Κώστας Τσίβος
Από τον Μπουχάριν στον Σλάνσκι.
Σκηνοθετημένες Δίκες της Σταλινικής Εποχής
«Έλαβα αυτό που μου άξιζε», δήλωσε τον Νοέμβριο του 1952 ο Ρούντολφ Σλάνσκι, γενικός γραμματέας του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, λίγο μετά την ανακοίνωση της θανατικής ποινής του σε μια σκηνοθετημένη δίκη που βασίστηκε σε ομολογίες που αποσπάστηκαν με τη βία από τον ίδιο και τους συγκατηγορούμενούς του. Η δίκη της «αντικρατικής συνωμοτικής συμμορίας του Σλάνσκι και των συνεργατών του» αποτέλεσε την κορυφαία από τις δεκάδες σκηνοθετημένες δίκες που μεταπολεμικά έλαβαν χώρα στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ένα από τα πολλά «γιατί» που συνοδεύουν τις δίκες – παρωδία είναι η πίστη των θυμάτων όχι μόνο στο λαμπρό μέλλον του κομμουνισμού, όσο και η αφοσίωσή τους στους θύτες τους, πάνω απ΄ όλα στον Στάλιν. Γιατί λοιπόν ο «σοφός» Στάλιν επέμενε τόσο πολύ όχι μόνο στην φυσική εξόντωση των υποτιθέμενων αντιπάλων του, αλλά και στην απόσπαση της δημόσιας ενοχής τους, χρησιμοποιώντας πρωτοφανείς ψυχολογικές πιέσεις και ανήκουστα βασανιστήρια;
Η «παράνοια» του Στάλιν είναι το κεντρικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε αναλύσεις γνωστών ιστορικών αναφορικά με την ενοχοποίηση ηγετικών παραγόντων των κομμουνιστικών κομμάτων. Μια άλλη ερμηνεία αναφορικά με το δημόσιο χαρακτήρα των σκηνοθετημένων δικών σχετίζεται με τη νομιμοποίηση των διώξεων με την τυπολατρική τήρηση των κανόνων διεξαγωγής μιας κανονικής δίκης: οι σχετικές διαδικασίες ήταν ανοιχτές στο κοινό, στα έδρανα κάθονταν επαγγελματίες δικαστές, οι κατηγορούμενοι είχαν συνήγορο υπεράσπισης. Η δεύτερη επιδίωξη αυτών των θεατρικών παραστάσεων σχετίζονταν με τη «διαπαιδαγώγηση των μαζών». Η εξέλιξη των δικών περιγραφόταν λεπτομερώς στις εφημερίδες, αναμεταδιδόταν από το ραδιόφωνο, προβαλλόταν στα κινηματογραφικά επίκαιρα. Υπογραμμιζόταν έτσι η ανάγκη της επαγρύπνησης για την αποκάλυψη και εξόντωση του ταξικού εχθρού, ο οποίος μπορούσε να διεισδύσει ακόμα και στα ανώτατα ηγετικά κλιμάκια της «επαναστατικής πρωτοπορίας». Το παρόν άρθρο αναλύει την εξέλιξη των σκηνοθετημένων δικών από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 στη Μόσχα μέχρι την καταδίκη του Ρούντολφ Σλάνσκι στην Πράγα τον Νοέμβριο του 1952, αντλώντας στοιχεία και πληροφορίες από τη σχετική βιβλιογραφία.
Οι μεγάλες δίκες της Μόσχας
Αφορμή για τις «μεγάλες εκκαθαρίσεις» του ΄30 αποτέλεσε η δολοφονία του Σεργκέι Κίροφ (1886- 1934), δημοφιλούς γραμματέα της κομματικής οργάνωσης Λένιγκραντ. Στις δίκες που ακολούθησαν ο Στάλιν εξόντωσε τους σημαντικότερους, πραγματικούς και υποτιθέμενους, αντιπάλους του. Αποδεκάτισε έτσι από τα κορυφαία όργανα του σοβιετικού κόμματος και του «Κόκκινου Στρατού» τα σημαντικότερα στελέχη του, εξαφανίζοντας τους στενότερους συνεργάτες του Λένιν, ανθρώπους που έλαβαν μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Όπως σημειώνει η Αυστραλή ιστορικός Σέιλα Φιτζπάτρικ, σκηνοθετώντας τη συνενοχή των Λεβ Κάμενεφ και Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων στη δολοφονία του Κίροφ, καθώς και τη συμμετοχή τους σε άλλα ανατρεπτικά σχέδια, ο Στάλιν διάβηκε το Ρουβίκωνα: Έσπαζε το ταμπού που μέχρι το 1936 απαγόρευε την φυσική εξόντωση των ηττημένων εσωκομματικών αντιπάλων. Από δω και πέρα κανένα στέλεχος, ακόμα και οι πιο στενοί συνεργάτες του Στάλιν και τα συγγενικά τους πρόσωπα, δεν αισθανόταν σίγουροι ότι δεν θα βρισκόταν κατηγορούμενοι για τα πιο απίθανα ανατρεπτικά σχέδια. Ο φόβος για τη διαφύλαξη της ζωής τους και τα αισθήματα συνενοχής για την εξόντωση στενών συντρόφων και συνεργατών απλώθηκε σε όλη την προπολεμική Σοβιετική Ένωση.


Οι απώλειες της «μεγάλης τρομοκρατίας» σε επίπεδο ηγεσίας είναι εντυπωσιακές. Εξοντώθηκαν τα δύο τρίτα των μελών της ΚΕ που εκλέχτηκαν στο 17ο Συνέδριο του 1934, τα τέσσερα από τα πέντε αναπληρωματικά μέλη του Πολιτικού Γραφείου, είκοσι από τους 25 υπουργούς της κυβέρνησης Μολότοφ. Από τους 90 στρατηγούς του «Κόκκινου Στρατού» επέζησαν μόλις έξι. Όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου του στρατάρχη Τουχατσέφσκι, εκτελέστηκαν με την κατηγορία της συμμετοχής στην υπόθεση της αντισοβιετικής τροτσκιστικής ομάδας. Μεταξύ των εκτελεσμένων και ο Νικολάι Μπουχάριν, θεωρητικός των μπολσεβίκων και «αγαπημένο παιδί του κόμματος» κατά τον Λένιν. Η εξόντωση του Μπουχάριν οδήγησε στην φυσική εξόντωση εκατοντάδων στελεχών ξένων κομμουνιστικών κομμάτων που συνεργάστηκαν μαζί του στα πλαίσια της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Π.χ. αποδεκατίστηκε η ηγεσία του πολωνικού κόμματος, ενώ παρόμοια εξοντώθηκαν δεκάδες στελέχη του ΚΚΕ που τη δεκαετία του ΄30 είχαν ανακληθεί από την Αθήνα. Πριν ο Μπουχάριν καταστεί ο ίδιος θύμα, εκτιμούσε την πολιτική ιδέα μιας γενικής εκκαθάρισης ως μια παγκόσμια ιστορική αποστολή, ένα προληπτικό πλήγμα πριν από τον επικείμενο πόλεμο ή μια πρωτοβουλία που θα βοηθούσε τους απλούς πολίτες να απαλλαγούν από ανάξιους αξιωματούχους. Ο Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, επιχειρώντας αναδρομικά να δικαιολογήσει τις εκκαθαρίσεις, τις «θυσίες» καθόλα αθώων και πιστών στελεχών, πρόβαλε το επιχείρημα ότι χάρη στις εκκαθαρίσεις του ΄30 στη διάρκεια του πολέμου δεν υπήρξε «Πέμπτη φάλαγγα». Ο Λάζαρ Καγκάνοβιτς, υπερασπιζόμενος τη λογική των εκκαθαρίσεων σχεδόν μισό αιώνα μετά τη λήξη τους, δήλωνε αφοπλιστικά πως «δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά»!

Το 1939, καθώς πύκνωναν τα σύννεφα του επερχόμενου πολέμου, έληξε η περίοδος της μεγάλης τρομοκρατίας. Ο Στάλιν και οι στενοί του συνεργάτες είχαν εδραιώσει την εξουσία τους στο κόμμα και στο κράτος. Στις εργασίες του 18ου συνεδρίου που έγινε τον Μάρτιο του 1939 μόλις το 3% των αντιπροσώπων συμμετείχαν και στο προηγούμενο συνέδριο. Την ίδια χρονιά ξαναγράφτηκε η ιστορία του κόμματος των μπολσεβίκων. Μεταξύ των συντακτών του νέου εγχειριδίου ιστορίας συμπεριλαμβανόταν ο ίδιος ο Στάλιν, ο οποίος φρόντισε «ξεχαστεί» η διαθήκη του Λένιν, ενώ επιδαψίλευσε στον εαυτό του ρόλους και συνεισφορές που αναλογούσαν σε άλλα στελέχη. Τον Αύγουστο του 1939 ο Μολότοφ υπέγραψε με τον Ρίμπεντροπ, υπουργό Εξωτερικών του Χίτλερ, το αμφιλεγόμενο σύμφωνο μη επίθεσης, το οποίο δημιούργησε αισθήματα πικρίας και προδοσίας στους εκτός Σοβιετικής Ένωσης κομμουνιστές. Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα ένας πράκτορας των Σοβιετικών, ο Ραμόν Μερκαντέρ, δολοφονούσε στο Μεξικό τον Λέον Τρότσκι, τον πλέον θανάσιμο εχθρό του Στάλιν.
