100 χρόνια από τότε
Γιάννης Μουρέλος
Οι σχέσεις της Γαλλίας με την Κεμαλική Τουρκία. Οι επιπτώσεις
τους στην έκβαση του Μικρασιατικού Ζητήματος
Έχοντας ως επίκεντρο το Σύμφωνο Franklin-Bouillon ή Συμφωνία της Άγκυρας όπως ονομάζεται συχνότερα (20 Οκτωβρίου 1921), στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια ευρύτερη ανασκόπηση των σχέσεων ανάμεσα στη Γαλλία και το εθνικιστικό κίνημα της Τουρκίας μεταξύ των ετών 1919-1922. Το υλικό το οποίο χρησιμοποιήθηκε είναι αποκλειστικά αρχειακό και ανήκει στα υπουργεία Εξωτερικών της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελλάδας.¹ Άφθονο και αποκαλυπτικό, προσδίδει τις διαστάσεις που του αναλογούν σε ένα πρόβλημα, το οποίο θεωρείται ως μια από τις βαθύτερες αιτίες του άδοξου τέλους της ελληνικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Εκ πρώτης όψεως, η ανάμειξη της Ελλάδας στην όλη υπόθεση φαίνεται περιορισμένη καθώς η χώρα μας τηρεί στάση παρατηρητή. Ωστόσο, το καθένα από τα ζητήματα που πρόκειται να αναπτυχθούν παρακάτω επηρεάζει άμεσα την όλη εξέλιξη της ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία. Η Γαλλοκεμαλική προσέγγιση δεν αποτελεί απλή λεπτομέρεια του Μικρασιατικού Ζητήματος. Άπτεται της ίδιας της δομής του φαινομένου και των διεθνών προεκτάσεων του τελευταίου, που αποδίδουν την τελική Καταστροφή στην επικάλυψη των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενός διεθνούς πλαισίου το οποίο, τώρα που είναι διαθέσιμες πλέον στην έρευνα όλες οι πρωτογενείς πηγές, αποτελεί σημαντικό κλειδί για την κατανόηση και ερμηνεία του Μικρασιατικού Ζητήματος.
Το παρόν κείμενο θα κινηθεί γύρω από τρεις άξονες. Ο πρώτος (από το φθινόπωρο του 1919 έως την άνοιξη του 1921), περιλαμβάνει τις επαφές της γαλλικής κυβέρνησης με το κεμαλικό κίνημα από την απαρχή τους έως την υπογραφή, στο Λονδίνο, μιας πρώτης διμερούς συμφωνίας, η οποία ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Ο δεύτερος άξονας, περισσότερο σημαντικός, στρέφεται γύρω από τον δεύτερο κύκλο διαπραγματεύσεων που κατέληξε, το φθινόπωρο του 1921 στην υπογραφή οριστικής συμφωνίας. Ο τρίτος άξονας αναφέρεται στην εφαρμογή και τις επιπτώσεις της τελευταίας, εστιάζοντας στο κρίσιμο ζήτμα της παραχώρησης του γαλλικού οπλισμού της Κιλικίας στους Τούρκους.
Η απαρχή (Δεκέμβριος 1919 – Μάρτιος 1921)
Οι επεκτατικές βλέψεις της Γαλλίας στην ευρύτερη οθωμανική επικράτεια ανάγονται στον ΙΣΤ΄αιώνα. Ωστόσο, ουδέποτε προσέλαβαν μορφή κλασσικής αποικιακής πολιτικής, κάτι που συνέβαινε αργότερα στη βόρειο Αφρική ή στη νοτιοανατολική Ασία. Στόχος ήταν η διασφάλιση σημαντικών οικονομικής και πολιτιστικής φύσεως συμφερόντων. Η μετεξέλιξη ως προς την όλη πρόσληψη από πλευράς Παρισιού, προέκυψε από μια αλληλουχία πολέμων (ιταλοτουρκικός του 1911-1912, Βαλκανικοί του 1912-1913, Α΄ Παγκόσμιος), που κατέδειξαν σε πόσο προχωρημένο στάδιο εσωτερικής σήψης βρισκόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι βλέψεις του γαλλικού επεκτατισμού ενισχύθηκαν το 1918 με αφορμή την ήττα της Γερμανίας, του πιο επικίνδυνου ανταγωνιστή στο χώρο της Μέσης και της Εγγύς Ανατολής. Ταυτόχρονα όμως έκανε την εμφάνισή του ένας απρόσμενος αντίπαλος, στην ουσία ένας άσπονδος φίλος, η Μεγ. Βρετανία. Ήδη από το 1916 οι κυβερνήσεις του Λονδίνου και του Παρισιού, με την υπογραφή του Συμφώνου Sykes-Picot, είχαν συμφωνήσει ως προς τον διαμελισμό της μεταπολεμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σφαίρες επιρροής και οικονομικής εκμετάλλευσης.
Το Σύμφωνο Sykes-Picot δεν ικανοποίησε απόλυτα τους Γάλλους. Τα νότια όρια της δικής τους ζώνης αντί να φτάνουν μέχρι το Σινάι, σταματούσαν στο λιμάνι της Άκρας. Το θέμα του ελέγχου της Παλαιστίνης παρέμενε σε εκκρεμότητα. Το 1917, βρετανικά στρατεύματα προερχόμενα από την Αίγυπτο κατέλαβαν όλα τα εδάφη τα οποία, βάσει του συμφώνου, αναλογούσαν στη Γαλλία, δημιουργώντας μια νέα de facto κατάσταση. Στη Συρία (γαλλική ζώνη επιρροής με γνώμονα πάντοτε το σύμφωνο Sykes-Picot), οι Βρετανοί έδρασαν με έμμεσο τρόπο, εγκαθιστώντας στη Δαμασκό μια αραβική κυβέρνηση υπό τον έλεγχό τους. Τον Δεκέμβριο του 1918 η κυβέρνηση Clemenceau δέχθηκε να αποσπάσει από τη Συρία και να εκχωρήσει στους Βρετανούς την περιοχή της Μοσούλης. Σαν αντάλλαγμα, οι Βρετανοί αναγνώρισαν τα δικαιώματα της Γαλλίας στη Συρία, την Κιλικία (ΝΔ Τουρκία) και τον Λίβανο. Επρόκειτο για ολέθριο ολίσθημα της γαλλικής διπλωματίας. Δεχόταν διαβεβαιώσεις για μια κατάσταση η οποία είχε ήδη κατοχυρωθεί από τις διατάξεις του Συμφώνου Sykes-Picot, ανεξάρτητα εάν στο μεταξύ τα εδάφη αυτά είχαν καταληφθεί από βρετανικά στρατεύματα. Το τίμημα ήταν βαρύ: η απώλεια μιας πετρελαιοφόρου περιοχής, η αξία της οποίας ήταν ανεκτίμητη. Όταν η κυβέρνηση του Παρισιού συνειδητοποίησε το μέγεθος του ατοπήματος ήταν πλέον αργά. Ορισμένες προσπάθειες για επανατοποθέτηση του προβλήματος στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Ειρήνης απέβησαν άκαρπες. Επομένως, μέσα στο 1919 η βρετανική επιρροή στην περιοχή κατάφερε να υπερφαλαγγίσει τη θέση των Γάλλων προκαλώντας στο Παρίσι μια αίσθηση πικρίας αλλά και ανταπόδοσης, ευκαιρίας δοθείσης, του πλήγματος, κάτι που εξηγεί προκαταβολικά τη μετέπειτα προσέγγιση με το κεμαλικό κίνημα.

