύο αντικριστούς γρύπες τοποθετημένους εκατέρωθεν ενός μεταλλίου με την κεφαλή της Αθηνάς (το γνωστό έμβλημα της Ε.Τ.Ε), που, όπως είδαμε, χρησιμοποιήθηκε ως κεραμική διακόσμηση και στην πρόσοψη του κτιρίου του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας λίγα χρόνια νωρίτερα. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε, ότι η χρήση κεραμικών ταινιών από τη μια μεριά και η κρητομυκηναϊκή εικονογραφία από την άλλη, αποτελούν τις δύο σταθερές πηγές έμπνευσης στο έργο του Ζουμπουλίδη. Θραύσματα από τον αρχαϊκό πολιτισμό, τη βυζαντινή και λαϊκή παράδοση, είτε με την μορφή κεραμικών ταινιών, είτε με την μορφή αρχιτεκτονικών μελών, συγκολλούνται με το παρόν (ένα είδος κολάζ) και προσδίδουν ιδιαίτερη ταυτότητα στο έργο του.
Το υποκατάστημα Ναυπλίου
Στο Ναύπλιο ο Ζουμπουλίδης επιχειρεί να κτίσει εξαρχής ένα μικρό «προϊστορικό» ανάκτορο. Τον συμπαγή όγκο του υποκαταστήματος διασπά μια μεγάλη εσοχή (προς την πλατεία), που τονίζεται με τρεις εντυπωσιακούς πορφυρούς μινωικούς κίονες, κατασκευασμένους στο εργαστήριο του Μηνά Μιλσανή στην Αθήνα, που επαναλαμβάνονται και στο εσωτερικό του κτιρίου. Στη στενή όψη της εισόδου του κοινού, δύο τσιμεντένιοι κίονες εμφανίζονται ξανά και επιστέφονται από ένα «ανακουφιστικό» τρίγωνο, στο οποίο προβλεπόταν να τοποθετηθεί ένα αντίγραφο από το επιβλητικό ανάγλυφο της πύλης των Λεόντων. Στον όροφο -κάτω από τη στέψη και στην ίδια πάντα όψη- προβλεπόταν να τοποθετηθεί ζωφόρος από τέσσερις εντοιχισμένες πλάκες-μετόπες με φτερωτούς γρύπες, σύμβολα ισχύος, από τα πλέον αγαπημένα της κρητομυκηναϊκής Τέχνης. Το τραπεζικό κατάστημα της Εθνικής στο Ναύπλιο μαζί με το μικρό κτίριο γνωστό ως «Ηρώο της Ανεξαρτησίας» (1931), που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Ηρακλείου, αποτελούν, απ’ όσο γνωρίζουμε, τα μόνα δείγματα δημόσιων κτιρίων στην Ελλάδα με εμφανείς επιρροές από τη «μινωϊκή» αρχιτεκτονική. Η σύζευξη στοιχείων διαφορετικής προέλευσης απομακρύνει μορφολογικά το κτίριο του Ναυπλίου από τα υπόλοιπα υποκαταστήματα της Ε.Τ.Ε. Σήμερα, στέκεται στην κεντρική πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου ως μια «παραδοξότητα», ένα «παίγνιο» του αρχιτέκτονα, μια «παραποίηση» του κλασικισμού.

Το ιδιότυπο υποκατάστημα Πρεβέζης
Μια ανορθόδοξη σύνθεση συναντάμε και στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Πρέβεζα, που ανεγέρθηκε το διάστημα 1932-1934 σε εργολαβία του Δημ. Καλκάνη και υπό την επίβλεψη του αποσπασθέντα από την Τράπεζα Ελλάδος μηχανικού Νικ. Σαλίβερου (που επέβλεψε σποραδικά και το Ιωαννίνων). Τον βαρύ όγκο του κτιρίου, που αναφέρεται ότι σχεδίασε ο αρχιτέκτων της Τράπεζας Μιχαήλ Κανάκης, ελαφρύνουν οι δύο στρογγυλεμένες γωνιακές απολήξεις της κυρίας πρόσοψης, στη μία από τις οποίες τοποθετείται η κεντρική είσοδος. Το κυρίαρχο όμως στοιχείο του κτιρίου είναι ο εντυπωσιακός σκεπαστός εξώστης με πυκνή κιονοστοιχία παρόμοια μ’ αυτήν του υποκαταστήματος Ιωαννίνων. Τα ιδιόμορφα πολλαπλά φουρούσια που στηρίζουν τον εξώστη (με τα ένθετα εφυαλωμένα πλακίδια στο ενδιάμεσο διάστημα της φαληρικής Κιουτάχειας) θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιρροή του Ζουμπουλίδη, ως μορφολογικό δάνειο από την «ανατολή».
Αξίζει να επισημανθεί ότι η σχέση του Ζουμπουλίδη με την «Κιουτάχεια» δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική, αλλά και οικονομική. O Ζουμπουλίδης υπήρξε το 1925 από τα ιδρυτικά μέλη της «Κιουτάχειας» κατέχοντας μικρό αριθμό μετοχών (500 μετοχές). Διατηρούσε τον ίδιο αριθμό μετοχών και το 1930, όταν ο διευθυντής της Μηνάς Πεσματζόγλου είχε περιοριστεί σε 850 μετοχές. Η «Κιουτάχεια» πέρασε σταδιακά στον έλεγχο της Ε.Τ.Ε., που ήταν άλλωστε και ο βασικός πιστωτής της. Το φιλί της ζωής στην «Κιουτάχεια» δόθηκε μέσω της νεοϊδρυθείσης το 1930 εταιρείας «Ελληνικές Τέχνες Α.Ε». Σύντομα η δράση της «Ελληνικές Τέχνες Α.Ε.», που ιδρύθηκε με σκοπό να αποτελέσει τον έγκριτο εκείνο φορέα, που θα απορροφούσε τα αδιάθετα κεφάλαια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, απλώθηκε στους τομείς της λαογραφικής έρευνας και των σχετικών εκδόσεων, της καλλιτεχνικής παραγωγής και εμπορίας έργων λαϊκής τέχνης, την χρηματοδότηση σχετικών βιοτεχνιών κ.λπ. Στη σύνθεση των Συμβουλίων των δύο εταιρειών συναντάμε εφεξής κοινά πρόσωπα: μεγαλοπαράγοντες του δημόσιου βίου, τραπεζίτες κ.λπ., οδηγώντας μας στην υπόθεση ότι ουσιαστικά οι μέτοχοι της εταιρείας «Ελληνικές Τέχνες» έλεγχαν και την «Κιουτάχεια». Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να θεωρηθεί καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι παραγγελίες για δημόσια κτίρια κύρους, όπως ο διάκοσμος με κεραμικά πλακίδια της Βουλής των Ελλήνων ή των υποκαταστημάτων της Ε.Τ.Ε, δόθηκαν κατά τη δεκαετία του ΄30 στην «Κιουτάχεια». Με άλλα λόγια ο Ζουμπουλίδης ήταν αναμεμειγμένος όχι μόνο στην ορατή (καλλιτεχνική) πλευρά του μεσοπολεμικού αισθητικού προτάγματος της δημιουργίας ενός «νεοελληνικού ρυθμού», μέσω (και) της εγχώριας κεραμικής παραγωγής, αλλά και στην εν πολλοίς αθέατη (οικονομική) πλευρά του.

Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι υπό τη διεύθυνση του Ζουμπουλίδη, το αρχιτεκτονικό ύφος των καταστημάτων της Τράπεζας απομακρύνεται από τις επιλογές της υπό τον Αριστείδη Μπαλάνο πρώτης φάσης, όπως τα υποκαταστήματα της Λαμίας (1924) και της Χίου (1926). Τα κτίρια υπό τη διεύθυνση του Ζουμπουλίδη χαρακτηρίζονται από μια τευτονική, γερμανική αυστηρότητα και κατακορυφότητα. Αν και καταφεύγει σποραδικά σε επιλογές που πατούν στις μνήμες του τόπου, αναζητώντας μια νέα ελληνικότητα, ο Ζουμπουλίδης παρέμεινε ως προς τη δομή επηρεασμένος από το προσωπικό στιλ του δασκάλου του Ludwig Hoffmann. Εξάλλου, οι τοπικές κοινωνίες επίμονα αναζητούσαν μεγαλειώδη επιβλητικά κτίρια και αυτό το δημόσιο αίσθημα φαίνεται ότι ωθούσε και τους αρχιτέκτονες της Τράπεζας σε ανάλογες επιλογές.
Το Τεχνικό Τμήμα της Τράπεζας
Η ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα στο μικρό χρονικό διάστημα των δώδεκα περίπου ετών (1924-1936) κατά το οποίο υλοποιήθηκε ένα μεγάλος αριθμός κτιρίων, σε παραλλαγές μιας βασικής τυπολογίας, μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν σχεδιάστηκαν όλα από τον Ζουμπουλίδη. Έχει καταγραφεί, για παράδειγμα, η μαρτυρία του αρχιτέκτονα Ιω. Κρεμέζη ότι για το υποκατάστημα της Κορίνθου ο Ζουμπουλίδης του έδωσε ένα στοιχειώδες σκίτσο για να συντάξει τη μελέτη. Το ίδιο έγινε και για τα κτίρια της Ζακύνθου και της Έδεσσας. Η μαρτυρία του Κρεμέζη δεν αποδυναμώνει, αλλά επιβεβαιώνει τον συντονιστικό ρόλο του Ζουμπουλίδη στο πρόγραμμα και τη γενικότερη ευθύνη του για την κατεύθυνση και το τελικό αποτέλεσμα. Εξηγεί επίσης τη διαφοροποίηση στα επί μέρους υποκαταστήματα: υπάρχουν ευτυχείς στιγμές, μέτριες και λιγότερο καλές σ’ ένα σύνολο δεκάδων κτιρίων, που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν με πρωτόγνωρους ρυθμούς.

Η εμφανής τυποποίηση στα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά έχει να κάνει ασφαλώς και με το ότι τα έργα εκπορεύτηκαν από ένα οργανωμένο Τεχνικό Γραφείο, που ο κύριος κορμός των στελεχών του παρέμεινε για μεγάλο διάστημα σταθερός. Σε αυτό το «τεχνικό» φυτώριο, νέοι κυρίως μηχανικοί, που ξεκινούσαν τότε την καριέρα τους, όπως ο ταλαντούχος Αριστομένης Βάλβης, μελέτησαν και επέβλεψαν κτιριακά έργα υπό την γενική επίβλεψη του Ζουμπουλίδη με έναν φρενήρη θα λέγαμε ρυθμό. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Κ. Παπαδάκης και Ξ. Αιγίδης, μεταπήδησαν μετά το 1930 στην Τράπεζα της Ελλάδος ταυτίζοντας εν τέλει την αρχιτεκτονική των τραπεζών στον ελλαδικό χώρο με τις συγκεκριμένες συνθετικές αρχές. Άλλοι, όπως ο Ιω. Κρεμέζης ασχολήθηκαν κυρίως με την ανοικοδόμηση της Φιλοθέης, ο δε πολιτικός μηχανικός Ιω. Ισηγόνης έκανε μια συστηματική in situ φωτογράφηση των φάσεων σκυροδέτησης των έργων, αφήνοντας ένα εκπληκτικό φωτογραφικό corpus. Η ευφορία κράτησε μέχρι την έκρηξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, όταν οι εργασίες του Τεχνικού Τμήματος σταμάτησαν. Μετά την απελευθέρωση, οι εργασίες ξανάρχισαν, αλλά ο ρόλος του δεν ήταν πια ο ίδιος. Η συγχώνευση της Ε.Τ.Ε με την Τράπεζας Αθηνών το 1953 κατήργησε το τεχνικά επίδομα και τη δύναμη επιρροής του. Τώρα πλέον οι μελέτες δίνονταν σε συμβασιούχους ή ιδιώτες μηχανικούς, το Τεχνικό Τμήμα διατήρησε κυρίως τον ρόλο του επιβλέποντα και το ύφος του αρχιτεκτονικού προϊόντος άλλαξε.
