Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών: πενήντα χρόνια μετά
Σύγκρουση που έμελλε να καθορίσει όχι μόνον τις περιφερειακές πραγματικότητες αλλά και ευρύτερες ροπές του διεθνούς συστήματος, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών του Ιουνίου 1967 υπήρξε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά γεγονότα της μεταπολεμικής διεθνούς ιστορίας. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ένα μικρό κράτος, το Ισραήλ, διενήργησε μια προληπτική επίθεση και κατέβαλε τις δυνάμεις πολλών κρατών, πολύ μεγαλύτερων από το ίδιο. Η κατάληψη και κατοχή από πλευράς του Ισραήλ σημαντικών αραβικών εδαφών σηματοδότησε την πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία κατά την οποία μια στρατιωτική κατοχή διατηρήθηκε επί χρόνια, δημιουργώντας μια «γκρίζα» ζώνη στον παγκόσμιο χάρτη. Και η σύνταξη, όχι πλέον άτυπη, των δύο υπερδυνάμεων με τα εμπόλεμα μέρη μετέφερε τις διεθνείς εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου στην πολύπαθη περιοχή της Μέσης Ανατολής, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Η έναρξη του Μεσανατολικού και η αυξανόμενη διαπλοκή του με το διεθνές κλίμα
Επί μακρούς αιώνες πριν από τον 20ό, η περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν ήταν «πολύπαθη». Η εκδίωξη των σταυροφόρων από τους Μαμελούκους κυριάρχους της Αιγύπτου το 1291 και η επικράτηση των Οθωμανών επί των Μαμελούκων το 1517 έφεραν την περιοχή υπό τον απόλυτο έλεγχο της Υψηλής Πύλης, κατάσταση που διατηρήθηκε έως τις αρχές του 20ού αι. Ασφαλώς, η σημασία της για την ταυτότητα των λαών που ακολουθούσαν μονοθεϊστικές θρησκείες έκρυβε πάντοτε ένα εκρηκτικό δυναμικό: έτσι, από επεισόδια στους Αγίους Τόπους ανέκυψε η αφορμή για την έκρηξη του Κριμαϊκού Πολέμου στα μέσα του 19ου αι. Ωστόσο, στην περίπτωση εκείνη η σύγκρουση δεν εξελίχθηκε στη Μέση Ανατολή, που παρέμενε σταθερά υπό τον οθωμανικό έλεγχο. Αυτός άρχισε να αμφισβητείται στον 20ό αιώνα, κατά την κορύφωση του ευρύτερου Ανατολικού ζητήματος, δηλαδή της πιθανής διαδοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ στα Βαλκάνια το πρόβλημα αυτό ανέκυπτε ήδη από παλαιά, στη Μέση Ανατολή αναδύθηκε πρωτίστως κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια διαδικασία που συνδέθηκε, επίσης, με την αραβική αποστασιοποίηση από τον νεοτουρκικό εθνικισμό, και κλιμακώθηκε με την «αραβική εξέγερση» εναντίον της Πύλης, την οποία ενίσχυσαν οι Βρετανοί.
Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η περιέλευση του ελέγχου της περιοχής στη Βρετανία και τη Γαλλία δεν προδίκαζαν, πάντως, την έκρηξη της αραβοϊσραηλινής διαμάχης. Αυτή υπήρξε το αποτέλεσμα της «Διακήρυξης Μπάλφουρ» του 1917, με την οποία οι Βρετανοί υποσχέθηκαν τη δημιουργία, μετά τον πόλεμο, μίας «Εθνικής Εστίας» για τους Εβραίους στην αρχαία κοιτίδα τους. Οι Βρετανοί δεν χρησιμοποίησαν τη λέξη «κράτος» για να περιγράψουν το μόρφωμα, καθώς σκόπευαν να διατηρήσουν την Παλαιστίνη υπό τον έλεγχό τους. Η πρόβλεψη όμως οδήγησε πολλούς Εβραίους να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη. Τούτο επέφερε εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των νεοαφιχθέντων και των Αράβων γηγενών ήδη από τη δεκαετία του 1930, ενώ το ρεύμα της εβραϊκής μετακίνησης γιγαντώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την τραγική εμπειρία του Ολοκαυτώματος, οπότε και η εβραϊκή απαίτηση για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους προσέλκυσε το ευρύτερο διεθνές ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, το Μεσανατολικό ήρθε στο προσκήνιο ως ένα από τα απομεινάρια (ή τις συνέπειες) του Ανατολικού ζητήματος. Σε πρώτη φάση, δεν συνδέθηκε άμεσα με τον Ψυχρό Πόλεμο: αντίθετα, το 1948-49, στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο κατά τον οποίο συγκροτήθηκε το ισραηλινό κράτος, και οι δύο υπερδυνάμεις υποστήριξαν την εβραϊκή πλευρά. Στην αρχική φάση της ζωής του, το Ισραήλ εμφανίστηκε ως ένα, εν πολλοίς, φιλικό προς τη Σοβιετική Ένωση μόρφωμα. Άλλωστε, και η οικονομική/κοινωνική οργάνωση του πρώιμου Ισραήλ έμοιαζε να είναι σοσιαλιστική.
