Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
John Horne
H κληρονομιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου¹
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε η πρώτη συλλογική δοκιμασία του 20ού αιώνα. Ο θάνατος άνω των 10 εκατομμυρίων μαχητών, ως επί το πλείστον Ευρωπαίων, βύθισε ολόκληρες κοινωνίες στο πένθος. Χιλιάδες άτομα, προερχόμενα από τις ανά τον κόσμο αποικίες, πολέμησαν ή εργάστηκαν στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο το αποικιακό στερέωμα. Οι Αμερικανοί αντέστρεψαν τη ροή του μεταναστευτικού ρεύματος, καταφθάνοντας συλλογικά, ως στρατιώτες, στην Ευρώπη. Δεν μετακινήθηκαν μόνο οι άνθρωποι. Μπορεί μεν ο πόλεμος να μην προκάλεσε τη γρίππη του 1918-1919, ωστόσο συνέβαλε στην εξάπλωση του ιού Η1Ν1, αναβαθμίζοντας, ως εκ τούτου, την πανδημία σε παγκόσμιο φαινόμενο.
Από πολιτικής απόψεως, ο πόλεμος άλλαξε τη φυσιογνωμία της Ευρώπης. Η ήττα εμπόδισε την επιβολή της κυριαρχίας της Γερμανίας επί της Γηραιάς Ηπείρου δίχως, ωστόσο, να λύσει το πρόβλημα.
Οι μέχρι πρότινος πολυεθνικές αυτοκρατορίες (τσαρική Ρωσία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) υποκαταστάθηκαν από νεοπαγή κράτη-έθνη. Πρόκειται για κράτη, που αγωνίστηκαν, εν συνεχεία, στους κόλπους του εθνικά ποικιλόμορφου ανατολικού τμήματος της Ευρώπης και του Καυκάσου, με σκοπό να συμφιλιώσουν τους λαούς και να αναπροσαρμόσουν τα σύνορα, ανάγοντας σε κυρίαρχο διακύβευμα την έννοια της εθνότητας και της εθνικής κυριαρχίας.

Χάρη στον πόλεμο, οι ΗΠΑ,για πρώτη φορά στην ιστορία τους, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα. Η προοπτική αποστολής στα επιχειρησιακά θέατρα ενός απεριόριστου αριθμού στρατιωτών και όχι τόσο η πολεμική τους ισχύς, υπήρξε, τελικά, η παράμετρος εκείνη που, το 1918 , σηματοδότησε το τέλος των στρατιωτικών φιλοδοξιών της Γερμανίας. Γεγονός, το οποίο, με τη σειρά του, επέτρεψε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, να ηγηθεί της προσπάθειας ανοικοδόμησης της Ευρώπης από τους νικητές στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Ειρήνης του Παρισιού. Το νέο ξεκίνημα δεν σφραγίστηκε μόνο από το εγερτήριο σάλπισμα περί αυτοδιάθεσης αλλά, κυρίως, από την πρώτη απόπειρα συγκρότησης μιας μορφής υπερεθνικής διακυβέρνησης υπό τη σκέπη της Κοινωνίας των Εθνών. Παρόλο που η αμερικανική κοινή γνώμη (σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μετά το 1945) δεν συμμερίστηκε την ιδέα της ενεργού συμμετοχής της χώρας στην όλη ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής πραγματικότητας, οι ΗΠΑ ουδέποτε εγκατέλειψαν ολοσχερώς το διεθνές στερέωμα, παραμένοντας δραστήριες στους τομείς της οικονομίας και της διπλωματίας.
Ο πόλεμος ριζοσπαστικοποίησε πνευματικά και ιδεολογικά τα πολιτικά δεδομένα. Η τσαρική Ρωσία δεν κατέρρευσε απλά μέσω μιας επαναστατικής διαδικασίας. Η ανάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Νοέμβριο του 1917, η συνακόλουθη αντεπανάσταση και ο εμφύλιος πόλεμος, αντανακλούν, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ένα εγχείρημα επιβολής σε ευρεία κλίμακα, μιας σοσιαλιστικής εμπνεύσεως παραλλαγής στο χώρο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ένας άνεμος αντι-μπολσεβικικής υστερίας άρχισε να διαπερνά, ταυτόχρονα, τους συντηρητικούς κύκλους της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Στην πραγματικότητα, παρόλες τις διακηρύξεις περί διεθνούς επανάστασης, η Σοβιετική Ένωση καλείτο, πρωτίστως, να διασφαλίσει τον σοσιαλισμό εντός των γεωγραφικών ορίων της ίδιας της χώρας. Η ταξική ιδεολογία, της επέτρεπε να διατηρήσει πολλές από τις παρακαταθήκες της τσαρικής αυτοκρατορίας, προσδίδοντάς τους, παρά ταύτα, νέα υπόσταση. Εξακολούθησε να παραμένει μια ισχυρή δύναμη. Ιδεολογικά, ωστόσο, δεν διέθετε τις απαραίτητες προδιαγραφές, που θα της επέτρεπαν να προβάλλει ως αξιόπιστος διπλωματικός εταίρος, με τον ίδιο τρόπο, που το έπραττε παλαιότερα η τσαρική Ρωσία.

