Κώστας Τσίβος
H προσωπική σχέση του Νίκου Ζαχαριάδη με την Τσεχοσλοβακία
Ο Νίκος Ζαχαριάδης αποτελεί την κυριότερη όσο και αντιφατικότερη μορφή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Απουσιάζει ωστόσο κάποια εμπεριστατωμένη βιογραφία του Έλληνα κομμουνιστή ηγέτη από την οποία θα αναδεικνυόταν η προσωπικότητα του Ζαχαριάδη και θα φωτίζονταν καλύτερα κάποιες κρίσιμες στιγμές της νεότερης ιστορίας μας. Περισσότερο άγνωστη παραμένει η προσωπική ζωή του Ζαχαριάδη, ειδικά η σχέση του με την Τσέχα γυναίκα του Μαρία Νοβάκοβα, όσο και η σχέση που – μέσω αυτής – απέκτησε με την Τσεχοσλοβακία. Από το γάμο του Ζαχαριάδη με τη Νοβάκοβα γεννήθηκαν δύο παιδιά: ο Κύρος (1934 – 2006) και η Όλγα (1947), η οποία ζει σήμερα στην Πράγα. Το παρόν κείμενο, στηριγμένο σε έρευνα των σχετικών φακέλων του Εθνικού Αρχείου της Πράγας καθώς και στην προσωπική μαρτυρία της Όλγας Ντιουρίτσοβα – Ζαχαριάδη, επιχειρεί να φωτίσει κάποιες πλευρές της προσωπικής ζωής του έλληνα κομμουνιστή ηγέτη.
Η Μαρία Νοβάκοβα, την οποία ο Ζαχαριάδης φώναζε χαϊδευτικά με το τσεχικό υποκοριστικό «Μάνια», γεννήθηκε το 1907 στην Πράγα, σε οικογένεια εργατών. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης άρχισε να δουλεύει σε βιοτεχνία ζαχαροπλαστικής. Το 1926 εντάχθηκε στο ΚΚ Τσεχοσλοβακίας και άρχισε να δουλεύει στο μηχανισμό του. Το 1928 εγκατέλειψε παράνομα την Τσεχοσλοβακία προκειμένου να λάβει μέρος στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα. Στο συνέδριο συμμετείχε πολυμελής τσεχοσλοβακική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον μετέπειτα κομμουνιστή ηγέτη της Τσεχοσλοβακίας, Κλέμεντ Γκότβαλντ. Απ΄ ό,τι φαίνεται, κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου της Κομιντέρν έγινε η πρώτη γνωριμία της Μαρίας Νοβάκοβα με το Νίκο Ζαχαριάδη. Σύμφωνα με όσα μας διηγείται η κόρη τους Όλγα, ο Νίκος Ζαχαριάδης έμελλε να γίνει «ο πρώτος κι ο τελευταίος άνδρας» που γνώρισε η μητέρα της.
Το 1929 η Νοβάκοβα επέστρεψε από τη Μόσχα στην Τσεχοσλοβακία όπου συνέχισε να εργάζεται στο μηχανισμό του τσεχοσλοβακικού κόμματος, ενώ ένα χρόνο αργότερα πρωταγωνίστησε στη διοργάνωση μιας μεγάλης πορείας εργατών στα προάστια της Πράγας. Οι διαδηλωτές διαμαρτύρονταν για τις επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης και η πορεία τους χτυπήθηκε άγρια από την τσεχοσλοβακική χωροφυλακή, η οποία έστρεψε τα όπλα της εναντίον των διαδηλωτών με αποτέλεσμα να υπάρξουν αρκετοί τραυματισμοί.[1]

Η Νοβάκοβα μετά τον έρχομό της στην Πράγα συνέχισε να διατηρεί αλληλογραφία με τον Ζαχαριάδη, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε ηγέτη του ΚΚΕ. Στις αρχές του 1932, μόλις η Μαρία Νοβάκοβα απέκτησε νόμιμο τσεχοσλοβακικό διαβατήριο, αναχώρησε αμέσως για την Αθήνα, προκειμένου να μπορέσει να ξανανταμώσει τον αγαπημένο της Νίκο. Μετά από ένα μήνα επέστρεψε και πάλι στην Πράγα. Μαρία και Νίκος ξανασυναντήθηκαν στη Μόσχα δύο χρόνια αργότερα, το Φεβρουάριο του 1934, οπότε και η σχέση τους επισημοποιήθηκε με γάμο, κάτι που δεν συνηθιζόταν από τα στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς τα οποία ως επί το πλείστον συζούσαν με τους / τις συντρόφους τους, αποφεύγοντας το γάμο. Στη ληξιαρχική πράξη γάμου η Μαρία και ο Νίκος χρησιμοποίησαν τα πλαστά ονόματα Βλάστα Κραούζοβα και Γκιόργκι Ντιμιτρίεφ αντίστοιχα. Το ζευγάρι συνεννοούνταν στα ρωσικά, τα οποία μιλούσε με μεγάλη άνεση τόσο η Μαρία όσο κι ο Νίκος, ο οποίος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επέστρεψε στην Ελλάδα. Η Μαρία, έγκυος πια, έμεινε πίσω στη Μόσχα εργαζόμενη στο μηχανισμό της Κομιντέρν. Στη Μόσχα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1934 το πρώτο παιδί του ζεύγους Ζαχαριάδη, ο Κύρος.
