Skip to main content

Ιωάννης Κ. Ξυδόπουλος: Το μακεδονικό περιβάλλον του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Ιωάννης Κ. Ξυδόπουλος

Το μακεδονικό περιβάλλον του Μεγάλου Αλεξάνδρου[1]

 

Το πλαίσιο

Ο κόσμος μέσα στον οποίο ο Αλέξανδρος γεννήθηκε και μεγάλωσε είχε τρεις κύριες πολιτικές και πολιτιστικές διαστάσεις: Καταρχάς, υπήρχε το βασίλειο της Μακεδονίας, το οποίο περιοριζόταν αρχικά μόνο στην ίδια την γεωγραφική Μακεδονία και επί των ημερών της βασιλείας του πατέρα του είχε επεκταθεί καλύπτοντας μία έκταση από τα ιλλυρικά σύνορα στα βορειοδυτικά ως τις ακτές του Ελλησπόντου στα ανατολικά, τον Δούναβη στα βόρεια και τις παρυφές της Θεσσαλίας στο νότο. Επίσης, υπήρχε ο παλαιός ελληνικός κόσμος στα νότια του βασιλείου, ο οποίος περιελάμβανε την κυρίως Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Τέλος, υπήρχε και η Περσική αυτοκρατορία, η οποία από καιρού εις καιρόν έκανε την απειλητική για την ελευθερία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας εμφάνισή της.

 

Το βασίλειο της Μακεδονίας και οι Έλληνες

Σε έναν δραματικό λόγο του, στην Ώπι το 324, τον οποίο μας παραδίδει ο Αρριανός (7.9.2-7.9.4), ο Αλέξανδρος απευθύνθηκε στους στρατιώτες του με τα εξής λόγια:

Φίλιππος γὰρ παραλαβὼν ὑμᾶς πλανήτας καὶ ἀπόρους, ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας ἀνὰ τὰ ὄρη πρόβατα ὀλίγα καὶ ὑπὲρ τούτων κακῶς μαχομένους Ἰλλυριοῖς καὶ Τριβαλλοῖς καὶ τοῖς ὁμόροις Θρᾳξίν, χλαμύδας μὲν ὑμῖν ἀντὶ τῶν διφθερῶν φορεῖν ἔδωκεν, κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν ἐς τὰ πεδία, ἀξιομάχους καταστήσας τοῖς προσχώροις τῶν βαρβάρων, ὡς μὴ χωρίων ἔτι ὀχυρότητι πιστεύοντας μᾶλλον ἢ τῇ οἰκείᾳ ἀρετῇ σώζεσθαι, πόλεών τε οἰκήτορας ἀπέφηνε καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι χρηστοῖς ἐκόσμησεν.

Ο Φίλιππος σας βρήκε νομάδες και φτωχούς, τους πιο πολλούς ντυμένους με προβειές, να βόσκετε τα λιγοστά σας πρόβατα επάνω στα βουνά και να τα υπερασπίζετε προβάλλοντας αδύναμη αντίσταση στους Ιλλυριούς, τους Τριβαλλούς και τους Θράκες των συνόρων σας. Σας έντυσε με μανδύες αντί για προβειές και σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες και σας έκανε ικανούς να αντιμετωπίζετε στην μάχη τους βάρβαρους γείτονές σας και να στηρίζεστε πια στο ίδιο σας το θάρρος μάλλον παρά στα οχυρώματα. Σας ανέδειξε σε κατοίκους πόλεων και σας εκπολίτισε με την προσφορά ορθών νόμων και συνηθειών.

Το εδάφιο είναι αρκετά εύγλωττο αναφορικά με τη συμβολή του Φιλίππου Β΄ στην οικονομική, στρατιωτική, πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη της Μακεδονίας και των Μακεδόνων. Η οικονομία του κράτους βασιζόταν ακόμη στην κτηνοτροφία και τη γεωργία σε μεγάλο βαθμό, μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο των πιο αστικοποιημένων περιοχών του Νότου. Καθοριστικοί παράγοντες για αυτόν τον χαρακτήρα της οικονομίας έπαιζαν τόσο η γεωγραφία του βασιλείου όσο και η πολιτική διάσπαση της περιόδου πριν από την ανάρρηση του Φιλίππου στην εξουσία. Έκτοτε, ο διαχωρισμός της γνωστής μας ήδη από τον Ηρόδοτο άνω Μακεδονίας (στα δυτικά) από την κάτω -ή παρά θάλασσαν- Μακεδονία (στα ανατολικά) είχε πάψει να υφίσταται. Η ενοποίηση, τόσο σε διπλωματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, αυτών των δύο περιοχών αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικοστρατιωτικές επιτυχίες του Φιλίππου.

Οι εκτενείς κατακτήσεις του συνεχίστηκαν κατά μήκος των βορείων ακτών του Αιγαίου, με τελευταία την καταστροφή της Ολύνθου, πρωτεύουσας του Κοινού των Χαλκιδέων, και τη διανομή των εδαφών της σε επιφανείς Μακεδόνες αλλά και σε ορισμένους Έλληνες της νότιας Ελλάδας, με αντάλλαγμα την απόλυτη υπακοή τους. Ωστόσο, επιμέρους γαίες δόθηκαν και σε ακτήμονες, ώστε να διαμορφωθεί σταδιακά μία τάξη μεσαίων γαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι δεν διέφεραν στο εξής από τους αντίστοιχους γαιοκτήμονες της νότιας Ελλάδας, υπό την έννοια ότι αποτελούσαν τον κορμό του βαριά οπλισμένου πεζικού. Αυτήν ακριβώς την εξέλιξη εννοεί ο Αρριανός, με τη φράση κατήγαγε κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν ἐς τὰ πεδία.

Την οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος, στον ίδιο λόγο, δικαιολογημένα τη συνδέει με τη στρατιωτική. Άλλωστε, η φυσιογνωμία του Φιλίππου, είχε οδηγήσει και τον σύγχρονό του ιστορικό, Θεόπομπο, να εκφράσει τον θαυμασμό του για τον βασιλιά της Μακεδονίας, τον οποίο θεωρούσε μάλιστα ως τον μεγαλύτερο άνδρα της Ευρώπης (Πολύβ. 8.11).

