Skip to main content

Ιωάννης Κ. Ξυδόπουλος: Άνω Μακεδονία

Ιωάννης Κ. Ξυδόπουλος

Άνω Μακεδονία

 

Η ιδέα για τη συγκεκριμένη μελέτη προέκυψε μετά την ενασχόληση του γράφοντος με τους όρους “κοινότητα” και “ταυτότητα” στην αρχαία Μακεδονία.Περιττό να σημειωθεί ότι με τους παραπάνω όρους συνδέονται κι άλλοι, όπως “όρια”, “σύνορα” και “τόποι”, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από τους ανθρωπολόγους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα, μετά από την έκδοση από τον F. Barth του πρωτοποριακού για την εποχή του συλλογικού έργου Ethnic Groups and Boundaries.2 Κίνητρο για την επανεξέταση των πηγών που αφορούν στην Άνω Μακεδονία και τους πληθυσμούς της απετέλεσε η λεγόμενη “ανθρωπολογία των συνόρων”, η οποία θα μπορούσε πιθανόν να χρησιμοποιηθεί ως ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την πρόσληψή τους, υπό την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο υποβοηθείται από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε. Ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη η θέση ότι «οι παραμεθόριες περιοχές συχνά έχουν καθοριστικό ρόλο στον σχηματισμό εθνών και κρατών».3 Μολονότι η άποψη αφορά σε σύγχρονους όρους, ίσως το σχήμα να έχει εφαρμογή και στην Αρχαιότητα. Τέλος, θα ληφθούν υπόψη, έστω και ακροθιγώς, οι πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην περιοχή, προκειμένου να συμπληρωθεί η εικόνα.

Η γεωγραφική ενότητα, η οποία περικλείεται από τους ορεινούς όγκους του Βόρα Βερμίου στα ανατολικά, του Demir-Hissar, του Plakenska, της Πίνδου και του Βαρνούντα στα δυτικά, των Χασίων, Πιερίων και Καμβουνίων στα νότια και των Dautica, Babuna και Dren στα βόρεια, είναι γνωστή ως Άνω Μακεδονία.4 Ο όρος απαντά για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο (7.173.4 και 8.137) και αργότερα στον Θουκυδίδη (2.99) ενώ τα εδάφια είναι γνωστά και έχουν σχολιασθεί επανειλημμένα.5 Ως περιοχές που περιλαμβάνονταν στην Άνω Μακεδονία θα πρέπει να θεωρηθούν η Ορεστίδα, η Ελίμεια, η Λυγκηστίδα, η Πελαγονία, η Εορδαία και η Δερρίοπος.6 Ωστόσο, στα ρωμαϊκά χρόνια οι εν λόγω περιοχές θεωρούνταν πλήρως ενταγμένες στο μακεδονικό βασίλειο.7

Χάρτης της Άνω Μακεδονίας κατά τον 4º αιώνα π.Χ.

O γεωγραφικός καταμερισμός, ο οποίος επιτείνεται από την ύπαρξη και άλλων, μικρότερων ορεινών όγκων στο εσωτερικό αυτής της περιοχής, δημιουργεί ακόμη και σήμερα ένα έντονο αίσθημα διαφοροποίησης στον επισκέπτη, ο οποίος προκαλείται να ανακαλύψει τον τόπο και να εικάσει σε μεγάλο βαθμό (ελλείψει πηγών) την πρόσληψή του από τους νότιους Έλληνες αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους του. Η γεωμορφολογία της περιοχής σε συνδυασμό με τα λιγοστά αρχαιολογικά κατάλοιπα είχε οδηγήσει αρχικά στην άποψη περί μερικής απομόνωσής της, όχι μόνον από τις νοτιότερες περιοχές του ελληνικού κόσμου αλλά και από την υπόλοιπη Μακεδονία, άποψη η οποία φαίνεται να διασκεδάζεται μερικώς τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, θα πρέπει να θεωρούμε βέβαιη τη διατήρηση της κώμης, ενός ανοχύρωτου οικισμού, ως βασικού τύπου εγκατάστασης, παρά το γεγονός ότι στη γειτονική Κάτω Μακεδονία η ύπαρξη αστικών σχηματισμών επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά ήδη από τα τέλη του έκτου αιώνα π.Χ.8 Όπως, ωστόσο, αποδεικνύεται από τις πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην περιοχή, αυτή η απομόνωση φαίνεται ότι απετέλεσε μεν έναν παράγοντα καθοριστικό για την πρόσληψη των κατοίκων της από τρίτους, όχι όμως και για τις ιστορικές, πολιτικές αλλά και πολιτισμικές εξελίξεις.9 Άλλωστε η αστικοποίηση ήταν ένα πρώιμο και αρκετά διαδεδομένο φαινόμενο, λ.χ. στην Ελίμεια, όπως φανερώνει η περίπτωση της Αιανής, πρωτεύουσας της Ελίμειας.10

Το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι το αν τα φύλα τα οποία κατοικούσαν στην περιοχή ήταν ελληνικά. Ή, για να θέσουμε αλλιώς το ζήτημα, αφορούσε τους κατοίκους της το συγκεκριμένο ερώτημα και, αν ναι, τότε το έθεταν για λόγους εσωτερικής ή εξωτερικής πρόσληψης; Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την απάντηση, αφού προηγηθεί μία σύντομη αναφορά σε εκείνα τα φύλα της Άνω Μακεδονίας για τα οποία σώζονται οι ιδρυτικοί τους μύθοι.

 

I. Ορεστίδα και Ορέστες

Οι διαθέσιμες για τους Ορέστες πηγές είναι εξαιρετικά ευάριθμες. Ο Στράβων θεωρεί ότι οι Ορέστες ήταν ένα ηπειρωτικό φύλο, αντλώντας προφανώς την πληροφορία του από τον Εκαταίο,11 το οποίο προσαρτήθηκε βίαια στο μακεδονικό βασίλειο μαζί με τους Πελαγόνες και τους Ελιμιώτες.12 Ο Hammond τους αποδέχεται ως Μολοσσούς και θεωρεί ότι κατοικούσαν κάποτε στη δυτική πλευρά των υψιπέδων στα νότια της κοιλάδας του Αώου και σταδιακά κινήθηκαν προς τα ανατολικά, στην κοιλάδα του Άνω Αλιάκμονα.13 Ο Zahrnt πιστεύει πως ο Θουκυδίδης θεωρεί όλα τα ἐπάνωθεν ἔθνη ως μακεδονικής καταγωγής.14 Ο θεσμός της βασιλείας ήταν επίσης γνώρισμα αυτού του φύλου, όπως προκύπτει από τον Θουκυδίδη και την αναφορά του στον βασιλέα των Ορεστών, Αντίοχο.15 Δεν συμπεριλαμβάνονται ονομαστικά και αυτοί στα φύλα της Άνω Μακεδονίας από τον ιστορικό, όπως οι Ελιμιώται και οι Λυγκησταί. Ωστόσο, μένει ανοιχτό το θέμα της ένταξής τους στο βασίλειο του Περδίκκα, καθώς η φράση καί ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν θα μπορούσε κάλλιστα να τους συμπεριλαμβάνει.