Τον Αύγουστο του 1935 η Μαρία και ο μικρός Κύρος αναχώρησαν από τη Μόσχα για την Ελλάδα, προκειμένου να συναντήσουν τον Ζαχαριάδη, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε σημαντική πολιτική φυσιογνωμία της εποχής. Ο Ζαχαριάδης, που με τη γυναίκα του και το γιό του έμειναν σε μυστικό σπίτι στο Παγκράτι, εμφανιζόταν προς τα έξω με το ψευδώνυμο Κατρής. Μαζί η οικογένεια «Κατρή» έμεινε έναν ολόκληρο χρόνο: επρόκειτο μάλλον για το μακρύτερο χρονικό διάστημα που έζησαν από κοινού Μαρία και Νίκος, μολονότι – όπως αντιλαμβανόμαστε – η συμβίωση κάθε άλλο παρά ανέφελη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη συνταρακτικά πολιτικά γεγονότα που στις 4 Αυγούστου 1936 οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Το ΚΚΕ τέθηκε αμέσως εκτός νόμου, ενώ στα μέσα Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς συνελήφθη ο Νίκος Ζαχαριάδης. Απελπισμένη από αυτή την εξέλιξη η Μαρία, η οποία έμεινε μόνη με τον μικρό Κύρο στο παράνομο σπίτι στο Παγκράτι, χωρίς επαφές και πόρους αναγκάστηκε να καταφύγει μετά από δύο εβδομάδες στην τσεχοσλοβακική πρεσβεία της Αθήνας, όπου ζήτησε την έκδοση προσωρινού διαβατήριου προκειμένου να επιστρέψει στους γονείς της στην Πράγα. Στην τσεχοσλοβακική Πρεσβεία η Μαρία, η οποία δεν είχε μαζί της κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει την ταυτότητα της ίδιας και του γιού της, αποκάλυψε ότι είναι σύζυγος του φυλακισμένου κομμουνιστή ηγέτη Ζαχαριάδη και ζήτησε από τους διπλωμάτες να τη διευκολύνουν να επιστρέψει στην Τσεχία.
Λίγο μετά την περιπετειώδη επιστροφή της στην Πράγα η Μαρία Νοβάκοβα συνελήφθη και ανακρίθηκε από την τσεχοσλοβακική Αστυνομία. Το Φεβρουάριο του 1938 αναχώρησε εκ νέου με τον Κύρο για τη Μόσχα. Όπως είναι γνωστό, λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1938, με το Σύμφωνο του Μονάχου η Τσεχοσλοβακία διαμελίστηκε και οι γερμανόφωνες περιοχές της (Σουδητία) αποδόθηκαν στη ναζιστική Γερμανία, με τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας και της Γαλλίας, σε μια προσπάθεια «εξημέρωσης» του Χίτλερ. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον γερμανό ηγέτη να καταλάβει λίγους μήνες αργότερα ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία, στην οποία βρήκε άθικτες πολεμικές βιομηχανίες και πολύτιμο στρατιωτικό υλικό που στη συνέχεια η Βέρμαχτ χρησιμοποίησε στις επιχειρήσεις που άρχισαν το Σεπτέμβριο του 1939.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές της Κέρκυρας αρχικά και στο στρατόπεδο Νταχάου μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, η Μαρία Νοβάκοβα και ο μικρός Κύρος έζησαν αρχικά στη Μόσχα και μετά το 1942 στο Κουϊμπίσεφ, όπου η Μαρία εργαζόταν στις τσεχοσλοβακικές εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας.