Το 360, έναν χρόνο πριν αναλάβει την εξουσία ο Φίλιππος, η Μακεδονία απειλούνταν με αφανισμό. Οι βάρβαροι βασιλείς που περικύκλωναν τη χώρα –Ιλλυριοί στα βορειοδυτικά, Παίονες στα βόρεια και Θράκες στα ανατολικά- αλλά και οι διάφοροι ανταπαιτητές του μακεδονικού θρόνου, οι οποίοι υποστηρίζονταν είτε από τους προαναφερθέντες βαρβάρους βασιλείς είτε από τις ελληνικές πόλεις των παραλίων (ακόμη και από την Αθήνα), αποτελούσαν μόνιμες σχεδόν απειλές. Ότι ο Φίλιππος Β΄ κατόρθωσε να συντρίψει τους Ιλλυριούς και να εξαναγκάσει σε παραίτηση τους όποιους ανταπαιτητές είναι έναν γεγονός το οποίο σαφέστατα δεν μπορεί να αποδοθεί στην τύχη. Ήταν το αποτέλεσμα της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης του κράτους, η οποία επρόκειτο να αναδείξει τον μακεδονικό στρατό ως τον καλύτερο του τότε γνωστού κόσμου. Μολονότι οι λεπτομέρειες και η χρονολογία των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι γνωστές, θεωρείται βέβαιο ότι δημιούργησε πεζικό στελεχωμένο από Μακεδόνες πολίτες, το οποίο έλαβε το όνομα πεζέταιροι, συνδέοντας τους με τον τρόπο αυτό με το γόητρο της αριστοκρατίας (πεζοί εταίροι).

Στον νέο μακεδονικό στρατό αντακλώνταν φυσικά η κοινωνική διάρθρωση του βασιλείου. Σε μία κοινωνία, η οποία συχνά αποκαλείται «ομηρική», ο ηγετικός πυρήνας του στρατού αποτελείτο από τον βασιλέα και τους ευγενείς συμβούλους του. Ο ομηρικός όρος για αυτούς τους συμβούλους είναι εταίροι και απέκτησε τεχνική σημασία και στη Μακεδονία. Περισσότερο ενδιαφέρουσα από τον αριθμό τους είναι η δομή και η σύσταση των εταίρων: πριν από τη βασιλεία του Φιλίππου, αυτοί προέρχονταν αποκλειστικά από τις ηγέτιδες οικογένειες της κάτω Μακεδονίας. Ο Φίλιππος, προκειμένου να ενοποιήσει πολιτικά το βασίλειό του αλλά και να εξασθενίσει την παλαιά μακεδονική αριστοκρατία συμπεριέλαβε επιπλέον έναν ικανό αριθμό ατόμων προερχομένων από την άνω Μακεδονία. Τέλος, θεσπίστηκε στη μακεδονική πρωτεύουσα και το σώμα των βασιλικών παίδων, εφήβων προερχομένων από τις εξέχουσες οικογένειες, οι οποίοι αποτελούσαν τη βασιλική σωματοφυλακή.

Φίλιππος Β΄

Με τον στρατό αυτό, ο Φίλιππος κατόρθωσε να κυριαρχήσει έναντι όχι μόνο των βαρβάρων εισβολέων του κράτους του, αλλά και στις ελληνικές αποικίες της περιοχής. Η Πύδνα και η Μεθώνη κατελήφθησαν στη δεκαετία του 350. Από τις άλλες ελληνικές αποικίες, η Αμφίπολις και η Όλυνθος είχαν αποκτήσει εξαιρετική σημασία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα προστατεύονταν και οι δύο από τη ναυτική αθηναϊκή παρουσία στην περιοχή. Τον τέταρτο αιώνα, ωστόσο, η αντιπαλότητά τους με την άλλοτε προστάτιδα Αθήνα και ορισμένοι αδέξιοι χειρισμοί (ιδιαίτερα η υποστήριξη που παρείχαν σε διάφορους διεκδικητές του θρόνου), τις εξέθεσαν στην εκδικητική μανία του Φιλίππου. Η Αμφίπολις παρέμεινε πόλη, ενώ η Όλυνθος, όπως προαναφέραμε, ισοπεδώθηκε, οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν ή εξανδραποδίστηκαν και στη θέση της διατηρήθηκε μία πολίχνη.

Είναι, επομένως, πολύ αντιφατική η εικόνα που οι Έλληνες της Νότιας Ελλάδας μπορούσαν να σχηματίσουν για τον Μακεδόνα βασιλιά και τους υπηκόους του, εικόνα η οποία αντανακλάται και στη γραμματειακή παράδοση της εποχής. Οι αναφορές στη Μακεδονία και στους Μακεδόνες από τους συγγραφείς του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. έχουν περιστασιακό χαρακτήρα. Γίνονται με αφετηρία διάφορα γεγονότα, εφόσον πρόκειται για ιστορικά έργα, ή στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων ή φιλοσοφικών συζητήσεων. Πολιτική αντιπαράθεση προδίδει, για παράδειγμα, η γνωστή φράση του σοφιστή Θρασυμάχου, στο λόγο του῾Υπέρ Λαρισαίων: Ἀρχελάῳ δουλεύσομεν ῞Ελληνες ὄντες βαρβάρῳ; Από τον λόγο δεν έχουν σωθεί άλλα αποσπάσματα, είναι όμως γνωστό ότι ο ρήτορας ήταν φανατικός εχθρός των Μακεδόνων. Όπως έχει παρατηρηθεί σωστά στην έρευνα, η φάση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική για την αντίληψη των νοτίων Ελλήνων περί της ταυτότητας των Μακεδόνων, αφενός εξαιτίας της πολιτικής φόρτισης και αφετέρου επειδή υπονοείται η πολιτιστική καθυστέρηση, με βάση την οποία εξίσου βάρβαροι θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν οι Αιτωλοί ή οι Ακαρνάνες (Θουκ. 1.5.1-3).