Ανεξάρτητα από το ότι στην εποχή του Εκαταίου θεωρούνταν μολοσσικό φύλο,16 ο Πολύβιος τους συμπεριλαμβάνει στους Μακεδόνες, όταν γράφει ότι οι Ρωμαίοι, μετά τη νικηφόρα για αυτούς έκβαση του Β’ Μακεδονικού πολέμου εναντίον του Φιλίππου Ε’, Μακεδόνων μέν οὖν τούς Ὀρέστας καλουμένους διά τό προσχωρῆσαι σφίσι κατά τόν πόλεμον αὐτονόμους ἀφεῖσαν, ἠλευθέρωσαν δέ Περραιβούς καί Δόλοπας καί Μάγνητας.17 Προφανώς, είχε επέλθει η πολιτική αφομοίωση των Ορεστών με τους Μακεδόνες, μετά την προσάρτησή τους στο μακεδονικό κράτος από τον Φίλιππο Β’18 και ο Πολύβιος τους προσέδιδε την πολιτική έννοια του Μακεδόνος.19 Ενδεχομένως με αυτόν τον τρόπο να εξηγείται και η αναφορά του εθνικού Ὀρεστός Μολοσός σε επιγραφή του 164 π.Χ. από τη Δωδώνη.

Ο Ορέστης στο μαντείο των Δελφών περιστοιχιζόμενος από την Αθηνά και τον Πυλάδη. Ερυθρόμορφος κρατήρας, c. 330 π.Χ.

Σε κάθε περίπτωση, οι πηγές διασώζουν τον σχετικό μύθο περί της ονοματοδοσίας της περιοχής από τον διωκόμενο από την Πελοπόννησο Ορέστη, ο οποίος ίδρυσε μάλιστα και την πόλη Ἄργος Ὀρεστικόν στη Μακεδονία.20 Μολονότι η ιστορική αξία του μύθου δεν αναγνωρίζεται,21 η επιβίωσή του δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ελληνική καταγωγή των Ορεστών και, κυρίως, για την επιθυμία τους να εμφανίζονται ως Έλληνες. Εάν ο Ορέστης αντιπαραβάλλεται προς το δωρικό Άργος, τότε γιατί να ιδρύσει στο μακεδονικό έδαφος μία ομώνυμη προς την “εχθρική” του πόλη;22 Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι, επειδή ο επώνυμος ήρωάς τους δεν συνδέεται με τον αντίστοιχο των Μακεδόνων, οι Ορέστες διαχωρίζονταν από τους Μακεδόνες και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνυόταν ο «ξεχωριστός χαρακτήρας των Ορεστών μεταξύ των εθνών της Άνω Μακεδονίας και έναντι των Μακεδόνων της παραθαλάσσιας χώρας».23 Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ανεξάρτητα από το αν οι Ορέστες ήταν μολοσσικό ή μακεδονικό φύλο, εντάσσονται στην ίδια ευρύτερη ελληνική εθνική ομάδα. Από την άλλη, ανεξάρτητα από την ιστορική αξία του ιδρυτικού μύθου, η τάση των Ορεστών να αποδώσουν την καταγωγή τους σε έναν Έλληνα της νότιας Ελλάδας εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι σαφώς και διαφοροποιούνταν ως φύλο από τους Τημενίδες Μακεδόνες, χωρίς να θέτουν, ωστόσο, θέμα ελληνικότητας των τελευταίων. Το ίδιο έγινε και στην περίπτωση της Ηπείρου, όπου τα διαφορετικά μολοσσικά φύλα, πιεζόμενα μεταξύ τους, κατέληξαν σε κάποιον ελληνικό προσδιορισμό της εθνότητάς τους (ή, τουλάχιστον, των βασιλικών τους οίκων) μέσω ενός μύθου.24 Απόδειξη των παραπάνω είναι, πιστεύω, το γεγονός ότι στον τέταρτο αιώνα ο Περδίκκας είχε υποκατασταθεί στον ιδρυτικό μύθο των Μακεδόνων από τον Κάρανο, πρόσωπο στενά δεμένο προς την Ορεστίδα.25 Εδώ θα πρέπει να ανιχνεύσουμε μάλλον την πολιτική του Φιλίππου Β’, ειδικά μετά την προσάρτηση της Ορεστίδος στο μακεδονικό βασίλειο. Η συνοχή του νέου βασιλείου απαιτούσε αλλαγές στην ιδρυτική του παράδοση, προκειμένου τα φύλα που είχαν προσαρτηθεί πρόσφατα να εγκολπωθούν και ιδεολογικά σε αυτό.

 

ΙΙ. Ελιμιώτιδα και Ελιμιώτες

Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, ο οποίος αντλεί την πληροφορία από τον Στράβωνα, στην περιοχή της Ελιμιώτιδας υπήρχε η πόλη της Ἐλιμίας, την οποία αναφέρει ρητά ως “πόλιν Μακεδονίας”. Η συγκεκριμένη πόλη είχε ιδρυθεί είτε από τον Τρώα ήρωα Έλυμο, νόθο γιο του Αγχίση και αδελφό του Αινεία, είτε από τον Έλενο, γιο του Πριάμου.26 Άσχετα με την αποδοχή ύπαρξης της εν λόγω πόλεως,27 προκύπτει η εύλογη απορία γιατί να υιοθετηθεί ένας Τρώας ως ιδρυτής μιας πόλεως στη Μακεδονία. Η έρευνα κατέληξε στο ότι οι Τρώες δεν αποτελούσαν τον απόλυτο βάρβαρο Άλλο πριν από την περίοδο των Περσικών Πολέμων.28 Εμφανίζονται να μιλούν ελληνικά, με ακριβώς τα ίδια ήθη και έθιμα αλλά και κανόνες ηθικής (φιλοπατρία). Επομένως, η ίδρυση πόλεων ή γενικότερα η παρουσία Τρώων σε περιοχές όπως η Μακεδονία (αλλά και η Ήπειρος), καθιστούσε αυτούς τους τόπους πιο οικείους για τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας.

Ενδεχομένως, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μαρτυρία για την καταγωγή του φύλου αλλά για την ίδρυση μιας πόλης από τον συγκεκριμένο ήρωα, οι Ελιμιώτες να θεωρούσαν τους εαυτούς τους Μακεδόνες. Ωστόσο, οι γραμματειακές πηγές μας δεν βοηθούν στη διαλεύκανση του ζητήματος. Επίσης, όπως αποδεικνύεται από τις επιγραφικές μαρτυρίες, οι κάτοικοι της Ελίμειας διατήρησαν και τα δύο εθνικά επίθετα, ένδειξη ίσως του ισχυρού τοπικού αυτοσυναισθήματος,29 ενώ ο Hatzopoulos υποστήριξε ότι “το αρχαίο έθνος των Ελιμιωτών επιβίωσε όχι μόνον ως μονάδα επιστράτευσης, αλλά και σαν μία πολιτική οργάνωση μετά την κατάλυση της αρχαίας του βασιλείας και την προσάρτησή του στο βασίλειο των Τημενιδών, επί Περδίκκα Β’”.30 Ανεξάρτητα από τη σημασία αυτού του γεγονότος, η Ελιμιώτιδα παρέμεινε ανεξάρτητη ως την εποχή του Φιλίππου Β’. Η δράση των βασιλέων της (κυρίως του Δέρδα) ανιχνεύεται αδρά στον Θουκυδίδη31 καθώς και στην προαναφερθείσα επιγραφή που αφορά στη συνθήκη Περδίκκα και Αθηναίων.32 Ύστερα από την υπαγωγή της στο βασίλειο της Μακεδονίας, επί Φιλίππου Β, η Ελίμεια θεωρούνταν ως μακεδονική περιοχή.

