Skip to main content

Νίκος Τόμπρος: Πανδημίες και τοπικότητα. Η «Γρίππη του 1918» στην Πάτρα και η ιχνηλάτησή της στο αρχειακό υλικό

Νίκος Τόμπρος

Πανδημίες και τοπικότητα. Η «Γρίππη του 1918» στην Πάτρα
και η ιχνηλάτησή της στο αρχειακό υλικό1 

 

Στις ημέρες μας, που οι εξελίξεις στον χώρο της ιατρικής είναι ραγδαίες, οι επιδημίες λοιμικών νόσων δεν είναι πλέον τόσο συχνές, όπως στο εγγύς και το απώτερο παρελθόν. Όταν όμως ενσκήπτουν, όπως για παράδειγμα ο Covid 19, σπέρνουν τον φόβο και τον πανικό στους πληθυσμούς, ασχέτως με τον αριθμό των κρουσμάτων ή τη θνησιμότητα που προκαλούν.2 Στις επιδημικές νόσους που προκάλεσαν τα προαναφερθέντα αισθήματα στην παγκόσμια κοινότητα από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έπειτα συγκαταλέγουμε την ασιατική γρίπη (1957), τη γρίπη του Χονγκ Κόνγκ (1968), τη γρίπη των χοίρων (1976), τη ρωσική γρίπη (1977), τη γρίπη των πτηνών (1997) και εσχάτως τον Covid 19.

Σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια κλίματος ανασφάλειας στο άτομο για τις επιδημίες -πανδημίες πλέον- και τον ενδεχόμενο κίνδυνο της ζωής του -παρ’ όλα τα ιατροφαρμακευτικά μέσα που διαθέτει ο σημερινός άνθρωπος για την αντιμετώπισή τους- διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης. Παρόμοια ή και πιο έντονα αισθήματα βίωναν έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι Έλληνες, αφού οι επιδημίες ήσαν συχνότερες, τα μέσα πρόληψης και καταστολής τους περιορισμένα και η ίαση των νοσούντων ανεπαρκής. Στην προπολεμική Ελλάδα τρεις υπήρξαν οι κυριότερες ενδημικές νόσοι με τη μεγαλύτερη θνησιμότητας: η φυματίωση, η ελονοσία και οι γαστρεντερικές λοιμώξεις. Ορόσημο στην παγκόσμια ιατρική ιστορία αποτέλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αφού έθεσε την αρχή για μια νέα εποχή, αυτή των αντιβιοτικών.3

Η παρούσα μελέτη ασχολείται με ένα θέμα ιστορικής νοσολογίας, της επιστήμης δηλαδή που μελετά την ασθένεια και τη θέση της μέσα στην ιστορική διαδικασία.4 Συγκεκριμένα πραγματεύεται την επιδημία γρίπης5 του 1918 που ενέσκηψε στην Πάτρα το οκτάμηνο Ιούνιος 1918-Ιανουάριος 1919.6 Η ενασχόληση με τη συγκεκριμένη νόσο σχετίζεται με το ότι η τοπική βιβλιογραφία γι’ αυτή δεν είναι μόνο περιορισμένη και ολιγοσέλιδη, αλλά προβαίνει και σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τη διάρκειά της, καθώς και τον αριθμό των θυμάτων που προκάλεσε. Προφανώς αυτό έγινε γιατί οι Πατρινοί ιστορικοί και οι ιστοριοδίφες που ασχολήθηκαν με τη γρίπη του 1918 μελέτησαν μόνο τον Νεολόγο Πατρών και όχι το σύνολο των πηγών, όπως τις ληξιαρχικές πράξεις αποβιώσεως του Ληξιαρχείου Πατρών. Η περίπτωση της Πάτρας μας ενδιαφέρει και για δύο πρόσθετους λόγους. Το υπάρχον αρχειακό υλικό επιτρέπει να αντλήσουμε ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα για την πορεία της επιδημίας στην πόλη, ενώ με βάση την επικρατούσα άποψη στην ελληνική ιστοριογραφία ο πρώτος θάνατος από τη νόσο στον ελλαδικό χώρο σημειώθηκε στην αχαϊκή πρωτεύουσα.7 Επιπρόσθετα η ανακοίνωση ασχολείται με τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που επέφερε η επιδημία στην τοπική κοινωνία, όπως αυτές -τουλάχιστον- καταγράφονται στο εξεταζόμενο αρχειακό υλικό, τη διάρκειά τους, αλλά και την πολιτική που ακολουθούσαν οι δημόσιες αρχές, για να αντιμετωπίσουν τη νόσο. Στις οικονομικές συνέπειες συνυπολογίζουμε τις κρατικές και κυρίως τις δημοτικές δαπάνες για τα μέτρα υγιεινής των πολιτών, το κόστος περίθαλψης ασθενών, την απώλεια χρόνου εργασίας, τον περιορισμό των μετακινήσεων και των εμπορικών συναλλαγών κ.λπ.

 

Ολίγα τινά περί γρίπης

Η γρίπη του 1918 -η πρώτη εκτεταμένη επιδημία γρίπης του 20ού αιώνα- συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες επιδημίες που έπληξαν έως σήμερα τον πλανήτη, αφού προκάλεσε παγκοσμίως τον θάνατο σε περισσότερα από 40-50 εκατομμύρια άτομα. Η γρίπη μεταδόθηκε ταχύτατα σε ολόκληρο τον κόσμο και μόλυνε σε ένα περίπου έτος το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Με πρόχειρους δηλαδή υπολογισμούς μολύνθηκαν περίπου 600 εκατομμύρια από τα 1,8 δισεκατομμύρια. Ο δείκτης θνησιμότητας της επιδημίας αυτής υπήρξε ιδιαίτερα υψηλός, ξεπερνώντας το 3% (30 θάνατοι για κάθε 1.000 προσβεβλημένους), τη στιγμή που παλαιότερες επιδημίες γρίπης δεν υπερέβαιναν το 0,1%. Διάσταση απόψεων υπάρχει στους ερευνητές για τον αριθμό των «κυμάτων» γρίπης -δύο ή τρία- που έπληξαν την παγκόσμια κοινότητα από τον Μάρτιο του 1918 και έως τον Μάρτιο του 1919, αλλά και για τη διάρκειά τους.8

Η επιδημία προήλθε από μετάλλαξη του ιού Η1Ν1 ο οποίος «μεταπήδησε» πιθανότατα από τα πτηνά στον άνθρωπο. Τα δε αρχικά συμπτώματα της νόσου υπήρξαν παρόμοια με εκείνα της κοινής γρίπης, γι’ αυτό και δεν προκλήθηκε -στην αρχή- ανησυχία ή πανικός. Τα συμπτώματα της γρίπης σε προχωρημένα πλέον στάδια ήταν: πυρετός, ναυτία, πόνοι, διάρροια, έντονες πνευμονικές κρίσεις, μελανώματα στις παρειές, κυανή όψη που προκαλείτο από την έλλειψη οξυγόνου στους πνεύμονες. Σύμφωνα με πηγή της εποχής: «Ο θάνατος επερχόταν από οξύ φλεγμονώδες πνευμονικό οίδημα, αιμορραγική πνευμονίτιδα ή πνευμονία με οξύ αιμορραγικό οίδημα. Παρατηρούνταν κυάνωση του δέρματος ιδιαίτερα γύρω από το πρόσωπο, στο στόμα, στον λαιμό και στα δάκτυλα. Στη νεκροψία οι βάσεις των πνευμόνων ήταν περισσότερο προσβεβλημένες και οι θωρακικές κοιλότητες περιείχαν ανοικτό καφέ ή κίτρινο ως σκούρο κόκκινο υγρό».9

Ακόμη και σήμερα, αν και έχει περάσει ένας και πλέον αιώνας από την αρχική εκδήλωση της νόσου, τα επιδημιολογικά δεδομένα αδυνατούν να εντοπίσουν την ακριβή γεωγραφική της προέλευση. Ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν την απαρχή της στο Καμπ Φάνστον του Κάνσας των Η.Π.Α. (4 Μαρτίου 1918). Επιπλέον η συγκεκριμένη θεωρία υποστηρίζει ότι η γρίπη μεταφέρθηκε στην Ευρώπη μέσω των Αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι πέρασαν τον Ατλαντικό την Άνοιξη του 1918 για τις τελικές επιθέσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι ο ιός εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε βρετανική στρατιωτική βάση στη Γαλλία, ενώ κάποιοι τρίτοι εντοπίζουν τη «γενέτειρα» της επιδημίας στη βόρεια Κίνα. Σύμφωνα με την τελευταία άποψη η νόσος μεταφέρθηκε στην Ευρώπη με τους περίπου 140.000 στρατιώτες που στελέχωσαν τις γαλλο-βρετανικές συμμαχικές γραμμές. Όσον αφορά την άποψη που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο ως προς την κοιτίδα της νόσου, ήταν ότι αυτή ξεκίνησε στην Ευρώπη από την Ισπανία, και η οποία αφού διαδόθηκε σε Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία στη συνέχεια έπληξε και την Ελλάδα.10

Μεταφορά νοσηλευτικού προσωπικού στις ΗΠΑ.