Ήδη όμως, το πρόβλημα διαπλεκόταν με πτυχές της διεθνούς πολιτικής. Αυτές, σε τούτη την πρώιμη φάση, δεν αφορούσαν ακόμη τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά την αραβική διεκδίκηση μιας αυτόνομης διεθνούς παρουσίας, έναντι της τότε επικρατούσας Μεγάλης Δύναμης της περιοχής, της Βρετανίας. Η βρετανική θέση στη Μέση Ανατολή ήταν η απόρροια της παλαιάς αποικιοκρατικής πολιτικής του Λονδίνου και επομένως η αραβοβρετανική σύγκρουση έγινε τμήμα της διαδικασίας της αποαποικιοποίησης. Η ήττα των αραβικών κρατών στον πόλεμο του 1948-49 αποτέλεσε ένα τεράστιο σοκ για τις κοινωνίες τους. Και η απώλεια της μισής (προς το παρόν) Ιερουσαλήμ, της τρίτης ιερής πόλης των μουσουλμάνων, εκπροσωπούσε ένα τεράστιο πλήγμα για το κύρος τους. Η ήττα του 1948-49 υπήρξε παράγοντας καθοριστικός για την απονομιμοποίηση της αιγυπτιακής μοναρχίας που ανατράπηκε το 1952 από τους εθνικιστές αξιωματικούς του στρατηγού Νεγκίμπ και του συνταγματάρχη Νάσερ, οι οποίοι εκπροσωπούσαν μια δύναμη σαφώς κοσμική και λαϊκιστική, που διεκδίκησε αμέσως την ηγεσία του αραβικού κόσμου, και βρήκε έναν έτοιμο αντίπαλο στην βρετανική παρουσία στην περιοχή. Στη φάση εκείνη, ανέκυψαν επάλληλες ιστορικές ειρωνείες. Έτσι, οι Άραβες εθνικιστές αντέδρασαν στην υποστήριξη του Ισραήλ από τη διεθνή κοινότητα, επισημαίνοντας ότι οι Δυτικοί κινητοποιούνταν από τις δικές τους ενοχές για το Ολοκαύτωμα, ενώ οι Άραβες, οι οποίοι ποτέ έως τότε δεν είχαν ενδώσει στον αντισημιτισμό, καλούνταν να καταβάλουν το κόστος. Επιπλέον όμως, προβάλλοντας αυτό το επιχείρημα, στρέφονταν εναντίον των Βρετανών τους οποίους κατηγορούσαν για υποστήριξη προς τους Εβραίους, ενώ η ιστορική έρευνα έχει δείξει πως το Λονδίνο αποχώρησε από την Παλαιστίνη το 1948, ενοχλημένο από την εβραϊκή εξέγερση εναντίον του και βέβαιο ότι η δική του απουσία θα ευνοούσε τον ισχυρότερο παράγοντα που θα απέμενε εκεί, δηλαδή τα αραβικά κράτη. Εδώ κορυφωνόταν η ειρωνεία: οι Βρετανοί είχαν αποχωρήσει για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στους Άραβες, αλλά κανείς δεν υπολόγισε, το 1948, την εβραϊκή νίκη∙ και μετά το 1949, το Λονδίνο αποτέλεσε τον πλέον πρόσφορο αντίπαλο του αναδυόμενου αραβικού εθνικισμού.
Η σύγκρουση του Νάσερ και των Βρετανών οδήγησε στη διαμάχη για την βάση του Σουέζ και την εκδίωξη των Βρετανών από την Αίγυπτο το 1954. Δεν υπάρχει εδώ ο χώρος για την λεπτομερή εξιστόρησή της, αλλά είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι σταδιακά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η αντιπαλότητα αυτή των Αράβων εθνικιστών και των Βρετανών άρχισε να διαπλέκεται και με τις δυναμικές του Ψυχρού Πολέμου.