Εκθέματα του αρχαιολογικού μουσείου Αιανής. Αριστερά: Κεραμικό του 14ου αιώνα π.Χ. Δεξιά: Χρυσή περόνη του δεύτερου ημίσεος του 6ου αιώνα π.Χ.

 

ΙΙΙ. Λύγκος και Λυγκηστές

Στο ήδη αναφερθέν εδάφιο του Θουκυδίδη (2.99.2), εμφανίζονται για πρώτη φορά στις πηγές μας οι Λυγκηστές. Αναφέρονται ως Μακεδόνες, με τον δικό τους βασιλέα (τον Αρραβαίο) και ήταν σύμμαχοι και υπήκοοι των Αργεαδών, ενώ η φυλετική τους οργάνωση αποτυπώνεται και στην ύπαρξη κωμών, όπως διαφαίνεται από ένα άλλο εδάφιο του Θουκυδίδη, στο οποίο αναφέρεται στην εισβολή του Βρασίδα και του Περδίκκα ἐς Λύγκον και τη δήωση των τοπικών κωμών από τους στρατιώτες του Περδίκκα.33 Ο Αρραβαίος απαντά σε τρία εδάφια στον Θουκυδίδη34 καθώς και στο κείμενο της συνθήκης μεταξύ των Αθηναίων και του Περδίκκα Β’.35 Η περιοχή αναφέρεται ως Λυγκηστίς για πρώτη φορά από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο.36

Σύμφωνα με τον Hammond, παρά το μικρό μέγεθος της περιοχής που ήλεγχαν, οι Λυγκηστές ήταν το πλέον ισχυρό φυλετικό κράτος στα μέρη αυτά, τουλάχιστον κατά το δεύτερο ήμισυ του πέμπτου αιώνα, ενώ η δύναμή του σχετίζεται με την ίδρυση ενός βασιλικού οίκου στα μέσα του αιώνα.37 Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτή η βασιλική οικογένεια ανήγαγε την καταγωγή της στους Βακχιάδες της Κορίνθου, παράδοση η οποία επιβίωνε ως την εποχή του Στράβωνος.38 Επρόκειτο, προφανώς, για μία παράδοση που εκπορευόταν από την ίδια τη βασιλική οικογένεια των Λυγκηστών, αντίστοιχη προς εκείνη των Τημενιδών. Οπωσδήποτε, δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαία η ύπαρξη κορινθιακών αποικιών στα παράλια της Αδριατικής με την κατασκευή αυτού του μύθου.39 Θα πρέπει να θεωρήσουμε και τους Λυγκηστές Μακεδόνες με την πολιτική έννοια του όρου. Άλλωστε, στην έρευνα εντάσσονται φυλετικά στους Ηπειρώτες.40

Αγγείο-κύπελλο σε σχήμα κεφαλής κριού και ερυθρόμορφη διακόσμηση με φύλλα κισσού στον λαιμό (6ος-4ος αι. π.Χ.) που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην αρχαία Λυγκηστίδα της Aνω Μακεδονίας. Πρόκειται για μια ανέλπιστη σημαντική αποκάλυψη, καθώς, μέχρι πρόσφατα, λόγω έλλειψης δεδομένων, επικρατούσε η λανθασμένη αντίληψη ότι η περιοχή την περίοδο εκείνη ήταν κοινωνικά και πολιτισμικά απομονωμένη.

 

IV. Πελαγονία και Πελαγόνες

Ως επώνυμος ήρωας των Πελαγόνων αναφέρεται ο Πηλεγών, γιος του ποταμού Αξιού και της νύμφης Περιβοίας, πατέρας του Αστερόπαιου.41 Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση μεταξύ των φύλων της Άνω Μακεδονίας όπου η καταγωγή ανάγεται σε έναν ομηρικό ήρωα, γιο ποταμού, ενδεικτικό της αυτοχθονίας του φύλου.42 Οι πρώτες μαρτυρίες για τους Πελαγόνες χρονολογούνται μόλις στον τέταρτο αιώνα π.Χ. και, κατά παράδοξο τρόπο, είναι επιγραφικές. Όπως επισημαίνει η Papazoglou, θα έπρεπε να περάσουν άλλοι δύο αιώνες μέχρις ότου να εμφανισθούν οι Πελαγόνες στις γραμματειακές πηγές.43 Η πρώτη από αυτές τις μαρτυρίες αφορά στον Π[…6 τὸν Πε]λαγόνων βα|[σιλέα,44 ο οποίος τιμάται από τον δήμο των Αθηναίων ως πρόξενος καί εὐεργέτης. Το όνομα του τιμώμενου βασιλέα των Πελαγόνων δεν σώζεται, αντίθετα με την περίπτωση απονομής του τίτλου του ευεργέτη στον “ομοεθνή” του βασιλέως Μενέλαο, δύο χρόνια αργότερα (362 π.Χ.).45 Πιθανότατα, ο Μενέλαος ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας των Πελαγόνων, ίσως αδελφός του προαναφερθέντος βασιλέως. Όπως έχει ήδη τονισθεί, η σημασία των δύο επιγραφών έγκειται στο ότι διαχωρίζεται η πολιτική οργάνωση των Πελαγόνων από εκείνη των Λυγκηστών.46 Έκτοτε, και ως την εποχή των Αντιγονιδών, η Πελαγονία δεν μαρτυρείται. Έχει υποστηριχθεί πως η Πελαγονία, ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση, αποτελούσε τμήμα της Παιονίας και επομένως βρισκόταν εκτός των συνόρων της κυρίως Μακεδονίας.47

 

Η ταυτότητα

Η Papazoglou θεωρεί ότι η φράση του Θουκυδίδη τῶν γάρ Μακεδόνων εἰσί καί Λυγκησταί καί Ἐλιμιῶται καί ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, σχετικά με τα φύλα που κατοικούσαν στην Άνω Μακεδονία, δεν υπονοεί την πολιτική υπαγωγή όλων των φύλων που εννοούνται στο βασίλειο του Περδίκκα, αλλά την εθνική τους καταγωγή.48 Θεωρεί ότι επρόκειτο για Μακεδόνες, οι οποίοι δεν ήταν ενταγμένοι στο βασίλειο του Περδίκκα, αλλά είχαν τις δικές τους μοναρχίες.49 Δεν νομίζω ότι ήταν αμιγούς μακεδονικής καταγωγής φύλα. Θα πρέπει ενδεχομένως να θεωρήσουμε ότι οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών ήταν από εθνολογική άποψη μεικτοί, υπό την έννοια ότι μολοσσικά φύλα αναμείχθηκαν με τους Μακεδόνες, δημιουργώντας ένα «ετερογενές υπόστρωμα».50 Η άποψη της Papazoglou περί μακεδονικής καταγωγής θα ευσταθούσε, αν στην ξεχωριστή τους αναφορά από τον Θουκυδίδη υπήρχε μόνον η διευκρίνιση ότι επρόκειτο για ξύμμαχα φύλα. Ο ιστορικός, όμως, τα χαρακτηρίζει και ως ὑπήκοα, ένδειξη ότι αυτά είχαν υπαχθεί στη μακεδονική κυριαρχία κάποια στιγμή στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα.51

