Skip to main content

Ιωάννης Βιδάκης – Δημήτριος Γεωργαντάς: Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και ο Ρόλος του Θεμιστοκλή. Ο Δημιουργός της Ναυτικής Ισχύος της Κλασσικής Αθήνας (Μέρος Β΄)

Ιωάννης Βιδάκης – Δημήτριος Γεωργαντάς

 

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και ο Ρόλος του Θεμιστοκλή.

Ο Δημιουργός της Ναυτικής Ισχύος της Κλασσικής Αθήνας

(Μέρος Β΄)

 

Παραμονές της ναυμαχίας της Σαλαμίνας

Οι Αθηναίοι, όπως συνηθιζόταν πριν από κάθε κρίσιμη απόφαση, είχαν στείλει πρεσβευτές στους Δελφούς και είχαν ζητήσει χρησμό. Το μαντείο των Δελφών μεταξύ άλλων ανέφερε: «Ο Ζευς θα δώσει ένα ξύλινο τείχος που θα μείνει απόρθητο – αυτό το τείχος θα σώσει εσένα και τα παιδιά σου». Ο χρησμός προκάλεσε μεγάλη συζήτηση για το εάν η ερμηνεία θα έπρεπε να είναι κυριολεκτική ή μεταφορική. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, ο Θεμιστοκλής ισχυρίστηκε ότι τα σωτήρια «ξύλινα τείχη» ήταν ο στόλος και ενίσχυσε τα επιχειρήματά του, ερμηνεύοντας με ευβουλία τον χρησμό. Η αρχική αντίδραση του πλήθους ήταν έκφραση αγανάκτησης και εμφανέστατη απροθυμία να εγκαταλείψει τα ιερά, τους προγονικούς τάφους και την πατρίδα του. Ο οξύνους Αθηναίος πολιτικός αντιλαμβανόταν πως, όταν δεν πείθει η λογική τους πολίτες, αναλαμβάνουν δράση η επινοητικότητα και οι προσωπικοί χειρισμοί του ικανού ηγέτη. Ο Θεμιστοκλής, ως πραγματικός ηγέτης των Ελλήνων δεν αποδεχόταν την εγκατάλειψη του αγώνα, ισχυρίζονταν ότι όλοι μαζί ήταν ισόπαλοι με τον εχθρό σε θέση, μάλιστα, να υπερισχύσουν, ενώ εάν διασκορπίζονταν ο όλεθρος ήταν δεδομένος. Στο σκοπό του τον συνέδραμε και ο νεαρός τότε αριστοκρατικός Κίμωνας – ως γιός του ήρωα Μιλτιάδη είχε υπόληψη στην πόλη. Η Σαλαμίνα και η περιοχή της Τροιζήνας στην Πελοπόννησο φιλοξένησαν τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων. Ο ελληνικός στόλος μετά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, είχε επιστρέψει στη Σαλαμίνα [1] και συνέδραμε στην απομάκρυνση των υπόλοιπων κατοίκων της Αθήνας. Οι μάχιμοι άνδρες επάνδρωσαν τα πολεμικά πλοία. Στην Αθήνα απέμειναν μόνο 500 άτομα, πιστεύοντας ότι ο χρησμός του μαντείου αναφερόταν στα ξύλινα τείχη της Ακρόπολης και όχι στα πλοία. Οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη τοποθετώντας ξύλα και σανίδες στην δυτική είσοδο του ιερού βράχου.

Η περσική στρατιά, μετά την εκπόρθηση των Θερμοπυλών, συνέχισε την κατάκτηση της Κεντρικής Ελλάδος, λεηλατώντας στο διάβα της τα πάντα. Το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού, με επικεφαλής τον ίδιο τον Ξέρξη, κινήθηκε προς την Βοιωτία, ενώ ένα άλλο τμήμα κινήθηκε προς τους Δελφούς, για να συλήσει και να πυρπολήσει το ιερό του Απόλλωνα. Ο Ξέρξης εισέβαλε στην Αττική στα μέσα ή τέλη Σεπτεμβρίου 480 π.Χ., έχοντας πυρπολήσει την χώρα των Θεσπιέων και τις Πλαταιές.

Georges-Antoine Rochegrosse, Incendie de Persepolis, 1890. Το έτος 330 π.Χ., η Περσέπολις πυρπολήθηκε από τον Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τον Αρριανό, η ενέργεια αυτή αποτέλεσε αντίποινα για την καταστροφή της Ακρόπολης από τους Πέρσες ενάμισι αιώνα νωρίτερα.

Οι Πέρσες βρήκαν την Αθήνα, μία έρημη πόλη, και επιδόθηκαν σε λεηλασίες, καταστροφές και εμπρησμούς. Ανέβηκαν στον βράχο της Ακρόπολης, άνοιξαν τις πύλες διάπλατα, κατέσφαξαν τους ικέτες, εκδικήθηκαν την πυρπόληση των Σάρδεων, παραδίδοντας στην φωτιά τα ιερά της Ακρόπολης και καταστρέφοντας την «αυθάδη πόλη».

Οι ναύαρχοι των ελληνικών πόλεων βλέποντας τις φλόγες από την Ακρόπολη των Αθηνών δεν τολμούσαν να παραμείνουν στο Σαρωνικό και πολλοί προέτρεπαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους και από τα τείχη τους να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Στη συνέχεια αποσύρθηκαν στα πλοία για να περάσουν τη νύχτα με πρόθεση να αποπλεύσουν την επομένη. Ο Θεμιστοκλής επιβιβάστηκε στο πλοίο του διοικητή του ελληνικού στόλου Ευρυβιάδη, τον έπεισε και ο ναύαρχος συγκάλεσε ξανά συμβούλιο των διοικητών των ναυτικών μοιρών.

Μπορούμε να φανταστούμε την κρισιμότητα των περιστάσεων, τις ανησυχίες και τους δισταγμούς των στρατηγών, τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους των επιλογών, τις διαφοροποιήσεις των συμφερόντων. Στην διάρκεια του δεύτερου αυτού πολεμικού συμβουλίου τη νύχτα πριν τη ναυμαχία, ο Ευρυβιάδης και οι Πελοποννήσιοι είχαν αντίθετη γνώμη για τον χώρο διεξαγωγής. Ο Θεμιστοκλής άρχισε αμέσως και με πάθος να παρουσιάζει τα επιχειρήματά του. Κατά την ένταση των διαφωνιών και επιχειρημάτων, επειδή ο Θεμιστοκλής ανέπτυσσε το επιχειρησιακό του σχέδιο χωρίς να του έχει δοθεί ο λόγος, επιπλήχθηκε από τον Κορίνθιο ναύαρχο Αδείμαντο, που του τόνισε: «Στους δημόσιους αγώνες, εκείνοι που ξεκινούν δίχως να τους δοθεί το σύνθημα, ραπίζονται», για να λάβει όμως την εύστοχη απάντηση του Θεμιστοκλή: «αλλά και οι καθυστερούντες, δεν στεφανώνονται». Ο Ευρυβιάδης θύμωσε και σήκωσε την ράβδο του να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Ο Θεμιστοκλής ψύχραιμα, είπε τότε την περιώνυμη φράση: «Πάταξον μεν, Άκουσον δε». Ο θυμός του Ευρυβιάδη υποχώρησε και συνεχίστηκε το συμβούλιο. Ο λόγος παραχωρήθηκε τελικά στον Θεμιστοκλή, ο οποίος εστίασε στα πλεονεκτήματα σε περίπτωση καταναυμάχησης του εχθρού στη Σαλαμίνα. Τελικά, στρεφόμενος στον Ευρυβιάδη, δεν ανέφερε κανένα από τα προηγούμενα επιχειρήματά του όσον αφορά στον κίνδυνο διάσπασης του στόλου αν αποχωρούσε από τη Σαλαμίνα, επειδή θεώρησε ανάρμοστο να κατηγορήσει κατά πρόσωπο τους συμμάχους. Ακολούθησε εντελώς διαφορετικό δρόμο και του τόνισε τα εξής: «Η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται τώρα αποκλειστικά από σένα,[2] εάν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και αντιμετωπίσεις τον εχθρό εδώ, στη Σαλαμίνα, αντί να αποσυρθείς στον Ισθμό, όπως σου προτείνουν οι άλλοι. Επίτρεψέ μου να σου εκθέσω τα δύο επιχειρησιακά σχέδια και μπορείς να τα συγκρίνεις και να διαλέξεις το βέλτιστο. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Ισθμό. Αν πολεμήσεις εκεί, θα πρέπει να γίνει στην ανοιχτή θάλασσα, γεγονός που είναι εναντίον μας αφού έχουμε λιγότερα και πιο αργά πλοία. Επιπλέον, ακόμη κι αν όλα πάνε ευνοϊκά, θα χάσεις Σαλαμίνα, Μέγαρα και Αίγινα. Εάν, πάλι ο εχθρικός στόλος πλεύσει στην Πελοπόννησο, ο στρατός θα τον ακολουθήσει, οπότε εσύ ο ίδιος θα έχεις οδηγήσει τον εχθρό εκεί, θέτοντας έτσι ολόκληρη την Ελλάδα σε κίνδυνο, (παράγοντες αποτροπής). Με το δικό μου επιχειρησιακό σχέδιο, εάν το υιοθετήσεις, θα έχεις τα εξής ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα: πρώτον, η ναυμαχία θα πραγματοποιηθεί σε στενό θαλάσσιο πέρασμα – εκεί, αν τα πράγματα έρθουν όπως είναι λογικό να ελπίζουμε, πολεμώντας με λιγότερα πλοία εναντίον πολλών, θα νικήσουμε. Πράγματι η σύγκρουση σε περιορισμένο χώρο ευνοεί εμάς, ενώ το ανοιχτό πέλαγος δίνει στους Πέρσες το πλεονέκτημα. Δεύτερον, θα διασωθεί η Σαλαμίνα, όπου έχουμε μεταφέρει τα γυναικόπαιδά μας. Και, τρίτον και σημαντικότερο, υπερασπίζεστε την Πελοπόννησο μένοντας εδώ και ναυμαχώντας για την Πελοπόννησο, όπως και στον Ισθμό. Με αυτόν τον τρόπο, εάν στοχάζεσαι ορθά, δεν θα προσελκύσεις τους εχθρούς στην Πελοπόννησο. Αν τους νικήσουμε στη θάλασσα, όπως πιστεύω ακράδαντα ότι θα συμβεί, δεν θα τολμήσουν να σας επιτεθούν στον Ισθμό, ούτε θα προελάσουν νότια από την Αττική. Θα τραπούν σε άτακτη φυγή κι εμείς θα διατηρήσουμε την κυριαρχία μας στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου ο χρησμός πρόβλεψε τη σίγουρη νίκη μας, (παράγοντες προτροπής)».