Τούτο ξεκίνησε όταν ο Νάσερ άρχισε να προσεγγίζει τον σοβιετικό συνασπισμό, πρώτα αγοράζοντας όπλα (κάτι που παρέπεμπε, κατά τους Δυτικούς, σε αυξημένη εξάρτησή του από την κομμουνιστική Ανατολή), κατόπιν αναγνωρίζοντας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (πρωτοβουλία που προκάλεσε τη μήνι της Ουάσιγκτον) και στο τέλος, το καλοκαίρι του 1956, εθνικοποιώντας τη διώρυγα του Σουέζ, όταν η Βρετανία και οι ΗΠΑ, αντιδρώντας στις προηγούμενες κινήσεις του, απέσυραν την προσφορά δανείων για την ανέγερση του φράγματος του Ασουάν, δηλαδή του μείζονος αναπτυξιακού προγράμματος του Αιγύπτιου ηγέτη. Η κρίση του Σουέζ, που προέκυψε από τούτη την αντιπαράθεση, ήταν μια εξαιρετικά ιδιότυπη περίπτωση: μια κρίση που, ενώ εκ πρώτης όψεως αφορούσε την επιβίωση της επιρροής της Γαλλίας και της Βρετανίας στη νότια ακτή της Μεσογείου (και που αποτέλεσε καμπή στη διαδικασία της αποαποικιοποίησης), στην πράξη ενέπλεξε και τις δύο υπερδυνάμεις. Ο πόλεμος του 1956 ξέσπασε μετά την ισραηλινή επίθεση εναντίον της Αιγύπτου τον Οκτώβριο του 1956, η οποία ακολουθήθηκε αμέσως από την αγγλογαλλική εισβολή. Οι επιτιθέμενοι ανακόπηκαν λόγω της σοβιετικής αντίδρασης (η Μόσχα απείλησε και με πυρηνικά αντίποινα) και της παρέμβασης της Ουάσιγκτον που άσκησε την τεράστια οικονομική της δύναμη για να εξασφαλίσει την αποχώρηση των Βρετανών. Αλλά στην πράξη, η μεν Μόσχα είχε καταφέρει να εμφανιστεί αλληλέγγυα με την αιγυπτιακή προσπάθεια για απεμπλοκή από τη δυτική επιρροή (και ως ο υπερασπιστής της αιγυπτιακής ανεξαρτησίας έναντι των παρεμβάσεων των αποικιοκρατικών δυνάμεων), η δε Ουάσιγκτον – που έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στην ανακοπή της αγγλογαλλικής επέμβασης – μοιραία ταυτίστηκε στη διεθνή κοινή γνώμη με την μίζερη «πολιτική της κανονιοφόρου» που τόσο άκομψα και αναποτελεσματικά προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι σύμμαχοί της. Δεν μπορεί να γίνει εδώ μια πλήρης περιγραφή των ασθματικά ταχέων γεγονότων που ακολούθησαν, αλλά από τη στιγμή εκείνη, η επιρροή των αντιπαλοτήτων του Ψυχρού Πολέμου έγινε εμφανής και στη Μέση Ανατολή. Οι κρίσεις των επόμενων ετών (η τουρκοσυριακή του 1957 μετά την προσέγγιση Δαμασκού και Μόσχας, η συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας δηλαδή της συνομοσπονδίας Αιγύπτου και Συρίας, η αιματηρή ανατροπή του φιλοδυτικού ιρανικού καθεστώτος το 1958 και οι αμερικανοβρετανικές επεμβάσεις στον Λίβανο και την Ιορδανία το ίδιο έτος εναντίον της πιθανής νασερικής παρέμβασης εκεί) έκαναν τα πράγματα πιο περίπλοκα.
Η μεταφορά των ψυχροπολεμικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή είχε πολλά αίτια. Πρώτον, η επίτευξη συμβιβασμών ή διχοτομήσεων στα σημεία που είχαν δημιουργήσει τις μεγάλες ψυχροπολεμικές κρίσεις του 1947-53 (Κεντρική Ευρώπη και Άπω Ανατολή), μετακίνησε το πεδίο αντιπαράθεσης σε άλλα σημεία του πλανήτη, στη λεγόμενη «περιφέρεια», με πρώτο τη Μέση Ανατολή. Δεύτερον, ο εκπρόσωπος της Δύσης στην περιοχή αυτή, η Βρετανία, ήταν εμφανώς αδύναμος, προσέλκυε την αντιπαλότητα των Αράβων λόγω του αποικιοκρατικού του παρελθόντος και καθιστούσε ακόμη πιο πρόσφορη μια απόπειρα σοβιετικής διείσδυσης στην περιοχή – πόσο μάλλον αφού οι Αγγλογάλλοι είχαν το 1956 εισβάλει στην Αίγυπτο την οποία ορατά είχε υπερασπιστεί η Μόσχα. Τρίτον, η ίδια η Σοβιετική Ένωση, που πλέον ακολουθούσε την πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης», διέθετε πλέον τις προϋποθέσεις για να εκτείνει το ενδιαφέρον της πέραν της Ευρώπης.