Ο Hammond ισχυρίζεται ότι ο Θουκυδίδης δεν άφησε τυχαία απροσδιόριστη τη φράση καί ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, καθώς θεωρούσε ότι τα υπόλοιπα φύλα της περιοχής δεν ανήκαν στην άμεση εξουσία του Περδίκκα εκείνη την περίοδο,52 επισημαίνοντας παράλληλα και το εδάφιο από το τέταρτο βιβλίο του ιστορικού, στο οποίο αναφέρεται ο Αρραβαίος ως βασιλεύς των Λυγκηστών Μακεδόνων, όμορων του μακεδονικού βασιλείου.53 Σημειώνει ότι οι Ορέστες, οι Πελαγόνες και οι Ελιμιώτες εντάσσονταν από τον Στράβωνα (ο οποίος αντλούσε τις πληροφορίες του από τον Εκαταίο) ξεκάθαρα στα μολοσσικά φύλα,54 δείγμα ότι την εποχή του Εκαταίου αυτά τα φύλα θεωρούνταν «Μολοσσοί»,55 ενώ αργότερα, την εποχή του Θουκυδίδη, κάποια από αυτά (οι Ελιμιώτες και οι Λυγκηστές αλλά όχι και οι Πελαγόνες) χαρακτηρίζονται ως «Μακεδόνες». Η αιτία της αλλαγής για τον Hammond, όπως προαναφέρθηκε, ήταν καθαρά πολιτική, ενώ το εδάφιο του ιστορικού ερμηνεύεται ως αναγνώριση από την πλευρά του Θουκυδίδη των αξιώσεων του μακεδονικού βασιλείου στις περιοχές της Άνω Μακεδονίας, αξιώσεις που δεν έγιναν πραγματικότητα παρά μόνο κατά τον τέταρτο αιώνα.56

O ιστορικός Nicholas Hammond (1907-2001) σε φωτογραφία του 1931.

Δεν μπορούμε να διακρίνουμε με ακρίβεια σε τι συνίστατο η διαφορά μεταξύ πόλεως και ἔθνους κατά τον πέμπτο αιώνα. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι δεν επρόκειτο για δύο αντιθετικούς πόλους, αλλά ότι αποτελούσαν διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής οργάνωσης.57 Αφενός, χωρίς να αποτελούν πόλεις με την έννοια της πόλεως-κράτους, αυτά τα έθνη της Άνω Μακεδονίας δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσουν αυτόνομα στον τομέα των «διεθνών» σχέσεων, τουλάχιστον όσο ήταν ενταγμένα στο μακεδονικό βασίλειο.58 Η φράση του Στράβωνος, πιστεύω ότι απηχεί αυτήν την πραγματικότητα: καί δή καί τά περί Λύγκον καί Πελαγονίαν καί Ὀρεστιάδα καί Ἐλίμειαν τήν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, οἱ δ’ ὕστερον καί ἐλευθέραν·59

Αφετέρου, καθ’ όλη τη διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής, «η αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος, το οποίο κατοικούσε σε μία ευρύτερη περιοχή, ήταν πιο δυνατή από την αντίστοιχη του ανήκειν σε μία συγκεκριμένη κοινότητα καθορισμένη να ξεχωρίζει από τους γείτονές της».60 Τα φύλα της Άνω Μακεδονίας εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσε να ερμηνευθεί και το ότι εκεί οι κάτοικοί της έφεραν το εθνικό επίθετο του γεωγραφικού συνόλου από το οποίο κατάγονταν και που είχε διαμορφωθεί πριν από την ενσωμάτωση αυτών των περιοχών στο βασίλειο των Αργεαδών.61

Παρόμοια με την εικόνα που συναντούμε στη Μακεδονία ήταν και εκείνη στη γειτονική Ήπειρο. Η πολιτική οργάνωση των εθνών της Άνω Μακεδονίας μπορεί να συγκριθεί άνετα με εκείνη των Μολοσσών, για τους οποίους διαθέτουμε και τα περισσότερα στοιχεία.62 Όπως έχει ήδη επισημανθεί, οι σχετικές μαρτυρίες από τις περιοχές της Άνω Μακεδονίας φανερώνουν την ύπαρξη μιας πολιτικής οργάνωσης βασισμένης στις κώμες, την οποία αναγνωρίζει και ο Θουκυδίδης (1.5.1: πόλεσιν ἀτειχίστοις καί κατά κώμας οἰκουμέναις).63 Αυτό που μένει να διερευνηθεί είναι η σχέση μεταξύ αυτών των οικισμών και των μεγάλων αστικών κέντρων ή της πρωτεύουσας, μέσω μιας εμπειρικής προσέγγισης και μιας ανάλυσης στην οποία δεν θα υπερτερεί (ελλείψει πηγών) η κρίση.64

 

Οι μύθοι καταγωγής

Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν κοινό παρονομαστή στα φύλα που κατοικούσαν στην Άνω Μακεδονία είναι οι παραδόσεις σχετικά με την καταγωγή της βασιλικής οικογένειας του κάθε φύλου. Αντιστοιχία υπάρχει όχι μόνον με τους Τημενίδες Μακεδόνες αλλά και με τους Μολοσσούς. Είναι γνωστή η προσπάθεια του Αλέξανδρου Α’ της Μακεδονίας να πείσει τους Ελλανοδίκες στην Ολυμπία για την καταγωγή του από τους Τημενίδες του Άργους, έτσι ώστε να του επιτραπεί να αγωνισθεί (Ηρόδ. 5.22). Επίσης, οι Μολοσσοί ανήγαγαν την καταγωγή τους στον Πύρρο, γιο του Αχιλλέα, ο οποίος είχε βιάσει τη Λάνασσα, εγγονή του Ηρακλή, στη Δωδώνη.65 Έχει υποστηριχθεί ότι η ομοιότητα μεταξύ των δύο παραδόσεων συνεπάγεται ότι αυτές συνδέονταν κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους, δίχως όμως αυτός να προσδιορίζεται.66 Η παρουσία του Ηρακλή στον ιδρυτικό μύθο των Μολοσσών καθώς και το γεγονός ότι είναι ο μυθικός προπάτορας των Μακεδόνων δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαία. Ο I. Malkin, γράφοντας για τους κατοίκους της Ηπείρου, θεωρούσε ότι ο βασιλικός οίκος των Μολοσσών (όπως και οι αντίστοιχοι οίκοι των υπολοίπων Ελλήνων) δεν στόχευε στον εξελληνισμό των «εθνικών» ριζών των λαών τους αλλά στην αναγωγή της καταγωγής τους σε κάποιον ήρωα, γεγονός σύνηθες στην Ελλάδα της Αρχαϊκής εποχής.67 Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι Μολοσσοί -με παρόμοιο τρόπο- υιοθέτησαν την ηρωική τους καταγωγή και τα συμπεριέλαβαν ως αποφασιστικό κριτήριο για την ταυτότητά τους, όταν θεώρησαν τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα, ως τον μυθικό τους προπάτορα.68