Ο αντι-μπολσεβικισμός συνέβαλε στην ενδυνάμωση μιας άλλης ιδεολογίας, επίσης προϊόντος της περιόδου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια αυταρχική και διαπνεόμενη από άκρατο λαϊκισμό εκδοχή του εθνικισμού, που επαγγελόταν μια νέα κοσμοαντίληψη σε επίπεδο δομής του κράτους και άσκησης της εξουσίας, σε ευθεία αντιπαράθεση τόσο με τη φιλελεύθερη δημοκρατία όσο και με τον κομμουνισμό. Ενόσω η παλαιά τάξη πραγμάτων κατέρρεε, νέα πρόσωπα αναδείχθηκαν στην εξουσία, χάρη σε ένα συνδυασμό πολιτικού χαρίσματος, στρατιωτικής μυθολογίας και παρακρατικής βίας. Στην Ιταλία πέτυχαν τους στόχους τους το 1922, με την επιβολή του φασισμού. Στην Αυστρία και στη Γερμανία προσχώρησαν στις τάξεις των αντεπαναστατικών παραστρατιωτικών Ελευθέρων Σωμάτων (Freikorps) των αρχών του Μεσοπολέμου και σε εκείνες της άκρας Δεξιάς, που, μια δεκαετία αργότερα, θριάμβευσε με την άνοδο των Ναζί στα πράγματα.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επαναπροσδιόρισε τον συσχετισμό των ισορροπιών ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη ανάδειξη των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης, ούτε στη διαρκώς διογκούμενη αυτοπροβολή της Ιαπωνίας στο σύμπλεγμα Ανατολικής Ασίας και Ειρηνικού Ωκεανού. Το φαινόμενο προέκυψε και δια μέσου επιμέρους μεταβολών, οι οποίες εκδηλώθηκαν στον τομέα της αποικιακής πολιτικής. Εκ πρώτης όψεως, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία ενεπλάκησαν στη διαδικασία του επεκτατικού ανταγωνισμού, διαμοιραζόμενες τις μέχρι πρότινος γερμανικές αποικίες της Αφρικής και της Ασίας. Συμμετείχαν επίσης ενεργά στον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σφαίρες επιρροής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Στο χώρο, που σήμερα ονομάζουμε Μέση Ανατολή, οι Βρετανοί προέβησαν στη γνωστή Διακήρυξη περί εγκαθίδρυσης μιας “εβραϊκής πατρίδας” στην Παλαιστίνη. Θεωρητικά, οι δυο μεγαλύτερες, σε παγκόσμια κλίμακα, αποικιακές αυτοκρατορίες, ουδέποτε άλλοτε υπήρξαν τόσο ισχυρές όσο μετά το πέρας του πολέμου. Ωστόσο, ο τελευταίος λειτούργησε ως έναυσμα για τα πρώτα σκιρτήματα προς την κατεύθυνση της αντιαποικιακής ανεξαρτησίας. Θα χρειαστεί άλλος ένας παγκόσμιος πόλεμος, έως ότου το φαινόμενο αυτό προσλάβει διαστάσεις αποαποικιοποίησης. Οι Μπολσεβίκοι, από τη δική τους πλευρά, φρόντισαν να εντάξουν τις διάφορες αντιαποικιακές εξεγέρσεις στο δικό τους πρόγραμμα περί παγκόσμιας επανάστασης.
Τέλος, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε η ταφόπλακα του οικονομικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα και μιας οικονομίας, η οποία στηριζόταν επάνω στην μετατρεψιμότητα του χρυσού και σε ένα ελεύθερο, λίγο έως πολύ, εμπόριο. Οι πληθωριστικές συνέπειες της εν γένει πολεμικής προσπάθειας, η οποία είχε στηριχθεί σε ευρείας κλίμακας δανεισμό, λειτούργησαν αποσταθεροποιητικά (όπως, άλλωστε, κάθε πληθωριστικό φαινόμενο) σε βάρος καθιερωμένων κοινωνικών ιεραρχιών. Συγκεκριμένες μορφές πλούτου (οικογενειακά αποθέματα, συντάξεις) παραχώρησαν σημαντικό χώρο σε άλλες (κέρδη και μισθοί στον κλάδο της βιομηχανίας). Τα υπέρογκα πολεμικά χρέη, ειδικότερα εκείνα της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας έναντι των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την πληρωμή των γερμανικών αποζημιώσεων στους νικητές του πολέμου, αποσυντόνισαν τη μεταπολεμική παγκόσμια οικονομία, έστω και αν η Γερμανία κατάφερε, εν τέλει, να απεμπλακεί από το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών της υποχρεώσεων. Ευρισκόμενη ανάμεσα σε μια προπολεμική πραγματικότητα (πριν από το 1914) βασισμένη στην αγγλική λίρα και σε μια μεταπολεμική (το 1945 πλέον), βασισμένη στο αμερικανικό δολάριο, η οικονομία του Μεσοπολέμου κλονίστηκε άσχημα από την κρίση του 1929, προκαλώντας περεταίρω αναστάτωση, κοινωνική αδικία και πολιτικές αναταράξεις, οι οποίες ήρθαν να προστεθούν στα ήδη υφιστάμενα επακόλουθα του πολέμου.

Επομένως, είναι εμφανές πως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε διαβρωτικές επιπτώσεις σε βάρος της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου. Οι διάφορες απόψεις σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο αυτό συνέβη, χαρακτηρίζονται από σημαντικές αποκλίσεις ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο. Σε ένα πρώτο στάδιο, οι επιπτώσεις του πολέμου ενσωματώθηκαν σε μεταγενέστερα γεγονότα (Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Ψυχρός Πόλεμος), τα οποία προκλήθηκαν, εν μέρει, από αυτόν. Μετά το 1939, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έπαψε να είναι “τρέχουσα ιστορία”. Το κομβικό σημείο, η απαρχή της “σύγχρονης ιστορίας”, ήταν πια το 1945. Μιάς “σύγχρονης ιστορίας”, που είχε αναδυθεί από τις νίκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και σχηματοποιηθεί μέσα στο καλούπι του Ψυχρού Πολέμου.
