Σοφία Ηλιάδου-Τάχου
Η κατοχική βία στην Δυτική Μακεδονία: Μεθοδολογικά ζητήματα και εννοιολογικοί προσδιορισμοί
Μέχρι σήμερα η ιστοριογραφία είχε την τάση να διερμηνεύει τα γεγονότα της κατοχικής περιόδου δημιουργώντας ένα μεγάλο ενιαίο αφήγημα, στο πλαίσιο του οποίου παρέχονταν αναφορικά με κάθε συγκείμενο οι ίδιοι αδιαφιλονίκητοι κώδικες προσέγγισης και αποτίμησης των τραυματικών εμπειριών της περιόδου. Όπως αποδείχτηκε όμως στη συνέχεια τα εργαλεία αυτά και διαμεσολαβημένα από την μετέπειτα εμπειρία ήταν και αδόκιμα, αφού δεν λάμβαναν υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Στο συμπέρασμα της σημασίας που θα είχε μια αποκωδικοποίηση των τοπικών κοινωνιών την κατοχική περίοδο οδηγηθήκαμε μέσα από τη διερεύνηση της δράσης της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης,[1] η οποία αποδείχτηκε μια υπόθεση διαφορετική από την αντίστοιχη εμπειρία της ΟΠΛΑ που έδρασε στην Αθήνα.
Για να θέσουμε όμως τον όλο προβληματισμό στις ουσιαστικές του διαστάσεις πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η διερεύνηση των αποχρώσεων της κατοχικής βίας, όπως εμφανίστηκε από τους Καθηγητές Νίκο Μαραντζίδη και Στάθη Καλύβα πολύ πρόσφατα,[2] βάζει ανάμεσα στα άλλα στο τραπέζι, με το παράδειγμα της Πελοποννήσου, τη συζήτηση για τη σημασία του τοπικού συγκείμενου, δηλαδή της μικροϊστορικής εστίασης και εκκινεί τον διάλογο για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει μια ουσιαστική αποτύπωση/ερμηνεία των συνιστωσών που προσδιορίζουν το πλαίσιο αυτό. Παρακολουθώντας η επιστημονική κοινότητα τη διαμάχη ανάμεσα στους ιστορικούς που προαναφέρθηκαν και στους Ηλία Νικολακόπουλο[3] και Χάγκεν Φλάϊσερ [4] στάθηκε κατά την εκτίμησή μου περισσότερο σε ζητήματα όπως η άρση της πνευματικής ηγεμονίας της δεξιάς ή η ανάδυση της πνευματικής ηγεμονίας της αριστεράς, ή ακόμα η σημασία της ερευνητικής εμμονής στις ανθρωποκτονίες, παρά σε αυτό το οποίο, χωρίς ίσως να το ιεραρχούν ως προτεραιότητα, εντούτοις το έβαλαν, από την πίσω πόρτα στο τραπέζι, οι μελέτες των «αναθεωρητών» : αυτό αφορούσε στη σημασία που είχε η εστίαση στους παράγοντες που διαμόρφωσαν το τοπικό συγκείμενο, άρα η αποτύπωση και η ερμηνεία των ιδιαίτερων συνθηκών των τοπικών κοινωνιών, η αιτιολόγηση των επιλογών αυτών από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες και η κατάδειξη της πολυπαραγοντικής εξίσωσης του ποιος, γιατί, πότε, με ποιου την καθοδήγηση παρήγαγε ποια μορφή βίας. Γιατί η βία ως κοινωνικό φαινόμενο προϋποθέτει την περιγραφή της κοινωνίας μέσα στην οποία ασκείται, δηλαδή των υποκειμένων της βίας και των θυμάτων, που μέχρι να υποστούν τη βία, είχαν ασκήσει και αυτά τη δική τους βία, για κάποιους κοινωνικούς, ταξικούς, εθνοτικούς, οικονομικούς κλπ λόγους. Βέβαια ο Χάγκεν Φλάϊσερ τονίζει ότι το αναθεωρητικό ρεύμα στη θεώρηση της κατοχής δεν έδωσε παρά μερικές αξιόλογες τοπικού χαρακτήρα μελέτες οι οποίες δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά το περιτύλιγμα μιας διεπιστημονικής παλιάς συνθηματολογίας δοσμένης με οίηση. Έχει πει όμως και το έχει πολύ γρήγορα προσπεράσει, κάτι που είναι πιο σημαντικό από όλα τα άλλα, την σημασία της εστίασης, κατανόησης και ερμηνείας της «τοπικότητας» με πεδίο εφαρμογής την κατοχή. Και οπωσδήποτε, μετά την κατάλυση της χούντας, η ιστορική σκέψη βγήκε από τον γύψο και αναζήτησε τον δρόμο της, πέρα από τις κίβδηλες παραχαράξεις της «νομιμόφρονος εθνικοφροσύνης», υιοθετώντας την κριτική σκέψη και αποδεχόμενη την οπτική των «πολλαπλών αναγνώσεων». Κατά συνέπεια η μικροϊστορική εστίαση μέσα στο πλαίσιο της νέας πολιτισμικής ιστορίας μπορεί κατά τη γνώμη μου να φωτίσει το τοπικό και μέσα από αυτό το εθνικό. Και μπορεί να μας δώσει ακόμα και αυτό που ορίστηκε ως η ιστορία από τα κάτω, δηλαδή να σκύψει πάνω από την οπτική των απλών ανθρώπων, αυτών που δεν υπήρξαν οι πρωταγωνιστές στα δρώμενα εθνικής εμβέλειας.