Αεροφωτογραφία του ακριβούς σημείου της ναυμαχίας.

Στην αγόρευσή του ο Θεμιστοκλής δέχθηκε πολλές λεκτικές επιθέσεις από τον Κορίνθιο Αδείμαντο, ο οποίος του δήλωσε ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλά, επειδή η πόλη του δεν ήταν πια ελεύθερη και προσπάθησε να εμποδίσει τον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία την πρόταση ενός αρχηγού δίχως πατρίδα: «Ας αποκτήσει πρώτα πατρίδα ο Θεμιστοκλής», φώναξε, «κι έπειτα ας δίνει τις συμβουλές του». Ο οξύνους Θεμιστοκλής απάντησε ότι οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν τα σπίτια και όλα τα αγαθά τους, γιατί πίστευαν πως δεν άξιζε να υποδουλωθούν γι’ άψυχα πράγματα. Πατρίδα διέθεταν ακόμη και μάλιστα ισχυρή, τις 200 τριήρεις τους. Συνεπώς το όλο βάρος του πολέμου αναλογούσε πλέον στο ναυτικό και εάν ο Ευρυβιάδης δεν επείθετο να ναυμαχήσει στη Σαλαμίνα, σκέπτονταν να μεταναστεύσουν με τις οικογένειές τους στη Σίρι (ανάμεσα στη Σύβαρη και στον Τάραντα) της Κάτω Ιταλίας, όπου θα ίδρυαν νέα πόλη, καθώς χρησμοί είχαν προβλέψει ότι οι Αθηναίοι επρόκειτο να ζήσουν κάποτε εκεί. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί η αξία που απέδιδαν οι Αθηναίοι στην ελευθερία τους, θυσιάζοντας τα ιερά, την πόλη, την γη τους, τα υπάρχοντα, την ασφάλειά τους (δίλημμα ελευθερίας με θυσίες ή ειρήνης-ασφάλειας με σκλαβιά).

Στη σκέψη και μόνο ότι οι Αθηναίοι θα αποχωρούσαν με το στόλο τους,[3] οι σύμμαχοι υποχώρησαν και αποδέχθηκαν να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα. Η εικόνα όμως που μας παραδίδεται εμφανίζει τους Πελοποννήσιους να κατακρίνουν την απόφαση του Ευρυβιάδη περί διενέργειας της ναυμαχίας στην Σαλαμίνα, κατηγορώντας τον για απερισκεψία, καθώς τυχόν ήττα του στόλου θα τον απομόνωνε μακριά από τον Ισθμό. Οι διαμαρτυρίες των Πελοποννησίων ήταν πολλές και έντονες. Η κατάσταση ήταν πολύ έκρυθμη και ο Ευρυβιάδης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα των στιγμών και επιθυμώντας να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση των άλλων Ελλήνων, συνεκάλεσε νέο πολεμικό συμβούλιο, όπου επικράτησε διχογνωμία (Πελοποννήσιοι έναντι Αθηναίων, Μεγαρέων και Αιγινητών).

Ο Θεμιστοκλής αντιλαμβανόμενος την αμφίθυμη στάση των Πελοποννησίων, ανησυχώντας για την τελική τους απόφαση και ικανός να αντιμετωπίζει ταχύτατα δυσχερείς καταστάσεις, επινόησε ένα σχέδιο, ώστε να τους αναγκάσει ακούσια να πολεμήσουν. Έστειλε μυστικά στο περσικό στρατόπεδο τον δούλο και παιδαγωγό των παιδιών του, Σίκιννο, ο οποίος γνώριζε την περσική γλώσσα (κατάγονταν από την Ασία), για να αναγγείλει στον Ξέρξη ότι οι Έλληνες σκόπευαν να αναχωρήσουν τη νύχτα από τη Σαλαμίνα και το καλύτερο γι’ αυτούς ήταν τα πλοία τους να προλάβουν τον ελλιμενιζόμενο ελληνικό στόλο στη νήσο, να τον περικυκλώσουν, να του επιτεθούν και να τον καταστρέψουν – (εφαρμογή της ρήσης «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»).[4]

Μαρμάρινο ανάγλυφο από την Ακρόπολη Αθηνών, που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Χρονολογείται γύρω στα 400 π.Χ. Αναπαριστά τμήμα Αθηναϊκής τριήρους. Γνωστό και ως Ανάγλυφο Λένορμαν (Lenormant Relief).

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο περσικός στόλος στο Φάληρο λίγο πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ανερχόταν σε 1.207 πολεμικά πλοία. Σύμφωνα με τον Σταγειρίτη (1816), παραπέμποντας στον Αισχύλο ως αξιόπιστο, καθώς πιθανότατα έλαβε μέρος στη ναυμαχία, τα βαρβαρικά πλοία ήταν χίλια και τα ελληνικά τριακόσια, εκ των οποίων τα 180 αθηναϊκά. Στα περσικά πλοία επέβαιναν 135.000-150.000 περίπου άνδρες. Ο αυξημένος αριθμός οφείλεται σε διαταγή της περσικής διοίκησης να επιβιβασθούν στα πολεμικά τους πλοία περισσότεροι οπλίτες, περίπου 30-40. Η τακτική αυτή υιοθετήθηκε για ν’ αντιμετωπισθούν καλύτερα οι Έλληνες οπλίτες, ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν μέτρο πρόνοιας απέναντι στα ετερόκλητα πληρώματα του περσικού στόλου, που δεν ενέπνεαν πλήρη εμπιστοσύνη. Οι δύο στόλοι επιθυμούσαν να ναυμαχήσουν σε ύδατα της επιλογής τους. Οι Πέρσες θεωρούσαν πολύ πιθανή την αποχώρηση των Πελοποννησίων από τη Σαλαμίνα και συνεπώς την διάσπαση του ελληνικού στόλου.

Ο Ξέρξης συγκάλεσε στο στρατηγείο του, στο Φάληρο, πολεμικό συμβούλιο. Οι γνώμες διίσταντο: οι Φοίνικες και οι περισσότεροι Πέρσες ναύαρχοι υποστήριζαν την άμεση προσβολή του ελληνικού στόλου. Η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, επέμεινε για την αποφυγή της ναυμαχίας και κίνηση του στόλου στην Πελοπόννησο, σύμφωνα και με την πρόταση του Δημάρατου.[5]  Ο Ξέρξης προτίμησε να υιοθετήσει τις εισηγήσεις της πλειοψηφίας των διοικητών του, πιστεύοντας ότι η παρουσία του ιδίου θα εκφοβίσει το προσωπικό του, έτσι ώστε να ναυμαχήσει αποτελεσματικά. Η τελική απόφαση του Ξέρξη ήταν η διεξαγωγή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα, καθώς εκτιμούσε ότι θα απέκλειε εκεί τα ελληνικά πλοία και θα τα κατάστρεφε. Σκόπιμο είναι να εξεταστούν οι εναλλακτικές λύσεις που είχε ο Ξέρξης. Η πρώτη επιλογή του ήταν να κατανείμει τον στόλο του σε δύο μεγάλες μοίρες: η πρώτη να επιτηρεί τον ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα και η δεύτερη να πλέει παράλληλα με τον στρατό ξηράς που θα προέλαυνε εναντίον των Ελλήνων που ανέμεναν ενωμένοι, τις περσικές δυνάμεις στον Ισθμό. Στο σχέδιο αυτό αντιτάχθηκε ο ναύαρχος των Περσών Αχαιμένης, με το εύλογο επιχείρημα ότι εάν η κατανομή των δύο μοιρών ήταν ισοδύναμη θα έχαναν στη Σαλαμίνα την αριθμητική τους υπεροχή. Εάν διαιρούσαν τον στόλο τους σε επιμέρους τμήματα, κινδύνευαν από τυχόν απρόβλεπτη και αθέατη εκ μέρους τους, λόγω των βουνών της Σαλαμίνας, ελληνική τακτική κίνηση, που θα επέτρεπε στους Έλληνες να καταναυμαχήσουν αρχικά την μικρότερη μοίρα και κατόπιν να επέλθουν στις προφυλαγμένες θέσεις τους, αποσκοπώντας στη συνεχή μείωση της περσικής δύναμης. Σε περίπτωση δε που έστελναν τον στόλο τους στην Πελοπόννησο, υπήρχε φόβος να αποκοπούν από τον ομώνυμο ελληνικό οι οδοί ανεφοδιασμού τους. Αναφορικά με την επιχείρηση προέλασης του περσικού στρατού στην Πελοπόννησο μέσω του Ισθμού, δίχως την υποστήριξη του στόλου, αυτή θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Εμπόδια θα αποτελούσαν τα οχυρά Μέγαρα, ο κατεστραμμένος από τον Κλεόμβροτο δρόμος προς τον Ισθμό της Κορίνθου και το υπερασπιζόμενο από περίπου 60.000 πολεμιστές τείχος του Ισθμού. Επιπρόσθετα, μία επίθεση κατά μέτωπο στο τείχος του Ισθμού είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τις περσικές δυνάμεις.