Βέβαια, μέσα στο 1919 δεν διαγράφονταν προοπτικές αυτού του είδους. Την άνοιξη του 1920 οι Γάλλοι έλαβαν από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο την εντολή για τη διοίκηση της Συρίας και της Κιλικίας όπου είχαν εγκαταστήσει στρατό κατοχής και βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους κεμαλικούς. Παρά ταύτα, επαφές ανάμεσα στις δυο πλευρές είχαν ήδη σημειωθεί και διατηρήθηκαν ενόσω η κρίση της Κιλικίας βρισκόταν σε φάση κλιμάκωσης. Από τις επαφές αυτές είχαν προκύψει δυο σημαντικά στοιχεία για τις μεταγενέστερες εξελίξεις: 1) η επιθυμία των Γάλλων για επίτευξη εκεχειρίας στην Κιλικία και 2) η εμμονή του Μουσταφά Κεμάλ για επίσημη αναγνώριση του εθνικιστικού κινήματος της Τουρκίας από μια Μεγάλη Δύναμη της Δύσης. Η ευνοϊκή μεταστροφή του όλου κλίματος ενισχύθηκε και από την ευθυγράμμιση σημαντικών γαλλικών επιχειρηματικών κύκλων (συγκεκριμένα των εμπορικών επιμελητηρίων της Λυών και της Μασσαλίας) για οικονομική διείσδυση σε ολόκληρη την επικράτεια που τελούσε υπό τον έλεγχο του κεμαλικού κινήματος.
Ένας δεύτερος παράγοντας ο οποίος συνέβαλε στην αναβάθμιση των διμερών γαλλοκεμαλικών σχέσεων ήταν η κυβερνητική μεταβολή που έλαβε χώρα στη Γαλλία στις αρχές του 1920. Με την αποχώρηση του Clemenceau από το πολιτικό στερέωμα τερματίστηκε μια περίοδος σχετικής αδράνειας ως προς τα θέματα της Εγγύς Ανατολής. Ο Εθνικός Συνασπισμός, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία, προσέβλεπε στην προσάρτηση όλων των εδαφών που το Σύμφωνο Sykes-Picot εκχωρούσε στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένης και της πετρελαιοφόρου περιοχής της Μοσούλης. To καλοκαίρι του 1920, ταυτόχρονα με τη συνομολόγηση της Συνθήκης των Σεβρών², υπογράφηκε ένα Τριμερές Σύμφωνο ανάμεσα στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιταλία, βάσει του οποίου επικυρώθηκε η γαλλική εντολή για τη διοίκηση της Συρίας και της Κιλικίας και η βρετανική εντολή για εκείνη της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης. Το εθνικιστικό κίνημα της Τουρκίας αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη Συνθήκη και το Τριμερές Σύμφωνο. Υπό αυτές τις συνθήκες εισήλθε το 1921, καθοριστικό έτος για την εν γένει εξέλιξη των γαλλοκεμαλικών σχέσεων.
Η είσοδος του 1921 συμπίπτει με μια κλιμάκωση της φιλοκεμαλικής προπαγάνδας στη Γαλλία. Ένας από τους κύριους συντελεστές υπήρξε το πρόσωπο που επρόκειτο να αναλάβει αργότερα τον ρόλο του διαμεσολαβητή: ο φραγκολεβαντίνος βουλευτής, πρώην υπουργός Προπαγάνδας και πρώην πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του Κοινοβουλίου, Henri Franklin-Bouillon.

Δεξιά: Aristide Briand πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας.
(Πηγή: Gallica.fr/Bibliothèque Nationale de France).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αξιολογηθούν οι παράμετροι εκείνες, που συνηγορούν υπέρ της μεταστροφής του όλου κλίματος. Πρώτη και καλύτερη είναι οι σχέσεις, τις οποίες το κεμαλικό κίνημα καλλιεργούσε τους τελευταίους έξι μήνες με τη Μόσχα. Η κομμουνιστική κοσμοαντίληψη είχε διεισδύσει στους κόλπους του κινήματος και η προσκείμενη προς αυτή μερίδα μπορούσε κάλλιστα εν καιρώ να παρεμποδίσει μια ενδεχόμενη προσέγγιση με τη Γαλλία για ιδεολογικούς και μόνο σκοπούς. Το Παρίσι κινδύνευε να απωλέσει την προνομιούχο θέση της πρώτης ευρωπαϊκής δύναμης που θα συνθηκολογούσε με τον Κεμάλ, με συνακόλουθη την απώλεια των σημαντικών οικονομικών πλεονεκτημάτων που κάτι τέτοιο συνεπαγόταν. Συνεπώς, η γαλλική κυβέρνηση όφειλε να ενεργήσει ταχύτατα εάν πράγματι επιθυμούσε μια προσέγγιση αυτού του είδους. Μια δεύτερη παράμετρος ήταν η ανάγκη τερματισμού των εχθροπραξιών με τους Τούρκους εθνικιστές στην Κιλικία, για την οποία η κυβέρνηση είχε γίνει αποδέκτης πιέσεων.³ Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών Aristide Briand τον Ιανουάριο του 1921. Με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του επέλεξε ως προτεραιότητα της εξωτερικής του πολιτικής την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών και τη σύναψη διμερούς συμφωνίας με τον Κεμάλ.
Την αφορμή την οποία τόσο επίμονα αποζητούσε η Γαλλία προσέφεραν οι ελληνικές εκλογές του Νοεμβρίου 1920 που προκάλεσαν την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου και την άνοδο της παράταξης των βασιλοφρόνων στην εξουσία. Η επάνοδος στο πολιτικό προσκήνιο της Αθήνας στελεχών που είχαν εκφράσει παλαιότερα γερμανόφιλα αισθήματα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη γαλλική κυβέρνηση να απεμπλακεί από τους ενοχλητικούς περιορισμούς που της επέβαλε το καθεστώς των Σεβρών.⁴ Οι πρώτες επαφές με τους κεμαλικούς σημειώθηκαν τον Μάρτιο του 1921 στο Λονδίνο, στο περιθώριο διεθνούς συνδιάσκεψης για τα προβλήματα της Ανατολής, όπου το εθνικιστικό κίνημα κλήθηκε να στείλει παρατηρητές. Οι συνομιλίες καρποφόρησαν στις 11 του μήνα με την υπογραφή ενός συμφώνου, το οποίο προέβλεπε: 1) την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών, 2) την απόσυρση από την Κιλικία του συνόλου των γαλλικών και τουρκικών στρατευμάτων εντός τριάντα ημερών, υπό την προϋπόθεση του έγκαιρου αφοπλισμού των συμμοριών των ατάκτων, 3) την ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου, 4) διαβεβαιώσεις για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, 5) την γαλλοτουρκική οικονομική συνεργασία με την εξασφάλιση προτεραιότητας στις γαλλικές επιχειρήσεις⁵, 6) τη συνεργασία του οθωμανικού κεφαλαίου με το αντίστοιχο γαλλικό για την ανάπτυξη της Κιλικίας. Το σύμφωνο θα είχε προσωρινή διάρκεια εφαρμογής μέχρι τη σύναψη, από τις δυο πλευρές, μιας συνθήκης με ευρύτερη εμβέλεια.⁶ “Σήμερα, 11 Μαρτίου στις 21.30΄ υπογράψαμε ειρήνη με τον Κεμάλ κάτω από όρους που εξυπηρετούν περισσότερο τα δικά του συμφέροντα αφού προϋποθέτουν την αναγνώριση της εθνικιστικής κυβέρνησης της Τουρκίας (…). Σε τελευταία ανάλυση δεν είμαστε δυσαρεστημένοι. Πετύχαμε επιτέλους την ειρήνη στα σύνορα της Συρίας, γεγονός που μας επιτρέπει να περιορίσουμε τις δαπάνες και τις στρατιωτικές μας δυνάμεις θέτοντας τέλος σε άσκοπες απώλειες (…). Έχουμε την αίσθηση ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν μπορούσαμε να πετύχουμε περισσότερα. Δεν μετανιώνουμε που οι Τούρκοι κέρδισαν περισσότερα. Η ατμόσφαιρα υπήρξε φιλική και πιστεύουμε πως μελλοντικά θα καλλιεργήσουμε μαζί τους σχέσεις δίχως προκαταλήψεις ή απώτερους σκοπούς” επεσήμαινε σε τηλεγράφημα προς το Παρίσι ο Albert Kammerer, προϊστάμενος της διεύθυνσης Ασίας και Ωκεανίας του υπουργείου Εξωτερικών και εξέχον μέλος της γαλλικής αντιπροσωπείας στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου.⁷
Η συνομολόγηση του συμφώνου του Λονδίνου αποτελεί το πρώτο σκέλος της γαλλοκεμαλικής προσέγγισης. Χρειάστηκε να περάσουν επτά ολόκληροι μήνες έως ότου τεθεί, έπειτα από επίπονες προσπάθειες, σε εφαρμογή.