Ως προς τις μαρτυρίες σε φιλοσοφικές συζητήσεις, εδώ εννοούμε τα γνωστά εδάφια του Γοργία του Πλάτωνος, όπου γίνεται μία οξύτατη πολεμική εναντίον του Αρχελάου, καθώς αυτός αποτελεί για τον Πλάτωνα το κατεξοχήν παράδειγμα πολύ άδικου ανθρώπου. Ο Αρχέλαος χαρακτηρίζεται και σε άλλους διαλόγους ως τύραννος των Μακεδόνων, ωστόσο, πουθενά δεν γίνεται αναφορά ή υπαινιγμός για μη ελληνική καταγωγή του. Ότι ο Πλάτων θεωρούσε τους Μακεδόνες Έλληνες επιβεβαιώνεται από τη μεταγενέστερη παρουσία του μαθητή του, Ευφραίου, στην αυλή του Περδίκκα Γ΄, αλλά και από την περίφημη επιστολή του ανιψιού του, Σπευσίππου, προς τον Φίλιππο Β΄. Την εντύπωση αυτή ενισχύει και το εδάφιο του Γοργία (471), όπου εκτίθεται η βιαιότητα με την οποία ο Αρχέλαος κατέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, εξαιτίας των αδικημάτων του, είναι ο πλέον άθλιος των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα ένας Αθηναίος να δεχόταν να βρίσκεται στη θέση οποιουδήποτε Μακεδόνα, όχι όμως στη θέση του Αρχελάου. Η διατύπωση του εδαφίου αυτού φανερώνει ότι ήταν εντελώς έξω από τον πνευματικό ορίζοντα του συγγραφέα η αντίληψη ότι οι Μακεδόνες μπορεί να είναι βάρβαροι.

Σε αντίθεση με τις γραμματειακές πηγές του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., οι αναφορές που περιέχουν οι λόγοι του Δημοσθένους στη Μακεδονία και στους Μακεδόνες δεν έχουν περιστασιακό χαρακτήρα. Αποτελούν τον κεντρικό άξονα των λόγων του ρήτορα, γύρω από τον οποίο αναπτύσσει τα επιχειρήματα της πολιτικής του αντιπαράθεσης με το βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Β΄. Προξενεί εντύπωση ότι, από τις συνολικά εξήντα αναφορές του, μόνο σε δύο γίνεται διάκριση ταυτότητας μεταξύ Μακεδόνων και νοτίων Ελλήνων. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι και στα δύο εδάφια η πολιτική και ψυχολογική φόρτιση είναι έντονη. Με την πολιτική φόρτιση ο Δημοσθένης καταφέρεται εναντίον του Φιλίππου, χαρακτηρίζοντάς τον όχι μόνο βάρβαρο, αλλά και τύραννο και δυνάστη. Από την άποψη αυτή, και τα δύο εδάφια του Δημοσθένους, ως μαρτυρίες, είναι ανάλογης βαρύτητας με τη φράση του Θρασυμάχου. Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός του Φιλίππου ως μη Έλληνα, ενώ στην ελληνική κοινή γνώμη ήταν ήδη γνωστό από τον 5ο αιώνα ότι οι Μακεδόνες μονάρχες κατάγονταν από το Άργος, δηλώνει έκφραση πολιτικού πάθους από την πλευρά του ρήτορα παρά ψύχραιμη ακριβολογία.

Οι παρατηρήσεις αυτές σχετικά με την περιορισμένη αποδεικτική αξία των φράσεων του Δημοσθένους ενισχύονται και με μια απλή κριτική εξέταση των απόψεων του Ισοκράτη, όπως αυτές διατυπώνονται στη γνωστή επιστολή του προς τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β΄, που μας έχει παραδοθεί με το όνομα Φίλιππος. Το δοκίμιο αυτό έχει γραφεί λίγο μετά από τη σύναψη της Φιλοκρατείου Ειρήνης (346 π.Χ.), απευθύνεται στον Φίλιππο και έγινε ευρύτατα γνωστό στην Ελλάδα. Επομένως, τα όσα γράφονται από τον Ισοκράτη έχουν αφενός επιλεγεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνουν αποδεκτά από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, αφετέρου αποκτούν ιδιαίτερη αξία όταν συνεξετάζονται με τις απόψεις και τους χαρακτηρισμούς που προέρχονται από τον Δημοσθένη, καθώς χρονικά ανήκουν και οι δύο στην ίδια πολιτική ατμόσφαιρα. Συνοπτικά, οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από τον Φίλιππο του Ισοκράτους είναι οι εξής: Οι συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών είναι ένα μείζον πανελλήνιο ζήτημα, με το οποίο έχει άμεση σχέση και ο Φίλιππος, ως Έλληνας καταγόμενος από το Άργος. Ο τελευταίος είναι ο πλέον κατάλληλος να τεθεί επικεφαλής της εκστρατείας εναντίον των Περσών, κάτι που προϋποθέτει ότι η πλειονότητα των Ελλήνων δεν μπορούσε να θεωρεί τους Μακεδόνες βαρβάρους. Απεναντίας, θεωρούνται από τον Ισοκράτη ότι είναι ένα φύλο που έχει ελληνικό τρόπο ζωής. Αυτό προκύπτει από το γνωστό χωρίο, όπου ο ρήτορας συνιστά στον Φίλιππο να ευεργετεί τους Έλληνες, να κυβερνά ως βασιλιάς και όχι ως τύραννος τους Μακεδόνες και να φροντίσει ώστε οι υποταγμένοι στους Πέρσες λαοί, αφού απαλλαγούν από τη βαρβαρική δεσποτεία, να τύχουν «ελληνικής επιμέλειας». Είναι αυτονόητο ότι, εάν οι ξένοι λαοί μπορούσαν να περιμένουν αυτήν την επιμέλεια από τον Φίλιππο, αυτό θα ίσχυε ήδη στη Μακεδονία. Η παρατήρηση αυτή επιτρέπει την υπόθεση ότι η διάκριση που γίνεται στον Ισοκράτη ανάμεσα σε Μακεδόνες και Έλληνες ούτε πολιτιστική διαφορά μπορεί να υποδηλώνει.