Έχοντας αυτά κατά νου, επιχειρούμε μια αποτύπωση των παραμέτρων Κατοχή-Αντίσταση-Εθνοτικές και Εμφύλιες συγκρούσεις, όπως αυτή υλοποιήθηκε στη Δυτική Μακεδονία, με την προσδοκία να δημιουργήσουμε ένα ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο να μπορεί να ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη περιοχή και να λαμβάνει υπόψη τις ιδιάζουσες συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε αυτήν, όπως για παράδειγμα τα εθνοτικά ζητήματα, ή οι διεκδικήσεις των εμπλεκομένων δυνάμεων στο πολιτικό πάζλ της περιόδου. Οπωσδήποτε όπως είναι αναγκαίο, λαμβάνονται υπόψη και προσμετρούνται κριτήρια όπως η δημογραφική σύνθεση της Δυτικής Μακεδονίας, η κοινωνική/ταξική διαστρωμάτωση της πόλης και της υπαίθρου, οι εθνοτικές ταυτότητες που κατασκευάστηκαν μέσα από τις ιστορικές συνθήκες ή επανακαθορίστηκαν μέσα στη δυναμική της κατοχικής συγκυρίας και καθόρισαν στη συνέχεια τις στάσεις του πληθυσμού απέναντι στην ελληνική ή τη γερμανική διοίκηση της κατοχικής περιόδου.

Η πρώτη βασική αρχή της έρευνάς μας είναι ότι για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα χρώματα ή τις αποχρώσεις της βίας είναι αναγκαία η ένταξή της στο συγκείμενο και η καταγραφή των χαρακτηριστικών των χρονικών περιόδων άσκησής της. Καθίσταται έτσι δυνατή η συσχέτιση της βίας με τη δυναμική της «συγκυρίας» μέσα στην οποία εντάσσεται για να την ερμηνεύσουμε. Επομένως το πρώτο ζητούμενό μας είναι να δούμε τί έγινε στην Δυτική Μακεδονία την περίοδο της κατοχής, δηλαδή ποιος και γιατί άσκησε βία και κάτω από ποιες συνθήκες. Η δεύτερη αρχή στην έρευνά μας σχετίζεται με το περιεχόμενο της έννοιας «βία». Γιατί ως «βία» η μελέτη μας δεν αντιλαμβάνεται αποκλειστικά τις δολοφονίες, αλλά όλες τις εκφάνσεις του φαινομένου: δηλαδή τις φυλακίσεις, τις σωματικές ποινές, τις εκτελέσεις, τους τραυματισμούς, τις μαζικές εξοντώσεις, τα ολοκαυτώματα, τα αντίποινα, τις εθνοκαθάρσεις, τις εθνοτικές-εξοντώσεις, τα χρηματικά πρόστιμα/ποινές, τις δικαστικές διώξεις, τους εκτοπισμούς, την οικονομική εξόντωση, την καταστροφή του παραγωγικού ιστού, τις πυρπολήσεις, τις ομηρίες, την παρακολούθηση των εκτελέσεων, τον στρεβλό επισιτισμό, τις λαθροχειρίες, τις επιτάξεις ζώων, αυτοκινήτων, σπιτιών, περιουσιακών στοιχείων, γεννημάτων, την ηθική βία, τους βιασμούς όλων των μορφών, την τρομοκρατία, τη διασπορά φόβου, και όλα τα ανάλογα. Επομένως σε αυτή τη μελέτη επιλέξαμε να αναφερθούμε σε όλες τις μορφές αυτής της βίας, είτε ασκούνται από τα κράτη και τα κρατικά ή διοικητικά μορφώματα που έχουν το μονοπώλιο της έννομης βίας, είτε από εκείνους που την αμφισβητούν, δίνοντας