Skip to main content

Ιωάννης Βιδάκης – Δημήτριος Γεωργαντάς: Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και ο Ρόλος του Θεμιστοκλή. Ο Δημιουργός της Ναυτικής Ισχύος της Κλασσικής Αθήνας (Μέρος Α΄)

Ιωάννης Βιδάκης – Δημήτριος Γεωργαντάς

 

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και ο Ρόλος του Θεμιστοκλή.

Ο Δημιουργός της Ναυτικής Ισχύος της Κλασσικής Αθήνας

(Μέρος Α΄)

 

«Τό δέ ναυτικόν τέχνης εστίν, ὣσπερ καί ἂλλο τι, καί οὐκ ἐνδέχεται, ὃταν τύχῃ, ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, ἀλλά μᾶλλον μηδέν ἐκείνῳ πάρεργον ἂλλο γίγνεσθαι»

Θουκυδίδης (460-399 π.Χ.)

Εισαγωγικά

Πολλά βιβλία, κείμενα άρθρα έχουν γραφεί για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, την ονομαστή ναυμαχία της αρχαιότητας, κατά την οποία ο πανίσχυρος στόλος των Περσών κατατροπώθηκε από τους Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική. Στην χώρα μας η επέτειος των 2.500 ετών, από τη μάχη των Θερμοπυλών και των ναυμαχιών Αρτεμισίου και Σαλαμίνας εορτάστηκε συμβατικά το 2020. Σχεδιαστής και πρωταγωνιστής αυτών των νικηφόρων ναυμαχιών υπήρξε ο πολιτικός και στρατηγός/ναύαρχος της αρχαίας Αθήνας, ο Θεμιστοκλής. Δύο χιλιάδες πεντακόσια δύο έτη μετά τις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας, επιχειρούμε με αυτό το κείμενο να τιμήσουμε τον ίδιο και τις υπηρεσίες που προσέφερε, στην επιβίωση και στην εξέλιξη του Ελληνισμού.

Ειδικότερα στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε την γενική εξέταση της ηγετικής στάσης και συμπεριφοράς του Θεμιστοκλή, πολιτικού αρχηγού και στρατηγού των Αθηναίων, την περίοδο των Ελληνο-Περσικών Πολέμων (Μηδικά) – οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν οδηγό και πρότυπο στους σύγχρονους ηγέτες. Κεντρικό ρόλο κατέχει η διάκριση μεταξύ ισχύος – εξαναγκασμού (καθεστώς τυραννίας) και προτροπών – συμβουλών (καθεστώς δημοκρατίας). Ο Θεμιστοκλής απέφευγε την χρήση βίας, του φόβου, των απειλών και προσπαθούσε να επιτύχει με την πειθώ, με συμβουλές, με αιτιολογημένες προτάσεις, αξιοποιώντας τα προσόντα του και τις ευκαιρίες και υιοθετώντας καινοτομίες, κόντρα στα κατεστημένα συμφέροντα της εποχής του. Φυσικά ως ένας άλλος πολυμήχανος, εύγλωττος και ευρηματικός Οδυσσέας, ήταν προσανατολισμένος στην επίτευξη του σκοπού, αξιοποιώντας κάθε μέσο …[1]

Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη του οραματιστή ηγέτη, πολιτικού και στρατηγού της αρχαίας Αθήνας, ναυάρχου-νικητή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Έχει σκοπό να στοχαστεί κριτικά ο αναγνώστης, τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Θεμιστοκλής στην ιστορία της χώρας μας και να αντιληφθεί ότι για τα μικρά έθνη έχει πρώτιστη σημασία, η διαρκής ανάδειξη και η λαϊκή στήριξη ικανών και προικισμένων ηγετών, οι οποίοι με τον βίο και την πολιτεία τους δημιουργούν αντάξιους διαδόχους. Το κείμενο επιχειρεί να μεταφέρει ένα αισιόδοξο μήνυμα, αναλογικής, αποτελεσματικής αντίδρασης των σημερινών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα μας, στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας, της δικαιοσύνης.

 

Η Ζωή και η Προσωπικότητα του Θεμιστοκλή

Ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους, ο Φρεάριος, (527–460/459 π.Χ.), υπήρξε Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Εξέχουσα μορφή και αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης στην κλασική Αθήνα. Πολέμησε στη Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., (37 ετών) και στις Ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. [28 ή 29 Σεπτεμβρίου (κατ΄ άλλους 22/9)] – (47 ετών). Παραμένει ως ο οραματιστής και θεμελιωτής της ναυτικής ισχύος της Αθήνας και ο βασικός συντελεστής της καθοριστικής νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της περσικής κυριαρχίας στην Ανατ. Μεσόγειο.

Ο Θεμιστοκλής πιθανότατα υπήρξε ένθερμος υπερασπιστής, ή/και συνεργάτης του Κλεισθένη. Η πολιτική του τελευταίου υποστήριζε τα συμφέροντα αυτών που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, το θεωρούσαν άδικο και αγωνίζονταν να τα αποκτήσουν. Η συνείδηση της καταγωγής, οι πρώτοι καθεστωτικοί αγώνες την περίοδο 510-500 π.Χ., η Ιωνική επανάσταση, σημάδεψαν τον Θεμιστοκλή και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του σε ριζοσπαστικό αρχηγό της δημοκρατικής παράταξης της Αθήνας.