Κατά δεύτερο λόγο, η διαχείριση της ιστορικής μνήμης και η πρόσληψη του γεγονότος από τους ιστορικούς δεν ακολουθούν ευθύγραμμη πορεία. Αμφότερες αντανακλούν τις συγκυρίες και τις έγνοιες που συνέβαλαν στη δημιουργία τους. Παρόλο που υπήρξε ένα γενικευμένο φαινόμενο, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος καταχωρίστηκε στη συλλογική μνήμη και μελετήθηκε ανέκαθεν μέσα στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των εθνών-κρατών, στην τελική επικράτηση των οποίων, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκή κλίμακα, συνέβαλε αποφασιστικά. Στο αποικιακό στερέωμα όμως, η εμπειρία του πολέμου και η διατήρηση της μνήμης, εξέφραζαν την ψυχολογία του αποικιοκράτη, επισκιάζοντας την έννοια του έθνους. Χώρες όπως η Αλγερία και η Ινδία, εκδήλωσαν περιορισμένο ενδιαφέρον έναντι του πολέμου, αν και συμμετείχαν ενεργά και με βαρειές απώλειες σε αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένα νεοπαγή κράτη της περιόδου του Μεσοπολέμου, όπως η Αυστρία και η Πολωνία, οι λαοί των οποίων συμμετείχαν στον πόλεμο στους κόλπους πολυεθνικών σχηματισμών. Ειδικότερα οι Πολωνοί, πολέμησαν στις τάξεις τριών αυτοκρατοριών: Ρωσικής, Γερμανικής και Αυστροουγγρικής. Παρά ταύτα, και εδώ το ενδιαφέρον υπήρξε περιορισμένο. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός αιώνα από το 1914, οι Αυστριακοί άρχισαν να ανακαλύπτουν το ύστερο Αψβουργικό τους παρελθόν και οι Πολωνοί να επιδεικνύουν μεγαλύτερη προσοχή έναντι του πολέμου. Αξίζει να σημειωθεί πως ο άγνωστος στρατιώτης, που αναπαύεται στο ομώνυμο μνημείο της Βαρσοβίας, δεν υπήρξε θύμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά της αντιπαράθεσης με την Ουκρανία, μέσω της οποίας ολοκληρώθηκε η διαδικασία της πολωνικής ανεξαρτησίας το 1919.
Αλλά και μεταξύ των κυρίων πρωταγωνιστών, η μνήμη των οποίων είναι αμιγώς εθνική, το ενδιαφέρον εκδηλώνεται εντονότερα στις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας (συμπεριλαμβανομένων και των πρώην κτήσεων της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και του Καναδά) από ό,τι σε εκείνη της Γερμανίας. Συνέβαλε σε αυτό και το γεγονός πως οι επιχειρήσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στα ευρωπαϊκά θέατρα, διεξήχθησαν πρωτίστως στο Ανατολικό μέτωπο. Ως εκ τούτου, οι γαλλικές και βρετανικές απώλειες υπήρξαν χαμηλότερες σε σύγκριση με εκείνες της τετραετίας 1914-1918, οπότε το Δυτικό μέτωπο υπήρξε από τα σημαντικότερα του πολέμου. Η πρόσληψη του “Μεγάλου Πολέμου” παραμένει αναλογικά ισχυρή στις παραπάνω χώρες. Αντίθετα, το τραύμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι βαθύτερο για τη Γερμανία (στρατιωτική ήττα, διαχωρισμός σε δυο κράτη, μεγαλύτερες απώλειες, για να μην αναφέρει κανείς το στίγμα του Ολοκαυτώματος). Από το 1945 και κατόπιν, στη χώρα αυτή ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο ως προθάλαμος της επακολουθήσασας πραγματικής τραγωδίας. Χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο ως “ιμπεριαλιστικό”, η Σοβιετική Ένωση τον απέρριψε ουσιαστικά. Τον αντιμετώπισε ως σημαδιακό γεγονός, στο ποσοστό που ο συγκεκριμένος πόλεμος δρομολόγησε τις διαδικασίες για την εκδήλωση και επιβολή της επανάστασης, έστω και αν στα μάτια των ιθυνόντων υστερούσε εμφανώς έναντι του κομβικής συμβολικής σημασίας “Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου” των ετών 1941-1945. Τέλος, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στις ΗΠΑ, η χαμηλών τόνων πρόσληψη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου χρήζει ερμηνείας. Αφενός, το μέγεθος των ανθρωπίνων απωλειών επισκιάστηκε από εκείνα του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αφετέρου, η μνήμη του αμαυρώθηκε, κατά κάποιο τρόπο, από την πολιτική του απομονωτισμού της περιόδου του Μεσοπολέμου.
Ένα μεγάλο μέρος από τις τελετές των τελευταίων ετών με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα, δύναται να κατανοηθεί με όρους εθνικής μνήμης και επίδειξης ενδιαφέροντος έναντι του ιδίου του πολέμου. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, από κοινού με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τίμησαν όσο καμιά άλλη χώρα τη μνήμη των πεσόντων, εκπέμποντας, ταυτόχρονα, ένα μήνυμα ειρήνης και πατριωτισμού, κάπως ανώδυνο εάν λάβει κανείς υπόψη τον στρόβιλο του πολέμου και την τελική του έκβαση. Ο δείκτης ενδιαφέροντος εντός της Γερμανίας πραγματικά εκπλήσσει. Οφείλεται, ωστόσο, στην ευρεία κυκλοφορία, το 2012, στη συγκεκριμένη χώρα, εν είδει εξόδου διαφυγής, της μελέτης του Christopher Clark The Sleepwalkers (Οι Υπνοβάτες). Μέσω μιας διεξοδικής ανάλυσης των αιτιών του πολέμου, ο συγγραφέας απαλλάσσει τη Γερμανία από κάθε είδους ευθύνες σχετικά με τη διολίσθηση προς τη σύρραξη.

Με την κίνηση αυτή, κατάφερε να περιορίσει το βάρος της ιστορικής ενοχής των Γερμανών, με χρήση και προβολή ηθικών κριτηρίων, οι καταβολές πολλών εκ των οποίων ανέρχονται στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς πως η Ρωσία του Vladimir Putin ανακάλυψε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως έκφραση ειλικρινούς πατριωτισμού.