έμφαση στα υποκείμενα της βίας και στις χρωματικές συνυποδηλώσεις που την συνοδεύουν. Και η τρίτη αξιωματική αρχή που υιοθετήθηκε είναι η εκ προοιμίου αποδοχή του «αδόκιμου» χαρακτήρα κάθε συμψηφισμού. Η δυναμική της κατοχικής περιόδου ειδικά στη Δυτική Μακεδονία που ήταν διαρκώς στο κόκκινο επιτάσσει κατά τη γνώμη μας την εκ προοιμίου καταγγελία όλων των πολιτικών προθέσεων που μπορεί να ελλοχεύουν πίσω από την έρευνα. Η βία δεν έχει κατά τη γνώμη μας ποσοτικά χαρακτηριστικά αλλά ποιοτικά. Και από μόνη της αποτελεί ιστορικό δρώμενο, η νομιμότητα του οποίου απορρέει από την αντίληψή μας για τη νομιμότητα του κράτους ως θεσμού που την ασκεί ή εναντίον του οποίου τα υποκείμενα της βίας επαναστατούν. Γιατί ήδη από την εποχή του «κοινωνικού συμβολαίου» του Ζαν Ζακ Ρουσώ η επανάσταση ενάντια σε ένα κράτος του οποίου οι άρχοντες δεν αποβλέπουν στο όφελος των πολιτών είναι «νόμιμη». Επομένως εκείνο που νομιμοποιεί την βία που ασκήθηκε την περίοδο της κατοχής προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημα ποιανού το συμφέρον υπηρετούσε το κατοχικό κράτος, το συμφέρον των κατακτητών ή αυτό των πολιτών. Αν υπηρετούσε το πρώτο, τότε η βία των πολιτών ήταν νόμιμη, αν υπηρετούσε το δεύτερο, τότε η βία του κράτους ήταν νόμιμη.
Στο μεθοδολογικό πεδίο επιλέξαμε την μικροϊστορική εστίαση της κατοχικής βίας, η οποία εστιάζει στις συνιστώσες του χώρου της Δυτικής Μακεδονίας, αποτυπώνει τον γεωγραφικό καταμερισμό της και αποπειράται να καταλήξει σε αξιόπιστα συμπεράσματα. Ωστόσο, επειδή έχουν εντοπιστεί από τη βιβλιογραφία μειονεκτήματα της μικροϊστορικής εστίασης αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στα εξής σημεία αναφοράς: Πρώτα πρώτα προσπαθούμε να αποτρέψουμε στην ανάλυσή μας αυτό που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε «α-πολιτικοποίηση της βίας»[5] αποτέλεσμα στο οποίο είναι πιθανόν να οδηγήσει ο εγκλωβισμός ενός κοινωνικού φαινομένου όπως η βία στο πεδίο της «τοπικότητας». Για να το πετύχουμε αυτό χρησιμοποιούμε στην κατάταξή μας ως κυρίαρχο δομικό στοιχείο την προέλευσή της, το υποκείμενο δηλαδή που την ασκεί. Έτσι η βασική διάκριση είναι Μαύρη βία, σημαίνον που αντιστοιχεί στη βία των αρχών κατοχής άρα στην τύποις έννομη εξουσία από τη μια και την κόκκινη βία, άρα τη βία των αντιστασιακών κινημάτων ή της επανάστασης, η οποία, όσο και αν δεν απορρέει από την έννοια του κράτους, έχει το δικό της ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο.

Μέσα σε αυτό το βασικό σχήμα εντάσσονται και δομούνται τα επί μέρους που εκκινούν από το γενικό, το πανελλήνιο και εστιάζουν στο περιφερειακό-τοπικό.