Προτομή του Θεμιστοκλή της Ρωμαϊκής περιόδου, εμπνευσμένη από προγενέστερο ελληνικό πρωτότυπο, Museo Archeologico Ostiense, Ρώμη

Η δημοκρατική διακυβέρνηση στην Αθήνα δημιούργησε πλούτο ευκαιριών για άνδρες (όπως ο Θεμιστοκλής), που δεν είχαν προηγουμένως πρόσβαση στην εξουσία. Ο Θεμιστοκλής ασχολούμενος με τα κοινά έγινε δημοφιλής και από νωρίς ανήλθε σε αξιώματα. Το 493 π.Χ. (34 ετών), εκλέχθηκε, «Επώνυμος Άρχων» και διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια το ναυτικό του πρόγραμμα. Είχε να αντιμετωπίσει βασικά ζητήματα για την υλοποίηση του προγράμματός του: να πείσει την Εκκλησία του Δήμου, να κατασκευάσει υποδομές, να ναυπηγήσει πλοία, να βρει τα αναγκαία πληρώματα, να τα εκπαιδεύσει, να βρει χρηματοδότηση γι΄ όλα αυτά. Η ευφυΐα του και τα ηγετικά του προσόντα τον βοήθησαν.[2] Για να κατανοήσουν οι Αθηναίοι τον περσικό κίνδυνο, έγινε χορηγός ενός θεατρικού έργου, πού έγραψε ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος, το Μιλήτου Άλωσις.[3] Από την αρχή της ανάμειξής του στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, ο Θεμιστοκλής επιζητούσε να θέσει σε λειτουργία τα σχέδιά του για την βελτίωση της πολεμικής και πολιτειακής οργάνωσης της πόλης. Πιστός στο δόγμα μεταφοράς του επερχόμενου πολέμου στην θάλασσα, πρότεινε η Αθήνα να μετατρέψει σε επίνειό της τον Πειραιά, αξιοποιώντας τους τρείς φυσικούς του λιμένες. Εισηγήθηκε την κατάλληλη οχύρωση του Πειραιά και την μετατροπή του σε πολεμικό λιμάνι. Τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ., σε ηλικία 37 ετών, έλαβε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα, ως στρατηγός.

Στήλη πεσόντων της Ερεχθηίδος Φυλής. Έχει συσχετιστεί με το πολυάνδριο των 192 πεσόντων της μάχης του Μαραθώνα, Αρχαιολογικό Μουσείο, Άστρος.
Η περικεφαλαία του Μιλτιάδη από το ιερό του Δία στηνΟλυμπία. Φέρει την επιγραφή: Μιλτιάδης ἀνέθεκεν τῷ Διί, Αρχαιολογικό Μουσείο, Ολυμπία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Θεμιστοκλής υπήρξε πρωτεργάτης της πανελλήνιας συμφιλίωσης και εμπνευστής της μετατροπής της Αθήνας σε ισχυρή ναυτική δύναμη, απαλλαγμένος την κρίσιμη στιγμή από πολιτικές εμπάθειες και μικροπρέπειες, δικαιωθείς από το θριαμβευτικό αποτέλεσμα στη Σαλαμίνα. Για την αξιόμαχη πλεύση του στόλου που σχεδίαζε, χρειάζονταν χιλιάδες κωπηλάτες, (34.000 άνδρες για 200 τριήρεις, με την παραδοχή των 170 ατόμων για κάθε τριήρη). Τα πληρώματα των πλοίων μπορούσαν να καλυφθούν μόνο από τους θήτες, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να διαθέτουν δικό τους εξοπλισμό, ώστε να πολεμούν ως οπλίτες. Όταν γίνονταν κωπηλάτες, ο στόλος θα μπορούσε να βασίζεται πάνω τους. Η ναυτική Αθήνα είχε ανάγκη τους κωπηλάτες πλέον θήτες, σε αντίθεση με την προγενέστερη αγροτική Αθήνα.

Ο Θεμιστοκλής αντιλαμβανόμενος ότι αδυνατούσε να συνεργαστεί με τις άλλες παρατάξεις ενώπιον της απειλής των Περσών, άλλαξε τακτική: επιχείρησε να εφαρμόσει τα σχέδιά του περιορίζοντας την ισχύ των άλλων πολιτικών αρχηγών, ώστε να κυριαρχήσει στην Αθήνα, εκμεταλλευόμενος τον θεσμό του οστρακισμού. Διέθετε την υποστήριξη των θητών, ενώ, το 484 π.Χ. επικράτησαν στην Αθήνα οι δημοκρατικοί. Από την περιρρέουσα γεωπολιτική κατάσταση της μελλοντικής περσικής απειλής έθεσε στόχο και πέτυχε το 482 π.Χ. και τον εξοστρακισμό του πιο σκληρού του αντιπάλου του Αριστείδη, έχοντας πάντοτε ως στόχο την διαμόρφωση ενιαίου εσωτερικού μετώπου στην Αθήνα.

Όστρακο που φέρει το όνομα του Αριστείδη

Η τύχη ευνόησε την πόλη όταν περί το 483 π.Χ. ανακαλύφθηκε στο Λαύριο νέα φλέβα αργύρου, αξίας 100 ταλάντων. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε να εγκαταλειφθεί η επιδοματική πολιτική της διανομής του πλούτου και να κατασκευαστούν τριήρεις, δήθεν για την αντιμετώπιση του ναυτικού ανταγωνισμού με τους, Αιγινήτες και τους Κορίνθιους. Η ικανότητά του να πείσει την Εκκλησία του Δήμου ειδικά στο ζήτημα αυτό, καταδεικνύει την ηγετική του μορφή. Ακόμη και η μεθόδευση υλοποίησης του όλου σχεδίου αποκαλύπτει τα προσόντα του και ως πολιτικού-οικονομολόγου.[4]

 

Η Πολεμική Δράση του Θεμιστοκλή έως και τη Ναυμαχία του Αρτεμισίου

Μετά την Ιωνική επανάσταση οι Πέρσες σταδιακά, κατέπνιξαν πρώτα (και αυτό έχει τη σημερινή γεωπολιτική του σημασία) την εξέγερση στην Κύπρο, (οι Κύπριοι διασπάστηκαν και οι Έλληνες δεν βοήθησαν όσο έπρεπε), κατόπιν στην Καρία, στην Ιωνία και στη συνέχεια στράφηκαν κατά της Ελλάδας. Το 492 π.Χ. με τον Μαρδόνιο απέτυχαν στην πρώτη εισβολή, λόγω της καταστροφής του στόλου τους από καταιγίδα στον Άθω – απρόβλεπτος παράγοντας που λειτούργησε υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Το 490 π.Χ. στον Μαραθώνα, ο εξηντάχρονος (!) Μιλτιάδης, κατανίκησε τους Πέρσες, (δεύτερη απόπειρα εισβολής). Μετά τον θάνατό του διαμορφώθηκε ένα «κενό εξουσίας» στην δημοκρατική Αθήνα, που καλυπτόταν πότε από τους συντηρητικούς με τον Αριστείδη και πότε από τους δημοκρατικούς με τον Θεμιστοκλή, εν μέσω αδυσώπητων πολιτικών αγώνων για την ανάληψη και διατήρηση της εξουσίας. Στην κοινωνική οργάνωση της αρχαίας Αθήνας, ο Θεμιστοκλής μετά τη νικηφόρα μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., ως αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης, αλλά και γενικότερα ως ηγέτης των Ελλήνων, φέρεται να διαμόρφωσε ως βασικό του σχεδιασμό αυτόν που τα θεμελιώδη στοιχεία του αποτυπώνονται στον παρακάτω Πίνακα.

