Skip to main content

Θωμάς Δημόπουλος: Διπλωματικές ανακατατάξεις στα Βαλκάνια: οι σχέσεις Ελλάδος-Γιουγκοσλαβίας υπό δοκιμασία (1933-1937)

Θωμάς Δημόπουλος

 

Διπλωματικές ανακατατάξεις στα Βαλκάνια: οι σχέσεις Ελλάδος-Γιουγκοσλαβίας υπό δοκιμασία (1933-1937)

 

Στη μνήμη του δασκάλου μου Σπύρου Σφέτα

 

 

A. Ο δρόμος προς το Βαλκανικό Σύμφωνο της 9ης Φεβρουαρίου 1934

 

Οι ισορροπίες στα Βαλκάνια και η προπαρασκευή του Βαλκανικού Συμφώνου

 Οι Συνθήκες που τερμάτισαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν κατάφεραν να επιλύσουν ουσιαστικά τα εθνικά ζητήματα στα Βαλκάνια. Το σύστημα των Βερσαλλιών ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού ανάμεσα στη θέληση των βαλκανικών λαών και τα συμφέροντα των νικητριών Δυνάμεων. Το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (Γιουγκοσλαβία από το 1929) και η Ελλάδα ανήκαν στους νικητές του Μεγάλου Πολέμου και επεδίωκαν σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου την διατήρηση του status quo και την εμπέδωση των νέων εδαφών και των πληθυσμών τους. Ωστόσο, οι δύο χώρες συνόρευαν σε πολλές περιπτώσεις με αναθεωρητικά κράτη, όπως η Ουγγαρία, η Ιταλία και η Βουλγαρία.

Η Ιταλία ακολουθούσε μια πολιτική περικύκλωσης της Γιουγκοσλαβίας. Για στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους δεν επιθυμούσε να βρίσκεται μια μεγάλη δύναμη στην αντίπερα όχθη της Αδριατικής, ενώ παράλληλα επιθυμούσε να αυξήσει την επιρροή στα Βαλκάνια. Οι διπλωματικές κινήσεις της Ιταλίας σε συνδυασμό με τα σύμφωνα Ελλάδας-Ιταλίας και Ιταλίας-Τουρκίας του 1928, καθώς και το σύμφωνο Ελλάδας-Τουρκίας του 1930 θεωρήθηκαν από την Γαλλία ότι εντάσσονταν στην ίδια ιταλική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου, εκμεταλλευόμενη τις διεθνείς εξελίξεις ξεκίνησε μια διαδικασία προσέγγισης με την Ιταλία και την Τουρκία, ασκώντας με τον τρόπο αυτό πίεση στην παρελκυστική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας με στόχο να εξομαλύνει και με την τελευταία τις σχέσεις της.

Από το 1933 το οικοδόμημα των Βερσαλλιών άρχισε να απειλείται καθώς το σύστημα συλλογικής ασφάλειας κατέρρεε. Η οικονομική κρίση του 1929 και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία ενίσχυσε το αναθεωρητικό μέτωπο στην Ευρώπη. Η γαλλική πολιτική, ανησυχώντας για τις διεθνείς εξελίξεις, προώθησε την σύμπηξη ενός διαβαλκανικού συνασπισμού, ο οποίος θα συνδεόταν έμμεσα με την Μικρή Αντάντ. Παράλληλα, από την άνοιξη του 1933, ο Ρουμάνος υπουργός των Εξωτερικών τάχθηκε υπέρ ενός νέου συμφώνου που θα περιελάβανε περισσότερα κράτη της Βαλκανικής σε μια προσπάθεια επέκτασης της γαλλικής πολιτικής έναντι της ιταλικής και της γερμανικής επιθετικότητας. Ως αρχικός στόχος προτάθηκε η συνεργασία όλων των βαλκανικών κρατών σε πολιτικό, οικονομικό και εμπορικό επίπεδο, ωστόσο, κατόπιν της γαλλικής επιρροής η Βαλκανική Συμφωνία άρχισε να λαμβάνει αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά, που στρέφονταν κυρίως εναντίον των αναθεωρητικών κρατών. Ο υπό δημιουργία συνασπισμός έλαβε σύντομα αντιιταλικά χαρακτηριστικά, ενώ απέτρεπε την προσχώρηση της Βουλγαρίας, καθώς ακρογωνιαίος λίθος του συνασπισμού κατέστη η διατήρηση του status quo.1

Χάρτης των Βαλκανίων της δεκαετίας του 1930.

Η νέα κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος που ανήλθε στην εξουσία τον Μάρτιο του 1933 ήταν ανοιχτή στο ενδεχόμενο προσχώρησης της Ελλάδος σε κάποιο πολυμερές σύμφωνο σε αντίθεση με την έως τότε πολιτική του Βενιζέλου. Η αρχική προσπάθεια δημιουργίας ενός άξονα μεταξύ της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας με στόχο την αποτροπή μιας βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης απέτυχε. Η Ελλάδα ανησύχησε ιδιαίτερα από την βουλγαρική πολιτική καθώς διαφαινόταν ότι η Σόφια προτιμούσε μια προσέγγιση με το Βελιγράδι, την οποία προωθούσε και η Γαλλία, σε ανθελληνική βάση.2 Σύμφωνα με τον Τούρκο πρεσβευτή στην Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση δεν εμπιστευόταν την βουλγαρική καλή θέληση και επιθυμούσε την ενίσχυση της ελληνοτουρκικής φιλίας χωρίς αυτή να τάσσεται υπέρ του ιταλικού ή του γαλλικού συνασπισμού.3 Η προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης ενισχύθηκε μέσω του Συμφώνου «Εγκάρδιας Συνεννόησης» του 1933, το οποίο προέβλεπε την εξασφάλιση του κοινού συνόρου της Θράκης και της συνεννόησης Ελλάδος και Τουρκίας.

Αλέξανδρος Α΄ της Γιουγκοσλαβίας.
Βόρις Γ΄ της Βουλγαρίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Γαλλία ασκούσε πιέσεις με σκοπό μια βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση. Μια πρώτη διάθεση προσέγγισης της Γιουγκοσλαβίας είχε διαφανεί από την βουλγαρική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης τον Οκτώβριο του 1931, έχοντας όμως ημιεπίσημο χαρακτήρα.4 Η κυβέρνηση του Νικόλα Μουσάνωφ (Никола Мушанов) σκεφτόταν την διάλυση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) με σκοπό να μειώσει τις εντάσεις που δημιουργούσε στο εσωτερικό, αλλά κυρίως στο ζήτημα της προσέγγισης με την Γιουγκοσλαβία. Από τον Απρίλιο του 1933 η βουλγαρική κυβέρνηση χορήγησε αμνηστία στους Βούλγαρους αγροτικούς φυγάδες που είχαν καταφύγει στην Γιουγκοσλαβία και ήταν υπέρμαχοι μιας βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης, ενώ στα τέλη του ίδιου μήνα αντιπροσωπεία της σερβικής εκκλησίας με επικεφαλής τον επίσκοπο του Νόβι Σαντ και τον επίσκοπο Αχριδών – Βιτωλίων συλλειτούργησε στη Σόφια με τον Έξαρχο, μητροπολίτη Σόφιας Στέφανο, αν και η βουλγαρική εκκλησία ήταν σχισματική.5 Κατόπιν γαλλικών προτροπών και της διαμεσολάβησης του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών, Πώλ Μπονκούρ (Paul Boncour), ο βασιλιάς Αλέξανδρος πείστηκε να συναντηθεί με τον Βούλγαρο βασιλιά, Βόριδα Γ’. Οι δύο βασιλείς συναντήθηκαν στις 18 Σεπτεμβρίου 1933 στον σιδηροδρομικό σταθμό του Βελιγραδίου. Αν και στην συνάντηση επισημάνθηκαν τα κοινά στοιχεία των δύο λαών, ο βασιλιάς Αλέξανδρος εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτικός απέναντι στον Βούλγαρο βασιλιά όσο ο τελευταίος συνέχιζε να στηρίζει την δράση της ΕΜΕΟ.6

Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των συσκέψεων των υπουργών Εξωτερικών της Μικρής Αντάντ τον Σεπτέμβριο του 1933, οι κυβερνήσεις της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας αποφάσισαν να λάβουν πρωτοβουλίες για την εδραίωση του status quo στα Βαλκάνια. O Γιουγκοσλάβος βασιλιάς, Αλέξανδρος, και ο Ρουμάνος υπουργός των Εξωτερικών, Νικολάε Τιτουλέσκου (Nikolae Titulescu), αποφάσισαν να διενεργήσουν συναντήσεις με τις κυβερνήσεις της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ώστε να επιτευχθεί κάποιου είδους προσέγγιση. Η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε η βαλκανική συνεννόηση να λάβει αντιιταλικό χαρακτήρα, ενώ η Ρουμανία ανησυχούσε για την έναρξη μιας προσέγγισης μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, η οποία θα έστρεφε τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό στην Νότια Δοβρουτσά. Η επιτυχία ή η αποτυχία του εγχειρήματος θα ευνοούσε αντίστοιχα την γαλλική ή την ιταλική πολιτική στα Βαλκάνια.7

6 Νοεμβρίου 1933. Βαλκανική Διάσκεψη για ειρηνική συνύπαρξη στη Θεσσαλονίκη. Μια πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ξεκινώντας τις επαφές του με τις κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών πραγματοποίησε μια συνάντηση με τον βασιλιά Βόριδα στο Ευξείνογκραντ, στις 2 Οκτωβρίου 1933, καθώς ταξίδευε προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός δήλωσε ότι «η επαναπροσέγγιση ήταν εφικτή και επιθυμητή», εφόσον επιλύονταν ορισμένα διμερή θέματα, ωστόσο ο Βόρις ήταν αρνητικός, τονίζοντας ότι μια προσέγγιση δεν ήταν ακόμη εφικτή λόγω των ισχυρών ερεισμάτων της ΕΜΕΟ.8 Ο Αλέξανδρος, επιθυμώντας την συμμετοχή της Βουλγαρίας στο Σύμφωνο πρότεινε μια ευέλικτη φόρμουλα, η οποία θα προέβλεπε την «ασφάλεια» και όχι το απαραβίαστο των συνόρων. Στη συνέχεια, ο Αλέξανδρος συναντήθηκε με τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, Δημήτριο Μάξιμο, όπου του εξέθεσε λεπτομερώς τα όσα είχαν στο μεταξύ διημείφθη με τον Βούλγαρο βασιλιά και τον Τούρκο πρόεδρο. Ο Μάξιμος συμφώνησε και τέθηκε ως βάση της συνεργασίας η απόκρουση οποιασδήποτε εδαφικής μεταβολής στα Βαλκάνια. Το ταξίδι του Γιουγκοσλάβου βασιλιά κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία εργάζονταν προς την διατήρηση του υφιστάμενου status quо, ενώ η Βουλγαρία ήταν απρόθυμη να το αποδεχτεί.9 Λίγες μέρες αργότερα ξεκίνησε ένας νέος γύρος διαβουλεύσεων με αφορμή το ταξίδι του Ρουμάνου υπουργού των Εξωτερικών στα ίδια κράτη. Το περιεχόμενο των συνομιλιών ήταν παρόμοιο με τα διαμειφθέντα κατά το ταξίδι του Γιουγκοσλάβου βασιλιά. Τελικά, συμφωνήθηκε να δοθεί ένα μικρό περιθώριο, ώστε να επιχειρηθεί να καμφθούν οι βουλγαρικές επιφυλάξεις.10