Κατά τη γνώμη μας η μικροϊστορική εστίαση στην ερμηνεία της βίας έχει εκτός από τα μειονεκτήματα που προαναφέρθηκαν και πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, η εστίαση του ερευνητή στο πεδίο της «τοπικότητας» δεν αναιρεί εξ ορισμού τις διαστάσεις της πολιτικοποίησης της βίας. Αν οι ευκαιρίες εμβάθυνσης που δημιουργούνται, στην περίπτωση βέβαια που υπάρξει η καλή γνώση των τοπικών παραμέτρων, συνδυαστεί με την πολιτική δυναμική της συγκυρίας, η τοπικότητα ενσωματώνεται κατά την άποψή μας σε ένα εθνικό/διεθνές συγκείμενο και η έρευνα δεν οδηγεί στην α-πολιτικοποίηση της βίας, αλλά στη διαμόρφωση ενός ερμηνευτικού σχήματος με πολιτικές συνιστώσες. Ακόμα επειδή στην υπάρχουσα βιβλιογραφία η βία αντιμετωπίζεται ως μηχανιστική αντίδραση που δεν συναντά τα συλλογικά ιδεολογικά προτάγματα [6], στη μελέτη μας η βία αποδίδεται σε αντιπαρατιθέμενες ιδεολογίες και ομάδες που εμφορούνται από αυτήν. Είναι για παράδειγμα η βία της ελληνικής κατοχικής διοίκησης, ή η βία του ΕΑΜ, αλλά πίσω από τις λογικές των ομάδων ελλοχεύει η διαφορετική πολιτική ή ιδεολογική κουλτούρα, η διαφορετική εθνοτική κουλτούρα και όλα αυτά καταβάλλεται προσπάθεια να συσχετιστούν και να αναδειχτούν. Άρα μέσα στο συγκεκριμένο ερμηνευτικό σχήμα η βία δεν αντιμετωπίζεται ως μηχανιστική αντίδραση που δεν συναντά τα συλλογικά ιδεολογικά προτάγματα, αλλά ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της αντίστασης/αποδοχής των συλλογικών ιδεολογικών προταγμάτων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ενώ στην πρόσφατη βιβλιογραφία η βία θεωρήθηκε προνομιακό εργαλείο για την ερμηνεία των στάσεων της τοπικής κοινωνίας απέναντι στην κατοχή ή στο ΕΑΜ,[7]στην παρούσα μελέτη οι συνιστώσες της τοπικής κοινωνίας, οι ταξικοί διαχωρισμοί, οι εθνοτικές διακρίσεις, ο καταμερισμός της εργασίας αποτελούν παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν στην ερμηνεία της βίας, δηλαδή να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί ο τοπικός παράγοντας Α καταλήγει στο να επιλέγει την βία. Επομένως η βία δεν ερμηνεύει κατά τη γνώμη μας τις στάσεις της τοπικής κοινωνίας, αλλά η τοπική κοινωνία και οι συνιστώσες της μας οδηγούν στο να καταλάβουμε γιατί επιστρατεύεται η βία. Ακόμα σε ότι αφορά στο συγκεκριμένο ερμηνευτικό σχήμα η βία θεωρείται ως αυτοσκοπός ενώ η ερμηνεία της εδράζεται τόσο στα τοπικά όσο και στα συλλογικά ιδεολογικά προτάγματα που καθορίζουν την συγκυρία. Έτσι για παράδειγμα μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη βία με βάση τη μεταβλητή «μειονότητα» /«εθνοτικά ζητήματα» αλλά και να αποκωδικοποιήσουμε την ανα-σηματοδότηση παλιών ταυτοτήτων κάτω από τη δυναμική των νέων εθνικών/διεθνών συγκυριών. Γιατί θεωρούμε πως μέσα από αυτό το σχήμα μπορούν να ερμηνευτούν τα είδη/μορφές της βίας ως κοινωνικού φαινομένου στην διαχρονικότητά του και να οδηγηθούμε στην καταγραφή μιας νέας ανάγνωση του παρελθόντος υπό το φως των νέων δεδομένων. Και ακριβώς αυτή η διαχρονία καθιστά τη βία ένα ιστορικό φαινόμενο και την προσέγγισή της ένα κατεξοχήν αντικείμενο του ιστορικού. Τέλος αν για ένα μέρος των ιστορικών η βία συνιστά ένα κοινωνικό πεδίο πρόσφορο για ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, [8]η δική μας μελέτη δεν θέτει ανάλογους στόχους, αλλά αρκείται στην πλαισίωσή της, στην κατανόησή της και στην επισήμανση των πολιτισμικών της διαστάσεων και χαρακτηριστικών.