Με την εκδήλωση της χιτλερικής επίθεσης ο Στάλιν βρέθηκε αντιμέτωπος με τις οδυνηρές συνέπειες των μεγάλων εκκαθαρίσεων. Αυτές εκδηλώθηκαν κυρίως με φαινόμενα αποδιοργάνωσης στην ηγεσία του «Κόκκινου Στρατού», γεγονός που φάνηκε τόσο κατά τη διάρκεια του φινλανδο- σοβιετικού πολέμου (1940), όσο και κατά την πρώτη φάση της «επιχείρησης Μπαρμπαρόσα». Οι συνέπειες των εκκαθαρίσεων, σε συνδυασμό με τις λανθασμένες εκτιμήσεις του Στάλιν αναφορικά με τις προθέσεις της χιτλερικής Γερμανίας, οδήγησαν στη διάσπαση της σοβιετικής αμυντικής γραμμής και σε τεράστιες απώλειες στις τάξεις του «Κόκκινου Στρατού». Οι δυσμενείς εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο υποχρέωσαν τον σοβιετικό ηγέτη να υιοθετήσει μια πατριωτική ρητορεία, επιτρέποντας σε χιλιάδες εξόριστους και φυλακισμένους σοβιετικούς και αλλοδαπούς αντιφασίστες να συστρατευτούν στον αγώνα ενάντια στον ναζισμό. Παράλληλα προέβη στη διάλυση της Τρίτης Διεθνούς (Μάιος 1943), ενώ εγκαινίασε μια στενή συνεργασία με εκπροσώπους των δυτικών δημοκρατικών δυνάμεων.
Μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ (Φεβρουάριος 1943), τις επιτυχίες του «Κόκκινου Στρατού» και τις βαριές θυσίες των Σοβιετικών στον αγώνα για την ήττα του ναζισμού, άρχισε να ανατέλλει το άστρο του Στάλιν, όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση. Αρκετές ηγετικές προσωπικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και άλλων δυτικών κρατών που είχαν δοκιμάσει τη βαρβαρότητα της ναζιστικής κατοχής επιβράβευαν στο πρόσωπο του Στάλιν το πνεύμα του αγώνα και της θυσίας που επέδειξαν οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης. Επιφυλάξεις και αμφιλεγόμενα ζητήματα που αφορούσαν τις προπολεμικές εξελίξεις, όπως το ζήτημα των εκκαθαρίσεων ή της εξόντωσης χιλιάδων Πολωνών στο Κατύν, παραμερίστηκαν στο όνομα της οικοδόμησης μιας ισχυρής αντιχιτλερικής συμμαχίας και μιας δημοκρατικής Ευρώπης. Στιγμές δόξας και γενικής αποδοχής γνώρισε ο Στάλιν μεταξύ όχι μόνο των κομμουνιστών, αλλά και των περισσότερων αριστερών της Ευρώπης που επιδόθηκαν σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό για το ποιος θα εξυμνήσει με τον πλέον πρωτότυπο τρόπο τη μεγαλοφυία του «μεγάλου», «αξεπέραστου» και «αδάμαστου» στρατηλάτη.

Το κυνήγι μαγισσών στα Βαλκάνια
Ο σοβιετικός ηγέτης φαινόταν να απολαμβάνει τις εκδηλώσεις αφοσίωσης Σοβιετικών και μη. Οι μαζικές εκκαθαρίσεις ή οι μετατοπίσεις ορισμένων μικρότερων εθνών που εκπρόσωποί τους συνεργάστηκαν με τους χιτλερικούς, οι τιμωρίες που επέβαλε εις βάρος των αιχμαλώτων σοβιετικών στρατιωτών, θεωρήθηκαν, παρά τη σκληρότητά τους, αναπόφευκτες συνέπειες του πολέμου ή σκόπιμες επιλογές. Σημαντική αλλαγή στη στάση του σοβιετικού ηγέτη παρατηρήθηκε μετά το 1947, όταν υιοθέτησε την άποψη ότι η Δύση προετοίμαζε έναν νέο πόλεμο εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της. Επιπλέον η αδιαμφισβήτητη αποδοχή του από τους κομμουνιστές της Ευρώπης δέχτηκε το πρώτο πλήγμα το 1948, όταν διέβλεψε τάσεις ανεξαρτητοποίησης του γιουγκοσλάβου ηγέτη Τίτο.
Την ίδια χρονιά το νεοπαγές Ισραήλ, την ίδρυση του οποίου είχε υποστηρίξει η Μόσχα και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες με αποστολές στρατιωτικού υλικού και εκπαίδευση στρατιωτικών στελεχών, διαχώρισε τη στάση του από τη Σοβιετική Ένωση, επιλέγοντας να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ. Τα δυο αυτά γεγονότα, η «προδοσία του Τίτο» και η «αποστασία του Ισραήλ», πυροδότησαν τις υποψίες του Στάλιν για την ύπαρξη εχθρικών θυλάκων ή κατασκόπων στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων των νέων σοσιαλιστικών χωρών και στις εβραϊκές κοινότητες που δρούσαν στην Ευρώπη. Στο στόχαστρο του σοβιετικού ηγέτη από το 1948 θα βρεθούν κυρίως οι κομμουνιστές ηγέτες που υποστήριζαν την εφαρμογή ενός «εθνικού μοντέλου» σοσιαλισμού στις χώρες τους. Επιπλέον υποπτευόταν τα στελέχη που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της Ισπανίας ή αργότερα ήρθαν σε επαφή με δυτικούς παράγοντες καθώς και όσα στελέχη είχαν εβραϊκή καταγωγή. Έτσι από το τέλος του 1948 και μέχρι τον θάνατο του Στάλιν (5 Μαρτίου 1953) θα απλωθεί, κυρίως στις νέες Λαϊκές Δημοκρατίες, ένα νέο κύμα διώξεων και σκηνοθετημένων δικών εναντίον ηγετικών στελεχών των κομμουνιστικών κομμάτων. Κεντρικός ενορχηστρωτής των δικών– παρωδία θα είναι ειδικοί ανακριτές του Στάλιν με κεντρικό συντονιστή τον ίδιο.
Για «τιτοϊκή παρέκκλιση» κατηγορήθηκαν στην αρχή στελέχη κομμουνιστικών κομμάτων που συνόρευαν με τη Γιουγκοσλαβία, ήτοι κομμουνιστές της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας. Μετά την αρχική καταδίκη της Γιουγκοσλαβίας από το Γραφείο Πληροφοριών («Ινφομπυρό») τον Ιούνιο του 1948 ακολούθησε και μια δεύτερη στο αιτιολογικό της οποίας συνοψίζονταν η νέα ιδεολογική και πολιτική γραμμή του Στάλιν περί έντασης του ταξικού αγώνα στον σοσιαλισμό. Ο Τίτο από «παράδειγμα προς μίμηση» μετατράπηκε από τη μια μέρα στην άλλη σε «προδότη» και «συμμορίτη». Κάθε αναφορά του ονόματός του στα ΜΜΕ των σοσιαλιστικών χωρών θα συνοδεύεται με χαρακτηρισμούς όπως «πουλημένος στους ιμπεριαλιστές», «λυσσασμένο σκυλί» και άλλα παρεμφερή. Ο Στάλιν, ωστόσο, δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις ως προς τη δυνατότητα ανατροπής του Τίτο εκ των έσω. Απαντώντας σε σχετική επιστολή του τσεχοσλοβάκου ηγέτη Κλέμεντ Γκότβαλντ, την οποία κοινοποιούσε και στον ιταλό κομμουνιστή ηγέτη Παλμίρο Τολιάτι, ο σοβιετικός ηγέτης σημείωνε: «Εμείς οι Μοσχοβίτες δεν υπολογίζουμε και δεν υπολογίζαμε σε μια τόσο σύντομη ήττα της ομάδας Τίτο…. Στο πρώτο στάδιο, ο σκοπός μας ήταν να απομονώσουμε τους Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές και να εκθέσουμε τις υστερικές μηχανορραφίες τους στα μάτια των άλλων κομμάτων. Πετύχαμε αυτόν τον στόχο».[1]
Συκοφαντώντας τον Τίτο, μεταξύ άλλων και για συνεργασία με τους «μοναρχοφασίστες» της Αθήνας, ο σοβιετικός ηγέτης απέβλεπε κυρίως στον εκφοβισμό των ηγετικών στελεχών των υπολοίπων χωρών του σοβιετικού στρατοπέδου. Διεθνοποιώντας τη διαφορά με τους Γιουγκοσλάβους ήθελε να τους δείξει τί συνέπειες θα επέφερε τυχόν δική τους διαφωνία ή επιμονή στην «εθνική οδό» προς τον σοσιαλισμό. Διακηρύχθηκε η απόλυτη προσήλωση στο σοβιετικό μοντέλο, ενώ κάθε παρέκβαση συνιστούσε «αστικό εθνικισμό».