Μετά τη λήξη του πολέμου η Μαρία και ο Κύρος αναχώρησαν και πάλι για την Αθήνα, προκειμένου να ξανασμίξουν με τον Νίκο, ο οποίος στο μεταξύ είχε απελευθερωθεί και με αγγλικό αεροσκάφος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα. Η τριμελής οικογένεια εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι του ΄45 σε μια μονοκατοικία που βρήκε ο κομματικός μηχανισμός στην Αγία Παρασκευή. Σε διπλανή μονοκατοικία είχε εγκατασταθεί ο Νίκος Πλουμπίδης. Σύμφωνα με την περιγραφή της Ηρώς Μπαρτζιώτα, συζύγου του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Βασίλη Μπαρτζιώτα, η Μάνια Ζαχαριάδη ήταν μια ωραία, υψηλή Τσέχα, καστανή, κομψή, ο Κύρος ξανθός κι αδύνατος. Το ζευγάρι θα πρέπει να ήταν από άποψη εμφάνισης αρκετά παράταιρο, καθότι ο Ζαχαριάδης ήταν αρκετά μικροκαμωμένος. Κι όπως λέει η κόρη του Όλγα, την πρώτη και τελευταία φορά που συνάντησε τον πατέρα της στη Σιβηρία δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει ακριβώς επειδή δεν φανταζόταν ότι θα ήταν «τόσο μικροσκοπικός».

Το Μάρτιο του 1946 προκηρύχτηκαν οι πρώτες μεταπολεμικές βουλευτικές εκλογές και σημειώθηκε η πρώτη επίθεση αριστερών ανταρτικών ομάδων στο Λιτόχωρο. Την ίδια περίοδο ο ηγέτης του ΚΚΕ επέλεξε να μην βρίσκεται στην Αθήνα αλλά στην … Πράγα, προκειμένου να παρακολουθήσει τις εργασίες του 8ου Συνεδρίου του αδελφού ΚΚ Τσεχοσλοβακίας. Στην Πράγα ο Ζαχαριάδης είχε κατ΄ ιδίαν συνάντηση με τον τσεχοσλοβάκο κομμουνιστή ηγέτη και τότε ακόμα πρωθυπουργό της κυβέρνησης Εθνικού Μετώπου, Κλέμεντ Γκότβαλντ. Στα αρχεία δεν βρέθηκαν ακόμα στοιχεία για το περιεχόμενο της συνομιλίας που είχαν οι δύο ηγέτες. Ενδέχεται να μην κρατήθηκαν πρακτικά λόγω του προσωπικού ή ιδιαίτερα εμπιστευτικού χαρακτήρα της συνομιλίας τους. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο Γκότβαλντ υποσχέθηκε στο Ζαχαριάδη να τον εφοδιάσει με ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο, το οποίο παρέλαβε αργότερα στην Πράγα ειδικός απεσταλμένος του ΚΚΕ. Στις συναντήσεις της Πράγας ο Ζαχαριάδης συνοδεύονταν από το Μιλτιάδη Πορφυρογέννη, που κι αυτός στο μεταξύ συνδέθηκε με την επίσης Τσέχα σύντροφό του Μαρία Τριφουνοβίτσοβα.
