Αρετή Τούντα – Φεργάδη
Οι δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο. Σύμπλευση Δικαιοσύνης και Ιστορίας
«Το προνόμιο να εγκαινιαστεί μέσα στην ιστορία η πρώτη δίκη για τα εγκλήματα κατά της ειρήνης του κόσμου θέτει σοβαρές ευθύνες». Robert H. Jackson.
«Η Νυρεμβέργη υπήρξε επαναστατική υπό την έννοια ότι αυτοί, που την έκαναν υιοθέτησαν πολλές ποινικές αρχές καθ’ ολοκληρία καινούργιες». Taylor Telford.
Από τα λεγόμενα δύο εκ των πλέον σημαντικών προσώπων, που συμμετείχαν στη δίκη της Νυρεμβέργης, του Αμερικανού δημοσίου κατήγορου, Robert H. Jackson, και του συνταγματάρχη Taylor Telford, συνάγονται δύο στοιχεία που αποδίδουν την πολυπλοκότητα και, κυρίως, τον δισυπόστατο χαρακτήρα της συγκεκριμένης δίκης. Αφενός το πάντρεμα, το σύμπλεγμα της δικαιοσύνης με την ιστορία, αφετέρου, όπως επισημαίνει η Ann-Sophie Schӧpfel, για «πρώτη φορά ανακατευόταν η δικαιοσύνη στην ιστορία». Η συνύπαρξη των δύο αυτών, σχετικά διακριτών μεταξύ τους, γνωστικών πεδίων καταδεικνύεται και από πρόσφατο δημοσίευμα του Marco Wolter, ο οποίος επισημαίνει πως η «Δίκη της Νυρεμβέργης σηματοδοτεί τη γέννηση της διεθνούς δικαιοσύνης». Τα ίδια, ακριβώς, ισχύουν και για τη Δίκη του Τόκιο, η οποία αφορούσε στις αγριότητες και στα εγκλήματα πολέμου, που έλαβαν χώρα στην Άπω Ανατολή, αλλά και για τις υπόλοιπες δίκες, οι οποίες διεξήχθησαν σε μεταγενέστερους χρόνους.
Συνήθως μιλούμε για τη δίκη της Νυρεμβέργης και τη δίκη του Τόκιο, αντικείμενο των οποίων ήταν η προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης των εγκληματιών πολέμου που έδρασαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να αναφερόμαστε σε δίκες, δεδομένου ότι παράλληλα με τη δίκη της Νυρεμβέργης διεξήχθησαν άλλες δώδεκα, στη διάρκεια των οποίων κατηγορήθηκαν και δικάστηκαν 177 άτομα, τη δε δίκη του Τόκιο ακολούθησαν και άλλες αντίστοιχες με το ίδιο αντικείμενο, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1948.
Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα ποιο δύναται να είναι το έργο του ιστορικού, αφ’ ης στιγμής μιλούμε για δίκες. Ποια θα είναι η επιλογή του; Να περιγράψει και να αναλύσει τα ιστορικά γεγονότα ή να μελετήσει τις νομικές παραμέτρους του θέματος; Την απάντηση την έχει δώσει η Annette Wierviorka, η οποία μας διαβεβαιώνει πως: «Αυτές οι δίκες ενδιαφέρουν τους ιστορικούς από πολλές [πλευρές]». Αρχικώς, είναι τα γεγονότα και ακολουθούν τα πολλά έγγραφα: «αρχεία, τα οποία έχουν χρησιμεύσει στην γραφή της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου»⸱ αρχεία και έγγραφα, τα οποία δεν έμειναν κρυμμένα αλλά ερχόμενα στη δημοσιότητα επέτρεψαν στον δημοσιογράφο Raymond Cartier να διατυπώσει το 1946 την άποψη πως «η δίκη έδωσε στην Ιστορία δέκα χρόνια προόδου».
Και είναι αλήθεια πως κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας της δίκης, που διεξήχθη στη Νυρεμβέργη, συνεπώς και των άλλων αντίστοιχων, παρήχθη ένας μεγάλος αριθμός Εγγράφων και Πρακτικών, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορική έρευνα. Οι μαρτυρίες, κατά την ακροαματική διαδικασία, διπλωματών, ανώτατων στρατιωτικών και γενικότερα προσώπων που κατείχαν υψηλότατα αξιώματα, συνιστούν αξιόλογο πρωτογενές υλικό. Για παράδειγμα, από τη μελέτη των Πρακτικών της δίκης του Gustav Krupp ή εκείνης του I.G.Farben, μπορούμε να εξαγάγουμε σαφή συμπεράσματα για τον παράνομο επανεξοπλισμό της Γερμανίας ή για τις πραγματικές σχέσεις του Χίτλερ με την ηγεσία της βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων. Ακόμα, αρκετά από τα έγγραφα που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης δύνανται να μελετηθούν, για να γραφεί η ιστορία της Γερμανίας «εάν βέβαια οι Γερμανοί επιθυμούν να μάθουν την αλήθεια του παρελθόντος».
Επομένως, είναι προφανές, απ’ όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, πως ο ιστορικός θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην Ιστορία και στο Δίκαιο⸱ να προσπαθήσει να ανεύρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στα δύο γνωστικά αντικείμενα, βοηθούμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποδώσει καλύτερα το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί. Άλλωστε, η προσαγωγή σε δίκη των υψηλά ιστάμενων ναζιστών ηγετών, εγκληματιών πολέμου και των ναζιστικών οργανώσεων, τελικώς συνέβαλε στο να λάμψει η αλήθεια της ιστορίας.
Είναι προφανές, ωστόσο, πως η επικέντρωση στο νομικό, θεσμικό πλαίσιο, βάσει του οποίου συστάθηκε το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και κατ’ επέκταση και το Δικαστήριο του Τόκιο και των υπολοίπων δικών, προσφέρει πολλά στην κατανόηση του πρωτοφανέρωτου αυτού φαινομένου, δηλαδή της προσαγωγής σε δίκη όσων θεωρήθηκαν ένοχοι για την έναρξη και την τραγική εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και, όντως, ήταν πρωτόφαντο, δεδομένου ότι, αν στρέψει κανείς το βλέμμα του προς τα πίσω πριν από το 1945, θα διαπιστώσει πως κανένας πόλεμος δεν έληξε με μια δίκη.
Όπως είναι γνωστό, τη λήξη ενός πολέμου σηματοδοτεί η υπογραφή Ανακωχής, που αφορά στον τερματισμό των εχθροπραξιών και επισφραγίζει η υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζει τις διαφορές των εμπλεκομένων σ’ αυτόν μερών.
Είναι δε προφανές, πως η εξέταση και περιγραφή του νομικού πλαισίου, βάσει του οποίου συστάθηκαν τα δύο Δικαστήρια, άπτεται απολύτως της Διπλωματικής Ιστορίας ή ευρύτερα της Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων. Ειδικότερα, οι δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο συνιστούν «ένα κεντρικό τμήμα της ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων του 20ου αιώνα ως προς την ανάδειξη, τον προσδιορισμό και την εφαρμογή του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου».
Ας επισημανθεί πως η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο πολεμικό πεδίο, απαιτούσε την εντατικοποίηση των προσπαθειών των νικητριών Δυνάμεων για την αποφυγή επανάληψης, τόσο στο εγγύς όσο και στο απώτερο μέλλον, παρόμοιων τραγικών γεγονότων, που ενέπλεξαν την παγκόσμια κοινότητα σε μια άγρια ανθρωποσφαγή, αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε «η τελική λύση του εβραϊκού προβλήματος». Αυτή η ανθρωποσφαγή είχε ως αποτέλεσμα πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, γέμισε την υφήλιο με ανάπηρους, ορφανά, πρόσφυγες και κατέστησε τον βίο της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων δυσβάσταχτο⸱ ταυτοχρόνως, ανετράπη ο ρους της ιστορίας στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Ο τρόπος αντιμετώπισης ενός τέτοιου φαινομένου και ιδίως η κατάπνιξη και εξαφάνιση, αν ήταν δυνατόν, αναβίωσης του γερμανικού μιλιταρισμού, ειδικότερα του ναζιστικού μορφώματος, είχε αρχίσει να απασχολεί τις Δυτικές Δυνάμεις από ενωρίς.