Το νέο κυνήγι μαγισσών ξεκίνησε από την Αλβανία, η οποία διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον Τίτο, που επεδίωκε μάλιστα να εγκαταστήσει γιουγκοσλαβικές στρατιωτικές μονάδες σε αλβανικό έδαφος. Προς στιγμή φάνηκε ότι η φιλο-γιουγκοσλαβική πτέρυγα του αλβανικού κόμματος, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ισχυρός υπουργός Εσωτερικών Κότσι Τζότζε, αναλάμβανε τα ηνία στις εσωτερικές εξελίξεις, απομονώνοντας την αντίπαλη ομάδα του Μεχμέτ Σέχου. Τελικά η κατάσταση αντιστράφηκε οριστικά μετά τον Ιούνιο του 1948. Τα Τίρανα διέκοψαν τις επαφές τους με τον Τίτο, ο Τζότζε και οι συνεργάτες του αποπέμφθηκαν από τα κομματικά και κρατικά όργανα της Αλβανίας, ενώ τον Μάρτιο του 1949 προφυλακίστηκαν πέντε ανώτατα στελέχη με την κατηγορία της αντικρατικής συνομωσίας με σκοπό να απομονώσουν την Αλβανία από τη Σοβιετική Ένωση. Στις 10 Ιουνίου 1949 ο Τζότζε καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε την αμέσως επόμενη ημέρα. Οι υπόλοιποι συνεργάτες του καταδικάστηκαν σε πολυετή εγκλεισμό σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Στην περίπτωση της Βουλγαρίας ύποπτος για φιλο-τιτοϊκή παρέκκλιση θεωρήθηκε ο Τράϊτσο Κοστόφ, ο 50χρονος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚ Βουλγαρίας, υπεύθυνος για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, ο οποίος προαλειφόταν να αναλάβει την ηγεσία του βουλγαρικού κόμματος μετά το θάνατο του Ντιμιτρόφ. Λίγο μετά την εκδήλωση της διαφοράς με τον Τίτο έπεσε σε δυσμένεια. Τον Ιανουάριο του 1949 κατηγορήθηκε για εκδήλωση αντισοβιετικής τάσης. Ενόσω η κατάσταση υγείας του Ντιμιτρόφ επιδεινωνόταν, αλλά τόσο εντεινόταν οι επικρίσεις για τις υποτιθέμενες πολιτικές επιδιώξεις του Κοστόφ, ο οποίος κατηγορούνταν για εθνικιστικές τάσεις και για παρεμπόδιση της συνεργασίας μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Σταδιακά ο Βασίλι Κολάροφ, ο οποίος ανέλαβε τις αρμοδιότητες του ασθενούς Ντιμιτρόφ, διεύρυνε τις κατηγορίες όχι μόνο για πολιτικά λάθη αλλά και για τροτσκιστική παρέκκλιση την περίοδο της δεκαετίας του ΄30. Τον Ιούλιο του 1949, λίγο μετά τον θάνατο του Ντιμιτρόφ, ο Κοστόφ καθαιρέθηκε από όλα τα αξιώματα. Στο μεταξύ αντίστοιχες κατηγορίες δέχτηκε ο Βλάντισλαβ Γκομούλκα στην Πολωνία και ο Λάσλο Ράικ στην Ουγγαρία.
Η δίκη – παρωδία του Κοστόφ άρχισε στις 7 Δεκεμβρίου 1949 σύμφωνα με το σενάριο που είχε δοκιμαστεί την περίοδο των μεγάλων εκκαθαρίσεων στη Σοβιετική Ένωση: οι κατηγορούμενοι έπρεπε να απολογηθούν, αναγνωρίζοντας την ευθύνη τους, έτσι όπως είχαν πράξει κατά τη διάρκεια των προανακρίσεων. Στη δίκη ο πρώην πανίσχυρος άνδρας του βουλγαρικού κόμματος βρέθηκε κατηγορούμενος με άλλους εννέα συνεργάτες του για σύσταση του «κοστοφισμού, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά τιτοϊσμός σε βουλγαρικό έδαφος». Κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο Κοστόφ του ζητήθηκε να επιβεβαιώσει τη συνεργασία του με τη βουλγαρική φασιστική αστυνομία, τη βρετανική Ιντέλιντζενς Σέρβις και τον Τίτο. Ο Κοστόφ αρνήθηκε τις κατηγορίες, απορρίπτοντας το περιεχόμενο των ανακριτικών καταθέσεων. Προκλήθηκε χάος, οι δικαστές του αφαίρεσαν το λόγο και άρχισαν να διαβάζουν την κατάθεσή του στους ανακριτές. Οι βούλγαροι ηγέτες Κολάροφ και Τσερβενκόφ εκνευρίστηκαν από τον δικαστικό τραγέλαφο, τον οποίο ο σοβιετικός πρέσβης στη Σόφια χαρακτήρισε λακωνικά ως «πολιτικό αναλφαβητισμό». Στις 14 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε η απόφαση, βάσει της οποίας ο Κοστόφ καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ οι συνεργάτες του σε κάθειρξη από 12 έτη έως ισόβια. Δυο μέρες μετά η βουλγαρική βουλή απέρριψε το αίτημα του Κοστόφ για απονομή χάριτος και την ίδια μέρα εκτελέστηκε. Ακολούθησαν άλλες δίκες με «συνεργάτες της συνωμοτικής συμμορίας Κοστόφ» στον στρατό και στην Ασφάλεια. Όλοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές φυλάκισης. Όλοι τους αποκαταστάθηκαν το 1956.

Το φθινόπωρο του 1948 στους υπόπτους για συνεργασία με τον Τίτο προστέθηκαν και τα στελέχη εβραϊκής καταγωγής. Οι Εβραίοι των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, από την ιδεολογία των οποίων απουσίαζε κάθε αντισημιτική ή ρατσιστική αναφορά. Υψηλόβαθμα στελέχη των κομμουνιστών στη Σοβιετική Ένωση και στις σοσιαλιστικές χώρες προέρχονταν από τις εβραϊκές κοινότητες. Οι κομμουνιστές της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον εξοπλισμό και την εκπαίδευση του ισραηλινού στρατού. Στη μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση ανάπτυσσε έντονη δράση η Αντιφασιστική Επιτροπή. Η σύμπλευση Εβραίων και κομμουνιστών άλλαξε ριζικά μετά την άρνηση της ισραηλινής ηγεσίας να καταστεί σύμμαχος των Σοβιετικών στη Μέση Ανατολή. Τον Νοέμβριο του 1948 στη Σοβιετική Ένωση απαγορεύτηκε η δράση της Αντιφασιστικής Επιτροπής και τα στελέχη της φυλακίστηκαν. Οι σοβιετικές υπηρεσίες έκλεισαν τα εβραϊκά σχολεία και θέατρα, ενώ απαγόρευσαν την έκδοση εβραϊκών περιοδικών. Στις σοβιετικές εφημερίδες άρχισαν να εμφανίζονται άρθρα και σχόλια που σηματοδοτούσαν την αλλαγή στάσης έναντι των Εβραίων, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως κοσμοπολίτες, απάτριδες και γυρολόγοι.
Στη Ρουμανία το πρώτο θύμα των μεγάλων εκκαθαρίσεων ήταν ο Λουκρέτσιου Πατρεσκάνου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ρουμανικού κόμματος, υπουργός Δικαιοσύνης και ιδρυτής της διαβόητης «Σεκουριτάτε». Ο Πατρεσκάνου συνελήφθη τον Απρίλιο του 1948, κυρίως λόγω της αντιπαράθεσής του με τον ρουμάνο ηγέτη Γκεοργκίου Ντέι. Αργότερα του προσήψαν την κατηγορία του τιτοϊσμού. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ο Πατρεσκάνου επιχείρησε δυο φορές να αυτοκτονήσει, την πρώτη φορά κόβοντας τις φλέβες του με ξυράφι, τη δεύτερη παίρνοντας υπερβολική δόση χαπιών. Η καθοδήγηση της προανακριτικής διαδικασίας πέρασε στα χέρια σοβιετικών ανακριτών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών. Ενώ είχε «προετοιμαστεί» κατάλληλα για να πρωταγωνιστεί σε άλλη μια δίκη – παρωδία, παρόμοια με αυτή του Ράικ στην Ουγγαρία, η κατάσταση περιπλέχτηκε μετά τη σύλληψη μιας νέας «ομάδας συνωμοτών» που φερόταν να δρα υπό την καθοδήγηση Άνα Πάουκερ, γνωστής ως «Πασιονάρια των Βαλκανίων».

Η εβραϊκής καταγωγής Άνα Πάουκερ την περίοδο του μεσοπολέμου αποτελούσε μια από τις πλέον δραστήριες γυναίκες στις τάξεις της Κομιντέρν. Μολονότι ο σύζυγός της έπεσε θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων, η ίδια παρέμεινε σημαίνον στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς διατηρώντας προσωπικές σχέσεις τόσο με τον Ντιμιτρόφ, όσο και με τον Στάλιν. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής της Πάουκερ, με προτροπή του Στάλιν, ηγέτης του ρουμανικού κόμματος ορίστηκε ο Γκεοργκίου Ντέι. Μετά τον Αύγουστο του 1944 η Πάουκερ αναδείχτηκε στα ανώτατα κομματικά και κρατικά αξιώματα, ενώ αναδείχτηκε σε πρώτη γυναίκα υπουργό Εξωτερικών παγκοσμίως. Το 1952 κατηγορήθηκε για σχέσεις με το διεθνή σιωνισμό και καθαιρέθηκε από όλα τα αξιώματα. Στις αρχές του 1953 συνελήφθη, αφέθηκε όμως και πάλι ελεύθερη λίγο μετά τον θάνατο του Στάλιν για να πεθάνει ξεχασμένη το 1960. Αντίθετα, ο Πατρεσκάνου καταδικάστηκε σε θάνατο ως πράκτορας των Βρετανών και τον Απρίλιο του 1954 εκτελέστηκε μυστικά στη φυλακή, παρουσία του Ίαν Τσισινέφσκι, ηγετικού στελέχους του ρουμανικού κόμματος και σημαντικότερου πράκτορα των Σοβιετικών στο Βουκουρέστι.