Η ένταση των προσπαθειών για την υπερκέραση των διαφορών ανάμεσα στο Βελιγράδι και τη Σόφια οδήγησαν την κυβέρνηση Τσαλδάρη στο συμπέρασμα ότι η ελληνική διπλωματία όφειλε να αλλάξει την πολιτική που βασιζόταν αποκλειστικά στα διμερή σύμφωνα και να συμμετάσχει σε ένα πολυμερές περιφερειακό σύστημα ασφάλειας. Από την πλευρά της, η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε την προσέγγιση με την Βουλγαρία με σκοπό να την απομακρύνει από την ιταλική επιρροή και να εξασφαλίσει ότι δεν θα αναγκαζόταν να διεξάγει διμέτωπο αγώνα εναντίον της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Για την Γιουγκοσλαβία το σύμφωνο αποτελούσε μια στήριξη σε περίπτωση επιδείνωσης των σχέσεων της με την Ιταλία. Για την Τουρκία και την Ελλάδα, αντίθετα, το σύμφωνο είχε καθαρά ενδοβαλκανικό χαρακτήρα, καθώς η μόνη απειλή προερχόταν από βουλγαρικής πλευράς.11 Αντιλαμβανόμενη την βουλγαρική αδιαλλαξία αναφορικά με το ενδεχόμενο προσχώρησης στο Βαλκανικό Σύμφωνο, η Γιουγκοσλαβία συνέχισε να επιδιώκει την συνεργασία, επεξεργαζόμενη οικονομικές παραχωρήσεις και αντικαθιστώντας τον ανεπιθύμητο πλέον πρεσβευτή Βούκτσεβιτς (Вукчевић) με τον Τσίντσαρ Μάρκοβιτς (Цинцар Марковић).12 

Μέλη και βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος περιστοιχίζουν τον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Αριστερά του όρθιος ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Παράλληλα, η νέα προσπάθεια επίλυσης των ελληνοβουλγαρικών οικονομικών ζητημάτων που επιχειρήθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1933 ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Η επίσκεψη του Βόριδος στο Βελιγράδι και η διαφαινόμενη προσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία παρείχε μεγαλύτερη διαπραγματευτική άνεση στη Σόφια έναντι της Αθήνας.13Στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων συνέβαλε και η προσφυγή της Ελλάδος στην Κοινωνία των Εθνών, λίγους μήνες πριν, καθώς η Βουλγαρία δεν προχωρούσε στην υλοποίηση των αποφάσεων του διαιτητή Ούντεν σχετικά με τα δάση της Ροδόπης.14 Η προσφυγή της Ελλάδος δυσαρέστησε αναμφίβολα την Βουλγαρία, αποτελώντας έναν ακόμη ανασταλτικό παράγοντα.15

 

Η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στο λυκαυγές της βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης

Ο φόβος μιας βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους λόγους που ώθησαν την Τουρκία και την Ελλάδα κυρίως, στην υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934, καθώς η προσέγγιση των δύο σλαβικών κρατών γινόταν πλέον ορατή. Η Βουλγαρία είχε κάνει σαφές με κάθε τρόπο ότι δεν επρόκειτο να προσχωρήσει στο Βαλκανικό Σύμφωνο με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό λόγω της απουσίας του μοναδικού καθαρά βαλκανικού κράτους. Το γεγονός αυτό προσέδιδε στη Βαλκανική Συνεννόηση τον χαρακτήρα ενός αντιβουλγαρικού συνασπισμού. Οι διαδικασίες υπογραφής του συμφώνου προχωρούσαν με πολύ αργούς ρυθμούς καθώς η Γιουγκοσλαβία, παρά τη διαρκή άρνηση της Βουλγαρίας, εξακολουθούσε να επιδιώκει την συνεννόηση μαζί της.

Δημήτριος Μάξιμος, υπουργός Εξωτερικών (1933 – 1935).

Ο Δημήτριος Μάξιμος αποφάσισε να επισκεφθεί τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με ένα διττό σκοπό: αφενός να τις ενημερώσει για το προς υπογραφήν σύμφωνο και, αφετέρου, να επισπεύσει την υπογραφή αυτού.16 Ο Μάξιμος αναχώρησε την 21η Δεκεμβρίου 1933 με πρώτο σταθμό το Ζάγκρεμπ, όπου συναντήθηκε με τον βασιλιά Αλέξανδρο και τον υπουργό των Εξωτερικών, Μπόγκολιουμπ Γιέφτιτς (Богољуб Јевтић). Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του εγκρίθηκε το  προσχέδιο του Βαλκανικού Συμφώνου προτού ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών μεταβεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να βολιδοσκοπήσει την στάση των Μεγάλων Δυνάμεων.17 Το προσχέδιο του συμφώνου περιελάμβανε τρία άρθρα που προέβλεπαν: 1) την αμοιβαία εγγύηση των βαλκανικών συνόρων, 2) την αμοιβαία συνεννόηση επί όλων των ζητημάτων που απέρρεαν από το Βαλκανικό Σύμφωνο και την υποχρέωση να μη προβούν σε καμία διαπραγμάτευση ή συμφωνία με κάποιο άλλο βαλκανικό κράτος χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τα υπόλοιπα και 3) το ζήτημα της προσχώρησης άλλου βαλκανικού κράτους θα αποτελούσε θέμα συζήτησης μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.18

Στο Παρίσι η ιδέα του ενός βαλκανικού συμφώνου έγινε αμέσως δεκτή. Άλλωστε, η Γαλλία εργαζόταν από καιρό με σκοπό την εξασφάλιση του status quo στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ η σύναψη του Συμφώνου θα αποτελούσε διπλωματική νίκη έναντι της Ιταλίας. Στην Ιταλία, ο Μάξιμος συναντήθηκε με τον Μουσολίνι στις 5 Ιανουαρίου 1934. Ο Ιταλός δικτάτωρ δεν φάνηκε ιδιαίτερα επιφυλακτικός προς τη Βαλκανική Συνεννόηση,19  καθώς ο Έλληνας υπουργός του ανέγνωσε το προσχέδιο του Συμφώνου, διαβεβαιώνοντάς ότι η εξασφάλιση των συνόρων αφορούσε μόνο το ενδοβαλκανικό status quo και ότι δεν θα γινόταν κάποια προσπάθεια περί συμμετοχής της Αλβανίας στο Βαλκανικό Σύμφωνο. Τέλος, στο Λονδίνο, ο Έλληνας υπουργός συναντήθηκε με τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ράμσεϊ Μακντόναλντ (Ramsey MacDonald), και τον Βρετανό ομόλογό του, Σερ Τζών Σάιμον (Sir John Simon). Η αγγλική κυβέρνηση, αν και ήταν θετική στο ενδεχόμενο σύμπηξης ενός βαλκανικού συμφώνου, παρατήρησε ότι έπρεπε να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε να επιτευχθεί η συμμετοχή της Βουλγαρίας. Μάλιστα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών πρότεινε την τήρηση μιας διαλλακτικής στάσης προς την Βουλγαρία, ενδίδοντας σε κάποιες αξιώσεις της, όπως η διέξοδος στο Αιγαίο, στο πλαίσιο της συνθήκης του Νεϊγύ.20

Ορισμένες διαφωνίες μεταξύ των κρατών σχετικά με τις διατάξεις του συμφώνου ευνόησαν την παρελκυστική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας, η οποία ζήτησε τρίμηνη αναβολή, επιδιώκοντας μια νέα προσπάθεια προσέγγισης με την Βουλγαρία. Τα τρία άλλα κράτη άρχισαν να ανησυχούν για την γιουγκοσλαβική πολιτική, καθώς η τελευταία επιθυμούσε να διατυπωθεί το σύμφωνο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη θίγεται η προσέγγισή της με τη Βουλγαρία. Τελικά ο Τιτουλέσκου πρότεινε να συναντηθούν οι τέσσερις υπουργοί των Εξωτερικών στις αρχές Φεβρουαρίου στο Βελιγράδι.21  

Η συνάντηση στο Βελιγράδι πραγματοποιήθηκε το διάστημα 3-4 Φεβρουαρίου 1934. Το τελικό κείμενο της συμφωνίας δεν διέφερε καθόλου από το προσχέδιο που είχε καταρτιστεί τον Δεκέμβριο του 1933, όμως, προστέθηκε ένα μυστικό πρωτόκολλο. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη αποδέχονταν τη συνθήκη του Λονδίνου περί του προσδιορισμού του επιτιθέμενου (άρθρο 1), δήλωναν ότι το Βαλκανικό Σύμφωνο δεν στρέφεται εναντίον κάποιας άλλης δύναμης, αλλά σκοπός αυτού είναι η εξασφάλιση της ασφάλειας των βαλκανικών συνόρων από κάθε επίθεση που προέρχεται εκ μέρους βαλκανικού κράτους (άρθρο 2), ενώ σε περίπτωση συνδυασμένης επίθεσης ενός βαλκανικού και ενός μη βαλκανικού κράτους τότε η συμφωνία θα εφαρμοστεί μόνο εναντίον του βαλκανικού κράτους (άρθρο 3). Σύμφωνα με το 4ο άρθρο τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνταν να υπογράψουν τις ανάλογες συμβάσεις για την εφαρμογή του συμφώνου. Το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης υπογράφτηκε στην Αθήνα από τους τέσσερις υπουργούς των Εξωτερικών στις 9 Φεβρουαρίου 1934.

Παρά τον θριαμβευτικό χαρακτήρα που έλαβε η εκδήλωση υπογραφής του Βαλκανικού Συμφώνου, η βουλγαρική κοινή γνώμη θεωρούσε ότι η πολιτική της προσέγγισης με την Γιουγκοσλαβία μπορούσε να συνεχιστεί και θα δεν θα μπορούσε να ανακοπεί από το Βαλκανικό Σύμφωνο.22   Λίγες μέρες αργότερα, στις 19 Φεβρουαρίου 1934 ο Σέρβος Πατριάρχης Βαρνάβας δέχθηκε στο Βελιγράδι τους Βούλγαρους φοιτητές της θεολογικής σχολής της Σόφιας. Στον λόγο του τόνισε τις αγαθές σχέσεις των δύο Εκκλησιών, οι ενέργειες των οποίων αποσκοπούν στην εδραίωση καλών σχέσεων μεταξύ αυτών και των δύο λαών.23 Ο Πατριάρχης Βαρνάβας προσκάλεσε τους Βούλγαρους αρχιερείς στο Βελιγράδι, ως ανταπόδοση της επίσκεψης των Σέρβων αρχιερέων στη Σόφια το προηγούμενο έτος.