Οι προσπάθειες, που είχαν παρατηρηθεί ύστερα από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκ μέρους των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως για παραπομπή σε δίκη του Γουλιέλμου Β΄ και πολλών Γερμανών πολιτικών και στρατιωτικών, δεν ευοδώθηκαν, αφ’ ης στιγμής ο Κάιζερ, ο οποίος είχε θεωρηθεί ως «κλινικώς τρελός» και είχε «συμβάλλει […] στην αποσταθεροποίηση της Ευρώπης πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο», κατέφυγε στην Ολλανδία, καθότι η τελευταία πρόσφερε πολιτικό άσυλο στον ίδιο και στους συνεργάτες του.
Ωστόσο, στη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της Συνδιάσκεψης των Παρισίων, η Επιτροπή, η αρμόδια να ανεύρει τους υπεύθυνους για το παγκόσμιο ανθρώπινο αιματοκύλισμα, την έκρηξη του πολέμου, και να αποδώσει τις ευθύνες, που τους αναλογούσαν, είχε συντάξει τρία κείμενα, το περιεχόμενο των οποίων ενσωματώθηκε στα άρθρα 227, 228 και 229 της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών. Τα εν λόγω άρθρα, όπως και το επόμενο, το 230, περιλήφθηκαν στο VII μέρος της συγκεκριμένης Συνθήκης, στην κατηγορία Κυρώσεις (Sanctions).
Στα σπουδαιότερα σημεία των δύο, πλέον συναφών με το θέμα μας, άρθρων συγκαταλέγονταν τα ακόλουθα:
Βάσει του άρθρου 227, οι Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις κατηγορούσαν δημοσίως τον έκπτωτο αυτοκράτορα, Γουλιέλμο Β΄, επειδή είχε προβεί σε πράξεις «προσβολής της διεθνούς ηθικής» και «παραβίασης των Συνθηκών». Στο ίδιο άρθρο, προβλεπόταν η σύσταση ενός ειδικού Δικαστηρίου, αποτελούμενου από πέντε Δικαστές, εκπροσώπους των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων που θα έκρινε τον κατηγορούμενο, στον οποίο θα διασφάλιζε «τις ουσιώδεις εγγυήσεις του δικαίου της υπεράσπισης (du droit de défense). Το άρθρο 228 αναφερόταν στη συγκρότηση Στρατιωτικών Δικαστηρίων των Συμμάχων, ενώπιον των οποίων θα δικάζονταν οι κατηγορούμενοι, που είχαν προβεί «σε πράξεις αντίθετες προς τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου».


Ας σημειωθεί πως η ολλανδική κυβέρνηση αρνήθηκε να εκδώσει τον Κάιζερ στους Συμμάχους, επικαλούμενη το γεγονός πως η χώρα δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών και «η ολλανδική, εθνική παράδοση καθιστούσε τη χώρα μια περιοχή καταφύγιο για τους ηττημένους των διεθνών συγκρούσεων». Οι Σύμμαχοι δεν επέμειναν και στην ιδέα να δικάσουν οι ίδιοι Γερμανό υπήκοο. Αρκέστηκαν να συντάξουν έναν κατάλογο, στον οποίο περιλαμβάνονταν ο Hindenburg και ο Ludendorff και άφησαν τη Γερμανία να τους παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο. Τα ονόματα στον κατάλογο ήταν εκατοντάδες. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν εναντίον των συλληφθέντων δεν θεωρήθηκαν επαρκή. Δικάστηκαν δώδεκα. Οι περισσότεροι αθωώθηκαν.
Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα καθίσταται προφανές πως μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η διεθνής κοινότητα δεν είχε θεσμοθετήσει ένα νομικό πλαίσιο, στο οποίο θα μπορούσαν να βασιστούν οι νικητές, ώστε να δικάσουν όσους θεώρησαν πως πρωτοστάτησαν στην έναρξη του πολέμου. «Η διεθνής νομοθεσία δεν [υπήρχε] ακόμη», όπως μας είχε διαβεβαιώσει ο Carr.
Υπήρχε επομένως ένα νομικό κενό, το οποίο προσπάθησαν να καλύψουν οι ηγέτες των Δυτικών Δυνάμεων. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έλειψαν οι συζητήσεις για τον τρόπο κατά τον οποίο θα τιμωρούνταν όσοι είχαν διαπράξει ή θα διέπρατταν αξιόποινες πράξεις έως το τέλος των εχθροπραξιών, εντασσόμενοι στην κατηγορία των εγκληματιών πολέμου. Η παραδειγματική τιμωρία τους αποτέλεσε «έναν από τους μείζονες σκοπούς» του πολέμου, όπως χαρακτηριστικά επισήμαινε ο Winston Churchill, ήδη από το φθινόπωρο του 1941.

Στο ίδιο πνεύμα με εκείνο του Βρετανού πρωθυπουργού κινείτο και η κοινή Δήλωση της Διασυμμαχικής Επιτροπής, που συνήλθε στο Λονδίνο, στις 13 Ιανουαρίου 1942 και στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των εξορίστων κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της Ελλάδος. Η Δήλωση ψηφίστηκε ομοφώνως και, μεταξύ άλλων σημαντικών, καταδίκαζε τις δυνάμεις κατοχής, επιρρίπτοντάς τους ευθύνες «για μαζικές φυλακίσεις, εκτοπίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις ομήρων». Μάλιστα, ο επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας, στρατηγός Charles de Gaulle, αρχηγός των Ελεύθερων Γάλλων, αναφερόμενος στους εχθρούς, υπογράμμιζε πως έφτασαν στο σημείο να βασιλεύει στην Ευρώπη «ένα καθεστώς τρόμου πιο τρομακτικό από εκείνο, που εγκαθιδρύθηκε από τις ορδές βαρβάρων των πρώτων χρόνων του Μεσαίωνα, θέτοντας όλη τους την τεχνική και όλη τους την επιστήμη στην υπηρεσία της θηριωδίας».
Όντως, οι ηγέτες των νικητριών Δυνάμεων (ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας και ΕΣΣΔ) προσέβλεπαν στη συνθηκολόγηση της Γερμανίας άνευ όρων, αλλά οι απόψεις τους διέφεραν ως προς τον τρόπο τιμωρίας των ενόχων του Πολέμου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε ταχθεί υπέρ της άμεσης εκτέλεσης όσων ηγετικών στελεχών συλλαμβάνονταν, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα να έρθουν στην επιφάνεια οι παράνομες ενέργειες των Συμμάχων στις αρχές του πολέμου. Ο Σοβιετικός ηγέτης, ο Stalin, πίστευε πως έπρεπε να προηγηθεί δίκη πριν από την εκτέλεση, επηρεασμένος, ίσως, από τις γνωστές ως «δίκες της Μόσχας», στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Οι Αμερικανοί, απεναντίας, προτιμούσαν μια δίκαιη και γνήσια δίκη όσων κατηγορούνταν, ούτως ώστε να μην υπάρξουν αμφισβητήσεις για την ενοχή τους και αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε, κυρίως, από τον διάδοχο του F. D. Roosevelt στο προεδρικό αξίωμα, Harry Truman.
Οι Αμερικανοί φάνηκαν περισσότερο διαλλακτικοί, αποβλέποντας ίσως, στην ενίσχυση της θέσης τους στο μεταπολεμικό διεθνές στερέωμα, όπως αποδείχθηκε από την μετέπειτα πολιτική τους στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, δεν έλειψαν και ακραίες φωνές⸱ κάποιοι υποστήριζαν την μεταπολεμική, οικονομική συρρίκνωση της Γερμανίας, δηλαδή απόψεις σύμφωνα με εκείνες, που είχαν διατυπωθεί στη διάρκεια των εργασιών, στο Παρίσι, το 1919, του Συνεδρίου της Ειρήνης και είχε αντικρούσει ο Keynes, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους εφαρμογής μιας ανάλογης απόφασης για την παγκόσμια οικονομία. Άλλοι προτιμούσαν την άμεση εκτέλεση όλων των Γερμανών αξιωματούχων που θα συλλαμβάνονταν, ώστε να μην δοθεί η δυνατότητα στους προσαχθέντες στη δίκη να εκθέσουν και να υποστηρίξουν τα γεγονότα, όπως οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονταν, αποσκοπώντας στο να πείσουν «τον κόσμο [με] τα αφηγήματά τους».