Άσχετα πάντως από την περιοχή που πρωτοεκδηλώθηκε η επιδημία, το βέβαιο είναι ότι υπεύθυνες για την εμφάνιση της νόσου και την εξάπλωσή της υπήρξαν οι στρατιωτικές δυνάμεις που μάχονταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο προς τα τέλη του Μεγάλου Πολέμου. Η μαζική λοιπόν κινητικότητα των στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Πολέμου υπήρξε η βασικότερη αιτία για τη ραγδαία μεταδοτικότητα της νόσου και τη μετάλλαξη του ιού. Αντιμέτωποι με τον υποσιτισμό, την ανοσοποιητική ανεπάρκεια, το ψυχολογικό στρες και τις επιπτώσεις των στρατιωτικών επιθέσεων με χημικά, οι στρατιώτες υπέκυπταν εύκολα σε μια γρίπη η οποία είχε βρει ανοιχτό πεδίο δράσης στα συνωστισμένα χαρακώματα, τα αυτοσχέδια και υπεράριθμα νοσοκομεία, τα κατάφορτα τρένα και πλοία.

Σχετικά με τη λανθασμένη ονομασία «ισπανική γρίππη»,11 αυτή προήλθε από τον μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και θανάτων που σημειώθηκαν στην Ισπανία το 1918.12 Στην πραγματικότητα η επιδημία έλαβε τη συγκεκριμένη ονομασία, όχι επειδή η νόσος ξεκίνησε από την χώρα αυτή, αλλά επειδή η Ισπανία ως μη εμπόλεμη χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε λόγο να αποκρύπτει τον πραγματικό αριθμό των νοσούντων και των θανόντων της. Αντίθετα οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Γαλλία, χώρες δηλαδή οι οποίες εμφάνισαν συμπτώματα πριν την Ισπανία, κράτησαν την επιδημία μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, για να μη βλάψουν το συλλογικό ηθικό. Όταν πάντως αναγνώρισαν τον κίνδυνο οι προαναφερθείσες χώρες, ο Τύπος δημοσίευσε συχνά αντικρουόμενες ιατρικές απόψεις και σειρά αναληθών ειδήσεων, ανάμεσα στην οποίες υπήρχε η ψευδολογία ότι γερμανικά υποβρύχια είχαν διασπείρει εσκεμμένα τον ιό.

Χωρίς λοιπόν τη λογοκρισία που ίσχυε στα εμπόλεμα κράτη, η θνησιμότητα στην ισπανική επικράτεια θεωρήθηκε υψηλή και όλοι πίστεψαν ότι υπήρξε η «γενέτειρα» της επιδημίας. Επί της ουσίας όμως, τα ισπανικά ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας από τη γρίπη ήταν παρόμοια ή και μικρότερα συγκριτικά με άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα αριθμητικά δεδομένα στην Ισπανία νόσησαν -από τον Μάιο έως και τον Ιούνιο του 1918- οκτώ εκατομμύρια περίπου Ισπανοί. Οι τελευταίοι θεωρούσαν, ότι η γρίπη προήλθε από τα πολεμικά πεδία της Γαλλίας και ότι εξαπλώθηκε στη χώρα τους με τον άνεμο. Ωστόσο και στην Ελλάδα επικράτησε λανθασμένα η συγκεκριμένη ονομασία τόσο στον Τύπο, όσο και στις Ιατρικές Επιθεωρήσεις της εποχής.13

Η Ισπανία προσπάθησε να ανατρέψει τα «περί κοιτίδας της επιδημίας» στη χώρα αυτή, αν κρίνουμε ανακοινωθέν της ισπανικής πρεσβείας το οποίο δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες του ελληνικού βασιλείου στις αρχές Ιουνίου 1918. Στο δημοσίευμα διαβάζουμε: «Η εν Αθήναις Βασιλική Πρεσβεία της Ισπανίας έλαβε παρά του Υπουργείου των Εξωτερικών εν Μαδρίτη τηλεγράφημα αφορών την επιδημίαν ήτις ενέσκηψεν εσχάτως εν Ισπανία: «Η επιδημία αύτη έχει χαρακτήρα αποκλειστικώς γριπώδη και, καίτοι εις τας αρχάς εξηπλώθη πολύ, τείνει να περιορισθή επαισθητώς. Η ασθένεια υπήρξε πάντοτε και εξακολουθεί να ήνε λίαν ηπίας μορφής. Η πρεσβεία της Α.Μ. του Βασιλέως της Ισπανίας διαμαρτύρεται με τον πλέον ενεργητικώτερον τρόπον εναντίον των υπόπτων εκείνων ειδήσεων, των δημοσιευομένων επί της επιδημίας ταύτης με τον προφανή σκοπόν προπαγάνδας εναντίον του Ισπανικού εμπορίου»»14 Βάσει λοιπόν του δημοσιεύματος προκύπτει ότι τα αίτια που συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί και να διαδοθεί η συγκεκριμένη άποψη για την Ισπανία ήταν καθαρά οικονομικά.

 

Η γρίπη του 1918 στην Πάτρα

Η αχαϊκή πρωτεύουσα βίωσε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία της.15 Κάποια από τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας της πόλης του 19ου αιώνα διατηρήθηκαν για ορισμένο χρονικό διάστημα και στον νέο αιώνα, ενώ κάποια άλλα άλλαξαν αργά και σταθερά. Ανάμεσα σε ό,τι «κληρονόμησε» ο 20ός αιώνας από τον προηγούμενο ήταν οι λοιμικές και ενδημικές νόσοι (ελονοσία, ευλογιά, χολέρα, φυματίωση, τύφος, αφροδίσια νοσήματα, κλπ.), οι οποίες διαφοροποιούσαν την καθημερινότητα των Πατρινών και αύξαναν τον δείκτη θνησιμότητας στην πόλη κάθε φορά που εμφανίζονταν εκεί.16

Ο εμπορικός ρόλος του λιμανιού της Πάτρας, το ανθυγιεινό και υγρό κλίμα της, «τα καραβάνια των μεταναστών» που αναχωρούσαν από την πόλη για τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική,17 οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής των πολιτών, η εσωτερική μετανάστευση,18 αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες εμφάνισης και εξάπλωσης επιδημικών νόσων μετατρέποντάς συχνά τα μεμονωμένα κρούσματα σε επιδημίες ή με σημερινούς όρους πανδημίες.19 Ας σημειωθεί πάντως ότι από την έρευνα του ομιλούντος στον αχαϊκό Τύπο του 1918 δεν εντοπίστηκε ο όρος πανδημία για τη γρίπη, αλλά μόνο η λέξη επιδημία. Η χρήση του πρώτου όρου πιθανολογούμε ότι καθιερώθηκε ύστερα από την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1948). Μία λοιπόν από τις νόσους που «ταλαιπώρησαν» τους Πατρινούς για περισσότερο από 8 μήνες, και σίγουρα η πιο θανατηφόρα στον 20ό αιώνα, υπήρξε η γρίπη του 1918.

Άποψη του λιμένα Πατρών σε καρτ-ποστάλ εποχής.

Σύμφωνα λοιπόν με το αρχειακό υλικό τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη συνέχεια αντλήθηκαν από δύο είδη πηγών: τις ληξιαρχικές πράξεις αποβιώσεως του Ληξιαρχείου Πατρών (Ιανουάριος 1918-Ιανουάριος 1919)20 και τις εφημερίδες Νεολόγος Πατρών και Το Φως. Το ενδιαφέρον μας για τις εφημερίδες έγκειται και στο ότι καταδεικνύουν σε καθημερινή βάση το πώς μια κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με μια αναδυόμενη κρίση ή και με την πορεία της. Πρόσθετο αρχειακό υλικό για την εξεταζόμενη περίοδο, όπως φύλλα νοσηλείας, επίσημες ιατρικές αναφορές, κλπ. στον Δήμο Πατρέων, στη Νομαρχία Αχαΐας, στα Γ.Α.Κ.: Αρχεία Ν. Αχαΐας, στο Νοσοκομείο Πατρών «ο Άγιος Ανδρέας» δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί. Όσον αφορά τέλος το ανέκδοτο αρχειακό υλικό του Ληξιαρχείου, μελετήθηκαν περισσότερες από 2.350 πράξεις αποβιώσεως, εκ των οποίων οι 828 σχετίζονται άμεσα με την εξεταζόμενη επιδημία.21 Όσον αφορά την ερμηνεία και την ανάλυση των δεδομένων, ακολουθήθηκε μια διπλή προσέγγιση: ποσοτική και ποιοτική. Η πρώτη συνίσταται στη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων που αφορούν τους θανόντες, ενώ η δεύτερη στην ανάλυση του περιεχομένου των δημοσιευμάτων της εποχής.

Στο σημείο αυτό ας επισημανθεί ότι εκτός από τους θανόντες22 δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν αξιόπιστες πληροφορίες για τον αριθμό των Πατρινών που προσβλήθηκαν από τον ιό της γρίπης κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Συνεπώς για το πλήθος τους περιοριζόμαστε -ενδεχομένως με αρκετή επιφύλαξη- σε αναφορά του Νεολόγου: ότι νόσησε το ήμισυ των κατοίκων της πόλης.23 Με δεδομένη την προαναφερθείσα άποψη και ότι ο πληθυσμός της Πάτρας άγγιζε το 1918 τις 50.000 κατοίκους μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα κρούσματα των Πατρινών κατά τη διάρκεια της επιδημίας θα πρέπει να ανήλθαν σε περίπου 25.000. Ωστόσο όποιο και αν ήταν το ποσοστό των νοσούντων, καθώς ο ανωτέρω αριθμός φαντάζει υπερβολικός -και δυστυχώς δεν μπορεί να διαψευσθεί ή να επιβεβαιωθεί ελλείψει πρωτογενών πηγών-, θα πρέπει να υπήρξε ιδιαίτερα υψηλό, λαμβάνοντας υπόψη τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής μεγάλου μέρους των κατοίκων της πόλης, τον πανικό που προκάλεσε η επιδημία στους δημότες και την κινητοποίηση των κρατικών και τοπικών αρχών για την αντιμετώπισή της.