Η επίπλωση των υποκαταστημάτων
Η επίπλωση των υποκαταστημάτων αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής προσοχής των αρχιτεκτόνων της Τράπεζας. Χρησιμοποιήθηκαν δείγματα όλων των κυρίαρχων τάσεων του μεσοπολέμου. Το τρίπτυχο Αρχαιότητα, Βυζάντιο και Παράδοση είναι και εδώ παρόν. Έπιπλα και θυρίδες στο κλασικό ύφος, αλλά και στο ύφος ενός ελληνοκεντρικού μοντερνισμού, από τα αθηναϊκά εργαστήρια του Α. Μίχα, Λ. Σαρίδη και Μ. Φιλιππάκη επιλέγονται σε πολλές περιπτώσεις, ενώ λαϊκοβυζαντινή επίπλωση συναντάμε στο υποκατάστημα Ιωαννίνων. Οι σιδεριές των ανοιγμάτων ήταν στην πλειονότητά τους επίσης τυποποιημένες, σ’ ένα αυστηρό σχέδιο με μαιάνδρους και σε ορισμένες περιπτώσεις ένθετο το μονόγραμμα της Ε.Τ.Ε. Εξαίρεση το υποκατάστημα Ιωαννίνων, το οποίο κοσμείται με σιδεριές εξαιρετικής γιαννιώτικης τεχνοτροπίας, που φαίνεται (από τα σχέδια που φυλάσσονται στα Α.Ν.Α.) ότι σχεδιάστηκαν ειδικά για το συγκεκριμένο κτίριο. Όμως ακόμη και πίσω από αυστηρά κλασικιστικά κελύφη, όπως αυτό του υποκαταστήματος στο Βαθύ της Σάμου (1931-1932), αθέατες στο εσωτερικό, συναντάμε τις προσωπικές επιλογές του Ζουμπουλίδη. Τα πλακίδια τεχνοτροπίας Iznik της φαληρικής «Κιουτάχειας» με τον πλούσιο ανθικό διάκοσμο σε λευκό φόντο, τα παραδείσια πουλιά, τους ελισσόμενους βλαστούς (γνωστό στους ανατολίτες ως saz), παρόμοια μ’ αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων την ίδια εποχή και το τεράστιο βάζο με το φυτικό διάκοσμο στο τζάκι της κατοικίας του διευθυντή στη Σάμο πλημμυρίζουν τον αυστηρό χώρο με χρώματα και ζωή.


Τεχνικός Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος
Η Τράπεζα της Ελλάδας, προϊόν της μεγάλης τραπεζικής μεταρρύθμισης του μεσοπολέμου, ιδρύθηκε το 1928, αποσπώντας το εκδοτικό προνόμιο από την Εθνική. Η ελληνική κυβέρνηση και η τότε διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δέχτηκαν την πρόταση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, γιατί πίστευαν ότι η νέα εκδοτική τράπεζα θα ανέπτυσσε στενούς δεσμούς με την Εθνική και ορισμένες από τις καταστατικές της ενέργειες θα διεκπεραιώνονταν από τα υποκαταστήματα της τελευταίας. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται η εμπλοκή των ανθρώπων της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εθνικής Τράπεζας στα κτιριακά έργα της νεοσύστατης Τράπεζας της Ελλάδας, όπως η εσπευσμένη διχοτόμηση του νεοανεγειρόμενου κτιρίου της Εθνικής στη Θεσσαλονίκη, ώστε να συμπεριλάβει και υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και η ανάληψη από τον Ζουμπουλίδη της ευθύνης για την ανέγερση της ναυαρχίδας του νέου τραπεζικού οργανισμού, δηλαδή του επιβλητικού κτιρίου στην οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα, ακριβώς απέναντι από την «αθηναϊκή τριλογία». Την ίδια εποχή, ο Ζουμπουλίδης αναλαμβάνει την εκπόνηση της μελέτης για την ανέγερση του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Τι είχε συμβεί; Η Επιτροπή του Χρηματιστηρίου Αθηνών παρακάλεσε την Εθνική να κτίσει με δικές της δαπάνες ειδικό κτίριο και να ενοικιάσει τους χώρους στο Χρηματιστήριο. Ο διοικητής της Ε.Τ.Ε. Ιωάννης Δροσόπουλος αποδέχτηκε την πρόταση και έδωσε εντολή στον Ζουμπουλίδη να μεταβεί στο εξωτερικό και να μελετήσει τα συστήματα που ίσχυαν στα Χρηματιστήρια της Ευρώπης και της Αμερικής. Η ανέγερση του νέου Χρηματιστηρίου ξεκίνησε το 1928 και ολοκληρώθηκε το 1934. Στην κεντρική αίθουσα του κλασικιστικού Χρηματιστηρίου ο Ζουμπουλίδης ενέθεσε, όπως προαναφέρθηκε, ταινία από κεραμικά πλακίδια με μινωικές αναφορές: κεντρικό θέμα δύο αντικριστά καθήμενοι βασιλικοί γρύπες, ως θησαυροφύλακες και σύμβολα εξουσίας.
Τελικά, κινούμενος μεταξύ ακαδημαϊσμού και ελληνικότητας, σε μια μεταβατική εποχή έξαρσης και αναβίωσης του εθνικισμού ο Ζουμπουλίδης συνθέτει χωρίς προκατάληψη ανάμεσα στο οπλισμένο σκυρόδεμα και τις δωρικές κολόνες. Ανάμεσα στη συμμετρία και την ασυμμετρία, τις στιβαρές και άκαμπτες μορφές και τις art deco λεπτομέρειες. Ίσως γι’ αυτό τα έργα του, αν και έχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του επονομαζόμενου νεότερου ή συντηρητικού ή εξασθενημένου ή απογυμνωμένου κλασικισμού (stripped classicism), του ταυτισμένου με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης, επιβάλλονται αλλά δεν απωθούν, εντυπωσιάζουν, αλλά δεν καταπιέζουν.

Ικανός διαχειριστής κτιριακών έργων
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι ο αρχιτέκτων Ζουμπουλίδης ήταν όχι μόνο ικανός σχεδιαστής, αλλά και ικανότατος διαχειριστής κτιριακών έργων. Είχε ο ίδιος πλήρη εποπτεία των έργων, από την επιλογή των οικοπέδων μέχρι την παράδοση των κτιρίων, από το σχεδιαστήριο μέχρι το εργοτάξιο και από το λογιστήριο μέχρι τον τελευταίο επιβλέποντα. Την εκτέλεση των υπεργολαβιών αναλάμβαναν οι ισχυρότερες εταιρείας της εποχής, και για τον επί μέρους εξοπλισμό (γύψινα, πλακίδια, επίπλωση) προσέρχονταν οι καλύτεροι προμηθευτές. Τα υλικά ασφαλίζονταν, όπως και οι τεχνίτες και οι εργάτες. Χρησιμοποιούνταν νέες -για την εποχή τους- τεχνολογίες, όπως μηχανισμοί άντλησης υδάτων, υδραυλικοί ανελκυστήρες και τριφασικό ρεύμα. Η πειθαρχία στην εκτέλεση των έργων ήταν παραδειγματική. Συνεχής γραπτή επικοινωνία εργολάβων και επιβλεπόντων με τη Διεύθυνση της Τεχνικής Υπηρεσίας στην Αθήνα υπήρχε σ’ όλα τα έργα. Την ιδιαίτερη προσοχή που έδιναν σε θέματα ασφάλειας και στατικότητας των κατασκευών, επιβεβαιώνει μεταξύ των άλλων και το παράδειγμα του υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε. στη Ζάκυνθο (1931-1934). Σε μια περιοχή με αυξημένη σεισμική επικινδυνότητα, κατασκευάστηκε, με μελέτη του καθηγητή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Περικλή Παρασκευόπουλου, ένα πλήρως αντισεισμικό κτίριο, από τα ελάχιστα που άντεξαν αργότερα στους καταστροφικούς σεισμούς του 1953. Πρωτοπόρησαν επίσης, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες θεμελίωσης, όπως οι πασσαλοπήξεις με πασσάλους κυκλικής διατομής από οπλισμένο σκυρόδεμα, αρχικά στο υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα στο Βαθύ της Σάμου. Όπως ήταν επόμενο, οι υποδειγματικές κατασκευές της Τράπεζας επιλέχθηκαν λίγο αργότερα από την Επιτροπή Οργάνωσης Aεράμυνας στα πλαίσια της προετοιμασίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως κατάλληλοι χώροι για τη διαμόρφωση καταφυγίων.