Η πορεία προς τη δίκη της Νυρεμβέργης
Είναι προφανές πως η παραπομπή σε δίκη των εγκληματιών πολέμου, των ναζιστών, δεν ήταν εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι «δεν υπήρχε ούτε προηγούμενο ούτε κατοχυρωμένη δικαιοδοσία του Διεθνούς Στρατοδικείου», το οποίο συνεδρίασε από τις 20 Νοεμβρίου 1945 ως την 31η Αυγούστου 1946 στη Νυρεμβέργη, σύμφωνα με το Υπόμνημα του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Νορβηγού Trygve Lie, που δημοσιεύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1949. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές προέρχονταν από τις τέσσερις δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας, η διαίρεση της οποίας σε ζώνες κατοχής είχε αποφασιστεί στη Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ, τον Ιούλιο του 1945.
Η ίδρυση του Δικαστηρίου ήταν απόρροια μιας σειράς αποφάσεων και συμφωνιών, που είχαν ληφθεί και υπογραφεί τα προηγούμενα χρόνια. Πρώτη, σημαντική, συμφωνία θεωρείται η απόφαση της Μόσχας, της 30ης Οκτωβρίου 1943, γνωστή ως «Διακήρυξη της Μόσχας», η οποία μιλούσε για όλους τους Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες, μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ενόχους αποτρόπαιων πράξεων, οι οποίοι θα στέλνονταν στις χώρες, όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα για να δικαστούν σύμφωνα με την νομοθεσία που ίσχυε σ’ αυτές. Ρητά ανέφερε πως η συγκεκριμένη δήλωση «δεν ισχύει για την περίπτωση των κυριοτέρων εγκληματιών πολέμου, των οποίων τα εγκλήματα δεν μπορούν να προσδιοριστούν γεωγραφικώς». Εκείνοι θα δικάζονταν και θα τιμωρούνταν «σύμφωνα με τις αποφάσεις τις οποίες θα λάβουν από κοινού οι κυβερνήσεις των Συμμαχικών κρατών».
Η εν λόγω απόφαση περιλήφθηκε, σχεδόν αυτούσια, στο προοίμιο της Συμφωνίας του Λονδίνου, της 8ης Αυγούστου 1945. Είναι προφανές πως η Διακήρυξη αναφερόταν μόνο σε Γερμανούς στρατιωτικούς και σε μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, δίχως να διευκρινίζει τί ακριβώς επρόκειτο να συμβεί με άλλους μεγάλους εγκληματίες πολέμου, οι οποίοι είχαν δράσει σε πολλές χώρες. Ενδεικτικό είναι πως απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά σε Ιταλούς και Ιάπωνες εγκληματίες πολέμου.
Καθοριστική σημασία για την τύχη των μεγάλων εγκληματιών πολέμου είχαν οι αποφάσεις της τελευταίας Διάσκεψης Κορυφής των τριών Μεγάλων, η οποία συνήλθε στο Πότσνταμ. Οι εργασίες της διήρκεσαν από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1945 και στις 19 Ιουλίου, επήλθε συμφωνία σχετική με τις πολιτικές και οικονομικές αρχές πάνω στις οποίες θα ρυθμίζονταν τα της διοίκησης και του ελέγχου της Γερμανίας. Η συμφωνία εδραζόταν σε τέσσερα σημεία: αποστρατικοποίηση (Demilitarization), αποναζιστικοποίηση (Denazification), αποκέντρωση (Decentralization), εκδημοκρατισμός (Democratization).
Στην αποναζιστικοποίηση εντασσόταν και η απόφαση για παραπομπή σε δίκη των εγκληματιών πολέμου. Ας σημειωθεί πως ο όρος αποναζιστικοποίηση εμπεριείχε, υπό μία ευρεία έννοια, και την γερμανική κοινωνία, την οποία οι Σύμμαχοι επιθυμούσαν και προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να απομακρύνουν από το ναζιστικό παρελθόν της, γεγονός το οποίο «δεν ήταν απλώς πρωτοφανής πρόκληση, αλλά ήταν εντελώς ακατόρθωτο», όπως εκτιμά ο Kershaw.
Στις Συμφωνίες της Συνδιάσκεψης του Πότσνταμ περιλαμβανόταν και το άρθρο 7, υπό τον τίτλο “Εγκληματίες Πολέμου”. Βάσει αυτού, οι τρεις κυβερνήσεις, αφού είχαν λάβει υπόψη τις συζητήσεις, που διεξάγονταν στο Λονδίνο, ανάμεσα στους αντιπροσώπους της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, με σκοπό να καταλήξουν σε μια συμφωνία, ως προς τη Δίκη των κυριοτέρων εγκληματιών πολέμου, οι οποίοι είχαν χαρακτηριστεί ως ένοχοι, βάσει της Δήλωσης της Μόσχας, του Οκτωβρίου 1943, για εγκλήματα, τα οποία στερούνταν γεωγραφικού προσδιορισμού, ήλπιζαν πως οι διαπραγματεύσεις του Λονδίνου θα οδηγούσαν σε μια ανάλογη συμφωνία, ώστε η δίκη, την οποία θεωρούσαν, «ως ζήτημα υψίστης σπουδαιότητος», να αρχίσει «όσον το δυνατόν ταχύτερον». Ο πρώτος κατάλογος των κατηγορούμενων θα δημοσιευόταν νωρίτερα από την 1η Σεπτεμβρίου του 1945.

Αργότερα, στις εργασίες της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (Ιούνιος-Αύγουστος 1945), η οποία συνήλθε κατόπιν πρωτοβουλίας των τριών εκ των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων, συγκεκριμένα της Μεγάλης Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των Δυνάμεων και της Γαλλίας. Αυτές είχαν ως σκοπό, όπως είχε σημειώσει ο Robert Jackson, ο οποίος εκπροσωπούσε τις ΗΠΑ στη Συνδιάσκεψη, να «εγκαθιδρύσουν μεθόδους διαδικασίας για την ποινική δίωξη και δίκη των σπουδαιότερων Ευρωπαίων εγκληματιών πολέμου». Αξίζει να επισημανθεί πως οι Αμερικανοί ήταν οι αρχιτέκτονες της όλης διαδικασίας, που οδήγησε τους εγκληματίες πολέμου στις δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο.
Στις 8 Αυγούστου 1945, οι αντιπρόσωποι των Συμμαχικών κρατών υπέγραψαν τη Συμφωνία του Λονδίνου, αποτελούμενη από επτά άρθρα. Η εν λόγω Συμφωνία θεωρείται και είναι η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, που συνήλθε στη Νυρεμβέργη, μια και στο πρώτο άρθρο προβλεπόταν η ίδρυσή του με σκοπό «να δικάσει τους εγκληματίες πολέμου των οποίων τα εγκλήματα είναι δίχως ακριβή, γεωγραφική τοποθεσία, που θα κατηγορηθούν ατομικώς ή ως μέλη οργανώσεων ή ομάδων ή με αυτό τον διπλό τίτλο». Σύμφωνα με το επόμενο άρθρο (2) «Η συγκρότηση, η δικαιοδοσία, η λειτουργία του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου προβλέπονται στο καταστατικό, το προσαρτημένο στην παρούσα Συμφωνία, αυτό το καταστατικό [θεωρείται] αναπόσπαστο τμήμα της Συμφωνίας». Η Συμφωνία θα ίσχυε από την ημέρα της υπογραφής της.
Το Καταστατικό του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου απαρτιζόταν από επτά μέρη και περιλάμβανε 30 άρθρα. Έχει μείνει γνωστό και ως το «Καταστατικό του Λονδίνου»
Ορισμένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα άρθρα ήταν τα ακόλουθα:
Το πρώτο άρθρο όριζε πως θα ιδρυόταν ένα Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της Συμφωνίας της 8ης Αυγούστου 1945, με σκοπό «να δικάσει και να τιμωρήσει κατά τρόπο ενδεικνυόμενο και δίχως καθυστέρηση, τους μεγάλους εγκληματίες πολέμου των ευρωπαϊκών χωρών του Άξονα». Στο δεύτερο άρθρο προβλεπόταν πως το Δικαστήριο θα συγκροτείτο από τέσσερεις δικαστές, οι οποίοι θα βοηθούνταν στο έργο τους από τέσσερα αναπληρωματικά μέλη, υποδεικνυόμενα από τις υπογράφουσες το κείμενο Δυνάμεις. Τα υπόλοιπα άρθρα του πρώτου μέρους καθόριζαν τα της λειτουργίας της Δικαστηρίου. Το τελευταίο άρθρο (5) προέβλεπε την ίδρυση και άλλων Δικαστηρίων, αν προέκυπτε ανάγκη από την όλη διαδικασία.