 

Η πορεία της νόσου

Η γρίπη ενέσκηψε στην αχαϊκή πρωτεύουσα τον Ιούνιο του 1918 και σύντομα προκάλεσε αρκετά ήπιας μορφής κρούσματα.24 Οι αρνητικές της συνέπειες στη δημογραφία της πόλης πρωτοεμφανίστηκαν στις 21 Ιουνίου, καθώς τότε καταχωρήθηκαν στο Ληξιαρχείο Πατρών 4 θάνατοι με την αιτιολογία πνευμονία (1), γριππώδης πνευμονία (1) και βρογχοπνευμονία (2). Είκοσι ημέρες αργότερα (10.7.1918), όπως προκύπτει από τα Βιβλία αποβιώσεως του Ληξιαρχείου, καταγράφηκε ο πρώτος -και τελευταίος- θάνατος με την ένδειξη ισπανική γρίππη. Επρόκειτο για τον διευθυντή του τοπικού καπνοκοπτηρίου, Ευάγγελο Κοττορό, ο οποίος εκλαμβάνεται από την υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία ως ο πρώτος θανών από τη γρίπη στην Ελλάδα. Η εντύπωση που επικρατεί -έως σήμερα- στην ιχνηλάτηση της μετάδοσης της νόσου στην πόλη είναι ότι ο ιός μεταφέρθηκε εκεί τον Ιούνιο (1918) μέσω ενός κιβωτίου με καπνά από τη Θεσσαλονίκη, το περιεχόμενο του οποίου προοριζόταν να διατεθεί στην πατραϊκή αγορά.25 Το σκεπτικό για την παγίωση της συγκεκριμένης άποψης βασίστηκε στο ότι τόσο ο διευθυντής του καπνοκοπτηρίου όσο και κάποιοι από τους καπνεργάτες, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με τα καπνά, πέθαναν εντός λίγων εβδομάδων με συμπτώματα απόφραξης του αναπνευστικού, αιμοπτύσεις και εμετούς. Οι θανόντες θεωρείται βέβαιο -σύμφωνα με την αιτιολογία θανάτου τους- ότι απεβίωσαν από την επιδημία.26 Αμφισβητείται όμως το μέσο μετάδοσής της, καθώς ο ιός δεν θα μπορούσε να επιζήσει στη διάρκεια ενός σχετικά μεγάλου ταξιδιού εκτός ζώντος οργανισμού. Προφανώς λοιπόν η γρίπη μεταδόθηκε στο καπνοκοπτήριο από το άτομο που μετέφερε το κιβώτιο από το λιμάνι στο εργοστάσιο. Μια δεύτερη πηγή μετάδοσης της νόσου στους Πατρινούς -τον Αύγουστο του 1918- ενδεχομένως να υπήρξαν τα πληρώματα των γαλλικών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της πόλης, καθώς καταγράφηκαν στο Ληξιαρχείο -από τις 21 έως και τις 31 Αυγούστου- 13 θάνατοι γάλλων ναυτών και στρατιωτών. Ίσως όμως ο ιός να μεταδόθηκε στους Γάλλους από τις επαφές τους με τους ντόπιους και κυρίως με τις ιερόδουλες που σύχναζαν στο λιμάνι.

Από τον Ιούνιο έως και το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου (1918) η νόσος λαθροβιούσε στην πόλη, επιφέροντας τον θάνατο σε 73 άτομα. Με τις πρώτες βροχές και τις καιρικές μεταβολές που σημειώθηκαν η γρίπη εξελίχτηκε σε επιδημία (πίν. 1ος).27 Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι θανόντες από τη νόσο ανήλθαν μόνο τις τελευταίες δέκα ημέρες του Σεπτεμβρίου (20.9-30.9.1918) σε 29. Έκτοτε και για όλο τον Οκτώβριο ο αριθμός τους εκτοξεύθηκε στους 602.28 Τα καταστροφικά αποτελέσματα της επιδημίας -σαφώς πλέον περιορισμένα (91 θάνατοι)- συνεχίστηκαν στον τοπικό πληθυσμό και τον Νοέμβριο, αν και από τις 7 του μήνα οι θάνατοι που -κατά μέσο όρο- καθημερινά σημειώνονταν δεν υπερέβαιναν τους τρεις. Τα θύματα περιορίστηκαν ακόμα περισσότερο τον Δεκέμβριο (26) και τον Ιανουάριο (7), για να σταματήσουν οριστικά τον Φεβρουάριο του 1919, οπότε και η επιδημία θεωρείται ότι εξαφανίστηκε από την Πάτρα. Στους περισσότερο από 8 μήνες που η γρίπη διατηρήθηκε συνολικά στην αχαϊκή πρωτεύουσα συνέβαλε στην πρόσθετη δημογραφική μείωση του πληθυσμού της τοπικής κοινωνίας κατά περίπου 1,7%.29 Ας σημειωθεί τέλος ότι η αχαϊκή πρωτεύουσα επλήγη από ένα και μόνο «κύμα» της επιδημίας -και όχι από δύο ή τρία «κύματα», όπως άλλες περιοχές του πλανήτη-, αφού από τον Ιούνιο του 1918 έως και τον Ιανουάριο του 1919 διατήρησε με αυξομειώσεις αισθητή τη δράση της στην πόλη.

 

Αντιμετωπίζοντας τη γρίπη

Τους πρώτους μήνες από την εμφάνιση της επιδημίας στην πόλη (Ιούνιος-Σεπτέμβριος) τα μέτρα των τοπικών αρχών (Νομάρχης, Δήμαρχος) για τον περιορισμό της υπήρξαν ουσιαστικά ανύπαρκτα. Η κινητοποίηση των αρμοδίων φορέων ξεκίνησε -σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο- μόλις στις αρχές Οκτωβρίου, όταν δηλαδή η Πάτρα μετρούσε ήδη αρκετά θύματα (118). Η αδράνεια που είχαν επιδείξει έως τότε οι τοπικοί και κρατικοί μηχανισμοί έδωσε τη θέση σε μια πρωτόγνωρη κινητοποίηση για την πόλη. Από τον Οκτώβριο λοιπόν και έπειτα ο Νομάρχης Αχαϊοήλιδος, Γ. Βουτσινάς, άρχισε να επιζητά τη συμμετοχή και τη συνεργασία όλων των φορέων της πόλης -κρατικών και μη- για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας και την αντιμετώπιση της επιδημίας. Υπεύθυνος για την αντιμετώπιση της επιδημίας κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου εμφανίζεται ο Νομάρχης και όχι ο Δήμαρχος, ένα διορισμένο δηλαδή κρατικό όργανο. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην προσπάθεια του κράτους να εφαρμόσει πλέον κοινωνική πρόνοια στους πολίτες του. Τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και αργότερα ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τα προσφυγικά τους κύματα, επέβαλαν πλέον την ενεργό ανάμιξη της Πολιτείας στα ζητήματα πρόνοιας, μετατρέποντας την έως τότε Πόλη Πρόνοιας σε Κράτος Πρόνοιας. Η απουσία πάντως κρατικού προγραμματισμού, ειδικά στον τομέα της υγείας, υπήρξε, όπως προκύπτει από την περίπτωση της Πάτρας, φανερή το 1918.30

Η αργοπορημένη κινητοποίηση των αρχών αποδίδεται αφενός στη λανθασμένη αρχικά διάγνωση της νόσου, την οποία είχαν θεωρήσει ως τύφο31 και αφετέρου στην απειρία -ή και την αδυναμία- των ιθυνόντων να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως μιας επιδημίας γρίπης. Επιπρόσθετα ρόλο έπαιξε και η περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση του ιού στην πόλη τους πρώτους μήνες. Όσο η επιδημία παρέμενε σε συνοικίες όπου διαβιούσαν τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της Πάτρας, όπως ο Αγ. Διονύσιος, η Αγ. Αλεξιώτισσα, η Αγ. Παρασκευή, η Αγία Τριάδα, ο Αγ. Νικόλαος,32 ο κίνδυνος για την υγεία των υπόλοιπων δημοτών θεωρείτο μικρός. Η λήψη μέτρων κατέστη αναγκαία, όταν σημειώθηκαν οι πρώτοι θάνατοι -στα τέλη Σεπτεμβρίου- και στις πιο εύπορες συνοικίες, όπως η Ευαγγελίστρια, ο Παντοκράτορας, η Παντάνασσα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η δημοσιοποίηση της κατάστασης μέσω του Τύπου απευθυνόταν κυρίως στους εγγράμματους δημότες, η πλειοψηφία των οποίων κατοικούσε στις προαναφερθείσες συνοικίες και ανήκε στα ανώτερα στρώματα της πόλης.33 Όσο για τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής, σε αυτά κυριαρχούσαν -έως και τα μέσα Οκτωβρίου- οι εξελίξεις στα πολεμικά και πολιτικά πεδία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι οι σχετικές με την επιδημία -σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο- πληροφορίες.

Νεολόγος Πατρών, πρωτοσέλιδα της 6ης και 13ης Οκτωβρίου 1918.