Αυτό το οποίο θα μπορούσε να υποστηριχθεί με βεβαιότητα είναι ότι και η μοναδική ομοιότητα αφορά στην επιθυμία των βασιλικών οίκων για αναγνώριση της ελληνικότητάς τους. Για την Άνω Μακεδονία αντίστοιχοι μύθοι υπάρχουν, όπως είδαμε, για τους Ορέστες, τους Λυγκηστές, τους Ελιμιώτες και τους Πελαγόνες. Μολονότι οι μύθοι αυτοί δεν συνδέονται ρητά σε όλες τις περιπτώσεις με τις βασιλικές οικογένειες αυτών των φύλων, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κατάσταση θα ήταν όμοια, δεδομένων των ομοιοτήτων στις φυλετικές δομές τους. Όλοι οι παραπάνω βασιλικοί οίκοι χρησιμοποιούσαν αυτούς τους μύθους ως «πολιτιστικά διαβατήρια» της ελληνικότητάς τους.69 Αν δεχθούμε ότι αυτά τα φύλα δεν υπολογίζονταν ως ελληνικά από τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας, τότε αυτή η ενέργεια είναι απόλυτα κατανοητή από την πλευρά των βασιλικών οικογενειών: προσπαθούσαν να συμπεριληφθούν στον ελληνικό κόσμο, επομένως η χρήση του μύθου για τη δόμηση μιας συλλογικής συνείδησης ήταν σχεδόν επιβεβλημένη. Αυτοί οι μύθοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης και για την πολιτισμική και “εθνική” διαμεσολάβηση μεταξύ Ελλήνων και ντόπιων και συνέβαλαν τελικά στην δημιουργία της συλλογικής ταυτότητας των γηγενών λαών και την αυτοπρόσληψή τους.70

Ωστόσο, όλες αυτές οι παραδόσεις υιοθετούνται άκριτα από τον Εκαταίο (πηγή για τον Στράβωνα αλλά και τον Στέφανο) και τον Ηρόδοτο, γεγονός που υποδηλώνει ότι ήταν ήδη διαδεδομένες στα τέλη του έκτου αιώνα π.Χ. Επίσης, δεν θα ήταν δυνατή η επιβίωση (ή η κατασκευή) αυτών των παραδόσεων δίχως την ύπαρξη ορισμένων πραγματικών ιστορικών στοιχείων. Μολονότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγινε αυτή η διεύρυνση του όρου Ἕλλην ώστε να συμπεριλάβει και όσους κατοικούσαν στις εν λόγω περιοχές,71 θα πρέπει να θεωρήσουμε ως βέβαιο ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης της εποχής θα θεωρούσε τους βασιλικούς οίκους αυτών των φύλων ως ελληνικούς.72 Σύμφωνα με τις γενεαλογίες, ο Δευκαλίων και η Πύρρα τοποθετούνται να κατοικούν στους πρόποδες της Όσσας και του Ολύμπου, ένα γεωγραφικό σημείο από το οποίο ξεκινά η «εθνογένεση»73 όλων των Ελλήνων. Η γεωγραφική διεύρυνση της περιπλάνησης των Ηρακλειδών από τον Ηρόδοτο (Ι.56.2-3) στα βόρεια του Ολύμπου δεν είναι συμπτωματική. Οι απόγονοι του Ηρακλή (σημειωτέον, μυθικού προπάτορα των Μακεδόνων) εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο και βρίσκουν καταφύγιο αρχικά (επί Δευκαλίωνος) στη Φθιώτιδα, στη συνέχεια -επί Δώρου, γιου του Έλληνος (!)- στους πρόποδες της Όσσας και του Ολύμπου. Από εκεί, διωγμένοι από τους Καδμείους, καταφεύγουν στην Πίνδο, όπου ονομάζονται Μακεδνόν έθνος, για να καταλήξουν μέσω της Δρυοπίδας στην Πελοπόννησο. Στους Έλληνες συμπεριλαμβάνονται φυσικά όχι μόνον τα φύλα της νότιας Ελλάδας αλλά και εκείνα της Άνω Μακεδονίας, όπως επίσης οι Μολοσσοί και οι Αργεάδες Μακεδόνες, καθώς όλες αυτές οι παραδόσεις εξαπλώνονται σε ένα εξαιρετικά μεγάλο γεωγραφικό εύρος της βόρειας πλευράς της ελληνικής χερσονήσου, από τα παράλια του Ιονίου ως τον Θερμαϊκό κόλπο.

Αρχαιολογικά ευρήματα στο Καστρί Γρεβενών.

Την προφορική παράδοση έρχονται να ενισχύσουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Πρόσφατες ανασκαφές στις περιοχές της Άνω Μακεδονίας καταδεικνύουν την ύπαρξη πόλεων (αστικών κέντρων), με ιερά, μεγαλεπήβολα κτίρια και γενικότερα στοιχεία τα οποία παραπέμπουν σε μια αναθεώρηση της άποψης ότι η Μακεδονία αποτελούσε μία περιοχή ξένη προς τον ελληνικό κόσμο. Αντίθετα, όλα φαίνεται να ενισχύουν την πεποίθηση ότι η Μακεδονία αποτελούσε την εσωτερική περιφέρεια του ελληνικού κόσμου. Τα πρόσφατα αρχαιολογικά δεδομένα καταδεικνύουν ισχυρές επαφές με τα μυκηναϊκά κέντρα, τουλάχιστον από την Ύστερη Εποχή Χαλκού, αν όχι νωρίτερα.74 Στην περιοχή του Ολύμπου και της Πιερίας αποκαλύφθηκαν σαφή δείγματα μυκηναϊκής παρουσίας, όπως και στην κοιλάδα του Αλιάκμονα.75 Επιπλέον, και οι αναφορές του Θουκυδίδη για την ενεργό συμμετοχή Αθηναίων και Σπαρτιατών κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου στην περιοχή, ενισχύουν τη θέση αυτή. Μολονότι ο ιστορικός δεν παρουσιάζει αναλυτικά το πολιτειακό καθεστώς των φύλων αυτών εντάσσοντάς τα στους Μακεδόνες, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε άστοχη την άποψη που διατυπώθηκε ότι τους θεωρούσε τμήμα του μακεδονικού βασιλείου.

Όσον αφορά στην ομοιογένεια που εμφάνιζαν τα φύλα που κατοικούσαν εκεί, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία η αναφορά του Στράβωνος ότι η όλη περιοχή θεωρούνταν Μακεδονία, εξαιτίας των ομοιοτήτων στη γλώσσα, την ενδυμασία και την κουρά (7.7.8: ἔνιοι δέ καί σύμπασαν τήν μέχρι Κορκύρας Μακεδονίαν προσαγορεύουσιν, αἰτιολογοῦντες ἅμα ὅτι καί κουρᾷ καί διαλέκτῳ καί χλαμύδι καί ἄλλοις τοιούτοις χρῶνται παραπλησίως). Επίσης, οι βασιλικοί οίκοι των Αργεαδών και των Μολοσσών ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου επί Φιλίππου Β’. Αυτό βέβαια συνέβαινε και με άλλους οίκους για πολιτικούς λόγους, ωστόσο η εν λόγω ένωση θα πρέπει να είχε μία ιδιαίτερη σημασία.