Η αποστολή Franklin–Bouillon και η Συμφωνία της Άγκυρας (Μάρτιος – Οκτώβριος 1921)
Τρεις είναι οι παράγοντες εκείνοι, οι οποίοι επέδρασαν επάνω στις μετέπειτα εξελίξεις: 1) η αντίδραση των ενδιαφερομένων δυνάμεων, μεγάλων και μη, 2) οι συσχετισμοί των ισορροπιών στους κόλπους του κεμαλικού κινήματος και 3) η ανάληψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών που έμελλαν να οδηγήσουν τις γαλλοκεμαλικές σχέσεις σε αίσιον πέρας.
Τα άμεσα ενδιαφερόμενα κράτη χωρίστηκαν σε δυο κατηγορίες: εκείνα που επέκριναν τη γαλλοκεμαλική συμφωνία του Λονδίνου (Μεγ. Βρετανία και Ελλάδα) και εκείνα, τα οποία ακολουθώντας τα ίχνη της Γαλλίας, επεδίωξαν προσέγγιση με τον Κεμάλ (Ιταλία και μπολσεβικική Ρωσία). Κυρίως όμως, αξίζει να μνημονευθεί η κάθετη έξαρση της έντασης που παρατηρήθηκε στις σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, καθώς αναβίωσε ο μεταξύ τους παραδοσιακός ανταγωνισμός. Όλη αυτή η διεθνοποίηση του ζητήματος, δηλαδή η αιφνίδια μετατροπή του κεμαλικού κινήματος από κομπάρσο σε ρυθμιστή, δεν μπορούσε παρά να βλάψει τις γαλλοκεμαλικές σχέσεις. Πρώτον γιατί η αντίδραση των Βρετανών αποκάλυψε ότι η Γαλλία δεν είχε επιδιώξει, όπως δημόσια διακήρυττε, έναν τοπικό διακανονισμό στην Κιλικία, αλλά μια παρασκηνιακή αναθεώρηση του Ανατολικού Ζητήματος προς όφελός της. Κατόπιν, επειδή το κεμαλικό κίνημα απέκτησε συνείδηση των δυνατοτήτων του και άρχισε να εκμεταλλεύεται την κατάσταση παίζοντας ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα.


Σε ένα αρχικό στάδιο, η βρετανική κυβέρνηση απέφυγε να αντιδράσει. Η επίσημη θέση της είχε ως εξής: η Μεγάλη Βρετανία ήταν της άποψης ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις αντιπροσωπείες της Γαλλίας και της εθνικιστικής Τουρκίας ήταν απόλυτα φυσιολογικές όσο περιορίζονταν σε αποκλειστικά διμερή ζητήματα (εκκένωση της Κιλικίας, ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου, οργάνωση μεικτής χωροφυλακής). Η εμμονή, όμως, των Γάλλων να μην ενημερώνουν τους Συμμάχους για την εξέλιξη των συνομιλιών σε συνδυασμό με σχόλια των γαλλικών εφημερίδων ότι η εν λόγω συμφωνία έθετε ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών, προκάλεσαν έντονη ανησυχία στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Στις 4 Απριλίου 1921, ο λόρδος Hardinge, πρέσβης της A.M. στο Παρίσι, υποστήριξε πως η ενέργεια της Γαλλίας είχε υπονομεύσει τη διασυμμαχική ενότητα. Η κυβέρνηση του Παρισιού προσπάθησε να δικαιολογήσει την προσέγγιση με τους κεμαλικούς υποστηρίζοντας ότι το θέμα που την ενδιέφερε ήταν η κατάπαυση των εχθροπραξιών στο μέτωπο της Κιλικίας. Στις 19 Απριλίου, ο λόρδος Curzon, υπουργός Εξωτερικών, επανέλαβε τους ενδοιασμούς της κυβέρνησής του. Δυο σημεία τον είχαν ανησυχήσει ιδιαίτερα: 1) η χωριστή σύναψη συμφώνου με μια εχθρική δύναμη, με αντάλλαγμα την επέκταση της γαλλικής οικονομικής ζώνης παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Briand και 2) η αναπροσαρμογή των συνόρων Τουρκίας-Συρίας με όρους που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο Τριμερές Σύμφωνο⁸ .
Ένας επιπρόσθετος λόγος που είχε προκαλέσει την εύλογη ανησυχία των Βρετανών ήταν η συνομολόγηση, επίσης στα παρασκήνια της συνδιάσκεψης του Λονδίνου, ενός δεύτερου συμφώνου, τη φορά αυτή ανάμεσα στους Ιταλούς και την κεμαλική αντιπροσωπεία. Το εν λόγω σύμφωνο, το οποίο υπογράφηκε στις 13 Μαρτίου, προέβλεπε μια μελλοντική απόσυρση των ιταλικών στρατευμάτων από το οθωμανικό έδαφος. Ως αντάλλαγμα, η εθνικιστική κυβέρνηση της Άγκυρας υποσχέθηκε οικονομική προτεραιότητα για τα ιταλικά συμφέροντα στα σαντζάκια της Αττάλειας, του Μπουλντούρ και της Μούγλας καθώς και σε τμήματα των σαντζακίων του Αφιόν Καραχισάρ, της Κιουτάχειας, του Αϊδινίου και του Ικονίου. Μια ιταλική εταιρεία επρόκειτο επίσης να αναλάβει την εκμετάλλευση των μεταλλείων της Ηράκλειας. Η ζώνη των οικονομικών εκχωρήσεων ανταποκρινόταν απόλυτα στους όρους του Τριμερούς Συμφώνου. Το ιταλοτουρκικό σύμφωνο δεν αποτελούσε, συνεπώς, πράξη ξεχωριστής πρωτοβουλίας ούτε και πλήγμα σε βάρος της διασυμμαχικής αλληλεγγύης. Εκείνο, ωστόσο, που προκάλεσε την ανησυχία των Βρετανών, ήταν η υπόσχεση της Ρώμης περί μελλοντικής στήριξης των αξιώσεων των κεμαλικών σε θέματα ευρύτερης εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ των θεμάτων αυτών συγκαταλέγονταν η επιστροφή της ανατολικής Θράκης και της Σμύρνης στην Τουρκία. Με τη σύναψη, μέσα σε διάστημα πέντε ημερών, διμερών πράξεων με τη Γαλλία, την Ιταλία και την μπολσεβικική Ρωσία⁹, ο Κεμάλ είχε εξέλθει από την απομόνωση έχοντας πετύχει αξιοσημείωτη πρόοδο στο ζήτημα της επίσημης αναγνώρισης του εθνικιστικού κινήματος.