Η πανηγυρική υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στις 9 Φεβρουαρίου 1934 στην Ακαδημία Αθηνών.

Η τετραμερής βαλκανική συμφωνία του 1934 κατάφερε να προσεγγίσει τα ευρύτερα εφικτά όρια μιας πολυμερούς βαλκανικής συνθήκης, χωρίς όμως να ανταποκριθεί στην ανάγκη για καθολική συσπείρωση όλων των βαλκανικών κρατών σε έναν ενιαίο συνασπισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συμφωνία που υπογράφτηκε διεύρυνε το χάσμα μεταξύ των τεσσάρων και της Βουλγαρίας, καθώς ο κύριος σκοπός που εξυπηρετούσε ήταν η προάσπιση του status quo, σε αντίθεση με την Βουλγαρία που παρέμενε προσκολλημένη στην επιδίωξη της αναθεώρησης του. Το Βαλκανικό Σύμφωνο αποδείχθηκε σχεδόν από τη στιγμή της υπογραφής του θνησιγενές, καθώς διατηρήθηκαν οι υπάρχοντες άξονες Ελλάδας-Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας-Ρουμανίας. Ελλάδα και Τουρκία επιθυμούσαν την ανάσχεση της διαφαινόμενης σλαβικής προσέγγισης, ενώ Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία την εμπλοκή των δύο πρώτων σε εξωβαλκανικές περιπέτειες.

 

Ο εν Ελλάδι απόηχος του Βαλκανικού Συμφώνου

 Η υπογραφή του Συμφώνου προκάλεσε έντονη πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Η αντιπολίτευση με πρωταγωνιστή τον Βενιζέλο άσκησε δριμεία κριτική έναντι του υπογραφέντος συμφώνου. Ο Βενιζέλος έθετε ως προϋποθέσεις την προσχώρηση της Βουλγαρίας στο Σύμφωνο και την συγκατάθεση της Ιταλίας, ώστε να μην διαρραγούν οι ελληνοϊταλικές σχέσεις και η Ελλάδα να διατηρήσει την ιταλική διπλωματική υποστήριξη έναντι της Γιουγκοσλαβίας.24 Ο Κρης πολιτικός ανησυχούσε ότι το μυστικό πρωτόκολλο ενδεχομένως περιέπλεκε την Ελλάδα σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Ιταλίας.25 Θεωρούσε ότι έπρεπε να επικυρωθεί η συμφωνία για να μην εκτεθεί η Ελλάδα, αλλά να αναλάβει όσο το δυνατό λιγότερες, ή και καθόλου, στρατιωτικές υποχρεώσεις.26 Παράλληλα, η αναιμική υποστήριξη εκ μέρους κάποιων Μεγάλων Δυνάμεων ή και η αποκήρυξη του από κάποιες άλλες εξέθεσαν την κυβέρνηση ως προς τις διαβεβαιώσεις που παρείχε. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πλειοψηφία που κατείχε η αντιπολίτευση στη Γερουσία οδήγησαν στη σύγκληση της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών μεταξύ της 26ης Φεβρουαρίου και της 3ης Μαρτίου 1934, καθώς έπρεπε να εξευρεθεί μια μέση λύση, ώστε να επικυρωθεί η συμφωνία.27

Στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, ο Δημήτριος Μάξιμος τόνισε την αδυναμία των Δυτικών Δυνάμεων να περιορίσουν τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό. Ο Βενιζέλος θεωρούσε απίθανη την προσέγγιση Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας για την παρούσα τουλάχιστον γενιά,28 ενώ επεσήμανε ότι το Βαλκανικό Σύμφωνο δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την προσέγγιση των δύο κρατών σε περίπτωση επίλυσης των βουλγαρογιουγκοσλαβικών ζητημάτων, αλλά αντίθετα θα είχε ως μοναδικό τελικά αποτέλεσμα την επιδείνωση των ελληνοϊταλικών σχέσεων. Η άποψη του Κρητός πολιτικού για το Βαλκανικό Σύμφωνο συνοψίζεται σε μια ερώτηση που έθεσε προς τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς την 28η Φεβρουαρίου 1934, φοβούμενος ότι η Ελλάδα θα αχθεί σε έναν πόλεμο χάριν των γιουγκοσλαβικών συμφερόντων: «Ποιά δουλειά ἔχομεν ἡμείς νά μπλέξουμε μεταξύ Ἰταλίας καί Γιουγκοσλαβίας;».29 

Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ιωάννης Μεταξάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Μεταξάς, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα οφείλει να αποφύγει οιαδήποτε σύγκρουση με την Ιταλία, πρότεινε να υπερψηφισθεί το Βαλκανικό Σύμφωνο, αφού όμως τροποποιηθεί, ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδος έναντι της Ιταλίας καθώς «ἡ Ὲλλάς δεν δύναται να δώσῃ οὔτε την παραμικράν βοήθειαν. Ἡ Ἑλλάς δεν εἴναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη ὑπό θαλάσσης, ἀλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη ὑπό ξηράς».30  Σχετικά με το ζήτημα της απειλής από την σύμπηξη μιας συμμαχίας από τις δύο βαλκανικές σλαβικές χώρες ο Μεταξάς δεν διέβλεπε κάποιο κίνδυνο καθώς εμπιστευόταν τις ιταλικές εγγυήσεις όσον αφορά στην Θεσσαλονίκη. Οι πολιτικοί αρχηγοί συμφώνησαν με τις προτάσεις του Μεταξά, καθώς, αν το Βαλκανικό Σύμφωνο δεν υπερψηφιζόταν, η Ελλάδα θα βρισκόταν εκτεθειμένη και η θέση θα γινόταν δυσχερέστερη, δυσαρεστώντας τα άλλα τρία κράτη.31 Τελικά, το Βαλκανικό Σύμφωνο επικυρώθηκε από τα νομοθετικά σώματα στις 14 Μαρτίου 1934, συνοδευόμενο από μια ερμηνευτική δήλωση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, με την οποία περιόριζε τις υποχρεώσεις της Ελλάδος που απέρρεαν από το σύμφωνο, ώστε να αποκλείεται η περίπτωση εμπλοκής της σε πόλεμο έναντι της Ιταλίας. Ο Μάξιμος δήλωσε ότι «σκοπός τοῦ συμφώνου τῆς Βαλκανικῆς συνεννοήσεως εἶναι μόνο ἡ εγγύησις τῆς ἀσφάλειας τῶν ἐνδοβαλκανικῶν συνόρων ἒναντι ἐπιθέσεως προερχομένης ἐξ οἰουδήποτε Βαλκανικοῦ κράτους. Κατά συνέπειαν ἡ Ἐλλάς ἐν οὐδεμία περιπτώσει δύναται προς ἐκτέλεσιν τῶν διά τοῦ Συμφώνου ἀναλαμβανομένων ὑποχρεώσεων να ἀχθῆ εἰς πόλεμον μἐ οἱανδήποτε τῶν Μεγάλων Δυνάμεων».32

Η ελληνική δήλωση προκάλεσε την δυσφορία και την δυσπιστία εκ μέρους των τριών άλλων κρατών. Η Γιουγκοσλαβία, η οποία από την αρχή ακολουθούσε μια τακτική κωλυσιεργίας, έβρισκε νέες αφορμές μετά από αυτά τα γεγονότα. Ο Γιέφτιτς μετέβη στην Άγκυρα τον Απρίλιο του 1934, ζητώντας τον αποκλεισμό της Ελλάδας από το Βαλκανικό Σύμφωνο. Η τουρκική κυβέρνηση δήλωσε ότι αυτή ήταν μια μη συμφέρουσα επιλογή και τόνισε ότι θα απείχε και η ίδια από κάθε άλλο Σύμφωνο σε περίπτωση που απείχε η Ελλάδα. Τελικά, ο Γιουγκοσλάβος υπουργός των Εξωτερικών υποχώρησε και συμφωνήθηκε η ταχεία σύναψη των στρατιωτικών συμβάσεων, όπως υπαγόρευε το 4ο άρθρο του Μυστικού Πρωτοκόλλου.33

Η δημόσια συζήτηση περί του Βαλκανικού Συμφώνου οδήγησε την ελληνική εξωτερική πολιτική σε δύσκολη θέση. Από τη μια πλευρά η συμμετοχή της Ελλάδας στο πολιτικό σκέλος της Συμφωνίας δυσαρέστησε την Ιταλία, οι σχέσεις με την οποία θα έχουν μια φθίνουσα πορεία έως τον Οκτώβριο του 1940, ενώ από την άλλη πλευρά η οξεία κριτική του Βενιζέλου αλλά και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης επιδείνωσαν τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης διευκόλυνε την βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση καθώς αφενός η Βουλγαρία διέβλεπε την δυσαρέσκεια της Γιουγκοσλαβίας έναντι της Ελλάδας και αφετέρου η Γιουγκοσλαβία ήταν ανασφαλής λόγω της αντίδρασης στο εσωτερικό της Ελλάδος σχετικά με το Βαλκανικό Σύμφωνο. Η Γιουγκοσλαβία, θέλοντας να περιορίσει τους κινδύνους, άρχισε να ασκεί πιο ένθερμα μια διαδικασία προσέγγισης με την Βουλγαρία.