Η καταδίκη του Λάσλο Ράικ στην Ουγγαρία
Στην Ουγγαρία, και λίγο αργότερα στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία, σημαντικό ρόλο στην ανεύρεση εξιλαστήριου θύματος διαδραμάτισε η δράση του αμερικανού διπλωμάτη Νόελ Φιλντ, ο οποίος τη δεκαετία του ΄30 είχε προσχωρήσει μυστικά στις τάξεις του ΚΚ Γερμανίας καθώς και στις τάξεις των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.[2] Λίγο πριν το ξέσπασμα του Β΄ ΠΠ είχε βοηθήσει αρκετούς κομμουνιστές, στελέχη των Διεθνών Ταξιαρχιών, ενώ τη περίοδο του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Γενεύη εκπροσωπώντας την αμερικανική φιλανθρωπική οργάνωση USC. Με αυτή την ιδιότητα συνδέθηκε με δεκάδες στελέχη αντιφασιστικών οργανώσεων και αντιστασιακούς κομμουνιστές που κατέφυγαν στην Ελβετία. Όταν το 1947 απολύθηκε από την USC, άρχισε να εργάζεται ως ανταποκριτής αμερικανικών εφημερίδων. Τον Αύγουστο του 1948 ταξίδεψε με τη γυναίκα του στην Πράγα. Στο μεταξύ στην Αμερική, στα πλαίσια του εντεινόμενου Μακαρθισμού, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος των Σοβιετικών, οπότε η χορήγηση άδειας παραμονής από την Τσεχοσλοβακία αποτελούσε μια σωτήρια προοπτική για τον ίδιο και τη σύζυγό του.

Τον Οκτώβριο 1948 γνωστοί κομμουνιστές από τις τάξεις των διανοουμένων και των μελών των Διεθνών Ταξιαρχιών, κάλεσαν το τσεχοσλοβάκικο υπουργείο Εξωτερικών να επισπεύσει την έκδοση άδειας παραμονής για το ζεύγος Φιλντ. Η Μόσχα όμως στο μεταξύ είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τον Φίλντ για τις δικές της επιδιώξεις. Αποκτώντας πρόσβαση σε ορισμένες επιστολές που αντάλλαξε ο Νόελ Φιλντ με τον Άλλαν Ντάλες, επικεφαλής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, διαμήνυσε στους αξιωματικούς της ουγγρικής Ασφάλειας να ζητήσουν από την Πράγα την σύλληψη του Νόελ και την έκδοσή του στη Βουδαπέστη. Το σχετικό αίτημα υπέβαλε στον Κλέμεντ Γκότβαλντ την «ημέρα της Νίκης» (9 Μαΐου 1949) ο ούγγρος κομματικός ηγέτης Μάτυας Ράκοσι, επικαλούμενος σχετική οδηγία του σοβιετικού συμβούλου επί θεμάτων ασφαλείας, στρατηγού Μπιέλκιν. Δυο ημέρες αργότερα ο Φιλντ συνελήφθη και παραδόθηκε στην ουγγρική ασφάλεια. Τρεις μήνες αργότερα η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και για τη σύζυγό του Χέρτα.
Οι Φιλντ βασανίστηκαν σκληρά προκειμένου καταθέσουν πληροφορίες που, σύμφωνα με τους σοβιετικούς ανακριτές, θα οδηγούσαν στην αποκάλυψη ενός «συνωμοτικού κέντρου» που δρούσε εντός των κομμουνιστικών κομμάτων της Κεντρικής Ευρώπης. Οι επαφές του Φιλντ με μεγάλο αριθμό κομμουνιστών από αυτές τις χώρες, σε συνδυασμό με την αλληλογραφία του με τον Ντάλες, τον καθιστούσαν τον κατάλληλο άνθρωπο για την ενοχοποίηση δεκάδων στελεχών. Πρώτος στοχοποιήθηκε ο Λάσλο Ράικ, παντοδύναμος υπουργός Εσωτερικών της Ουγγαρίας στην πρώτη φάση μετάβασης της χώρας στον κομμουνισμό, υπουργός Εξωτερικών στη συνέχεια. Για τον ίδιο τον Φιλντ κρίθηκε ανώφελο να διοργανωθεί οποιαδήποτε δίκη. Αρκούσαν οι βίαια αποσπασμένες ομολογίες του. Μετά τον θάνατο του Στάλιν απελευθερώθηκε και μέχρι τον θάνατό του (1970) έζησε ξεχασμένος στη Βουδαπέστη.
Βάσει των μαρτυριών του Φιλντ άρχισαν μαζικές συλλήψεις δεκάδων στελεχών του ουγγρικού κόμματος και της Κρατικής Ασφάλειας στη Βουδαπέστη. Πολλοί απ΄ αυτούς είχαν θητεύσει πριν τον πόλεμο στο ουγγρικό τάγμα Μάτυας Ράκοσι των Διεθνών Ταξιαρχιών, έχοντας επικεφαλής τον Λάσλο Ράικ. Ο τελευταίος συνελήφθη στις 30 Μαΐου 1949. Αφορμή για την σύλληψή του, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Ράικ σε συγκρατούμενό του – πράκτορα της ασφάλειας, ήταν η διαφορετική άποψη που εξέφρασε σε σχέση με τις εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία: «Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι ο Τίτο είναι προδότης. Ήμουν της γνώμης ότι αυτές οι κατηγορίες θα προκαλέσουν μια μοιραία διάσπαση στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο», ανέφερε ο Ράικ. Η εκστρατεία εναντίον του Ράικ συνέπεσε χρονικά με την εκστρατεία εναντίον του Βλάντισλαβ Γκομούλκα, δεύτερου γραμματέα της ΚΕ του πολωνικού κόμματος. Κοινός παρονομαστής και στις δυο εκστρατείες ήταν η «εθνικιστική παρέκκλιση». Η αντιπαράθεση με τους εκπροσώπους του «εθνικισμού» στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία είχε ξεκινήσει νωρίτερα, μέχρι το 1948 όμως διεξαγόταν στη βάση ιδεολογικών και πολιτικών επιχειρημάτων, ακόμα κι όταν στα παρασκήνια κυριαρχούσαν προσωπικές φιλοδοξίες και αντιπαλότητες.
Οι σοβιετικοί σύμβουλοι αντιλήφθηκαν δεν μπορούσαν να οικοδομήσουν μια συνταρακτική δικαστική υπόθεση που θα έμοιαζε με αυτές τις δεκαετίας του ΄30 βασισμένη στην κατηγορία της «εθνικιστικής παρέκκλισης». Αποφάσισαν λοιπόν να διευρύνουν το κατηγορητήριο διανθίζοντάς το με κατηγορίες για συνεργασία με την «εγκληματική συμμορία του Τίτο», προσθέτοντας ισχυρές δόσεις τροτσκισμού και αντισημιτισμού. Η βασική κατηγορία που διατυπώθηκε ήταν περί «τροτσκισμού και ο εθνικισμού ως μέσα ιμπεριαλιστικής διείσδυσης», ενώ η βασική ιδέα του κατηγορητηρίου συνίστατο στο ότι «ο τροτσκισμός, ο φασισμός, ο σιωνισμός και ο αντισημιτισμός αποτέλεσαν τον συγγενικό κύκλο και το ιδεολογικό υπόβαθρο, από το οποίο ξεφύτρωσε ο Ράικ και η συμμορία του». Για να ενισχυθεί το κατηγορητήριο περί «έρποντος τιτοϊσμού» μεταξύ των κατηγορουμένων συμπεριλήφθηκε ο γραμματέας της Ένωσης Νότιων Σλάβων Ουγγαρίας, όπως και ο Λάζαρ Μπράνκοφ, σύμβουλος της γιουγκοσλαβικής Πρεσβείας στη Βουδαπέστη. Παράλληλα με τη δίκη μεθοδεύτηκε μια τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία, κατά τη διάρκεια της οποίας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, κομματικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, αγροτικοί συνεταιρισμοί και σχολεία ζητούσαν την επιβολή των πλέον αυστηρών ποινών για τους προδότες και τους υπονομευτές της εργατικής εξουσίας στην Ουγγαρία.
Η δίκη του Ράικ και των συνεργατών του έληξε στις 24 Σεπτεμβρίου 1949. Ο Ράικ και άλλοι δυο σύντροφοί του καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου. Εκτελέστηκαν μετά από δυο μέρες. Σε άλλη, παράλληλη δίκη, ένα μήνα αργότερα καταδικάστηκαν σε θάνατο τέσσερα στρατιωτικά στελέχη, τα οποία επίσης εκτελέστηκαν. Δεκάδες άλλοι σύντροφοι και συνεργάτες του Ράικ καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά ή σε πολυετείς φυλακίσεις. Μεταξύ των τελευταίων και ο Γιάννος Κάνταρ, ο οποίος καταδικάστηκε για εθνικιστική παρέκκλιση. Στη συνέχεια η σταλινική ομάδα Ράκοσι – Γκέρε επέβαλε ένα σκληρό σύστημα διακυβέρνησης που οδήγησε σε τόσο εκτεταμένους διωγμούς που το 1953 έκαναν ακόμα και τον ίδιο τον Μπέρια να απορεί με τις διαστάσεις της: οι ποινές και τα περιοριστικά μέτρα που είχαν αποφασισθεί αφορούσαν 1,5 εκατομμύριο πολίτες σε μια χώρα με συνολικό πληθυσμό 9,5 εκατομμύρια κατοίκους!