Στο δεύτερο μέρος, το άρθρο 7 όριζε πως το Δικαστήριο θα δίκαζε και θα τιμωρούσε όλα τα άτομα που έδρασαν «για λογαριασμό των ευρωπαϊκών χωρών του Άξονα», έχοντας διαπράξει «ατομικώς ή ως μέλη οργανώσεων ένα από τα ακόλουθα εγκλήματα», δηλαδή τα εγκλήματα εναντίον της Ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Στο πέμπτο μέρος, το άρθρο 22, όριζε πως η μόνιμη έδρα του Δικαστηρίου θα ήταν το Βερολίνο. Η πρώτη συνάντηση των μελών του Δικαστηρίου θα πραγματοποιείτο στο Βερολίνο, ενώ η πρώτη δίκη θα λάβαινε χώρα στη Νυρεμβέργη και «όλες οι μεταγενέστερες δίκες θα λάβουν χώρα σε τόπους, που θα επιλεγούν από το Δικαστήριο».
Η επιλογή της Νυρεμβέργης, ως έδρας διεξαγωγής της δίκης, δεν ήταν τυχαία. Οι νικητές του πολέμου θέλησαν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διατρανώσουν και πάλι την αντίθεσή τους προς τον ναζισμό μια και η πόλη ήταν το λίκνο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και, επιπλέον, το 1935 είχαν ψηφιστεί οι νόμοι της Νυρεμβέργης, ένας εκ των οποίων αφορούσε στην «προστασία του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής» και ειδικότερα στην απαγόρευση των «φυλετικά μεικτών» γάμων, ιδίως, στην πραγματικότητα, των γάμων, στους οποίους ο ένας εκ των δύο μελών ήταν Εβραίος. Οι συγκεκριμένοι νόμοι συμπληρώθηκαν με τα Διατάγματα του 1937 και του 1938, βάσει των οποίων οι Εβραίοι καταδικάζονταν σε αργό θάνατο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η χιτλερική αυτή πολιτική επεκτάθηκε στους Τσιγγάνους, στους Σλάβους γενικώς, καθώς και σε όλους τους λαούς που «μειονεκτούσαν».
Η απόφαση των Συμμάχων να οδηγήσουν τους εγκληματίες πολέμου σε δίκη ήταν ένα «νομικό ναρκοπέδιο», όπως επισημαίνει ο Kershaw. Ορισμένοι έκριναν αυτή τη ρύθμιση ως μια «αναξιοπρεπή εφαρμογή του νόμου των νικητών – μια «κρίση [δικαστική] των ηττημένων από τους νικητές- θέτοντας εν αμφιβόλω ορισμένες από τις αρχές, που υιοθετήθηκαν στη Νυρεμβέργη, ιδίως την έννοια του εγκλήματος κατά της ειρήνης (επιθετικό πόλεμο), ως μη έχοντα νομική αξία, σύμφωνα με την αρχή nullum crimen nulla pœna sine lege [κανένα έγκλημα, καμία ποινή δίχως νόμο]».
Αξίζει να σημειωθεί πως τη μέρα, που υπογράφηκε η Συμφωνία του Λονδίνου, στις 8 Αυγούστου 1945, ο Molotov ανακοίνωνε στον Ιάπωνα πρέσβη στη Μόσχα, Sato, πως ύστερα από την άρνηση της Ιαπωνίας να συνθηκολογήσει, η κυβέρνησή του είχε αποφασίσει «να μετάσχη του πολέμου εναντίον του Ιάπωνος επιδρομέως», ώστε να συμβάλει «εις την όσον το δυνατόν ταχυτέραν αποκατάστασιν της διεθνούς ειρήνης». Η σοβιετική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί τη συμμαχική δήλωση για την παράδοση της Ιαπωνίας (της 26ης Ιουλίου). Την ίδια μέρα, 8 Αυγούστου, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας, μετέδιδε την είδηση πως «η Σοβιετική Ρωσία εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ιαπωνίας».
Η Δίκη
Στις 18 Οκτωβρίου 1945, συνήλθε στο Βερολίνο, σε τυπική συνεδρίαση, το «Στρατιωτικό Στρατοδικείο», το οποίο έλαβε γνώση του κατηγορητηρίου, αποτελούμενου από 30.000 λέξεις, το οποίο δόθηκε την ίδια μέρα και στους κατηγορούμενους, αλλά και στη δημοσιότητα, χαρακτηρίστηκε, δε, ως το «μεγαλύτερον ημερολόγιον εγκλημάτων του κόσμου». Η δίκη ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1945. Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους κατηγορουμένους ήταν τέσσερις:
- Συνωμοσία εναντίον της ανθρωπότητας.
- Προετοιμασία και ξέσπασμα ενός επιθετικού πολέμου.
- Εγκλήματα πολέμου [ανάμεσα στην 1η Σεπτεμβρίου 1939 και τις 8 Μαΐου 1945].
- Επιθέσεις, κακουργήματα, προσβολή του ανθρωπιστικού δικαίου, διωγμοί, καταδίωξη προσώπων, τα οποία οι ναζί υποψιάζονταν πως ήταν εχθρικά διακείμενα προς τον ναζισμό.
Το πρωινό της 19ης Οκτωβρίου 1945 ο Hess, ο Ribbentrop, ο Goering και ακόμα άλλα είκοσι ένα ηγετικά στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος έμαθαν για τις κατηγορίες, που τους βάρυναν. Για τον Martin Bormann υπήρχαν αμφιβολίες αν βρισκόταν στη ζωή και αυτή η αμφιβολία είχε ως αποτέλεσμα το όνομά του να περιλαμβάνεται στη λίστα των εγκληματιών πολέμου και να δικαστεί ερήμην, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Καταστατικού. Οι 24 κατηγορούμενοι, που προσήχθησαν στην πρώτη και σπουδαιότερη Δίκη, από άποψη Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, για εγκλήματα Πολέμου, εγκλήματα κατά της Ειρήνης και εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Εκτός από τα άτομα δικάζονταν και διάφορες εμβληματικές οργανώσεις και φορείς του ναζιστικού κράτους, όπως τα κομματικά παραστρατιωτικά Τάγματα Προστασίας (SS), η Υπηρεσία Ασφαλείας (SD), η Μυστική Κρατική Αστυνομία (Gestapo), το Ναζιστικό Κόμμα κλπ. Ας σημειωθεί πως ύστερα από την 25η Οκτωβρίου 1945, οι εκδικαζόμενοι ήσαν 23, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος, Robert Ley, αυτοκτόνησε.
Οι πληρεξούσιοι [procureurs] των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης θα χειρίζονταν τα ζητήματα, που αφορούσαν στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Οι πρώτοι θα εκδίκαζαν όσα είχαν διαπραχθεί στη Δυτική Ευρώπη, οι δεύτεροι, στην Ανατολική Ευρώπη. Διαχωριστική γραμμή θα ήταν το Βερολίνο. Το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης συνήλθε σε 403 ανοιχτές συνεδριάσεις, κατέθεσαν δια ζώσης 94 μάρτυρες και άλλοι 143 κατέθεσαν απαντώντας σε γραπτά ερωτηματολόγια.

Στην εναρκτήρια ομιλία του, στην αρχή της ακροαματικής διαδικασίας στις 20 Νοεμβρίου 1945, ο βασικός κατήγορος Αμερικανός δικαστής Robert H. Jackson, ο βασικός εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, διευκρίνισε, απευθυνόμενος προς όλους τους Γερμανούς, πως οι κατηγορούμενοι δεν δικάζονται, επειδή οι ηγέτες τους «έχασαν τον πόλεμο, αλλά επειδή τον ξεκίνησαν». Επίσης, μεταξύ και άλλων πολύ σημαντικών, ανέφερε πως οι υπόδικοι «δημιούργησαν, υπό την αιγίδα του αρχηγού τους Hitler, έναν Εθνικοσοσιαλιστικό δεσποτισμό» και «αφαίρεσαν από τον Γερμανικό λαό κάθε αξιοπρέπεια και ελευθερία, […]. Και […] δημιούργησαν μέσα στην ψυχή αυτού του λαού ένα απεριόριστο μίσος και μια φοβερή έχθρα εναντίον παντός τρίτου που δεν ανήκε στην Γερμανική φυλή».