The Long Shadow: Europe After World War One (WW1 Documentary) | Timeline
Tίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να μας ξενίζει. Οι επετειακές τελετές οργανώνονται τόσο για το παρόν όσο και για το παρελθόν. Η ίδια η συγγραφή της Ιστορίας εμπλέκεται με τους ρυθμούς και τα βιώματα της εποχής του ιστορικού μελετητή. Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, η γνώση γύρω από τον πόλεμο υπέστη ένα είδος επανάστασης. Ως εκ τούτου, διανοίχθηκαν νέες προοπτικές τόσο για τον ίδιο τον πόλεμο όσο και για την εκτίμηση και αξιολόγηση της κληρονομιάς του. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις εκείνες, όπου οι νέες αυτές προοπτικές ήρθαν σε ευθεία αντιπαράθεση με το εθνικό φρόνημα και μήνυμα των οργανωτών.
Παραδόξως, η επέτειος των εβδομηνταπέντε ετών πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η προσοχή του κόσμου ήταν εκ των πραγμάτων αποσπασμένη από τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Παρά ταύτα, το 1989 αποδείχθηκε κομβικό έτος. Πρόκειται για τη στιγμή, που το 1945 έπαψε πλέον να λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης της σύγχρονης περιόδου της Ιστορίας. Μετεξελίχθηκε σε ένα είδος ενδιάμεσου σημείου του, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Eric Hobsbawm, “λειψού 20ού αιώνα”, ενός αιώνα έχοντος ως αφετηρία το έτος 1914. Δεν είναι μόνο ο κύκλος της βίας στα Βαλκάνια, που επανήλθε στην πρώην Γιουγκοσλαβία προσλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τη μορφή ενός κτηνώδους βομβαρδισμού σε βάρος του Σεράγεβου (1992-1996) και επαναφέροντας τα πράγματα, κατά κάποιο τρόπο, στο αρχικό τους σημείο, εκείνο της δολοφονίας του Ιουνίου 1914 στην ίδια πόλη. Κοντά στο γύρισμα του αιώνα και της χιλιετίας, οι Ευρωπαίοι προχώρησαν σε μια ανασύσταση της ηπείρου τους. Έτσι, αναδύθηκε στην επιφάνεια μια χαμένη προ πολλού Κεντρική Ευρώπη (Mitteleuropa) και μαζί με αυτή, η Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα. Από τη δική τους πλευρά, η Κίνα και η Ινδία, μέσα σε ένα πλαίσιο ανανεωμένης παγκοσμιοποίησης, άρχισαν να φαντάζουν ως ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, στρέφοντας τους προβολείς μακριά από την Ευρώπη. Στην προκειμένη περίπτωση είμαστε επίσης μάρτυρες μιας διαδικασίας, οι καταβολές της οποίας δύνανται να ανιχνευτούν στην εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πώς μπορούμε, επομένως, να αποτιμήσουμε τη μακροπρόθεσμη κληρονομιά του πολέμου, από τη στιγμή, που οι άμεσες συνέπειες του τελευταίου δείχνουν να έχουν διασκορπιστεί μέσα στον λαβύρινθο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ιστορίας; Η απάντηση, με τέσσερις, τουλάχιστον, διαφορετικούς τρόπους, είναι συνυφασμένη με τη βία και τη φρίκη του συγκεκριμένου πολέμου.
Κατά πρώτο λόγο, η μνήμη του πολέμου στις μέρες μας, κυριαρχείται από τα βιώματα του απλού στρατιώτη και από την κλίμακα του διατεταγμένου θανάτου. Όμως, σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες, οι τελευταίοι εναπομείναντες βετεράνοι έχουν φύγει από τη ζωή μέσα στην τελευταία δεκαετία. Ως εκ τούτου, έπαψε να υφίσταται ο ζωντανός σύνδεσμος με τα γεγονότα και άρχισε να τίθεται μετ επιτάσεως το ζήτημα του μηνύματος του πολέμου, καθώς ο τελευταίος μετεξελίχθηκε σε ένα αμιγώς ιστορικό φαινόμενο. Με τον τρόπο αυτό, μπόρεσε να σφυρηλατηθεί ένα πλαίσιο εθνικής μνήμης, επικεντρωμένο επάνω στην έννοια της θυσίας του πολεμιστή. Από τη στιγμή που η έκβαση και το νόημα του πολέμου ανήκουν, πλέον, στο παρελθόν, η περισσότερο χειροπιαστή κληρονομιά εξακολουθεί να παραμένει η αφήγηση του πολεμιστή και η διατήρηση της μνήμης της από εκατομμύρια οικογένειες. Η ύπαρξη και παρουσία τόσο πολλών μνημείων αντικατοπτρίζει εύλογα την παραπάνω διαπίστωση.
Υφίστανται, επομένως, πειστικοί ιστορικοί λόγοι, προκειμένου να μπορέσει εκ νέου να αναδειχθεί ο πόλεμος του απλού μαχητή. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν υπήρξε η πρώτη, κατά σειρά εμφάνισης, αντιπαράθεση της βιομηχανικής εποχής. Το θλιβερό αυτό προνόμιο διεκδικεί επάξια ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Όμως, κατά τα έτη 1914-1918 έλαβε χώρα μια πρώτη συλλογική εμπειρία ενός πολυδιάστατου πολέμου, ο οποίος μετέφερε στα πεδία των εχθροπραξιών ολόκληρη την τεχνολογία της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης (χάλυβας, χημικά αέρια, ισχυρά εκρηκτικά, μηχανή εσωτερικής καύσης κ.ο.κ.). Αυτό συνέβη με όρους στατικού πολέμου, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του οποίου επιστρατεύτηκαν ολόκληρα έθνη που περικαρακώθηκαν πίσω από αμυντικές γραμμές προκειμένου να καταφέρουν να επικρατήσουν σε βάρος του αντιπάλου. Συνέβη επίσης με όρους ανανεωμένου επιθετικού πολέμου ή, ακόμα, με όρους σταδιακής φθοράς της βούλησης του εχθρού να πολεμήσει. Τα συστήματα των χαρακωμάτων καθώς και οι αποτυχημένες επιθετικές πρωτοβουλίες των Συμμάχων κατά τις τελευταίες εκατό ημέρες έχουν αποτυπώσει τα ίχνη τους μέχρι σήμερα στα αντίστοιχα επιχειρησιακά θέατρα. Αν και βιαιότερος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν άφησε πίσω του συμβατικά πεδία εχθροπραξιών περισσότερο καταστροφικά από όσο εκείνα του Verdun ή του Somme.