Οι ηγέτες του Κρεμλίνου είχαν πλέον στα χέρια τους μια χώρα που είχε πλέον αναπτυχθεί βιομηχανικά και επομένως αφενός διέθεταν πλεονάσματα βιομηχανικών προϊόντων προς εξαγωγή, οπότε αναζήτησαν τρόπους διάθεσής τους, ενώ αφετέρου αποστασιοποιήθηκαν από την ανάλυση των «δύο κόσμων» που είχε κυριαρχήσει στην εποχή του Στάλιν∙ αντίθετα, αποδέχθηκαν την ύπαρξη ενός «Τρίτου» Κόσμου, ο οποίος θα μπορούσε να «κερδηθεί» για λογαριασμό του σοσιαλιστικού στρατοπέδου μέσω της υποστήριξης των αντιαποικιακών αγώνων. Η Μέση Ανατολή προσφερόταν για διάφορους λόγους για μια νέα σοβιετική πολιτική στον Τρίτο Κόσμο.
Παρ’ όλα αυτά, η σχέση του Μεσανατολικού με τον Ψυχρό Πόλεμο παρέμεινε ιδιότυπη, για τον απλούστατο λόγο ότι, ενώ οι ψυχροπολεμικές πραγματικότητες διαδραμάτιζαν έναν εμφανή ρόλο στη διαμόρφωση των συσχετισμών ισχύος στην περιοχή, δεν συγκροτούσαν πάντως το μείζον της πρόβλημα. Αυτό ήταν αφενός η συνέχιση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης και αφετέρου το ερώτημα του διεθνούς προσανατολισμού των αραβικών κρατών, ο οποίος όμως καθοριζόταν από την προσπάθειά τους να επιτύχουν την ανεξαρτησία τους από τη δυτική επιρροή και από τη συνέχιση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης. Η τοπική/περιφερειακή φύση των αραβικών επιδιώξεων και η εν μέρει ασυμβατότητά τους με τις «μείζονες» ψυχροπολεμικές εντάσεις συχνά καθιστούσε άστοχη και την ίδια την αμερικανική πολιτική. Οι Αμερικανοί, εμπλεγμένοι στα δικά τους αδιέξοδα αυτού που αποκλήθηκε «ψυχροπολεμικός φακός» (Matthew Connelly), προσέφεραν, μέσω του Δόγματος Αϊζενχάουερ του 1957, στους Άραβες κάτι που δεν ενδιέφερε τους τελευταίους: προσέφεραν, δηλαδή, υποστήριξη έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ οι Άραβες (κυρίως οι Άραβες εθνικιστές, μέσω του Νάσερ) δεν αισθάνονταν ότι τους απειλούσε η Μόσχα και επιζητούσαν κάτι το διαφορετικό, δηλαδή την αναγνώριση της δικής τους αυτόνομης επιρροής στις διεθνείς υποθέσεις και κυρίως υποστήριξη έναντι του Ισραήλ, κάτι που εξ ορισμού οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να δώσουν. Η Μέση Ανατολή έγινε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περιφερειακού Ψυχρού Πολέμου, στον οποίο η μείζων ψυχροπολεμική αντιπαράθεση γινόταν, από τους τοπικούς δρώντες, αντιληπτή μέσω των τοπικών προβλημάτων. Και οι τοπικοί δρώντες προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν τις ψυχροπολεμικές εντάσεις για την ικανοποίηση των δικών τους, πρωτίστως τοπικών στόχων.
Με αυτά τα δεδομένα, η «υποταγή» των περιφερειακών μεσανατολικών δυνάμεων στις δύο υπερδυνάμεις δεν ήταν πλήρης. Το ίδιο το Ισραήλ δεν απεμπόλησε ποτέ το δικαίωμά του να χαράζει μια αυτόνομη πολιτική σε σχέση με τις ΗΠΑ∙ πολύ συχνά, μακράν του να «ακολουθεί» την αμερικανική πολιτική στην περιοχή, προσπαθούσε να τη διαμορφώσει, ασκώντας πιέσεις στο ίδιο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα μέσω του ισχυρού εβραϊκού λόμπι στην Ουάσιγκτον. Και ο Νάσερ, τελικά, γενόμενος ένας από τους ηγέτες του Κινήματος των Αδεσμεύτων που συγκροτήθηκε επισήμως στη Διάσκεψη του Βελιγραδίου το 1961, δεν έγινε ποτέ «όργανο» της Μόσχας∙ αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία (π.χ. τα έργα των H. W. Brands και Robert Rakove), επισημαίνει την άτυπη αλλά λειτουργική προσέγγιση των ΗΠΑ με την Αίγυπτο μετά το 1959. Με άλλα λόγια, από το 1960 έως το 1967, εκδηλώνονταν δύο τάσεις που συχνά ήταν μεταξύ τους αντιφατικές: το Μεσανατολικό ζήτημα αφορούσε και τις περιφερειακές αντιπαλότητες, εδρασμένες στην ιστορική εξέλιξη της περιοχής, αλλά και την αντιπαλότητα των δύο συνασπισμών μέσω των «αντιπροσώπων» τους στην ευρύτερη περιοχή.