*

Η κατασκευή / επινόηση των παραπάνω ιδρυτικών μύθων τοποθετείται, όπως είδαμε, στον έβδομο αιώνα. Ωστόσο, ως και την υπαγωγή αυτών των περιοχών στο βασίλειο της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β’, αυτοί χρησιμοποιούνται ευρέως. Τι αναγκάζει τη διατήρησή τους ως τα μέσα του τέταρτου αιώνα; Ίσως το γεγονός ότι η περιοχή της Άνω Μακεδονίας συγκεντρώνει χαρακτηριστικά στοιχεία ενός ενδιάμεσου, αν όχι βαρβαρικού τόπου. Άξιο λόγου, ωστόσο, είναι ένα εδάφιο που απαντά στον Θεόπομπο, σύμφωνα με το οποίο ἐν † Λυγκήστωι φησί πηγήν εἶναι, τῆι μέν γεύσει ὀξίζουσαν, τούς δέ πίνοντας μεθύσκεσθαι ὡς ἀπό οἴνου.76 Είναι, κατά τη γνώμη μας, ενδεικτικό της πρόσληψης αυτών των περιοχών από τους νότιους Έλληνες. Συνήθως, παρόμοιες απόψεις παραπέμπουν σε αποτυπώσεις του βαρβαρικού στοιχείου, καθώς οι κάτοικοι αυτών των περιοχών εντάσσονταν σε ένα πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο της Νότιας Ελλάδας. Δεν ήταν βάρβαροι, με την έννοια της πλήρους πολωτικής αντίθεσης μεταξύ αυτών και των Ελλήνων, αλλά ήταν τμήμα του ημιεξωτικού Άλλου.

Ακόμη και ο Θουκυδίδης προσπάθησε να καθορίσει τον πολιτιστικό προσδιορισμό της ελληνικότητας, αλλά με διαφορετικούς όρους από τον Ηρόδοτο. Η πολιτιστική πρόσληψη της ελληνικής ταυτότητας από τον τελευταίο λειτουργούσε πάνω σε μία αδιαμφισβήτητη βάση αποδοχής/αποκλεισμού. Αντίθετα, ο Θουκυδίδης θεωρούσε τους Έλληνες (δηλ. τους Αθηναίους) και τους βαρβάρους ως πολωτικά αντίθετους. Σε ένα εδάφιό του, όπου γίνεται αναφορά στους Ευρυτάνες, που αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα του αιτωλικού ἔθνους, αφήνονται μέσω της διήγησης να διαφανούν οι ευρύτερες αθηναϊκές προκαταλήψεις απέναντι στους κατοίκους της κεντρικής και βόρειας Ελλαδικής χερσονήσου ως σύνολο. Το σχόλιο του Θουκυδίδη ότι οι Ευρυτάνες «μιλούσαν μία τελείως άγνωστη γλώσσα και κατανάλωναν ωμό κρέας» τονίζει εμφατικά τα γλωσσικά και πολιτισμικά κριτήρια της διαφοροποίησης ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ευρυτάνες «άλλους».77 Ο Θουκυδίδης διακήρυξε στην Αρχαιολογία του ότι, κατά τη γνώμη του, «οι αρχαίοι Έλληνες ζούσαν έτσι όπως ζουν οι σημερινοί βάρβαροι»,78 άποψη που υπονοεί ότι οι σύγχρονοί του Έλληνες ήταν κατά τεκμήριο ανώτεροι από τους βαρβάρους και ότι ήταν αδύνατο για τους τελευταίους να φτάσουν το ελληνικό επίπεδο διαβίωσης. Άρα, ένας βασικός σκοπός της Αρχαιολογίας ήταν να «δείξει τη βαθμίδα της πολιτιστικής προόδου στην οποία είχαν φτάσει ορισμένα τουλάχιστον μέρη της Ελλάδος το 431 και, ως εκ τούτου, να προβάλει έντονα την ηθική εξαχρείωση που είχε επιφέρει ο πόλεμος στον ελληνικό κόσμο».79 Γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη μιας διπολικότητας στην εισαγωγή του, η οποία απουσιάζει από το υπόλοιπο έργο του. Αλλά αυτή η διπολικότητα δεν είναι μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων (με τους οποίους, σημειωτέον, δεν ασχολείται καθόλου στη συγγραφή του). Από τη στιγμή που ονομάζει ως πολιτιστικά καθυστερημένους τους Λοκρούς, τους Ακαρνάνες και τους Αιτωλούς, πρόκειται ουσιαστικά για μία αντίθεση ανάμεσα σε εκείνους που είχαν φτάσει στο αθηναϊκό πολιτιστικό επίπεδο και σε όλους τους υπολοίπους.

Αρχαία Έδεσσα.

Αυτή η διαπίστωση μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο Θουκυδίδης επηρεαζόταν από συγκεκριμένες παραμέτρους. Καταρχάς, από την λεγόμενη «οπτική του αποικιστού», μέσω της οποίας οι συμπολίτες του Αθηναίοι, όπως και άλλοι Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, αντιμετώπιζαν τους κατοίκους όλων των υπολοίπων περιοχών, από την Αιτωλία ως τα παράλια του βορείου Αιγαίου. Οι ελληνικές αποικίες στις ακτές της Πιερίας και της Χαλκιδικής θα πρέπει να συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας αντίληψης ότι αυτές οι περιοχές κατοικούνταν από βαρβάρους. Όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στις αποικιακές κοινωνίες, οι εγχώριοι που κατοικούν στις νεοανακαλυφθείσες περιοχές προσλαμβάνονται από τους αποίκους ως «άλλοι», με τους οποίους έπρεπε είτε να συνεργαστούν (μέσω εμπορικών συναλλαγών, για παράδειγμα), είτε να εμπλακούν σε διαμάχες, ίσως και πόλεμο. Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αποικιακή εμπειρία των Ελλήνων έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην αποκρυστάλλωση τόσο της συνολικής όσο και της αντιθετικής αίσθησης της ελληνικότητας. Σε αυτήν τη διαδικασία, οι γηγενείς εθνικές ομάδες είχαν μία αντιθετική χροιά.80 Επιπρόσθετα, συγκεκριμένα στοιχεία αυτών των γηγενών πληθυσμών πρέπει να είχαν συμβάλει στην ανάπτυξη της εικόνας του βαρβαρικού: όλα αυτά τα έθνη είχαν βεβαίως τον δικό τους υλικό πολιτισμό, τη δική τους γλώσσα, θρησκεία καθώς και άλλα έθιμα.81 Η δεύτερη παράμετρος, που θα μπορούσε σαφώς να έχει επηρεάσει λ.χ. τον Θουκυδίδη ως προς τις αναφορές του στους λαούς της περιοχής, ήταν η ύπαρξη της πόλεως-κράτους. Η βάση της σκέψης του ήταν εκείνη της πόλεως με τον διαφορετικό πολιτισμό και τον τρόπο ζωής αλλά και τους διαφορετικούς θεσμούς. Αν στα παραπάνω προστεθούν και οι διενέξεις μεταξύ των φύλων της Άνω Μακεδονίας με τους Μακεδόνες,82 τότε η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ρευστή για έναν εξωτερικό παρατηρητή.

Επομένως, η κατασκευή και χρήση των ιδρυτικών μύθων από τα φύλα της Άνω Μακεδονίας εξυπηρετούσε και αυτήν την ανάγκη: τη διασκέδαση οποιωνδήποτε υπονοιών περί μη ελληνικότητάς τους. Παράλληλα, λειτουργούσαν ενωτικά και στο εσωτερικό τους, καθιστώντας τα συμπαγή και με μία ισχυρή ελληνική αυτοσυνείδηση. Άλλωστε, επρόκειτο για μικρές περιοχές, όπου όλοι σχεδόν γνωρίζονταν μεταξύ τους και όπου ο όρος περιφερειακός σήμαινε σχεδόν τοπικός. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ταυτότητα βασίζεται στην καθημερινή εμπειρία, σε ό,τι αφορά αυτό που γίνεται κατανοητό ως “κοινά συμφέροντα” ή “το κοινό μας παρελθόν”.