Σήμερα εξακολουθούμε να παραμένουμε έκθαμβοι μπροστά στην έκταση της πρωτοφανούς αυτής ανθρωποσφαγής. Χαρακτηριστική της αντίδρασης στον μαζικό διατεταγμένο θάνατο ήταν, παλαιότερα, η εμμονή αναφοράς στα ονόματα των θυμάτων (δίχως να ακολουθείται η οποιαδήποτε ιεραρχία), σε μια ολοένα και περισσότερο διευρυμένη, εξαιτίας της συνεχόμενης ανέγερσης μνημείων, γεωγραφία πένθους. Επινοήθηκαν νέοι τρόποι (κενοτάφια, μνημεία Αγνώστου Στρατιώτη) για όσους δεν διέθεταν επιβεβαιωμένους τόπους ανάπαυσης. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η ανωνυμία της ομαδικής σφαγής απαιτούσε την συγκεκριμενοποίηση όσων είχαν σκοτωθεί, κάτι, το οποίο ίσχυε ήδη από την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου, αλλά που συναντάμε συχνότερα σε μικρότερες ή μεγαλύτερες συμφορές μετά το 1914, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της γενοκτονίας.
Παρά το γεγονός ότι οι τελετές και οι επέτειοι αποτελούν, πλέον, έκφανση της δικής μας συλλογικής εξοικείωσης και συμφιλίωσης με το φαινόμενο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η κλιμακα του θανάτου (όπως, άλλωστε και στην περίπτωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), σε αντιπαραβολή με μεταγενέστερες κρίσεις, εξακολουθεί να μας θορυβεί. Ο Ψυχρός Πόλεμος καλλιέργησε την ιδέα της εθνικής κινητοποίησης και την προοπτική μιας ολομέτωπης σύγκρουσης στην Ευρώπη (αλλού, βέβαια, επρόκειτο για θερμό πόλεμο). Η μακρόσυρτη αντιπαράθεση των ετών 1980-1988 μεταξύ Ιράν και Ιράκ, υπήρξε η τελευταία, που μας παραπέμπει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως προς τον τρόπο διεξαγωγής. Σήμερα, όμως, εποχή ασύμμετρων απειλών, κινούμενων μεταξύ τρομοκρατίας και ανορθόδοξου πολέμου από τη μια πλευρά, υψηλής πολεμικής τεχνολογίας από την άλλη, ευρισκομένης στα χέρια επαγγελματιών στρατιωτικών, η στρατικοποίηση των δυτικών κοινωνιών του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνα έχει ανατραπεί πλήρως. Ακόμα και η Γαλλία, υπέρμαχη, κάποτε, της έννοιας του “ενόπλου έθνους”, έχει εγκαταλείψει προ πολλού την πρακτική της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Κατά συνέπεια, οι απώλειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καθίστανται ετεροχρονισμένες, η δε αυτοθυσία των τότε μαχητών δυσνόητη.
Το αντίθετο ακριβώς ισχύει για μια δεύτερη κληρονομιά του πολέμου. Εκείνη των δοκιμασιών, που υπέστησαν οι άμαχοι πληθυσμοί. Πουθενά αλλού, η απόσταση από τους επετειακούς εορτασμούς σε εθνική κλίμακα δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στην περίπτωση ιστορικών μελετών, οι οποίες εστιάζουν σε φαινόμενα όπως τα εγκλήματα πολέμου, οι προσφυγικές ροές, η στρατιωτική κατοχή και οι ομαδικές δολοφονίες. Εδώ, η οπτική είναι υπερεθνική. Προκύπτει από μιας διαφορετικής υφής “μνήμη”, όπου οι γενοκτονίες και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας προσδίδουν μια αναδρομική διάσταση, η οποία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πληρέστερα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (του Ολοκαυτώματος συμπεριλαμβανομένου) καθώς και μια γεύση από το διεθνές δίκαιο. Έχοντας παραμείνει στο περιθώριο του Ψυχρού Πολέμου, η παραπάνω οπτική ενεργοποιήθηκε εκ νέου μετά το 1989. Τότε συνοδεύτηκε από ένα “δεύτερο κύμα” φεμινισμού, το οποίο προσέγγιζε τον πόλεμο υπό το πρίσμα του φύλου, αρχής γενομένης από τους βιασμούς, στους οποίους προέβησαν οι Σερβο-Βόσνιοι στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η αλήθεια είναι πως τα δεινά των αμάχων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν γνωστά προ πολλού. Το επιβεβαιώνουν οι καταγγελίες περί γερμανικών ακροτήτων και βιαιοπραγιών στο κατεχόμενο Βέλγιο και στις γερμανοκρατούμενες επαρχίες της βορείου και ανατολικής Γαλλίας το 1914.

Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν οι κατηγορίες των Γερμανών για τον εμπορικό αποκλεισμό και τη συνακόλουθη λιμοκτονία των κατοίκων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ή ακόμα και η καταδίκη, εκ μέρους των Συμμάχων, του μέχρις εσχάτων υποβρυχίου πολέμου, στον οποίο είχε επιδωθεί η Γερμανία σε βάρος “αθώων” αμάχων. Όλα αυτά συγκροτούν το ηθικό κατηγορητήριο του πολέμου και, όπως ήταν αναμενόμενο, τροφοδότησαν δεόντως τον τομέα της προπαγάνδας. Μεγάλο μέρος της εν λόγω βίας ασκήθηκε στο περιθώριο του πολέμου, συγκεκριμένα στα κατεχόμενα εδάφη, στις αποικίες, σε στρατωτικές φυλακές και στρατόπεδα αμάχων, τέλος, στις τάξεις των εθνικών μειονοτήτων. Δεν συγκροτεί κάποια εθνική μνήμη, στηριζόμενη στη θυσία του πολεμιστή.