Ειδικότερα η μικροϊστορική εστίαση στη Δυτική Μακεδονία έχει εξορισμού τις προϋποθέσεις για να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι κατά τη γνώμη μας το γεγονός ότι η περιοχή διακρίνεται για την παρουσία σλαβόφωνων πληθυσμών, η στάση απέναντι στους οποίους καθόρισε όχι μόνο τη βία/αντι-βία της βουλγαρικής διοίκησης ή την βία/αντι-βία της ελληνικής διοίκησης και κατ επέκταση τη συνακόλουθη βία της γερμανικής ή της ιταλικής αλλά και τη διαχείριση της βίας των άλλων από το ΕΑΜ/ΚΚΕ ή τη έκφραση της δικής του βίας/αντι-βίας. Και οπωσδήποτε σε αυτό το πολυπαραγοντικό πλαίσιο έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η πολιτική διαχείριση της βίας. Επίσης η ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας κατοικήθηκε μετά από το 1923 από μεγάλο αριθμό προσφύγων, οι οποίοι αποκαταστάθηκαν αγροτικά από την ΕΑΠ. Οι σχέσεις τους με τους σλαβόφωνους γηγενείς κατοίκους απέβησαν προβληματικές, κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να διαχειριστεί ζητήματα της αποκατάστασης που αποτελούσαν αντικείμενο διεκδίκησης από τις δύο πλευρές και εξαιτίας της μεροληπτική ή προνομιακής μεταχείρισης των προσφύγων έναντι των σλαβόφωνων. Η συγκυρία της Κατοχής ειδικά σε αυτή την περιοχή αναπαρήγαγε παλιές ταυτότητες, αναθέρμανε διαφορές και δημιούργησε χαρακώματα. Κατά συνέπεια η μικροϊστορική εστίαση στη Δυτική Μακεδονία μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα για τον προσδιορισμό των χρωμάτων ή των αποχρώσεων της κατοχικής βίας. Για την επίτευξη των στόχων που προαναφέρθηκαν χρησιμοποιήθηκαν α) η ιστορική-ερμηνευτική μέθοδος που βασίζεται στη μελέτη πρωτογενούς αρχειακού υλικού και β) η ημιδομημένη συνέντευξητων πρωταγωνιστών ή των συγγενικών τους προσώπων.
Από την έρευνα που έγινε προέκυψε με σαφήνεια μια κατηγοριoποίηση των υποκειμένων αλλά και των αποδεκτών της βίας στη Δυτική Μακεδονία. Γιατί όπως τονίστηκε από την αρχή οι θύτες που μετασχηματίζονταν κατά περίσταση σε αποδέκτες της βίας την περίοδο της κατοχής στη Δυτική Μακεδονία και τανάπαλιν, ήταν όλοι εκείνοι που ασκούσαν τη βία, ή δέχονταν τις επιπτώσεις της κατ’ εντολήν των ιθυνόντων. Τέτοιοι στη Δυτική Μακεδονία ήταν οι κάτοικοι των αγροτικών και αστικών κέντρων της περιοχής, που άλλοτε λειτουργούσαν ως θύτες και άλλοτε ως θύματα. Επιχειρώντας λοιπόν μια πρώτη ανάγνωση οφείλουμε να τονίσουμε πως η μαύρη βία ήταν η βία των κατοχικών αρχών, ενώ η κόκκινη βία ήταν η βία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και πρώτιστα του ΕΑΜ/ΚΚΕ το οποίο και κυρίως έδρασε στη Δυτική Μακεδονία, εξοβελίζοντας στο πλαίσιο εμφύλιων συγκρούσεων τις λοιπές εθνικιστικές αντιστασιακές οργανώσεις της περιοχής.