Πηγή: https://infognomonpolitics.gr/2020/09/themistoklis-igesia-lipsi-apofaseon-navmachia-tis-salaminos/

Στην ιστορική συνέχεια, ο Ξέρξης Α΄ ανέβηκε στον θρόνο των Περσών το 486 π.Χ., σε ηλικία 34 ετών. Κληρονόμησε από τον πατέρα του δύο σοβαρότατα θέματα για επίλυση: το Αιγυπτιακό και το Ελληνικό. Η λήψη απόφασης από τον Ξέρξη για γενικευμένο πόλεμο εναντίον των Ελλήνων, αποκαλύπτει αυτό που επεδίωκαν οι Πέρσες: την πλήρη καθυπόταξη της μητροπολιτικής Ελλάδας. Συνέδριο των Περσών υπό τον Ξέρξη αποφάσισε την τρίτη κατά σειρά επίθεση εναντίον της Ελλάδος και αναλήφθηκαν οι προετοιμασίες με εντατικούς ρυθμούς. Στον διπλωματικό τομέα ο Ξέρξης επιζήτησε να εξασφαλίσει συμμάχους και συγχρόνως να διασπάσει τους Έλληνες. Απεσταλμένοι του ταξίδεψαν προς την Καρχηδόνα, την Θεσσαλία, την Βοιωτία (Θήβες), το Άργος και αλλού. Μία συμμαχία Καρχηδόνας – Περσίας θα εμπόδιζε τους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδος να βοηθήσουν τη μητροπολιτική Ελλάδα. Ο εκπρόσωπος της ορθοφροσύνης Αρτάβανος επισήμανε στον Ξέρξη μεταξύ άλλων και το πρόβλημα της τροφοδοσίας της στρατιάς που θα είχε να αντιμετωπίσει, λόγω του μεγέθους της, προελαύνοντας σε εχθρική χώρα. Ο Ξέρξης απάντησε λέγοντας ότι μια εκστρατεία πραγματοποιείται με τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων σιταριού και νομής, ενώ πρόσθετα θα κατασχόταν η παραγωγή όποιας περιοχής στο μεταξύ υπετάσσετο, καθώς η εισβολή επρόκειτο να διενεργηθεί εις βάρος γεωργικών περιοχών.

Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. είχε πραγματοποιηθεί στην Κόρινθο, συνέδριο των ελληνικών πόλεων- κρατών, όπου περί τις 31 πόλεις του Πανελληνίου συμφώνησαν να παραμερίσουν τις έχθρες και τις μεταξύ των διενέξεις και να ενωθούν ενάντια στην επικείμενη περσική εισβολή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Θεμιστοκλή ήταν ότι έπαυσε τις ελληνικές διαμάχες, συμφιλίωσε τις πόλεις και τις έπεισε να αναβάλλουν τις έχθρες τους εν όψει της αντιμετώπισης του κοινού εχθρού. Απέδειξε ότι οι πατρίδες δεν σώζονται στις δύσκολες στιγμές από μακάριους πολιτικούς, αλλά από εκείνους που διαθέτουν τόλμη και φαντασία και τους ικανούς που προβλέπουν το μέλλον. Ακόμη και η διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων ανατέθηκε στον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη (τυπικός αρχηγός). Ωστόσο, ήταν προφανές ότι ο Θεμιστοκλής θα ήταν ο πραγματικός ηγέτης του ελληνικού στόλου. Στο συνέδριο της Κορίνθου αποφασίστηκε επίσης η κατάρτιση πολεμικού σχεδίου, ωστόσο κατά την διαμόρφωσή του διαφώνησαν οι Πελοποννήσιοι, υποστηρίζοντας ότι μόνο ο Ισθμός της Κορίνθου ήταν δυνατό να αποτελέσει φυσική αμυντική γραμμή. Ο Θεμιστοκλής αντιτάχθηκε σθεναρά σ’ αυτήν την γνώμη, θεωρώντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο παραδινόταν αμαχητί η κεντρική Ελλάδα, η Αττική και η Βοιωτία. Ευτυχώς, η άποψή του υπερίσχυσε, με αποτέλεσμα να επιλεγεί αρχικά ως πρώτη γραμμή άμυνας, η κοιλάδα των Τεμπών. Στάλθηκαν στην περιοχή 10.000 άνδρες με επικεφαλής τον ίδιο τον Θεμιστοκλή και τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο, όταν ο Ξέρξης βρισκόταν ήδη στην Άβυδο.

Οι πρώτες στρατιωτικές δυνάμεις των Περσών από τις σατραπείες, είχαν ξεκινήσει από Σούσα και Εκβάτανα, το καλοκαίρι του 481 π.Χ. και έπειτα από 50 ημέρες πορεία έφθασαν στα Κρίταλλα (Καππαδοκία). Στη συνέχεια κινήθηκαν προς τις Σάρδεις,[5] πρωτεύουσα της Λυδίας, 150 χλμ. περίπου ανατολικά της Σμύρνης. Από εκεί ο Ξέρξης απέστειλε, όπως και ο πατέρας του, πρέσβεις στην Ελλάδα ζητώντας «γη και ύδωρ». Από τις Σάρδεις αφού ξεχειμώνιασε κινήθηκε προς την Άβυδο του Ελλησπόντου, όπου κατέφθασε την άνοιξη του 480 π.Χ., παρεκκλίνοντας για να επισκεφθεί συμβολικά για θυσία και σπονδές τα ερείπια της Τροίας.