Όπως συνέβη στην περίπτωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των μετέπειτα συγκρούσεων, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος υπονόμευσε τη διάκριση μεταξύ μαχομένων και αμάχων. Από τη στιγμή, κατά την οποία ο κάθε συμμαχικός συνασπισμός επιστράτευσε το σύνολο του πληθυσμού που του αναλογεί, με σκοπό την αποδυνάμωση του αντιπάλου, επόμενο ήταν να προσφύγει στη βία σε βάρος των αμάχων. Η ίδια η λογική του πολέμου φθοράς στοχοποιούσε εκ των πραγμάτων τους τελευταίους. Ο ναυτικός αποκλεισμός, τον οποίο επέβαλλαν οι Σύμμαχοι, προσέβλεπε στη στέρηση σε τρόφιμα και πυρομαχικά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Αντίστοιχα, ο υποβρύχιος πόλεμος μέχρις εσχάτων, που εξαπέλυσε η Γερμανία εναντίον των Συμμάχων, υπαγορευόταν από ανάλογες προθέσεις. Υπολογίζεται πως άνω των 500.000 Γερμανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας, ειδικότερα κατά το δεύτερο ήμισυ του πολέμου. Περιορισμοί τεχνικής φύσεως ελαχιστοποίησαν τελικά τις περιπτώσεις αεροπορικών βομβαρδισμών σε βάρος των αμάχων. Η πρόθεση, ωστόσο, υπήρχε από τις απαρχές του πολέμου και συνοδεύτηκε από αισθητή πρόοδο στον συγκεκριμένο τομέα κατά το τελευταίο έτος. Εικόνες, όπως εκείνες του βομβαρδισμένου Κόβεντρυ (1941) ή της ισοπεδωμένης Δρέσδης (1945), κέντριζαν ήδη τις φαντασίες των εμπολέμων τριάντα χρόνια νωρίτερα. Το μόνο που απουσίαζε ακόμη για κάτι τέτοιο ήταν τα αναγκαία τεχνικά μέσα.

Στοχοποίηση του αντιπάλου στο εσωτερικό μέτωπο σήμαινε επίσης διώξεις εντός των τειχών, συνήθως σε βάρος εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων. Μια έμφυτη τάση σε εποχές πολεμικής κινητοποίησης, που είναι ο βαθμός απελευθέρωσης φυσικής βίας, βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων κοινωνιών καθώς και από τη σχέση των τελευταίων με την πρόσφατη ιστορία τους. Όλα τα κράτη έθεσαν υπό περιορισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (ο όρος προσέλαβε αργότερα άλλου είδους διαστάσεις) μειονοτικούς πληθυσμούς, που διέφεραν από τη γενική εικόνα. Οι Βρετανοί συνήθιζαν να αποκαλούν τους πληθυσμούς αυτούς “αλλοδαπούς εχθρούς” (“ennemy aliens”). Συχνά ο εγκλεισμός μετατρεπόταν σε ωμή βία. Εκκενώνοντας την Γαλικία το 1915, ο ρωσικός στρατός χρησιμοποίησε εκτεταμένη βία εναντίον εθνικών μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων, τρία εκατομμύρια εκ των οποίων εκτοπίστηκαν στη ρωσική ενδοχώρα. Σε διαφορετική κλίμακα μέσα στο ίδιο πάντοτε έτος, το εθνικιστικό καθεστώς των Νεοτούρκων, όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με εχθρικές εισβολές στα μέτωπα του Καυκάσου και της Καλλίπολης, αφάνισε εσκεμμένα τα δυο τρίτα του αρμενικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνολικού ύψους 1,8 εκατομμυρίου ατόμων. Τα θύματα προέκυψαν από ομαδικές εκτελέσεις, εκτοπίσεις και συνακόλουθους θανάτους στην έρημο της Συρίας, με μαρτυρίες για πάμπολλες περιπτώσεις βιασμού γυναικών και αναγκαστικούς προσηλυτισμούς στο Ισλάμ. Το φαινόμενο, στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών αποδίδει τον χαρακτηρισμό της γενοκτονίας, προέκυψε εν μέσω της τουρκικής πολεμικής προσπάθειας. Η ευαισθησία μας έναντι των αθώων αμάχων θυμάτων, καθιστά αυτού του είδους τις πτυχές του πολέμου προσιτές σε εμάς, όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.

Το τρίτο, κατά σειρά, διακύβευμα, σχετίζεται με τη διάχυση της βίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στις μεταπολεμικές κοινωνίες. Ορισμένοι ιστορικοί κάνουν λόγο περί ενός νέου Τριακονταετούς Πολέμου ή περί ενός Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου, καλύπτοντος τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 1914 και 1945. Πέραν του ευρωκεντρικού περιορισμού έναντι ενός γενικευμένου σε παγκόσμια κλίμακα πολέμου, προσεγγίσεις του είδους αυτού δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τον παράγοντα της ειρήνης μεταξύ των δυο πολέμων. Άλλη ομάδα ιστορικών υποστηρίζει πως η πολεμική αντιπαράθεση εκβαρβάρωσε τις μεταπολεμικές κοινωνίες. Κι όμως, η πολεμική αντιπαράθεση υπήρξε γενικευμένη. Αντίθετα, η μεταπολεμική βία εκδηλώθηκε σε τοπική κλίμακα και αφορούσε μεμονωμένες περιοχές και χώρες.