Στις 2 Οκτωβρίου ο Νομάρχης πραγματοποίησε σύσκεψη με τη συμμετοχή του Στρατιωτικού Διοικητή Κ. Τριανταφυλλίδη και του Δημάρχου Πατρέων Δ. Μπουκαούρη στην οποία αποφασίστηκε όπως «συστηθή αυστηρώς εις τους πολίτας η τήρησις της καθαριότητος εις τας οδούς και τας στοάς αι οποίαι μετεβλήθησαν εις αφοδευτήρια».34 Την εφαρμογή και τήρηση των μέτρων ανέλαβε η αστυνομική δύναμη της Πάτρας με τη συνδρομή του στρατού. Η έλλειψη εμβολίου κατά της γρίπης, αντιϊκών και αποτελεσματικών φαρμάκων ίασης των νοσούντων έστρεψε την προσοχή των υπευθύνων στην εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της επιδημίας. Στους πάσχοντες χορηγείτο η κινίνη ως θεραπευτικό μέσο.35 Η αυξημένη όμως ζήτηση οδήγησε σύντομα σε έλλειψή της.

Επιπρόσθετα το δημοτικό συμβούλιο (5.10.1918) αποφάσισε, για να περιορίσει την εξάπλωση της νόσου στην τοπική κοινωνία να διορίσει δύο ιατρούς οι οποίοι θα επισκέπτονταν τους απόρους ασθενείς της άνω και της κάτω πόλης δωρεάν. Όσο για τα φάρμακα, αυτά θα διατίθεντο δωρεάν από το Δημοτικό Νοσοκομείο. Συμπληρωματικά προστέθηκαν 4 κάρα για την καθαριότητα της Πάτρας, ενώ συζητήθηκαν και τα πρόσθετα μέτρα που θα λαμβάνονταν, αν δεν περιοριζόταν η δράση της γρίπης στην πόλη. Τέλος ο δημοτικός σύμβουλος Γ. Τοπάλης πρότεινε να εξετασθεί το νερό, να απαγορευθούν οι συνωστισμοί και να απομονωθούν οι ασθενείς.36 Στο πλαίσιο των συγκεκριμένων μέτρων εντάσσονται οι συχνότατες επισκέψεις των τοπικών αρχών σε συνοικίες της πόλης, για να εξακριβώσουν τις συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν. Η συνεχιζόμενη αύξηση των κρουσμάτων στην αχαϊκή πρωτεύουσα κινητοποίησε και τον τοπικό ιατρικό σύλλογο, ο οποίος σε έκτακτη συνέλευση κάλεσε όλους τους πατρινούς ιατρούς -μέλη του και μη- για την αντιμετώπιση της επιδημίας. Οι επίσημες ιατρικές ανακοινώσεις θεωρήθηκαν αναγκαίες σε ψυχολογικό και πρακτικό επίπεδο. Μέσω αυτών οι αρχές ευελπιστούσαν να καθησυχάσουν τους πολίτες για το είδος της νόσου που τους απειλούσε, ενώ συγχρόνως έδιναν τη δυνατότητα στον ιατρικό κόσμο της πόλης να προσδιορίσει τους τρόπους μετάδοσής της, τα ληφθέντα αποτρεπτικά και κατασταλτικά μέτρα, τις πληθυσμιακές ομάδες που κινδύνευαν, τις επιπλοκές της νόσου και τη φαρμακευτική αγωγή των νοσούντων.37

«Επιβάλλεται απόλυτος καθαριότης ατομική και οικιακή…» τόνιζαν συνεχώς οι ιατροί, οι οποίοι επεσήμαιναν ότι: «Ουδεμία τροφή θα πρέπει να λαμβάνεται άβραστος, ιδία τα λαχανικά». Τέλος ανέφεραν στους κατοίκους ότι θα έπρεπε: «Να αποφεύγωσι πάντα συνωστισμόν και επισκέψεις εις οικίας πασχόντων». Τις επόμενες ημέρες (6.10.-9.10.1918) η Νομαρχία προχώρησε σε μια σειρά νέων μέτρων, όπως η χημικήν ανάλυσις του ύδατος της πόλεως, η άμεσος ανακαίνισις της οδού Αγίου Ανδρέου αποτελούσης εστίαν μολύνσεως, η επιθεώρησις οικιών από αρμόδια επιτροπή για τον έλεγχο της καθαριότητας, η λειτουργία φαρμακείων και τας Κυριακάς, η διακοπή των μαθημάτων όλων των σχολείων Δημοτικών και Δημοσίων επί 12 ημέρας (από τις 6 Οκτωβρίου) μέχρι της 18ης Οκτωβρίου,38 η κάλυψις των φερέτρων των νεκρών κατά την εκφοράν, η απαγόρευσις απορρίψεως σκουπιδιών εις τους λαχανοκήπους, η απαγόρευσις εξαγωγής πουλερικών, ωών, σφαγίων και άλλων τροφίμων, επειδή απαιτείται καλή δίαιτα δια τους κατοίκους, όπως αντιστώσι κατά της επιδημίας, η διενέργεια αφθόνου καταβρέγματος των οδών της πόλεως, χρήσιμον ένεκα της περιστάσεως, ο διορισμός αστυΐατρου. Ο Νομάρχης επίσης κάλεσε τον Εισαγγελέα Εφετών να διακόψει τις δημόσιες συνεδριάσεις των Δικαστηρίων και το Υπουργείο των Εσωτερικών να στείλει στην πόλη άφθονη κινίνη.39

Κάποια από τα ανωτέρω μέτρα -αύξηση του αριθμού των κάρων καθαριότητας, κατάβρεγμα οδών- δεν πραγματοποιήθηκαν άμεσα εξαιτίας της ανεπάρκειας υλικοτεχνικής υποδομής και εργατικού δυναμικού. Την εξεύρεση εργατών καθαριότητας ο Δήμος Πατρέων προσπάθησε να καλύψει με την παροχή υψηλής ημερήσιας αμοιβής σε όσους προσλαμβάνονταν.40 Η προσέλευση αρχικά υπήρξε μικρή. Προφανώς ο φόβος και ο πανικός που είχε προκαλέσει η νόσος στην τοπική κοινωνία λειτουργούσε αποτρεπτικά από ό,τι μια πολύ καλή αλλά με υψηλό ρίσκο αμοιβή. Παράλληλα εντάθηκαν οι καθημερινοί έλεγχοι της Επιτροπής επί της επιθεωρήσεως και των αστυνομικών οργάνων σε συνοικίες της πόλης.42

Το πλήθος των κρουσμάτων και των θανάτων που καθημερινά καταγράφονταν στην Πάτρα από τη γρίπη οδήγησε σύντομα στη διασπορά φημών ως προς το είδος της νόσου, οι οποίες σύντομα επέφεραν σύγχυση στους κατοίκους και δυσπιστία σ’ ό,τι ανακοίνωναν οι αρχές. Επειδή για τον μέσο πολίτη ποτέ έως τότε μια γρίπη δεν είχε αναπτύξει τόσο καταστροφική δράση, θεωρείτο πιθανό ότι οι αρχές απέκρυπταν την πραγματικότητα.43 Άλλοι έκαναν λόγο για τύφο, ενώ κάποιοι άλλοι για πνευμονική πανώλη ή και χολέρα. Οι κρατικοί και οι δημοτικοί φορείς είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν εκτός από την επιδημία και την αμφιβολία ή και την αμφισβήτηση των Πατρινών. Η αποτελεσματικότητα όμως των μέτρων κατά της νόσου εξαρτιόταν κυρίως από τη συνεργασία των κατοίκων, η εμπιστοσύνη των οποίων προς τις αρχές -εξαιτίας των φημών- είχε κλονιστεί. Στο πλαίσιο λοιπόν της αλλαγής του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε δημοσιεύτηκαν επανειλημμένα άρθρα στον τοπικό Τύπο από τη Νομαρχία, τον Δήμο και τον Ιατρικό Σύλλογο που διαβεβαίωναν κατηγορηματικά για το είδος της νόσου η οποία είχε ενσκήψει στην πόλη.44

Οι διαβεβαιώσεις των υπευθύνων περί γρίπης δεν επέφεραν τον επιδιωκόμενο εφησυχασμό στους Πατρινούς, διαφορετικά αυτές δεν θα δημοσιεύονταν καθημερινά σχεδόν στα πρωτοσέλιδα του Νεολόγου. Η αναποτελεσματικότητα των ανακοινώσεων και ο συνεχιζόμενη ανησυχία των πολιτών για τη ζωή τους έστρεψε τις αρχές στο να υιοθετήσουν μια άλλη πρακτική. Χρησιμοποίησαν τον Τύπο ως μέσο ανατροπής του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε στην πόλη και αναπτέρωσης του ηθικού των δημοτών. Εν αντιθέσει δηλαδή με τα αντίστοιχα περιστατικά στο παρόν, όπου τα μέσα ενημέρωσης επιτείνουν την αγωνία των πολιτών, ο Τύπος το 1918 χρησιμοποιήθηκε ως κατασταλτικό μέσο ενάντια στον έντονο φόβο των κατοίκων για τη ζωή τους. Άρχισε λοιπόν από τις 13 Οκτωβρίου η δημοσίευση άρθρων περί ύφεσης της νόσου, την ώρα που η γρίπη κατέγραφε στην Πάτρα σε ημερήσια βάση τρεις περίπου δεκάδες θυμάτων (πίν. 1ος).45 Τα δημοσιεύματα -ελλείψει στατιστικού πίνακα κρουσμάτων- βασίζονταν αφενός στα δηλωθέντα νέα κρούσματα και αφετέρου στον περιορισμό της κίνησης στα φαρμακεία της πόλης (17.10-19.10.1918). Αν όμως η γρίπη βρισκόταν σε ύφεση, γιατί ο Ιατρικός Σύλλογος Πατρών καλούσε με ανακοίνωσή του τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ιατρούς προς σύσκεψιν διά την υγείας της πόλεως (13.10.1918) και το Υπουργείο των Εσωτερικών έκανε λόγο περί αποστολής ιατρών εις Πάτρας (14.10.1918);46