Η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης κορυφώθηκε λίγο μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ τον Φεβρουάριο του 1956. Την ίδια περίοδο αποκαταστάθηκε ο Ράικ και οι συνεργάτες του. Κατά παράδοξο τρόπο ο άλλοτε ιδρυτής της διαβόητης μυστικής αστυνομίας ÁVH (Államvédelmi Hatóság), αναδείχτηκε σε ήρωα και σύμβολο των μεταρρυθμίσεων. Κατά τη διάρκεια επαναταφής των οστών του διοργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις που ζητούσαν την απομάκρυνση των Ράκοσι και Γκέρε, οι οποίοι τώρα δήλωναν παρασυρμένοι από τις μηχανορραφίες που είχε καταστρώσει ο Λαβρέντι Μπέρια, ο οποίος στο μεταξύ είχε εκτελεσθεί. Σε συνθήκες επαναστατικής έξαρσης ανασύρθηκαν από το περιθώριο δυο στελέχη που το 1949 είχαν καταδικασθεί για εθνικιστική παρέκκλιση: Ο Ίμρε Νάγκι και ο Γιάννος Κάνταρ. Οι δυο τους συνέπλευσαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην ίδια κυβέρνηση. Στη διάρκεια των αιματηρών «ουγγρικών γεγονότων» το Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1956 ο Νάγκι απώλεσε την εμπιστοσύνη των Σοβιετικών, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον καταδίκασαν και τον εκτέλεσαν. Αντίθετα ο πειθήνιος Κάνταρ παρέμεινε στο τιμόνι της Ουγγαρίας ουσιαστικά μέχρι το τέλος της σοσιαλιστικής περιόδου. Μετά την «εκκαθάριση» του πολιτικού σκηνικού το 1956, προκειμένου να αποσπάσει εάν όχι την υποστήριξη τουλάχιστον την ανοχή της κοινής γνώμης, εφάρμοσε ένα σχέδιο σχετικής φιλελευθεροποίησης της ουγγρικής οικονομίας που έμειναν γνωστές ως «σοσιαλισμός του γκούλας».
Η «εθνικιστική παρέκκλιση» στην Πολωνία
Ακόμα πριν την ενεργοποίηση της δίωξης του Λάσλο Ράικ στην Ουγγαρία, άρχισε η διαδικασία αποκαθήλωσης του Βλάντισλαβ Γκομούλκα, γενικού γραμματέα του ΚΚ Πολωνίας και αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Ο Γκομούλκα αποτέλεσε επίσης ιδανικό στόχο, καθώς ήταν ο μοναδικός ηγέτης σοσιαλιστικού κράτους που δεν είχε πρωθύστερη θητεία στη Μόσχα (εξαιρουμένης της αλβανικής ηγεσίας). Αντίθετα, στη Μόσχα και στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες είχε επί μακρού θητεύσει ο Μπόλεσλαβ Μπιέρουτ, πρόεδρος της πολωνικής κυβέρνησης. Τη θέση του Γκομούλκα επιβάρυναν ορισμένες απόψεις του αναφορικά με την επιβολή της υποχρεωτικής κολλεκτιβοποίησης στον αγροτικό τομέα ή τις επιφυλάξεις του αναφορικά με την αποδοχή του σοβιετικού μοντέλου. Ο ίδιος υποστήριξε με σθένος της απόψεις του επικαλούμενος τις ιδιαιτερότητες της χώρας, για την οποία, σημειωτέον, ο Στάλιν είχε δηλώσει ότι «είναι πιο εύκολο να σαμαρώσεις αγελάδα απ΄ το να κάνεις σοσιαλισμό στην Πολωνία». Λόγω των πολιτικών του διαφωνιών ο Γκομούλκα καθαιρέθηκε στις αρχές του 1949, ενώ την ίδια τύχη γνώρισαν και άλλα δυο μέλη του Πολιτικού Γραφείου του πολωνικού κόμματος (Κλίσκο και Σπιχάλσκι).
Μετά την εκτέλεση του Ράικ στην Ουγγαρία οι άνδρες της πολωνικής ασφάλειας, με την αρωγή σοβιετικών συμβούλων, άρχισαν να ερευνούν την ύπαρξη συνωμοτικών διασυνδέσεων στη Βαρσοβία. Ο Γκομούλκα και τα δυο προαναφερθέντα στελέχη φυλακίστηκαν στις αρχές του 1952 σε μια βίλα της πολωνικής ασφάλειας, η οποία επιδόθηκε στην αναζήτηση ενοχοποιητικών στοιχείων για τον Γκομούλκα, όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά και στις γειτονικές χώρες. Λόγω του ότι δεν προέκυψαν σοβαρά στοιχεία στην περίπτωση της Πολωνίας δεν υπήρξε καμία σκηνοθετημένη δίκη. Μία από τις ερμηνείες που προσφέρεται για το γεγονός αυτό είναι ότι στο μεταξύ η προσοχή των σοβιετικών συμβούλων είχε στραφεί στην Πράγα, όπου ο Ρούντολφ Σλάνσκι, γενικός γραμματέας του τσεχοσλοβάκικου κόμματος, φαινόταν να συγκεντρώνει ένα καλύτερο προφίλ προκειμένου να πρωταγωνιστήσει σε μια γιγαντιαία δίκη. Όσο για τον Γκομούλκα, αποφυλακίστηκε τον Απρίλιο του 1955. Σύντομα αποκαταστάθηκε στο κόμμα και τον Οκτώβριο του 1956, την περίοδο που ξέσπασαν τεράστιες διαδηλώσεις δυσαρέσκειας εναντίον του σοσιαλιστικού συστήματος διακυβέρνησης και επαπειλούνταν σοβιετική στρατιωτική επέμβαση, ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος και του κράτους. Η επιστροφή του στην πολιτική έγινε δεκτή με τεράστιο ενθουσιασμό, ενώ τα μέτρα φιλελευθεροποίησης που ανήγγειλε, εκτόξευσαν τη δημοτικότητά του. Επιδεικνύοντας πνεύμα μετριοπάθειας και ρεαλισμού απέτρεψε τη σοβιετική επέμβαση το 1956. Κατά τη διάρκεια των επομένων ετών ωστόσο θα εξελιχθεί σε σύμβολο της συντήρησης και θα αναδειχθεί σε τυφλό όργανο εκτέλεσης των επιθυμιών της Μόσχας.

Παρενθετικά, ας σημειωθεί ότι την περίοδο που τα παραπάνω γεγονότα λαμβάνουν χώρα στα ηγετικά κλιμάκια των κομμάτων των σοσιαλιστικών χωρών, στην Ελλάδα λήγει ο εμφύλιος πόλεμος και η ηγεσία του ΚΚΕ αναζητεί στη Σοβιετική Ένωση και στις παραπάνω χώρες καταφύγιο για την ίδια, τους ηττημένους αντάρτες, τα πολιτικά στελέχη και τα συγγενικά τους πρόσωπα. Σε αυτή την περίοδο αναβρασμού αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπήρχε η πολυτέλεια για να ασχοληθεί με τις διώξεις εναντίον διακεκριμένων στελεχών των αδελφών κομμάτων, με τα οποία οι ηγέτες του ΚΚΕ, ιδιαίτερα ο Ζαχαριάδης και ο Ιωαννίδης, διατηρούσαν στενές σχέσεις. Από το αρχειακό υλικό προκύπτει ότι από την σύλληψη του Ράικ επιχείρησε να επωφεληθεί ο παραμερισμένος Μάρκος Βαφειάδης, ο οποίος με νέα επιστολή του στη σοβιετική ηγεσία υποστήριζε ότι ο έλληνας Ράικ είναι ο Ζαχαριάδης. Τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ (Ζαχαριάδης, Ιωαννίδης, Παρτσαλίδης), έχοντας επιπλέον την εμπειρία του ΄30, οσμίστηκαν την ευκαιρία και επιχείρησαν να επωφεληθούν από την καταδίκη του Τίτο, υιοθετώντας τη στάση για το «πισώπλατο χτύπημα», ενώ παράλληλα επιδόθηκαν σε απηνείς διωγμούς εις βάρος των σλαβομακεδόνων συντρόφων τους, οι οποίοι αποτέλεσαν τα πρώτα θύματα της αντι-τιτοϊκής υστερίας μέσα στους κόλπους του ΚΚΕ.
Οι δίκες της Πράγας
Η κορύφωση του δράματος των σκηνοθετημένων δικών επρόκειτο να διαδραματιστεί στην Πράγα, στην οποία μέχρι το φθινόπωρο του 1949 δεν είχε προκύψει καμία εκστρατεία για την αποκάλυψη «εσωτερικών εχθρών». Είχαν προηγηθεί ωστόσο δεκάδες δίκες που αποσκοπούσαν στην καταστολή και τιμωρία των εχθρών του «λαϊκο-δημοκρατικού καθεστώτος». Στην πιο γνωστή δίκη κατηγορούμενη ήταν η σοσιαλίστρια βουλευτής Μιλάντα Χοράκοβα, αντιστασιακός την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, και ο ιστορικός Ζάβις Καλάντρα, ο οποίος προπολεμικά είχε διαγραφτεί από το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας για «τροτσκιστική παρέκκλιση». Η δίκη των παραπάνω και έξι συνεργατών τους έγινε στις αρχές Ιουνίου. Κατά τη διάρκεια της δίκης κορυφώθηκε η προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον των «εχθρών του σοσιαλισμού». Χιλιάδες τηλεγραφήματα και ψηφίσματα δήμων, συνδικάτων, συνεταιρισμών, σχολείων κλπ. ζητούσαν την εξόντωση των κατηγορούμενων «πρακτόρων». Σε τέσσερις από τους κατηγορούμενους επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, ενώ οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά. Οι θανατικές ποινές, παρά τις διαμαρτυρίες γνωστών εκπροσώπων της παγκόσμιας κοινής γνώμης όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ή ο Μπέρτραντ Ράσελ, εκτελέστηκαν στις 27 Ιουνίου του 1950. Ακολούθησαν άλλες 35 δίκες με 600 περίπου κατηγορούμενους στους οποίους επιβλήθηκαν 10 θανατικές ποινές, 38 καταδίκες σε ισόβια, ενώ συνολικά οι ποινές στέρησης της ελευθερίας ανέρχονταν σε 7.850 έτη.