Ο πόλεμος του 1967: μια καμπή στην μεταπολεμική ιστορία;
Επομένως, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, του Ιουνίου του 1967, εδραζόταν, πρωτίστως σε τοπικά αίτια και επηρεάστηκε καθοριστικά από τις περιφερειακές πραγματικότητες. Παράλληλα όμως, ειδικά μετά τη λήξη του, προσέφερε ένα ακόμη πιο ευνοϊκό πεδίο για την εκδήλωση της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης στην περιφέρεια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Νάσερ είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες (κυρίως στην κρίση του Σουέζ), φαινόταν να έχει βρει ένα modus vivendi με τους Αμερικανούς, και είχε αναχθεί σε καθοριστικό παράγοντα στον αραβικό κόσμο. Είχε όμως σημειώσει και μεγάλες αποτυχίες: η ανακοπή των νασερικών στο Λίβανο και την Ιορδανία το 1958 λόγω της αγγλοαμερικανικής παρέμβασης, η διάλυση της συνομοσπονδίας Αιγύπτου και Συρίας το 1961, αλλά και η ανάδυση του Ιράκ ως ενός νέου (και ανταγωνιστικού προς την Αίγυπτο) πόλου του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού ήγειραν σημαντικά διλήμματα για το Κάιρο. Στην πράξη, η άνοδος του ριζοσπαστικού Ιράκ ενέτεινε τη μεγαλύτερη αδυναμία του αραβικού κόσμου, δηλαδή τη βαθιά διάσπασή του: προκάλεσε την τριχοτόμησή του, καθώς στις τάξεις του διακρίνονταν τα συντηρητικά κράτη (πρώτιστα εκπροσωπούμενα από τη Σαουδική Αραβία), μια ριζοσπαστική εθνικιστική ομάδα περί την Αίγυπτο και ένας άλλος ριζοσπαστικός εθνικιστικός πόλος στη Βαγδάτη. Ήδη στη δεκαετία του 1960 συγκρούονταν στην Υεμένη δυνάμεις που υποστηρίζονταν από την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία. Παρ’ όλη την ισχύ της Αιγύπτου, ο Νάσερ δεν κατάφερνε να ενώσει τον αραβικό κόσμο. Με άλλα λόγια, εάν ο Νάσερ ήθελε να εδραιώσει την θέση του μέσα στα πλαίσια του αραβικού κόσμου, όφειλε πλέον, μετά την επιτυχή διεκδίκηση της αιγυπτιακής ανεξαρτησίας από τη Δύση, να προσφέρει μια λύση στο μείζον πρόβλημα που απασχολούσε τους Άραβες: να καταστρέψει το Ισραήλ. Έπρεπε να υλοποιήσει την βασική του εξαγγελία, στην οποία εδραζόταν η από μέρους του διεκδίκηση της ηγεσίας του αραβικού κόσμου.
Ο Νάσερ δεν είχε αυταπάτες για το εγχείρημα αυτό. Η καταστροφή του Ισραήλ δεν θα αποδεικνυόταν εύκολη υπόθεση, καθώς αυτό διέθετε εξαίρετη οργάνωση και στρατό, αλλά και ισχυρότατη διεθνή στήριξη από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η αδυναμία συντονισμού των Αράβων έμελλε και εδώ να παίξει καθοριστικό ρόλο. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η αδυναμία συντονισμού οδήγησε σε μια κατάσταση στην οποία ο Νάσερ παρασύρθηκε από τις εξελίξεις και δεν επέλεξε ο ίδιος το χρονικό σημείο της σύγκρουσης. Η επικράτηση των μπααθικών στη Συρία το 1966, και η υποστήριξη που αυτοί προσέφεραν στην νεόκοπη Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) ώστε να διενεργεί επιδρομές στο ισραηλινό έδαφος, επιτάχυναν τις εξελίξεις. Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ και Συρίας την άνοιξη του 1967 ανάγκασε τον Νάσερ να κάνει βεβιασμένες επιλογές: ζήτησε από τον ΟΗΕ να αποσύρει τους παρατηρητές του στα σύνορα Αιγύπτου και Συρίας, ενώ μετακίνησε ισχυρές δυνάμεις του στρατού του εκεί. Μια αμυντική συμφωνία Αιγύπτου και Συρίας είχε συναφθεί το 1966, αλλά τώρα ακολούθησαν ανάλογες συμφωνίες με την Ιορδανία και το Ιράκ. Όλα αυτά έδειχναν ότι οι αραβικές χώρες ετοιμάζονταν για μια γενική επίθεση.