Προφανώς λοιπόν τα στοιχεία που δημοσίευε ο Τύπος, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τα Βιβλία αποβιώσεως, δεν ήταν ακριβή, αποσκοπούσαν όμως στη βελτίωση της ψυχολογίας των Πατρινών. Η ύφεση στους θανόντες -και κατ’ επέκταση στους νοσούντες- άρχισε από τις 7 Νοεμβρίου και έπειτα (πίν. 1ος). Αποτελεσματικά για την καταστολή της επιδημίας θεωρήθηκαν τότε όχι μόνο τα μέτρα των τοπικών αρχών για την καθαριότητα και οι ατομικές προφυλάξεις των κατοίκων, αλλά και οι ραγδαίες βροχές που σημειώθηκαν στην πόλη (19.10.1918). Επακόλουθο τέλος του πανικού που προκάλεσε η επιδημία στην Πάτρα ήταν η οικονομική εκμετάλλευση και η εξαπάτηση Πατρινών με νοθευμένα ή αμφίβολης ποιότητας φάρμακα, ακόμα και από τοπικά φαρμακεία.47

 

Θάνατοι και ευπαθείς ομάδες πληθυσμού
Ο Νομάρχης ζητούσε -από τις αρχές Οκτωβρίου- να υποβάλλουν οι Πατρινοί ιατροί καθημερινά στην Αστυνομική Διεύθυνση ιατρικά δελτία με τον αριθμό των ασθενών που εξέταζαν και τη νόσο που έπασχαν.48 Στο αίτημα ανταποκρίθηκε μόνο το 1/5 του ιατρικού κόσμου (10 από τους 45) με συνέπεια να μην καταρτιστεί στατιστική των όλων κρουσμάτων και των σημειουμένων νέων τοιούτων καθ’ εκάστην, ώστε να κρίνουν αι αρχαί επακριβώς και επί τη βάσει στατιστικής περί της πορείας της νόσου, της εξαπλώσεως ή της περιστολής αυτής από ημέρας εις ημέραν.49 Η έλλειψη στοιχείων για τους θανόντες και τους νοσούντες συνέτεινε στη διατήρηση της φημολογίας για άλλες λοιμώδεις νόσους στην πόλη και για τεράστιο αριθμό θανάτων. Ταυτόχρονα οι αρχές δεν μπορούσαν να υπολογίσουν λόγω της έλλειψης στοιχείων για τους νοσούντες τις ποσότητες σε φαρμακευτικό υλικό που χρειάζονταν να ζητήσουν από το Υπουργείο των Εσωτερικών.

Μια ιδιαίτερα ευάλωτη στην επιδημία πληθυσμιακή ομάδα -όπως γενικά σε όλες τις λοιμικές νόσους- υπήρξαν οι στρατιώτες, οι οποίοι στρατωνίζονταν στην πόλη.50 Αριθμητικά στοιχεία για τα κρούσματα και τα θύματα που είχε η νόσος σε αυτούς δεν υπάρχουν. Η έλλειψη πληροφοριών αποδίδεται αφενός στο ότι το Υπουργείο των Στρατιωτικών δεν κοινοποιούσε τέτοιου είδους πληροφορίες και αφετέρου στο ότι οι θανόντες ως μη Πατρινοί δεν καταχωρούνταν στο Ληξιαρχείο της πόλης. Κατά συνέπεια περιοριζόμαστε για τη δράση της νόσου στον στρατό σε ό,τι σημειωνόταν στον τοπικό Τύπο. Κρίνοντας πάντως από την αμεσότητα των ενεργειών -την περίοδο έξαρσης της νόσου- για την προστασία της υγείας των στρατιωτών συμπεραίνουμε ότι η εξάπλωση της επιδημίας σ’ αυτούς υπήρξε ταχύτατη. Στα κατασταλτικά μέτρα που προτάθηκαν στον Στρατιωτικό Διοικητή ήταν και ο περιορισμός των ανδρών στους στρατώνες ή στις οικίες τους μετά τις 20.30 ή 21.00. Απαγόρευση κυκλοφορίας είχε προταθεί από Πατρινούς ιατρούς και για τον υπόλοιπο πληθυσμό πόλης. Το μέτρο μπορεί τελικά να μην επιβλήθηκε στους πολίτες, όπως στους στρατιώτες, ο φόβος όμως και ο πανικός που επικρατούσε στην πόλη κατά τη διάρκεια της επιδημίας περιόρισε οικειοθελώς τις μετακινήσεις και τις νυχτερινές εξόδους των κατοίκων, με συνέπεια η Πάτρα να ερημώνει τα βράδια.51

Εκτός των στρατιωτών στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονταν -σύμφωνα και με τις γνωματεύσεις των ιατρών που έλαβαν μέρος στην καταπολέμηση της επιδημίας-52 τα παιδιά έως 9 ετών, οι γυναίκες, τα άτομα που ήσαν εξηντλημένα εξ οιαδήποτε αιτίας και κυρίως τα προσβεβλημένα εξ ελονοσίας, οι οικογένειες που είχαν νοσηλεύσει στρατιώτες. Οι συχνότερες επιπλοκές της γρίπης για τους ιατρούς, οι οποίες επέφεραν τον θάνατο στους νοσούντες, ήταν οι βρογχοπνευμονίες, οι πνευμονίες, οι νεφρίτιδες, οι καρδιακές προσβολές, οι περικαρδίτιδες, οι ωτίτιδες, οι λευκοματουρίες, οι αιματουρίες, οι ουραιμίες.53

Κατά τη διάρκεια των 13 μηνών (Ιανουάριος 1918-Ιανουάριος 1919) ο δείκτης θνησιμότητας στην αχαϊκή πρωτεύουσα αυξήθηκε στο 4,7% (2.352 θάνατοι).54 Υπεύθυνη γι’ αυτόν τον όντως υψηλό αριθμό θεωρείται η γρίπη, η οποία στην οκτάμηνη και πλέον διάρκειά της αύξησε άμεσα τους θανόντες στην πόλη κατά 1,7%. Στην πλειονότητά τους οι αποβιώσαντες ήταν γυναίκες (53,1%) και μάλιστα όλων σχεδόν των ηλικιακών κατηγοριών (πίν. 3ος). Ιδιαίτερα όμως ευπαθείς ομάδες στην επιδημία αποδείχθηκαν όσοι ήσαν έως 39 ετών.55 Η θνησιμότητα σε αυτές τις ηλικίες συνέτεινε στο να χαρακτηρίζεται η Πάτρα ως κοινωνία νέων ή κοινωνία όπου τα μέλη της πέθαιναν νέα. Επρόκειτο λοιπόν για «επιδημία των παιδιών και των νέων». Το ποσοστό θανάτων σε αυτούς ανήλθε στο 77,5% (642), έναντι 22,5% (186) στους άνω των 40. Όσο μάλιστα αυξάνονταν οι μεγαλύτερες ηλικίες τόσο μειώνονταν οι θανόντες. Προφανώς τα αντισώματα που είχαν αναπτύξει οι μεγαλύτεροι ηλικιακά Πατρινοί σε προηγούμενες επιδημίες, ο γερός οργανισμός τους, οι περιορισμένες μετακινήσεις τους στη διάρκεια της νόσου συντέλεσαν στο να νοσήσουν ηπιότερα ή και καθόλου.

Το υψηλότερο ποσοστό στα θύματα της γρίπης το είχαν τα παιδιά έως 9 ετών (25,6%).56 Το γεγονός ότι περισσότεροι από το ¼ των θανόντων ήσαν παιδιά αποδίδεται στον φιλάσθενο οργανισμό τους,57 στο ότι δεν είχαν αναπτύξει ακόμα επαρκή αντισώματα, στην ελλιπή ή κακή διατροφή τους,58 στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, στο υγρό και ανθυγιεινό κλίμα της πόλης,59 στην ανεπαρκή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αξιοσημείωτα τέλος είναι τα ποσοστά των θανόντων που εμφανίζουν οι έγκυες γυναίκες ηλικίας 20 με 29 ετών (58,6%).

Η θνησιμότητα στην Πάτρα -εξαιτίας κυρίως της επιδημίας-60 υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε περιοχές στις οποίες διέμεναν τα κατώτερα στρώματα της πόλης ή ήταν αυξημένη η παρουσία στρατιωτών, όπως ο Αγ. Διονύσιος και η Αγ. Αλεξιώτισσα (πίν. 4ος). Σε συνοικίες δηλαδή στις οποίες δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα, οι συνθήκες υγιεινής ήταν ελλιπείς έως ανύπαρκτες, η διατροφή φτωχή και περιορισμένη,61 η συντήρηση των τροφίμων κακή, ο διαθέσιμος χώρος κατοικίας μικρός και ο αερισμός των οικιών ανεπαρκής.62 Πολλές επίσης από τις εν λόγω συνοικίες (Αγ. Διονυσίου, Αγ. Παρασκευής, Αγ. Νικολάου, κλπ.) -στις οποίες η θνησιμότητα κυμάνθηκε σε υψηλότερα από τον μέσο όρο (1,36%) επίπεδα – ήταν κοντά ή γειτνίαζαν με έλη και άλλες εστίες μόλυνσης (π.χ. βυρσοδεψεία, σφαγεία). Αντίθετα σε περιοχές όπου διέμεναν τα εύπορα στρώματα της Πάτρας (ενορίες Ευαγγελιστρίας και Παντοκράτορος) οι θάνατοι από τη γρίπη ήταν αισθητά μειωμένοι.