 

B. Η έξοδος της Βουλγαρίας από την απομόνωση και η ατόνηση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων

 

Η έναρξη της βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης και η περαιτέρω αποδυνάμωση της Βαλκανικής Συνεννόησης

Η προσέγγιση Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας συνεχίστηκε παρά την υπογραφή του Συμφώνου. Ήδη από τα τέλη του 1933 αντικαταστάθηκε ο Γιουγκοσλάβος πρεσβευτής στην Σόφια, ενώ ταυτόχρονα τοποθετήθηκε ως πρεσβευτής της Βουλγαρίας στο Βελιγράδι ο Γκεόργκι Κιοσεϊβάνωφ (Георги Кьосеиванов), ένθερμος υποστηρικτής της προσέγγισης των δύο κρατών. Ταυτόχρονα, η υπογραφή των Πρωτοκόλλων της Ρώμης τον Μάρτιο του 1934 ώθησαν την Γιουγκοσλαβία να επαναξιολογήσει την στάση της έναντι της Βουλγαρίας. Οι δύο βασιλείς, Αλέξανδρος και Βόρις, συναντήθηκαν και πάλι μετά τα μέσα Μαρτίου του 1934 με αφορμή τον θάνατο του Βέλγου βασιλιά, Αλβέρτου. Ο Ρουμάνος πρέσβης στο Βερολίνο ενημέρωσε τον Τιτουλέσκου ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών που είχε ο Βόρις με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών συζητήθηκε το ενδεχόμενο προσέγγισης μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Ο Γερμανός υπουργός τόνισε ότι η Γερμανία αναλάμβανε να διευκολύνει την προσέγγιση αυτή.34  Στην Βουλγαρία δρούσε ήδη γερμανικό δίκτυο, το οποίο ενίσχυε την γερμανική προπαγάνδα και επεδίωκε την διατήρηση της Βουλγαρίας και της Αλβανίας εκτός του Βαλκανικού Συμφώνου.35

Η προσπάθεια προσέγγισης μέσω ανταλλαγής επισκέψεων πολιτιστικών ή άλλων συλλόγων κατέδειξε τις δυσκολίες που υπήρχαν. Ο βουλγαρικός λαός και διάφορες μακεδονικές οργανώσεις δεν επεφύλαξαν θετική υποδοχή στις σερβικές αντιπροσωπείες, αποδεικνύοντας ότι η επιχειρούμενη προσέγγιση ήταν μια εκ των άνω προσπάθεια.36 Ωστόσο, η διπλωματική και πολιτική απομόνωση της Βουλγαρία οδήγησε στην άσκηση κριτικής της πολιτικής του Μουσάνωφ και εκδηλώθηκε μια επιθυμία υπέρ της επιστροφής στην πολιτική του Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι (Александар Стамболијски), η οποία τασσόταν υπέρ της εξομάλυνσης των βουλγαρογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Η βουλγαρική κοινή γνώμη άρχισε να αντιμετωπίζει θετικότερα το ενδεχόμενο της προσέγγισης με την Γιουγκοσλαβία μέσω προπαγανδιστικών διαλέξεων και άρθρων του Τύπου, τα οποία έστρεφαν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις προς το Αιγαίο. Η διαφαινόμενη βελτίωση των σχέσεων της Βουλγαρίας με την Γιουγκοσλαβία επέτρεψε στην πρώτη να ασκεί μια πιο επιθετική πολιτική έναντι της Ελλάδας και του ελληνικού πληθυσμού στην Βουλγαρία.

Η εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας μεταβλήθηκε ριζικά μετά το πραξικόπημα της 19ης Μαΐου 1934. Η Στρατιωτική Λίγκα και η οργάνωση Zveno (Σύνδεσμος) ανήλθαν πραξικοπηματικά στην εξουσία με την στήριξη της Γαλλίας, θέτοντας ως βασικό στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής να εξέλθει η χώρα από την απομόνωση και να προσεγγίσει την Γιουγκοσλαβία. Ήδη από τον Φεβρουάριο η Zveno παρατήρησε την δυσθυμία της Γιουγκοσλαβίας στην υπογραφή της Βαλκανικής Συνεννόησης λόγω της μη προσχώρησης της Βουλγαρίας και θεώρησε ότι ήταν μια ευκαιρία που έπρεπε να εκμεταλλευτούν.37 Έως τον Ιούνιο του 1934 η κυβέρνηση του Κίμωνος Γκεοργκίεφ (Кимон Георгиев) απήλλαξε την περιοχή του Πετριτσίου από την ΕΜΕΟ, κάνοντας το σημαντικότερο βήμα για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων.38 Ο γαλλικός και ο γιουγκοσλαβικός Τύπος αντιμετώπιζαν θετικά την πολιτική αλλαγή που επήλθε και προσέβλεπαν σε μια βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση.

Ωστόσο, η δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου σε συνδυασμό με την κρίση που αυτή προκάλεσε στην Ευρώπη οδήγησε σε στασιμότητα την βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση. Παράλληλα, η δολοφονία του Γιουγκοσλάβου βασιλιά οδήγησε σε μερική συσπείρωση την Βαλκανική Συνεννόηση. Οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις δεν προχώρησαν για το μεγαλύτερο διάστημα του 1935, ωστόσο, η ανάληψη της εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία από τον Μίλαν Στογιαντίνοβιτς (Милан Стојадиновић), ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης, έδωσε μια νέα δυναμική στην διαδικασία αυτή.

Η απώλεια του Γιουγκοσλάβου βασιλιά κόστισε κυρίως στην Βαλκανική Συνεννόηση, καθώς απώλεσε έναν από τους πρωτεργάτες της, ενώ παράλληλα άρχισαν να διατυπώνονται φόβοι για το ενδεχόμενο ενός θερμότερου εναγκαλισμού μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας.39 Η δημοσίευση κοινού ανακοινωθέντος μετά την διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών της Μικρής Αντάντ και της Βαλκανικής Συνεννόησης στις 19 Οκτωβρίου 1934 προκάλεσε φόβο τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό σχετικά με το ενδεχόμενο συγχώνευσης των δύο συνασπισμών και την εμπλοκή της Ελλάδας σε εξωβαλκανικά ζητήματα. Ο Μάξιμος στην προσπάθεια του να καθησυχάσει τις εν Ελλάδι αντιδράσεις δήλωσε ότι το κοινό ανακοινωθέν ήταν μια εκδήλωση συμπάθειας και ηθικής αλληλεγγύης προς την Γιουγκοσλαβία.40 Η Ελλάδα και η Τουρκία δέχθηκαν την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος καθώς επιθυμούσαν να διαφανεί το ενωτικό κλίμα μεταξύ των τεσσάρων κρατών.

Μασσαλία, 9 Οκτωβρίου 1934. Η δολοφονία του Αλεξάνδρου Α΄ της Γιουγκοσλαβίας.

 

Assassination of King Alexander I of Yugoslavia & Louis Barthou (1934) | British Pathé (FILM ID:799.12)

Η γιουγκοσλαβική στήριξη προς την Ελλάδα έλαβε ουσιαστικότερη μορφή κατά τα γεγονότα του κινήματος του Βενιζέλου της 1ης Μαρτίου 1935, μέσω της αποστολής αεροπλάνων. Η συγκέντρωση βουλγαρικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ελλάδα ενίσχυσαν τους ελληνικούς φόβους για μια ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση. Η Τουρκία, σε απάντηση στην βουλγαρική ενέργεια, συγκέντρωσε στρατεύματα στα βουλγαροτουρκικά σύνορα, θέλοντας να αποτρέψει τις όποιες βουλγαρικές σκέψεις περί κατάληψης ελληνικού εδάφους. Παράλληλα, και η Ιταλία διέβλεπε την αναταραχή στην Ελλάδα ως μια ενδεχόμενη αφορμή αύξησης της επιρροής της στην ανατολική Μεσόγειο. Με την στάση της, η Βαλκανική Συνεννόηση κατέστησε σαφές ότι οι ελληνικές αναταραχές δεν αποτελούσαν πεδίο για επεκτατική πολιτική εκ μέρους άλλων κρατών. Η άμεση αντίδραση της και η επιτυχία που είχε, αποτρέποντας κάθε επίδοξο τυχοδιώκτη, συνέβαλε στην έστω και προσωρινή συσπείρωση των μελών της.41

Μετά την επικράτηση της κυβέρνησης της Αθήνα στα γεγονότα του Μαρτίου του 1935 ανακινήθηκε το ζήτημα του πολιτειακού. Ο Κονδύλης, θέλοντας να προετοιμάσει την γιουγκοσλαβική κυβέρνηση για την επερχόμενη παλινόρθωση επισκέφθηκε στα μέσα Ιουλίου την Γιουγκοσλαβία και είχε συνομιλίες με τον αντιβασιλέα Παύλο και τον Στογιαντίνοβιτς. Ο Κονδύλης συμφώνησε κατά την συνάντηση στο Μπλέντ με τον Γιουγκοσλάβο πρωθυπουργό και τον Αντιβασιλέα Παύλο ότι το Βαλκανικό Σύμφωνο αποτελεί γνώμονα της πολιτικής των δύο κρατών. Ο Κονδύλης επιβεβαίωσε ότι μια ενδεχόμενη παλινόρθωση της μοναρχίας δεν θα μετέβαλε τις αρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ επεσήμανε ότι η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην ελληνογιουγκοσλαβική φιλία.42 Παράλληλα, στις αρχές Αυγούστου ο Τσαλδάρης, κατευθυνόμενος προς την Βαυαρία, επισκέφθηκε τον αντιβασιλέα Παύλο και τον ενημέρωσε σχετικώς. Ο Παύλος τάχθηκε υπέρ της παλινόρθωσης και μάλιστα άμεσα, καθώς είχε νυμφευθεί την κόρη του πρίγκιπα Νικολάου και, επομένως, υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων.43

Oι διεθνείς εξελίξεις σε συνδυασμό με την οξυμένη κατάσταση λόγω της αιθιοπικής κρίσης καθώς και της εσωτερικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα σχετικά με τις υποχρεώσεις της Ελλάδος στη Βαλκανική Συνεννόηση ώθησαν τον Γιουγκοσλάβο πρωθυπουργό να ζητήσει τον Ιανουάριο του 1936 από την Ελλάδα να καθορίσει την στάση στις εξής περιπτώσεις441) Ἐάν ἡ Ἑλλάς θά συνεχίσῃ τήν πολιτικήν τῆς Βαλκανικῆς Συνεννοήσεως. 2) Ἐάν ἡ Ἑλλάς εἶναι ἑτοίμη νά συνάψῃ μετά τῶν ἄλλων κρατῶν μελῶν τῆς Βαλκανικῆς Συνεννοήσεως σύμβασιν στρατιωτικήν: α) Ἐπί τῇ ὑποθέσει βαλκανικῆς συρράξεως εἰς ἣν θά ἀνεμιγνύετο ἐναντίον τῆς Βαλκανικῆς Συνεννοήσεως ἡ Ἰταλία. β) Ἐπί τῇ ὑποθέσει καθαρῶς βαλκανικῆς συρράξεως καί γ) Ἐπί τῇ ὑποθέσει συρράξεως εἰς ἣν θά ἐνεπλέκετο ἡ Ἰταλία κατά τῆς Ἀγγλίας καί τῆς Γαλλίας καί εἰς ἣν αἱ χῶραι τῆς Βαλκανικῆς Συνεννοήσεως θά ἐτίθεντο μέ τό μέρος τῶν τελευταίων τούτων δυνάμεων. Η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε κυρίως, εκτός της ελάχιστης στρατιωτικής βοήθειας της Ελλάδας, την υπονόμευση της ελληνοϊταλικής φιλίας, ώστε να παρουσιάζεται ως προστάτιδα δύναμη της Ελλάδος.