Περαιτέρω, ο Βρετανός κατήγορος Sir Hartley Shawcross, αντικρούοντας τις θέσεις της υπεράσπισης, τόνισε πως οι κατηγορούμενοι κατέλαβαν βιαίως την εξουσία και διοίκησαν το γερμανικό κράτος μετερχόμενοι απάνθρωπα μέσα, όπως έπραξαν και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, των οποίων καταπάτησαν την ανεξαρτησία και την ελευθερία. «Οι συνήγοροι προσπαθούν να αντικρούσουν την κατηγορία με τη δικαιολογία ότι την εποχή που οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τα εγκλήματά τους δεν υπήρχε νόμος που να καταδικάζει αυτά τα εγκλήματα».
Βέβαια, η δυσχέρεια στην εφαρμογή ενός δικαιϊού συστήματος, αποδεκτού από όλες τις πλευρές, αναδεικνύεται και από τα όσα υποστήριξε ο μάρτυρας υπεράσπισης, διαπρεπής Γερμανός δικηγόρος, δρ. Stahmer, ο οποίος στην αγόρευσή του αμφισβήτησε την εγκυρότητα της διεξαγόμενης δίκης, επισημαίνοντας την απουσία ενός διεθνούς νόμου που να αφορά όσους σχεδιάζουν και προετοιμάζουν έναν επιθετικό πόλεμο και τον υλοποιούν. Ακόμα, υποστήριξε πως η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν μονομερής, δεδομένου ότι οι δικαστές προέρχονταν αποκλειστικά και μόνο από την πλευρά των νικητριών στον πόλεμο δυνάμεων, επομένως το δικαστήριο ήταν ταυτοχρόνως «συντάκτης του ποινικού νόμου, […] του κατηγορητηρίου, κατήγορος και κριτής». Πρότεινε, μάλιστα, να συσταθεί ένα άλλο δικαστήριο, όπου θα εκπροσωπούνταν και ουδέτερα κράτη με συμμετοχή διαπρεπών νομικών. Ακόμα και τη σύσταση μιας επιτροπής επιστημόνων, εξειδικευμένων στο Διεθνές Δίκαιο, έργο της οποίας θα ήταν να κρίνει την εγκυρότητα του δικαστηρίου και τη νομιμότητα των κατηγοριών, που είχαν απαγγελθεί στους προσαχθέντες. Επόμενο ήταν οι προτάσεις του να μην γίνουν αποδεκτές από το Συμμαχικό Δικαστήριο.
Η δίκη συνεχίστηκε με έντονες αντεγκλήσεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε νομικό επίπεδο και στο τέλος ύστερα από τις αγορεύσεις του Εισαγγελέα, των συνηγόρων υπεράσπισης και τις απολογίες ορισμένων κατηγορουμένων, εκδόθηκε η απόφαση, βάσει της οποίας δώδεκα εκ των κατηγορουμένων καταδικάζονταν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι Hermann Goering, Joachim von Ribbentrop, Wilhelm Keitel , Alfred Rosenberg, Hans Frank. Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη ή σε πολυετείς ποινές φυλάκισης και μόνο τρεις αθωώθηκαν: ο von Papen, ο Sacht και ο Fritzsche. O Hermann Gœring αυτοκτόνησε πριν από την εκτέλεση. Ο Martin Bormann, αν και απών, καταδικάστηκε εις θάνατον δι’ απαγχονισμού, τα δε οστά του εντοπίστηκαν ύστερα από δεκαετίες, κοντά στο κρησφύγετο, όπου ο Adolf Hitler είχε δώσει τέλος στη ζωή του.
Οι ετυμηγορίες απαγγέλθηκαν στους κατηγορουμένους την 30ή Σεπτεμβρίου και την 1η Οκτωβρίου 1946. Η 1η Οκτωβρίου 1946 ήταν και η τελευταία συνεδρίαση του Δικαστηρίου, η ημέρα, κατά την οποία ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της πρώτης και σημαντικότερης ποινικής δίκης στην ιστορία.
History Channel -The Trial οf Nuremberg documentary (ελληνικοί υπότιτλοι)
Προς τη Δίκη του Τόκιο και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου
Η Δίκη του Τόκιο δεν υπολειπόταν σε τίποτα εκείνης της Νυρεμβέργης. Ήταν ισόβαθμη με εκείνη και διεξήχθη με σκοπό να δικάσει τους εγκληματίες πολέμου που έδρασαν από το 1937, όταν ξεκίνησε ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος έως τον Σεπτέμβριο του 1945, όταν η Ιαπωνία υπέγραψε τη Συνθηκολόγηση. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη πως η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ήταν να εκδικάσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1928 και 2ας Σεπτεμβρίου 1945. Ανάλογη είναι και η θέση του Michelin, ο οποίος υποστηρίζει πως η «εργασία του Δικαστηρίου» αφορά μια χρονική περίοδο, η οποία εκτείνεται από το 1928, χρονιά κατά την οποία δολοφονήθηκε ο Chang Tso-lin στη Μαντζουρία από τα στρατεύματα της Ιαπωνίας. Το συγκεκριμένο γεγονός το ερμηνεύει ως ένα «πρελούδιο» της βίαιης κατάληψης της Μαντζουρίας από την Ιαπωνία, όταν η δεύτερη κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή και εγκαθίδρυσε, την 1η Μαρτίου του 1932, το Μαντσουκούο, ένα κράτος-δορυφόρο της Ιαπωνίας, στην ουσία προτεκτοράτο, όπου την εξουσία ανέλαβε ο Κινέζος αυτοκράτορας Puyi, που είχε χάσει το θρόνο του το 1912. Το κράτος μαριονέτα δεν αναγνωρίστηκε από την ΚτΕ, με αποτέλεσμα η Ιαπωνία να αποχωρήσει από τον Οργανισμό της Γενεύης το 1933. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1937, οι ιαπωνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις επεκτείνονται κοντά στο Πεκίνο και βάλλουν εναντίον των κινεζικών δυνάμεων, όταν δε ο Chiang Kai-shek αρνείται να ενδώσει, προχωρούν ακόμα περισσότερο και φτάνουν στο Νανκίνγκ στις 13 Δεκεμβρίου. Ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος διήρκεσε οκτώ χρόνια και συνηγορεί υπέρ της εκπεφρασμένης άποψης πως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε από την Άπω Ανατολή το καλοκαίρι του 1937.
Ωστόσο, τα πρώτα ψήγματα για την ίδρυση του Δικαστηρίου, απαντώνται στη διάρκεια της πρώτης Συνδιάσκεψης του Καΐρου (23-26 Νοεμβρίου 1943), όπου ο Churchill, ο Roosevelt και ο Chiang Kai-shek αποφάσισαν, μεταξύ άλλων, και εξέδωσαν την 1η Δεκεμβρίου 1943, όταν πια είχαν αρχίσει οι διαβουλεύσεις της Συνδιάσκεψης της Τεχεράνης, μια δήλωση, στην οποία ανέφεραν πως αυτή θα εκλαμβανόταν ως βάση για τις περαιτέρω ενέργειές τους στη Μέση Ανατολή και συμφωνούσαν πως σκοπός του πολέμου, που διεξήγαν εκεί ήταν να «τιμωρήσουν την επίθεση της Ιαπωνίας», για την επιχείρηση κατά του Περλ Χάρμπορ. Η συγκεκριμένη δήλωση ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης του Πότσνταμ, όπου με τη δήλωση της 26ης Ιουλίου 1945 κατέστη σαφές πως έπρεπε όλοι οι εγκληματίες πολέμου αλλά και όσοι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί είχαν προβεί σε φρικαλεότητες εναντίον αιχμαλώτων πολέμου, να τιμωρηθούν και να βρεθούν αντιμέτωποι με μια αυστηρή και δίκαιη δικαιοσύνη (Stricte justice). Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, η αρμόδια για τα εγκλήματα πολέμου, που σχηματίστηκε βάσει της Συμφωνίας του Λονδίνου του Αυγούστου 1945, συνέστησε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, την ίδια μέρα που παραδόθηκε άνευ όρων η Ιαπωνία, τη σύσταση ενός διεθνούς στρατιωτικού δικαστηρίου, αντικείμενο του οποίου θα ήταν να δικάσει τα εγκλήματα και τις αγριότητες των Ιαπώνων. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν αυτή τη θέση και την συγκεκριμενοποίησαν, μιλώντας για «σύλληψη και τιμωρία των εγκληματιών πολέμου στην Άπω Ανατολή»⸱ την κοινοποίησαν δε στην Ανώτατη Διοίκηση των Συμμάχων Δυνάμεων καθώς και σε οκτώ κράτη, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από τις Σύμμαχες Δυνάμεις, η Αυστραλία, η Κίνα, ο Καναδάς, οι Κάτω χώρες και η Νέα Ζηλανδία, οι οποίες έπρεπε να φροντίσουν για την οργάνωση του στρατιωτικού δικαστηρίου. Έτσι, το δικαστήριο του Τόκιο συγκροτήθηκε βάσει της μονομερούς απόφασης του στρατηγού Douglas McArthur, Ανώτατου Διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ιαπωνία, ύστερα από γενική στρατιωτική εντολή των Συμμάχων. Είναι προφανές, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, πως οι Αμερικανοί ήσαν οι πραγματικοί «αρχιμάστορες», οι αρχιτέκτονες του θεσμού των δύο διεθνών, στρατιωτικών δικαστηρίων και οι δίκες, συνιστούσαν «ένα αναπόσπαστο μέρος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής».