Δεν ήταν ο χρόνος και ο τρόπος που προτιμούσε ο Νάσερ. Και πάνω από όλα, όλα τούτα είχαν, προφανώς, γίνει αντικείμενο προσεκτικής παρακολούθησης από το Ισράηλ, το οποίο διακατεχόταν, όχι απρόσμενα, από τον φόβο ότι οι μεγάλες αραβικές χώρες θα προσπαθούσαν εκ νέου να το καταστρέψουν. Εξ άλλου, η ένταση των επιδρομών της ΟΑΠ αύξανε την ανασφάλεια της μικρής χώρας, ενώ θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το πόσο ευάλωτη αισθανόταν από τις πραγματικότητες της γεωγραφίας: ενδεικτικά και μόνον αναφέρεται ότι μια αραβική πυροβολαρχία στα σύνορα με την Ιορδανία, στη Δυτική όχθη του Ιορδάνη, μπορούσε να πλήξει τις παράκτιες ισραηλινές πόλεις άρα να απειλήσει το εμπόριο και τον εφοδιασμό της χώρας. Η γεωγραφική πραγματικότητα, όπως είχε διαμορφωθεί στον πόλεμο του 1948, ενέτεινε την αίσθηση της ισραηλινής τρωτότητας και οδηγούσε στην αναζήτηση περισσότερο ασφαλών συνόρων έναντι αντιπάλων που δεν έκρυβαν τις απειλητικές τους διαθέσεις. Τέλος, με αυτή τη διαρκή ανασφάλεια, οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ είχαν εξοπλιστεί και ετοιμαστεί, διέθεταν εξαίρετη ηγεσία και μεγάλη ετοιμότητα. Ενώ οι αραβικές χώρες προσπαθούσαν με θορυβώδη τρόπο να ξεπεράσουν τις μεγάλες τους διαφορές για να πολεμήσουν εναντίον του, το Ισραήλ ετοιμαζόταν πυρετωδώς, συστηματικά και χωρίς να το διαφημίζει. Τώρα, θα εξαπέλυε το ίδιο, έναν προληπτικό πόλεμο εναντίον όλων των αντιπάλων του.
Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών ξεκίνησε με την ισραηλινή επίθεση το πρωί της 5ης Ιουνίου. Εξαίρετα εξοπλισμένη και εκπαιδευμένη, η ισραηλινή αεροπορία κατέστρεψε τις αραβικές στο έδαφος, ενώ οι μηχανοκίνητες ισραηλινές δυνάμεις προέλασαν, με ισχυρή αεροπορική κάλυψη και χωρίς να απειλούνταν από τον αέρα, στο Σινά, φτάνοντας στη διώρυγα στις 8 Ιουνίου, στη Λωρίδα της Γάζας, στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη – καταλαμβάνοντας το σύνολο και της Ιερουσαλήμ. Κατόπιν, κατέλαβαν και τα υψώματα του Γκολάν από τη Συρία. Μέσα σε ελάχιστες ημέρες, ένα μικρό κράτος είχε ταπεινώσει τρεις ισχυρές αραβικές χώρες, και μόνον ο φόβος της σοβιετικής παρέμβασης απέτρεψε την ισραηλινή κατάληψη της ίδιας της Δαμασκού.
Είναι εμφανές ότι τα αίτια του πολέμου ήταν πρωτίστως περιφερειακά. Ήταν όμως η πρώτη φορά – σε αντίθεση με τους προηγούμενους δύο αραβοϊσραηλινούς πολέμους το 1948-49 και το 1956 – που οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν, παράλληλα, και ως «αντιπρόσωποι» των δύο ψυχροπολεμικών στρατοπέδων: το Ισραήλ είχε την υποστήριξη των ΗΠΑ, ενώ οι Σοβιετικοί είχαν ήδη προσφέρει πολεμικό υλικό στις αραβικές χώρες, πρωτίστως τη Συρία (και αντικατέστησαν το υλικό τους όταν αυτό καταστράφηκε στον πόλεμο). Ήδη ακανθώδες πρόβλημα, το Μεσανατολικό γινόταν ακόμη πιο δύσκολα διαχειρίσμο λόγω τούτης της διαπλοκής του με τις ευρύτερες διεθνείς αντιπαλότητες.