 

Ο Ιωάννης Κ. Ξυδόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας
του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Xydopoulos, 2007, 1-22.

2. Barth 1969, 9.

3. Wilson-Donnan 1998, 3.

4. Για τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας, βλ. Ριζάκης-Τουράτσογλου 1985, 11 και σημ. 1.

5. Ηρόδοτ. 7.173.4: δοκέειν δέ μοι, ἀρρωδίη ἦν τό πεῖθον, ὡς ἐπύθοντο καί ἄλλην ἐοῦσαν ἐσβολήν ἐς Θεσσαλούς κατά τήν ἄνω Μακεδονίην διά Περραιβῶν κατά Γόννον πόλιν, τῇ περ δή καί ἐσέβαλε ἡ στρατιή ἡ Ξέρξεω και 8.137: τοῦ δέ Ἀλεξάνδρου τούτου ἕβδομος γενέτωρ Περδίκκης ἐστί ὁ κτησάμενος τῶν Μακεδόνων τήν τυραννίδα τρόπῳ τοιῷδε. ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριούς τῶν Τημένου ἀπογόνων τρεῖς ἀδελφεοί, Γαυάνης τε καί Ἀέροπος καί Περδίκκης, ἐκ δέ Ἰλλυριῶν ὑπερβαλόντες ἐς τήν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν. Βλ και Θουκ. 2.99.1 κεξ.: ξυνηθροίζοντο ον ν τΔοβήρκαί παρεσκευάζοντο, πως κατά κορυφήν σβαλοσιν ς τήν κάτω Μακεδονίαν, ς Περδίκκας ρχεντν γάρ Μακεδόνων εσί καί Λυγκησταί καί Ἐλιμιται καί ἄλλα θνη πάνωθεν, ξύμμαχα μέν στι τούτοις καί πήκοαβασιλείας δχει καθ’ ατά. Βλ. Classen-Steup 19145, 190. Gomme 1956, 247Kleinknecht 1966, 134-146. Hammond 1967, 422 και 1979, 28. Zahrnt 1984, 341. Hornblower 1991, 374-375.

6. Με την εξαίρεση της Τυμφαίας, ακολουθώ τον χωρισμό του Hatzopoulos 1996, 77-104. Ο Zahrnt 1984, 346 επισημαίνει τη δυσκολία προσδιορισμού των ορίων της Άνω Μακεδονίας, ενώ οι Ριζάκης-Τουράτσογλου 1985, 11, δεν συμπεριλαμβάνουν σε αυτήν τη Δερρίοπο. Πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να συμπεριλάβουμε την Τυμφαία στις μακεδονικές περιοχές (ενν. πριν την προσάρτησή της στο μακεδονικό βασίλειο από τον Φίλιππο Β’), ακολουθώντας τον Στράβωνα, όπως υποστήριξε και η Papazoglou (1988, 229-234), αλλά σε εκείνες που ανήκαν στο βασίλειο των Μολοσσών. Οι Τυμφαίοι συμπεριλήφθηκαν στο μακεδονικό βασίλειο μετά το 350, αποτελώντας έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα του, επομένως δεν συγκαταλέγονταν στα έθνη για τα οποία κάνει λόγο ο ΘουκυδίδηςΗ Papazoglou εξαιρεί τη Δασαρρήτιδα από την Άνω Μακεδονία, με το επιχείρημα ότι οι Δασσαρέτες ήταν ένα ιλλυρικό φύλο, το οποίο βρισκόταν στο εθνικό και πολιτικό όριο ανάμεσα στους Ιλλυριούς και τους Μακεδόνες (Papazoglou 1988, 227-228). Αντίθετα, η Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 73 κεξ., συμπεριλαμβάνει τη Δασσαρήτιδα.

7. Όπως δέχεται η Papazoglou 1988, 276.  Για την αντίθετη άποψη, ότι δηλ. τα επιμέρους βασίλεια της Άνω Μακεδονίας (και ειδικά η Ορεστίδα) δεν ενσωματώθηκαν ποτέ πλήρως στο μακεδονικό βασίλειο, βλ. Bosworth 1971, 105.

8. Hatzopoulos 2003, 55 και σημ. 30.

9. Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2008, 7.

10. Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1990, 75-92 ib., 2008.

11. Hammond 1967, 447 κεξ. Για τον Εκαταίο, βλ. πρκ. σημ. Στράβων 7.7.8: πειρται δ’ εἰσί καί Ἀμφίλοχοι καί οἱ ὑπερκείμενοι καί συνάπτοντες τος λλυρικος ρεσι, τραχεαν οκοντες χώραν, Μολοττοί τε καί Ἀθαμνες καΑθικες καί Τυμφαοι καί Ὀρέσται Παρωραοί τε καί τιντνες, οἱ μέν πλησιάζοντες τος Μακεδόσι μλλον οδέ τῷ Ἰονίῳ κόλπ.

12. Στράβων 9.5.11: διά γάρ τήν πιφάνειάν τε καί τήν πικράτειαν τν Θετταλν καί τν Μακεδόνων οπλησιάζοντες ατος μάλιστα τν πειρωτν, ομέν κόντες οδ’ κοντες, μέρη καθίσταντο Θετταλν Μακεδόνων, καθάπερ θαμνες καί Αθικες καί Τάλαρες Θετταλν, ρέσται δέ καί Πελαγόνες καί Ἐλιμιται Μακεδόνων.

13. Hammond 1972, 310.

14. Zahrnt 1984, 345.

15. Θουκ. 2.80.6: Μολοσσούς δέ ἦγε καί τιντνας Σαβύλινθος πίτροπος ν Θάρυπος τοβασιλέως τι παιδός ντοςκαί Παραυαίους ροιδος βασιλεύων. ρέσται δέ χίλιοι, ν βασίλευεν ντίοχος, μετά Παραυαίων ξυνεστρατεύοντο ροίδῳἈντιόχου πιτρέψαντος. Ο Αντίοχος απαντά επίσης και στη συνθήκη μεταξύ Περδίκκα Β’ και Αθήνας (IG I3, 89, στ. 69). Το γεγονός ότι οι βασιλείς των Ορεστών, Λυγκηστών και πιθανότατα των Ελιμιωτών αναφέρονται ως σύμμαχοι του Περδίκκα επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Θουκυδίδη, περί ξυμμάχων καί ὑποτελῶν. Δεν θα πρέπει να θεωρούμε απίθανο το ότι ο αναφερόμενος στην ίδια επιγραφή Δέρδας, είναι ο ηγέτης της Ελίμειας (Θουκ. 1.57.3, 59.2), άποψη που έχουν διατυπώσει ήδη οι Geyer 1930, 78 και Hammond 1979, 18 και αφήνει ανοιχτή ως πιθανότητα ο Zahrnt 1984, 341, σημ. 53. Η επιγραφή χρονολογείται από τον Hammond 1979, 134 κεξ. γύρω στα 415 π.Χ. Ο Hatzopoulos 1986, 285 και σημ. 29 παραθέτει τη σχετική βιβλιογραφία Ο Μάλλιος 2011, 176-177, πιθανολογεί συμμαχία του Περδίκκα Β’ με τον Αντίοχο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους «φυγόκεντρους» Ελιμιώτες και Λυγκηστές, κάτι που προφανώς -κρίνοντας από την παραπάνω επιγραφή- στέφθηκε από επιτυχία.