Η αποτίμηση επομένως της συνεισφοράς του Ζουμπουλίδη, στην ανέγερση των πολυάριθμων υποκαταστημάτων της Τράπεζας κατά τον μεσοπόλεμο, δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε θέματα μορφολογίας και αρχιτεκτονικής έκφρασης. Το εγχείρημα ήταν ταυτόχρονα μια μεγάλη οικονομική επιχείρηση, που απαιτούσε συντονισμό, διαρκή έλεγχο και ταχύτητα εκτέλεσης. Ειδικά το τελευταίο έκανε τεράστια εντύπωση στις μικρές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας. Ο τοπικός τύπος στα Ιωάννινα υποδέχτηκε το νέο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας με το εξής σχόλιο: «Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Το σχέδιον, την εκτέλεσιν, την ταχύτητα, την οικονομίαν; Η αρχιτεκτονική του σχεδίου είναι ένα αριστούργημα. Η εκτέλεσις αυτού εγένετο επί τη βάσει επιστημονικωτάτου συστήματος. Η ταχύτης αποτελεί φαινόμενον δια την πόλιν μας και η οικονομία δαπάνης θα μείνη παραδειγματική, δεδομένου ότι το σύνολον αυτής δεν θα υπερβή τα τέσσερα εκατομμύρια». Η παραπάνω επισήμανση στο «επιστημονικό» σύστημα εκτέλεσης του έργου, ένα θέμα πολυσυζητημένο κατά το μεσοπόλεμο, πρέπει να συσχετιστεί με το γεγονός ότι εργολάβος του υποκαταστήματος στα Ιωάννινα ήταν ο Δ. Καλκάνης, που αρθρογράφησε στα Τεχνικά Χρονικά για το θέμα αυτό, αλλά δοκίμασε και μια πιλοτική εφαρμογή «επιστημονικής» διαχείρισης λίγο πρωτύτερα στα έργα ανοικοδόμησης της Κορίνθου, μετά το σεισμό του 1929.
Το πείραμα της Φιλοθέης
Η ανάμιξη του Ζουμπουλίδη στο σχεδιασμό του προαστίου της Φιλοθέης (μια πρωτοβουλία της Ε.Τ.Ε. για την οικιστική αποκατάσταση των υπαλλήλων της) δεν φαίνεται να ήταν μια τυχαία «συνάντηση», αλλά μάλλον μια ώριμη επιλογή. Είχε εργαστεί στην Αρχιτεκτονική Υπηρεσία του Βοτανικού Κήπου στο Βερολίνου στην αρχή της καριέρας του, ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας, ένας φυσιολάτρης που του δόθηκε η ευκαιρία να σχεδιάσει μια κηπούπολη κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην υλοποίηση του συνοικισμού είναι παρών μ’ ένα δυναμικό, αλλά όχι πρωταγωνιστικό ρόλο, ως διακριτικός οικιστής, ως ιδρυτικό μέλος, αλλά και ως απλός γείτονας. Στο λεύκωμα Νέα Αλεξάνδρεια (όπως ονομάζόταν αρχικά ο συνοικισμός), στο τυπολόγιο των προτεινόμενων οικιών του συνοικισμού δεν περιλαμβάνονται δικά του σχέδια. Αφήνει στους άλλους, τους νεότερους, να αγορεύσουν για το στιλ και το ύφος και αυτός κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του επιδιαιτητή, του μεσολαβητή, του συντονιστή. Συμμετέχει σε διάφορες επιτροπές, όπως στην επιτροπή ονοματοδοσίας των οδών το 1935 και ονόματα, όπως οδός Αμαζόνων, Χλόης κλπ. αποτελούν πιθανότατα δική του συνεισφορά.

Στη Φιλοθέη ο Ζουμπουλίδης δεν είναι πια ο αυστηρός «αρχιτέκτων της Τράπεζας». Έχει παραδοθεί στη μαγεία της εξοχής, του καθαρού αέρα και της πικροδάφνης. Στο πλαίσιο του ρόλου του στο προάστιο, ο Ζουμπουλίδης έκτισε το διάστημα 1936-1937, επηρεασμένος από την ανώνυμη αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική, τον μικρό πάλλευκο ναό της Αγίας Φιλοθέης, που αποτέλεσε αγαπημένο σκηνικό για πολυάριθμες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 και ’70. Μια από τις τελευταίες δημόσιες παρεμβάσεις του, λίγο πριν πεθάνει, ήταν η συμμετοχή του στην κριτική επιτροπή της Β’ Μπιενάλε Γλυπτικής στη Φιλοθέη το 1966, οπότε εγκαινιάστηκε και ο γνωστός παιδικός κήπος του Πικιώνη.

Στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου
Η συμμετοχή του Ζουμπουλίδη στη δημιουργία της Φιλοθέης και σε συνεταιριστικές πρωτοβουλίες, η ανιδιοτελής, επίπονη προσπάθειά του για στεγαστική αποκατάσταση των συμπατριωτών του στη Βόρεια Εύβοια, με τη δημιουργία της Νέας Σινασού, η ταύτισή του με το δράμα του ξεριζωμένου μικρασιατικού ελληνισμού, αποκαλύπτουν έναν καλλιεργημένο, ευαίσθητο άνθρωπο, που έθετε τις υπηρεσίες του στο πλευρό του κοινωνικού συνόλου. Ο Ζουμπουλίδης αναφέρεται και μεταπολεμικά ως εμπνευστής και ιδρυτής του οικισμού «Σαρωνίς» στην Ανάβυσσο. Σύμφωνα με πληροφορίες της κόρης του, η συνεισφορά του περιορίστηκε στην επιλογή της τοποθεσίας, όπου αργότερα αναπτύχθηκαν οι «Λουτρικαί και ξενοδοχειακαί εγκαταστάσεις Σαρωνίδας» του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Ε.Τ.Ε.