Άλλωστε, είναι γνωστή η προσπάθεια των Μακεδόνων βασιλέων να ενισχύσουν τις πολιτισμικές επαφές με τη Νότια Ελλάδα, προσπάθεια η οποία ερμηνεύει και την παρουσία πολλών διανοουμένων στη μακεδονική πρωτεύουσα. Αρκεί να σημειώσουμε εδώ την έλευση του Ευριπίδη στην Πέλλα, ανάμεσα σε πλήθος άλλων επωνύμων.

Ο Αλέξανδρος θήτευσε δίπλα στον Αριστοτέλη. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε ποιο επίπεδο είχαν φτάσει τότε οι προβληματισμοί του φιλοσόφου για τα πολιτικά, ωστόσο μέσα σε μία δεκαετία είχε συγγράψει την πρώτη έκδοση των Πολιτικών του, στην οποία πραγματευόταν την άποψη ότι ο άνθρωπος, ως πολιτικό όν, είναι προορισμένος να φτάνει στην ολοκλήρωσή του μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλεως. Οι Μακεδόνες, επομένως, απείχαν ακόμη από αυτό το στάδιο της πολιτικής ολοκλήρωσης. Από την άλλη, ωστόσο, τα δεινά από τα οποία υπέφερε η πόλις ήταν η στάσις (εμφύλια διαμάχη) και η αδυναμία της να σχηματίσει σταθερές πολιτικές συμμαχίες σε οποιοδήποτε διαφορετικό του φυλετικού επίπεδο. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης πίστευε ότι, αν οι Έλληνες κατόρθωναν να σχηματίσουν μία και μοναδική πολιτεία (πολίτευμα), θα κυριαρχούσαν σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Ίσως να είχε το μυαλό του στον μαθητή του, Αλέξανδρο, και τη δράση του στην Ασία.

Η Σχολή του Αριστοτέλους στη Μίεζα.

 

Η έννοια του βαρβάρου και η περσική αυτοκρατορία

Σύμφωνα με τις θεωρίες του τετάρτου αιώνος, σχετικά με την καταγωγή του πολιτισμού, η ανθρωποφαγία ή η ωμοφαγία αποτελούσαν αποδείξεις μιας ζωώδους καταστάσεως του πρωτόγονου ανθρώπου, κατάσταση από την οποία οι βάρβαροι που κατοικούσαν στις παρυφές του πολιτισμένου κόσμου δεν είχαν ακόμη εξελιχθεί. Οι μορφές επιβίωσης των ανθρώπων συστηματοποιήθηκαν από τον Αριστοτέλη σε ποικίλα επίπεδα, τα οποία εκτείνονταν από τροφοσυλλέκτες και κυνηγούς σε κτηνοτρόφους και αγρότες. Περνώντας τα όρια της περιγεγραμμένης περιοχής μέσω προσωπικής έρευνας ή εμμέσων πληροφοριών και σε ό,τι αφορά στην αναπαράσταση των πλέον αρχαίων εποχών, οι ιστοριογράφοι του τετάρτου αιώνος βασίστηκαν σε υποθετικές γενικεύσεις σχετικά με την καταγωγή του πολιτισμού οι οποίες αντανακλώνται σε αιτιολογικούς μύθους. Η σχέση μεταξύ του αυτοπροσδιορισμού και της παρατήρησης του ξένου υποδηλώνεται από το γεγονός ότι οι βάρβαροι γίνονταν αντιληπτοί ως η ενσάρκωση  ενός πολιτισμικού σταδίου, από το οποίο οι ίδιοι οι Έλληνες είχαν παλαιότερα περάσει. Είναι γνωστό το σχόλιο του Θουκυδίδη στην «Αρχαιολογία» του (1.5-6), ο οποίος στους βαρβάρους συμπεριλαμβάνει όλους όσους δεν είχαν φτάσει στο αθηναϊκό επίπεδο ζωής, ακόμη και τους Έλληνες οι οποίοι ζούσαν στις παρυφές του ελληνικού κόσμου. Στην εποχή του, μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει επιβιώσεις ενός προγενέστερου, ημι-βαρβάρου πολιτισμικού επιπέδου.

Η χρήση του εθνογραφικού υλικού, προκειμένου να αντληθούν επιχειρήματα σχετικά με την κοινωνική και πολιτική θεωρία γενικότερα, κατέστησε σαφή την ποικιλία και πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων κοινοτήτων. Ωστόσο, κατέδειξε παράλληλα στα μάτια των Ελλήνων και την ανωτερότητα των θεσμών της πόλεως κράτους, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, ανωτερότητα η οποία βασιζόταν στο καθεστώς της ελευθερίας (σε αντίθεση προς τον βαρβαρικό δεσποτισμό). Ο υπεύθυνος ρόλος των αρχόντων, η αξία των νόμων, η ελευθερία λόγου και η πολιτική ισότητα των Ελλήνων βρίσκονταν σε καταφανή αντίθεση προς τον δεσποτικό τρόπο διακυβέρνησης της Περσικής αυτοκρατορίας, όπου νόμος ήταν η βούληση του Μεγάλου Βασιλέως. Η προσκύνησις, απαραίτητο συστατικό της περσικής Αυλής, αλλά ανυπόφορη για τους Έλληνες, ήταν το σύμβολο αυτής της διαφοράς.