Η μορφή του Ξέρξη Α΄ βασιλέα των Περσών, λαξευμένη σε ανάγλυφο του τάφου του, στη νεκρόπολη Naqsh-e Rostam, πλησίον της Περσέπολης.

Είχε αποφασιστεί ότι οι περσικές δυνάμεις θα βάδιζαν ακολουθώντας παράλιο δρομολόγιο και θα διατηρούσαν επαφή με το στόλο που θα έπλεε παράκτια, λόγω των παραγόντων αλληλοϋποστήριξης και εφοδιασμού – η ξηρή ελληνική γη δεν θα μπορούσε να σιτίσει ένα μεγάλο στράτευμα. Ωστόσο αυτή η απόφαση ενείχε κινδύνους για τον περσικό στόλο: τα πλοία ακολουθώντας ένα παράκτιο δρομολόγιο θα ήταν ευάλωτα απέναντι στον ελληνικό στόλο, τα πολεμικά σκάφη θα έπρεπε να προστατεύουν τα φορτηγά και τα μεταγωγικά πλοία και τα πληρώματά τους θα καταπονούντο.

Ο στρατός του Ξέρξη διέσχισε τις πλοιογέφυρες του Ελλησπόντου σε επτά μερόνυχτα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η στρατιά αριθμούσε 1.720.000 πεζούς και 80.000 ιππείς. Οι περσικές δυνάμεις αποτελούνταν από 43 εθνοτικές ομάδες, υπό τις διαταγές έξι στρατηγών. Αν συνυπολογιστούν οι βοηθητικοί άνδρες, το υπηρετικό προσωπικό και οι «παρατρεχάμενοι», οδηγούμαστε σε εξωφρενικούς αριθμούς. Έχουν καταγραφεί ποικίλες εκτιμήσεις. Προσωπικά υπολογίζουμε λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τον διάλογο Ξέρξη – Δημάρατου και τον αριθμό του στρατεύματος του Μαρδόνιου που πολέμησε στις Πλαταιές, ότι η στρατιά κυμαινόταν συνολικά τουλάχιστον περί τους 400.000 μάχιμους άνδρες, με 20.000 ιππείς (το 5%). Το πολεμικό ναυτικό αποτελούνταν από 1.207 τριήρεις – οι 320 ήταν ελληνικές, δηλ. τα πληρώματα αποτελούνταν από Έλληνες και τα σκάφη ήταν του βασιλιά.[6] Συνεπώς αναφερόμαστε σε εισβολή λαών της Ασίας και της ΒΑ Αφρικής, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Από τα Σούσα, η περσική στρατιά πέρασε τον Ελλήσποντο, προέλασε σε Θράκη και Μακεδονία και συνέχισε την κάθοδο προς νότο.

Ο Μεγάλος Βασιλέας συμμάχησε με τους Καρχηδονίους, οι οποίοι παράλληλα εισέβαλαν στη Σικελία,[7] καθιστώντας έτσι αδύνατη την ενίσχυση της άμυνας της κυρίως Ελλάδος από τους Έλληνες των αποικιών. Υπήρξε δηλαδή ευρύτερος γεωπολιτικός σχεδιασμός, κυριαρχίας των Καρχηδονίων στην Δυτική και των Περσών στην Ανατολική Μεσόγειο, με ταυτόχρονο περιορισμό των Ελλήνων. Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, ο Ξέρξης είχε στο πλευρό του τους Αθηναίους Πεισιστρατίδες, τους Θεσσαλούς Αλευάδες και τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης, Δημάρατο. Στη συνέχεια, χάρη στην προέλασή του, κατάφερε να προσεταιριστεί Θράκες, Θεσσαλούς, Θηβαίους και Αργίτες. Οι περσικές δυνάμεις στην πορεία τους ενισχύονταν, αφού τα ελληνικά φύλα και οι κοινότητες (αυθόρμητα ή αναγκαστικά), συντάσσονταν με τους εισβολείς.

Χάρτης του Ελλησπόντου και αναπαράσταση του επεισοδίου του τιμωρητικού μαστιγώματος της θάλασσας στο συγκεκριμένο σημείο

Στρατηγός των Αθηναίων είχε αναδειχθεί ο Θεμιστοκλής.[8] Όταν παρέλαβε την ηγεσία, μερίμνησε αρχικά να σταματήσει τις εμφύλιες διαμάχες και τις έχθρες, ώστε ενωμένοι οι Έλληνες να αντιμετωπίσουν τον βαρβαρικό στρατό. Στη συνέχεια, παρακίνησε τους συμπολίτες του να αντιμετωπίσουν τον εχθρό κυρίως στην θάλασσα. Ο Θεμιστοκλής έστειλε επίσης πρέσβεις σε όλη την Ελλάδα ζητώντας βοήθεια, φύλαξη των οδών πρόσβασης και στοχεύοντας να καταστήσει κοινό, πανελλήνιο, τον αγώνα κατά των Περσών (Σταγειρίτης, 1816). Πρόσθετα με πρότασή του δόθηκε αμνηστία σε όλους τους εξόριστους Αθηναίους πολίτες.

Η δύναμη των 10.000 Ελλήνων οπλιτών, που είχε καταλάβει τα στενά των Τεμπών ως πρώτη γραμμή άμυνας, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, όταν ο Αλέξανδρος Α΄ βασιλιάς της Μακεδονίας, τους προειδοποίησε ότι η εν λόγω κοιλάδα εύκολα θα παρακάμπτονταν από διάφορα περάσματα. Επιπρόσθετα, απογοητεύτηκαν από τους Θεσσαλούς και τους υπόλοιπους Έλληνες που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα, επειδή έδωσαν «γη και ύδωρ» στους αγγελιοφόρους του Ξέρξη. Την χρονική περίοδο όπου οι Πέρσες διεκπεραιώνονταν από την Άβυδο στη Σηστό στον Ελλήσποντο, οι Έλληνες αποσύρονταν από τα Τέμπη. Ο σημαντικότερος λόγος υποχώρησης ήταν η έλλειψη κατάλληλου χώρου για ναυμαχία. Η θάλασσα ήταν ανοιχτή, δεν υπήρχαν πουθενά στενά που να προσέφεραν το επιχειρησιακό πλεονέκτημα, στο όποιο στήριζε κυρίως την τακτική του ο Θεμιστοκλής. Αν ο ελληνικός στόλος ναυμαχούσε στην θάλασσα στ’ ανοικτά της Θεσσαλίας, κινδύνευε να περικυκλωθεί και να νικηθεί. Αν δεν ναυμαχούσε και άφηνε ακάλυπτο τον στρατό, τότε ο περσικός στόλος θα μπορούσε να αποβιβάσει στρατό στα νώτα του ελληνικού, στα Τέμπη, να τον κυκλώσει και να του αποκόψει τον δρόμο της υποχώρησης και τις επικοινωνίες με τις βάσεις του. Η απόφαση να εγκαταλειφθούν τα Τέμπη, υποστηρίχθηκε πιθανότατα και από τον Θεμιστοκλή.