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε ως υποκείμενα της μαύρης βίας θεωρήθηκαν α) η ελληνική κατοχική διοίκηση β) η γερμανική κατοχική διοίκηση (γερμανικό φρουραρχείο) γ) η βουλγαρική κατοχική διοίκηση (Βούλγαροι αξιωματικοί-σύνδεσμοι στο γερμανικό φρουραρχείο)[9] δ) η ιταλική κατοχική διοίκηση. Ξεκινάμε λοιπόν από την περιγραφή της κατοχικής συγκυρίας, την οποία διαμόρφωσε κατά κύριο λόγο ο γερμανικός παράγοντας.[10] Όπως αποδείχτηκε από την έρευνα οι στόχοι της βίας που άσκησαν οι Γερμανοί στην Κοζάνη και στη Φλώρινα ήταν συνυφασμένοι με τα γεωστρατηγικά σχέδια τους και εξυπηρετούσαν πρώτιστα τις ανάγκες ανεφοδιασμού του στρατού τους. Έτσι μια μελλοντική προοπτική ελέγχου των Βαλκανίων συμπεριλάμβανε για τους Γερμανούς όχι μόνο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως κόμβο ενός γερμανικού δικτύου πόλεων, αλλά και την οδό Φλώρινας-Μοναστηρίου ως διόδου διέλευσης από και προς την Ευρώπη. Για όλους αυτούς τους λόγους που προαναφέρθηκαν οι Γερμανοί δεν ήταν διατεθειμένοι επ’ ουδενί να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Βούλγαρους να υλοποιήσουν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878 και να τους προσφέρουν «έτοιμη στο πιάτο» την υλοποίηση του εθνικού τους οράματος για τη Μεγάλη Βουλγαρία.

Αλλά στην περιοχή υπήρχαν και οι «βουλγαρόφρονες». Πραγματικά η προσέγγιση των ιστορικών στοιχείων τεκμηριώνει τον μετασχηματισμό της ταυτότητας μερίδας των σλαβόφωνων σε «βουλγαρόφρονες» ή εκδηλωθέντες ότι ανήκουν εις την βουλγαρικήν εθνικότητα. Τα αίτια του μετασχηματισμού της ταυτότητας των σλαβόφωνων θα πρέπει να αναζητηθούν στην ισχυρή παρουσία του βουλγαρικού παράγοντα στην περιοχή, στις ισχυρές προκλήσεις που η παρουσία αυτή θεωρήθηκε ότι διασφάλιζε, για παράδειγμα κοινωνικό κύρος για τους αστούς εξ αυτών και δυνατότητες επιβίωσης μέσα από το δίκτυο παροχής τροφίμων που είχε συσταθεί για τους κατοίκους των χωριών. Εξίσου σημαντική όμως παράμετρος που επιτάχυνε τη διαδικασία διχοτόμησης της ταυτότητας των σλαβόφωνων και μετασχηματισμού της σε ταυτότητα «βουλγαροφρόνων» στο νομό της Φλώρινας ήταν η λειτουργία της συλλογικής μνήμης της ομάδας των σλαβόφωνων. Η συγκυρία της κατοχής και ο διαχωρισμός σε «γνήσιους Έλληνες και ύποπτους σλαβόφωνους» από την ελληνική διοίκηση της κατοχικής περιόδου οδήγησε στην ανανοηματοδότηση παλιών βιωμάτων της μεταξικής περιόδου, αλλά και των αδικιών που είχαν συμβεί σε βάρος τους, εξαιτίας της προσφυγικής εγκατάστασης.[11] Κατά συνέπεια η μνήμη της εθνοτικής ομάδας, υπό το κράτος της τραυματικής συγκυρίας της κατοχής, ακύρωσε την προσέγγιση που είχε επιτευχθεί στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Οι προκλήσεις και οι υποσχέσεις στη συνέχεια του εθνικιστικού και φασιστικού βουλγαρικού κράτους δια των εκπροσώπων του Βούλγαρων συνδέσμων, εκλήφθηκαν από εκείνη τη μερίδα της εθνοτικής ομάδας των σλαβόφωνων, που εκδηλώθηκαν ως βουλγαρόφρονες, ως ελκυστικές. Οι διαδικασίες «ταυτοποίηση» με την έννοια που προσδίδει στον όρο ο Barth είχαν ξεκινήσει.[12]
Εν κατακλείδι η έρευνα απέδειξε την ισχυρή παρουσία των βουλγαρικών βλέψεων για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και ειδικά για τις σλαβόφωνες κοινότητες της Φλώρινας και της Καστοριάς, στις οποίες κυρίως η βουλγαρική πολιτική απευθυνόταν. Απέδειξε όμως πως ο κίνδυνος αυτός, ήταν διαχειρίσιμος από την ελληνική πλευρά, επειδή τα συμφέροντα των Γερμανών και της ελληνικής διοίκησης συνέκλιναν σε ένα σημείο: στο ότι η περιοχή της Φλώρινας δεν έπρεπε να περιέλθει υπό βουλγαρικό έλεγχο. Αυτό αντέβαινε στα σχέδια των Γερμανών, τους έφερνε σε σύγκρουση με την ελληνική διοίκηση και δημιουργούσε σε αυτούς πρόσθετα προβλήματα.