Ας σημειωθεί τέλος ότι η γρίπη δεν περιορίστηκε στα στενά γεωγραφικά όρια της Πάτρας, αλλά επεκτάθηκε σύντομα και στον υπόλοιπο νομό Αχαϊοήλιδος. Η ταχύτητα μετάδοσης της νόσου στην περιφέρεια αποτελεί ένδειξη των συχνότατων οικονομικοκοινωνικών επαφών που υπήρχαν μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Είναι επίσης πιθανόν τη νόσο να μετέδωσαν στην αχαϊκή ενδοχώρα Πατρινοί οι οποίοι μετοίκησαν πρόσκαιρα από την πόλη τους -την περίοδο έξαρσης της επιδημίας-, για να προστατευθούν από αυτή.64

Το Δημοτικό Νοσοκομείο Πατρών το 1918.

 

Οι συνέπειες

Όπως σημειώνει ο David Arnold για τη χολέρα στην Ινδία της αποικιοκρατίας, «η ασθένεια δεν έχει νόημα από μόνη της. Αποκτά νόημα και σημασία από το ανθρώπινο περιβάλλον, από το πώς εμποτίζει τις ζωές των ανθρώπων, από τις αντιδράσεις που προκαλεί και από τον τρόπο, με τον οποίο δίνει έκφραση σε πολιτισμικές και πολιτικές αξίες». Ο θάνατος λοιπόν αποτελεί την αναπόδραστη κατάληξη όλων των ανθρώπινων όντων. Τα αίτια και οι ηλικίες όμως των θανόντων εξαρτώνται από παράγοντες σχετικούς με την υγειονομική και κοινωνική κατάσταση των ατόμων, καθώς και τα μέτρα που διαθέτει και εφαρμόζει μια κοινωνία. Στην περίπτωση της γρίπης του 1918 στην Πάτρα -την πιο θανατηφόρα νόσο που γνώρισε η πόλη τουλάχιστον τον 200 αιώνα- ο αυξημένος δείκτης θνησιμότητας (κατά 1,7%) στον τοπικό πληθυσμό αποδίδεται στα ανεπαρκή ιατροφαρμακευτικά μέσα περίθαλψης των νοσούντων, στο υγρό κλίμα της πόλης, στη μη εφαρμογή μέτρων υγιεινής από τους πολίτες -ιδίως των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων-, στους εξασθενημένους από άλλες νόσους οργανισμούς των κατοίκων, όπως η ελονοσία, τέλος στην αρχικά ελλιπή συντονισμένη κρατική πολιτική στον τομέα της δημόσιας υγείας.65

Μελετώντας κανείς την επιδημία γρίπης στην αχαϊκή πρωτεύουσα από οικονομικής άποψης, όπως για παράδειγμα τις κρατικές και δημοτικές δαπάνες για τη λήψη μέτρων υγιεινής και τη νοσηλεία των ασθενών, την απώλεια χρόνου εργασίας, τον περιορισμό των μετακινήσεων στην περιοχή, την τοπική οικονομία της περιόδου, τις έμμεσες επιπτώσεις από τη θνησιμότητα στις παραγωγικές ηλικίες, την εμπορική κίνηση του λιμανιού, μπορεί να υποστηρίξει ότι οι οικονομικές συνέπειες στην Πάτρα δεν υπήρξαν μακρόχρονες εξαιτίας της γρίπης. Συγκεκριμένα το ότι η επιδημία έπληξε κυρίως ηλικιακές ομάδες του ενεργού (10 έως 39 ετών) και του μελλοντικά ενεργού πληθυσμού (0 έως 9 ετών) της Πάτρας είχε πρόσκαιρα αρνητικό αποτέλεσμα στο δημογραφικό και οικονομικό μέλλον της πόλης. Οι δημογραφικές όμως συνέπειες δεν είχαν διάρκεια, καθώς τα πληθυσμιακά κενά που δημιούργησε η νόσος καλύφθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα από τους εσωτερικούς μετανάστες και αργότερα από τους πρόσφυγες.66

Εκτός από τα ανθρώπινα θύματα, η γρίπη επέφερε, έστω και πρόσκαιρα, δυσχέρειες σε μια ήδη προβληματική τοπική οικονομία. Στη διάρκεια έξαρσης της επιδημίας οι εμπορικές δραστηριότητες περιορίστηκαν στην πόλη, καθώς η αγορά ως χώρος κοινωνικών επαφών και συνωστισμού αποφεύγετο. Σύμφωνα πάντως με τα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων, που καταδεικνύουν και το πώς η πατραϊκή κοινωνία ήρθε αντιμέτωπη με την εξεταζόμενη υγειονομική κρίση, η καθημερινότητα στην πόλη δεν φαίνεται να επηρεάστηκε ιδιαίτερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα θέατρα, όπως και τα εστιατόρια εμφανίζονται να λειτουργούν κανονικά. Προφανώς λοιπόν η περίοδος αναστολής των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Πάτρα υπήρξε μικρή με συνέπεια να μην επηρεαστεί επί μακρόν η τοπική οικονομία. Στο σημείο αυτό ας επισημανθεί ότι σε γενικές γραμμές ο Τύπος δεν προέβαλε την επιδημία, δημιουργώντας αισθήματα πανικού στους Πατρινούς. Εξαιρώντας την περίοδο 6-30 Οκτωβρίου 1918 όπου στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σημειώνονται η λήψη μέτρων για τη γρίπη και η πορεία της, όλο το υπόλοιπο οκτάμηνο η επιδημία είναι σαν να μην υπάρχει στην πόλη για τους αρθρογράφους.

Οι αρχές απαγόρευσαν από τις αρχές Οκτωβρίου (7.10.1918) την εξαγωγή τροφίμων, μέτρο που ζημίωσε φαινομενικά το εμπόριο.67 Το μέτρο αυτό ελήφθη όχι τόσο για την καταπολέμηση της επιδημίας, όσο για να εξασφαλιστεί η επάρκεια τροφίμων στην πόλη και να περιοριστούν φαινόμενα κερδοσκοπίας από την έλλειψή τους. Περιορίστηκαν επίσης σημαντικά οι μετακινήσεις και τα ταξίδια των κατοίκων στο ελάχιστο. Πολλές επιχειρήσεις μείωσαν την παραγωγή τους λόγω ασθένειας του προσωπικού τους, ενώ όλες οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούσαν ή ανέστειλαν τις δραστηριότητές τους (π.χ. σχολεία, δικαστήρια). Ακόμα και ναοί έπαυσαν να λειτουργούν.68 Κάποιες μικρότερες επιχειρήσεις, όπως τα βυρσοδεψία, αναγκάστηκαν να κλείσουν, επιφέροντας προβλήματα στην τοπική οικονομία ή και αυξάνοντας έστω και προσωρινά την ανεργία στην περιοχή.69

Ο εφημέριος του Καθολικού Ιερού Ναού της Πάτρας π. Ιωάννης Σινιγάλιας – Don Giovanni (1883-1970) έγραφε σε ιδιόχειρη σημείωσή του: «Σε ό,τι αφορά στη χορήγηση των Μυστηρίων στους ετοιμοθάνατους Γάλλους στρατιώτες, πρέπει να σημειώσουμε ότι επειδή μας είχαν κατηγορηματικά απαγορεύσει την είσοδο στο Γαλλικό νοσοκομείο δεν υπήρξε η δυνατότητα να εκτελέσουμε αυτό το καθήκον. Μας διαβεβαίωσαν όμως ότι ένας Ασσομψιονιστής (του Τάγματος της Μεταστάσεως της Θεοτόκου) ιερέας, Γάλλος στρατιώτης εκτέλεσε αυτό το καθήκον, διότι του ήταν δυνατόν».

Αρκετοί επίσης υπήρξαν αυτοί που προσπάθησαν να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των πολιτών.70 Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να εξαπατήσουν τους συνδημότες τους επικαλούμενοι τα φιλανθρωπικά τους αισθήματα. Σύμφωνα με δύο δημοσιεύσεις αγγελίας στον Νεολόγο Πατρών (30.10.1918 και 14.11.1918): «Πτωχός αλλ’ εντιμότατος βιοπαλαιστής, καταβληθείς υπό νόσου στερήται όχι μόνον των προς συντήρησιν της οκταμελούς οικογενείας του μέσων, αλλά και αυτών των απαραιτήτων διά την ασθένειαν αυτού και των τριών εκ των τέκνων του ασθενών. Η φιλανθρωπία ας τείνει χείρα αρωγής εν τη πεποιθήσει, ότι εκπληροί έργον υψίστης ευσπλαχνίας».