Στο επόμενο συνέδριο την άνοιξη του 480 π.Χ. οι Έλληνες-σύμμαχοι συμφώνησαν να σταλούν οι στρατιωτικές τους δυνάμεις στην επόμενη αμυντική τοποθεσία, (δεύτερη γραμμή άμυνας), στις Θερμοπύλες (σε μία προσπάθεια να εξασφαλιστεί και η στήριξη των Βοιωτών) και ο συμμαχικός στόλος στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο. Εδώ αποδείχτηκε ότι η στρατηγική του Θεμιστοκλή ήταν σωστή, επειδή στις ναυμαχίες που ακολούθησαν ο ελληνικός στόλος κράτησε τις θέσεις του και προξένησε σημαντικές απώλειες στους Πέρσες, ενώ οι συμμαχικές απώλειες ήταν πολύ μικρότερες. Ο στόλος υποχώρησε μόνο όταν «χάθηκαν» οι Θερμοπύλες. Οι Έλληνες πολέμησαν στα στενά των Θερμοπυλών, έως ότου βρήκε διέξοδο ο Περσικός στρατός.

Jacques-Louis David, Léonidas aux Thermopyles, 1814, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι

Αναλυτικότερα, τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν ο περσικός στρατός πλησίαζε στην Θεσσαλία, ο συμμαχικός στρατός βρισκόταν στις Θερμοπύλες και ο στόλος στο Αρτεμίσιο, ώστε με συνδυασμένο αγώνα να αναχαιτίσουν τον επιδρομέα. Η αποστολή του συμμαχικού στόλου ήταν να μην αποκοπεί και να μην επιτρέψει περσική απόβαση στα νώτα του στρατού του εξηντάχρονου Λεωνίδα. Ενώ ο Ξέρξης κατέβαινε αργά, αλλά με ασφάλεια από τα/την Θέρμα/Θέρμη, (στα ερείπια της οποίας κτίστηκε η Θεσσαλονίκη), ο αρχιναύαρχος Μεγαβάτης αναχώρησε από τον Θερμαϊκό και προσέγγισε την ανατολική παραλία της Μαγνησίας, όπου διανυκτέρευσε. Το επόμενο πρωί, κτυπήθηκε από σφοδρότατη καταιγίδα για τρία ολόκληρα μερόνυχτα που επέφερε σημαντικές ζημιές, καταστρέφοντας περί τις 400 τριήρεις και αρκετά φορτηγά πλοία. Τα εχθρικά πλοία που γλίτωσαν μπόρεσαν να φθάσουν στους Αφέτες, (σημερινό Τρίκερι), μόλις την τέταρτη μέρα, αφού κόπασε ο αέρας, (νωρίς το δειλινό, της ίδιας μέρας κατά την οποία άρχισαν οι εχθροπραξίες στις Θερμοπύλες). Οι Πέρσες είχαν φθάσει νωρίτερα στις Θερμοπύλες αλλά αποφάσισαν να μην επιτεθούν στον Λεωνίδα, χωρίς την άφιξη του στόλου τους, αναμένοντας λόγω της υπεροχής τους από τους Έλληνες να διασκορπιστούν.

Ο περσικός στόλος, είχε ενισχυθεί με 120 πλοία και 24.000 άνδρες από τις περιοχές της Θράκης και ναυλοχούσε βορειοανατολικά από την θέση όπου είχε παραταχθεί ο ελληνικός στόλος, [Αρτεμίσιο], φράζοντας την είσοδο του Μαλιακού κόλπου, υποστηρίζοντας από την θάλασσα το στρατό του Λεωνίδα. Η θέση που είχε επιλέξει ο συμμαχικός στόλος, μετά από παρότρυνση του Θεμιστοκλή, ήταν ευνοϊκή καθώς προστατευόταν από τους ανέμους των βουνών της Εύβοιας όντας, παράλληλα, σε θέση να αποτρέψει την είσοδο του εχθρού στον Μαλιακό κόλπο. Η επικοινωνία με το στρατόπεδο του Λεωνίδα γινόταν με μικρά ταχύπλοα σκάφη.