J. D. Barbié du Bocage, Plan du combat de Salamine, 1785.

Αναλογιζόμενος ο Πέρσης βασιλιάς τις Θερμοπύλες, μάλλον θα απέρριπτε αυτό το σχέδιο. Προκειμένου να προελάσει προς την Πελοπόννησο ήταν απαραίτητο να συμμετέχει ολοκληρωτικά και ο στόλος. Είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε, είτε να καταστρέψει τον ελληνικό στόλο που ναυλοχούσε στη Σαλαμίνα, είτε να αφήσει στον Σαρωνικό μία ισχυρή δύναμη για να ακυρώσει/αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια και να διασφαλίσει τον συνεχή ανεφοδιασμό των δυνάμεών του. Ωστόσο, στην περίπτωση διαχωρισμού του περσικού στόλου, θα έχανε το ιδιαίτερα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της υπεροπλίας του. Ο Ξέρξης γνώριζε ότι, μόνο εφόσον ο στόλος του εξουδετέρωνε τον ελληνικό, θα ήταν σε θέση να εκπορθήσει τον Ισθμό με αποβατικές επιχειρήσεις στα νώτα των Ελλήνων, ή απειλώντας χωριστά τις κυριότερες πόλεις της Πελοποννήσου. Ωστόσο, το πρόβλημα ανεφοδιασμού της στρατιάς του θα ήταν ανυπέρβλητο για την επιμελητεία του. Βρισκόταν στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο χειμώνας πλησίαζε και η επικοινωνία με την Ασία θα ήταν δυσχερής. Τέλος, αντιλαμβάνονταν ότι η κατάληψη της Αθήνας δεν σήμαινε σε στρατηγικό επίπεδο κάτι καθοριστικό, καθόσον η πόλη διατηρούσε ακέραιες και αξιόμαχες τις δυνάμεις της με τον πανίσχυρο στόλο των 200 τριηρών.

Συμπερασματικά από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι ο Ξέρξης και οι ναύαρχοί του γνώριζαν καλά ότι για να είναι νικητές του πολέμου, έπρεπε να κατανικήσουν τον ισχυρό αντίπαλο στόλο. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, ο Ξέρξης που βιαζόταν να αποσπάσει μία θριαμβευτική νίκη, αποφάσισε τελικά να προσβάλει τους Έλληνες στο στενό της Σαλαμίνας, πεπεισμένος ότι με την παρουσία του, τα πληρώματα του στόλου του θα πολεμούσαν με γενναιότητα. Αντικειμενικός σκοπός των Περσών ήταν η καταστροφή του ελληνικού στόλου, μετά την οποία ο στρατός των Πελοποννησίων στον Ισθμό θα ήταν καταδικασμένος. Και ο Θεμιστοκλής είχε επιλέξει την ίδια τοποθεσία, με διαφορετικό όμως σκεπτικό: στο Αρτεμίσιο ο καιρός ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκός για τον ελληνικό στόλο, καταστρέφοντας πολλά εχθρικά πλοία. Μέσα όμως στο κλειστό Σαρωνικό κόλπο, αυτό ήταν αδύνατο. Επιπρόσθετα οι Έλληνες προτιμούσαν να ναυμαχούν, έχοντας δίπλα τους, στη στεριά, πανέτοιμες τις χερσαίες τους δυνάμεις για αλληλοϋποστήριξη. Στη Σαλαμίνα όμως ο ελληνικός στόλος ήταν αποκομμένος από το μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατού, που ήταν στρατοπεδευμένος και ετοιμοπόλεμος στον Ισθμό. Ωστόσο τα περσικά πλοία, λόγω του μεγάλου όγκου τους, δεν θα μπορούσαν να κινηθούν εύκολα (αναπτυχθούν) στο στενό αυτό χώρο. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη Σαλαμίνα υπήρχαν ελάχιστες στρατιωτικές δυνάμεις Αθηναίων συνολικής δυνάμεως 6.000-7.000 οπλιτών και περίπου 800 τοξοτών που μετέφεραν έγκαιρα οι Αθηναίοι από την Κρήτη, με τους οποίους σκόπευαν να ενισχύσουν τα πολεμικά τους πλοία. Σε αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Πλούταρχος, Στράβωνας, Κτησίας), γίνεται επίσης μνεία σε απόφαση του Ξέρξη να γεφυρωθεί η θάλασσα από Πέραμα ως Σαλαμίνα, στο στενότερο σημείο. Η απόπειρα αυτή, αν και τεχνικά εφικτή, αποσοβήθηκε, καθώς οι Έλληνες τοποθέτησαν στη νησίδα Άγιος Γεώργιος τους Κρήτες τοξότες και περιπολούσαν με έμπειρους τοξότες, ακυρώνοντας τη συνέχιση των εργασιών των μηχανικών και των εργατών.

 

Η διεξαγωγή της ναυμαχίας

Ήταν η νύχτα της 28ης προς την 29η Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. Ο Ξέρξης παρασύρθηκε στην παγίδα του Θεμιστοκλή και απέστειλε μέσα στην νύχτα 200 αιγυπτιακά πλοία να περιπλεύσουν τη Σαλαμίνα και να φράξουν το στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Μεγάρων, ώστε να εμποδίσουν πιθανή φυγή των ελληνικών πλοίων. Επίσης, έδωσε διαταγή να αποβιβαστούν στο νησάκι της Ψυττάλειας 4.000 Πέρσες πεζοί με αποστολή να διασώζουν τους δικούς τους ναυαγούς και να φονεύουν τους εχθρούς. Η περσική αρμάδα εισήλθε στο στενό μεταξύ Αττικής ακτής και Σαλαμίνας. Κάνοντας ελιγμούς, στόχευε να αποπροσανατολίσει τους Έλληνες σχετικά με τις πραγματικές της προθέσεις . Η εντολή του Ξέρξη ήταν σαφής: να μην διαφύγει κανένα ελληνικό πλοίο. Η ολονύκτια κόπωση των πληρωμάτων του εχθρικού στόλου, ήταν βέβαιο πως θα είχε αρνητική επίπτωση στην ετοιμότητά τους την επομένη. Αντίθετα, οι Έλληνες πέρασαν ήσυχα τη νύχτα στη στεριά με χρόνο ανάπαυσης και ξεκούρασης, και όταν άρχισε να χαράζει διέθεταν ένα τεράστιο ψυχολογικό και σωματικό πλεονέκτημα. Όλες αυτές οι κινήσεις των Περσών πραγματοποιήθηκαν αθόρυβα μέσα στο πυκνό σκοτάδι λόγω της ασέληνης νύχτας, χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τους Έλληνες στρατηγούς, που λογομαχούσαν. Ταυτόχρονα ο εχθρικός στρατός άρχισε την προέλασή του για την Πελοπόννησο την ίδια νύχτα, χωρίς όμως να προλάβει να φθάσει ούτε καν στα Μέγαρα.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή αναδεικνύεται η μεγαλοφυΐα, η τολμηρή ιδιοσυγκρασία αλλά και ο αδίστακτος χαρακτήρας του μεγάλου Αθηναίου ηγέτη. Ο Θεμιστοκλής με την άφθαστη στρατηγική του διορατικότητα, δεν αμφιταλαντεύτηκε να αξιοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο. Το ηθικά σωστό για τον Θεμιστοκλή ήταν το εθνικό συμφέρον και ωφέλιμο, (υψηλό πράγματι δίδαγμα στρατηγικής και διπλωματίας). Με διορατικές στρατηγικές κινήσεις οδήγησε τελικά τον αντίπαλο του, Πέρση βασιλιά στον όλεθρο. Οι συμμαχικές τριήρεις ήταν απλά το μέσο, η κινητήρια δύναμη, ήταν ο γιγαντιαίος νους του Αθηναίου στρατηγού.

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Ναυμαχία της Σαλαμίνος, 1882, Μέγαρο Μαξίμου, Αθήνα.

Στο πλευρό του Θεμιστοκλή στάθηκε πολύτιμος και ανέλπιστος σύμμαχος, ο πρώην πολιτικός του αντίπαλος, Αριστείδης, ο οποίος είχε ανακληθεί από την εξορία του στην Αίγινα. Την ώρα που λογόφερναν οι στρατηγοί, πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Σεπτεμβρίου, ο Αριστείδης, κατέφθασε στη Σαλαμίνα διασπώντας τον περσικό κλοιό και ενημέρωσε τον Θεμιστοκλή ότι ο περσικός στόλος είχε περικυκλώσει τον ελληνικό και τέθηκε υπό τις διαταγές του. Ο Θεμιστοκλής του ζήτησε να επαναλάβει στο πολεμικό συμβούλιο όσα του ανέφερε, γιατί αυτόν δεν θα τον πίστευαν. Ο Αριστείδης δέχθηκε, αλλά ούτε αυτόν πίστεψαν οι ναύαρχοι. Ωστόσο μετά από λίγο κατέφθασε μία Τηνιακή τριήρης που αυτομόλησε από τους εχθρούς και επιβεβαίωσε τις πληροφορίες του Αριστείδη. Για την υπηρεσία τους αυτή το όνομα των Τηνίων χαράχτηκε στον τρίποδα που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους Δελφούς.