Η ενδυνάμωση της θέσης των κεμαλικών προσέδωσε νέες διαστάσεις στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή. Μια αναγεννημένη εθνικιστική Τουρκία, διαθέτοντας την υποστήριξη της Γαλλίας και της Ιταλίας ήταν ικανή να προκαλέσει μια αναζωπύρωση του φαινομένου του πανισλαμισμού. Μπορούσε επίσης να συσχετισθεί και με την εξάπλωση του αραβικού επεκτατισμού που ήδη εγκυμονούσε κινδύνους σε βάρος των βρετανικών κτήσεων της Μεσοποταμίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Από την άλλη πλευρά, το τουρκοσοβιετικό σύμφωνο της Μόσχας προέβλεπε μια ρωσική εξάπλωση στην Περσία και στο Αφγανιστάν. Με μια ισχυρή εθνικιστική Τουρκία και με την παρουσία των μπολσεβίκων στις παρυφές της Ινδίας, ο κίνδυνος διαγραφόταν μεγάλος για την Βρετανική Αυτοκρατορία. Δικαιολογημένα η κυβέρνηση του Λονδίνου υποψιαζόταν πως οι Σύμμαχοί της, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα, προσπαθούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τόσο τη Συνθήκη των Σεβρών όσο και το Τριμερές Σύμφωνο.¹º
Δυσκολίες, όμως, προέκυψαν και μέσα στους κόλπους του εθνικιστικού κινήματος μεταξύ των οπαδών της στροφής προς τη Μόσχα και εκείνων της προσέγγισης με τη Δύση. Στις 10 Μαΐου 1921, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας καταψήφισε κατά πλειοψηφία το γαλλοκεμαλικό σύμφωνο του Λονδίνου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μη καταφέρει να τεθεί σε ισχύ. Μια επίσημη δέσμευση των εθνικιστών έναντι της Γαλλίας θα είχε ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση των σχέσεων που το κίνημα καλλιεργούσε με τη Μόσχα. Κατά συνέπεια, η γαλλοτουρκική προσέγγιση βρέθηκε ξαφνικά σε άμεση εξάρτηση από ζυμώσεις, οι οποίες είχαν ανακύψει εντός του εθνικιστικού κινήματος. Η κυβέρνηση της Άγκυρας προσπαθούσε να εξασφαλίσει πολύτιμο χρόνο, ο οποίος θα της επέτρεπε να αξιολογήσει ασφαλέστερα τα πλεονεκτήματα που προσέφεραν αντίστοιχα η γαλλική και η σοβιετική λύση. Στις αρχές Απριλίου οι γαλλοκεμαλικές σχέσεις εισήλθαν σε μια περίοδο εκνευριστικής στασιμότητας. Στο μέτωπο της Κιλικίας επικρατούσε σχετική ηρεμία με εξαίρεση σποραδικές επιθέσεις συμμοριών ατάκτων. Ο τουρκικός στρατός είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Ωστόσο, τις ενέργειες των ατάκτων, οι οποίες είχαν επεκταθεί μέχρι το εσωτερικό της Συρίας, καθοδηγούσαν αξιωματικοί του κεμαλικού στρατού. Η στάση αυτή επέτρεπε στην κυβέρνηση της Άγκυρας να συνεχίζει τις εχθροπραξίες με τους Γάλλους χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να κατηγορηθεί ότι παραβίαζε τη συμφωνία του Λονδίνου. Από την επομένη, όμως, της απόρριψης της τελευταίας από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, στο αρχηγείο της Βηρυτού άρχισαν να καταφθάνουν πληροφορίες περί συγκέντρωσης σημαντικών δυνάμεων του κεμαλικού στρατού κοντά στο Μαράς. Ο στρατηγός Gouraud, Ύπατος Αρμοστής της Γαλλίας στη Συρία, έσπευσε να ζητήσει την άδεια από το Παρίσι να επιτεθεί ούτως ώστε να εμποδίσει τους Τούρκους να αναπτυχθούν. Ο Briand όμως τον απέτρεψε από ενέργειες ικανές να πλήξουν ανεπανόρθωτα τις διμερείς σχέσεις.¹¹

Ως εκ τούτου, δρομολογήθηκαν ιδιωτικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση μιας αναθέρμανσης των γαλλοκεμαλικών σχέσεων. Η διάθεση του ιδίου του Κεμάλ και της μετριοπαθούς πτέρυγας του εθνικιστικού κινήματος να προχωρήσουν σε σύναψη συμφωνίας με τη Γαλλία είχαν πείσει τον Γάλλο πρωθυπουργό να μεθοδεύσει στα παρασκήνια μια εναλλακτική λύση. Το σχέδιο του Briand περιλάμβανε την αποστολή στην Άγκυρα ενός ανεπίσημου εκπροσώπου, επιφορτισμένου με την εντολή να αξιολογήσει σε ένα πρώτο στάδιο τις πιθανότητες επίτευξης ενός συμβιβασμού με γνώμονα τις διατάξεις του γαλλοκεμαλικού συμφώνου του Λονδίνου. Η αποστολή αυτή θα προσλάμβανε τη μορφή αυθόρμητης πρωτοβουλίας εκ μέρους του προσώπου εκείνου, το οποίο θα επιφορτιζόταν με τη διεκπεραίωσή της. Επρόκειτο για μια απαραίτητη κίνηση προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες αντιδράσεις τόσο από την πλευρά της υπολογίσιμης σοβιετόφιλης πτέρυγας του εθνικιστικού κινήματος όσο και από εκείνη των Βρετανών.¹² Η αποστολή ανατέθηκε στον Henri Franklin-Bouillon, άτομο εμπιστοσύνης του Briand και πρωτεργάτη μιας προσέγγισης με τους Τούρκους. Ο Γάλλος απεσταλμένος εγκατέλειψε το Παρίσι τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου και λίγο αργότερα τηλεγραφούσε από την Κωνσταντινούπολη συνοψίζοντας τις δυσκολίες της αποστολής του: “Αναχωρώ σήμερα για την Άγκυρα όπου ευελπιστώ να φτάσω στις 9 Ιουνίου. Προκειμένου να ξεγελάσω τους πράκτορες των Άγγλων και των Ελλήνων σκοπεύω να επιβιβαστώ σε ένα αντιτορπιλικό που θα με αφήσει στην Ινέπολη (…). Με τους κεμαλικούς έχω ήδη έρθει σε επαφή μέσω τεσσάρων διαφορετικών διαύλων. Θα τους αποδείξω ότι η συνέχιση της πολιτικής τους αποτελεί ένα σφάλμα που μπορεί να δυσαρεστήσει τη γαλλική κοινή γνώμη (…) Γνωρίζω ότι επηρεάζονται εύκολα (…). Ο Κεμάλ εξακολουθεί να επιθυμεί τη συνεννόηση με την Γαλλία. Είναι όμως δύσκολο να επιβάλει τη γνώμη του στην Εθνοσυνέλευση (…). Το μίσος κατά των Άγγλων έχει φτάσει σε απίστευτο βαθμό. Αντίθετα, η πολιτική σας έχει τοποθετήσει την Γαλλία στην πρώτη θέση. Έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σε μια μεταστροφή της Άγκυρας προς τη λογική”.¹³
H διεκπεραίωση των διαπραγματεύσεων οφείλεται αποκλειστικά στη βούληση δυο ανθρώπων. Του ιδίου του Franklin-Bouillon και του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς την επίσημη αναγνώριση του κινήματος από μια μεγάλη δύναμη της Δύσης. Η όλη συμπεριφορά του Franklin-Bouillon θύμιζε περισσότερο έναν φανατικό συνήγορο των Τούρκων παρά έναν διαμεσολαβητή. Βέβαια, κατάφερε να αποσπάσει γρήγορα την υπόσχεση περί τερματισμού των εχθροπραξιών στην Κιλικία. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ: ο Κεμάλ ζήτησε την αναγνώριση από πλευράς Γαλλίας όλων των αξιώσεων των εθνικιστών σε ζητήματα γενικότερης εξωτερικής πολιτικής. Αποδεχόμενη κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση του Παρισιού κινδύνευε να εκτεθεί άσχημα έναντι των υπολοίπων Συμμάχων της. Έχοντας απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου, ο Briand επεδίωκε τη διευθέτηση του προβλήματος της Κιλικίας και τη διασφάλιση των οικονομικών ανταλλαγμάτων με τον πιο αθόρυβο και ανώδυνο δυνατό τρόπο. Αντίθετα, όσα πρότεινε ο Franklin-Bouillon και κατ’ επέκταση ο Κεμάλ, αρκούσαν για να ρίξουν λάδι στη φωτιά. Ο Franklin-Bouillon προχώρησε ακόμη μακρύτερα. Υποσχέθηκε την παραχώρηση ολόκληρου του γαλλικού οπλισμού της Κιλικίας, δίχως να διαθέτει την παραμικρή εντολή από την κυβέρνησή του προκειμένου να το πράξει.