Με την παρότρυνση του Θεμιστοκλή, ο οποίος είχε πληροφορίες από τον λιποτάκτη Σκιωναίο Σκυλλία[9] ότι οι Πέρσες είχαν ανυπολόγιστες ζημιές από την θαλασσοταραχή, αποφασίστηκε να δωθεί μάχη στο Αρτεμίσιο. Επιπλέον ο Σκυλλίας ενημέρωσε τον Θεμιστοκλή ότι οι Πέρσες είχαν στείλει περί τα 200 πλοία τους να διέλθουν την Εύβοια, για την περικύκλωση του ελληνικού στόλου. Οι Πέρσες, εκτιμώντας εσφαλμένα ότι οι Έλληνες δεν θα έμεναν να ναυμαχήσουν επιτόπου, σκέφτηκαν ότι εάν πραγματοποιούσαν κατά μέτωπο επίθεση, ίσως τα ελληνικά πλοία στην διάρκεια της νύχτας, κατόρθωναν να διαφύγουν προς το νότο και έτσι σχεδίασαν να τα κυκλώσουν. Στο συμμαχικό συμβούλιο των ναυάρχων όλοι υποστήριξαν την αναμονή της επίθεσης των Περσών, εκτός από τον Θεμιστοκλή ο οποίος συμβούλευσε άμεση επίθεση εναντίον του εχθρικού στόλου (Σταγειρίτης, 1816, σελ. 25). Άλλοι υποστήριξαν να επιτεθούν πρώτα εναντίον των 200 εχθρικών πλοίων. Συνεπώς βλέπουμε τους Έλληνες να αποκτούν την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλάζοντας τη στάση τους από αμυντική σε επιθετική. Αυτό δείχνει ακμαίο φρόνημα, με στόχο τον αιφνιδιασμό του εχθρού και την θέληση για δοκιμή των ικανοτήτων των δύο αντίπαλων στόλων. Από την πλευρά τους οι Πέρσες σκόπευαν να μην επιτεθούν νωρίτερα εναντίον των Ελλήνων, πριν τους ενημερώσουν αυτοί που θα έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, ότι έφθασαν στον προορισμό τους. Εάν το περσικό σχέδιο είχε πετύχει τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ άσχημα για τον ελληνικό στόλο, καθώς θα βρισκόταν περικυκλωμένος. Οι Έλληνες ήθελαν να δοκιμάσουν τις δικές τους τακτικές. Ειδικά τα σχέδια του Θεμιστοκλή θα εφαρμόζονταν πλέον στην πράξη, σε επιχειρησιακό επίπεδο. Όταν οι Πέρσες είδαν τους Έλληνες να εξορμούν με λίγα πλοία, (περί τις 600 τριήρεις), κύκλωσαν τον θρασύτατο ελληνικό στόλο, ώστε να συλλάβουν τα ελληνικά πλοία.

Αριθμός περσικών πλοίων, όταν αυτά βρίσκονταν στον Δορίσκο – αν και κατά την διάρκεια της πρώτης καταιγίδας στη Μαγνησία, απωλέσθηκε το 1/3 των πλοίων. Στην Αθήνα ανήκαν και οι 20 τριήρεις που επανδρώθηκαν από τους Χαλκιδείς αλλά και οι ενισχύσεις που κατέφθασαν την δεύτερη ημέρα στο Αρτεμίσιο (στην παρένθεση αναφέρονται οι πεντηκόντοροι).

Στις ναυμαχίες, ο περσικός στόλος χρησιμοποιούσε την τακτική της εμβολής αγήματος. Τα ισχυρότατης κατασκευής πλοία του μετέφεραν πολύ περισσότερους πολεμιστές σε σύγκριση με τα ελληνικά. Τοποθετούμενα σε πυκνή τάξη, πλησίαζαν τα ελληνικά και επιχειρούσαν να τα καταλάβουν με έφοδο (ρεσάλτο). Αντίθετα, τα ελληνικά πολεμικά τάσσονταν σε χαλαρή τάξη και προσπαθούσαν με την χρήση του εμβόλου να τα εξουδετερώσουν. Τα περισσότερα περσικά πλοία υπερκέρασαν τις δύο πλευρές της ελληνικής παράταξης. Οι Έλληνες τριήραρχοι με ψυχραιμία πύκνωσαν την παράταξή τους και σχημάτισαν κύκλο, εξασφαλίζοντας επίθεση από τα νώτα – ασφαλώς άλλος ένας επιτυχημένος αυτοσχεδιασμός του Θεμιστοκλή. Τα ελληνικά πλοία εγκατέλειπαν για λίγο τον αμυντικό κύκλο, έπλητταν με το έμβολό τους τα περσικά και επέστρεφαν στον κύκλο. Η ταχύτητα και η ακρίβεια των κινήσεών τους αποδεικνύουν το υψηλό ηθικό, τις ικανότητες των αξιωματικών και των πληρωμάτων και την τριβή τους για την απόκτηση εμπειριών και δεξιοτήτων. Έχοντας ως πλεονέκτημα την αποδυνάμωση του περσικού στόλου, από τις απώλειες λόγω της θαλασσοταραχής και της απομάκρυνσης των 200 εχθρικών πολεμικών, οι Έλληνες αποφάσισαν να επιτεθούν αργά το απόγευμα και επέτυχαν να συλλάβουν τριάντα εχθρικά πλοία έως ότου νύχτωσε (Α΄ φάση). Γνώριζαν ότι οι Πέρσες χρειάζονταν 40 ώρες για να περιπλεύσουν την Εύβοια. Οι τελευταίοι αιφνιδιάστηκαν. Η ναυμαχία κράτησε έως τη νύχτα, οπότε οι Έλληνες απέπλευσαν για το Αρτεμίσιο και οι Πέρσες για τους Αφέτες.

Συγχρόνως τα 200 εχθρικά πλοία που εστάλησαν για να βρεθούν στα νώτα του ελληνικού στόλου, έπεσαν σε σφοδρή καταιγίδα και καταστράφηκαν. Επιπρόσθετα, 53 αθηναϊκές τριήρεις κατέπλευσαν στο Αρτεμίσιο για ενίσχυση.[10] Ενθαρρυμένοι, οι Έλληνες το απόγευμα της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν στον εχθρικό στόλο, του οποίου πολλά πλοία χρειάζονταν επισκευή και τα πληρώματά τους ξεκούραση από την ταλαιπωρία της νυχτερινής θύελλας, κατέστρεψαν πλοία των Κιλίκων και επέστρεψαν στο αγκυροβόλιό τους (Β΄ φάση).