Συνέπειες του πολέμου

Η ισραηλινή νίκη προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της υφηλίου. Επιπλέον, η κατάληψη της χερσονήσου του Σινά, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης και των υψωμάτων του Γκολάν εξασφάλισαν στο Ισραήλ πιο ασφαλή σύνορα και συνέβαλαν καθοριστικά στην επιβίωσή του όταν δέχτηκε το ίδιο την αιφνιδιαστική αραβική επίθεση το 1973.
Για τον αραβικό κόσμο, οι συνέπειες ήταν καταλυτικές. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών σηματοδότησε το ουσιαστικό πολιτικό τέλος του Νάσερ, καθώς η μεγάλη του απόπειρα για την καταστροφή του Ισραήλ είχε αποτύχει. Ο ίδιος πέθανε απογοητευμένος το 1970. Παράλληλα, η ήττα έπαιξε ακόμη πιο ουσιαστικό ρόλο στην απογοήτευση και την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των Παλαιστινίων και της ΟΑΠ: διαπιστώνοντας ότι η συμβατική στρατιωτική ισχύς των αραβικών κρατών δεν επαρκούσε για την καταστροφή του Ισραήλ, στράφηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες, τόσο στο έδαφος του Ισραήλ όσο και διεθνώς, οι οποίες όμως φόβισαν ακόμη περισσότερο τα αραβικά κράτη (κυρίως τα πιο συντηρητικά) και συνέβαλαν στην περαιτέρω διάσπαση του αραβικού κόσμου, αλλά και οδήγησαν σε τρομερές ακρότητες, όπως τη σφαγή των Παλαιστινίων μαχητών από το καθεστώς της Ιορδανίας, στον περιβόητο Μαύρο Σεπτέμβρη του 1970.

Ο πόλεμος του 1967 ήταν, και στο τεχνικό επίπεδο, μια ιδιότυπη περίπτωση. Οι αεροπορικές δυνάμεις των εμπολέμων, ειδικά των θριαμβευτών Ισραηλινών, ήταν αρκετά σύγχρονες. Ωστόσο, οι χερσαίες δυνάμεις τους παρέμεναν ακόμη σε μεγάλο βαθμό εξοπλισμένες με παρωχημένο πολεμικό υλικό από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με το οποίο τις εφοδίαζαν οι δύο υπερδυνάμεις∙ μόνον μετά το 1967, στη νέα κούρσα εξοπλισμών που ανέκυψε, οι δύο πλευρές εξασφάλισαν πολύ πιο σύγχρονα τεθωρακισμένα. Ωστόσο, έστω και έτσι, οι ισραηλινές τακτικές προκάλεσαν το παγκόσμιο ενδιαφέρον και έγιναν αντικείμενο μελέτης ακόμη και από τις δύο υπερδυνάμεις. Η καταλυτική χρήση της αεροπορίας και η χρήση των τεθωρακισμένων υπήρξαν καινοτόμες και προσέδωσαν, όχι αδίκως, στο Ισραήλ την ιδιότητα ενός πρωτοπόρου στην στρατιωτικήτέχνη. Στο διεθνές επίπεδο, η επικράτηση των Ισραηλινών φαινόταν να αποτελεί μια νίκη για τη Δύση. Ωστόσο, στην πράξη τα πράγματα ήταν περισσότερο περίπλοκα. Η φιλοαμερικανική δύναμη της Μέσης Ανατολής είχε πράγματι επικρατήσει και τούτο φαινόταν να αποτελεί μια αμερικανική επιτυχία. Αλλά οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις διατήρησαν τις επιφυλάξεις τους για τις εξελίξεις, καθώς είχαν πλήρη επίγνωση της τρωτότητάς τους στον ενεργειακό τομέα και της εξάρτησής τους από τα αραβικά αποθέματα πετρελαίου. Τούτο έμελε να διαφανεί πολύ πιο άμεσα στον επόμενο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, το 1973, που άλλωστε προκάλεσε και το πρώτο πετρελαϊκό σοκ.