Οι συνομιλίες διατήρησαν μέχρι τέλους τον χαρακτήρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η συγκατάθεση των δυο κυβερνήσεων ήταν απαραίτητη για την προώθηση του σχεδίου το οποίο είχε δρομολογηθεί. Πολλά από τα σημεία όπου είχε επέλθει σύγκλιση αποτελούσαν υποχώρηση σε σχέση με τις επίσημες αρχικές αξιώσεις της κάθε πλευράς. Ο Franklin-Bouillon διέκοψε τη διαμονή του στην Άγκυρα και επέστρεψε στο Παρίσι, πεπεισμένος πως εκεί επρόκειτο να αποφασιστούν τα πάντα. Έφτασε στη Βηρυτό στις αρχές Ιουλίου αφού είχε προηγουμένως επισκεφθεί με τη συνοδεία του Κεμάλ το ελληνοτουρκικό μέτωπο στο ύψος του Εσκί-Σεχίρ.
Την ίδια στιγμή, στη γαλλική πρωτεύουσα κυριαρχούσε μια διαφορετική αντίληψη. Παρά την ενθαρρυντική έκβαση της αποστολής του Franklin-Bouillon στην Άγκυρα, ο Briand ανησυχούσε με τον σοβιετόφιλο προσανατολισμό της ακραίας παράταξης του εθνικιστικού κινήματος. Έπειτα από μια σειρά συνομιλιών που είχε με τον λόρδο Curzon, υποστήριξε δημόσια τη σύσφιξη των διασυμμαχικών δεσμών και την ανάγκη υιοθέτησης κοινής πολιτικής ως προς τα ζητήματα της Εγγύς Ανατολής. Σε οδηγίες που απέστειλε προς τον Franklin-Bouillon απέφυγε να υποσχεθεί τη στήριξη της Γαλλίας στις αρχές του αγώνα των κεμαλικών. Η όποια γαλλοτουρκική συμφωνία όφειλε να έχει ειδικό χαρακτήρα και να περιορίζεται στη διευθέτηση της εκκρεμότητας της Κιλικίας.¹⁴
Η κυριότερη πηγή επιφυλάξεων του Γάλλου πρωθυπουργού ήταν η επίθεση του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο που εκδηλώθηκε στις αρχές Ιουλίου με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στις 17 έπεσε η Κιουτάχεια και στις 21 το Εσκί-Σεχίρ. Μια προσέγγιση με τους εθνικιστές κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν μπορούσε παρά να εκθέσει την κυβέρνηση του Παρισιού. Η γενικότερη εντύπωση στη γαλλική πρωτεύουσα συνηγορούσε υπέρ του ότι ο Franklin-Bouillon δεν είχε εκτιμήσει δεόντως την ισχύ του ελληνικού στρατού.¹⁵ Την ίδια στιγμή, ο στρατηγός Gouraud, διαπίστωνε πως η κυβέρνηση της Άγκυρας είχε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες αποσύρει όλες σχεδόν τις εφεδρείες που στάθμευαν στην Κιλικία προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Παρουσιαζόταν έτσι στα γαλλικά στρατεύματα μοναδική ευκαιρία να εξαπολύσουν μια νικηφόρο επίθεση κατά των Τούρκων επιλύοντας την εκκρεμότητα της Κιλικίας με δυναμικό τρόπο.¹⁶ Στις 14 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε νέα γενική επίθεση. Αντικειμενικός στόχος τη φορά αυτή ήταν η ίδια η Άγκυρα. Στις 23, ήρθε σε επαφή με τον εχθρό στο ύψος του ποταμού Σαγγάριου. Οι ενδοιασμοί του Briand πολλαπλασιάστηκαν: “Μου είναι αδύνατο να αποφασίσω ποια θα είναι η πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουμε έναντι των κεμαλικών” τηλεγραφούσε προς τον Gouraud μια ημέρα αργότερα.¹⁷.

Η μάχη του Σαγγάριου και η σταθεροποίηση του μετώπου που τη διαδέχθηκε έπεισαν τον Γάλλο πρωθυπουργό να συνεχίσει την πολιτική της προσέγγισης. Στις 8 Σεπτεμβρίου, την ημέρα ακριβώς που ο κεμαλικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση, ο Franklin-Bouillon εγκατέλειψε το Παρίσι ως επίσημος, πλέον, εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης με εξουσίες για την υπογραφή της συμφωνίας.¹⁸ Ο Γάλλος απεσταλμένος έφτασε στην Άγκυρα στις 25 Σεπτεμβρίου και άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας που είχε προκαλέσει η επικράτηση επί του ελληνικού στρατού. Κι ενώ, από εδώ και στο εξής, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, είχε περιορίσει αισθητά τους αυτοσχεδιασμούς του, ένα δεύτερο πρόσωπο, με τις παρεμβάσεις του, συνέβαλε τα μέγιστα στην ευόδωση των διαπραγματεύσεων. Και το πρόσωπο αυτό δεν ήταν άλλο από τον Μουσταφά Κεμάλ. Αρχικά, ο αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος παρέμεινε διακριτικά στο περιθώριο. Μόλις όμως διαπίστωσε την προσπάθεια της εξτρεμιστικής πτέρυγας να βραχυκυκλώσει τις συνομιλίες, με προσωπική παρέμβαση και ενισχυμένος με ψήφο της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, απομάκρυνε από την επιτροπή διαπραγματεύσεων τους οπαδούς της στροφής προς τη Μόσχα. Κατόπιν τούτου, οι τελευταίες εξελίχθηκαν ομαλά και κατέληξαν στην υπογραφή της συμφωνίας στις 20 Οκτωβρίου 1921. Η εκκρεμότητα της Κιλικίας διευθετήθηκε με την εκχώρηση της επαρχίας από τη Γαλλία στην Τουρκία. Θα προηγείτο μια μεταβατική περίοδος δυο μηνών για τη μεταβίβαση της εξουσίας και την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων. Τα οικονομικά ανταλλάγματα ήταν πλούσια. Επρόκειτο για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (τμήμα Ποζαντί – Νουσεϊμπίν) σε γαλλική εταιρεία, η οποία θα αναλάμβανε επίσης την κατασκευή διακλαδώσεων εντός του βιλαετίου των Αδάνων. Τουρκία και Γαλλία διατηρούσαν το δικαίωμα χρήσης του δικτύου για τη μεταφορά στρατευμάτων κατά μήκος των συνόρων Κιλικίας-Συρίας. Η κυβέρνηση της Άγκυρας εκχωρούσε για χρονικό διάστημα 99 ετών την εκμετάλλευση των μεταλλείων σιδήρου, χρωμίου και αργύρου της κοιλάδας του ποταμού Χαρσιώτη, με συμμετοχή τουρκικών κεφαλαίων σε ποσοστό 50%. Αναλάμβανε επίσης την μελέτη παρόμοιων εκχωρήσεων και σε άλλες περιοχές, ανάλογα με προτάσεις που θα υπέβαλαν γαλλικές εταιρείες. Τέλος, αποφασίστηκε η παραχώρηση των βαμβακοπαραγωγών εκτάσεων της Κιλικίας στον οίκο Vendeuvre de Lesseps. Το κυριότερο, όμως, σημείο της συμφωνίας ήταν πολιτικής φύσεως. Επρόκειτο για την χάραξη συνοριακής γραμμής ανάμεσα στην Τουρκία και τη Συρία, η οποία εξακολουθούσε να τελεί υπό γαλλική εντολή. Με την ενέργεια αυτή, η Γαλλία άνοιγε διάλογο με την κεμαλική Τουρκία αντιμετωπίζοντας την τελευταία ως ισότιμο συνομιλητή. Με άλλα λόγια, προχωρούσε και τυπικά πλέον στην πολιτική αναγνώριση του εθνικιστικού κινήματος. Χαρακτηριστικό είναι το περιεχόμενο επιστολής, την οποία απηύθυνε προς τον Franklin-Bouillon ο Γιουσούφ Κεμάλ μπέης, υπουργός Εξωτερικών του εθνικιστικού κινήματος: “Εξοχώτατε, ελπίζω ότι το σύμφωνο που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας για μια οριστική και διαρκή ειρήνη θα έχει σαν συνέπεια τη σύσφιγξη των στενών δεσμών του παρελθόντος και την προσπάθεια της γαλλικής κυβέρνησης να λύσει με πνεύμα εγκάρδιας συνεννόησης όλες τις υποθέσεις που αφορούν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Τουρκίας (…)”.¹⁹