Οι τρόποι της προσλήψεως του Άλλου, τα οποία είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνος, εν μέρει ενισχύθηκαν από τις πολιτικές θεωρίες του τετάρτου αιώνος. Η εμπειρία του Πελοποννησιακού πολέμου ώθησε τους Έλληνες στην αίσθηση ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν απόλυτη χρήση του δικαιώματος του νικητή στις μεταξύ τους διαμάχες, καθώς δεν υποδούλωναν τους ηττημένους. Αυτός ο κανόνας βρήκε την έκφρασή του στη θεωρία ότι οι βάρβαροι ήταν οι φυσικοί εχθροί των Ελλήνων, επομένως η υποδούλωσή τους ήταν φυσική. Ο Αριστοτέλης ταυτίζει επίσης τους βαρβάρους, οι οποίοι ανέχονταν να κυβερνώνται δεσποτικά, με τους «φυσικούς» δούλους, όπως καθορίστηκαν από τον ίδιο, δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτόν τη φράση των ποιητών:  βαρβάρων δ’ \  Ελληνας {αρχειν ε[ικός. Ο Αριστοτέλης καλεί τους Έλληνες να ασκήσουν αυτόν τον «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό», όταν γράφει σχετικά: «το γένος των Ελλήνων, το οποίο διαμένει σε τόπους που βρίσκονται γεωγραφικά στο μέσο [Ασίας και Ευρώπης], έχει τις αρετές και των δύο. έχει δηλαδή δυνατή ψυχική ορμή και υψηλή ευφυία και γι’ αυτό ακριβώς και ελεύθερο είναι και την καλύτερη πολιτική ζωή έχει και, εάν συνενωνόταν σε μία πολιτεία, θα ήταν ικανό να κυριαρχήσει πάνω σε όλους». Η Ευρώπη ήταν για τον Αριστοτέλη ψυχρή. Με δυνατή ψυχική ορμή αλλά με χαμηλή ευφυία, ενώ η Ασία (δηλ. η Περσική αυτοκρατορία) ήταν θερμή, λιγόψυχη αλλά με υψηλή ευφυία. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την κλασική αριστοτελική αντίληψη της μεσότητας, είχε εύκρατο κλίμα, επομένως οι κάτοικοί της συνδύαζαν τα καλύτερα χαρακτηριστικά στις κατάλληλες αναλογίες, συνδυασμός στον οποίο οφειλόταν και η ελληνική ελευθερία. Επειδή, επομένως, οι Έλληνες ήταν φύσει ελεύθεροι και οι βάρβαροι φύσει δουλικοί, ήταν φυσικό οι Έλληνες να κυβερνούν τους βαρβάρους.

Ο Αριστοτέλης σε τοιχογραφία από το καθολικό της Μονής Φιλανθρωπηνών στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων

Η ομοιότητα με το ιπποκρατικό κείμενο του πέμπτου αιώνος Περί αέρων, υδάτων, τόπων, είναι εμφανής. Εκεί διαβάζουμε (κεφ. 16): «Αυτά για τις διαφορές που παρουσιάζουν οι λαοί της Ασίας και της Ευρώπης ως προς την ιδιοσυγκρασία και τη μορφή. Όσο για το ότι εκεί οι άνθρωποι αίναι άψυχοι και άνανδροι, η κυριότερη αιτία που οι Ασιάτες είναι πιο απόλεμοι από τους Ευρωπαίους και πιο μαλακοί στον χαρακτήρα είναι το κλίμα, που δεν παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις ούτε προς τη ζέστη ούτε προς το κρύο αλλά έχει μία σταθερότητα. Έτσι η ψυχή δεν δοκιμάζει τους ζωηρούς εκείνους κλονισμούς ούτε το σώμα τις βίαιες εκείνες μεταβολές που είναι φυσικό να κάνουν τον χαρακτήρα πιο ατίθασο… Αυτοί μου φαίνεται πως είναι οι λόγοι που οι λαοί της Ασίας είναι απόλεμοι, μια δεύτερη όμως αιτία είναι και η πολιτική κατάσταση που επικρατεί εκεί. Πράγματι, οι περισσότεροι από τους λαούς της Ασίας βρίσκονται κάτω από την εξουσία βασιλιάδων […] Έτσι, και όταν ακόμη κανείς είναι γεννημένος ανδρείος και γενναίος, η πολιτική κατάσταση διώχνει από την ψυχή του τη διάθεση να δείξει αυτές τις αρετές του» (μετ. Δ. Λυπουρλής). Επιβεβαιώνεται, επομένως, και από το παραπάνω κείμενο αλλά και από τις αναφορές στις υπόλοιπες γραμματειακές πηγές της περιόδου (π.χ. στην Πολιτεία του Πλάτωνος, όπου οι Θράκες και Σκύθες παρουσιάζονται ως πιο θυμοειδείς, αλλά και στα έργα του Ευριπίδη), ότι αυτές οι απόψεις ήταν ευρέως αποδεκτές καθώς αντιστοιχούσαν στις προκαταλήψεις του μέσου Έλληνα, σίγουρα, πάντως, του Αθηναίου. Όχι μόνο εθεωρείτο καλό στον ελληνικό κόσμο να έχει κάποιος βαρβάρους δούλους, αλλά κατά τον τέταρτο αιώνα οι Έλληνες παρουσίασαν μία θεωρία σχετικά με τη σχέση Ελλήνων και βαρβάρων, η οποία αναπαρήγε το αρνητικό στερεότυπο. Αυτή η έκφανση της πολιτικής σκέψης του τετάρτου αιώνος, γνωστή ως «πανελληνισμός», διασώζεται στο έργο του Ισοκράτη, ο οποίος πρόβαλλε επίμονα για περισσότερο από μισό αιώνα την κατάκτηση των εδαφών της Περσικής αυτοκρατορίας, υπό το σύνθημα της πανελλήνιας εκδίκησης για τα δεινά της περιόδου 480-479.

Επίλογος

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε σε μία εποχή κατά την οποία το βιογραφικό είδος δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί στη γραμματολογία. Ελάχιστες είναι οι λεπτομέρειες που έχουν φθάσει ως τις μέρες μας για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Πολλές από τις ιστορίες που έχουν διασωθεί, αποτελούν αναμφίβολα μεταγενέστερες επινοήσεις, αντανακλάσεις της λαμπρής στρατιωτικής του δράσης. Τρεις τουλάχιστον από τους σύγχρονούς του ιστορικούς, οι οποίοι έγραψαν έργα που είχαν τίτλους σχετικούς με τη ζωή του, μεγάλωσαν μαζί του. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν διασώθηκε, με αποτέλεσμα τα πρώτα αυτά χρόνια να καλύπτονται από μία ρομαντική διάθεση ενώ εστιάζονται κυρίως στον ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του η μητέρα του, ο πατέρας του και οι δάσκαλοί του.