Μια περισσότερο καρποφόρα προσέγγιση παρουσιάζει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως επίκεντρο ενός ευρύτερου κύκλου βίας, ο οποίος καλύπτει ολόκληρη την περίοδο από το 1911 έως το 1923. Ο κύκλος αυτός εγκαινιάζεται με την ιταλική εισβολή στην υπό οθωμανική διοίκηση Λιβύη, γεγονός που σχεδόν αμέσως πυροδότησε τον πόλεμο ανάμεσα στο συνασπισμό των Βαλκανικών κρατών και τα υπολείμματα της τουρκικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Πόλεμος, που με τη σειρά του ενδυνάμωσε το βασίλειο της Σερβίας, μεταλλάσσοντας το τελευταίο σε απειλή για την Αυστροουγγαρία, η οποία συμπεριλάμβανε κι άλλους νοτιοσλαβικούς πληθυσμούς μέσα στο πολυεθνικό της μίγμα. Η αναμέτρηση ανάμεσα σε αυτοκρατορίες και εθνικισμούς εξαπλώθηκε μέχρι την άλλη άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας είναι χαρακτηριστικό. Με γνώμονα την παραπάνω ανάγνωση, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πυροδοτήθηκε από την αναπόφευκτη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους τοπικούς εθνικισμούς και τον συσχετισμό των ισορροπιών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Αυστρία, υποστηριζόμενη από τη Γερμανία, αποφάσισε να συντρίψει τη Σερβία, διακινδυνεύοντας την έκρηξη ενός Ευρωπαϊκού πολέμου.
Ωστόσο, ο μέγας επιταχυντής των εξελίξεων υπήρξε ο ίδιος ο πόλεμος, τη φύση του οποίου ελάχιστοι είχαν καταφέρει να διαβλέψουν. Όλες οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις τον αντιμετώπισαν ως διακύβευμα επιβίωσης. Η κινητοποίηση ενός έθνους ή μιας αυτοκρατορίας ενάντια σε έναν δαιμονοποιημένο εχθρό, έθεσε σε πολλές περιπτώσεις σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή και την πολιτική νομιμοποίηση, ειδικότερα ενόσω ο στατικός πόλεμος εξαπλωνόταν και αύξανε ο δείκτης των απωλειών. Το 1918, η Ρωσία και η Ανατολική Ευρώπη είχαν πλέον αποσυντεθεί και αναλωθεί σε εθνικές συγκρούσεις και σε εμφύλιο πόλεμο. Ο τελευταίος υπερτροφοδοτήθηκε από τη βία των Μπολσεβίκων. Η ήττα στην περίπτωση της Γερμανίας και της Αυστρίας και αυτό που εκλήφθηκε ως ήττα σε εκείνη της Ιταλίας, ενεργοποίησε ολόκληρη σειρά συνοριακών αντιπαραθέσεων και εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων, στις οποίες ήρθε να προστεθεί η παραστρατιωτική βία των εθνικοσοσιαλιστών. Οι νικήτριες δυνάμεις έπεισαν τον εαυτό τους πως ο πόλεμος είχε τερματιστεί τον Νοέμβριο του 1918. Στην πραγματικότητα, αυτός είχε μετεξελιχθεί σε εθνικιστική και ταξική βία δια μέσου της ήττας και της διάσπασης των κρατών, αργότερα δε, σε πόλεμο ανάμεσα στα διάδοχα κράτη. Η όλη κατάσταση διατηρήθηκε έως το 1923, προσθέτοντας στις ήδη βαρύτατες απώλειες του πολέμου πολλά εκατομμύρια επιπλέον θανάτων.
Ο “μέγιστος των πολέμων”, κληροδότησε μια δυσβάσταχτη κληρονομιά στη μεσοπολεμική Ευρώπη, σφυρηλατώντας μια ήπειρο εθνών-κρατών. Ειδικότερα στην Ανατολή, αλλά και στην Ιρλανδία, όπου εθνικές και θρησκευτικές οντότητες διαπλέκονταν μεταξύ τους, η κατάσταση αυτή άφησε πίσω της πικρές διαμάχες, που με τη σειρά τους έθεσαν υπό αμφισβήτηση την αρχή της εθνικής κυριαρχίας και της αυτοδιάθεσης των λαών. Ο ανταγωνισμός μεταξύ φιλελεύθερης δημοκρατίας, φασισμού και κομμουνισμού πολλαπλασίασε τις εντάσεις, την ίδια στιγμή, κατά την οποία η αυξανόμενη γερμανική στρατιωτική ισχύς και η ιδεολογική απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης αποσταθεροποιούσαν τον συσχετισμό των ισορροπιών.
Επομένως, τα πάντα στρέφονταν γύρω από τον τρόπο, με τον οποίο όλες αυτές οι εκκρεμότητες και όλα αυτά τα άλυτα ζητήματα θα μεταφράζονταν με όρους πολιτικούς. Αυτά διαμόρφωσαν, τελικά, την ατζέντα των Ευρωπαϊκών δημοκρατιών και της Κοινωνίας των Εθνών κατά τη δεκαετία του 1920. Αυτά ριζοσπαστικοποίησαν τα πολιτικά πράγματα της δεκαετίας του 1930, δρομολογώντας τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτά ενέπνευσαν, ως ένα ποσοστό, το υπερεθνικό όραμα της Ευρώπης της δεκαετίας του 1950 και οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990. Χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος αιώνας, προκειμένου να διευθετηθούν οι εκκρεμότητες του “μεγίστου των πολέμων”, με τίμημα μεγαλύτερη, ακόμη, βία. Ωστόσο, από την οδυνηρή αυτή εμπειρία αναδείχθηκε μια ήπειρος, διασφαλισμένη, εκ πρώτης όψεως, από τον κίνδυνο επίλυσης των επιμέρους διαφορών με δυναμικό τρόπο.