Σημειωτέον ότι η πιο επείγουσα από αυτές τις υποθέσεις ήταν η άνευ όρων αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Η κυβέρνηση της Άγκυρας πέτυχε να ξεφύγει από τα περιορισμένα πλαίσια του τοπικού διακανονισμού και να παρασύρει τη Γαλλία σε επικίνδυνα εδάφη. Το πόσο επικίνδυνα ήταν τα εδάφη αυτά, αποδεικνύεται στην τρίτη και τελευταία ενότητα με επίκεντρο το επίμαχο ζήτημα της παραχώρησης του γαλλικού οπλισμού της Κιλικίας.
Η παραχώρηση του γαλλικού οπλισμού της Κιλικίας στους Τούρκους
(Νοέμβριος 1921 – Ιανουάριος 1922)
Από τα διπλωματικά και στρατιωτικά αρχεία της Γαλλίας προκύπτει πως, με δική του πρωτοβουλία, ο Franklin-Bouillon, λίγο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας του Οκτωβρίου, είχε προβεί προφορικά σε αυτή την υπόσχεση. Σημειωτέον πως με απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Αυγούστου του 1921 είχε ρητά απαγορευθεί η χορήγηση πολεμικού υλικού ή οικονομικής βοήθειας από τις Μεγάλες Δυνάμεις είτε προς τους Έλληνες είτε προς τους Τούρκους. Επομένως, εάν η γαλλική κυβέρνηση προχωρούσε σε μια παραχώρηση αυτού του είδους θα ήταν υπόλογη έναντι των υπολοίπων Συμμάχων.
Όταν, περί τα τέλη Οκτωβρίου, ο Franklin-Bouillon επέστρεψε στο Παρίσι, κατέθεσε στο υπουργείο Στρατιωτικών μια κατάσταση με το πολεμικό υλικό που πίστευε πως έπρεπε να παραχωρηθεί στους Τούρκους. Επωφελήθηκε, μάλιστα, της απουσίας του Briand στην Ουάσινγκτον, επιχειρώντας να προσηλυτίσει στις απόψεις του τα ανώτερα στελέχη του Quai d‘ Orsay.²¹ Στο σημείο αυτό παρενέβησαν οι Βρετανοί, οι οποίοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται όσα διαμοίβονταν στα παρασκήνια, αλλά και οι Τούρκοι, που πίεζαν για παραχώρηση αεροπλάνων, πυροβόλων, αυτοκινήτων, αλόγων και υλικού τηλεπικοινωνιών.²² Μεσολαβητής και σε αυτόν το διάλογο μεταξύ Γάλλων και Τούρκων ήταν εκ νέου ο Franklin-Bouillon, ο οποίος είχε στο μεταξύ μεταβεί στην Κιλικία προκειμένου να επιβλέψει την πιστή εφαρμογή των διατάξεων της συμφωνίας. Για κακή του τύχη, την ίδια στιγμή η γαλλική κυβέρνηση, έχοντας διασφαλίσει πλέον τα οικονομικά της συμφέροντα στην περιοχή, αποζητούσε την αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις της με τη Μεγάλη Βρετανία. Άσχημα εκτεθειμένος, ο Franklin-Bouillon επέστρεψε εσπευσμένα στο Παρίσι, όπου κατάφερε τελικά να μεταπείσει τους ανωτέρους του. Το κύριο επιχείρημά του ήταν ο φόβος μιας ολοκληρωτικής εξάρτησης του κεμαλικού κινήματος από την μπολσεβικική Ρωσία. Αν και κάπως υπερβολικό, το επιχείρημα δεν στερείτο λογικής βάσης. Σχεδόν ταυτόχρονα με τη συμφωνία της Άγκυρας, οι κεμαλικοί είχαν υπογράψει συμφωνίες με τις Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καυκάσου και βρίσκονταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για τον ίδιο σκοπό με τη Δημοκρατία της Ουκρανίας. Επιπλέον, οι Ρώσοι τροφοδοτούσαν ακατάπαυστα τους Τούρκους με οπλισμό από τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου. Η Τουρκία είχε ενεργοποιήσει την παραδοσιακή της τακτική να συναλλάσσεται ταυτόχρονα με όλες τις πλευρές. Με κάθε δε ευκαιρία, φρόντιζε να επαναλαμβάνει εμφατικά προς το Παρίσι την πρόθεσή της να καταγγείλει μονομερώς τη συμφωνία της Άγκυρας σε περίπτωση που δεν αποκτούσε το πολεμικό υλικό της Κιλικίας.²²
Το γεγονός εκείνο που απαγκίστρωσε τους Γάλλους από τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει, ήταν η είδηση περί έγκρισης δανείου ύψους 15 εκατ. λιρών Αγγλίας από τη Μεγάλη Βρετανία προς την Ελλάδα. Το Λονδίνο παραβίαζε την απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου που απαγόρευε τη χορήγηση βοήθειας προς τους εμπολέμους, δημιουργώντας, έτσι, ένα προηγούμενο, έστω και εάν το δάνειο αυτό ουδέποτε χορηγήθηκε τελικά. Η γαλλική κυβέρνηση, απελευθερωμένη ως δια μαγείας από τους ενδοιασμούς της, ενέκρινε, τον Ιανουάριο του 1922 την παραχώρηση του οπλισμού.²³
Εάν πιστέψουμε τις ελληνικές εκτιμήσεις, η ποσότητα και το είδος του υλικού ήταν, όντως, σε θέση να ανατρέψει τους συσχετισμούς στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για 80.000 όπλα, 50 πυροβόλα, 250 μυδραλιοβόλα και 2 εκατ. φυσίγγια.Οι εμπιστευτικές εκθέσεις που βρίσκονται στα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας της Γαλλίας μιλούν για 10.000 όπλα, για 10.000 στολές εκστρατείας, για 2.000 άλογα και για ολόκληρο το υλικό τηλεπικοινωνιών. Γίνεται επίσης μνεία για χορήγηση 10 αεροσκαφών με τα ανταλλακτικά τους. Διαφορά υπάρχει και ως προς την εκτίμηση των γαλλικών δυνάμεων κατοχής της Κιλικίας, κάτι που σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος του παραχωρηθέντος υλικού. Οι ελληνικές εκτιμήσεις ανεβάζουν τις γαλλικές δυνάμεις σε 80.000 (80.000 όπλα, 80.000 άνδρες – ο συλλογισμός είναι απλοϊκός). Στην πραγματικότητα, ο ανώτατος αριθμός ουδέποτε ξεπέρασε τους 34.000 άνδρες, κατά τη δε στιγμή της εκκένωσης, είχαν απομείνει επιτόπου 18.000, αριθμός που αντιστοιχεί και με το μέγεθος του οπλισμού. Όσο για τις δυνάμεις που ο Κεμάλ διατηρούσε εκεί, σε μια μόνο στιγμή τα γαλλικά αρχεία μας δίνουν μια εκτίμηση: 9.000. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας απροσδιόριστος αριθμός ατάκτων που πλαισιώνονταν από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού. Αυτή, άκρες-μέσες, υπήρξε η δύναμη, η οποία αποδεσμεύτηκε και μεταφέρθηκε κατόπιν στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.²⁴
Όπως και να έχει πάντως το ζήτημα, ούτε η αποδέσμευση 9.000 ανδρών, ούτε η παραχώρηση 10.000 όπλων και 10 αεροπλάνων ήταν ικανή να ανατρέψει ριζικά τον συσχετισμό των δυνάμεων στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Έναν συσχετισμό, ο οποίος είχε προ πολλού ανατραπεί εξαιτίας της διενέργειας λαθρεμπορίου όπλων προς τον Κεμάλ από τους Ιταλούς, αλλά και της συστηματικής στρατιωτικής ενίσχυσης από τους Σοβιετικούς.