Αν και δεν εφαρμόστηκε ποτέ επίσημη απαγόρευση κυκλοφορίας τις νυχτερινές ώρες, ο φόβος των κατοίκων τούς οδήγησε σε οικειοθελή περιορισμό των δραστηριοτήτων τους με συνέπεια οι δρόμοι και οι χώροι ψυχαγωγίας της πόλης να αδειάζουν μετά τις 22.00.71 Στον ψυχολογικό τομέα οι συνέπειες υπήρξαν αμεσότερες και πιο μακρόχρονες. Εκτός από τον θάνατο προσφιλών προσώπων, η απώλεια των οποίων δημιουργούσε στα άτομα αρνητικά αισθήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ανησυχία για ενδεχόμενη επανεμφάνιση της νόσου παρέμενε έντονη για αρκετά χρόνια, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά και τις δραστηριότητες των Πατρινών.72

Παράλληλα με τις αρνητικές συνέπειες η γρίπη είχε και θετικές πλευρές για τους κατοίκους της πόλης. Οι κρατικοί και οι τοπικοί μηχανισμοί συνεργάστηκαν επιτυχώς και αντιμετώπισαν μια πρωτόγνωρη γι’ αυτούς κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η δημόσια υγεία της Πάτρας μετά την εξάλειψη της επιδημίας εμφανίστηκε αισθητά πλέον βελτιωμένη. Στην καλυτέρευση της υγειονομικής κατάστασης συντέλεσαν η υιοθέτηση μέτρων υγιεινής από το σύνολο της πατραϊκής κοινωνίας, η καλύτερη διατροφή των κατοίκων κατά τη διάρκεια της γρίπης, η κινητοποίηση των αρχών για εξάλειψη των εστιών μόλυνσης, η βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος περίθαλψης ασθενών. Η αύξηση τέλος της νοσηλευτικής κίνησης στο νοσοκομείο της πόλης κατά τη διάρκεια της νόσου ίσως καταδεικνύει τη σταδιακή άρση της επιφυλακτικότητας και της προκατάληψης των Πατρινών στη συλλογική νοσηλεία.73

 

Ο Νίκος Τόμπρος είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μια πρώτη μορφή της παρούσας μελέτης δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά της Διημερίδας Ιστορικής Δημογραφίας: Νοσηρότητα και θνησιμότητα στην Ελλάδα του 20ού αιώνα: Ιατρική και δημογραφική προσέγγιση (Κέρκυρα 25-26.9.2009), Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τμήμα Ιστορίας ΠΜΣ: Ιστορική Δημογραφία, Κέρκυρα 2009, σ. 263-288.

2. Ενδεικτικά βλ. την ασιατική γρίπη (1957), τη γρίπη του Χονγκ Κόνγκ (1968), τη γρίπη των χοίρων (1976), τη ρωσική γρίπη (1977), τη γρίπη των πτηνών (1997).

3. Β. Βαλαώρας, Υγιεινή του ανθρώπου. Δημογραφική ιστορία της συχγρόνου Ελλάδος, Αθήνα χ.χ. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και γιατροί στην Πάτρα, Αθήνα 1978, σ. 143.

4. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα τον 19ο αιώνα», Τα Ιστορικά, τόμ. 1, τεύχ. 1 (Σεπτ. 1983), σ. 101.

5. Στην οικογένεια Orthomyxoviridae (ορθοβλεννοϊοί) υπάγονται οι ιοί της γρίπης Α του ανθρώπου, των θηλαστικών, των πτηνών και οι ιοί της γρίπης Β και C. Ο χρόνος επώασης της νόσου διαρκεί από 1 έως 4 ημέρες. Τα συμπτώματα, στα οποία συγκαταλέγονται τα ρίγη, ο πυρετός, η κεφαλαλγία, η μυαλγία, η ανορεξία, η ρινική υπερέκκριση και ο ξηρός βήχας, εμφανίζονται ξαφνικά. Δώδεκα ώρες μετά την εκδήλωση της ασθένειας σημειώνεται υψηλός πυρετός (38-40C0). Την τρίτη ημέρα τα αρχικά συμπτώματα υποχωρούν και εμφανίζονται αυτά του αναπνευστικού (φαρυγγίτιδα, λαρυγγίτιδα, τράχειο-βρογχιολίτιδα). Στις επιπλοκές -ανάλογα με το είδος του ιού- συγκαταλέγονται η πρωτοπαθής γριπώδης πνευμονία και η δευτεροπαθής, η άσηπτη μηνιγγίτιδα, το εγκεφαλικό οίδημα και η λιπώδη εκφύλιση των σπλάχνων (ιδίως του ήπατος). Βλ. σχετικά Α. Αντωνιάδης, «Ιοί της οικογένειας Orthomyxoviridae», στο Α. Αντωνιάδης και συν. Ιατρική Μικροβιολογία. εκδόσ. Πασχαλίδης, τόμ. 2, Αθήνα 2005, σ. 360-367. R. Dolin, “Influenza”, στο Κ. Isselbacher et all Harrison’s Principles of Internal Medicine, McGraw-Hill Editions, vol. 1, New York 1994, p. 814-819. Από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα έχουν καταγραφεί περίπου 20 επιδημίες γρίπης. K. Kiple, The Cambridge World History of Human Diseases, Cambridge University Press, Cambridge 1995, p. 807-809. Κατά τη διάρκεια των ετών 1173-1427 επιδημίες γρίπης σημειώθηκαν στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία. G. Rosen, A History of Public Health, The Johns Hopkins University Press, Baltimore 1993, p. 38.

6. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 13.10.1918. K. Kiple, The Cambridge…, o.p., p. 809.

7. P. G. Eliopoulos, «“Matters of Life and Death” in a Mediterranean Port City. Infrastructure, Housing and Infectious Disease in Patras, 1901-1940», Hygiea Internationalis 9/1 (2010), p. 1-31. Gr. Tsoukalas et al, «The first announcement about the 1918 “Spanish flu” pandemic in Greece through the writings of the pioneer newspaper  “Thessalia” almost a century ago», Le Infezioni in Medicina 1 (2015), p. 79 82.

8. K. Kiple, The Cambridge…, o.p., p. 808-809. A. Crosby, America’s forgotten Pandemic: The influenza of 1918Cambridge University Press, Cambridge 2003, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

9. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 16.10.1918.

10. Γ. Σιαμέτη, «Πανδημίες γρίπης στον 20ό αιώνα: Η Ισπανική γρίπη του 1918», Ιατρικά Χρονικά Βορειοδυτικής Ελλάδας 14/1 (Νοέμβριος 2018), σ. 23-28.

11.  Ο Χρ. Κορύλλος αμφισβητούσε τη γραφή της γρίππης με δύο Π, επειδή θεωρούσε ότι η λέξη προερχόταν από τον Γρίπο (αλιευτικό όργανο), όστις αλιεύει τα πάντα, ήγουν σαρώνει τον πυθμένα της θαλάσσης. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 17.10.1918. Σύμφωνα και με τον Γ. Μπαμπινιώτη η γρίπη γράφεται με ένα Π, αλλά προέρχεται από τη γαλλική λέξη grippe. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2002, σ. 443.

12. Κατ’ άλλους η ονομασία της επιδημίας προήλθε τόσο από τα έντονα συμπτώματα της νόσου που είχε ο Ισπανός βασιλιάς Αλφόνσος ΙΓ΄, όσο και από τη δριμύτητα με την οποία εκδηλώθηκε η γρίπη στη χώρα αυτή.

13. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 19.10.1918. K. Kiple, The Cambridge…, o.p., p. 809.

14. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 2.6.1918.

15. Όσον αφορά τις εξελίξεις και τους μετασχηματισμούς που σημειώθηκαν στην Πάτρα την εν λόγω περίοδο και τα αποτελέσματά τους, βλ. ενδεικτικά Κ. Πανίτσας, «Η πόλη των Πατρών τον 20ό αιώνα», Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Συλλογικός τόμος, Αθήνα 2005, σ. 321-333. Ν. Τόμπρος, Τα σχολεία τα λαϊκάΠατραϊκοί σύλλογοι και η φιλεκπαιδευτική τους πολιτική (1876-1915), Το Δόντι, Πάτρα 2007, σ. 63-64. Αλέκ. Μαρασλής, Ιστορία της Πάτρας. Η εξέλιξη μιας πρωτοποριακής πόλης, Πάτρα 1983, σ. 37-113, 171-175, 179-183, 205-216, 235-244, 248- 251. Β. Λάζαρης, Πολιτική Ιστορία της Πάτρας, τόμ. Β, Αχαϊκές Εκδόσεις, Αθήνα 1986, σ. 7-133.

16. Σχετικά με τις επιδημικές και ενδημικές νόσους στην Πάτρα τον 19o και τον 2oό αιώνα βλ. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 103-113, 339-389. Γ. Καΐκα-Μαντανίκα, Πάτρα 1870-1900. Η καθημερινή ζωή της Πάτρας στην Αυγή της Μπελ Επόκ, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1998, σ. 17-50. Χρ. Κορύλλος, Αι Πάτραι υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, Πάτρα 1888.

17. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 4.2.1904, 5.2.1904. Ν. Μπακουνάκης, «Η Πάτρα τον 19o αιώνα. Χώρος-Κοινωνία- Οικονομία», Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Συλλογικός τόμος, Αθήνα 2005, σ. 282-286. Κ. Πανίτσας, «Η πόλη των Πατρών…», ό.π., σ. 325-326, 332.

18. Κ. Πανίτσας, «Η πόλη των Πατρών…», ό.π., σ. 331.

19. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 107.