Αρχές Απριλίου του 1946 ο Ζαχαριάδης αναχώρησε από την Πράγα με προορισμό διαδοχικά το Βελιγράδι, τη Σόφια και τη Μόσχα, όπου ενημέρωσε τους ηγέτες των ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης για την απόφασή του να αρχίσει το δεύτερο αντάρτικο. Στο μεταξύ τον Οκτώβριο του ΄46, ενόσω φούντωνε ο Εμφύλιος, η Μαρία και ο Κύρος εγκατέλειψαν την Αθήνα και αναχώρησαν οριστικά για την Πράγα. Η αναχώρηση αυτή αποδίδεται σε λόγους ασφαλείας. Ορισμένοι ωστόσο αποδίδουν την αναχώρηση της Μάνιας και του Κύρου στην παράνομη σχέση που στο μεταξύ σύναψε ο Ζαχαριάδης με τη Ρούλα Κουκούλου. Στο δεσμό του Ζαχαριάδη με την Κουκούλου δεν στάθηκε εμπόδιο ούτε το γεγονός ότι και οι δυό τους ήταν παντρεμένοι, μάλιστα ο σύζυγος της Κουκούλου βρισκόταν φυλακισμένος την περίοδο που η ίδια ερωτοτροπούσε με τον Ζαχαριάδη στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας». Το ειδύλλιο Ζαχαριάδη – Κουκούλου αποτέλεσε όχι μόνο πρόκληση για τα «χρηστά ήθη» του αστικού κόσμου αλλά παραβίαζε κατάφορα τις πουρατινικές σχέσεις που επέβαλε το ΚΚΕ μεταξύ των ανταρτών, καθώς είχαν αυστηρά απαγορευθεί οι όποιες ερωτικές σχέσεις μεταξύ μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ.
Τελευταία φορά που η Μαρία είδε το Ζαχαριάδη ήταν το 1948, σε μια άλλη σύντομη επίσκεψη που πραγματοποίησε ο ηγέτης του ΚΚΕ στην Πράγα. Στο μεταξύ η Μαρία είχε γεννήσει την Όλγα, την οποία όμως ο Ζαχαριάδης δεν πρόλαβε να δει. Λίγο αργότερα «άνθρωποι του κόμματος», σύμφωνα με όσα διηγείται η Όλγα, ήρθαν και πήραν από το σπίτι τους στην Πράγα τον τότε 13χρονο Κύρο, προκειμένου να τον οδηγήσουν στην καλύβα του Αρχηγού στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Όλγας, ο Ζαχαριάδης επιθυμούσε να απομακρύνει τον Κύρο από τη φούστα της μάνας του, λέγοντας του ότι έφτασε η ώρα να γίνει μαχητής. Ο Κύρος στο βουνό φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ. Ο Ζαχαριάδης όμως δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του προκειμένου να του απονεμηθεί το σχετικό δίπλωμα και ο βαθμός του ανθυπολοχαγού στην ειδική τελετή της σειράς του, κάτι που ο Κύρος θεώρησε βαριά προσβολή.

Μετά την ήττα του ΔΣΕ στο Γράμμο ο Κύρος κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου με προτροπή του πατέρα του φοίτησε σε σοβιετική Στρατιωτική Ακαδημία. Ελάχιστες φορές ο Κύρος συναντήθηκε με τη μητέρα του και την νεώτερη αδελφή του. Οι επισκέψεις του Κύρου στην Πράγα έπρεπε προηγουμένως να εγκριθούν όχι μόνο από την ηγεσία του ελληνικού αλλά και του τσεχοσλοβακικού κόμματος. Η μητέρα του ζούσε στην Πράγα με μια μικρή σύνταξη που της είχε χορηγήσει το τσεχοσλοβάκικο κόμμα για την προπολεμική της δραστηριότητα. Ποτέ δεν επέστρεψε στην παραγωγή, ποτέ δεν επαναδραστηριοποιήθηκε στη δημόσια ζωή. Ποτέ, πάντα σύμφωνα με την Όλγα, δεν είπε άσχημη κουβέντα για τον άνδρα της. Ο Ζαχαριάδης τις λίγες φορές που επισκέφτηκε την Πράγα την περίοδο ακόμα της μετεμφυλιακής παντοδυναμίας του (1949-1956), απέφυγε να συναντήσει τόσο την επίσημη σύζυγό του – από την οποία δεν πήρε ποτέ διαζύγιο – όσο και την κόρη του Όλγα. «Οι πολιτικοί δεν πρέπει να κάνουν παιδιά» λέει σήμερα η Όλγα. «Ο πατέρας μου έγραψε βιβλία, τόμους εισηγήσεων και ομιλιών, σε μένα όμως δε βρήκε χρόνο να γράψει ούτε πέντε αράδες», αναφέρει με παράπονο.