Συνεπώς, και αυτό είναι το δια ταύτα του παρόντος κειμένου, η γαλλοκεμαλική προσέγγιση δεν προσδιόρισε την έκβαση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης σε επιχειρησιακό επίπεδο. Διεκδικεί όμως μεγάλο μερίδιο από την πολιτική πτυχή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Με την επίσημη αναγνώριση του κεμαλικού κινήματος από μια μεγάλη ευρωπαϊκή Δύναμη αφενός και με τη διάσπαση της ενδοσυμμαχικής ενότητας αφετέρου (ρήξη Βρετανίας-Γαλλίας), δημιουργήθηκαν πολιτικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις τέτοιες, που συνέβαλαν στην χαλύβδωση της πεποίθησης των Τούρκων για τελική επικράτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
¹ Ministère Français des Affaires Étrangères, Archives Diplomatiques (συντομογραφία MΑΕ), Série E: Levant 1918-1929 (Syrie-Cilicie-Liban, Turquie). Série Z: Europe 1918-1929 (Grèce). Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου (συντομογραφία ΥΔΙΑ), Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας (1921-1922), Αρχείο Υπάτης Αρμοστείας Σμύρνης, Αρχείο Υπάτης Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως. Documents on British Foreign Policy (συντομογραφία DBFP), First Series: Greece and Turkey (1921-1922), Vol. XVII (January 1, 1921 – September 2, 1922), Edited by W.N. Medlicott, Douglas Dakin, M.E. Lambert, London, Her Majesty’s Stationery Office, 1970.
² Χαρακτηριστικό της μεταστροφής του κλίματος στη Γαλλία αποτελεί το κρυπτογράφημα, το οποίο απέστειλε στο Παρίσι ο Ύπατος Αρμοστής στη Συρία και στην Κιλικία, στρατηγός Henri Gouraud στις 3 Ιουνίου 1920, δυο μήνες προτού υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών: “Το σχέδιο συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία ευνοεί τόσο πολύ την Ελλάδα (…) ώστε είναι αδύνατο να αποτραπεί μια αιματηρή σύγκρουση μεταξύ τους. Γι’ αυτό, καλό είναι να μην καθυστερούμε (…). Θα ήταν προς όφελός μας εάν το υπουργείο των Εξωτερικών έθετε τα θεμέλια για μια συνεννόηση με τους κεμαλικούς, απόρροια της οποίας θα ήταν η οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών με τις γαλλικές δυνάμεις στην Κιλικία”. Δυο μέρες αργότερα, ο ομόλογός του στην Κωνσταντινούπολη Jules Defrance κινήθηκε μέσα στο ίδιο πνεύμα: “Είναι καιρός που είχα προτείνει τη σύναψη ενός τέτοιου συμφώνου με τη μετριοπαθή πτέρυγα των εθνικιστών. Προϋπόθεση όμως είναι η υπογραφή μιας γενικής συνθήκης ειρήνης, οι όροι της οποίας θα γίνονται αποδεκτοί από τους Τούρκους (…). Αποτέλεσμα της διαγραφόμενης συνθήκης σήμερα είναι ότι οι περισσότεροι Τούρκοι έχουν ακολουθήσει το εθνικιστικό κίνημα. Αν δεν επιφέρουμε ουσιαστικές τροποποιήσεις στο τελικό κείμενο της συνθήκης δεν έχουμε ελπίδες για μια έναρξη διαπραγματεύσεων μαζί τους”. Βλ. σχετικά ΜΑΕ 170, Gouraud προς Millerand, αρ. 1150-1151, 3.6.1920, Defrance προς Millerand, αρ. 916-917, 5.6.1920.
³ Στους γαλλικούς κυβερνητικούς κύκλους επικρατούσε η άποψη πως έπρεπε σύντομα να δοθεί κάποια λύση στο ζήτημα της Κιλικίας. Οι στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής ήταν επαρκείς προκειμένου να αναχαιτίσουν τις συμμορίες των ατάκτων που δρούσαν εκεί και κατά μήκος των βορείων συνόρων της Συρίας. Ήταν όμως αμφίβολο εάν θα ήταν σε θέση να εμποδίσουν μια καλύτερα οργανωμένη επίθεση των κεμαλικών, κάτι που αναμενόταν με την είσοδο της άνοιξης του 1921. Σε διάστημα ενός έτους οι γαλλικές δυνάμεις κατοχής της Κιλικίας είχαν αυξηθεί από 22.000 σε 34.000 άνδρες. Οι απώλειες ανέρχονταν σε 6.500 νεκρούς και τραυματίες, οι δε στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν κοστίσει στο γαλλικό κράτος 324.623.000 γαλλικά φράγκα. Βλ. σχετικά ΜΑΕ 114, Barthou προς Leygues, έκθεση αρ. 24, 11.1.1921, προς Briand, έκθεση αρ. 913, 18.2.1921.
⁴ ΜΑΕ 73, Billy προς Briand, αρ. 47, 23.1.1920.
⁵ Η προτεραιότητα αυτή αφορούσε οικονομικές παραχωρήσεις που επεκτείνονταν στα βιλαέτια του Ντιαρμπεκίρ, της Σεβάστειας και του Μαμουρέτ-Ελ-Αζίζ.
⁶ ΜΑΕ 170, Κείμενο του γαλλοκεμαλικού συμφώνου της 11.3.1920. ΥΔΙΑ/1921/Α 2 και Α 18, Καλογερόπουλος προς Μπαλτατζή, αρ. 152 της 2.3.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Μελάς προς Αρχηγείο Στρατιάς Μικράς Ασίας, αρ. 44, 6.3.1921 (π.ημ.).
⁷ ΜΑΕ 171, Kammerer προς de Caix, επιστολή της 11.3.1921.