Τα κτίρια των ιδιωτών
Αν και η τρέχουσα βιβλιογραφία έχει τυποποιήσει τον Ζουμπουλίδη ως έναν αρχιτέκτονα δημόσιων κτιρίων-επηρεασμένη κυρίως από το έργο του στην Τράπεζα- υπάρχει και η πλευρά του αρχιτέκτονα-δημιουργού των αξιόλογων ιδιωτικών έργων. Η προσήλωση στον κλασικισμό, που ερμηνεύεται ως ένα σημείο, τόσο από τις σπουδές του στο Βερολίνο, όσο και από τον υπηρεσιακό του ρόλο στην Τράπεζα δεν τον εμπόδισε να πειραματιστεί με εκφάνσεις του μοντερνισμού, που την ίδια εποχή εμφανίζονται στους κύκλους των αρχιτεκτόνων και των καλλιτεχνών που συναναστρεφόταν. Στα ιδιωτικά του έργα ξεδιπλώνεται -όπως θα δούμε- ένας «άλλος» Ζουμπουλίδης, ένας ανήσυχος δημιουργός.
Ο Ζουμπουλίδης ήταν αρχιτέκτονας της πράξης, με το προνόμιο να απευθύνεται στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα και την άνεση να έρχεται σ’ επαφή με την πρωτοπορία της εποχής του. Στα ιδιωτικά κτίρια οι σχεδιαστικοί προσανατολισμοί του κατά τη δεκαετία του ’30 αντανακλούν τη μετάβαση από τον κλασικισμό στο μοντερνισμό. Το ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού το μεταλλάσσει -όπως και άλλοι της γενιάς του- σε μια ανεπανάληπτη δημιουργικότητα με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ο κλασικισμός και ο μοντερνισμός συνομιλούν στα έργα του. Η μεν αναζήτηση του κλασικισμού δεν στρέφεται στην αθηναϊκή παράδοση του 19ου αι., αλλά στα πρότυπα ενός απώτερου παρελθόντος (δάνεια από τη μινωική εποχή), η δε αναζήτηση του μοντέρνου επηρεάζεται από κινήματα που είχαν ωριμάσει στην Ευρώπη (arts and crafts). Στο επονομαζόμενο στιλ Πριήνης σχεδιάζει το 1935 μια τετραώροφη πολυκατοικία στην τότε οδό Διοχάρους (σημερινή Βασιλέως Γεωργίου Β΄) στην Αθήνα. Πρόκειται για μια σχετικά μικρού μεγέθους οικοδομή με συμπαγή κορμό με σκοτίες, loggia στους ορόφους, που οριοθετούνται από μινωικού τύπου κίονες. Στο δώμα τοποθετεί πέργολα ένα από τα αγαπημένα μοτίβα των μεσοπολεμικών πολυκατοικιών.
Έργα του Ζουμπουλίδη στην Εκάλη
Η ιδέα της λειτουργίας της Εκάλης, ως πρότυπου εξοχικού οικισμού στα πευκοδάση της Πεντέλης, έγινε δυνατή μέσω της εταιρείας «Εκάλη Α.Ε» (1924). Η εταιρεία έδινε την ευκαιρία στους ενδιαφερομένους να επιλέξουν κάποιο σχέδιο από τα ήδη κατασκευασμένα σπίτια που ήταν προς πώληση ή να επιλέξουν από ειδικό τυπολόγιο: σπίτια με πέτρα από το τοπικό νταμάρι, σπίτια με κεντροευρωπαϊκές επιρροές και pittoresque εμφάνιση και τα πρώτα μοντέρνα σπίτια -σύμφωνα με τις επιταγές του Bauhaus- ήταν διαθέσιμα. Αν όμως κάποιος επιθυμούσε ένα πιο πολυτελές σπίτι, μπορούσε να αναζητήσει έναν επώνυμο αρχιτέκτονα. Στη συνεργασία του Ζουμπουλίδη με τον αρχιτέκτονα Περικλή Σακελλάριο αποδίδεται η οικία του διοικητή της Ε.Τ.Ε. Ιωάννη Δροσόπουλου στην οδό Πεντέλης στην Εκάλη, ένα λιθόκτιστο, κεραμοσκεπές οίκημα κτισμένο γύρω στα 1932. Οι καμάρες και ο γωνιακός κίονας στην είσοδο προσδίδουν ιδιαίτερο ύφος στην κατοικία, όπως και τα ογκώδη μονολιθικά πρέκια που γεφυρώνουν τα ανοίγματα. Του αποδίδονται επίσης και οι κατοικίες του Κυριάκου Βαρβαρέσου, (διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος) και των Ιατρού (οδός Αποστολίδη Ο.Π. 14), Καλακώνα (οδός Μενεξέδων, Ο.Π. 16), Καλπούζου (οδός Γιασεμιών Ο.Π. 15), Παπαϊωάννου (οδός Κυβέλης Ο.Π. 13) και η κατοικία της κόρης του εμποροβιομηχάνου Π. Γ. Μακρή (οδός Πλυθίας, σήμερα Μιμόζας Ο.Π. 13).
Ο Νικόλαος Ζουμπουλίδης άφησε τη σφραγίδα της καλαισθησίας του και στο διώροφο ξενοδοχείο Αριάδνη (1930), το αρχαιότερο ξενοδοχείο της Εκάλης. Το κτίριο με τους αυστηρούς πρισματικούς όγκους και τα εκτεταμένα οριζόντια ανοίγματα στην οδό Φασιδέρη και Ευτέρπης πλαισιώνεται από μια μεγάλη μνημειακή σκάλα, που οδηγεί από τον κήπο προς ένα προστώο οριοθετημένο με δύο τετράγωνους πεσσούς. Η ονοματοδοσία «Αριάδνη», ως ευθεία αναφορά στη βίλα Αριάδνη του Evans στην Κνωσό, δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία. Στον Ζουμπουλίδη αποδίδεται και το ξενοδοχείο Διανάη / Διανίτα (οδός Λόφου, Ο.Π. 12).