Ο Ζαχαριάδης πραγματοποίησε τρεις επισκέψεις στην Πράγα μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις επισκέψεις του αυτές ο Ζαχαριάδης δεν είχε συναντήσεις με κανένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της τσεχοσλοβακικής ηγεσίας, η οποία κατά το διάστημα 1951-52 κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε στις δίκες σκοπιμότητας που οργάνωσαν ειδικοί σύμβουλοι του Στάλιν.[2] Μεταξύ των εκτελεσθέντων συμπεριλαμβάνονταν και ο γερμανο-εβραϊκής καταγωγής Φρίντριχ Γκέμιντερ, προπολεμικά εκπρόσωπος Τύπου της Κομιντέρν και στενός συνεργάτης του Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας από το 1948 – και με την ιδιότητα αυτή – υπεύθυνος γα την επιχείρηση υποδοχής και εγκατάστασης των 12.000 Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη χώρα.
Το 1952 εκτελέστηκε και ο Κάρελ Σβαμπ, υφυπουργός Εθνικής Ασφάλειας, στον οποίο από το Νοέμβριο του 1949 είχε ανατεθεί η εποπτεία της «Σχολής δολιοφθορέων» του ΚΚΕ, που σε συνθήκες άκρας μυστικότητας άρχισε να λειτουργεί από τις αρχές του 1950 στο στρατόπεδο Μικουλοβίτσε της Μοραβίας. Από την πρώτη σειρά αυτής της Σχολής αποφοίτησαν 40 μαχητές με ειδίκευση στις επικοινωνίες, τις δολιοφθορές και την κατασκοπεία. Οι μαθητές της Σχολής επιλέχτηκαν προσωπικά από τον Γ. Ιωαννίδη, δεξί χέρι του Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ και αποφοίτησαν μετά από εξάμηνη εκπαίδευση. Στα τσεχοσλοβακικά αρχεία διασώζεται ιδιόχειρη επιστολή του Νίκου Ζαχαριάδη με την οποία ζητά από τους Τσέχους να επιτρέψουν στους αποφοίτους της Σχολής να ξεκουραστούν σε κάποια λουτρόπουλη πριν αναλάβουν δράση στην Ελλάδα. Στο μεταξύ, προετοιμάζονταν εντατικά τα μαθήματα της δεύτερης σειράς, στην οποία επρόκειτο να συμμετάσχουν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, οι οποίες θα στέλνονταν στην Ελλάδα προκειμένου να δουλέψουν ως υπηρέτριες ή βρεφοκόμοι σε σπίτια υψηλά ιστάμενων κυβερνητικών και στρατιωτικών στελεχών, με σκοπό να αποσπούν απόρρητες πληροφορίες, διοχετεύοντας τες στη συνέχεια με ασυρμάτους στην εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ. Η λειτουργία της Σχολής διεκόπη ξαφνικά το 1952, όταν η ΚΥΠ συνέλαβε έναν από τους αποφοίτους της πρώτης σειράς, ο οποίος «έσπασε» στις ανακρίσεις καταθέτοντας λεπτομερειακές πληροφορίες για τη Σχολή, τους αποφοίτους και τις αποστολές τους.

Στη διάρκεια των επισκέψεων που πραγματοποίησε ο Νίκος Ζαχαριάδης στην Τσεχοσλοβακία την περίοδο 1951-1956 συζητούσε μόνο με στελέχη του Διεθνούς Τμήματος του τσεχοσλοβακικού κόμματος που είχαν την ευθύνη για την ελληνική προσφυγιά, δείγμα του γενικότερου ξεπεσμού όχι μόνο του ΚΚΕ αλλά και του άλλωτε πανίσχυρου ηγέτη του. Η πρώτη μετεμφυλιακή επίσκεψη του Ν. Ζαχαριάδη στην Τσεχοσλοβακία καταγράφεται στις 6 Σεπτεμβρίου 1951, όταν προερχόμενος από την Πολωνία, ενημέρωσε τα στελέχη του τσεχοσλοβακικού κόμματος για τις εκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν στην Ελλάδα τρεις μέρες αργότερα. Ο Ζαχαριάδης ανέφερε ότι το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα (ΑΚΕ) και ορισμένες ομάδες του ΕΑΜ συμμετείχαν στις εκλογές με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ. Επεσήμανε ότι πολλοί από τους υποψηφίους της ΕΔΑ ήταν φυλακισμένοι, ακόμα και καταδικασμένοι σε θάνατο, ενώ χαρακτήριζε «καλές τις προοπτικές της παράταξης».