⁸ ΜΑΕ 171, Briand προς Saint-Aulaire, αρ. 1149-1153, προς Pellé, αρ. 786-790, προς Barrère, αρ. 931-935, 4.4.1921. DBFP (56, 60, 63, 76, 84), Curzon προς Rumbold, αρ. 172, 19.3.1921, αρ. 181, 22.3.1921. Hardinge προς Curzon, αρ. 160, 23.3.1921, αρ. 178, 2.4.1921. Curzon προς Hardinge, αρ. 138, 29.3.1921.
⁹ Στις 16 Μαρτίου 1921 στη Μόσχα.
¹º MAE 171, Montille προς Briand, αρ. 181, 14.4.1921. Saint-Aulaire προς Briand, αρ. 297, 19.4.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Π. Μεταξάς προς Μπαλτατζή, αρ. 511, 13.4.1921. DBFP (69, 75, 81, 107, 114, 121, 201), Buchanan προς Curzon, αρ. 84, 24.3.1921, αρ.102, 2.4.1921, αρ.127, 16.4.1921. Curzon προς Buchanan, αρ. 96, 29.3.1921, αρ. 135-136, 15.4.1921, προς Hardinge, αρ. 1132, 19.4.1921. Υπόμνημα Crowe σχετικά με την ελληνοτουρκική διένεξη, 30.5.1921.
¹¹ MAE 114, Gouraud προς Briand, αρ. 840-843, 7.6.1921. Briand προς Gouraud, 593-594, 8.6.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Άννινος προς Μπαλτατζή, αρ. 184, 23.5.1921.Π. Μεταξάς προς Μπαλτατζή, 2178, 5.7.1921. DBFP (203), Περίληψη συνομιλίας Leeper-Ραγκαβή στο Foreign Office, 31.5.1921.
¹² MAE 175, Υπόμνημα της γαλλικής κυβέρνησης προς το Foreign Office, 15.11.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Παπούλας προς Θεοτόκη, αρ. 10142/3891/2 και 10143/4201/2, 28.5.1921.
¹³ ΜΑΕ 172, Franklin-Bouillon προς Briand, αρ. 976-979, 2.6.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Βότσης προς Μπαλτατζή, αρ. 3795, 6.6.1921. DBFP (228), Rattigan προς Curzon, αρ. 425, 14.6.1921.
¹⁴ ΜΑΕ 173, Briand προς Franklin-Bouillon, αρ. 685-694, 15.7.1921. DBFP (218,223, 226, 228, 229, 232, 255, 256, 298, 309), Rattigan προς Curzon, αρ. 570, 8.6.1921, αρ. 579, 11.6.1921, αρ. 425, 14.6.1921. Hardinge προς Curzon, αρ. 377, 15.6.1921, αρ.406 και 411, 23.6.1921. Cheetam προς Curzon, αρ. 491, 6.7.1921, προς Briand, επιστολή, 10.7.1921.
¹⁵ ΜΑΕ 173, Gouraud προς Briand, αρ. 1059, 28.7.1921.
¹⁶ ΜΑΕ 114 – ΜΑΕ 173, Gouraud προς Briand, αρ. 1106-1108, 9.8.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Π. Μεταξάς προς Μπαλτατζή, αρ. 2740, 14.8.1921.
¹⁷ ΜΑΕ 173, Briand προς Gouraud, αρ. 771, 24.8.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Π. Μεταξάς προς Μπαλτατζή, 2552, 1.8.1921.
¹⁸ ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Π. Μεταξάς προς Μπαλτατζή, αρ. 3167, 24.9.1921.
¹⁹ ΜΑΕ 174 – ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4) – DBFP (502), Κείμενο του γαλλοτουρκικού συμφώνου. ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Βότσης προς Μπαλτατζή, χωρίς αριθμό, 23.9.1921. Π. Μεταξάς προς Καρτάλη, αρ. 3544, 22.10.1921. DBFP (422), Rumbold προς Curzon, αρ. 986, 25.10.1921. Χαρακτηριστικό της διγλωσσίας της γαλλικής διπλωματίας είναι το κείμενο τηλεγραφήματος του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, Πέτρου Μεταξά, προς το υπουργείο Εξωτερικών: “Διευθυντής Πολιτικών Υποθέσεων ενταύθα Υπουργείου των Εξωτερικών μεθ’ ου συνωμίλησα σήμερον περί γαλλοτουρκικής συμφωνίας (…) μοι επανέλαβεν προτέρας κατηγορηματικάς δηλώσεις του ότι συμφωνία ούσα ειδική, ουδαμώς θίγει ζητήματα γενικής φύσεως, ως κυριαρχίας επί Θράκης και Σμύρνης ή αναγνώρισιν εκ μέρους Γαλλίας αξιώσεων Εθνοσυνελεύσεως Αγκύρας γνωστών υπό το όνομα Εθνικός Όρκος” ( ΥΔΙΑ/1921/Α5-VI(4), Π. Μεταξάς προς Καρτάλη, αρ. 3258, 15.10.1921 παλαιό ημερολόγιο)
²º ΜΑΕ 138, Barthou προς Peretti, αρ. 4070, 10.11.1921. Briand προς Peretti, αρ. 1011, 13.11.1921. Peretti προς Gouraud, αρ. 996, 17.11.1921, προς Barthou, αρ. 2325, 18.11.1921.
²¹ ΜΑΕ 140, Briand προς Franklin-Bouillon, αρ. 18-21, 14.12.1921. Franklin-Bouillon προς Briand, αρ. 29, 17.12.1921. De Caix προς Briand, αρ. 1637, 21.12.1921. Peretti προς Franklin-Bouillon, αρ. 24, 21.12.1952. Laporte προς Briand, αρ. 8, 24.12.1921. ΜΑΕ 142, Μεικτή επιτροπή για την εκκένωση της Κιλικίας, έκθεση της 5.3.1922. ΥΔΙΑ/1921-1922/Φάκ. ΑΑΚ, Ραγκαβής προς Καρτάλη, αρ. 5356, 28.12.1921.
²² ΜΑΕ 141, Franklin-Bouillon προς Briand, αρ. 2126, 27.12.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α 5-VI(3), Π. Μεταξάς προς Καρτάλη, αρ. 3992, 25.11.1921. ΥΔΙΑ/1922/Α 4, Π. Μεταξάς προς Καρτάλη, αρ. 4488, 7.1.1922, χωρις αριθμό, 8.1.1922. DBFP (454, 501), Rumbold προς Curzon, αρ. 1061, 22.11.1921, αρ. 13, 6.1.1922.
²³ ΥΔΙΑ/1921/Θ 230, Γούναρης προς Καρτάλη, αρ. 357, 23.12.1922, αρ. 362, 24.12.1921. Ραγκαβής προς Καρτάλη, αρ. 5631, 30.12.1921. ΥΔΙΑ/1921-1922/Φάκ. ΑΑΚ, Ραγκαβής προς Καρτάλη, αρ. 5408, 29.12.1921, αρ. 611, 28.2.1922, αρ. 621, 1.3.1922, αρ. 631, 2.3.1922, αρ. 711, 10.3.1922. DBFP (499), Curzon προς Bentinck, αρ. 2, 3.1.1922.
²⁴ ΜΑΕ 141, Briand προς Peretti, αρ. 17-18, 8.1.1922. Franklin-Bouillon προς Γιουσούφ Κεμάλ, αρ. 62-65, 25.1.1922. ΥΔΙΑ/1921/Α 5-VI(8), Επιτελική Υπηρεσία Στρατού, Γραφείον ΙΙ, ΄Εκθεσις περί εφοδιασμού Κεμαλικού Στρατού και ενισχύσεως αυτού παρ’ ουδετέρων, 18.9.1921. ΥΔΙΑ/1921/Α 5-VI(9), Βότσης προς Μπαλτατζή, αρ. 9, 26.9.1921.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