Ως έδρα του δικαστηρίου ορίστηκε το Τόκιο στη διάρκεια των εργασιών της Συνδιάσκεψης της Μόσχας και στις 19 Ιανουαρίου 1946 γεννήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο του Τόκιο για την Άπω Ανατολή. Ο Καταστατικός του Χάρτης χωριζόταν σε πέντε μέρη και περιλάμβανε 17 άρθρα, ήταν δε «έντονα εμπνευσμένος από εκείνον της Νυρεμβέργης», όπως μας έχει διαβεβαιώσει η Isabelle Flandois, μια και είχε εκείνον ως μοντέλο. Στο Καταστατικό του Δικαστηρίου του Τόκιο υπήρχαν δύο διαφορές συγκριτικά με το κείμενο του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Η μια ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία «ο προσδιορισμός του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας τροποποιήθηκε για να μπορεί να εφαρμοστεί σε όσους κρίθηκαν ένοχοι για εγκλήματα όχι μόνο εναντίον των αστικών πληθυσμών αλλά και εναντίον των αυτόνομων μαχητών. Κατά δεύτερο λόγο, η παρουσία ενός δικηγόρου, που θα παρίστατο στους ύποπτους καθ’ όλη τη διάρκεια των ανακρίσεων, δεν ήταν υποχρεωτική».
Κατά τα άλλα, ανάμεσα στα δύο Καταστατικά δεν υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές⸱ ήταν ελάχιστες. Σ’ εκείνο του Τόκιο, προβλέπονταν οι ίδιες, τρεις κατηγορίες εγκλημάτων, που αναφέρονταν και στο Καταστατικό της Νυρεμβέργης και αφορούσαν σε εγκλήματα κατά της Ειρήνης, εγκλήματα Πολέμου και εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Αλλά στα εγκλήματα κατά της ειρήνης, δηλαδή σε όσα είχαν ενταχθεί στην πρώτη κατηγορία, είχε δοθεί ένας ορισμός, ο οποίος διέφερε ελάχιστα από εκείνον του Καταστατικού της Νυρεμβέργης. Συγκεκριμένα, οριζόταν πως: «η οργάνωση, η προετοιμασία, το ξέσπασμα ή η επιδίωξη ενός επιθετικού πολέμου, ο οποίος είχε κηρυχθεί ή όχι». Οι τελευταίες λέξεις δεν περιλαμβάνονταν στο κείμενο του Καταστατικού της Νυρεμβέργης. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός πως οι εχθροπραξίες στην Άπω Ανατολή εκδηλώθηκαν και διήρκεσαν επί μακρόν και αυτό δίχως κανένα από τα εμπλεκόμενα σ’ αυτές μέρη να προβεί σε κήρυξη πολέμου εναντίον του αντιπάλου.

Η δίκη του Τόκιο διεξήχθη βασιζόμενη στον Καταστατικό Χάρτη του εν λόγω Δικαστηρίου, οι δε εργασίες της διήρκεσαν από τις 3 Μαΐου 1946 ως τις 12 Νοεμβρίου του 1948. Το Σώμα των Δικαστών αποτελείτο από 11 Δικαστές, έκαστος των οποίων αντιπροσώπευε μία Συμμαχική Δύναμη, που είχε εμπλακεί στον πόλεμο του Ειρηνικού. Η δίκη κράτησε δυόμισι χρόνια⸱ της Νυρεμβέργης, έναν. Στην εναρκτήρια συνεδρίαση, της 3ης Μαΐου 1946, ο Αυστραλός πρόεδρος, Sir William Webb, δήλωσε πως δεν «υπήρξε πιο ενδιαφέρουσα ποινική δίκη από αυτή σ’ όλη την ιστορία».
Οι εργασίες της δίκης του Τόκιο παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλα τα κράτη, τα παράλια στον Ειρηνικό Ωκεανό, καθώς και για εκείνα της ανατολικής Ασίας, όπως και αρκετά ευρωπαϊκά. Τούτο οφείλεται στο ότι η δράση των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων εκτυλίχθηκε σε μια ευρεία εδαφική ζώνη, αν λάβει κανείς υπόψη πως ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος χρονολογείται από το 1937, όπως προαναφέρθηκε. Ειδικότερα, το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο του Τόκιο δεν δίκασε τους Ιάπωνες εγκληματίες πολέμου για εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Η ερμηνεία, που είχε δοθεί, τα πρώτα χρόνια μετά το πέρας της όλης διαδικασίας ήταν πως: «[…] τα κυριότερα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, που αναζητούσαν να τιμωρήσουν στη δίκη της Νυρεμβέργης ήταν η δίωξη των Εβραίων από τους Ναζί, επομένως το κατηγορητήριο του Τόκιο δεν περιλάμβανε ανάλογη κατηγορία για τους Ιάπωνες, στρατιωτικούς ηγέτες, παρόλο που το Καταστατικό του εξουσιοδοτούσε το Δικαστήριο να τους τιμωρήσει για ‘διώξεις πολιτικές ή φυλετικές’».

Πολλοί ήταν οι στρατιωτικοί ηγέτες, οι οποίοι δεν δικάστηκαν και πολλά ήταν τα εγκλήματα, τα οποία δεν εξετάστηκαν, όπως έχει καταθέσει ο Kentaro Awaya. Ο Αυτοκράτορας Hiro Hito, δεν παραπέμφθηκε σε δίκη, παρότι το είχε προτείνει ο εισαγγελέας, Alan Mansfield. Ο MacArthur θεώρησε πως η διατήρησή του στον θρόνο θα είχε πολλά να προσφέρει στους Αμερικανούς, διότι θα διασφάλιζε «την ασφάλεια των στρατευμάτων κατοχής».
Στη δίκη προσήχθησαν 28 άτομα και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για εγκλήματα Ειρήνης και εγκλήματα Πολέμου. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, 23 από τους 25 κατηγορουμένους θεωρήθηκαν ένοχοι για εγκληματική συνωμοσία, 7 από τους 28 υπόδικους καταδικάστηκαν τον Νοέμβριο του 1948 σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Από αυτούς έξι ήταν άνθρωποι των ενόπλων δυνάμεων, υψηλόβαθμοι ηγέτες, και ένας ανήκε στο πολιτικό προσωπικό της ιαπωνικής αυτοκρατορίας. Από τους υπόλοιπους, όλοι καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές φυλάκισης, έως και ισόβια. Κανείς δεν αθωώθηκε, όπως συνέβη στη Νυρεμβέργη, αν και, σύμφωνα με δημοσίευμα του Institut Panafricain d’Action et de Prospective –IPAP, ένας από τους κατηγορούμενους αφέθηκε ελεύθερος.