Η δεύτερη επίσκεψη του Ν. Ζαχαριάδη στην Πράγα πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 1953. Από την επίσκεψη αυτή διασώθηκε έγγραφο με αιτήματα του Ζαχαριάδη προς το τσεχοσλοβάκικο κόμμα. Τα αιτήματα ήταν κυρίως τεχνικού και λιγότερου πολιτικού χαρακτήρα, π.χ. εκπαίδευση νέων ασυρματιστών για τις ανάγκες του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, αποστολή πρόσκλησης στον Πρόεδρο της ΕΔΑ Γ. Πασαλίδη να επισκεφτεί την Τσεχοσλοβακία, αποστολή δεμάτων και χρηματικής βοήθειας σε φυλακισμένους Έλληνες αγωνιστές κλπ.
Λίγο μετά το θάνατο του Στάλιν το Μάρτιο 1953 – και λίγες μέρες αργότερα και του Τσεχοσλοβάκου σταλινικού ηγέτη Κλέμεντ Γκότβαλντ – άρχισε να τρίζει και η καρέκλα του Νίκου Ζαχαριάδη. Προς το τέλος του 1955 έφτασε στην κοινότητα των προσφύγων της Τσεχοσλοβακίας ο απόηχος των αιματηρών γεγονότων της Τασκένδης (Σεπτέμβριος 1955). Τα γεγονότα αυτά ώθησαν ορισμένους νεαρούς πρόσφυγες, ιδιαίτερα τα μέλη της κομματικής οργάνωσης φοιτητών της Πράγας, να αρχίσουν εκστρατεία αμφισβήτησης του Ζαχαριάδη στις προσφυγικές κοινότητες της Τσεχοσλοβακίας. Η ηγεσία του ΚΚΕ ζήτησε αμέσως από το τσεχοσλοβακικό κόμμα να μεσολαβήσει για την αποβολή των αντιζαχαριαδικών φοιτητών από το Πανεπιστήμιο, εξετάζοντας ακόμα και το ενδεχόμενο απέλασής τους από τη χώρα. Το θέμα αυτό επρόκειτο να το θέσει προσωπικά ο Ζαχαριάδης στους Τσέχους συντρόφους σε επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Πράγα στις αρχές του 1956.
Λίγο πριν την επίσκεψη του Ζαχαριάδη στην Πράγα, κατέφτασε από τη Μόσχα ο Βασίλι Μοσέτοφ, Νο 2 του Διεθνούς Τμήματος του ΚΚΣΕ, ο οποίος ενημέρωσε τον Α΄ Γραμματέα του τσεχοσλοβάκικου κόμματος Αντονίν Νόβοτνι για τα γεγονότα της Τασκένδης. Επέρριψε την ευθύνη των αιματηρών γεγονότων στους χειρισμούς της ζαχαριαδικής ηγεσίας και χωρίς προφάσεις άφησε στα στελέχη του ΚΚΤσ. να καταλάβουν ότι σύντομα επρόκειτο να ακολουθήσουν σημαντικές αλλαγές στην ηγεσία του ελληνικού κόμματος. Στην ενημέρωσή του ο Μοσέτοφ δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Ζαχαριάδη για ηθική κατάπτωση, καθώς, όπως ανέφερε, ζούσε με τρίτη γυναίκα, έσπερνε παιδιά εδώ κι εκεί, για το μεγάλωμα των οποίων έπρεπε να φροντίζουν τα αδελφά κόμματα κλπ. Οι Τσέχοι ανέφεραν στον Μοσέτοφ ότι στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός τους καταφτάνουν εκατοντάδες γράμματα Ελλήνων προσφύγων, με τα οποία άλλοι υπερασπίζονταν τον Ζαχαριάδη, ενώ άλλοι καταφέρονταν εναντίον του. Ο Μοσέτοφ σημείωσε ότι τα ίδια παρατηρούνταν και στη Σοβιετική Ένωση και γι αυτό συνέστησε στα στελέχη των Τσεχοσλοβάκων να επαγρυπνούν προκειμένου να αποφύγουν την επανάληψη γεγονότων παρόμοιων με αυτών της Τασκένδης. Όταν οι Τσέχοι ζήτησαν τη συμβουλή του Μοσέτοφ για το τι πρέπει να πράξουν με τους Έλληνες φοιτητές, το κεφάλι των οποίων ζητούσε επίμονα η ελληνική καθοδήγηση, ο Μοσέτοφ συνέστησε ψυχραιμία: «περιμένετε και θα δείτε», τους είπε συβιλλικά.