Ο Μεταξάς, έχοντας αναλάβει την πρωθυπουργία μετά τον θάνατο του Δεμερτζή και υπό την ιδιότητα του ως υπουργός των Εξωτερικών εκπροσώπησε την Ελλάδα στο συμβούλιο της Βαλκανικής Συνεννόησης τον Μάιο του 1936. Στο Βελιγράδι, ο Μεταξάς παρουσίασε αναλυτικά τις απόψεις της κυβέρνησης του και κατόπιν μακράς συζήτησης κατάφερε να διασκεδάσει την δυσπιστία των τριών άλλων κρατών.45 Ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε ότι: 1) Η Ελλάδα είναι «σταθερῶς ἀποφασισμένη να συνεχίσῃ την πολιτικήν τῆς Βαλκανικῆς Συνεννοήσεως ἐν τῷ πλέον εἰλικρινεῖ πνεύματι στενῆς, πίστῆς και μονίμου συνεργασίας μετά τῶν Βαλκανικῶν Συμμάχων της». Επίσης, δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν δεσμεύεται με άλλα σύμφωνα πέραν του ελληνοϊταλικού συμφώνου του 1928. 2 α) Σχετικά με την περίπτωση της βαλκανικής σύρραξης, στην οποία θα μετείχε και η Ιταλία εναντίον της Βαλκανικής Συνεννόησης, «ἡ Ἑλλάς … θεωρεῖὅτι δεν θα δυνηθῇ να ἐμπλακῇ αὐτομάτωςεἰς τον πόλεμον, ἀλλά θα τηρήσῃ ἐν τῷ καλῶς ἐννοουυμένῳ συμφέροντι τοῦ Βαλκανικοῦ Συνασπιμοῦ, οὐδετερότητα ἐν πλήρει συμμορφώσει με τάς ὑποχρεώσεις τοῦ Συμφώνου τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν… Ἐνὄψει λοιπόν τῆς ὑποθέσεως ταύτης ἡ Ἑλλάς ἐκτιμάὅτι δεν συντρέχει λόγος συνάψεως Στρατιωτικῆς Συμβάσεως». β)Στην περίπτωση αμιγώς βαλκανικής σύρραξης «ἡ Ἑλλάς θα λάβῃ μέρος εἰς την σύρραξιν με τάς καθρισθησομένας δυνάμεις ἐπεμβάσεως. Εἶναι, συνεπῶς, διά την περίπτωσιν ταύτην ἑτοιμη να συνάψῃ Στρατιωτικήν Σύμβασιν μετά τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Βαλκανικῆς Συνεννοήσεως». Η προς υπογραφή στρατιωτική σύμβαση θα προέβλεπε την περίπτωση όπου κάποιο μέλος της Βαλκανικής Συνεννόησης θα δεχόταν επίθεση από την Αλβανία ή την Βουλγαρία μεμονωμένα ή συνδυασμένα από κοινού ή σε συνεργασία με την Ουγγαρία. γ)Όσον αφορά στην περίπτωση συρράξεως μιας Μεγάλης Δύναμης με την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία, όπου τα μέλη της Βαλκανικής Συνεννοήσεως επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στο πλευρό των τελευταίων «ἡ Ἑλλάς εἶναι διατεθειμένη να συνεννοηθῇ εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις με την Μεγάλην Βρεττανίαν και την Γαλλίαν, ὡς ἐπίσης και με τους Βαλκανικούς Συμμάχους της, ἵνα καθορίσῆ την ἔκτασιν και τον τρόπον ἐνεργείας της. Κατόπιν της ελληνικής τοποθέτησης ο Στογιαντίνοβιτς δήλωσε ότι: «Το ἐλληνικόν ζήτημα ἐρρυθμίσθη πλήρως, συμφώνως προς τάς ἐπιθυμίας τοῦ κ. Μεταξᾶ. Ἀναγνωρίζομεν ὅτι αἱ ἐρμηνευτικαί δηλώσεις τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως και τῶν Νομοθετικῶν Σωμάτων συμφωνοῦν ἀπολύτως προς το πνεῦμα τοῦ Βαλκανικοῦ Συμφώνου και ὅτι αἱ ὑποχρεώσεις τῆς Ἑλλάδος, σαφέστατα καθοριζόμεναι εἶναι ἀποκλειστικῶς βαλκανικαί. Μετά τάς ἐξηγήσεις τοῦ κ. Μεταξᾶ ἡ Βαλκανική Συνεννόησις ἐξέρχεται ἑνισχυμένη».

Το σύνολο του πολιτικού κόσμου στα μέσα του 1936 είχε πεισθεί ότι η ελληνική ασφάλεια έπρεπε να στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την Μεγάλη Βρετανία όσον αφορά στην προστασία των θαλασσίων συνόρων και την Βαλκανική Συνεννόηση όσον αφορά στην προστασία των χερσαίων συνόρων. Ωστόσο, παρά την φαινομενική ενδυνάμωση της Βαλκανικής Συνεννόησης μέσω του ανακοινωθέντος του Μόνιμου Συμβουλίου της Βαλκανικής Συνεννόησης, ο τετραμερής βαλκανικός συνασπισμός βρισκόταν σε μια διαδικασία αποσύνθεσης. Η πολιτική, κυρίως, του Στογιαντίνοβιτς αποσκοπούσε στην προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με την Βουλγαρία, την Ιταλία και την Γερμανία. Η Ιταλία μάλιστα λίγες μέρες μετά τη δήλωση του Μεταξά πληροφορήθηκε μέσω του Γιουγκοσλάβου πρωθυπουργού την πρόθεση της Ελλάδας να προσχωρήσει στον γαλλοβρετανικό συνασπισμό σε βάρος της Ιταλίας με αποτέλεσμα να διαρραγούν πλήρως οι σχέσεις των δύο κρατών μετά και την υιοθέτηση των κυρώσεων, που επέβαλε η Κοινωνία των Εθνών στην Ιταλία, από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1935.46

Αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στις χώρες των συμβαλλομένων μερών την επομένη της συνομολόγησης του Βαλκανικού Συμφώνου το 1934 στην Αθήνα.
Η εξέλιξη των βουλγαρογιουγκοσλαβικών σχέσεων και η προπαρασκευή του Συμφώνου Αιώνιας Φιλίας

Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Στογιαντίνοβιτς στην Γιουγκοσλαβία τον Ιούνιο του 1935 συνδέθηκε κυρίως με την προσέγγιση της χώρας του με την Βουλγαρία με αποκορύφωμα το Σύμφωνο Αιώνιας Φιλίας της 24ης Ιανουαρίου 1937. Ο Στογιαντίνοβιτς προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα καθώς σταδιακά γινόταν όλο και πιο φανερή η απόσταση μεταξύ των κρατών της Βαλκανικής Συνεννόησης, ενώ ταυτόχρονα η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία τηρούσαν μια παθητική στάση στην ιταλική και την γερμανική επιθετικότητα. Ταυτόχρονα, η διάλυση της ΕΜΕΟ στη Βουλγαρία από το 1934 είχε προλειάνει το έδαφος για την επικείμενη προσέγγιση των δύο κρατών.

Η σταδιακή βελτίωση των σχέσεων των δύο κρατών συνδυάστηκε με μια συνεχώς αυξανόμενα επιθετική πολιτική της Βουλγαρίας προς την Ελλάδα καθώς εξήλθε της διπλωματικής απομόνωσης στα Βαλκάνια, ενώ υποστηριζόταν και από την Γερμανία, της οποία η δύναμη αυξανόταν στην ευρωπαϊκή σκηνή. Παράλληλα, στις υπονόμευση των διμερών σχέσεων συνέβαλλε και ο Τύπος των δύο κρατών, ο οποίος περιείχε εκατέρωθεν κατηγορίες σχετικά με τις βλέψεις του ετέρου κράτους.47 Στις κακές ελληνοβουλγαρικές σχέσεις συνέβαλλε και η συνέχιση ενός τελωνειακού πολέμου που υφίστατο μεταξύ των δύο κρατών από τις αρχές της δεκαετίας.

Παράλληλα, από τις αρχές του 1935 Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία άρχισαν και πάλι να εργάζονται με σκοπό την προσέγγιση των δύο λαών. Η Γαλλία, βλέποντας ήδη από τον Απρίλιο την κατεύθυνση που λάμβανε η γιουγκοσλαβική πολιτική, τοποθέτησε ως πρεσβευτή στο Βελιγράδι τον Νταμπιέρ (Robert de Dampierre), ο οποίος νωρίτερα υπηρετούσε ως σύμβουλος στη γαλλική πρεσβεία της Ρώμης. Η αλλαγή αυτή στο προσωπικό της γαλλικής πρεσβείας στη Γιουγκοσλαβία έγινε ώστε να υπάρχει συστηματικότερη παρακολούθηση των ιταλογιουγκοσλαβικών σχέσεων, αφού ο Νταμπιέρ ήταν άριστος γνώστης των ιταλικών πραγμάτων.48 Η βουλγαρική πολιτική σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Βουλγαρίας συνεχίστηκε. Τον Ιούλιο του 1935 οι βουλγαρικές αρχές απείλησαν τους Έλληνες της Σωζόπολης που δεν διέθεταν διαβατήριο ή προξενική πιστοποίηση ότι εάν δεν λάβουν την βουλγαρική ιθαγένεια θα απελαθούν.49

Η ανάληψη της κυβέρνησης από τον Κιοσεϊβάνωφ, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της προσέγγισης με την Γιουγκοσλαβία και είχε διατελέσει πρέσβης στο Βελιγράδι, οδήγησε στην σταδιακή επιτάχυνση της προσπάθειας. Ο νέος πρωθυπουργός δήλωσε ότι είχε πρόθεση να συσφίξει τις σχέσεις του με όλους τους γείτονες κάνοντας, όμως, ειδική μνεία για τις βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Παρά τις δηλώσεις του Κιοσεϊβάνωφ στο διπλωματικό τοπίο δεν σημειώθηκε κάποια μεταβολή. Ο αντιβασιλέας Παύλος, όντας πιο επιφυλακτικός από τον Στογιαντίνοβιτς όσον αφορά στην προσέγγιση με την Βουλγαρία, ανέφερε στον Νικόλαο Πολίτη ότι δεν εμπιστευόταν την Βουλγαρία, θεωρώντας την άπληστη και παρέμενε υπέρμαχος της διατήρησης της Βαλκανικής Συνεννόησης. Παρόλα αυτά, επιθυμούσε την βελτίωση των σχέσεων με την Βουλγαρία σε οικονομικό επίπεδο.50  Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία ικανοποιούνταν με τα βήματα βουλγαρογιουγκοσλαβικής προσέγγισης, καθώς αποσκοπούσαν στην απεξάρτηση της Βουλγαρίας από την ιταλική σφαίρα επιρροής.51