Προκειμένου να σκιαγραφήσουν την προσωπικότητα του Αλεξάνδρου όταν, σε ηλικία είκοσι ετών, ανέλαβε το βασιλικό αξίωμα, οι ειδικοί στρέφονται τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον του. Κατ’ αρχάς, προσπαθούν να διαπιστώσουν τη βαρύτητα που είχε στη διαμόρφωσή του η κληρονομικότητα, το οικογενειακό, κοινωνικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό περιβάλλον, να υπολογίσουν την επιρροή του Φιλίππου, ο οποίος φρόντιζε να προετοιμάσει τον γιο του για την ανάληψη της διαδοχής του. Λαμβάνουν επίσης υπ’ όψη στην ανάλυσή τους τις πτυχές τους χαρακτήρα του Αλεξάνδρου όταν έγινε βασιλέας. Τα αποτελέσματα αντανακλούν την εικόνα αυτών των ερευνών: προσφέρουν πολλές, λιγότερο ή περισσότερο, πιθανές υποθέσεις, οι οποίες παραμένουν αναπόδεικτες. Θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε εδώ τα πρώτα χρόνια της ζωής του Αλεξάνδρου, στοχεύοντας στην κατά το δυνατόν πλέον σύμφωνη με τις πληροφορίες των πηγών μας εικόνα.

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε το 356 π.Χ., σε μία περίοδο κατά την οποία η επέκταση του Φιλίππου προς τα βόρεια, νότια και ανατολικά αποδεικνυόταν εξαιρετικά επωφελής για το βασίλειο της Μακεδονίας, όχι μόνον διπλωματικά αλλά και στρατιωτικά. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του δεν είναι γνωστή, ωστόσο από τις τρεις που είχαν προταθεί ήδη από την Αρχαιότητα πιθανότερη φαίνεται εκείνη των μέσων Ιουλίου (γύρω στις 20). Οι άλλες δύο (μία τον Οκτώβριο και η άλλη της 6ης Ιουλίου συνδέονται με την ανάρρησή του στον θρόνο της Περσίας και την πυρκαγιά που ξέσπασε στον ναό της Αρτέμιδος, στην Έφεσο). Γονείς του ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας, και η ηπειρώτισσα πριγκίπισσα Ολυμπιάς. Ήταν ο πρεσβύτερος νόμιμος γιος του Φιλίππου Β΄ και με την ιδιότητά του αυτή, προβαλλόταν συστηματικά μέχρι την ενηλικίωσή του ως ο διάδοχός του στον θρόνο της Μακεδονίας.

Ο Έλληνας βιογράφος Πλούταρχος, ο οποίος αποτελεί την καλύτερη (και συχνά τη μόνη) πηγή σχετικά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του Αλεξάνδρου, αναφέρει μία σύντομη ιστορία (5.2.1- 5.4.1): Φιλίππῳ δ’ ἄρτι Ποτείδαιαν ᾑρηκότι τρεῖς ἧκον ἀγγελίαι κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἡ μὲν Ἰλλυριοὺς ἡττῆσθαι μάχῃ μεγάλῃ διὰ Παρμενίωνος, ἡ δ’ Ὀλυμπίασιν ἵππῳ κέλητι νενικηκέναι, τρίτη δὲ περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου γενέσεως. ἐφ’ οἷς ἡδόμενον ὡς εἰκὸς ἔτι μᾶλλον οἱ μάντεις ἐπῆραν, ἀποφαινόμενοι τὸν παῖδα τρισὶ νίκαις συγγεγεννημένον ἀνίκητον ἔσεσθαι.

Δεν είμαστε φυσικά υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε την ιστορικότητα αυτής της αξιοσημείωτης χρονολογικής σύμπτωσης, την  οποία αναφέρει ο Πλούταρχος. Το εν λόγω απόσπασμα καταδεικνύει πτυχές της κατοπινής πορείας του Αλεξάνδρου: η νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς Αγώνες συμβολίζει τόσο τη διαδικασία των έντονων πολιτισμικών επαφών με τη Νότια Ελλάδα που προωθούσε στο βασίλειό του ο Μακεδόνας βασιλιάς όσο και τον ευρύτερο (πολιτικό) ρόλο που ο ίδιος επεδίωκε να παίξει σε αυτήν. Οι συγκρούσεις με τους ανήσυχους και επιθετικούς γείτονες της Μακεδονίας αποτελούσαν μόνιμο πονοκέφαλο για τους βασιλείς της και ο Αλέξανδρος θα είχε στο μέλλον την ευκαιρία να ασχοληθεί και ο ίδιος με αυτές. Τέλος, η ένωση του Φιλίππου με την Ολυμπιάδα θεωρείται ότι ερμηνεύει το αμάλγαμα του χαρακτήρα του Αλεξάνδρου με τα ηγετικά προσόντα και τις έντονα μυστικιστικές διαθέσεις. Ωστόσο, αναφορικά με την τελευταία υπόθεση, είναι ασφαλέστερο να αποφύγουμε όλες αυτές τις γοητευτικές μεν αλλά επισφαλείς αναλύσεις.

Με άλλα λόγια, ελλείψει πληροφοριών για την υπό εξέταση περίοδο, περιοριζόμαστε να κρίνουμε την καριέρα του Αλεξάνδρου μόνο με εξωτερικά κριτήρια. Οι δύο πρώτοι δάσκαλοι της νιότης του ήταν ένας καταγόμενος από την Ήπειρο συγγενής της Ολυμπιάδος, ο Λεωνίδας, ο οποίος είχε αναλάβει τη γενική ευθύνη για την αγωγή του. Εδώ επέβαλε τη θέλησή της η μητέρα. Αλλά ο Λεωνίδας δεν συμμορφώθηκε με το δικό της πνεύμα και τα δικά της ήθη. Η μόρφωσή του μπορεί να ήταν πολύ ισχνή, αλλά, όπως μας βεβαιώνει ο Πλούταρχος, είχε «αυστηρό ήθος». Παιδαγωγική μέθοδος του Λεωνίδα ήταν η σκληραγωγία. Το βασιλόπουλο έπρεπε να διδαχθεί την «ολιγάρκειαν», την αποχή και από τις παιδικές ακόμη χαρές. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος κατάλαβε, αργότερα, ότι ο αυστηρός Λεωνίδας δεν ήθελε το κακό του. Του έστειλε από τη Συρία, το 332, δώρα. Άμεσο βοηθό του στο έργο της αγωγής του μικρού Αλεξάνδρου, διάλεξε ο Λεωνίδας –ή ο Φίλιππος- έναν Ακαρνάνα που λεγόταν Λυσίμαχος. Μολονότι «βουνίσιος», είχε γευθεί την παιδεία των «πόλεων», και ο Αλέξανδρος, που τον πήρε αργότερα μαζί του στην Ασία, τον συμπάθησε αμέσως ιδιαίτερα. Αυτός κολάκευε τη φαντασία του παιδιού. Ονόμαζε τον Αλέξανδρο Αχιλλέα, τον Φίλιππο Πηλέα, και τον εαυτό του Φοίνικα (ο Φοίνιξ ήταν ο παιδαγωγός του Αχιλλέως).

Μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα (και με την αρωγή της περίφημης πια τοιχογραφίας του τάφου Β, που αποκαλύφθηκε στη Βεργίνα και, σχεδόν βέβαια, ταυτίζεται με τον τάφο του Φιλίππου Β΄), ότι οι δάσκαλοί του δεν τον απέτρεπαν από την αγαπημένη ασχολία των Μακεδόνων, το κυνήγι. Αυτό, άλλωστε, αποτελούσε αφενός ένα βασιλικό προνόμιο και αφετέρου ένα διαβατήριο έθιμο για τη μετάβαση από το στάδιο του εφήβου σε εκείνο του ανδρός. Υποθέτουμε, επίσης ότι και εκείνοι ξαφνιάστηκαν από την πρώιμη επίδειξη της αυτοπεποίθησής του, όταν στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών κατόρθωσε να τιθασεύσει ένα άγριο, πανάκριβο θεσσαλικό άλογο. Η ιστορία είναι γνωστή και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε εδώ.

Η σκηνή του κυνηγιού, που κοσμεί την πρόσοψη του τάφου του Φιλίππου Β΄ στη Βεργίνα

Εικάζουμε ότι ο Αλέξανδρος πέρασε το μεγαλύτερο τμήμα της νιότης του στην Πέλλα ή γύρω από αυτήν, σε στενή, καθημερινή επαφή με τη μητέρα του και την αδελφή του, Κλεοπάτρα. Ο Φίλιππος, από την άλλη, γινόταν μία ολοένα και πιο απόμακρη μορφή, καθώς απουσίαζε σχεδόν πάντοτε σε κάποια εκστρατεία. Ίσως προς αναπλήρωση αυτής της έλλειψης πατρικής καθοδήγησης, ο Μακεδόνας βασιλιάς έκανε μία κίνηση καίρια για την πνευματική ανέλιξη του διαδόχου. Και πάλι ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι ο Φίλιππος σκέφθηκε ότι ο γιος του χρειαζόταν έναν δάσκαλο, ο οποίος θα τον οδηγούσε στην ύψιστη σφαίρα της παιδείας, ακόμη και στις «απόρρητες και βαθύτερες διδασκαλίες». Είχε συλλάβει καλά τον χαρακτήρα του γιου του ο Φίλιππος. Είχε διαγνώσει ότι τον άκαμπτο μικρό Αλέξανδρο θα τον έκαμπτε μόνον ο «λόγος». Και διαισθάνθηκε ότι τον λόγο κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να τον χειρισθεί καλύτερα από τον Αριστοτέλη. Δύο με τρία χρόνια διήρκεσε η μαθητεία του Αλεξάνδρου δίπλα στον Αριστοτέλη.

Ο Αριστοτέλης, όταν έφθασε στην Πέλλα και ανέλαβε να διευθύνει τις σπουδές του Αλεξάνδρου και των συμμαθητών του, βρήκε έναν έφηβο με σοβαρότητα, με πνεύμα σοβαρό, που διάβαζε με πάθος. Το πλέον αγαπητό του ανάγνωσμα ήταν η Ιλιάδα. Ένα αντίγραφο του έπους, με ιδιόχειρη αφιέρωση του Αριστοτέλους, το έφερε αδιάκοπα μαζί του. Την Ιλιάδα την αγαπούσε όχι μόνον ως πολεμικ?ς ?ρετ?ς ?φόδιον (Πλούταρχος) αλλά και επειδή ο ίδιος αγαπούσε την ποίηση.

Ο Φίλιππος διάλεξε για έδρα της σχολής που οργάνωσε ο φιλόσοφος τη Μίεζα, μία τοποθεσία προς την κατεύθυνση του κεντρικού Βερμίου. Ο Φίλιππος είχε φοβηθεί την επιρροή και γοητεία που ασκούσε πάνω στον γιο της η Ολυμπιάς. Επιπλέον, ο ίδιος ο Φίλιππος δεν αποτελούσε στην προσωπική του ζωή καλό παράδειγμα για τον γιο του. Δεν ήταν ανάγκη να είναι ο Αλέξανδρος μάρτυρας της ακόλαστης ζωής του ούτε θεατής και συμμέτοχος της οργής της μητέρας του για τις απιστίες του συζύγου της. Στη Μίεζα ήταν το Νυμφαίον (άλσος των Νυμφών) και ένα εξοχικό παλάτι. Ιδανικός τόπος για ήρεμες και ειρηνικές σπουδές και για πτήσεις φαντασίας αγοριών που είχαν κλίση προς την ποίηση (τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και τους τραγικούς) και τις μεγάλες πράξεις. Γύρω από τον Αριστοτέλη σχηματίστηκε ένας κύκλος μαθητών, οι οποίοι είχαν κριθεί από τον Φίλιππο άξιοι να συμμερισθούν την παιδεία και τη μαθητική ζωή του Αλεξάνδρου. Ήταν παιδιά ευγενών μακεδονικών οικογενειών, καθώς και ηγεμόνων γειτονικών χωρών, που είχαν δεχθεί –ή υποχρεωθεί- να υπαχθούν στον βασιλέα της Μακεδονίας. Εκεί αναπτύχθηκαν οι δεσμοί του Αλεξάνδρου με ορισμένους από τους πιο γενναίους συντρόφους του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ασία αργότερα. Δεν γνωρίζουμε με ποιους σπούδαζε ο Αλέξανδρος στη Μίεζα. Οι υποθέσεις μας μπορούν να συμπεριλάβουν τον Πτολεμαίο, γιο του Λάγου, σχεδόν συνομήλικο του Αλεξάνδρου, τον Άρπαλο, μελλοντικό θησαυροφύλακα του κράτους της Ασίας, τον Μαρσύα από την Πέλλα, τον μελλοντικό ιστοριογράφο, τον Λεοννάτο, που συγγένευε ίσως με τον βασιλικό οίκο, και τον Ηφαιστίωνα, ο οποίος είχε ανατραφεί από μικρός μαζί του και –σύμφωνα με τον Ζήνωνα από το Κίτιο- έγινε για τον Αλέξανδρο το «άλλο εγώ». Ο Ηφαιστίων αργότερα θα ήταν επικεφαλής ων σωματοφυλάκων και, ύστερα, της πιο εκλεκτής ιππαρχίας των εταίρων.