Το συμβούλιο των στρατηγών – ναυάρχων συνεχίστηκε με διαξιφισμούς, ωστόσο ο Αριστείδης παρακίνησε τον Ευρυβιάδη να συνταχθεί με την άποψη του Θεμιστοκλή και να ναυμαχήσουν στα στενά της Σαλαμίνας. Η ομοφωνία Θεμιστοκλή και Αριστείδη έπεισε τελικά τον Σπαρτιάτη ναύαρχο και έσωσε την Ελλάδα. Οι ίδιοι οι άνθρωποι που λίγο πριν φιλονικούσαν και ήθελαν να αποφύγουν τη ναυμαχία, όταν διαπίστωσαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν, αποφάσισαν ότι έπρεπε να νικήσουν (χαρακτηριστικό της ελληνικής κυκλοθυμικής ιδιοσυγκρασίας). Σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού άρχισαν να ετοιμάζονται πυρετωδώς για την ιστορική ναυμαχία. Ο περσικός στόλος είχε ανάπτυξη μετώπου 300 πλοίων και με βάθος τριών ή/και τεσσάρων. Το μήκους περίπου 4 χιλιομέτρων στενό μεταξύ της νησίδας Άγιος Γεώργιος και του ακρωτηρίου Κυνόσουρας είχε γεμίσει από πλοία. Ο εχθρός είχε διάταξη επίθεσης με τοποθετημένα στο κέντρο τα περσικά πλοία μαζί με αυτά της Κύπρου, Κιλικίας, Λυκίας και Παμφυλίας. Δεξιά ήταν τοποθετημένες φοινικικές τριήρεις. Αριστερά ευρίσκονταν οι τριήρεις της Ιωνίας και της Καρίας.

Με την ανατολή του ηλίου, ισχυρός σεισμός συγκλόνισε ξηρά και θάλασσα και οι ευσεβείς Έλληνες, θεωρώντας το θεϊκό σημάδι, έκαναν έκκληση στους γιούς του Αιακού. Προσευχήθηκαν στους θεούς κι έστειλαν ένα ταχύπλοο πλοίο στην Αίγινα, για να φέρει τα αγάλματα του Αιακού και των Αιακιδών, και το οποίο κατόρθωσε να επιστρέψει, λίγο προτού δοθεί το σύνθημα για τη μάχη. Ο ελληνικός στόλος υποχρεώθηκε να παραταχθεί απέναντι του περσικού με 380 πλοία. Οι Έλληνες πληροφορημένοι για την διάταξη των εχθρικών πλοίων παρατάχθηκαν με τις Αθηναϊκές τριήρεις, κυρίως στην αριστερή πτέρυγα και τμήμα τους στο κέντρο, απέναντι από τους ικανότατους Φοίνικες, τα Πελοποννησιακά πλοία και αυτά της Αίγινας, απέναντι των Ιώνων, (για να μην συγκρουστούν οι Αθηναίοι με τους Ίωνες) και τα υπόλοιπα στο κέντρο της παράταξης. Σε μία καθοριστικής σημασίας ναυμαχία, ήταν έτοιμοι να εμπλακούν 80.000 Έλληνες και 160.000 Πέρσες, που επέβαιναν σε πάνω από 1.100 πλοία.[6] Οι πρόσφυγες στη Σαλαμίνα θα ήταν οι θεατές του αγώνα και η μοίρα τους θα εξαρτιόταν από το αποτέλεσμά του.

Η διάταξη των αντιπάλων στόλων.

Ο Θεμιστοκλής, εξασφάλισε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: πρώτον, ανάγκασε τον αντίπαλο να ναυμαχήσει στην περιοχή που ο ίδιος είχε επιλέξει και δεύτερον, με την «πληροφορία» για την φυγή του ελληνικού στόλου, έκανε τον Ξέρξη να θέσει σημαντικό μέρος του στόλου του (200 τριήρεις) εκτός μάχης, για την φύλαξη του στενού Σαλαμίνας – Μεγάρων. Ο δαιμόνιος ηγέτης και πολιτικός, παρέσυρε τον Πέρση βασιλιά στην ολοκληρωτική καταστροφή του στόλου του (Αισχύλος, Πέρσαι, μετ. Ρούσσος, σελ. 61). Φαίνεται ότι είχε υπολογίσει τα πάντα ακόμα και τον άνεμο (μπάτης) που άρχισε να φυσά εκείνη την ώρα: « …τα κύματα ήρχοντο ορμητικά εις το στενόν, και ετάραττον τα βαρβαρικά πλοία προς τα έξωθεν όντα, και ως προς τα Ελληνικά, εκόπτετο η ορμή αυτών· έτι δε τα Ελληνικά ταπεινότερα όντα, δεν ηνοχλούντο τόσον· εκείνα όμως υψηλότερα και βαρύτερα όντα, ήσαν δυσκυβέρνητα, και δυσκράτητα …» (Σταγειρίτης, 1816, σελ. 42). Αυτό φυσικά μεταξύ άλλων θα δυσκόλευε, τις κινήσεις κυρίως των εχθρικών πλοίων, καθώς και τους βάρβαρους τοξότες και οπλίτες τους να σκοπεύουν με ακρίβεια τους Έλληνες. Την κορυφαία ώρα της αναμετρήσεως με τους Πέρσες έκανε, μόνο αυτός, «ορθή εκτίμηση καταστάσεως», και ενήργησε γρήγορα, δραστικά και με (επι)δεξιότητα. Χωρίς τον Θεμιστοκλή δεν θ’ άρχιζε από τη Σαλαμίνα η παγκόσμια ναυτική ιστορία.

Ο αρχηγός του ελληνικού στόλου, Ευρυβιάδης, έδωσε με τη σάλπιγγα το σήμα για την επίθεση. Στα ελληνικά πλοία αντήχησε ο περίφημος παιάνας: «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων• νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών» (Αισχύλος, Πέρσαι, μετ. Ρούσσος, σελ. 63-65), προκαλώντας έκπληξη στους Πέρσες, οι οποίοι ανέμεναν ότι οι Έλληνες θα εγκατέλειπαν τον αγώνα, θα φυγομαχούσαν, θα ήταν σε κατάσταση πανικού. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα άρχισαν να κραυγάζουν τις δικές τους πολεμικές ιαχές και να χτυπάνε με τα ξίφη και τις ασπίδες τους τις κουπαστές των πλοίων. Ξαφνικά, τα ελληνικά πλοία «πρύμνην ανεκρούοντο», φάνηκαν να υποχωρούν προκαλώντας αμηχανία στους εχθρούς, καθώς έβλεπαν ότι οι Έλληνες άρχισαν να συμπτύσσονται προς την ακτή της Σαλαμίνας. Οι επικεφαλής των Ελλήνων, γνώριζαν πως εάν συνέχιζαν, θα συναντούσαν τους εχθρούς στο μέσο του στενού, όπου αυτό είχε το μεγαλύτερο πλάτος. Εκεί οι Πέρσες, θα είχαν το πλεονέκτημα να αναπτυχθούν με άνεση και να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, κατά πάσα πιθανότητα. Γι’ αυτόν το λόγο, κωπηλάτησαν προς τα πίσω, διατηρώντας τις πλώρες των πλοίων στραμμένες προς τον εχθρό. Στην κατάλληλη στιγμή δόθηκε νέο σύνθημα γενικής αντεπίθεσης.

Πλοίο σχεδιασμένο για πολεμική δράση με ένα ιδιαίτερο όπλο, το έμβολο.

Οι ελληνικές τριήρεις ανέπτυξαν τη μέγιστη ταχύτητα εμβολισμού. Προεξάρχοντες της ελληνικής επίθεσης ήταν ο Αμεινίας από την Παλλήνη, αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου, ο Δημόκριτος ο Νάξιος και ο Αιγινήτης Πολύκριτος. Οι Έλληνες ναυμαχούσαν συντεταγμένα διατηρώντας τη συνοχή τους. Οι αντίπαλοί τους αντίθετα είτε λόγω του ανέμου, είτε λόγω έλλειψης χώρου, έχαναν τη συνοχή τους και περιπλέκονταν σε μία μάζα ανίκανη να ελεγχθεί. Το επιχειρησιακό σχέδιο του Θεμιστοκλή είχε πετύχει. Η σύγκρουση γενικεύτηκε σε ολόκληρη την γραμμή του μετώπου. Οι βάρβαροι υπήρξαν πολύ γενναίοι την ημέρα εκείνη, καθώς όλοι τους έδειχναν ζήλο κι έτρεμαν τον Ξέρξη, κι ο καθένας τους φανταζόταν πως δεν θα τον χάσει απ’ τα μάτια του ο βασιλιάς. Τριήρης με τριήρη «καρφώνονταν» με τα έμβολα. Πολεμιστές του ενός πλοίου προσπαθούσαν να ανέβουν στο αντίπαλο. Πλοία συντρίβονταν, άνδρες έπεφταν στην θάλασσα. Πολλοί Πέρσες πολεμιστές δεν γνώριζαν να κολυμπούν. Έτσι μόλις έπεφταν στην θάλασσα αγωνίζονταν να κρατηθούν από κάποιο ξύλο-συντρίμμι πλοίου. Στην διάρκεια της ναυμαχίας πράγματι τα πολυάριθμα ασιατικά πολεμικά πλοία δεν μπορούσαν να κινηθούν ευχερώς στα στενά. Είχαν παραταχθεί σε σειρές των τριών, με μικρή δυνατότητα ελιγμών και ουδεμία υποχώρησης.

Ο Κυβέρνης (520-480 π.Χ.), δυνάστης της Λυκίας, τέθηκε επικεφαλής 50 πλοίων του περσικού στόλου προτού απολέσει τη ζωή του στη ναυμαχία (Ηρόδοτος), Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο.