Η εξοχική κατοικία της Λουκίας Μπαλάνου-Ζυγομαλά
Σχεδίασε επίσης μια έπαυλη-αγροικία μέσα σε κατάφυτα κτήματα στον Αυλώνα Αττικής για την Λουκία Ζυγομαλά, την οποία πιθανότατα γνώρισε λόγω της συγγενικής της σχέσης με τον διευθυντή του Αριστείδη Μπαλάνο. Το οικοδόμημα (1930-1932) με την καλοδουλεμένη εμφανή λιθοδομή, τη στοά στο ισόγειο και τη λειτουργική κάτοψη αποπνέει μια εξευγενισμένη γραφικότητα, στοιχείο που συναντάται στα μεγαλοαστικά προάστια της Κηφισιάς και του Ψυχικού. Θυμίζει έργα του αρχιτέκτονα Περικλή Σακελλάριου και εντάσσεται στις λιγοστές –απ’ όσο γνωρίζουμε- περιπτώσεις πρώιμου εποικισμού της αττικής ενδοχώρας (σήμερα Μουσείο Ζυγομαλά).

Η ιδιόκτητη κατοικία του αρχιτέκτονα στη Φιλοθέη
Ξεχωριστή άσκηση αποτελεί η ιδιόκτητη κατοικία του Ζουμπουλίδη στη Φιλοθέη, σ’ ένα προνομιακό οικόπεδο στη συμβολή της οδού Καποδιστρίου με τον πεζόδρομο Βασιλίσσης Φρειδερίκης. Η κατοικία του αρχιτέκτονα κτίστηκε το 1934 και με κανένα τρόπο δε θυμίζει τις μεγαλοαστικές επαύλεις του γειτονικού Ψυχικού, ούτε τα περιορισμένου όγκου και μικροαστικού χαρακτήρα σπίτια της Φιλοθέης του ’30. Στέκεται ανάμεσά τους, διαδηλώνοντας την προσωπικότητα, την κοινωνική θέση και τις αρχιτεκτονικές επιλογές του ιδιοκτήτη της. Μέσα σ’ ένα πρισματικό κέλυφος, με αυστηρές γραμμές και όγκους, επενδεδυμένο με κοκκινόπετρα από το νταμάρι της Εκάλης, σε μία σύνδεση προδρομική –θα λέγαμε- του μεταμοντερνισμού, αναβιώνουν δάνεια από τη μινωική αρχιτεκτονική, που τόσο εντυπωσίασε τον Ζουμπουλίδη λίγα χρόνια πριν. Οι κολώνες σε βαθύ πορφυρό χρώμα με την έντονη μείωση δένουν τολμηρά με τα γήινα υλικά και διαδηλώνουν μια διαφορετική έκφανση του «μοντέρνου», ένα αίτημα νεωτερικότητας, που προσπαθεί να αφομοιώσει τα μεγάλα διεθνή ρεύματα και ταυτόχρονα να αντιπαραθέσει μια αρχιτεκτονική δεμένη με την «παράδοση» του συγκεκριμένου τόπου. Οι κίονες, τα ανοίγματα, τα χρώματα, παραπέμπουν άμεσα στα ανάκτορα της Κνωσού. Όμως το πλάσιμο των όγκων, οι αναλογίες πλήρων και κενών, οι γωνιακοί κίονες, το καμπύλο δωμάτιο του ισογείου είναι στοιχεία που συναντώνται στο μοντέρνο κίνημα. Τα δάπεδα στο εσωτερικό του κτιρίου είναι όλα επιστρωμένα με κεραμικά πλακίδια σε σχέδια δικά του και κατασκευασμένα στο εργοστάσιο του φίλου του Βικεντίου Μεφσούτ στον Βόλο. Και εδώ τα μοτίβα, όπως αυτό της τρέχουσας σπείρας, είναι εμπνευσμένα από την κρητομυκηναϊκή παράδοση. Είναι σαφές ότι οι αρχαιολογικές έρευνες του μεσοπολέμου σημάδεψαν τον Ζουμπουλίδη. Η «εικόνα» της αρχαιότητας, όπως την αποκάλυψαν οι μεγάλες ανασκαφικές εργασίες και η εικονογραφική ανακατασκευή της από καλλιτέχνες όπως ο Emile Gillieron και ο Piet de Υong, υπήρξαν γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης. Η κατοικία του αρχιτέκτονα περιβαλλόταν από μεγάλο περιποιημένο κήπο (τμήμα του οποίου διατηρείται μέχρι σήμερα) παραπέμποντας στο μινωικό αρχέτυπο, την εικόνα δηλαδή μιας ειρηνικής, αρμονικής κοινωνίας, που ζει κοντά στη φύση, όπως ακριβώς την αναπαράστησε ο Evans. Στην οικία Ζουμπουλίδη, η εμφανής λιθοδομή με τους ακανόνιστα τοποθετημένους προεξέχοντες λίθους και τις «επιμελώς» διατεταγμένες οπές συνθέτουν ένα αδρό και ταυτόχρονα ζεστό σκηνικό. Είναι η προσωπική απάντηση του Νικολάου Ζουμπουλίδη τόσο στον «ιστορισμό», όσο και στην «ελληνικότητα». Περιορισμένη χρήση μινωικών μοτίβων έκαναν και άλλοι αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου, όπως ο Ιωάννης Αντωνιάδης, στην προσθήκη της οικίας του αρχαιολόγου και ανασκαφέα της Θήρας Σπύρου Μαρινάτου στην κηπούπολη Κυπριάδου στα Πατήσια (1939) και αργότερα στο Μέγαρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1952). Κανείς όμως με την ένταση και την επιμονή του Ζουμπουλίδη.