Η έντονη μυστικότητα των αρμόδιων υπηρεσιών, η άκρα επιφυλακτικότητα της κυβέρνησης και το ανελεύθερο καθεστώς του Τύπου περιόριζαν τα μέσα εξακρίβωσης της σημασίας των γεγονότων για τις ξένες αποστολές. Ο ελληνικός Τύπος θεωρούσε ότι ο αντιβασιλέας Παύλος θα προσπαθούσε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Βούλγαρου βασιλιά να τον πείσει να προσχωρήσει η Βουλγαρία στη Βαλκανική Συνεννόηση σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την Βουλγαρία από την σφαίρα της ιταλικής επιρροής.52  Ωστόσο, υπήρχε προβληματισμός λόγω της αποκλίνουσας πολιτικής μεταξύ του Γιουγκοσλάβου πρωθυπουργού και του αντιβασιλέα Παύλου καθώς ο πρώτος προσπαθούσε να αναπτύξει τις σχέσεις του με τη Γερμανία και την Ιταλία σε αντίθεση με τον δεύτερο που ασκούσε φιλοβρετανική πολιτική.53

Οι επαφές μεταξύ Βούλγαρων και Γιουγκοσλάβων άρχισαν σταδιακά να πυκνώνουν. Τον Σεπτέμβριο του 1936 Βούλγαροι κληρικοί επισκέφθηκαν τη νότια Σερβία. Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση παρείχε πλήρη ελευθερία στους βουλγαρόφωνους πληθυσμούς της περιοχής. Οι κάτοικοι υποδέχθηκαν τους Βούλγαρους κληρικούς ένθερμα, αποδεικνύοντας ότι η εικοσαετής προσπάθεια εκσερβισμού δεν είχε αποδώσει λόγω της έως πρότινος δράσης της ΕΜΕΟ.54  Η επίσκεψη του Βούλγαρου πρωθυπουργού στο Βελιγράδι στις 12 Οκτωβρίου 1936 σχολιάστηκε πολύ θετικά από τον γιουγκοσλαβικό Τύπο. Σκοπός της επίσκεψης του Κιοσεϊβάνωφ ήταν η περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο κρατών, χωρίς όμως να σημειωθεί κάποια ουσιαστική πρόοδος, σύμφωνα με την έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στο Βελιγράδι.55

Η τόσο έντονη κινητικότητα μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο σλαβικών κρατών ανησύχησαν τα υπόλοιπα μέλη της Βαλκανικής Συνεννόησης. Η τουρκική κυβέρνηση άσκησε πιέσεις, ώστε ο Στογιαντίνοβιτς να επισκεφθεί την Τουρκία με τον τελευταίο να δέχεται απρόθυμα να επισκεφθεί την Άγκυρα στα τέλη Οκτωβρίου του 1936.56 Ο Στογιαντίνοβιτς ενημέρωσε τον Ινονού (İsmet İnönü) ότι η Βουλγαρία προέβη σε βολιδοσκόπηση σχετικά με τη σύναψη συμφώνου φιλίας με την Γιουγκοσλαβία. Ο Τούρκος πρωθυπουργός φάνηκε θετικός, ωστόσο τόνισε ότι πρέπει να συζητηθεί το θέμα στο συμβούλιο της Βαλκανικής Συνεννόησης. Ο Ινονού θεώρησε πιθανό ότι η Γιουγκοσλαβία θα έθετε το θέμα στην προσεχή σύνοδο του Μόνιμου Συμβουλίου της Βαλκανικής Συνεννόησης στις 15 Φεβρουαρίου 1937.

Αττατούρκ, Στογιαντίνοβιτς και Μεταξάς στην Άγκυρα (Μάρτιος 1938).

Λίγες μέρες αργότερα ο Στογιαντίνοβιτς επισκέφθηκε το Κρίτσιμ της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του με τους Βόριδα και Κιοσεϊβάνωφ δήλωσε πως επιθυμούσε και ο ίδιος την υπογραφή ενός συμφώνου με μια και μοναδική παράγραφο, η ουσία της οποίας θα αποδιδόταν με τη φράση: «Αιώνια φιλία μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας». Λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Στογιαντίνοβιτς, ο Βούλγαρος πρωθυπουργός δήλωσε ότι δεν υπήρχαν πλέον εκκρεμή ζητήματα με την Γιουγκοσλαβία. Η ουσία της δήλωσης ήταν ότι η Βουλγαρία παραιτούνταν από την γιουγκοσλαβική Μακεδονία με σκοπό να ξεπεραστεί και το τελευταίο εμπόδιο για την προσέγγιση των δύο κρατών. Στις 27 Νοεμβρίου, ο Κιοσεϊβάνωφ πρότεινε και επίσημα τη σύναψη ενός βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου.57

Μετά τη συνάντηση των Κιοσεϊβάνωφ και Στογιαντίνοβιτς, όπου προτάθηκε η σύναψη διμερούς συμφώνου, ξεκίνησε μια διαδικασία βολιδοσκόπησης των άλλων μελών της Βαλκανικής Συνεννόησης εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας. Η τουρκική πλευρά είχε δυσαρεστηθεί με την γιουγκοσλαβική πολιτική, καθώς Τουρκία και Γιουγκοσλαβία είχαν αναπτύξει άριστες σχέσεις λόγω της ιταλικής επιθετικότητας. Η Τουρκία επιθυμούσε να ολοκληρωθεί η βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για την Βαλκανική Συνεννόηση καθώς η ίδια βρισκόταν παράλληλα σε διαπραγματεύσεις με την Γαλλία για την επίλυση των διαφορών τους στην περιοχή της Αλεξανδρέττας.58 Ο Αράς τόνισε στον Σπυρίδωνα Πολυχρονιάδη ότι ο Στογιαντίνοβιτς ήταν πρόθυμος να παρέχει ενυπόγραφη υπόσχεση ότι, εάν κατά τις ελληνοβουλγαρικές διαπραγματεύσεις η Βουλγαρία ζητούσε κάθοδο στο Αιγαίο, η Γιουγκοσλαβία θα τασσόταν υπέρ της Ελλάδος και της Τουρκίας.59

Παράλληλα, κατά τη διάρκεια συνομιλιών του Έλληνα πρεσβευτή στο Βελιγράδι με τον Γιουγκοσλάβο πρωθυπουργό, ο τελευταίος δήλωσε ότι σε περίπτωση άρνησης εκ μέρους των άλλων μελών της Βαλκανικής Συνεννόησης για σύναψη του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου θα διαφαινόταν έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Γιουγκοσλαβία, επηρεάζοντας την εσωτερική συνοχή αλλά και το κύρος που εξέπεμπε η Συνεννόηση.60 Ταυτόχρονα, ο Στογιαντίνοβιτς σε μια προσπάθεια να μετριάσει την ανησυχία της Γαλλίας διεμήνυσε στον Γάλλο πρεσβευτή ότι, εάν η Γιουγκοσλαβία δεν δεχόταν την προταθείσα συμφωνία, τότε η Βουλγαρία θα ωθούνταν προς τη Γερμανία.61 Τελικά, Ελλάδα και Ρουμανία αποφάσισαν περί τα τέλη Δεκεμβρίου να μην ασκήσουν περισσότερη πίεση στην Γιουγκοσλαβία, ακολουθώντας την πολιτική της Τουρκίας, δίνοντας την συγκατάθεσή τους για την υπογραφή του συμφώνου στα τέλη Δεκεμβρίου με την προϋπόθεση ότι ο Στογιαντίνοβιτς θα παρείχε διαβεβαιώσεις περί της σταθερότητας της Βαλκανικής Συνεννόησης στην προγραμματισμένη για τις 15 Φεβρουαρίου 1937 σύνοδο του Μόνιμου Συμβουλίου της Βαλκανικής Συνεννόησης.62

Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, έχοντας λάβει τη συγκατάθεση των υπόλοιπων μελών της Βαλκανικής Συνεννόησης, επέσπευσε τις διαδικασίες υπογραφής του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου. Την 1η Ιανουαρίου του 1937 η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δημοσίευσε μια επίσημη ανακοίνωση, στην οποία έδινε θετική απάντηση στη βουλγαρική πρόταση περί υπογραφής συμφώνου μη επιθέσεως.63 Υπό τις νέες εξελίξεις η βουλγαρική κοινή γνώμη πίστευε ότι η γιουγκοσλαβική πολιτική θα στήριζε τις βουλγαρικές βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας ως αντάλλαγμα της παραίτησης της Βουλγαρίας από την σερβική Μακεδονία. Παράλληλα, υπήρχε η άποψη περί κοινής ανθελληνικής πολιτικής με σκοπό η Γιουγκοσλαβία να καταλάβει την Θεσσαλονίκη και η Βουλγαρία την Δυτική Θράκη.64 Σύμφωνα με πληροφορίες του ελληνικού Τύπου οι διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση του συμφώνου προχωρούσαν ταχύτατα και φημολογούταν ότι θα υπογραφεί έως τα τέλη του Ιανουαρίου του 1937.65

Τελικά στις 24 Ιανουαρίου 1937 υπογράφηκε στο Βελιγράδι το βουλγαρογιουγκοσλαβικό Σύμφωνο Αιώνιας Φιλίας. Το Σύμφωνο είχε ασυνήθιστη μορφή καθώς περιείχε μόλις ένα άρθρο, στο οποίο δεν διασαφηνίζονταν οι αμοιβαίες υποχρεώσεις, παρά μόνο οριζόταν ότι στο εξής «θα υπήρχε αδιάρρηκτη ειρήνη και ειλικρινής και αιώνια φιλία μεταξύ του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας και του Βασιλείου της Βουλγαρίας», ενώ δεν υπήρχε καμία αναφορά στο Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών. Παρά τις διθυραμβικές δηλώσεις των δύο πρωθυπουργών η προσέγγιση αυτή ήταν αρκετά τεχνητή καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης και εγκαρδιότητας που αναπτύχθηκαν ανάμεσα τους από τον καιρό που ο Βούλγαρος πρωθυπουργός υπηρετούσε ως πρεσβευτής στη Γιουγκοσλαβία. Παρά τη συμφωνία για αποσιώπηση του σημαντικότερου ζητήματος για το οποίο συγκρούονταν οι δύο λαοί, το Μακεδονικό, θα επανεμφανιζόταν μόλις λίγα χρόνια αργότερα.66

Οι πρωθυπουργοί της Βουλγαρίας Γκεόργκι Κιοσεϊβάνωφ (αριστερά) και Μίλαν Στογιαντίνοβιτς υπογράφουν το Σύμφωνο Αιώνιας Φιλίας μεταξύ των δυο χωρών.