Μετά το 1989, οι ιστορικοί, αναφερόμενοι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επισήμαναν με έμφαση την ευρύτερη σημασία του ως πολέμου, ο οποίος σηματοδότησε το τέλος ενός ευρωκεντρικού πλανήτη. Στην περίπτωση, η ανατροπή της προοπτικής εκδηλώνεται σε κλίμακα χώρου και χρόνου. Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός έως ότου οι περισσότεροι Ευρωπαίοι συνειδητοποιήσουν πως η ήπειρός τους είχε πάψει, πλέον, να είναι το κέντρο του κόσμου, παρά το γεγονός ότι το κύρος της Γηραιάς Ηπείρου, ως φορέα πολιτισμού, είχε υποστεί θανάσιμο πλήγμα. Αδυνατούσαν, επίσης, να εκλάβουν ως παγκοσμίου βεληνεκούς έναν πόλεμο, ο οποίος είχε ως επί το πλείστον διαδραματιστεί επί του Ευρωπαϊκού εδάφους. Η παρανόηση οφείλεται, εν μέρει, σε πρόβλημα παράλλαξης. Χώρες και περιοχές, οι οποίες, με γνώμονα μια ευρωκεντρική οπτική, είχαν παραμείνει στην περιφέρεια του πολέμου, δεν μπορούσαν παρά να έχουν περιφερειακή συμμετοχή σε αυτόν. Κι όμως, είτε η Οθωμανική Τουρκία διαδραμάτισε περιφερειακό ρόλο είτε όχι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επέδρασε καταλυτικά επάνω σε αυτήν. Χάρη στον πόλεμο κατάφερε να μεταλλαχθεί, με βίαιο τρόπο είναι αλήθεια, από πολυεθνική αυτοκρατορία σε μια σύγχρονη δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει και για την Αφρική, οι εύθραυστες οικονομίες της οποίας καταστράφηκαν εξαιτίας της κινητοποίησης προς όφελος των αναγκών του Ευρωπαϊκού πολέμου, για να μην αναφερθεί κανείς στις πολύνεκρες εκστρατείες της Ανατολικής Αφρικής, που κόστισαν τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ιθαγενών, ενσωματωμένων στις τάξεις Βρετανών και Γερμανών. Κι όμως, η συμβολή της Αφρικής στον πόλεμο εξακολουθεί να φαντάζει ως αποικιακή παράμετρος μιας Ευρωπαϊκής ιστορίας.

Διόρθωση της παράλλαξης συνεπάγεται ποικίλες προσεγγίσεις του πολέμου μέσω της προοπτικής των εν λόγω περιοχών. Σημαίνει, επίσης, εκτίμηση και αξιολόγηση των συνεπειών και της εν γένει κληρονομιάς του με δεδομένα, που αποκλίνουν ριζικά από την Ευρωπαϊκή πρόσληψη. Δυο παραδείγματα αρκούν για να το επιβεβαιώσουν. To πρώτο από αυτά αναφέρεται στην Ιαπωνία, το πρώτο σύγχρονο Ασιατικό έθνος. Ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος του 1904-1905, ήταν, εν πολλοίς για την Ιαπωνία, ο δικός της Παγκόσμιος Πόλεμος. Βέβαια, αυτό δεν την εμπόδισε να συμμετάσχει και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την ιδιότητα του εμπολέμου κράτους, αν και αρνήθηκε κατηγορηματικά να στείλει στρατεύματα στην Ευρώπη. Κι όμως, η Ιαπωνία μελέτησε από κοντά τον συγκεκριμένο πόλεμο και άντλησε από αυτόν διδάγματα (αν μη τι άλλο, την απώλεια του κύρους της Ευρώπης και την εξασθένιση της εν γένει επιρροής και παρουσίας της στον Ασιατικό χώρο), τα οποία συνέβαλαν στη ριζοσπαστικοποίηση του δικού της ιμπεριαλισμού. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έδρασε αποφασιστικά, από πολιτισμικής απόψεως, στην τροχιά προς το Περλ Χάρμπορ.
Tο δεύτερο παράδειγμα ανάγεται στις αποικίες, οι οποίες, με εξαίρεση τις Βρετανικές κτήσεις, δεν έχαιραν αντίστοιχης αυτονομίας κινήσεων και ελιγμών. Οι διανοούμενοι και οι ακτιβιστές, που βρίσκονταν μεταξύ των πολλών κατοίκων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μεταβούν για πρώτη φορά στη ζωή τους στην Ευρώπη, δανείστηκαν τον λόγο και τα επιχειρήματα του Ευρωπαϊκού εθνικισμού, προκειμένου να θέσουν ζήτημα αυτοδιάθεσης για την γενέτειρά τους. Συχνά το έπραξαν επικαλούμενοι λόγους ηθικής τάξεως και αμοιβαία δικαιώματα στο όνομα της δικής τους συνεισφοράς στη συλλογική πολεμική προσπάθεια. Δεν εισακούστηκαν. Απουσίαζε η βούληση, προκειμένου το «Διάγγελμα των 14 σημείων» του προέδρου Woodrow Wilson να γνωρίσει εφαρμογή πέραν της Γηραιάς Ηπείρου.

Tην φαινομενική αντίφαση, βάσει της οποίας η σύσσωμη κινητοποίηση της αυτοκρατορίας παράγει από μόνη της αιτήματα για αλλαγή, δεν κατάφεραν να χαλιναγωγήσουν ούτε οι ίδιοι οι αποικιοκράτες, οι οποίοι επέμεναν να διοικούν προσφεύγοντας σε ακόμη πιο αυθαίρετες μεθόδους από ό,τι στο παρελθόν. Όλες αυτές οι πρώϊμες εκφάνσεις του εθνικού αισθήματος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κληρονομιάς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην ίδια κλίμακα με τη θεωρία περί Ευρωπαϊκού ή Αμερικανικού επικέντρου της τελευταίας. Όμως, χρειάστηκε να περάσει πάνω από ένας αιώνας, προκειμένου να εξιστορηθούν διεξοδικά.
¹ Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε ειδική έκδοση του περιοδικού Current History με γενικό τίτλο The Global Legacies of World War 1 (τεύχος αρ. 113, Νέα Υόρκη, 2014, σσ. 291-303).
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος
How the First World War was Fought: John Horne
Historians on Commemoration: John Horne