Η ναυμαχία, μετά από εναλλασσόμενες φάσεις, κατέληξε σε πλήρη θρίαμβο των Ελλήνων. Κατά την πρώτη φάση της ήταν αμφίρροπη. Αποτελεί ιστορικό μυστήριο η δράση της κορινθιακής μοίρας του ναυάρχου Αδείμαντου. Οι Αθηναίοι, μάλλον μεροληπτικά, αναφέρουν ότι στην αρχή της ναυμαχίας οι Κορίνθιοι τράπηκαν σε φυγή, δημιουργώντας πρόβλημα στην παράταξη του ελληνικού στόλου. Κάτι όμως που δεν ισχύει, καθώς υπάρχουν γεγονότα που το αντικρούουν. Κατ’ αρχήν οι πεσόντες Κορίνθιοι θάφτηκαν με την έγκριση των Αθηναίων στη Σαλαμίνα. Στον τάφο δε του Αδείμαντου χαράχτηκε το επίγραμμα: «Ούτος Αδειμάντου κείνου τάφος, ου δια βουλάς Ελλάς ελευθερίης αμφέτο στέφανον». Το επίγραμμα αυτό σημαίνει πόσο υπερήφανη ήταν η πόλη του γι’ αυτόν. Άλλοι δε αναφέρουν ότι η κορινθιακή μοίρα στάλθηκε δυτικά για να επιτηρεί την αιγυπτιακή μοίρα του περσικού στόλου. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι οι Έλληνες είχαν προσυμφωνήσει να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεμιστοκλή. Για τον λόγο αυτό και ο στόλος συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Όσο για τις διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων ναυάρχων που αναφέρουν οι ιστορικοί Ηρόδοτος – Πλούταρχος, πιστεύεται ότι ήταν φήμες που επίτηδες διαδόθηκαν, διότι στο ελληνικό στρατόπεδο παρεισέφρησαν πράκτορες των Περσών.

Κατά την δεύτερη φάση της ναυμαχίας ο Θεμιστοκλής διαχώρισε στα δύο το δεξιό και ισχυρότερο μέρος της παράταξης, τους Φοίνικες και τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. Οι Αθηναίοι, εκμεταλλευόμενοι και τον κλυδωνισμό των φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, κατάφεραν να βυθίσουν πολλά από αυτά. Παράλληλα πλευροκοπήθηκε το περσικό κέντρο. Η συνοχή των πλοίων της Κιλικίας εξανεμίστηκε με τον θάνατο του βασιλιά τους Συνέννεση Γ΄ του Νεώτερου. Η διάσπαση του κέντρου του περσικού στόλου ήταν γεγονός. Μόνον οι Ίωνες πολεμούσαν γενναία εναντίον των Αιγινητών, αλλά άρχισαν να ηττώνται όταν περικυκλώθηκαν από το αθηναϊκό ναυτικό. Η καταβύθιση της εχθρικής ναυαρχίδας του Μεγαβάτη ο οποίος σκοτώθηκε, εκμηδένισε τις όποιες ελπίδες επικράτησης των Περσών (Αισχύλος, Πέρσαι, σελ. 33, 59, 115). Η αποτυχία των Φοινίκων να συγκρατήσουν τους Αθηναίους, απετέλεσε θεμελιώδη αιτία της ήττας των Περσών στη ναυμαχία.

Ο Ηρόδοτος κάνει λόγο και για τον θάνατο του ναυάρχου Αριαβίγνη, διοικητή της ιωνικής και καρικής ναυτικής μοίρας, αδελφό του Ξέρξη, ενώ ο Πλούταρχος για τον Αριαμένη. Καθώς οι δυνάμεις του βασιλιά βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση, το σκάφος της Αρτεμισίας καταδιωκόταν από αθηναϊκό πολεμικό (του Αθηναίου Αμεινία)· κι εκείνη, αδυνατώντας να ξεφύγει (γιατί μπροστά της βρίσκονταν άλλα καράβια των συμμάχων της, ενώ το δικό της έτυχε να μείνει τελευταίο προς το μέρος του εχθρού), αποφάσισε να ενεργήσει παράδοξα. Καθώς την καταδίωκε το αθηναϊκό πλοίο, αυτή κινήθηκε ορμητικά και χτύπησε με το έμβολό της ένα (περσικό) σκάφος των Καλυνδαίων, που ανάμεσα στους επιβαίνοντες ήταν κι ο βασιλιάς τους Δαμασίθυμος. Να είχε άραγε εκδηλωθεί ανάμεσά τους κάποια φιλονικία, όταν βρίσκονταν ακόμη στον Ελλήσποντο, δεν μπορεί κάποιος να το πει, ούτε αν το έπραξε εσκεμμένα ή ήταν συγκυρία της τύχης να βρεθεί στην πλώρη της το καράβι των Καλυνδαίων. Πάντως, όταν το εμβόλισε και το βύθισε, από την καλή της τύχη βρήκε διπλό όφελος: πρώτα ο τριήραρχος του αθηναϊκού καραβιού, βλέποντάς την να εμβολίζει σκάφος βαρβάρων, νόμισε ότι το καράβι της είναι ελληνικό ή ότι αυτομόλησε από τους βαρβάρους κι αγωνιζόταν στο πλευρό τους· άλλαξε λοιπόν πορεία και ρίχτηκε σε άλλα πλοία. Δεύτερον παρακολουθώντας τη ναυμαχία ο βασιλιάς, αντιλήφθηκε το σκάφος της να εμβολίζει το άλλο, οπότε κάποιος από τη συνοδεία του είπε: «Άρχοντά μου, βλέπεις πόσο λαμπρά αγωνίζεται η Αρτεμισία και καταβύθισε εχθρικό καράβι;». Εκείνος ρώτησε αν στ’ αλήθεια το κατόρθωμα είναι της Αρτεμισίας, και του είπαν «ναι», καθώς γνώριζαν καλά το σήμα της πλώρης του πλοίου της• κι όσο για το βυθισμένο, πίστευαν πως ήταν εχθρικό. Μάλιστα για καλή της τύχη δεν διασώθηκε κανένας απ’ το σκάφος των Καλυνδαίων για να την κατηγορήσει. Και λέγεται ότι ο Ξέρξης είπε: «Οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, οι δε γυναίκες άνδρες – Να που έγιναν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες, άνδρες», εγκωμιάζοντάς την (Κυριακίδης, 2019).

Πέρσες τοξότες, Μουσείο Περγάμου, Βερολίνο.

Εν τέλει, επιτεύχθηκε η διάλυση, καταδίωξη, μερική καταστροφή και γενική υποχώρηση του περσικού στόλου, που την παρακολουθούσε εξαγριωμένος και αγανακτώντας ο Ξέρξης, καθισμένος στον θρόνο του στο όρος Αιγάλεω.[7]  Μέσα σε οκτώ ώρες ο ο βασιλιάς των Περσών είδε έκπληκτος το στόλο του να βυθίζεται στα νερά της Σαλαμίνας. Ο Ηρόδοτος δεν δίνει τον αριθμό των απωλειών – αντίθετα ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει καταστροφή 40 ελληνικών και 200 περσικών πλοίων και ο Κτησίας απώλειες 500 περσικών πλοίων. Ο περσικός στόλος υπέστη πανωλεθρία, καθώς εκτός των απωλειών, σημαντικές ήταν οι βλάβες αρκετών πλοίων, οι αιχμαλωτίσεις άλλων, οι θάνατοι και οι τραυματισμοί των πληρωμάτων τους, αλλά και το χαμηλό πλέον ηθικό τους. Ο Αριστείδης με Αθηναίους οπλίτες αποβιβάστηκε στη νήσο Ψυττάλεια, όπου και εξόντωσε τους 4.000 Πέρσες αθανάτους, που είχαν εκεί μεταφερθεί. Οι απώλειες των Ελλήνων σε άνδρες δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν με ακρίβεια, καθόσον σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι περισσότεροι άνδρες των πλοίων που βυθίζονταν κολυμπούσαν μέχρι τις ακτές της Σαλαμίνας και διασώζονταν από τους στρατιώτες που τις περιφρουρούσαν. Τα περσικά πλοία, βοηθούμενα και από δυτικό άνεμο που άρχισε να πνέει κατέφυγαν στο Φάληρο, καταδιωκόμενα από τους Έλληνες. Πολλοί επιφανείς Πέρσες έχασαν την ζωή τους στη ναυμαχία.

Η θέση “Θρόνος του Ξέρξη” επί του όρους Αιγάλεω.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας ολοκληρώθηκε με τη συντριπτική υπεροχή των Ελλήνων. Ο Διόδωρος Σικελιώτης ισχυρίζεται ότι κάποια στιγμή προς το τέλος, Φοίνικες ναυτικοί αποβιβάσθηκαν στην παραλία μπροστά στο όρος Αιγάλεω και κατέφυγαν στην Αυλή του Πέρση βασιλιά, και προκειμένου να δικαιολογηθούν, κατηγόρησαν τους ανταγωνιστές τους Ίωνες για δήθεν προδοσία, (ή/και συκοφάντησαν τους Κύπριους για δειλία στη ναυμαχία). Ο Ξέρξης όμως που παρακολουθούσε συνεχώς την όλη εξέλιξη και θεωρώντας ότι είχε προσωπική άποψη, όχι μόνον δεν δέχθηκε τις άδικες κατηγορίες, ο ίδιος έριξε όλη την ευθύνη στους συκοφάντες και διέταξε να τους εκτελέσουν.

Ωστόσο ο κίνδυνος για τους Έλληνες δεν είχε εκλείψει. Αν και ηττημένος, ο περσικός στόλος διέθετε ακόμη αριθμητική υπεροχή και ορισμένοι Έλληνες ναύαρχοι ανησυχούσαν μη τυχόν οι αντίπαλοί τους επεδίωκαν και άλλη ναυμαχία. Οι περσικές χερσαίες δυνάμεις δεν είχαν εμπλακεί. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο ίδιος ο Ξέρξης χωρίς να έχει αρχικά απελπιστεί από την αποτυχία του στόλου του, σκεφτόταν να γεφυρώσει με χώμα το στενό της Σαλαμίνας και να μεταφέρει στρατό στο νησί, ώστε να συλλάβει τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων. Από την άλλη πλευρά ίσως θέλησε να δώσει αυτήν την εντύπωση στους νικητές Έλληνες, για να κερδίσει λίγο χρόνο. Εκ των υστέρων φυσικά, κρίνουμε ως επιχειρησιακά αποτυχημένη την περσική τακτική, να παραταχθεί ο στόλος σε σειρές στα στενά και να μην αποβιβαστούν στρατεύματα στην ουσιαστικά απροστάτευτη Σαλαμίνα (με τις 200 τριήρεις), ώστε να εγκλωβίσουν τους Αθηναίους, με όμηρους τους πρόσφυγες.