Η λιτή μορφή του συμφώνου γέννησε φόβους περί ύπαρξης μυστικών πρωτοκόλλων. Όπως αποδείχθηκε μελλοντικά δεν υπήρχε σαφής ανθελληνική ρήτρα, αλλά, εάν άλλαζαν ριζικά οι διεθνείς σχέσεις, ο Στογιαντίνοβιτς δεν είχε ενδοιασμούς να στρέψει τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό προς την Ελλάδα και την Ρουμανία, αναζητώντας οφέλη και για την Γιουγκοσλαβία. Ωστόσο, δεν παρείχε κάποιο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα στη Βουλγαρία. Το πρώτο διάστημα μετά την υπογραφή της συμφωνίας οι πληροφορίες που λάμβαναν οι πρεσβευτές ήταν ελάχιστες καθώς υπήρχε έντονη μυστικότητα από τον Στογιαντίνοβιτς και τον Γιουγκοσλάβο αντιβασιλέα σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας. Αν και ο αντιβασιλέας Παύλος αντιπαθούσε τους Βούλγαρους, πείστηκε πιθανότατα από τον βρετανικό παράγοντα να μεταβάλει την στάση του, καθώς ο Βρετανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι τάχθηκε υπέρ του συμφώνου σε συνομιλία που είχε με τον πρώτο.

Τα μέλη της Βαλκανικής Συνεννόησης αναγκάστηκαν να συναινέσουν στη σύναψη του Συμφώνου Αιώνας Φιλίας, καθώς δεν επιθυμούσαν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Γιουγκοσλαβία ή να μειώσουν την ισχύ που διέθετε η Συνεννόηση διεθνώς. Σκοπός της Βαλκανικής Συνεννόησης ήταν να μεταδώσουν ένα κλίμα συνοχής και σύμπνοιας στο εξωτερικό, ακόμα και αν αυτό πρακτικά δεν υπήρχε. Τα τρία άλλα μέλη της Βαλκανικής Συνεννόησης αρκέστηκαν στην δήλωση του Στογιαντίνοβιτς κατά την εν Αθήναις σύνοδο της Συνεννόησης μεταξύ 15 και 18 Φεβρουαρίου 1937, η οποία ανέφερε ότι το υπογραφέν σύμφωνο «ὀυδαμῶς θίγει τάς ὐποχρεώσεις τάς ἀπορρεούσας ἐκ τῶν συνθηκῶν συμμαχίας, τῶν συναφθεισῶν ὑπό τῆς Γιουγκοσλαβίας και τῶν ἄλλων κρατῶν τῆς Βαλκανικής Συνεννοήσεως».67

Αν και το σύνθημα των Βαλκανικών Διασκέψεων ήταν «τα Βαλκάνια στους Βαλκάνιους», κατόπιν της ηγεμονικής στάσης της Γαλλίας και των βουλγαρικών απαιτήσεων για αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων από τα γειτονικά κράτη, οι Βαλκανικές Διασκέψεις οδήγησαν στην υπογραφή της Βαλκανική Συμφωνίας. Η Συμφωνία αυτή δημιούργησε έναν φιλογαλλικό συνασπισμό, συμπληρωματικό της Μικρής Αντάντ στη βαλκανική χερσόνησο. Ωστόσο, η συμμετοχή των τεσσάρων κρατών είχε διαφορετικά κίνητρα. Αφενός η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία επιθυμούσαν η Βαλκανική Συμφωνία να αποτελέσει επέκταση της Μικρής Αντάντ στα Βαλκάνια, εμπλέκοντας την Ελλάδα και την Τουρκία σε εξωβαλκανικές υποθέσεις. Παράλληλα, η γιουγκοσλαβική πολιτική με τη βοήθεια της Γαλλίας εργαζόταν σε δεύτερο επίπεδο από το 1933 στην εξομάλυνση των σχέσεων της με την Βουλγαρία. Η Γιουγκοσλαβία, φοβούμενη την διεξαγωγή ενός διμέτωπου αγώνα με την Ιταλία στα δυτικά και την Βουλγαρία στα νοτιοανατολικά, ξεκίνησε μια διαδικασία προσέγγισης με την τελευταία. Παράλληλα, η γαλλική πολιτική στήριζε την προσέγγιση Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας καθώς επιθυμούσε την μείωση της ιταλικής επιρροής στην Βουλγαρία. Η προσέγγιση μεταξύ της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας ανήχθη σε πολιτική τόσο του αναθεωρητικού όσο και του μη αναθεωρητικού στρατοπέδου σε μια προσπάθεια επέκτασης της επιρροής τους.

Η απροθυμία της Ελλάδος να αναλάβει εξωβαλκανικές υποχρεώσεις και να εισέλθει σε περιπέτειες χάριν γιουγκοσλαβικών υποθέσεων ώθησε την Γιουγκοσλαβία σε εξομάλυνση των σχέσεών της με την Βουλγαρία. Στην χάραξη της γιουγκοσλαβικής πολιτικής συνηγορούν και οι διεθνείς εξελίξεις. Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία άρχισαν να ακολουθούν αντίθετες πορείες, καθώς ο Μεταξάς είχε καταστήσει σαφές ότι η Ελλάδα θα προσχωρούσε στον βρετανικό συνασπισμό σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Ο Στογιαντίνοβιτς, βλέποντας τις νέες ισορροπίες που είχαν πλέον διαμορφωθεί στην Ευρώπη, επέλεξε να προσεγγίσει τις χώρες που ασκούσαν πιο δυναμική πολιτική, όπως τη Βουλγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Ωστόσο, ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός ασκούσε προσωποπαγή πολιτική με αποτέλεσμα την άμεση κατάρρευση των βουλγαρογιουγκοσλαβικών και ιταλογιουγκοσλαβικών σχέσεων αμέσως μετά την αποπομπή του τον Φεβρουάριο του 1939.

Οι σχέσεις Ελλάδος και Γιουγκοσλαβίας το διάστημα 1934-1937 δεν ήταν ιδιαίτερα εγκάρδιες, καθώς η συμμετοχή των δύο κρατών στο Βαλκανικό Σύμφωνο έγινε για ιδιοτελής σκοπούς. Αφενός η Ελλάδα αποσκοπούσε να αδρανοποιήσει την βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση και αφετέρου η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε να υπονομεύσει τις ελληνοϊταλικές σχέσεις, εξασφαλίζοντας την ελληνική στήριξη σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Για την Γιουγκοσλαβία ήταν ζωτικής σημασίας η δυνατότητα πολεμικού ανεφοδιασμού μέσω της Θεσσαλονίκης, καθώς η μεταφορά πολεμικού υλικού από την Γαλλία και την Αγγλία καθίστατο αδύνατη σε οιαδήποτε άλλη περίπτωση. Ωστόσο, η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψιν της και την μεσογειακή διάσταση της εξωτερικής της πολιτικής, μη αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις έναντι μιας μεσαίας ναυτικής μεσογειακής δύναμης, όπως η Ιταλία, η οποία ήταν πολύ μεγαλύτερη της ελληνικής. Η Γιουγκοσλαβία, αντιλαμβανόμενη την ελληνική απροθυμία, επέλεξε να προσεγγίσει την Βουλγαρία κατόπιν και της υποστήριξης αμφότερων των δύο αντιμαχόμενων ευρωπαϊκών συνασπισμών.

Ο Θωμάς Δημόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ

Πηγές

 Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (Υ.Δ.Ι.Α)

1934: Α/3/2, Α/3/5, Α/3/5/1, Α/3/9, Α/3/11, Α/5/2, Α/5/3/1, Α/6/1, 1934 ΑΑΚ/9, ΑΑΚ/24

1935: Α/3/3, Α/5/4, Α/6/3, ΑΑΚ/17

1936: Α/6/2, 15/7, 24/2, 28/1

1937: 13/1

 

Εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα (1934-1937)

 

Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία

Ristelhueber, R., Ιστορία των Βαλκανικών Λαών, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2000.

Δαφνής, Γ., Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, τ. Β., εκδόσεις Ίκαρος, 1955.

Κορόζης, Αθ., Οι πόλεμοι 1940-1941 επιτυχίαι και ευθύναι, τ. Α’, Αθήνα 1957.

Κούμας, Μ., Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1933-1936, εκδόσεις Σιδέρης, 2010.

Λάσκαρις, Σ., Διπλωματική ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1914-1939, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1954.

Μαρκεζίνης, Σπ., Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Γ’, εκδόσεις Πάπυρος, 1968. Μεταξάς, Ι., Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. Δ., εκδόσεις Ίκαρος, 1960.

Πιπινέλης, Π., Ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος 1923-1941, εκδόσεις Σαλιβέρος, Αθήνα 1948.

Σβολόπουλος, Κ., Το βαλκανικό σύμφωνο και η ελληνική εξωτερική πολιτική 1928-1934, εκδόσεις Κολλάρου, 1974.

Σφέτας, Σπ., Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.

Τούντα-Φεργάδη, A., Ηγετικές μορφές του Μεσοπολέμου και εξωτερική πολιτική, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2003.

Της ιδίας, Θέματα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας 1912-1941, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2005.

 

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Avramovski, Ž., «The Yugoslav-Bulgarian Perpetual Friendship Pact of 24 January 1937»,

Canadian Slavonic Papers 11.3 (1969).

Campus, E., The little Entente and the Balkan Alliance, Academiei Republici Socialiste Romania, 1978.

Glenny, M., The Balkans 1804-1999. Nationalism, war and the Great Powers, Granta Books, London 1999.

Kerner, R. J., Howard, H. N., The Balkan Conference and the Balkan Entente (1930- 1935),Greenwood Press, Connecticut 1970.

Маркобић, Д., Мићић, С., «Сусрети краља Александра и краља Бориса од Септембра до Десембра 1933. Године», Токови историје (1/2017), Институт за новију историју Србије.

Raditsa, B., «Venizelos and the struggle around the Balkan Pact», Balkan Studies, vol. 6 n. 1 (1965).

Ross, G., The Great Powers and the decline of the european states system 1914-1945, εκδόσεις Longman, United States of America 1983.

Симић Б., «Највећи пријателј Бугарске. Милан Стојадиновић у бугарском листу Днес»,

Токови историје (3/2014), Институт за новију историју Србије.