Τρεις μήνες αργότερα, το Μάρτιο του 1956, το τσεχοσλοβακικό κόμμα κλήθηκε να εκπροσωπηθεί στην λεγόμενη «Επιτροπή των έξι αδελφών κομμάτων», η οποία συγκάλεσε την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Σε αυτή, με έξωθεν παρότρυνση, αποφασίστηκε η αποκαθήλωση του Ζαχαριάδη και των συνεργατών του από την ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι ενδεικτικό ότι οι Τσεχοσλοβάκοι σύντροφοι σε αυτή την επιτροπή εκπροσωπήθηκαν από τον πλέον «αρμόδιο»: τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Ρούντολφ Μπάρακ.
Ο διχασμός που ακολούθησε την αποκαθήλωση του Ν. Ζαχαριάδη μετά το 1956 ήταν κάθετος κι επηρέασε τη ζωή όλων των κομματικών οργανώσεων και όλων των προσφυγικών κοινοτήτων. Οι αμετανόητοι ζαχαριαδικοί αποπέμφθηκαν από τις θέσεις τους, κάποιοι κυνηγήθηκαν από τις δουλειές τους (π.χ. αρκετοί δάσκαλοι σε ελληνικούς παιδικούς σταθμούς υποχρεώθηκαν σε παραίτηση), ενώ άλλοι εξορίστηκαν σε απόμερα μέρη της Σλοβακίας. Μετά το Μάρτιο του 1956 στις κοινότητες των προσφύγων οι εορτασμοί των εθνικών και των κομματικών επετείων γίνονταν χωριστά. Στο Εθνικό Αρχείο της Πράγας βρίσκονται ταξινομημένες περίπου 300 επιστολές Ελλήνων πολιτικών προσφύγων εκείνης της περιόδου. Οι συντάκτες τους απευθύνονταν στους ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης, της Τσεχοσλοβακίας, της Κίνας, της Αλβανίας, ζητώντας τους να παρέμβουν υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας. Τους ζητούσαν να ψάξουν να βρουν τους ενόχους της ταπεινωτικής ήττας του 1949, των Δεκεμβριανών, της Καζέρτας κλπ., ενώ άλλοι έβγαζαν απωθημένα για αδικίες που υπέστησαν οι ίδιοι. Η έξαψη των παθών οδήγησε τον Οκτώβριο 1958 στη δολοφονία του ζαχαριαδικού Δημήτρη Κουφάκη στη μικρή ελληνική κοινότητα του Μπερόουν, 30 χιλιόμετρα δυτικά της Πράγας.[3]

Μετά από μια δεκαετία τα «πάθη των Ελλήνων» κυριάρχησαν εκ νέου στην Τσεχοσλοβακία, σε συνδυασμό με τις δραματικές εξελίξεις της 12ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Φεβρουάριος 1968), που οδήγησαν στην οριστική διάσπαση του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος, σε συνδυασμό και με την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας από τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας (Αύγουστος 1968). Τα γεγονότα του 1968 ενέπνευσαν τον Αλέξη Πάρνη, πιστό συνεργάτη του Νίκου Ζαχαριάδη, να γράψει το μυθιστόρημα «Μια Πράγα στον καθένα», όπου καταδικάζεται απερίφραστα η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία. Δεν έγινε ωστόσο γνωστή η άποψη του Νίκου Ζαχαριάδη για την εισβολή του 1968, καθώς ο ίδιος κρατούνταν στο Σοργκούτ της Σιβηρίας σε αυστηρή απομόνωση.
Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1970, η Όλγα έλαβε πρόσκληση από τον Κύρο να πάει στη Μόσχα, προφασιζόμενη ότι θέλει να γνωρίσει τα πεθερικά του. Φτάνοντας στη Μόσχα ο Κύρος της αποκάλυψε ότι θα μετέβαινε μυστικά στο Τιούμεν προκειμένου να συναντήσει, για πρώτη φορά, τον πατέρα τους και τον ετεροθαλή αδελφό τους Σήφη. Μετά από περιπετειώδες ταξίδι, η Όλγα μετέβη αεροπορικώς στο Τιούμεν και από εκεί στο Σουργκούτ, όπου κρατούνταν υπό αστυνομική επιτήρηση ο πατέρας της. Στο Σουργκούτ η Όλγα έμεινε με τον πατέρα της δυό εβδομάδες, «διάστημα πολύ μικρό για να μπορέσεις να χορτάσεις τον γονιό», όπως λέει. Σύμφωνα με την ίδια, βρήκε τον πατέρα της πικραμένο και απογοητευμένο. Ο Ζαχαριάδης της εκμυστηρεύτηκε ότι οι άνθρωποι τον απογοήτευσαν. «Δεν αγαπάω τους ανθρώπους… Εάν υπάρχει κάποιος που πραγματικά αγάπησα στη ζωή μου, αυτός είναι η Μάνια», ανέφερε στην κόρη του. Την ημέρα που η Όλγα θα αναχωρούσε από το Σουργκούτ, ο Ζαχαριάδης της παρέδωσε ένα γράμμα, το οποίο θα το παραλάμβανε απεσταλμένος του στην Πράγα. Στο αεροδρόμιο της Μόσχας, όμως, άνδρες της σοβιετικής Ασφάλειας έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο στις αποσκευές της, κατάσχεσαν το γράμμα καθώς κι ένα ραδιόφωνο που της είχε χαρίσει, «το μοναδικό δώρο που πήρα ποτέ από τον πατέρα μου», λέει η Όλγα.

Όπως είναι γνωστό ο Ζαχαριάδης έθεσε τέρμα στη ζωή του την 1η Αυγούστου 1973. Λίγες μέρες αργότερα η Μαρία Νοβάκοβα, η οποία ποτέ δεν τον αποκήρυξε, έλαβε από την ηγεσία του ΚΚΕ ένα επίσημο συλλυπητήριο τηλεγράφημα, με το οποίο την πληροφορούσαν για το θάνατο του συντρόφου της Νίκου. Η ίδια πέθανε ξεχασμένη στην Πράγα οκτώ χρόνια αργότερα, στις 8 Ιουνίου 1981

και επικεφαλής του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Καρόλου της Πράγας
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το συγκεκριμένο γεγονός ενέπνευσε τη δεκαετία του ΄50 τον γνωστό Τσέχο σκηνοθέτη Γίρζι Σέκβενς να γυρίσει την ταινία «Μολυβένιο ψωμί», βάσει ακριβώς της μαρτυρίας της Μαρίας Νοβάκοβα – Ζαχαριάδη.
[2] Στις δίκες-παρωδία καταδικάστηκε σε θάνατο, μεταξύ άλλων, και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας Ρούντολφ Σλάνσκι, Νο 2 στην ιεραρχία του τσεχοσλοβάκικου κόμματος, καθώς και αρκετά ακόμα κομματικά και κυβερνητικά στελέχη, πρώην αγωνιστές των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία, κρατούμενοι των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης ή αντιφασίστες αγωνιστές. Μετά από βασανιστήρια απίστευτης βαρβαρότητας τα στελέχη αυτά αναγκάστηκαν να «ομολογήσουν» τη συνεργασία τους με τον ταξικό εχθρό, με σιωνιστικές ή τροτσκιστικές οργανώσεις, ή ότι άλλο σκέφτονταν οι εντεταλμένοι σταλινικοί ανακριτές.
[3] Τον Κουφάκη έσφαξαν με μαχαίρι τη μέρα της ονομαστικής του εορτής, μπροστά στα μάτια της οικογενειάς του, μέλη ομάδας κολιγιαννικών, τους οποίους λίγο νωρίτερα η νέα κομματική καθοδήγηση τους είχε ζητήσει να «συμμαζέψουν» τους αντιπάλους ζαχαριαδικούς.