Δύο υλοποιημένα έργα ναοδομίας
Ίδια επιμονή στη χρήση της εμφανούς λιθοδομής και ειδικότερα της ντόπιας κοκκινόπετρας βλέπουμε και σε δύο έργα ναοδομίας που υλοποίησε ο Ζουμπουλίδης κατά το μεσοπόλεμο όπου συνθέτει πάνω στα βυζαντινά πρότυπα ναούς επεξεργασμένους με τα εργαλεία του μοντέρνου. Θα τους χαρακτηρίζαμε περισσότερο «βυζαντινότροπους» παρά «νεοβυζαντινούς». Ο ναός Αγίου Νικολάου στη Νέα Σινασό θεμελιώθηκε το 1925, σχεδόν ταυτόχρονα με την εγκατάσταση προσφύγων Σινασιτών στην όμορφη αυτή γωνιά της Εύβοιας. Είναι ναός σύνθετος οκταγωνικού τύπου χωρίς προστώο με ενσωματωμένο κωδωνοστάσιο στον άξονα της δυτικής όψης. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η έντονη κλιμάκωση των όγκων του ναού, οι παρεμβαλλόμενες στη λιθοδομή μαύρες κροκάλες, το οδοντωτό γείσο της στέγης και τα πρέκια και οι ποδιές των ανοιγμάτων από σκυρόδεμα. Μια διάθεση πειραματισμού πάνω στα καθιερωμένα πρότυπα είναι παρούσα, ενώ η βασική τυπολογία δεν απομακρύνεται από τα βυζαντινά πρότυπα. Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, αλλά με τις ίδιες βασικές αρχές, ο Ζουμπουλίδης σχεδίασε τον ιδιωτικό ναό Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα στον Αυλώνα. Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1938 και αργότερα δωρήθηκε στην ενορία Αυλώνος. Η εργοδότρια Λουκία Μπαλάνου-Ζυγομαλά παρήγγειλε στον Ζουμπουλίδη έναν ναό «σε τύπο Αγίων Θεοδώρων Μυστρά» (κατά το κείμενο της δωρεάς). Αν και η σύνθεση είναι βασισμένη σε τυπολογικά στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης, αυτά ανασυντίθενται από τον Ζουμπουλίδη με τρόπο ελεύθερο, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να απέχει σημαντικά όχι μόνο του «εν Μυστρά προτύπου του», αλλά και γενικότερα του σύνθετου οκταγωνικού (ή ηπειρωτικού) τύπου. Και στον ναό Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα χαρακτηριστικό στοιχείο της όψης είναι η έντονη κλιμάκωση των όγκων και η κάλυψη των διάφορων επί μέρους χώρων του ναού σε διαφορετικό ύψος. Το πρόπυλο στη δυτική όψη παραπέμπει σαφώς στα βυζαντινά πρότυπα της ελλαδικής σχολής, όμως το περιστώο αντικαθιστά τη βυζαντινή τοξοστοιχεία με νεωτερικούς ευθύγραμμους δοκούς από οπλισμένο σκυρόδεμα. Γενικότερα η νεωτερικότητα, μέσω της χρήσης σκυροδέματος, κάνει την εμφάνιση της στα υποστυλώματα, επίκρανα, δοκούς, αλλά και στα (από εμφανές σκυρόδεμα) θυρώματα των εισόδων του ναού. Δάπεδα από μωσαϊκό, αργολιθοδομές από κοκκινόπετρα με κεραμικά θραύσματα στους αρμούς και μεταλλικά θυρόφυλλα συμπληρώνουν το μορφολογικό λεξιλόγιο. Ο ναός Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα ιστορήθηκε σε «μοντέρνο στιλ» από τον Τάσο Λουκίδη. Οι τρεις τους (Ζυγομαλά, Λουκίδης και Ζουμπουλίδης) φαίνεται ότι συναντήθηκαν στο πλαίσιο της μεσοπολεμικής αναζήτησης της ελληνικής ταυτότητας και εργάστηκαν γι’ αυτήν αθόρυβα, επισκιαζόμενοι από ισχυρές προσωπικότητες της εποχής τους, όπως η Αγγελική Χατζημιχάλη, ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Φώτης Κόντογλου. Τελικά και στα έργα ναοδομίας, όπως και σε άλλα έργα του Ζουμπουλίδη που αναλύθηκαν προηγουμένως, είναι σαφές ότι για τον αρχιτέκτονα το παρελθόν αποτελεί πηγή έμπνευσης, ενώ η σύγχρονη πραγματικότητα παρέχει τα εργαλεία για τη σύνθεση, εργαλεία που χρησιμοποιεί με λιτότητα και συνέπεια.

Μετάβαση από τη δεκαετία του ’20 σε εκείνη του ‘30
Παρατηρούμε ότι το έργο του Ζουμπουλίδη μεταλλάσσεται καθώς τα χρόνια περνούν. Από τα αυστηρά κλασικιστικά υποκαταστήματα της δεκαετίας του ’20 στρέφεται κατά τη δεκαετία του ’30 προς επιλογές όπου ανατολίτικα κεραμικά, μινωικοί και βυζαντινότροποι κίονες αναζωογονούν τα δημόσια έργα του. Τα ιδιωτικά έργα της δεκαετίας του ’30 μας αποκαλύπτουν αντίστοιχα έναν ευαίσθητο χειριστή της εμφανούς λιθοδομής. Οι καλοδουλεμένες λίθινες λεπτομέρειες της ιδιόκτητης κατοικίας του, το εμφανές σκυρόδεμα στο γείσο, τα βαριά «μονολιθικά» πρέκια δημιουργούν αίσθηση που δεν ξεχνιέται εύκολα. Όσο και αν μας εκπλήσσουν οι δημιουργοί του ’20 που μεταστρέφονται, έχει ενδιαφέρον να τους δούμε ως δημιουργούς που αναζητούν, αμφιταλαντεύονται, πειραματίζονται, και ως τέτοιους να τους κρίνουμε.
Το μεταπολεμικό του έργο
Η περίοδος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι απλά μια νέα εποχή, κατά την οποία τα ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ερείσματα του Ζουμπουλίδη φαντάζουν παρωχημένα και ανεπίκαιρα. Μετά την τραγική δεκαετία του πολέμου, στη διάρκεια της οποίας ο Ζουμπουλίδης χάνει τη γυναίκα και τον γιο του, ανατέλλει ένας νέος κόσμος ριζικών ανακατατάξεων, τη γλώσσα του οποίου τόσο ίδιος όσο και άλλοι αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου με δυσκολία κατανοούν. Η μοναχοκόρη του αναχωρεί το 1946 για σπουδές αρχιτεκτονικής στον πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά, το πρόγραμμα ανοικοδόμησης των καταστημάτων της Ε.Τ.Ε. έχει πλέον ολοκληρωθεί και ο ρόλος και η απήχηση του Ζουμπουλίδη περιορίζεται. Συνεχίζει βέβαια να σχεδιάζει, τηρώντας αποστάσεις από τα νέα ρεύματα και πιστός στις προσωπικές του επιλογές. Μεταπολεμικά του έργα στην Αθήνα είναι ο ξενώνας Νοσοκόμων του Ερυθρού Σταυρού και η τετραώροφη πολυκατοικία του Ιωάννη Παπαδημητρίου στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας 60, για τον οποίο είχε προπολεμικά σχεδιάσει το σανατόριο στην Πεντέλη. Στην πολυκατοικία Παπαδημητρίου (1959) ο Ζουμπουλίδης ανασυνθέτει ορισμένα από τα μοτίβα, που χρησιμοποίησε ήδη στο μεσοπόλεμο. Στην επεξεργασία των ολόσωμων μαρμάρινων σκαλοπατιών στην είσοδο του κτιρίου ξαναβλέπει κανείς την επιμελημένη μαρμαροτεχνία των τραπεζικών καταστημάτων. Ανάλογο ρηχό πρόπυλο με τους τέσσερις δωρικούς κίονες της Τράπεζας της Ελλάδος και πολλών υποκαταστημάτων της Ε.Τ.Ε. οριοθετεί τώρα εμφατικά την είσοδο μιας μεγαλοαστικής πολυκατοικίας. Τα τυποποιημένα πλαίσια από σκυρόδεμα σε σχήμα χ στην περίφραξη έχουν ευθείες αναφορές στον μεσοπόλεμο. Ακόμη και το σχέδιο στο περίτεχνο μεταλλικό κιγκλίδωμα των εξωστών της πολυκατοικίας παραλλάσσει τον μινωικό κρίνο, που χρησιμοποίησε ο Ζουμπουλίδης και στη δική του κατοικία.