Ακόμη πιο έντονη ήταν η παράλληλη ενίσχυση της σοβιετικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή. Πέραν της αντικατάστασης του πολεμικού υλικού των αραβικών κρατών, που έτεινε να εντείνει την εξάρτηση αρκετών αραβικών κρατών (π.χ. της Συρίας) από τη Μόσχα, οι Σοβιετικοί έκαναν και μια ακόμη εντυπωσιακή ενέργεια: διέθεταν από το 1964 μικρές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο, αλλά τώρα, ειδικά το 1968, την επαύριον του Πολέμου των Έξι Ημερών, τις ενίσχυσαν δραματικά δημιουργώντας την περίφημη Πέμπτη Εσκάντρα. Η σοβιετική ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο με τη σειρά της τρόμαξε τη Δύση, καθώς για πρώτη φορά απειλείτο ο απόλυτος έλεγχος της Μεσογείου, μιας ζώνης που βρισκόταν «στην πλάτη» των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στην Ευρώπη και θεωρείτο από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως μια ασφαλής «δυτική» λίμνη. Δεν ήταν πλέον έτσι. Ο σοβιετικός στόλος της Μεσογείου δεν μπορούσε, βέβαια, σε περίπτωση πολέμου, να αμφισβητήσει την υπεροχή του περίφημου αμερικανικού Έκτου Στόλου, διέθετε όμως τις δυνατότητες (κυρίως υποβρυχιακές) να δυσχεράνει την δική του πιθανή πολεμική δράση. Στα επόμενα χρόνια, η σοβιετική ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο και οι προφανείς πολιτικές της επιπτώσεις (η ενίσχυση της σοβιετικής επιρροής στη Συρία, την Αίγυπτο έως το 1972, η απώλεια για τη Δύση της Λιβύης που από το 1969 βρέθηκε υπό τον έλεγχο του συνταγματάρχη Καντάφι κ.α.) αποτέλεσαν ένα μείζον πεδίο ανησυχίας για το ΝΑΤΟ. Από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του 1960 οι Δυτικοί αναλυτές τόνιζαν πως η συνέχιση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης έτεινε να αυξάνει τις δυνατότητες των Σοβιετικών για παρέμβαση στην Μέση Ανατολή και στη Μεσόγειο.

Υπήρξαν όμως και μακροπρόθεσμες συνέπειες στο διεθνές σύστημα. Πρώτον, η ισραηλινή προσάρτηση της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης δεν αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα αλλά και δεν αμφισβητήθηκε πρακτικά. Τούτο παρέπεμπε σε μία αιφνίδια μεταλλαγή της φύσης των διεθνών σχέσεων διεθνώς, καθώς γινόταν για πρώτη φορά σαφές ότι ήταν δυνατό μία επιθετική ενέργεια να αποφέρει καρπούς. Το στοιχείο αυτό θα επισημανθεί από την Τουρκία και θα αποτελέσει προηγούμενο και για την εισβολή της στην Κύπρο το 1974. Τα «κατεχόμενα» του 1967 αποτέλεσαν τις πρώτες «μαύρες τρύπες» στο διεθνές σύστημα της μεταπολεμικής εποχής.Δεύτερον, ο πόλεμος του 1967 εξασφάλισε το μείζον ζητούμενο του Ισραήλ, δηλαδή πιο ασφαλή σύνορα, κάτι που έμελλε να αποδειχθεί κρίσιμο στον επόμενο πόλεμο, του 1973. Αντίθετα με το 1948, αυτή τη φορά δεν υπήρξε προσφυγοποίηση των αραβικών πληθυσμών στις περιοχές που κατέλαβε το Ισραήλ. Ωστόσο, ο πόλεμος δεν επέφερε τη διάρρηξη κάποιου από τα επάλληλα και επώδυνα αδιέξοδα του Μεσανατολικού. Η ισραηλινή κατοχή του συνόλου της Ιερουσαλήμ ενέτεινε ένα από τα μεγάλα αδιέξοδά του – δηλαδή την αδυναμία των εμπλεκομένων μερών να συμφωνήσουν ως προς το μέλλον της πόλης. Και η βασική ισραηλινή στρατηγική, με άλλα λόγια η ανταλλαγή εδαφών από τα νέα «κατεχόμενα» με σκοπό την εξασφάλιση της ειρήνης και του δικού του δικαιώματος για ύπαρξη, ενώ αποτέλεσε τη βάση για διαδοχικές ειρηνευτικές προσπάθειες από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως σήμερα, δεν έχει πάντως αποφέρει την οριστική ειρήνευση της περιοχής.

The Six DayWar 1967 Documentary
Επιλογή βιβλιογραφίας
Nigel Ashton (επιμ.), The Cold War in the Middle East 1967-73: Regional Conflict and the Superpowers 1967-73 (London: Routledge, 2007).
W. Brands, The Specter of Neutralism: the United States and the Emergence of the Third World, 1947-1960 (New York: Columbia University Press, 1989).
Matthew Connelly, «Taking Off the Cold War Lens: Visions of North-South Conflict during the Algerian War of Independence», American Historical Review, 105/3 (2000), σσ. 739-69.
William Roger Louis and Avi Shlaim (επιμ.), The 1967 Arab-Israeli War: Origins and Consequences (Cambridge: Cambridge University Press, 2012).
Michael Oren, Six Days of War: June 1967 and the Making of the Modern Middle East (Oxford: Oxford University Press, 2002).
Robert B. Rakove, Kennedy, Johnson and the Nonaligned World (Cambridge: Cambridge University Press, 2013).