 

Ιστοσελίδες

Αρχείο Βενιζέλου http://www.venizelosarchives.gr/index.asp

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

 

  1. Ι. Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. Δ., εκδόσεις Ίκαρος, 1960, σ. 74. – G. Ross, The Great Powers and the decline of the European states system 1914-1945, εκδόσεις Longman, United States of America 1983, σ. 86. – R. J. Kerner, H. N. Howard, The Balkan Conference and the Balkan Entente (1930 1935), εκδόσεις Greenwood Press, Connecticut 1970, σσ. 118-119.
  2. Μ. Κούμας, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1933-1936, εκδόσεις Σιδέρης, 2010, σ. 176
  3. Υ.Δ.Ι.Α., 1935 ΑΑΚ/24, αρ. εγγ. 4332, Ένις (Σ.τ.Σ Τούρκος πρέσβης στην Ελλάδα) προς Τεφήκ Ρουσδή, Αθήνα 3 Μαΐου 1933.
  4. Α. Τούντα-Φεργάδη, Θέματα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας 1912-1941, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2005, σ. 368. 
  5. Д. Маркобић, С. Мићић, «Сусрети краља Александра и краља Бориса од Септембра до Десембра Године», Токови историје (1/2017), Институт за новију историју Србије, σ. 185.
  6. Αυτόθι, σσ. 180-181. – N. Todorov, G. Castellan, La politique Française et les Balkans 1933-1936, Académie Bulgare Des Sciences, Sofia (1975), σ. 41.
  7. Κούμας, ό.π.,σσ. 185-187.
  8. Μаркобић, Мићић, ό.π. 182, σ. – E. Campus, The little Entente and the Balkan Alliance, Academiei Republici Socialiste Romania, 1978, σ. 64.
  9. Π. Πιπινέλης, Ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος 1923-1941, εκδόσεις Σαλιβέρος, Αθήνα 1948,σσ. 169-170.
  10. Τούντα-Φεργάδη, Ηγετικές μορφές του Μεσοπολέμου και εξωτερική πολιτική, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2003, σ.– Campus, ό.π., σ. 65.
  11. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 ΑΑΚ/9, αρ. εγγ. 2695, Κακλαμάνος προς ΥπΕξ, Λονδίνο 18 Οκτωβρίου 1933. – Σ. Λάσκαρις, Διπλωματική ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1914-1939, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1954, σσ. 284-285.
  12. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/5/1, αρ. εγγ. 3255, Λέων Μελάς προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 28 Δεκεμβρίου 1933. 
  13. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/5/1, αρ. εγγ. 764, Στεφάνου προς ΥπΕξ, Σόφια 31 Δεκεμβρίου 1933.
  14. Τα δάση της Ροδόπης είχαν καταπατηθεί από τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποζημίωση που ήγειρε η Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου αποτέλεσε ένα μακροχρόνιο ζήτημα στις σχέσεις των δύο κρατών. Η Ελλάδα κατέφυγε στην ΚτΕ, ώστε να επιληφθεί της κατάστασης και να επιλυθεί το ζήτημα. Ο διαιτητής της ΚτΕ, Ούντεν, κατακύρωσε περίπου μισό εκατομμύρια φράγκα υπέρ της Ελλάδος που, όμως, θα καταβάλλονταν σε προϊόντα ίσης αξίας. Ωστόσο, η επιβολή δασμών στα εν λόγω προϊόντα εκ μέρους της Βουλγαρίας δυσχέρανε την εκτέλεση της απόφασης του Ούντεν.
  15. Υ.Δ.Ι.Α., 1933-1934 Α/6/Ι, αρ. εγγ. 2468, Στεφάνου προς ΥπΕξ, Σόφια 1 Σεπτεμβρίου 1933.
  16. Κούμας, ό.π., σ. 215. – R. Ristelhueber, Ιστορία των Βαλκανικών Λαών, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 385.
  17. Γ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, τ. Β., εκδόσεις Ίκαρος, 1955, σ. 245. 
  18. League of Nations Treaty Series, volume CLIII (1934), 153-159. https://treaties.un.org/doc/Publication/UNTS/LON/Volume%20153/v153.pdf
  19. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/11, αρ. εγγ. 190, Πέτρος Μεταξάς προς ΥπΕξ, Ρώμη 25 Ιανουαρίου 1934.
  20. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/2,αρ. εγγ. 78, Βατικιώτης προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 14 Ιανουαρίου 1934.
  21. Πιπινέλης, ό.π., σσ. 187-188.
  22. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/2, αρ. εγγ. 256, Βατικιώτης προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 10 Φεβρουαρίου 1934.
  23. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/5, αρ. εγγ. 479, Κίμων Κόλλας προς ΥπΕξ, Σόφια 20 Φεβρουαρίου 1934.
  24. Ελεύθερον Βήμα, 1 Φεβρουαρίου 1934.
  25. Raditsa, «Venizelos and the struggle around the Balkan Pact», Balkan Studies, vol. 6 n. 1 (1965), 127.
  26. Σημείωμα του Ελευθέριου Βενιζέλου για το Βαλκανικό Σύμφωνο. http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp? id=35065 (προσβάσιμη στις 21 Οκτωβρίου 2022).
  27. Bogdan Raditsa, ό.π., σ. 121 – Ελεύθερον Βήμα, 26 Φεβρουαρίου 1934. – Κ. Σβολόπουλος, Το βαλκανικό σύμφωνο και η ελληνική εξωτερική πολιτική 1928-1934, εκδόσεις Κολλάρου, 1974, σ. 29.
  28. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 86.
  29. Πιπινέλης, ό.π., σ. – Πρακτικό της Συνεδρίασης των πολιτικών αρχηγών στο Υπουργείο των Εξωτερικών για το Βαλκανικό Σύμφωνο. http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=15845 (προσβάσιμη στις 21 Οκτωβρίου 2022).
  30. Αθ. Κορόζης, Οι πόλεμοι 1940-1941 επιτυχίαι και ευθύναι, τ. Α’, Αθήνα 1957,σ. 336.
  31. Ελεύθερον Βήμα, 4 Φεβρουαρίου 1934 – Κορόζης, ό.π., σσ. 335-337. – Μεταξάς, ό.π., σ. 84.
  32. Ελεύθερον Βήμα, 14 Μαρτίου 1934 – Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Γ, εκδόσεις Πάπυρος, 1968, σ. 103.
  33. Υ.Δ.Ι.Α. 1934 Α/3/5, αρ. εγγ. 125, Στέφανος Πετρουλάς προς ΥπΕξ, Φλώρινα 26 Ιουνίου 1934.
  34. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/5, αρ. εγγ. 497, Κωνσταντίνος Κόλλας προς ΥπΕξ, Βουκουρέστι 21 Μαρτίου 1934.
  35. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/9, αρ. εγγ. 535, Νικόλαος Πολίτης προς ΥπΕξ, Παρίσι 20 Φεβρουαρίου 1934.
  36. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/3/5/1, αρ. εγγ. 170, Πέτρος Δασκαλόπουλος προς ΥπΕξ, Φιλιππούπολη 31 Μαρτίου 1934.
  37. Ελεύθερον Βήμα, 28 Φεβρουαρίου 1934 – Б.Симић, «Највећи пријателј Бугарске. Милан Стојадиновић у бугарском листу Днес», Токови историје (3/2014), Институт за новију историју Србије, σ. 99.
  38. Σπ. Σφέτας, Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ό αιώνα, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 80 – M. Glenny, The Balkans 1804-1999. Nationalism, war and the Great Powers, Granta Books, London 1999, σ. 440.
  39. Υ.Δ.Ι.Α., 1934 Α/5/2, αρ. εγγ. 2184, Σακελλαρόπουλος προς ΥπΕξ, Άγκυρα 14 Οκτωβρίου 1934.
  40. Ελεύθερον Βήμα, 20 και 25 Οκτωβρίου 1934.
  41. Κορόζης, ό.π., σσ. 347-349.
  42. Υ.Δ.Ι.Α., 1935 ΑΑΚ/17, αρ. εγγ. 1449, Μελάς προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 17 Ιουλίου 1935. – Υ.Δ.Ι.Α., 1935 ΑΑΚ/17, αρ.εγγ. 1444, Μελάς προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 16 Ιουλίου 1935.
  43. Γρ. Δαφνής, ο.π., σσ. 373-375.
  44. Ελεύθερον Βήμα, 6 Απριλίου 1936.
  45. Κορόζης, ό.π., σ. – Ελεύθερον Βήμα, 3 Μαΐου 1936.
  46. Κορόζης, ό.π., σ. 364. – Κούμας, ό.π., σσ. 439-442.
  47. Υ.Δ.Ι.Α., 1935 Α/3/3,αρ. εγγ. 3040, Κίμων Κόλλας προς ΥπΕξ, Σόφια 12 Νοεμβρίου 1934, Ελεύθερον Βήμα, 18 Φεβρουαρίου 1935.
  48. Υ.Δ.Ι.Α., 1935 Α/5/4,αρ. εγγ. 752, Λέων Μελάς προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 12 Απριλίου 1935.
  49. Υ.Δ.Ι.Α., 1935 Α/6/3,αρ. εγγ. 1492, Κοσμετάτος προς ΥπΕξ, Σόφια 3 Ιουνίου 1935.
  50. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 28/1,αρ. εγγ. 420, Νικόλαος Πολίτης προς ΥπΕξ, Παρίσι 6 Φεβρουαρίου 1936.
  51. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 15/7,αρ. εγγ. 497, Λέων Μελάς προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 23 Μαρτίου 1936.
  52. Ελεύθερον Βήμα, 19 Φεβρουαρίου 1936.
  53. Ελεύθερον Βήμα, 4 Απριλίου 1936.
  54. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 24/2,αρ. εγγ. 57/8/7/2, Μανουσάκης προς ΥπΕξ, Αθήνα 8 Οκτωβρίου 1936.
  55. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 24/2,αρ. εγγ. 1863, Ζαμαρίας προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 13 Οκτωβρίου 1936– Υ.Δ.Ι.Α., 1936 24/2, αρ. εγγ. 19981 Α/6/2, ΥπΕξ προς Πρεσβείας Σόφιας, 15 Οκτωβρίου 1936.
  56. Ελεύθερον Βήμα, 30 Οκτωβρίου 1936.
  57. Ž. Avramovski, «The Yugoslav-Bulgarian Perpetual Friendship Pact of 24 January 1937», Canadian Slavonic Papers 3 (1969), σσ. 308-309.
  58. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 15/7, αρ. εγγ. 1743/VII/3, Πολυχρονιάδης προς ΥπΕξ, Γενεύη 21 Δεκεμβρίου 1936.
  59. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 15/7, αρ. εγγ. 24568/Α, Πολυχρονιάδης προς ΥπΕξ, Γενεύη 14 Δεκεμβρίου 1936.
  60. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 15/7, αρ. εγγ. 24724/Α, Ρωσέττης προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 15 Δεκεμβρίου 1936.
  61. Υ.Δ.Ι.Α., 1936 15/7, αρ. εγγ. 24930/Α, Ρωσέττης προς ΥπΕξ, Βελιγράδι 17 Δεκεμβρίου 1936.
  62. Ελεύθερον Βήμα, 3 Ιανουαρίου – Υ.Δ.Ι.Α., 1937 13/1, αρ. εγγ. 1641, Έκθεση Νικόλαου Μαυρουδή, Αθήνα 23 Ιανουαρίου 1937.
  63. Avramovski, «The Yugoslav-Bulgarian», ό.π., σ.314.
  64. Υ.Δ.Ι.Α., 1937 13/1, αρ. εγγ. 52, Δημήτριος Λάμπρος προς ελληνική πρεσβεία Σόφιας, Πύργος 4 Ιανουαρίου 1937.
  65. Ελεύθερον Βήμα, 5 Ιανουαρίου 1937.
  66. Ristelhueber, ό.π., σ. 386.
  67. Πιπινέλης, ό.π., σ. – Campus, ό.π., σ. 130.