Στη συνέχεια, οι ναύαρχοι των Περσών φοβούμενοι την αντίδραση του Ξέρξη, διέταξαν τον στόλο τους να επιτεθεί. Οι Έλληνες ενθαρρυμένοι από τις προηγούμενες επιτυχίες τους, ανοίχτηκαν και ετοιμάστηκαν για την τρίτη σύγκρουση. Οι Πέρσες έθεσαν τα πλοία τους σε σχηματισμό, ώστε να υπερφαλαγγίσουν τον ελληνικό στόλο. Οι Έλληνες όμως ανταπεξήλθαν στηριζόμενοι με τα πλευρά τους στις ακτές. Και πολέμησαν ηρωικά. Τα περσικά πλοία καθώς σύγκλιναν να επιτεθούν συγκρούονταν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να καταστρέφονται. Παρόλα αυτά δεν ανέκρουσαν, αλλά πίεζαν τους Έλληνες προκαλώντας ζημιές. Μετά από πολύωρη ναυμαχία οι αντίπαλοι στόλοι χωρίστηκαν (Γ΄ φάση). Έπειτα από τρεις ημέρες αμφίρροπης ναυμαχίας στο Αρτεμίσιο,[11] δεν υπήρξε απόλυτος νικητής, με σημαντικές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Οι ασθενέστεροι Έλληνες αποκόμισαν πολλά, ενώ οι Πέρσες, αντίθετα, πίστευαν ότι ήταν εκείνοι που είχαν επικρατήσει. Η επισκόπηση των φάσεων της ναυμαχίας του Αρτεμισίου καταδεικνύει ότι οι Έλληνες πειραματίστηκαν σε διάφορα επιχειρησιακά σχέδια και τακτικές, ενώ εφάρμοσαν και ασκήσεις σύντονης εκπαίδευσης.

Χάρτης μάχης των Θερμοπυλών και της ναυμαχίας του Αρτεμισίου

Ωστόσο, η ταυτόχρονη ήττα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες (11 Αυγούστου 480 π.Χ.), υποχρέωσε τον ελληνικό στόλο να υποχωρήσει και να καταπλεύσει στη Σαλαμίνα. Μπορούμε για λίγο να φανταστούμε την επιστροφή κτυπημένων τριηρών, πρόχειρα επισκευασμένων, με σπασμένα κουπιά, κατεστραμμένα έμβολα, με κενά στους κωπηλάτες, μεταφέροντας σορούς, τραυματίες και πρόσφυγες, με εφόδια και ζώα, με αναπτερωμένο μεν το ηθικό φρόνημα των ανδρών, αποφασισμένων να συνεχίσουν τον αγώνα, αλλά με πολλά ερωτηματικά και ανησυχία για το μέλλον. Ο Λεωνίδας πέθανε στη μάχη, προκαλώντας βαριές απώλειες στους εισβολείς. Οι Πέρσες αναγκάστηκαν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες γιατί εκτός από λόγους γοήτρου, αδυνατούσαν να παρακάμψουν τα στενά λόγω του συμμαχικού στόλου. Οι συγκρούσεις στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο δεν έκριναν τον αγώνα. Κατέδειξαν όμως στους βαρβάρους την αρετή και το υψηλό φρόνημα των Ελλήνων.

Σε μία αποτίμηση της ναυμαχίας του Αρτεμισίου, η οποία κράτησε περίπου μία εβδομάδα, θεωρούμε ότι οι Έλληνες ήταν οι νικητές – απόκτησαν πείρα και θάρρος. Τα ελληνικά πληρώματα και οι κυβερνήτες εκπαιδεύτηκαν σκληρά στις θαλάσσιες συγκρούσεις και μάλιστα σε δύσκολο πεδίο, με ισχυρότερες αντίπαλες δυνάμεις. Μειώθηκε περαιτέρω η αυξημένη αναντιστοιχία των δύο αντίπαλων δυνάμεων. Οι Πέρσες άρχισαν να χάνουν την αυτοπεποίθησή τους. Ουσιαστικά, ήταν νίκη των Αθηναίων και του Θεμιστοκλή επί των Περσών. Θεωρούμε ότι ο Θεμιστοκλής θα πρέπει να είχε αντιληφθεί την αδυναμία συγκράτησης των εισβολέων στις Θερμοπύλες. Ωστόσο το στρατηγικό όπλο των Ελλήνων, ο συμμαχικός στόλος, χρειαζόταν άσκηση σε πεδίο μάχης, σύντονη εκπαίδευση, απόκτηση πολεμικής πείρας σε ναυτικές συγκρούσεις, δοκιμές δεξιοτήτων και επιχειρησιακών τακτικών, ανίχνευση των εχθρικών δυνατοτήτων και μεθόδων εμπλοκής τους, από τους Έλληνες κυβερνήτες και στρατηγούς και αναπτέρωση ηθικού.

Αρχαίο πολεμικό και εμπορικό πλοίο, αττικός κύλικας, 6ος αι. π.Χ., Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι.

Επιπρόσθετα έπρεπε να στηριχθεί κατάλληλα η ψυχολογία των Αθηναίων, καθώς ήταν μάλλον αναπόφευκτη η κατάληψη και η καταστροφή της πόλης τους, να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος για την εκκένωσή της και για συναφείς προετοιμασίες, αλλά και για να παρέλθει μέρος του φθινοπώρου, ώστε ο καιρός να αποδειχθεί σύμμαχος των Ελλήνων. Υπήρχαν και ελπίδες ενίσχυσης των αμυνομένων, είτε από αυτομολίες Ιώνων είτε από άλλες ελληνικές περιοχές. Υποχωρώντας τα αθηναϊκά πλοία, χάραζαν μηνύματα σε βράχους, όπου υπήρχαν πηγές με πόσιμο νερό και επρόκειτο να περάσουν οι εχθροί, προς τους Ίωνες και τους Κάρες, με τα οποία τους καλούσαν να αποστατήσουν ή να μην δείξουν τουλάχιστον προθυμία στις συγκρούσεις.

 

[Συνεχίζεται]

 

Ο Ιωάννης Βιδάκης είναι Αρχιπλοίαρχος (Ο) ΠΝ ε.α.
Ο Δημήτριος Γεωργαντάς είναι Υποναύαρχος (Ο) ΠΝ ε.α.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Θα είμαστε δίκαιοι αύριο, σήμερα πρέπει να είμαστε πανούργοι», δηλώνει ο Οδυσσέας στο νεαρό Νεοπτόλεμο όταν τον συνοδεύει για να εξαπατήσει τον Φιλοκτήτη, κατά τα λεγόμενα του Σοφοκλή.