Το σχέδιο του Θεμιστοκλή είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Οι Έλληνες με το ηθικό τους ακμαίο, πανηγύριζαν στα πλοία και στην ξηρά. Όλοι είχαν πολεμήσει όσο καλύτερα μπορούσαν, αλλά αναμφίβολα οι Αθηναίοι, που είχαν καταβάλει πρώτοι τους επικίνδυνους Φοίνικες, άξιζαν τους μεγαλύτερους επαίνους. Αλλά και οι Αιγινήτες ξεχώρισαν για την επιδεξιότητά τους. Δεν προέρχονταν μόνο πάντως από την ελληνική παράταξη όσοι διακρίθηκαν. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, τα πληρώματα των περσικών πολεμικών επέδειξαν γενναιότητα και έδωσαν σκληρή μάχη, παρά την απρόσμενη εξέλιξη της σύγκρουσης. Ο θάνατος αρκετών ηγετών του εχθρικού στόλου αποδεικνύει την αξιοσύνη, την αναμφισβήτητη ανδρεία τους, καθώς και την οξύτητα της αντιπαράθεσης. Εκείνοι μάλιστα που πολέμησαν με χαρακτηριστική γενναιότητα ήταν οι Ίωνες, οι οποίοι ως δικαιολογία προέβαλαν ότι ήθελαν να αποφύγουν την επικειμένη κατηγορία για σύμπραξη με τους συμπατριώτες τους. Φοβόντουσαν επίσης το πιθανό ενδεχόμενο αντεκδικήσεων σε βάρος των συγγενών τους στην Ιωνία. Την ανδρεία των Ιώνων στη Σαλαμίνα, επικρότησε και ο ίδιος ο Ξέρξης. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν ξεκούραστοι, ενώ τα περσικά πληρώματα είχαν περάσει το προηγούμενο βράδυ κωπηλατώντας. Παρά την γενναιότητα που επέδειξαν τα περισσότερα από αυτά, οι Έλληνες αποδείχθηκαν πραγματικά ανυπέρβλητοι. Και ήταν επόμενο, αφού τα δικά τους κίνητρα ήταν σημαντικότερα. Προπάντων οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς, οι οποίοι γνώριζαν ότι δεν είχαν περιθώρια ήττας, πολέμησαν, κυρίως οι πρώτοι, υπό τα βλέμματα των οικογενειών τους που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα και παρακολουθούσαν με αγωνία την πορεία της μάχης, ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε επιδεξιότητα και αποφασιστικότητα.

Wilhelm von Kaulbach, Die Seeschlacht bei Salamis, 1868, Maximilianeum, Μόναχο.

Την ίδια αυτή μέρα, της πιο λαμπρής και περιφανούς νίκης των Ελλήνων, συνέβη η μάχη της Ιμέρας. Στη Σικελία οι Καρχηδόνιοι, έπειτα από συνεννόηση με τον Ξέρξη συγκέντρωσαν στρατό και στόλο και επιτέθηκαν στην Ιμέρα. Έτσι θα αδυνατούσαν οι Έλληνες των αποικιών της Σικελίας να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους κατά των Περσών. Η μάχη της Ιμέρας, ήταν μία εξίσου δραματική και οριακή νίκη των Ελλήνων ενάντια στους υπεράριθμους αντιπάλους τους.[8]

Ο Ηρόδοτος καταγράφει το πολεμικό συμβούλιο που διενήργησε ο Ξέρξης μετά την ήττα, όπου ο Μαρδόνιος τον συμβούλευσε να αποχωρήσει, υποσχόμενος ότι με 300.000 στρατό θα υποδούλωνε την Ελλάδα, δικαιολογώντας τους Πέρσες και ρίχνοντας τις ευθύνες στην ανανδρία Φοινίκων, Αιγυπτίων, Κυπρίων και Κιλίκων. Ο Ξέρξης έπρεπε να αποχωρήσει με τον τεράστιο στρατό του, αφού η φτωχή Ελλάδα δεν μπορούσε να τους θρέψει και επιπλέον υπήρχε κίνδυνος αποκοπής των γραμμών επικοινωνιών. Ο ίδιος επιχείρησε να εξαπατήσει για λίγο τους Έλληνες, ότι δήθεν θα συνέχιζε τον πόλεμο. Ο ελληνικός στόλος παρέμεινε σε κατάσταση συναγερμού για μερικές ημέρες προστατεύοντας και τη Σαλαμίνα, έως ότου κάποια νύχτα ο εχθρικός στόλος αποσύρθηκε αθόρυβα.

Όταν οι Έλληνες αντελήφθησαν την αποχώρηση των Περσών από το Φάληρο, τους καταδίωξαν μέχρι το Σούνιο, δίχως όμως να τους προλάβουν. Έτσι έπλευσαν προς την Άνδρο, όπου συνήλθαν σε σύσκεψη. Θεωρούμε ότι αρκετά πλοία είχαν παραμείνει στη Σαλαμίνα, για επισκευές, για προστασία των προσφύγων, για ασφάλεια, ή πιθανόν να μην είχαν ακολουθήσει όλοι οι στρατηγοί στην καταδίωξη. Ο παρορμητικός Θεμιστοκλής, (που προφανώς κυριάρχησε σ’ αυτήν τη συνεδρίαση), πρότεινε την καταδίωξη και την πλήρη διάλυση του περσικού στόλου, καθώς και την καταστροφή των πλοιογεφυρών του Ελλησπόντου. Ο Αριστείδης διαφώνησε υποστηρίζοντας ότι εάν αποκλειόταν ο Ξέρξης στην Ελλάδα, θα ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να πολεμήσει. Δεν θα εφησύχαζε πλέον να παρακολουθεί εξ αποστάσεως τη μάχη, αλλά θα μπορούσε να τολμήσει τα πάντα, επιχειρώντας να επανορθώσει την αποτυχία του. «Δεν θα πρέπει Θεμιστοκλή να καταστρέψουμε τις υφιστάμενες γέφυρες αλλά εάν είναι δυνατόν να κατασκευάσουμε και άλλη μία, ώστε να τον εξωθήσουμε γρήγορα εκτός Ευρώπης». Ο Θεμιστοκλής αποκρίθηκε ότι εάν αυτά κρίνονταν συμφέροντα, έπρεπε όλοι να σκεφθούν και να βρουν τρόπο ώστε ο Ξέρξης να αποσυρθεί, το ταχύτερο δυνατόν από την Ελλάδα. Το συγκεκριμένο περιστατικό αποδεικνύει ότι ο Θεμιστοκλής υπολόγιζε ιδιαίτερα την γνώμη του Αριστείδη και η συμπεριφορά του αυτή καταδεικνύει την απόλυτη αμεροληψία του, καθώς οι δύο άνδρες ανήκαν σε διαφορετικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους. Είχαν όμως κοινό όραμα και επιθυμία τη σωτηρία της Ελλάδας και την ανάδειξη της Αθήνας, πράγμα που τους κατεύθυνε στην αμοιβαία εκτίμηση των ικανοτήτων τους και σε δημιουργική συνεργασία.

Μόλις αποφασίστηκε η ανεμπόδιστη φυγή των εισβολέων, ο Θεμιστοκλής σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ξαναέστειλε τον υπηρέτη του Σίκιννο στον Ξέρξη ενημερώνοντάς τον ότι θα συγκρατούσε τους Έλληνες να μην τον καταδιώξουν, ώστε εύχερα, να μπορέσει να απαγκιστρωθεί. Κατά τον Σταγειρίτη (1816, σελ. 45) ο Θεμιστοκλής απέστειλε στον Ξέρξη τον Αρνάκην, έναν βασιλικό ευνούχο, που εντόπισε ανάμεσα στους αιχμαλώτους, με την παραγγελία να πει στον βασιλιά του ότι οι Έλληνες αποφάσισαν να πλεύσουν στον Ελλήσποντο και να διαλύσουν τις πλοιογέφυρες, αλλά ο Θεμιστοκλής μεριμνώντας υπέρ του, τον συμβούλευε να σπεύσει να επιστρέψει στις δικές του θάλασσες και να φθάσει, ενόσο εκείνος θα επέφερε αναβολή και καθυστερήσεις στους συμμάχους, για την δίωξη των Περσών.

Ο Πέρσης βασιλιάς επέστρεψε στην Ασία από την ίδια οδό που είχε πορευτεί επί τρείς μήνες, σε λιγότερο από πενήντα ημέρες (με σοβαρά προβλήματα τροφοδοσίας), θεωρώντας ότι δεν νικήθηκε από τον Θεμιστοκλή, αλλά ότι διασώθηκε από αυτόν! Ο στόλος του είχε ήδη αποπλεύσει για την Ασία, με στόχο κυρίως την προστασία των γεφυρών του Ελλησπόντου. Οι Πέρσες ήταν απογοητευμένοι από τον κατά θάλασσα αγώνα, έτρεφαν όμως μεγάλες ελπίδες ότι ο Μαρδόνιος εύκολα θα νικούσε τους Έλληνες στην ξηρά, μόλις θα έρχονταν η άνοιξη.[9]

Έλληνας οπλίτης σκοτώνει Πέρση στρατιώτη. Λεπτομέρεια από αγγείο του 5ου αιώνα π.Χ.