Την ίδια περίοδο το σύστημα εσωτερικής ασφάλειας και απονομής δικαιοσύνης της Τσεχοσλοβακίας θα προσαρμοστεί πλήρως με τα σοβιετικά πρότυπα. Δημιουργήθηκε το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, από το οποίο απομακρύνθηκε ο μετριοπαθής υπουργός Εσωτερικών Βάτσλαβ Νόσεκ, ο οποίος ανέλαβε το σχετικό χαρτοφυλάκιο στην εξόριστη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Έντβαρντ Μπένες στο Λονδίνο. Αρχικά τον αντικατέστησε ο Λάντισλαβ Κοπρζίβα, ενώ στη συνέχεια το υπουργείο ανέλαβε ο Κάρολ Μπατσίλεκ. Πρωταρχικό τους μέλημα, σύμφωνα με όσα τους συμβούλευε ο Κλέμεντ Γκότβαλντ, πρώτος «εργάτης – πρόεδρος» της Τσεχοσλοβακίας, συνίστατο στο «να ακούν τους σοβιετικούς συμβούλους». Αντίστοιχα προσαρμόστηκε και το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο ανέλαβε ο Αλεξέι Τσεπίτσκα, ανερχόμενο αστέρι των τσεχοσλοβάκων κομμουνιστών, γαμπρός του Γκότβαλντ και συνομιλητής του Στάλιν σε ότι αφορά τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία.
Ο Τσεπίτσκα και ο ούγγρος ηγέτης Μάτυας Ράκοσι ήταν αυτοί που μετέφεραν στον Γκότβαλντ τη δυσαρέσκεια του Στάλιν για το γεγονός ότι Τσεχοσλοβακία υστερούσε στην εκστρατεία αποκάλυψης του εσωτερικού εχθρού. Πανικόβλητοι οι Γκότβαλντ και Σλάνσκι, οι οποίοι μέχρι τότε αρνούνταν την ύπαρξη «συνωμοτικού κέντρου» εντός του τσεχοσλοβάκικου κόμματος, συναίνεσαν με την παρουσία σοβιετικών συμβούλων, οι οποίοι θα μετέφεραν την εμπειρία τους και θα καθοδηγούσαν τους τσεχοσλοβάκους συντρόφους στην εκστρατεία αποκάλυψης και καταστολής των πρακτόρων του ιμπεριαλισμού που είχαν παρεισφρήσει στο εσωτερικό του κόμματος. Στην αρχή, βάσει των «αποκαλύψεων» Φιλντ, οι έρευνες προσανατολίστηκαν στις γνωστές ομάδες υπόπτων: μέλη των Διεθνών Ταξιαρχιών που υπηρετούσαν στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό, στελέχη που δεν είχαν θητεύσει στη Μόσχα ή στελέχη που είχαν εκφράσει «εθνικιστικές τάσεις» (άρα φιλο-τιτοϊκές απόψεις), και από το τέλος του 1949 στελέχη εβραϊκής καταγωγής.
Υπό την καθοδήγηση της πρώτης ομάδας των σοβιετικών συμβούλων οι έρευνες αρχικά κατευθύνθηκαν εναντίον του Όττο Σλινγκ, γραμματέα της περιφερειακής οργάνωσης στο Μπρνο, ο οποίος συγκέντρωνε όλα τα στοιχεία που τον καθιστούσαν «ιδανικό ύποπτο»: εβραϊκής καταγωγής προπολεμικό στέλεχος, με προϋπηρεσία στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, ο οποίος στη συνέχεια κατέφυγε στο Λονδίνο συμμετέχοντας στην ηγεσία της αντιστασιακής οργάνωσης «Νεαρή Τσεχοσλοβακία». (Χάριν πρωτοβουλίας του καθιερώθηκε από τότε η 17η Νοεμβρίου ως παγκόσμια ημέρα των φοιτητών). Το προφίλ μεν του Σλινγκ ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του «προδότη», το αξίωμά του όμως δεν επαρκούσε για το στήσιμο του επιδιωκόμενου δικαστικού θεάτρου.
Πίσω από τη στοχοποίηση υπόπτων αρκετές φορές κρύβονταν προσωπικές φιλοδοξίες για ανέλιξη σε ανώτερα κομματικά κλιμάκια ή επιθυμία προσωπικής εκδίκησης. Για παράδειγμα, μετά τη δίωξη του Όττο Σλινγκ, ύποπτη θεωρήθηκε η Μαρίε Σβέρμοβα, προπολεμικό στέλεχος του κόμματος, χήρα του εθνικού ήρωα Γιαν Σβέρμα, κύριου εσωκομματικού αντιπάλου του Ρούντολφ Σλάνσκι ο οποίος έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της σλοβακικής εξέγερσης (Αύγουστος 1944). Μετά τον πόλεμο η Σβέρμοβα εκλέχτηκε στο προεδρείο του τσεχοσλοβάκικου κόμματος, ενώ ο αδελφός της Κάρελ Σβαμπ καθοδηγούσε το παντοδύναμο Τμήμα Στελεχών του ίδιου κόμματος. Η Σβέρμοβα πρωταγωνίστησε το 1949 στην εκστρατεία εναντίον της Μιλάντα Χοράκοβα. Διατηρούσε ιδιαίτερα στενή σχέση με τον ήδη «ύποπτο» Όττο Σλινγκ, ενώ νωρίτερα απέρριψε πρόταση αρραβώνος που της απηύθυνε ο Βάτσλαβ Κοπέτσκι, υπουργός Πολιτισμού και κύριος ιδεολόγος του κόμματος. Το 1951 η πολιτική της καριέρα (όπως και του αδελφού της Κάρελ Σβαμπ) έληξε, καθώς κατηγορήθηκε ότι προετοίμαζε συνωμοσία εις βάρος του Ρούντολφ Σλάνσκι, με σκοπό να αναλάβει η ίδια την καθοδήγησή του κόμματος. Υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια για να ομολογήσει τα σχέδια της, ωστόσο, σε αντίθεση με την πλειονότητα των κατηγορουμένων, ποτέ δεν λύγισε, αρνούμενη να υπογράψει τις κατασκευασμένες κατηγορίες. Στη δίκη της που έγινε το 1954, δηλαδή μετά τον θάνατο των Στάλιν και Γκότβαλντ, καταδικάστηκε «μόνο» σε ισόβια δεσμά. Έμεινε στη φυλακή για πέντε χρόνια, αποκαταστάθηκε την περίοδο της Άνοιξης της Πράγας (1968) για να ξανακαταδικαστεί μετά την ένταξή της στην Χάρτα της Πράγας το 1977.


Την περίοδο που ανακρίνονταν οι Σλινγκ και Σβέρμοβα άλλες έρευνες κατευθύνθηκαν στην αποκάλυψη εκπροσώπων του «αστικού εθνικισμού», οι οποίες επικεντρώθηκαν στη Σλοβακία, όπου οι ντόπιοι κομμουνιστές προωθούσαν την ιδέα της ομοσπονδοποίησης της Τσεχοσλοβακίας. Με την κατηγορία του «εθνικισμού» τον Μάιο του 1950 παύτηκαν από τα αξιώματά τους ο πρόεδρος του «Συμβουλίου των Επιτρόπων» (υπουργικού συμβουλίου) Γκούσταβ Χούσακ και ο υπουργός Παιδείας και γνωστός ποιητής Λάτσο Νοβομέσκι. Στη συνέχεια αποπέμφθηκε ο υπουργός Εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας Βλαντίμιρ Κλεμέντις, καθώς ο Στάλιν δεν ξέχασε ότι το 1939, όντας με κομματική αποστολή στη Γαλλία, καταδίκασε την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Στις αρχές του 1951 τα τρία παραπάνω στελέχη και αρκετοί άλλοι σλοβάκοι αξιωματούχοι, αφού απαλλάχτηκαν από τα κρατικά ή βουλευτικά αξιώματά τους, συνελήφθησαν σταδιακά και παραπέμφθηκαν σε δίκη με τις κατηγορίες του εθνικισμού και του τιτοϊσμού. Την ίδια περίοδο από τα βιβλιοπωλεία αποσύρθηκαν οι ποιητικές συλλογές του Νοβομέσκι, ενώ η γνωστή φωτογραφία που απεικόνιζε τον Κλέμεντ Γκότβαλντ να βγάζει λόγο την «νικηφόρο 25η Φεβρουαρίου του 1948» στην πλατεία της Παλιάς Πράγας ρετουσαρίστηκε, ώστε να απαλλαχθεί από την παρουσία του Κλεμέντις. Από τους κατηγορούμενους αυτής της ομάδας κατ΄ εξαίρεση δεν υπέγραψε, παρά τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε, «ομολογία» μόνο ο Γκούσταβ Χούσακ, ο οποίος, παρόμοια με τον Γκομούλκα, επρόκειτο να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τσεχοσλοβακία μετά τη βίαιη καταστολή της Άνοιξης της Πράγας τον Αύγουστο του 1968.