Υποσημειώσεις
[1] Ηλιάδου-Τάχου Σ. (2013). Μέρες της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
[2] Καλύβας Στάθης (2000). Κόκκινη τρομοκρατία. Η βία της αριστεράς στην Κατοχή. στο συλλογικό, Μαζάουερ Μαρκ (επιμ.) Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα 1943-1960. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ.142-183, Καλύβας Στάθης ( 2002). Μορφές, Μορφές, Διαστάσεις και Πρακτικές της Βίας στον Eμφύλιο (1943-1949): Μια πρώτη Προσέγγιση. Στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος και Γρηγόρης Ψαλίδας (επιμ.) Ο εμφύλιος πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο. Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1945. Αθήνα: Θεμέλιο, σ. 188-207. Ακόμα εις http://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/4170, Καλύβας Στάθης, Μαραντζίδης Νίκος (2004). Δεκάλογος της φρέσκιας ματιάς. Τα Νέα. 20.3.2004, Kalyvas Stathis N (2006). The logic of violence in civil war. Cambridge University Press, Kalyvas Stathis N (2008) Armed collaboration in Greece, 1941–1944. European Review of History—Revue européenne d’histoire Vol. 15, No. 2, April 2008, π. 129–142, Καλύβας Στάθης (2009).Η Ιστορία ως τυμβωρυχία. Το Βήμα, 20.12.2009. Καλύβας Στάθης (2009 ). Η γεωγραφία της εμφύλιας βίας στη κατοχική Μεσσηνία. Μια ποσοτική προσέγγιση. Εις Καρακατσιάνης Ιωάννης (επιμ.). Νότια Πελοπόννησος 1935-1950. Αλφειός, σ. 1-19.
[3] Νικολακόπουλος Ηλίας , Τα Νέα, 28.11.2009.Wallace J. David, Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα], «Τα Νέα»/ «Βιβλιοδρόμιο», 28.11.2009.
[4] Τα Νέα» (28.11.2009). Έκθεση ταγματάρχη Ντέιβιντ Γουάλας για τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις (1943). Καλύβας «Βήμα της Κυριακής», 20 Δεκεμβρίου 2009. «Η Ιστορία ως τυμβωρυχία». Φλάισερ Χάγκεν «Βήμα της Κυριακής» 10 Ιανουαρίου 2010 « Η “κόκκινη” και η “μαύρη” βία».
[5] Skocpol Theda (1979). State and social Revolutions. A comparative analysis of France, Russia and China. Cambridge: Cambridge University Press, p. 4.
[6] Βόγλης Πολυμέρης (2016). Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου. Αθήνα : Αλεξάνδρεια, σ. 25-26.
[7] Skocpol. State and social Revolutions, ό.π., p. 4.
[8] Βόγλης. Η αδύνατη επανάσταση, ό.π. , σσ.25.
[9] Ενώ η βιβλιογραφία μέχρι σήμερα αναφέρεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η περιοχή της Φλώρινας είχε γερμανική διοίκηση, ότι υπήρχε ιταλική διοίκηση στην Καστοριά και στην Κοζάνη γερμανική, επιμένω πως ειδικά στη Φλώρινα και στην Καστοριά η παρουσία του βουλγαρικού παράγοντα ήταν τόσο συχνή, ώστε δικαιούμαστε να μιλάμε και για βουλγαρική παρέμβαση στις περιοχές αυτές.
[10] Hλιάδου-Τάχου Σ. & Ανδρέου Α. (2017). “Μετασχηματισμός των ταυτοτήτων των σλαβόφωνων της Δυτικής Μακεδονίας (1941-1944): ο ρόλος των τοπικών ελίτ και η δυναμική της συγκυρίας”, Συνέδριο Η Δυτική Μακεδονία στη δεκαετία 40-50. Θεσσαλονίκη-Επίκεντρο
[11] Κωστόπουλος Τάσος (2008). Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων. Αθήνα: Βιβλιόραμα .
[12] Ηλιάδου-Τάχου – Ανδρέου, Μετασχηματισμός…, ό.π