20. Οι πράξεις αποβιώσεως (1-2.260 για το 1918 και 1-92 για τον Ιανουάριο του 1919) εμπεριέχονται στα Βιβλία θανάτων του Ληξιαρχείου του αντίστοιχου έτους (δύο βιβλία για το 1918 και ένα για το 1919). Τα Βιβλία που ερευνήθηκαν είναι πλήρη και δεν φέρουν δυσανάγνωστες εγγραφές, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεάσουν την αξιοπιστία των δεδομένων τους. Από τη θέση αυτή οφείλω να ευχαριστήσω τον Δήμαρχο Πατρέων κ. Ανδρέα Φούρα και τη Ληξίαρχο Πατρών κ. Στυλιανή Κυριακοπούλου -της περιόδου 2008-2009- για τη δυνατότητα να μελετήσω το αρχείο του Ληξιαρχείου.

21. Κάθε πράξη εκτός από δημογραφικές πληροφορίες σημειώνει και την αιτία θανάτου του ατόμου.

22.  Ως θύματα της γρίπης θεωρούνται όσοι πέθαναν την περίοδο 21 Ιουνίου 1918-31 Ιανουαρίου 1919 με την αιτιολογία της γρίπης ή επιπλοκών της, π.χ. γριππώδης βρογχοπνευμονία, γριππώδης πνευμονία, ουραιμίαπνευμονία, κλπ.

23. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 19.10.1918.

24. «Οι γιατροί δεν προφθάνουν εις επισκέψεις ασθενών. Επιπολάζουσα νόσος η γρίππη. Ευτυχώς η νόσος παρουσιάζει ελαχιστότατα θύματα. Οι πολλοί την περνούν στο πόδι. Κατά πληροφορίαν εγκρίτου ιατρού εκ της νόσου προσβάλλονται κυρίως οι διαμένοντες εις το ύπαιθρον την νύκτα, οι κοιμώμενοι εις το ύπαιθρον και οι λουόμενοι εις την θάλασσαν». Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 22.6.1918.

25. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 21.10.1918.

26.  Βλ. τις ληξιαρχικές πράξεις αποβιώσεως 21.6-15.7.1918.

27. Ενδέχεται τότε να σημειώθηκε μετάλλαξη του ιού της γρίπης, καθώς τόσο οι μετέπειτα επιπλοκές στους ασθενείς, όσο και οι θάνατοι από τη νόσο αυξήθηκαν υπέρμετρα.

28.  Το μέγιστο των θανάτων σημειώθηκε στις 17, 18 και 19 Οκτωβρίου με 43, 47 και 36 θύματα αντίστοιχα (πίν. 1ος).

29. Ο συγκεκριμένος δείκτης θνησιμότητας υπολογίστηκε με δεδομένο ότι ο πληθυσμός της Πάτρας ανερχόταν τότε σε περίπου 50.000 κατοίκους.

30.  Ν. Τόμπρος, Η Πόλη Πρόνοιας και ο Δήμος Πατρέων (1835-1922), Το Δόντι, Πάτρα 2019.

31.  Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 4.10.1918.

32.  Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 12.10.1918, 21.10.1918, 25.10.1918. Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτρα 19802, σ. 138.

33.  Όσον αφορά τα ποσοστά εγγραμματοσύνης στην Αχαΐα και ειδικότερα την Πάτρα στα τέλη του 19ου αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού βλ. Κ. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα3, σ. 405, 407- 410, 414, 417-419. Κ. Πανίτσας, «Η πόλη των Πατρών…», ό.π., σ. 326-327, 331. Γ. Καΐκα-Μαντανίκα, Πάτρα 1870-1900. Η καθημερινή ζωή της Πάτρας στην Αυγή της Μπελ Επόκ, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1998, σ. 120. Χρ. Κορύλλος, Αι Πάτραι υπό φυσικήν ιατρικήν πνευματικήν εμπορικήν και βιοτεχνικήν έποψιν, Πάτρα 1896, σ. 27. 

34. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 4.10.1918

35. «Ως θεραπευτικό μέσο χορηγείτο στους πάσχοντες κινίνη. Η αυξημένη ζήτησή της οδήγησε σύντομα σε έλλειψη με συνέπεια να αντικατασταθεί από την χρήσιν κίνας». Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 16.10.1918. Ακόμα και στη δεύτερη δεκαετία του 20ού  αιώνα ήταν εμφανής η αδυναμία ατόμων και κοινωνιών να αντιμετωπίσουν τις διάφορες νόσους που ενέσκηπταν στον πληθυσμό.

36.  Σχετικά με τα μέτρα που έλαβε το δημοτικό συμβούλιο για τον περιορισμό εξάπλωσης της νόσου στην τοπική κοινωνία βλ. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 6.10.1918.

37. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 6.10.1918.

38.  Τα σχολεία διέκοψαν τα μαθήματά τους από τις 6 έως και τις 18 Οκτωβρίου. Με νεότερη ανακοίνωση (17.10.1918) η διακοπή παρατάθηκε επ’ αόριστον. Οι σχολικές μονάδες της πόλης, τελικά, επαναλειτούργησαν στις 12 Νοεμβρίου, όταν πλέον η επιδημία βρισκόταν σε ύφεση. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 7.10.1918, 17.10.1918, 7.11.1918. Ο Νομάρχης παρεκάλεσε επίσης δι’ εγγράφου του και τον Γενικόν Πρόξενον της Ιταλίας, όπως λάβη το αυτό μέτρον και δια τα λειτουργούντα Ιταλικά σχολεία στην Πάτρα. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 7.10.1918.

39. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 7.10.1918.

40. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 6.10.1918, 10.10.1918.

41. Υπήρχαν σκέψεις ακόμα και για επίταξη εργατών. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 10.10.1918. Επιπρόσθετα βλ. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 11.10.1918. Η μη προσέλευση αρκετών εργατών καθαριότητας οδήγησε τον Νομάρχη να ζητήσει από το Υπουργείο των Εσωτερικών την αποστολήν 100 Βουλγάρων αιχμαλώτων, όπως απασχοληθούν δια την καθαριότητα της πόλεως. Αίτημα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 14.10.1918, 18.10.1918.

42. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 10, 12.10.1918.

43. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 353.

44. Πρόχειρα βλ. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 13.10.1918.

45. Πρόχειρα βλ. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 13.10.1918.

46. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 13.10-14.10.1918.

47. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 12.10.1918, 16.10.1918, 19.10.1918.

48. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 6.10.1918.

49. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 15.10.1918, 17.10.1918, 21.10.1918.

50.  Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 19.10.1918. Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν…, ό.π., σ. 138. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 353. Αλέκ. Μαρασλής, Ιστορία της Πάτρας…, ό.π., σ. 80, 85, 90-97. Κ. Κωστής, Στον καιρό της Πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου (14ος-19ος αιώνας), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, σ. 163.

51. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 8.10.1918, 13-15.10.1918, 20.10.1918. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 325-328.

52. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 6.10.1918, 16.10.1918, 19.10.1918.

53. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 16.10.1918, 19.10.1918. Ληξιαρχείο Πατρών, 1.7.1918-31.1.1919.

54. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 25.10.1918.

55. Η θνησιμότητα σε αυτές τις ηλικίες συνέτεινε στο να χαρακτηρίζεται η Πάτρα ως κοινωνία νέων ή κοινωνία όπου τα μέλη της πέθαιναν νέα. Σχετικά με παρόμοια συμπεράσματα στη Λευκάδα των ετών 1823-1824 βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες…», ό.π., σ. 105, 106.

56. Για ποσοτικά δεδομένα παιδικής θνησιμότητας στην αχαϊκή πρωτεύουσα το β΄ μισό του 19ου αιώνα βλ. Γ. Καΐκα-
Μαντανίκα,
Πάτρα 1870-1900…, ό.π., σ. 30-31.

57. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 118.

58. Αλέκ. Μαρασλής, Ιστορία της Πάτρας…, ό.π., σ. 66, 85, 90-91, 103. Β. Λάζαρης, Πολιτική…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 64, 78, 83-84.

59. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες…», ό.π., σ. 104.

60. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 25.10.1918.

61. Για τα επισιτιστικά προβλήματα στην αχαϊκή πρωτεύουσα από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως και το 1918 βλ. Αλέκ. Μαρασλής, Ιστορία της Πάτρας…, ό.π., σ. 66, 85, 90-91, 103. Β. Λάζαρης, Πολιτική…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 64, 78, 83-84.

62. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 103.

63. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 12.10.1918.

64. Ενδεικτικά βλ. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 10-11.10.1918, 19.10.1918, 21.10.1918, 22.10.1918, 29.10.1918, 27.11.1918.

65. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 16.10.1918.

66. Κ. Πανίτσας, «Η πόλη των Πατρών…», ό.π., σ. 331. Λ. Μαρινέλλης, 1922. Οι πρόσφυγες στην Πάτρα, έκδοση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας, Πάτρα 2000.

67. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 7.10.1918, 29.10.1918, 7.11.1918.

68. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 15.10.1918. Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 355.

69. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 12.10.1918.

70. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 12.10.1918.

71. Αι οδοί την νύκτα ερημούνται από της 10ης ώρας. Τα καφενεία αν μη όλα, τα πλείστα, δια την έλλειψιν κόσμου κλείουσιν ενωρίς και ούτω η πόλις εφησυχάζει τας νύκτας εξασφαλίζουσα την υγείαν της. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα 20.10.1918.

72. Συχνές ήταν οι μετέπειτα αναφορές των Πατρινών στη γρίπη του 1918. Βλ. σχετικά Αλέκ. Μαρασλής, Ιατρική και…, ό.π., σ. 353, 358.

73.  Ν. Τόμπρος, Η Πόλη Πρόνοιας…, ό.π., σ. 231.