Η συνέχεια, μετά το πέρας της μαθητείας του δίπλα στον Αριστοτέλη, είναι γνωστή. Στον έφηβο γιο του των δεκαέξι ετών, ο Φίλιππος εμπιστεύθηκε την αντιβασιλεία, ενώ ο ίδιος εξεστράτευε. Στον νεαρό άνδρα των δεκαοχτώ ετών, ανέθεσε την αποστολή να ηγηθεί του μακεδονικού ιππικού στη μάχη της Χαιρώνειας, αποστολή που αυτός έφερε λαμπρά εις πέρας. Εν τω μεταξύ, ο Αλέξανδρος είχε γνωρίσει τουλάχιστον μία βαλκανική εκστρατεία στο πλευρό του πατέρα του, ο οποίος εξάλλου τον είχε ωθήσει να ενδιαφερθεί για την Ασία. Έτσι, την εποχή του θανάτου του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος διέθετε εξαιρετικές προσωπικές αρετές, φυσικά χαρίσματα, βέβαια, αλλά επίσης εμπειρία την οποία είχε αποκτήσει κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και γόητρο του οποίου έχαιρε μεταξύ εταίρων και των κοινών πολιτών.

 

Ο Ιωάννης K. Ξυδόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ

 

Alexandre Le Grand, Grec Macedonien – Le Musee du Louvre. (1 – 2)

Ντοκιμαντέρ 2011 συμπαραγωγής της ΕΡΤ, του Μουσείου του Λούβρου, του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου και του τηλεοπτικού καναλιού ΑRTE


 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Antonaccio, ‘Ethnicity and Colonization’, Ancient Perceptions of Greek Ethnicity, εκδ. Irad Malkin, Cambridge, Massachusetts and London, 2001, 112-157.

Bengtson, Philipp und Alexander der Gro?e. Die Begrunder der hellenistischen Welt, Μόναχο 1985.

Cartledge, The Greeks: A Portrait of Self and Others. Cambridge 1993 (ελλ. μτφ. 2002).

Cartledge, Αlexander the Great. The Hunt for a New Past, London 2004 (ελλ. μτφ. 2006).

Engels, Philipp II. und Alexander der Gro?e, Darmstadt 2006.

Μ. Errington, Geschichte Makedoniens, Μόναχο 1986.

R.L. Fox, Alexander the Great, Λονδίνο 1973.

E.A. Fredricksmeyer, ‘Alexander and Philip: Emulation and Resentment’, The Classical Journal 85 (1990), 300-315.

Hall, Inventing the Barbarian. Greek Self-definition through Tragedy, Oxford, 1989.

R. Hamilton, ‘Alexander’s Early Life’, Greece and Rome 12.2 (1965), 117-124.

G. L. Hammond -G. T. Griffith, A History of Macedonia, II, Oxford, 1979.

M.H. Hansen – T.H. Nielsen, An inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford 2004.

Harrison (εκδ.), Greeks and Barbarians, Edinburgh, 2002.

Heckel-J.C. Yardley, Alexander the Great. Historical Texts in Translation, London 2004.

Lauffer, Alexander der Gro?e, Μόναχο 1978.

Meyer, Theopomps Hellenika, Hildesheim 1909 (ανατ. 1966).

Perlman, «Isocrates’ «Philippus»- a Reinterpretation», Historia 6 (1957) 306-317.

Perlman, «Isocrates’ Advice on Philipps’ Attitude towards Barbarians (V, 154)», Historia 16 (1967)

Schachermeyr, Alexander der Gro?e. Ingenium und Macht, Graz-Salzburg-Βιέννη 1949.

Seibert, Alexander der Gro?e [EdF 10], Darmstadt 1912.

Will, Alexander der Gro?e [Geschichte Makedoniens 2], Στουτγάρδη 1986.

Wirth, Philipp II. [Geschichte Makedoniens 1], Στουτγάρδη 1985.

Ι. Κ. Ξυδόπουλος, Κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 2006.

Ι.Κ. Ξυδόπουλος, «Η εικόνα των Μακεδόνων στη γραμματειακή παράδοση της κλασσικής εποχής. Όψεις του Άλλου; Η περίπτωση του Ηροδότου», Αρχαία Μακεδονία VIΙ, Πρακτικά Ζ’ Διεθνούς Συμποσίου για την Αρχαία Μακεδονία. Θεσσαλονίκη 14-19. 10. 2002 [Θεσσαλονίκη 2007], 23-30 . 

Μ. Zahrnt, Olynth und die Chalkidier [Vestigia 14], Μόναχο 1971.

M. Zahrnt, ‘Πόλις Μακεδονίας – πόλις Θράκης’, Αφιέρωμα στον N. G. L. Hammond, [Παράρτημα «Μακεδονικών» αρ. 7], Θεσσαλονίκη 1997, 543-550.

 

[1]Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στον τόμο Μέγας Αλέξανδρος. Αναδιφώντας όψεις του περίοπτου, Ίδρυμα Α. Λασκαρίδη, Πειραιάς 2011, 13-30.