The Tokyo Trials
Τα Δικαστήρια και το Σύμφωνο Μπριάν-Κέλλογκ
Θεωρείται, ωστόσο, σκόπιμο να αναφερθεί πως τα Στρατιωτικά Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο εξέλαβαν ως βάση και το Αντιπολεμικό Σύμφωνο του 1928, για να προβούν στην καταδίκη των πολιτικά υπεύθυνων, Γερμανών και Ιαπώνων, για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[1]. Σύμφωνα δε με το Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, εγκλήματα κατά της Ειρήνης συνιστούσαν οι επιθετικοί πόλεμοι, οι πόλεμοι παραβίασης των συνθηκών, των συμφωνιών και των διεθνών υποχρεώσεων. Δεχόμενο ότι ένας επιθετικός πόλεμος προετοιμάστηκε και εξαπολύθηκε εναντίον δώδεκα χωρών δεν θεώρησε απαραίτητο να εξετάσει αν αυτοί οι πόλεμοι συνιστούσαν παραβίαση συνθηκών, συμφωνιών, διεθνών υποχρεώσεων. Αναφερόμενο στις απαριθμούμενες συνθήκες στο Παράρτημα C, θεώρησε πως οι σημαντικότερες ήταν οι Συμβάσεις της Χάγης, η Συνθήκη των Βερσαλλιών, οι συνθήκες εγγυήσεως, διαιτησίας και μη επίθεσης και το Σύμφωνο Μπριάν-Κέλογκ. Το Καταστατικό του πιο πάνω Δικαστηρίου θεωρεί πως η Γερμανία προέβη σε παραβίαση συγκεκριμένων όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών και όλοι οι επιθετικοί πόλεμοι συνιστούσαν παραβίαση του Συμφώνου Μπριάν-Κέλογκ. Εξ αντιδιαστολής, επομένως, θεωρούσε πως οι διατάξεις του Συμφώνου αυτού περιλάμβαναν την έννοια του επιτιθέμενου. Στο ερώτημα, δε, που ετέθη ως προς το εάν ο επιθετικός πόλεμος συνιστούσε έγκλημα κατά της ειρήνης, πριν από την υιοθέτηση του Καταστατικού του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, υπό την έννοια του Συμφώνου Μπριάν-Κέλογκ, κατέληγε στα εξής: « [..] η επίσημη αποκήρυξη του πολέμου ως οργάνου εθνικής πολιτικής επιβάλλει ότι ο εν λόγω πόλεμος, όπως προβλέπεται, είναι, από άποψη Διεθνούς Δικαίου, παράνομος. Αυτοί, που τον ετοιμάζουν ή τον διευθύνουν, καθορίζοντας τις αναπότρεπτες και τρομακτικές του συνέπειες, διαπράττουν ένα έγκλημα. Επομένως, ο πόλεμος ‘για τη ρύθμιση των διεθνών διαφορών’, ο πόλεμος ο χρησιμοποιούμενος από ένα Κράτος ως ‘όργανο εθνικής πολιτικής’, περιλαμβάνει, ασφαλώς, τον επιθετικό πόλεμο· αυτός, λοιπόν, προγράφεται [περιγράφεται] από το Σύμφωνο». Επομένως, το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης αποδεχόταν άμεσα σ’ αυτό το σημείο, πως οι διατάξεις του Συμφώνου Μπριάν-Κέλογκ αναφέρονταν στον επιθετικό πόλεμο, θέση την οποία ενέκρινε και υιοθέτησε και το δικαστήριο του Τόκιο. Επίσης, έγινε αποδεκτή «η ποινική ευθύνη των προσώπων που προετοιμάζουν και διεξάγουν έναν παρόμοιο πόλεμο», σύμφωνα με την οποία οι διαταγές των ανωτέρων ή οι κυβερνητικές πράξεις δεν ήταν ικανές να απαλλάξουν «τους κατηγορούμενους από τις ευθύνες τους», ζήτημα, το οποίο οριζόταν ρητώς από το άρθρο 8 της Συμφωνίας του Λονδίνου. Στο άρθρο, όμως, αναφερόταν πως η περίπτωση κατά την οποία το άτομο δρούσε κατ’ εντολή των ανωτέρων του θα μπορούσε «να υπολογιστεί ως ένα στοιχείο μείωσης της ποινής, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει πως η δικαιοσύνη το απαιτεί».
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί πως μια από τις πάγιες υπερασπιστικές γραμμές των κατηγορουμένων ήταν η άρνηση ευθυνών τους ως προ την τελική λήψη αποφάσεων. Απόδειξη αυτού συνιστά ένα απόσπασμα από την απολογία του Keitel, ο οποίος ανέφερε πως είχε «το δικαίωμα αλλά και το καθήκον» να εκθέσει τις απόψεις του, όμως «το δικαίωμα αυτό ήταν εντελώς θεωρητικό. Όλοι όσοι ευρίσκοντο πλησίον του Hitler μπορούν να βεβαιώσουν ότι ο Φύρερ επέτρεπε στους συνομιλητές του να πουν μόνο μία ή δύο φράσεις διότι μιλούσε συνεχώς ο ίδιος επί του θέματος κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτό να θεωρείται εξαντλημένο». Συνέχιζε δε ο Keitel πως όλες τις διαταγές και όλα τα διατάγματα τα συνέτασσε ο Hitler και απλώς ο ίδιος τα υπέγραφε, επικυρώνοντάς τα.

του 1928.
Ας διευκρινισθεί, όμως, πως έχουν διατυπωθεί και αντίθετες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες τα Στρατιωτικά Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο δεν βασίστηκαν και στο Αντιπολεμικό Σύμφωνο του 1928, για να απαγγείλουν κατηγορίες σε όσους, Γερμανούς και Ιάπωνες, θεωρήθηκαν πολιτικά υπεύθυνοι, για την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τούτο προκύπτει από το γεγονός πως υπήρξαν διάφορες ερμηνείες ως προς την ακριβή έννοια των όρων του Αντιπολεμικού Συμφώνου. Όντως, τις ασάφειες και τα κενά, που εμπεριέχονταν στις διατάξεις του Αντιπολεμικού Συμφώνου, καθώς και την αντίθεσή του προς την απόφαση του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, ως προς το ότι αυτό προέβλεπε τον επιθετικό πόλεμο, εκφράζει ο Gerhard von Glahn, ο οποίος επιμένει, μεταξύ άλλων, πως μνημόνευε μόνο τον «πόλεμο» και, επίσης, «οι πόλεμοι εναντίον των μη υπογραψάντων το Σύμφωνο [κρατών], όπως και εναντίον των παραβατών της συνθήκης, επιτρέπονταν».
Όμως, ο Γάλλος κατήγορος, François de Menthon, διαρκούσης της δίκης της Νυρεμβέργης, είχε υπογραμμίσει στην ομιλία του πως εκείνοι που τους απασχολούσαν, δηλαδή οι Γερμανοί, είχαν αποδεχθεί το 1929 «την απόφαση του Συνεδρίου του Βουκουρεστίου για τον αιφνιδιαστικό πόλεμο. Το Συνέδριο του Βουκουρεστίου, στο οποίο πήρε μέρος και η Γερμανία, αναγνώρισε τις διεθνείς διατάξεις του δικαίου και αποφάσισε να θεωρείται έγκλημα και να τιμωρείται ο αιφνιδιαστικός πόλεμος».
Καταληκτικές σκέψεις
Δεν χωρεί αμφιβολία πως οι δίκες της Νυρεμβέργης, αλλά και του Τόκιο, δεν ήταν παρά η επιβολή στην πράξη της θέλησης των νικητριών Δυνάμεων επί των ηττηθέντων κρατών⸱ αποτέλεσαν, δε, τον θεμέλιο λίθο για την ανάδειξη της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση για τη διεύρυνση του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, υλοποιώντας έτσι την επιταγή, την προβλεπόμενη από το άρθρο 13(ια) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, βάσει του οποίου ανετέθη στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού το καθήκον «να ενθαρρύνει την προοδευτική ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και την κωδικοποίησή του».
Αξίζει να προστεθεί πως ο Raphael Lemkin, Πολωνοεβραίος δικηγόρος, είχε δυσαρεστηθεί από το γεγονός πως το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης δεν είχε δεχθεί να συμπεριλάβει στο κατηγορητήριο και να δικάσει εγκλήματα, που είχαν διαπράξει οι ναζί πριν από το 1939. Ήταν ο εμπνευστής του όρου γενοκτονία, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε σε μια μελέτη του, το 1944, σχετική με την Διακυβέρνηση της Κατεχόμενης Ευρώπης από τις Δυνάμεις του Άξονα. Στα επόμενα χρόνια ανέλαβε ενεργό δράση και σε ενέργειες δικές του και των συνοδοιπόρων του οφείλεται, εν πολλοίς, η ψήφιση από τον ΟΗΕ της Σύμβασης για την Γενοκτονία το 1948.
Προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδραση της Δίκης της Νυρεμβέργης στην ανάπτυξη του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, ας αναφερθεί πως το 2014 ιδρύθηκε η Διεθνής Ακαδημία των αρχών της Νυρεμβέργης, έδρα της οποίας είναι η πόλη της Νυρεμβέργης, που θεωρείται το λίκνο του σύγχρονου Διεθνούς Ποινικού Δικαίου και σκοπό έχει την προώθηση του συγκεκριμένου Δικαίου καθώς και του Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Οι «Αρχές της Νυρεμβέργης», που περιλαμβάνουν 7 άρθρα, μετεξελίχθηκαν σε αρχές του Διεθνούς Δικαίου από τη στιγμή, που το ίδιο το Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης τις αναγνώρισε ως τέτοιες καθώς και από τις Δίκες που διεξήχθησαν από το εν λόγω Δικαστήριο. Διαμορφώθηκαν επίσης το 1950, από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου της Γενικής Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών.
Εν κατακλείδι, ας αναφερθεί πως, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης και απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες στους προσαχθέντες, ο Δικαστής Robert Jackson, στις 7 Οκτωβρίου 1946, απέστειλε αναφορά στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, όπου ανέλυε συνοπτικά τα όσα είχαν διαδραματιστεί και αποφασιστεί κατά τη διάρκεια της Δίκης. Θεωρούσε πως το Δικαστήριο είχε επιτελέσει μια «εποικοδομητική εργασία για την ειρήνη του κόσμου και για την καλύτερη προστασία των καταδιωκόμενων λαών».
Όμως, παρά τις εξαγγελίες αυτές, η ειρήνη δεν επήλθε στον κόσμο. Θλιβερή αλλά πραγματική διαπίστωση. Ο κόσμος ήταν και είναι ανάστατος. Δεν ξέσπασε ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, όλα τα χρόνια μετά το 1945⸱ όμως, οι τοπικοί πόλεμοι είναι σύνηθες φαινόμενο με τρομερές και απάνθρωπες επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων και στην ειρήνη του πλανήτη.

του Παντείου Πανεπιστημίου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1]Για πληρέστερη θεμελίωση βλ. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Πόλεμος ή Ειρήνη;». Το Σύμφωνο Μπριάν-Κέλογκ, Πρόλογος: Ηλίας Κρίσπης, Αθήνα, Ηρόδοτος, 2012, σελ. 123-133, ορισμένα αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύονται εδώ.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Accord concernant la poursuite et le châtiment des grands criminels de guerre des Puissances européenne de l’Axe et statut du Tribunal international militaire. Londres, 8 août 1945, στο Traités, États parties et Commentaires, https://ihl-databases.icrc.org, τελευταία πρόσβαση, 1 Απριλίου 2021.
Analyse historique des faits relatifs à l’agression, Publications des Nations Unies, 2004.Official Documents and Proceedings, Nuremberg, 1947.
Conférence interalliée du 13 janvier 1942, Déclaration du générale de Gaulle, https://mjp.univ-perp.fr , τελευταία πρόσβαση, 23 Απριλίου 2021.
Grande Guerre, Traité de Versailles, 28 juin 1919, https://mjp.univ-perp.fr, τελευταία πρόσβαση 5 Ιουνίου 2021.
International Military Tribunal for the Far East Charter (IMTFE Charter), http://jus.uio-no/english/services.library/traities/04/4-06/military-tribunal-far-east.xml ,τελευταία πρόσβαση, 24 Απριλίου 2021.
International Military Tribunal for the Far East, http://www.un.org>documents>atrocity-crimes, τελευταία πρόσβαση, 25 Απριλίου 2021.
Le Statut et le Jugement du Tribunal de Nuremberg. Historique et analyse, New York, Nations Unies, 1949, http://www.un.org>A_CN.4_5-FR.pdf , τελευταία πρόσβαση, 24 Απριλίου 2021.
Procès des grands criminels de Guerre devant le Tribunal militaire international. Nuremberg 14 novembre 1945-1er octobre 1946, Volume 1, Édité à Nuremberg, Allemagne 1949.
Report to the President by Mr. Justice Jackson, October 7, 1946, στο Robert H. Jackson, United States Representative to the International Conference of Military Trials, London, 1945, Department of State Publication 3080 (1949), p. 440, http://www.loc.gov>jackson-rpt-millitary-trials , τελευταία πρόσβαση, 23 Απριλίου 2021.
Académie Internationale des Principes de Nuremberg, Rapport Annuel, 2018, www.nurembergacademy.org, πρόσβαση 26 Ιανουαρίου 2021.
Ce Soir, samedi 20 octobre 1945.
Ελευθερία, 9 Αυγούστου 1945.
Η Καθημερινή, 31 Ιουλίου 2011, Ζάικος Νίκος, «Η δίκη της Νυρεμβέργης».
Wolter Marco, «Le procès de Nuremberg, naissance de la justice international », https://www.dw.com> le procès-de-Nuremberg-naissance…τελευταία πρόσβαση, 30 Απριλίου 2021.
Kershaw Ian, Στην Κόλαση των δύο Πολέμων. Ευρώπη, 1914-1949, μετάφραση Ελένη Αρσενίου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2016.
Παπαφλωράτος Ιωάννης, Νυρεμβέργη 1945. Η Δίκη που σφράγισε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Αθήνα, Eurobooks, 2010.
Τούντα-Φεργάδη Αρετή, «Εικόνες» από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ιστορική προσέγγιση, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2007.
Τούντα-Φεργάδη Αρετή, «Πόλεμος ή Ειρήνη;». Το Σύμφωνο Μπριάν-Κέλογκ, Πρόλογος, Ηλίας Κρίσπης, Αθήνα, Ηρόδοτος, 2012.
Carr Edward, Η Εικοσαετής Κρίση 1919-1939. Εισαγωγή στη μελέτη των Διεθνών Σχέσεων, μετάφραση: Ηρακλεια Στροίκου, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, 2004.
Costes Elodie, Harnequaux Alexis, Tripoteau Camile, «Le Tribunal Militaire de Tokyo », Séminaire Justice Internationale, IEP (Institut d’Etudes Politiques), M. Raimbault, 4ème année, http://docplayer.fr, τελευταία πρόσβαση, 25 Απριλίου 2021.
Crouzet Maurice, L’époque contemporaine, Quadrige/PUF, 1994.
Le Tribunal Militaire International pour l’Extrême Orient, Institut Panafricain d’Action et de Prospective –IPAP, http://ipaporg.net, τελευταία πρόσβαση, 30 Απριλίου 2021.
Macmillan Margaret, Οι Ειρηνοποιοί. Έξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο, μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005.
Mazower Mark, Σκοτεινή Ήπειρος. Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, μετάφραση, Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2001.
Michelin Franck, «Le procès des criminels de guerre japonais », no 271, L’Histoire, 2002, p. 54-62.
Schӧpfel Ann-Sophie, « La voix des juges français dans les procès de Nuremberg et de Tokyo. Défense d’une idée de justice universelle », Guerres mondiales et conflits contemporains, 2013/1 (no 249), pp. 101-114. Mise en ligne sur Crain.info le 27/05/2013, πρόσβαση, 26 Δεκεμβρίου 2020.
Telford Taylor, Le procès de Nuremberg : synthèse et vue d’avenir, στο: Politique étrangère, no 3-1949-14e année. pp. 207-218 ; https://doi.org/10.3406/polit.1949.2805, πρόσβαση, 14 Δεκεμβρίου 2020.
Wierviorka Annette, Le procès de Nuremberg et de Tokyo, Bruxelles, Editions Complexe, 1996.
Wierviorka Annette, «Justice, histoire et mémoire. De Nuremberg à Jérusalem », στο: Droit et Société, no 38, 1998. Vérité historique, vérité judiciaire. pp. 59-67. https://doi.org/10.3406/dreso.1998.1426, πρόσβαση, 20 Δεκεμβρίου 2020.