Ενοχοποιώντας τον γενικό γραμματέα
Όμως ούτε και η καταστολή της «κλίκας των σλοβάκων εθνικιστών» φάνηκε να ικανοποιεί τις επιδιώξεις των σοβιετικών συμβούλων του Στάλιν, ο οποίος ανακάλεσε την πρώτη ομάδα στέλνοντας νέα ομάδα με επικεφαλής τον Αλεξέι Μπεστσάστνοφ και με εντολή να επικεντρωθούν περισσότερο στην αποκάλυψη των σιωνιστών που δρούσαν στο εσωτερικό του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας. Εμμέσως πλην σαφώς ο Στάλιν υπεδείκνυε ως κύριο ύποπτο τον γενικό γραμματέα του τσεχοσλοβάκικου κόμματος Ρούντολφ Σλάνσκι. Ο σοβιετικός ηγέτης απέφυγε επιδεικτικά στις 31 Ιουλίου 1951 να στείλει, κατά τα ειωθότα, συγχαρητήριο τηλεγράφημα για τον εορτασμό των γενεθλίων του 50χρονου γενικού γραμματέα του τσεχοσλοβάκικου κόμματος. Με την ευκαιρία του «ιωβηλαίου» ο Σλάνσκι τιμήθηκε με την απονομή ύπατων κρατικών και κομματικών διακρίσεων, ενώ δέχτηκε χιλιάδες συγχαρητηρίων τηλεγραφημάτων με ευχές για προσωπική και οικογενειακή μακροημέρευση. Από τους πλέον παρατηρητικούς, ωστόσο, δεν διέφυγε η απουσία σχετικού σοβιετικού τηλεγραφήματος. Προκειμένου να διαλύσει και τις τελευταίες δυσπιστίες του Γκότβαλντ, ο οποίος δίσταζε να πιστέψει ότι ο πλέον στενός συνεργάτης του ήταν «πράχτορας», ο Στάλιν φρόντισε, μέσω του Τσεπίτσκα, να διαμηνύσει στον τσεχοσλοβάκο ηγέτη ότι «ο εχθρός» είναι ο Σλάνσκι.
Έντρομος ο Γκότβαλντ, ο οποίος στο μεταξύ ανακάλυψε την ύπαρξη μηχανισμού υποκλοπής των τηλεφωνημάτων του, άφησε την πρωτοβουλία κινήσεων στον Τσεπίτσκα και στους σοβιετικούς συμβούλους. Ο ίδιος ουσιαστικά αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή βρίσκοντας διέξοδο στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Κατά τη διάρκεια του επόμενου τριμήνου ο Σλάνσκι, ο οποίος μέχρι τότε, πιστός στα σοβιετικά κελεύσματα, είχε πρωταγωνιστήσει στην εκστρατεία αποκάλυψης του «εσωτερικού εχθρού», απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα το κόμματος, αναλαμβάνοντας αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση του Άντονιν Ζάποτοτσκι. Αφορμή για την σύλληψη του Σλάνσκι στάθηκε η αποκάλυψη επιστολής από την τσεχοσλοβάκικη αντικατασκοπεία με παραλήπτη τον «μεγάλο οδοκαθαριστή», στον οποίο παρέχονταν οδηγίες να εγκαταλείψει τη χώρα. Θεωρήθηκε τελικός παραλήπτης της επιστολής ήταν ο ίδιος Σλάνσκι, ο οποίος φερόταν έτοιμος να εγκαταλείψει τη χώρα με κατεύθυνση το Ισραήλ.

Η απόφαση για την σύλληψη του Σλάνσκι ελήφθη από τον Γκότβαλντ στις 23 Νοεμβρίου 1951 και εκτελέστηκε την ίδια μέρα με τη συνεργασία του Ζάποτοτσκι, του υπουργού Ασφάλειας Κοπρζίβα και των σοβιετικών συμβούλων. Ο Σλάνσκι το βράδυ της ίδιας μέρας προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε μια γιορτή που γινόταν στην οικία του πρωθυπουργού Ζάποτοτσκι. Ο τελευταίος έδωσε σήμα στην ειδική ανακριτική ομάδα, η οποία ανέμενε τον Σλάνσκι στον προθάλαμο του σπιτιού του. Όταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα ο Σλάνσκι μπήκε στο σπίτι του τον έπιασαν και του φόρεσαν χειροπέδες. Οι ανακριτές αφού του έδεσαν το μάτια και του πέρασαν φίμωτρο τον οδήγησαν στην φυλακή Ρούζινιε. Εκεί ο μέχρι πρόσφατα παντοδύναμος γενικός γραμματέας παρέδωσε τον ρουχισμό του, παρέλαβε τη στολή του φυλακισμένου, ενώ ταυτοποιήθηκε με τον αριθμό 2359/865, με τον οποίο έπρεπε στο εξής να αναφέρεται. Επιπλέον στο κελί του τοποθετήθηκε συγκρατούμενος – πληροφοριοδότης των ανακριτών, ο οποίος είχε φυλακιστεί με πρωτοβουλία του ίδιου του Σλάνσκι. Ο συγκάτοικος του κελιού είχε προετοιμαστεί από τους ανακριτές, όχι μόνο να περιγράφει τις αντιδράσεις του Σλάνσκι μετά τις πολύωρες ανακρίσεις του, αλλά και να τον νουθετεί ή να τον πιέζει προκειμένου να του αποσπάσουν την επιδιωκόμενη «ομολογία» για την ενοχή του.
Την ίδια μέρα συνελήφθη ο επίσης εβραϊκής καταγωγής Μπέντρζιχ Γκέμιντερ, επικεφαλής του διεθνούς τμήματος της ΚΕ, ο οποίος πριν τον πόλεμο ήταν προσωπικός γραμματέας του Γκιόργκι Ντιμιτρόφ στην Κομιντέρν. Μεταπολεμικά ήταν ο σύντροφος της κόρης του Γκότβαλντ, η οποία όμως στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Αλεξέι Τσεπίτσκα. Στη φυλακή οδηγήθηκαν δεκάδες στενοί συνεργάτες του Σλάνσκι, όπως και πολλά στελέχη εβραϊκής καταγωγής. Μεταξύ τους οι υφυπουργοί Εξωτερικών Άρτουρ Λόντον και Βάβρο Χάϊντου, οι υφυπουργοί Εξωτερικού Εμπορίου Έουγκεν Λεμπλ και Ρούντολφ Μαργκόλιους, ο υφυπουργός Οικονομικών Όττο Φισλ, ο παλαίμαχος κομμουνιστής δημοσιογράφος Αντρέ Σιμόν και άλλοι. Στην ομάδα αυτή προστέθηκε εκ των υστέρων και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Βλαντίμιρ Κλεμέντις. Οι 11 από τους 14 κατηγορούμενους για συμμετοχή στο «αντικρατικό συνωμοτικό κέντρο», όπως επίσημα ονομάστηκε η «συμμορία Σλάνσκι», καταγράφηκαν στο επίσημο κατηγορητήριο ως «εβραϊκής καταγωγής». Τα τσεχο-σλοβάκικα επώνυμά τους αλλάχτηκαν και εμφανίζονταν πλέον με τα πρωθύστερα γερμανικά, με σκοπό να γίνει πιο εμφανής η ξενική, «κοσμοπολίτικη» και μη τσεχική προέλευσή τους.
Η «ομολογία» ως κομματικό καθήκον
Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης προφυλάκισής τους οι κρατούμενοι βασανίστηκαν απάνθρωπα, ενώ τους ασκήθηκαν ψυχολογικές πιέσεις να «ομολογήσουν» την ενοχή τους. Σύμφωνα με τις οδηγίες των σοβιετικών συμβούλων μπορούσαν να ασκηθούν εκβιασμοί που αφορούσαν το μέλλον των συγγενικών τους προσώπων προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη «ηθική κάμψη». Όσοι επικαλούνταν την πολυετή και άμεμπτη αγωνιστική τους θητεία, τη φυλάκισή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πιέζονταν να υπογράψουν με το επιχείρημα ότι η «ομολογία» αποτελεί κομματικό τους καθήκον. Ομολογώντας θα βοηθούσαν το κόμμα στην πάλη του ενάντια στους ιμπεριαλιστές καθώς, σύμφωνα με τη ρήση ενός από τους ανακριτές, «το κόμμα έχει δίκαιο ακόμα κι όταν ψεύδεται». Όσοι από τους κατηγορούμενους «πείθονταν» να αποδεχτούν τις κατηγορίες που τους αποδίδονταν, χρησιμοποιούνταν σε πολύωρες αντιπαραθέσεις με τους υπόλοιπους συγκατηγορούμενους. Τελικός στόχος των ανακριτών ήταν «να φτιαχτούν» οι κατηγορούμενοι με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να υπογράψουν τις καταθέσεις ενοχής τους, αλλά και να διακηρύξουν δημόσια την ενοχή τους στην προετοιμαζόμενη δίκη-παρωδία.
Ο Σλάνσκι στην αρχή των ανακρίσεων, οι οποίες συνοδεύονταν από προσωπικές προσβολές, βρισιές, αυπνία και χαστούκια, αποδέχτηκε πολιτικές ευθύνες για διάφορες λαθεμένες πρωτοβουλίες, κυρίως στον τομέα ανάδειξης στελεχών. Αρνούνταν όμως να αποδεχθεί ότι ο ίδιος υπήρξε συνειδητά «πράκτορας των ιμπεριαλιστών». Κατά την διάρκεια των επομένων μηνών το «φτιάξιμο» του γενικού γραμματέα προχώρησε σε τέτοιο σημείο, που ο ίδιος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει σπάζοντας το κεφάλι του στον τοίχο του ανακριτικού γραφείου. Στη συνέχεια «πείστηκε» από τους ανακριτές του ότι δεν έχει νόημα οποιαδήποτε αντίσταση στις κατηγορίες που του πρόσαπταν για σύσταση του «αντικρατικού συνωμοτικού κέντρου», σαμποτάζ εις βάρος της τσεχοσλοβάκικης οικονομίας, κατασκοπεία και εσχάτη προδοσία. Τα αποδεικτικά στοιχεία για τις κατηγορίες στηρίζονταν στις ομολογίες των συγκατηγορουμένων του. Η κατηγορία για σαμποτάζ τεκμηριώθηκε βάσει πορισμάτων εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι φόρτωσαν όλα τα προβλήματα της τσεχοσλοβάκικης οικονομίας στη δράση της «συμμορίας Σλάνσκι».