Πιστός στην αγάπη του για την εξοχή και τη φύση συνέβαλε μεταπολεμικά στη λειτουργία των παιδικών κατασκηνώσεων των Σινασιτών στην Πεντέλη (1948-1957). Συνεχίζει να σχεδιάζει και μετά τη συνταξιοδότησή του από την Τράπεζα, επισκεπτόμενος συχνά την κόρη του Εύα και τον γαμπρό του Κίμωνα Καραγιάννη (επίσης αρχιτέκτονες) στο Μόντρεαλ. Σ’ ένα προσχέδιό του, χρονολογημένο το 1962, που αφορά μάλλον τη μετασκευή τμήματος της πρόσοψης ενός κτιρίου στη Νέα Υόρκη (Sea Fare Inc.), ο Zουμπουλίδης διατάσσει δύο επιβλητικούς μινωικούς κίονες στο ισόγειο (μπροστά από την κεντρική είσοδο) και μια μικρότερου ύψους συστοιχία ένδεκα μινωικών κιόνων στον όροφο, ενώ κιγκλίδωμα με δελφίνια και χταπόδια εναλλάξ, τοποθετείται στον εξώστη του δεύτερου ορόφου. Είναι εμφανές ότι οι μινωικοί κίονες χρησιμοποιούνται από τον αρχιτέκτονα ως art deco μοτίβα μιας σύγχρονης εικονογραφίας, ως κατασκευές του 20ού αι., ως εργαλείο με το οποίο ο Ζουμπουλίδης συναρμολογεί ένα αρχιτεκτονικό «σκηνικό» με τον ίδιο τρόπο που άλλοι αρχιτέκτονες συνέθεσαν φαντασμαγορικές προσόψεις με αιγυπτιακούς ή βαβυλωνιακούς κίονες. Δεν γνωρίζουμε αν το συγκεκριμένο σχέδιο υλοποιήθηκε. Πάντως είτε ως ύστερο art deco, είτε ως πρώιμο «μεταμοντέρνο», το σχέδιο για την Sea Fare Inc. στη Νέα Υόρκη αποτελεί την προσωπική συμβολή του Έλληνα αρχιτέκτονα σε ένα περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού.
Αντί επιλόγου
Επιχειρήθηκε ένα σχεδίασμα για τη ζωή και το έργο ενός σημαντικού αρχιτέκτονα, που αν και ανέπτυξε την κύρια επαγγελματική του δράση μέσα στα πλαίσια ενός μεγάλου Ιδρύματος, κατόρθωσε να σφραγίσει με τις αρχιτεκτονικές του επιλογές, τόσο την εικόνα της Εθνικής Τράπεζας, όσο και -κατ’ επέκταση- της εποχής του. Γοητεύτηκε από την κεραμική δημιουργία. Φτερωτοί γρύπες και ελισσόμενοι βλαστοί συμπλέκονται μαγικά και μοναδικά στο έργο του. Ένας πρόθυμος ταξιδευτής και τρυφερός πατέρας, αρωγός στους πρόσφυγες συμπατριώτες του από τη Σινασό. Φυσιολάτρης μέχρι το τέλος της ζωής του, ενθουσιώδης εξερευνητής της Πάρνηθας και της Πεντέλης. ‘Έζησε σε μια εποχή αλλαγών δημιουργώντας ένα περιβάλλον αστικής κομψότητας, που εν μέσω πολέμων και αβεβαιοτήτων παρέπεμπε σ’ έναν κόσμο ειρηνικό και ευτυχισμένο. Στην αρχή ενός σκιερού πεζοδρόμου, δίπλα στην κατοικία του, η μαρμάρινη προτομή του, προσφορά των κατοίκων της Φιλοθέης, υπενθυμίζει τη συνεισφορά του. Ένας πολύπλευρος άνθρωπος στρατευμένος στην αρχιτεκτονική δημιουργία.
Η Λίλα Θεοδωρίδου είναι Αρχιτέκτων, Καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανικών, Τοπογραφίας και Γεωπληροφορικής του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος με γνωστικό αντικείμενο «Μετασχηματισμοί του Αστικού χώρου και Αρχιτεκτονική Πρακτική». Συγγραφέας μονογραφίας για τον Ν. Ζουμπουλίδη.
Προέλευση εικονογράφησης: Οι σύγχρονες φωτογραφικές λήψεις είναι της συγγραφέως. Οι φωτογραφίες εποχής προέρχονται από τα Α.Ν.Α
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Λίλα Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, Νικόλαος Ζουμπουλίδης. Ένας σημαντικός αρχιτέκτονας. Ένας πολύπλευρος άνθρωπος, Θεσσαλονίκη: εκδ. Δίσιγμα, 2016.
Θανάσης Θ. Σωτηρίου, Βασιλική Πλιάτσικα, «Η επίδραση της μινωικής και μυκηναϊκής τέχνης στο έργο του αρχιτέκτονα Νικόλαου Ζουμπουλίδη», περιοδικό Ιστορία της Τέχνης, 4 (2015) 66-83.
Μαρία Νοδαράκη, Το μινωικό και το μοντέρνο. Αναβιώσεις, ρήξεις και διάλογοι στη δημόσια αρχιτεκτονική της Κρήτης στο μεσοπόλεμο, Διδ. Διατριβή, Αρχιτεκτονική Σχολή Ε.Μ.Π., 2021.
Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, Εμμανουήλ Μαρμαράς, 12 Έλληνες Αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005.