[2] Ειδικότερα για την ηγεσία του Θεμιστοκλή, βλ. Βιδάκης, Γεωργαντάς, Μπάλτος, (28-9-2020). «Ηγεσία σε περιβάλλον Κρίσης: Ένα Ιστορικό Υπόδειγμα», στην Θεματική Ενότητα: Ηγεσία & Λήψη Αποφάσεων,  https://infognomonpolitics.gr/2020/09/themistoklis-igesia-lipsi-apofaseon-navmachia-tis-salaminos/

[3] Στο έργο παρουσιάστηκαν το 493 π.Χ., οι καταστροφές που υπέστη η Μίλητος από τους Πέρσες,καθώς ήταν το κέντρο της εξέγερσης των πόλεων της Ιωνίας εναντίον τoυς. Κατά την αρχαία παράδοση η συναισθηματική φόρτιση των θεατών ήταν τόσο μεγάλη, που διέκοψαν την παράσταση και τιμώρησαν τον Αθηναίο δραματουργό με βαρύ πρόστιμο 1.000 δραχμών, επειδή τους θύμισε «οικεία κακά».

[4] Με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου έκαστος από τους εκατό (100) πλουσιότερους Αθηναίους ανέλαβε τη ναυπήγηση μίας τριήρους. Αναλυτικότερα βλ. https://elisme.gr/gr/2013-01-07-19-12-38/2013-01-07-19-13-45/2013-01-07-19-17-39/item/42-889, https :// epppl. lexxion. eu / article / EPPPL/2021/1/10

[5] Ο πάμπλουτος Λυδός Πύθιος, (μάλλον εγγονός του βασιλιά Κροίσου, ακολουθώντας βαθιά φιλοπερσική πολιτική, παρείχε πλουσιοπάροχη υποστήριξη στο στράτευμα του Ξέρξη), αναφερόμενος στο Αιγαίο ενώπιον του ίδιου του Μεγάλου Βασιλέα δεν διστάζει να το αποκαλέσει «Ελληνική Θάλασσα», υποχρεωμένος από την πραγματικότητα, αν και φυσικά ο ίδιος Ξέρξης δεν θα ήθελε να ακούσει κάτι ανάλογο.

[6] Αναλυτικότερα τα πολεμικά πλοία των Περσών αποτελούνταν από: 300 Φοινικικά, 200 Αιγυπτιακά, 150 Κυπρίων, 100 Ιώνων, Χίων & Σαμίων, 100 Ελλησπόντιων & Πόντιων, 100 Κιλικίων, 70 Καρίων, 77 Αιολέων, Λέσβιων & Τενέδιων, 50 Λυκίων, 30 Δωριέων (Κάριοι, Ρόδιοι, Κώες) και 30 Πάμφυλων. Επιπλέον, διέθετε 3.000 μεταγωγικά & φορτηγά πλοία, (πεντηκοντόρους, τριακοντόρους, και μικρότερα σκάφη), για τη μεταφορά αλόγων και εφοδίων. Στις τριήρεις επέβαιναν 277.600 και 240.000 άτομα στα βοηθητικά πλοία, (σύνολο 517.600 άνδρες). Η αρχηγία στις ναυτικές δυνάμεις των εισβολέων είχε ανατεθεί σε τέσσερεις ονομαστούς στρατηγούς: τον Μεγάβαζο, τον αδελφό του Ξέρξη Α΄ Αριαβίγνη, τον Πληξάσπη και τον Αχαιμένη. Στόλαρχος των Περσών ήταν ο Μεγαβάτης.

[7] Ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων συμμετείχε στο προηγούμενο συνέδριο των Ελλήνων στην Κόρινθο και δεσμεύτηκε για στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης των Περσών.

[8] Όταν οι Αθηναίοι ήθελαν να εκλέξουν στρατηγό για να αναλάβει το βάρος του πολέμου, κανένας δεν αποδεχόταν την θέση. Τελικά δέχθηκε ο Επικύδης, (γιός του Ευφημίδου), με ευφράδεια, δεινός δημαγωγός, φιλάργυρος, άνανδρος και δειλός. Ο Θεμιστοκλής φοβούμενος την δειλία ή την φιλαργυρία του, τον έπεισε δωροδοκώντας τον να του παραδώσει τη στρατηγία.

[9] Η Σκιώνη, ήταν αποικία των Ευβοιωτών στην Παλλήνη της Χαλκιδικής (χερσόνησος της Κασσάνδρας). Ο Σκυλλίας «δύτης των τότε ανθρώπων άριστος», κατά τον Ηρόδοτο, ήταν γνωστός για τις σπουδαίες κολυμβητικές του επιδόσεις και οι Πέρσες τον συνέλαβαν. Όταν έμαθε τα σχέδια των Περσών, βούτηξε στην θάλασσα, έκοψε τα σχοινιά από τις άγκυρες των περσικών πλοίων, δημιουργώντας τους τεράστια προβλήματα και χρησιμοποιώντας ένα καλάμι ως αναπνευστήρα κολύμπησε, χωρίς να ανέβει στην επιφάνεια της θάλασσας, από τους Αφέτες έως το Αρτεμίσιο, μία απόσταση 80 σταδίων, δηλ. περ. 14.800 μ. Το εντυπωσιακό είναι, ότι ενώ στην Ελλάδα ο Σκυλλίας δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός, θεωρείται διεθνώς ο πρώτος κολυμβητής μεγάλων αποστάσεων, βατραχάνθρωπος, καταδύτης και «κυνηγός» ενάλιων θησαυρών σε όλη την παγκόσμια ιστορία!

[10] Πιθανόν να είχαν σταλεί για την προστασία του στενού του Ευρίπου και μετά την καταστροφή των 200 περσικών πλοίων, να κατέπλευσαν στο Αρτεμίσιο. Ή πιθανόν να κατέπλευσαν από τον Πειραιά, όπου μεριμνούσαν για μεταφορά των πληθυσμών της Αθήνας στη Σαλαμίνα, Τροιζήνα και Αίγινα. Ίσως να είχε ζητήσει ενισχύσεις ο Θεμιστοκλής προκειμένου να καταναυμαχήσει τον εχθρικό στόλο.

[11] Ο Πίνδαρος έγραψε για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου: «όπου παίδες Αθηναίοι κρηπίδα λαμπράν έστησαν ελευθερίας» – «Εκεί τα παιδιά της Αθήνας έβαλαν το φωτεινό θεμέλιο της ελευθερίας».