Συνοπτικά, το αποτέλεσμα της ναυμαχίας, μία επανάσταση που ξέσπασε στην Βαβυλωνία, καθώς και ο φόβος μη τυχόν οι Έλληνες καταστρέψουν τις πλοιογέφυρές του στον Ελλήσποντο και αποκλειστεί στην Ευρώπη, εξανάγκασαν τον Ξέρξη να επιστρέψει μέσω ξηράς με τα στρατεύματά του άμεσα στην Ασία. Και απόδειξη της φρονήσεως του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη παρείχε ο Μαρδόνιος, διότι στην αντιπαράθεση των Ελλήνων μαζί του, διαθέτοντας ένα μόνο μέρος των δυνάμεων του Μεγάλου Βασιλιά στις Πλαταιές, κινδύνευσαν να ηττηθούν.

Η καταδίωξη εκτελέστηκε λοιπόν μέχρι την Άνδρο. Οι σύμμαχοι περιορίστηκαν να επαναπροσδέσουν στο «Ελληνικό άρμα» ορισμένες πόλεις και νησιά που είχαν μηδίσει. Η Πάρος φοβήθηκε και έδωσε χρήματα, ώστε να αποφύγει την τιμωρία. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε χρήματα και από τους κατοίκους της Άνδρου διότι μήδισαν, λέγοντας το θρυλλούμενο ότι έχει δύο θεές, την Πειθώ και την Βία. Οι Ανδριώτες του απεκκρίθηκαν ότι αυτοί έχουν την Πενία και την Απορία, οπότε μετά από μία χλιαρή απόπειρα πολιορκίας, ο συμμαχικός στόλος αναχώρησε και αρχές Οκτωβρίου επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ενώ ο Ξέρξης είχε ήδη αναχωρήσει. Εκεί ξεχώρισαν τα καλύτερα λάφυρα που πήραν από τους Πέρσες για τους θεούς, (συνήθως τους αφιέρωναν το ένα δέκατο), κι ανάμεσα στ’ άλλα και τρεις φοινικικές τριήρεις, [τη μία για να την αφιερώσουν στον Ισθμό, την άλλη στο Σούνιο (ναοί του θεού της θάλασσας, Ποσειδώνα), και την τρίτη στη Σαλαμίνα, προς τιμήν του Αίαντος]. Στη συνέχεια διένειμαν τη λεία και μέρος της έστειλαν στους Δελφούς, κι απ’ αυτά τα λάφυρα κατασκευάστηκε ανδριάντας, ύψους δώδεκα πήχεων που κρατούσε στα χέρια του πλώρη πλοίου. Μετά την διανομή των λαφύρων, οι Έλληνες έπλευσαν στον Ισθμό, όπου ήταν συγκεντρωμένο το πεζικό των Πελοποννησίων, για να αποδώσουν την τριήρη στο ναό του Ποσειδώνα, να αναδείξουν με ψηφοφορία και να δώσουν το αριστείο στον Έλληνα που αναδείχτηκε ο αξιότερος απ’ όλους σ’ αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Στον Θεμιστοκλή δεν απέδωσαν κανένα βραβείο, αν και υπήρξε ο πραγματικός αρχιναύαρχος και ο ιθύνων νους της περιφανούς νίκης. Στρατηγοί έθεταν πάνω στον βωμό του Ποσειδώνα δύο ψήφους ο καθένας τους, τη μία για όποιον έκριναν πρώτο, την άλλη για τον δεύτερο, (είχαν αυτογνωσία λοιπόν, υιοθετώντας αυτό το σύστημα των δύο ψήφων). Όλοι ψήφισαν πρώτα τον εαυτό τους, καθώς ο καθένας τους πίστευε ότι αποδείχθηκε ο καλύτερος, ενώ για τον δεύτερο στην πλειοψηφία τους ψήφισαν τον ίδιο άνδρα, τον Θεμιστοκλή. Από τους στρατηγούς ο καθένας έμενε μόνο με την ψήφο του, ενώ ο Θεμιστοκλής υπερτερούσε σημαντικά για την δεύτερη θέση. Οι Έλληνες όμως δεν θέλησαν από φθόνο, να εκφέρουν την κρίση τους, να αναγνωρίσουν την κύρια συμβολή του Θεμιστοκλή και των Αθηναίων στη νίκη τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και να επικυρώσουν αυτό το δίκαιο αποτέλεσμα, αλλά οι αρχηγοί με τα καράβια τους επέστρεψαν στις πόλεις τους. Τιμήθηκε μόνο ο Αμεινίας, ο αδελφός του ηρωικά φονευθέντος στον Μαραθώνα Κυναίγειρου και του Αισχύλου, καθώς βύθισε τη ναυαρχίδα των Περσών και σκότωσε τον ναύαρχό τους (Σταγειρίτης, 1816, σελ. 48).

Οι κάτοικοι της Αθήνας, μετά την αποχώρηση των Περσών επανήλθαν στην πόλη τους. Δεν ήταν όμως πια οι ίδιοι άνθρωποι, οι καταπτοημένοι, πικραμένοι, κατηφείς πρόσφυγες που έφευγαν με τα λίγα υπάρχοντά τους πριν μερικές εβδομάδες, αποθέτοντας τις ελπίδες τους στις απόψεις ενός στρατηγού, του Θεμιστοκλή. Ήταν πλέον οι γεμάτοι υπερηφάνεια, χαμογελαστοί, ήρωες της Σαλαμίνας. Η αγέρωχη, ανδρεία και καρτερική στάση των Αθηναίων, ενέπνευσαν αργότερα στον Θουκυδίδη το απόφθεγμα, (Επιτάφιος Περικλή): «το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον» («ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι»). Πιθανόν πολλά γυναικόπαιδα για λόγους ασφάλειας να παρέμειναν εκτός Αττικής, αναμένοντας καρτερικά τις εξελίξεις, σχετικά με την υφιστάμενη απειλή του Μαρδόνιου.

Όσον αφορά στον Θεμιστοκλή, το όνομά του   έγινε ξακουστό και κέρδισε στον ελληνικό κόσμο την φήμη του ανώτερου σε σοφία Έλληνα. Ο Θεμιστοκλής αναγνωρίστηκε και δοξάστηκε απ’ όλους τους Έλληνες ως ικανός, επιδέξιος, σοφός στρατηγός και αρχιτέκτονας της μεγάλης νίκης στη Σαλαμίνα. Αυτή ήταν η δίκαιη αναγνώριση για τον κύριο πρωταγωνιστή της νίκης. Κι επειδή αυτοί που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν τον τίμησαν όπως έπρεπε για τη νίκη, ο Θεμιστοκλής επισκέφθηκε τη Σπάρτη, όπου οι Λακεδαιμόνιοι του επιφύλαξαν λαμπρή υποδοχή και τον τίμησαν με ηθικά και υλικά έπαθλα. Το αριστείο βέβαια το έδωσαν στον Ευρυβιάδη, ένα στεφάνι από ελιά. Όμως στεφάνι από ελιά έδωσαν και στον Θεμιστοκλή για την αξιοσύνη του. Του δώρισαν το ομορφότερο άρμα της Σπάρτης κι αφού του έπλεξαν λαμπρό εγκώμιο, στην επιστροφή του τον κατευόδωσαν, ως τιμητική συνοδεία, τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες ιππείς, ως τα σύνορα της Tεγέας (Πλούταρχος, 1992, μετ. Μερακλής, σελ. 39).

Οι εξαιρετικές τιμές, που σε κανέναν έως τότε ξένο δεν είχαν απονεμηθεί στη Σπάρτη, προκάλεσαν την δυσμένεια των Αθηναίων, οι οποίοι, λίγους μήνες μετά τη Σαλαμίνα, λησμόνησαν τις υπηρεσίες του και ανέθεσαν το επόμενο έτος την αρχηγία του στρατού ξηράς στον Αριστείδη και του στόλου στον Ξάνθιππο (πατέρα του Περικλή), γι’ αυτό και ο Θεμιστοκλής θα λείπει από την κομβική μάχη των Πλαταιών και την τελευταία των Περσικών Πολέμων στη Μυκάλη (Σταγειρίτης, 1816, σελ. 49). Ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι μόλις έμαθαν οι Αθηναίοι ότι ο Θεμιστοκλής έλαβε δώρα από τους Λακεδαιμονίους, όρισαν στην θέση του, τον Ξάνθιππο.

2.500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας – Ο Θρίαμβος της Δημοκρατίας

Επίλογος

Οι Περσικοί Πόλεμοι του 5ου αιώνα π.Χ., έχουν τεράστια ουσιαστική και συμβολική αξία, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην ιστορία, τον πολιτισμό, την κοινωνία, την οικονομία και την οικοδόμηση της Ευρώπης. Διέσωσαν την ευκαιρία της πολιτισμικής ακμής της Αθήνας, την ανάπτυξη των ελεύθερων θεσμών, τις ουσιώδεις αρχές που διέπουν τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και επέτρεψαν την εξελικτική πορεία της Ευρωπαϊκής ιστορίας. Ειδικά στη Σαλαμίνα, χάρη στην εμπνευσμένη ηγεσία και την αποφασιστικότητα του Θεμιστοκλή, Έλληνες ναυτικοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία απλοί άνθρωποι του λαού, συνέτριψαν σε μία επική ναυμαχία στα νερά του Σαρωνικού τους Ασιάτες εισβολείς και επέτρεψαν στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, να οικοδομήσει τον ανθρωποκεντρικό της πολιτισμό. Ο Θεμιστοκλής αναμφισβήτητα υπήρξε διορατικός πολιτικός και μεγαλοφυής ηγέτης, ο οποίος στερέωσε και ενδυνάμωσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, κατέστησε την Αθήνα πρώτη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και απάλλαξε την Ελλάδα από την περσική απειλή, παρότι συναντούσε συνεχώς αντιδράσεις στην εφαρμογή των μεγαλόπνοων σχεδίων του. Ο προσωπικός του θρίαμβος, η ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποτελεί καμπή στους Περσικούς Πολέμους και μία από τις σπουδαιότερες ναυτικές συγκρούσεις στην παγκόσμια ιστορία.

Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα εξουδετέρωσε την περσική απειλή στα ελληνικά παράλια, προξένησε ισχυρό πλήγμα στο γόητρο του Ξέρξη, κατέστησε την Πελοπόννησο απόρθητη και επέτρεψε στους Πελοποννήσιους να στείλουν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στις Πλαταιές την επόμενη χρονιά. Τα αίτια που οδήγησαν στη λαμπρή νίκη του ελληνικού στόλου ήταν πολλά. Κύριος συντελεστής της περσικής ήττας ήταν ο Θεμιστοκλής, τα σχέδια, οι επιλογές και οι αποφάσεις του. Σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, το αποτέλεσμα δικαίωσε τις αποφάσεις του για την θαλάσσια ισχύ, τη ναυπήγηση ισχυρού στόλου, τις θαλάσσιες συγκρούσεις, τις επιλογές των θέσεων και των τακτικών για τις ναυμαχίες. Ο αρχιτέκτονας της νίκης Θεμιστοκλής, δεν αδράνησε, δεν λιγοψύχησε, δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη.

Ο Θεμιστοκλής διοίκησε ουσιαστικά με θαυμαστό τρόπο και διαχειρίστηκε με επιτυχία μία σειρά προβλημάτων και κρίσεων, σ’ ένα αφιλόξενο, εχθρικό και πολύπλοκο περιβάλλον, αποδεχόμενος ακόμη και την προσωπική του ήττα στο αγώνα που έδωσε με αυταπάρνηση και πρωτοφανή αυτοπεποίθηση. Καινοτόμησε και ανέλαβε μεγάλους κινδύνους, με τη στρατηγική του στροφή αποκλειστικά στο ναυτικό, αν και η Αθήνα παραδοσιακά ήταν γεωργική, γεωγραφικά δεν ήταν νησί και υπήρχαν ισχυρά εγχώρια συμφέροντα αντιτιθέμενα σ΄ αυτήν την επιλογή. Οι ιδέες και η δράση του Θεμιστοκλή, η ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος της Αθήνας και της πλήρους εκμηδένισης της Περσικής επιθετικότητας, η αποτελεσματικότητα της ικανής ηγεσίας, η αισιοδοξία που πηγάζει από αυτά τα ιστορικά γεγονότα, η προπαρασκευή για τις ανάλογες προκλήσεις, που αντιμετωπίζει η πατρίδα και ο λαός μας από τις επεκτατικές βλέψεις των ανατολικών της γειτόνων και όχι μόνο, δύναται να σηματοδοτήσουν έναν οδηγό για την κατάλληλη διαμόρφωση μίας ασπίδας προστασίας τους.

 

Ο Ιωάννης Βιδάκης είναι Αρχιπλοίαρχος (Ο) ΠΝ ε.α.
Ο Δημήτριος Γεωργαντάς είναι Υποναύαρχος (Ο) ΠΝ ε.α.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο συμμαχικός στόλος αποτελούνταν από 200 Αθηναϊκές τριήρεις, 40 από Κόρινθο, 30 από Αίγινα, 20 από Μέγαρα, 16 από Σπάρτη, 15 της Σικυώνας (Κιάτο), 10 της Επιδαύρου, 7 της Αμβρακίας, 7 της Ερέτριας και άλλες 33 από άλλες ναυτικές πόλεις, (σύνολο 378 τριήρεις και 14 πεντηκοντόρους από τα νησιά Μήλο, Σίφνο, Σέριφο, Κέα, Κύθνο, που μάλλον προσέφεραν βοηθητικές υπηρεσίες).

[2] Μας θυμίζει τον διάλογο Καλλίμαχου – Μιλτιάδη πριν τη μάχη του Μαραθώνα.

[3] Ανέφικτο σχέδιο καθώς ο εχθρός καιροφυλακτούσε στον Σαρωνικό και τα γυναικόπαιδα ήταν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα.

[4] Εκείνος υποστήριξε, όταν βρέθηκε ενώπιον του Ξέρξη, ότι τον έστειλε ο Θεμιστοκλής, καθόσον επιθυμούσε να νικήσουν οι Πέρσες: «Μ’ έστειλε ο στρατηγός των Αθηναίων κρυφά από τους άλλους Έλληνες, διότι διάκειται ευνοϊκά προς τον βασιλέα και προτιμά να υπερισχύσετε εσείς καλύτερα παρά οι Έλληνες, για να σας ανακοινώσω ότι οι Έλληνες τρομοκρατημένοι σκοπεύουν να φύγουν με τρόπο τώρα. Να μία ευκαιρία να εκτελέσετε το ωραιότερο κατόρθωμά σας, αν δεν τους αφήσετε να διαφύγουν, ούτε και πρόκειται να σας φέρουν αντίσταση, αυτοί που είναι με το δικό σας μέρος και οι άλλοι που δεν είναι». Σίγουρα όσα ανέφερε στον Ξέρξη ήταν αλήθεια, ταυτόχρονα όμως εξανάγκαζε τους Έλληνες να πολεμήσουν στη Σαλαμίνα. Αν και η αφήγηση αυτή έχει αμφισβητηθεί από πολλούς ιστορικούς, επαναλαμβάνεται στην τραγωδία του Αισχύλου Πέρσες, που γράφηκε το 472 π.Χ., μόλις οκτώ χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Πρόσθετα κατά τον Ηρόδοτο, μετά τον πόλεμο ο Θεμιστοκλής φρόντισε ο Σίκιννος να γίνει πολίτης των Θεσπιών και του χάρισε πολλά πλούτη.

[5] Η Αρτεμισία απηύθυνε με θάρρος το λόγο στον Ξέρξη. Πρότεινε να μη βιαστούν γιατί οι Έλληνες δεν θα έμεναν ενωμένοι για πολύ καιρό, ακόμη και λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού θα διαλύονταν και θα επέστρεφε ο καθένας στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αντίθετα τόνισε εάν ναυμαχούσαν, σε ενδεχόμενη ήττα του ναυτικού θα παρασύρονταν σε καταστροφή και οι χερσαίες δυνάμεις τους. Ο εξόριστος Δημάρατος είχε προτείνει στον Ξέρξη να στείλει τον στόλο του στα Κύθηρα για αντιπερισπασμό. Οι Σπαρτιάτες θα αναγκάζονταν να σπεύσουν να προασπίσουν την πόλη τους, θα αποδυναμώνονταν οι υπόλοιποι Έλληνες και θα αναγκάζονταν να υποταχθούν. Η Σπάρτη δεν θα μπορούσε μόνη της να αντιμετωπίσει τους Πέρσες και θα υπέκυπτε. Ευτυχώς για τους Έλληνες έφερε αντίρρηση ο ναύαρχος Αχαιμένης, αδελφός του Ξέρξη, με συνέπεια να μην υλοποιηθεί η πρόταση του Δημάρατου.

[6] Παρά τη μνημειώδη σημασία της ναυμαχίας, δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για την διεξαγωγή της.

[7] Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία, ώστε να μην δειλιάσουν τα πληρώματά του. Οι γραμματείς του σημείωναν τους τριήραρχους που πολεμούσαν άξια. Ο «Θρόνος του» μέχρι πριν λίγα χρόνια βρίσκονταν στο όρος Αιγάλεω (Ηράκλειον Περάματος, παλαιά θέση “Κέρατα”). Δυστυχώς κλάπηκε πριν λίγα χρόνια, αποστερώντας από τους επισκέπτες ένα σημαντικό πολιτιστικό μνημείο.

[8] Ο τύραννος Γέλων των Συρακουσών κατόρθωσε να παραπλανήσει τους Καρχηδόνιους και να νικήσει στρατό και στόλο τους, με τον επικεφαλής στρατηγό Αμίλκα να σκοτώνεται. Η αποφασιστική επικράτηση των Ελλήνων της Σικελίας τερμάτισε τις επιθετικές ενέργειες των Καρχηδονίων, για τα επόμενα 70 έτη. Ο Γέλων μετά τη νίκη του ετοιμάστηκε να σαλπάρει με μεγάλες δυνάμεις και πολλά πολεμικά πλοία για βοήθεια των Ελλήνων κατά των Περσών, αλλά πληροφορήθηκε τη νίκη στη Σαλαμίνα.

[9] Ο Ξέρξης αρχικά υποχώρησε με τον στρατό του στην Βοιωτία. Από εκεί στην Θεσσαλία. Περί τα τέλη Οκτωβρίου 480 π.Χ. κινήθηκε βόρεια. Ο Ηρόδοτος και ο Αισχύλος αναφέρουν ότι η πείνα μάστιζε τα στρατεύματά του. Έτρωγαν το γρασίδι, ακόμα και τα φύλλα και τους φλοιούς των δένδρων. Η κακή διατροφή τους προκάλεσε πολλές ασθένειες. Κάθε ημέρα πέθαιναν εκατοντάδες στρατιώτες του. Πολλοί αφήνονταν πίσω στις Θεσσαλικές, Μακεδονικές και Θρακικές πόλεις, καθόσον ήταν τελείως εξαντλημένοι και ανίκανοι να προχωρήσουν. Μετά από βεβιασμένη πορεία 45-50 ημερών, ο ταλαιπωρημένος στρατός του προσέγγισε τον Ελλήσποντο, όπου όμως βρήκε τελικά κατεστραμμένες από την κακοκαιρία τις γέφυρες. Ο Ξέρξης διέσχισε με πλοίο το στενό και κατευθύνθηκε στις Σάρδεις, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του ανέμενε την επισκευή των γεφυρών. Ο Ξέρξης διαχείμασε στις Σάρδεις και την άνοιξη επέστρεψε στα Σούσα.