Τη σύνταξη του κατηγορητηρίου ανέλαβε ο νεαρός κομμουνιστής εισαγγελέας Γιόζεφ Ουρβάλεκ, ο οποίος νωρίτερα είχε διακριθεί στη δίκη της Μιλάντα Χοράκοβα. Πρότυπο του Ουρβάλεκ ήταν ο σοβιετικός εισαγγελέας Αντρέι Βυσίνσκι, ο οποίος με τις λυσσώδεις αγορεύσεις του είχε πρωταγωνιστήσει στις δίκες της Μόσχας τη δεκαετία του ΄30. Οι κατηγορούμενοι της Πράγας ήδη γνώριζαν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν την επιβολή της εσχάτης των ποινών. Ορισμένοι έτρεφαν ακόμα ελπίδες πως ίσως ο πρόεδρος Γκότβαλντ θα μπορούσε να τους επιβραβεύσει για τη συνεργασία τους με απονομή χάριτος. Όλοι οι κατηγορούμενοι συνέχισαν να περιβάλουν τον Γκότβαλντ με αισθήματα λατρείας. Όλοι ευελπιστούσαν ότι τα συγγενικά τους πρόσωπα θα γλίτωναν αν όχι τον διασυρμό, τουλάχιστον την επιβολή εξοντωτικών ποινών. Παράλληλα, εξαπολύθηκε μια άνευ προηγουμένου προπαγανδιστική εκστρατεία με την οποία χιλιάδες φορείς ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων που φέρονταν να έχουν προκαλέσει τόσα προβλήματα στο νεαρό σοσιαλιστικό καθεστώς.
Ο Σλάνσκι, παραιτημένος πια, είχε αποδεχθεί το κατηγορητήριο αποκτώντας ως επιβράβευση δικαίωμα σε ύπνο χωρίς διακοπές, χορήγηση ηρεμιστικών χαπιών, πρόσβαση σε βιβλία και καφέ. Τον Οκτώβριο, ανακριτές και κατηγορούμενοι επιδόθηκαν στην απομνημόνευση των απολογιών τους. Ο Σλάνσκι μετά από κάθε απαγγελία τους ρωτούσε με κάποια δόση ειρωνείας: «Τα είπα καλά τώρα;» Η μόνη κατηγορία που δεν παραδέχτηκε ήταν ότι το 1944 σκοπίμως άφησε τον Σβέρμα να πεθάνει αβοήθητος στα βουνά της Σλοβακίας. «Δεν θα με κάνετε τώρα και δολοφόνο», δήλωσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1952 τον επισκέφτηκε στο κελί του ο εισαγγελέας Ουρβάλεκ, ο οποίος του διάβασε το κατηγορητήριο, το οποίο ο Σλάνσκι αποδέχτηκε χωρίς την παραμικρή ένσταση.

Στις 20 Νοεμβρίου άρχισε η δίκη της «συμμορίας Σλάνσκι». Τα πάντα είχαν ετοιμαστεί στην εντέλεια. Η δίκη μεταδίδονταν απευθείας από το ραδιόφωνο. Για την περίπτωση που κάποιος από τους 14 κατηγορούμενους στη διάρκεια τις απολογίας του παρέκκλινε από το κείμενο που είχε αποστηθίσει, οι σκηνοθέτες της δίκης είχαν έτοιμες μαγνητοφωνημένες απολογίες. Αντίστοιχη προετοιμασία είχε γίνει με τους δικαστές, τους μάρτυρες και τους συνήγορους υπεράσπισης. Οι ποινές που επρόκειτο να επιβληθούν στους κατηγορούμενους είχαν προηγουμένως συζητηθεί και επικυρωθεί από το προεδρείο του τσεχοσλοβάκικου κόμματος. Όλα βάδιζαν σύμφωνα με το προσυμφωνημένο σενάριο. Ο υπουργός Ασφάλειας Μπατσίλεκ, οι σοβιετικοί σύμβουλοι και η ομάδα των ανακριτών παρακολουθούσαν την εξέλιξη της δίκης από ειδική αίθουσα, δίπλα στο δικαστήριο, ενώ από το ραδιόφωνο παρακολουθούσε τη δίκη η κομματική ηγεσία και εκατομμύρια ακροατές σε όλη την Τσεχοσλοβακία. Από την πρώτη στιγμή οι εφημερίδες αφιέρωσαν σχεδόν όλη την ύλη τους στην κάλυψη της δικαστικής διαδικασίας. Τον λόγο έλαβε ο λαός: παράλληλα με τη δίκη πραγματοποιούνταν χιλιάδες συνελεύσεις σε χώρους εργασίας, οι οποίες κατέληγαν σε καταδικαστικά ψηφίσματα και αποφάσεις για την επιβολή παραδειγματικών ποινών στους «προδότες», τους «αιμοδιψείς συνωμότες», τους «σιωνιστές» και «κοσμοπολίτες με ύποπτη προέλευση».
Στην απολογία του ο Σλάνσκι, όπως και οι συγκατηγορούμενοί του, παραδέχτηκε την ενοχή του σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Η εγκληματική ζωή μου δεν αξίζει άλλο τέλος από αυτό που προτείνει ο εισαγγελέας». Στις 27 Νοεμβρίου οι ένδεκα από τους δεκατέσσερις κατηγορούμενους καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών δια απαγχονισμού. Ο Γκότβαλντ επικύρωσε τις προαποφασισμένες ποινές απορρίπτοντας τα αιτήματα για απονομή χάριτος. Εξαιρουμένου του Σλάνσκι, όλοι οι κατάδικοι έγραψαν αποχαιρετιστήριες επιστολές στις οικογένειές τους ή στον Γκότβαλντ. Διαβάζοντας κάποιος τις τελευταίες σειρές που έγραψαν λίγο πριν την εκτέλεσή τους ξαφνιάζεται με την παραδοχή της ενοχής τους. Όλοι εκφράζουν την ακράδαντη πίστη τους στο κόμμα, τον Γκότβαλντ και στο λαμπρό σοσιαλιστικό μέλλον της Τσεχοσλοβακίας. Ο υπουργός Ασφάλειας διαβίβασε τις επιστολές στον Γκότβαλντ δέκα μέρες μετά την εκτέλεσή τους. Οι οικογένειες των εκτελεσμένων έπρεπε να περιμένουν μια δεκαετία μέχρι να τις παραλάβουν.
Στις 15 Μαρτίου 2018 στα υπό κατεδάφιση γραφεία του Ινστιτούτου Μετάλλων βρέθηκαν είκοσι σφραγισμένα κιβώτια τα οποία περιείχαν τις μπομπίνες με τις ηχογραφήσεις της δίκης Σλάνσκι. Προστέθηκαν έτσι οι τελευταίες πινελιές στο τεράστιο αρχειακό υλικό που πρώτος επεξεργάστηκε ο ιστορικός Κάρελ Κάπλαν στο βιβλίο του «Αναφορά για τη δολοφονία του Ρούντολφ Σλάνσκι και των συνεργατών του». Νωρίτερα ο Άρτουρ Λόντον, ένας από τους τρεις κατηγορούμενους στη δίκη Σλάνκσι στους οποίους δεν επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, έγραψε στα γαλλικά την μαρτυρία του με τον τίτλο L’aveu (H Ομολογία). Σ΄ αυτήν στηρίχθηκε ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς προκειμένου να γυρίσει το 1970 την συγκλονιστική ομώνυμη ταινία, σε σενάριο του Χόρχε Σεμπρούν και πρωταγωνιστές τους Υβ Μοντάν και Σιμόν Σινιορέ.
L’Aveu (1970) Bande Annonce
Ο Κώστας Τσίβος είναι Επίκουρος Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας και επικεφαλής του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Καρόλου της Πράγας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Νίκος Παπαδάτος, Άκρως απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ – ΚΚΕ, 1944-1952. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, 2019, σελ. 94.
[2] Kati Marton, The true believer. The secret life of Noel Field, Stalin’s last American spy. Νέα Υόρκη: Simon & Schuster Paperbacks, 2017.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για τη δίκη του Ρούντολφ Σλάνσκι βλ. Karel Kaplan, Report on the Murder of the General Secretary, Οχάιο: State University Press, 1990.
Για τις σκηνοθετημένες δίκες της Πράγας βλ. τις μαρτυρίες:
Artur London, L’aveu, Παρίσι: Gallimard, 1970. (Εδώ ο τίτλος στην εξαντλημένη ελληνική έκδοση: Άρτουρ Λόντον: Η ομολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Καμαρινόπουλου, 1965.)
Heda Margolius-Kovály, Under A Cruel Star – A Life in Prague 1941–1968. Νέα Υόρκη: Holmes & Meier, 1997.
Jo Langer, Convictions: My Life with a Good Communist, Λονδίνο: Granta, 2011.
Για τις μεγάλες εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ΄30 βλ. Sheila Fitzpatrick, Οι σύμβουλοι του Στάλιν, (μετ. Γ. Μπαρουξής), Αθήνα: Μεταίχμιο, 2017, σελ. 221 – 273.
Για τις δίκες σκοπιμότητας στη μεταπολεμική Ευρώπη βλ. Tony Judt, Postwar. A history of Europe since 1945, Νέα Υόρκη: The Penguin Press, 2005. Ειδικότερα 6ο κεφάλαιο: Into the Whirlwind, σελ. 180 – 195.
Για την περίπτωση Νόελ Φιλντ βλ. Kati Marton, The true believer. The secret life of Noel Field, Stalin’s last American spy. Νέα Υόρκη: Simon & Schuster Paperbacks, 2017.
Για το σχεδιασμό και την εκτέλεση της δολοφονίας του Τρότσκι βλ. Λεονάρδο Παδούρα, Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, (μετ. Κ. Αθανασίου), Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011.