16. Ο Hammond 1972, 439, σημειώνει ότι ο Στράβων τους αναφέρει ως ηπειρωτικά φύλα, χρησιμοποιώντας προφανώς έναν όρο που είχε εισαγάγει ο Έφορος.

17. Πολύβ. 18.47.6. Ο Walbank 1967, 616, απλά αναφέρει για τους Ορέστες ότι σύμφωνα με τον Στράβωνα (7.323.326) και τον Θουκ.(2.80.6) ήταν ηπειρωτικά φύλα, ενώ ο Εκαταίος τους αναφέρει ως Μολοσσούς (FGrHist 1, F 107). Ωστόσο, ήδη στον τέταρτο αιώνα οι Ορέστες είχαν συμπεριληφθεί στη Μακεδονία, δεδομένου ότι αποτελούν μια από τις έξι τάξεις στα Γαυγάμηλα, υπό την ηγεσία του Περδίκκα (Διόδ. 17.5.2). Βλ. Schmidt 1939, 960-965. Δεν θεωρώ ότι έχει δίκιο η Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 96, η οποία επιχειρηματολογεί υπέρ της μακεδονικής τoυς προέλευσης. Το ότι ονομάζονται Μακεδόνες στις πηγές σχετίζεται με το ότι είχαν υπαχθεί στο μακεδονικό βασίλειο. Βλ. και Zahrnt 1984, 353, ο οποίος θεωρεί ότι οι Ορέστες, όπως και τα άλλα ἔθνη ἐπάνωθεν «ανήκαν στους Μακεδόνες», εννοώντας την πολιτική τους ταυτότητα.

18. Ο Hammond 1972, 439 σημειώνει την αλλαγή στις αναφορές των Ορεστών, των Πελαγόνων και των Ελιμιωτών ως Μολοσσσών από τον Εκαταίο και ως «Μακεδόνων» την εποχή του Θουκυδίδη, την οποία βασίζει σε πολιτικούς λόγους (την προσάρτησή τους, δηλ. στο μακεδονικό βασίλειο). Στην κατεύθυνση αυτή κλίνει και ο Hornblower 1991, 363, ο οποίος θεωρεί ότι κατά τον πέμπτο αιώνα η Ορεστίδα λογιζόταν ως τμήμα της Ηπείρου, ακολουθώντας το απόσπασμα του Θουκυδίδη (2.80.6).

19. Η αναφορά στον Hammond 1972, 111.

20. Στράβων 7.7.8: λέγεται δέ τήν ρεστιάδα κατασχεν ποτε ρέστης φεύγων τόν τς μητρός φόνον καί καταλιπεν πώνυμον αυτοτήν χώραν κτίσαι, δέ καί πόλιν, καλεσθαι δ’ αὐτήν ργος ρεστικόνΟ Hatzopoulos 2004, 796, την συμπεριλαμβάνει στους προελληνιστικούς οικισμούς, οι οποίοι μαρτυρούνται ως πόλεις.

21. Hammond 1972, 311.

22. Όπως ισχυρίζεται ο Hammond 1979, 44-45. Βλ. για την αντίθετη άποψη, Μάλλιος 2011, 173.

23. Μάλλιος 2011, 169.

24. Malkin 1998, 141.

25. Ο Μάλλιος 2011, 174 κεξ, θεωρεί ότι ο Ορέστης ως μυθικός προπάτορας των Ορεστών αντιπαραβάλλεται προς τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα και ιδρυτή του κράτους των Μολοσσών.

26. Στέφ. Βυζ. σ. 266, στ. 13: <Ἐλιμία,πόλις Μακεδονίας, Στράβων ἑβδόμῳ. ἀπό Ἐλύμου τοῦ ἥρωος ἢ ἀπό Ἑλένου ἢ ἀπό Ἐλύμα τοῦ Τυρρηνῶν βασιλέως. τό ἐθνικόν Ἐλιμιώτης.

27. Η εν λόγω πόλη δεν αναφέρεται καν στον συνολικό κατάλογο των πόλεων της Μακεδονίας από τον Hatzopoulos, 2004 (βλ. Hansen–Nielsen 2004, 794-809).

28. Για την παρουσία των Τρώων στο έπος και την τραγωδία, βλ. γενικά την E. Hall 1989. Πρβλ. και J. Hall 1997, 46
και ib. 2007, 346-350.

29.  Αυτό ισχυρίζεται η Papazoglou ότι προκύπτει από το ψήφισμα των Δελφών, η οποία το χρονολογεί στο 222 π.Χ. Βλ. FD III 4, 417, III, 1  κεξ (εκεί δίνεται η χρονολόγηση 257/6 π.Χ.): θεοί· | Δελφοί ἔδωκαν Φιλάρχωι Ἑλλανίωνος Μακεδόνι Ἐ[λ]ειμιώτ[ηι] | ἐκ Πυθείου αὐτῶι καί ἐκγόνοις προξενίαν, προμαντείαν προεδρί|αν προδικίαν, ἀσυλίαν, ἀτέλειαν πάντων καί τἆλλα ὅσα καί τοῖς ἄλ|λοις προξένοις καί εὐεργέταιςΤο Πύθ(ε)ιο απουσιάζει επίσης στον Hatzopoulos 2004 (βλ. Hansen–Nielsen 2004, 794-809).

30. Hatzopoulos 1996, 89.

31. Θουκ. 1.57 και 59.

32. Βλ. πρπ., σημ. 15.

33. Θουκ. 4.124.4.

34. Θουκ. 4.79.2, 4.83, 4.124 κεξ.

35. IG I3, 89, στ. 55 -χρονολογημένη στη διάρκεια του Αρχιδάμειου Πολέμου.

36. Πτολεμ. 3.12.30: Λυγκηστίδος ράκλεια.

37. Hammond 1972, 103.

38. Στράβων 7.7.8: οδέ Λυγκσται π‘ ρραβαίῳ ἐγένοντο τοῦ Βακχιαδν γένους ντι·

39. Malkin 1998, 136.

40. Ο Malkin 1998, 136 και σημ. 83, τους χαρακτηρίζει ως Ηπειρώτες (παραπέμποντας στον Hammond 1967, 439).

41. Ομήρου, Ιλιάδος Φ, 141.

42. Μάλλιος 2011, 204.

43. Papazoglou 1988, 276.

44. IG II/III2, 190.

45. IG II/III2, 110.

46. Papazoglou 1988, 278-279.

47. Hatzopoulos 1996, 91

48. Papazoglou 1988, 228.

49. Papazoglou 1988, 232.

50. Papazoglou 1988, σ. 227. 

51. Ο Hammond 1972, 439, ισχυρίζεται ότι αυτό συνέβη κάποια στιγμή μετά το 500 π.Χ., και θα μπορούσε να τοποθετηθεί πιθανότατα στην εποχή του Αλεξάνδρου Α’, καθώς ο Θουκυδίδης αναφέρει μόνον αυτόν ανάμεσα στους επτά διαδόχους του Περδίκκα Α’. Ο Hammond 1989, 51, σημ. 4, σημειώνει ότι μεταφράζει τον όρο ξύμμαχα ως «υπόχρεους να πολεμούν μαζί με τους Μακεδόνες», καθώς η κυριολεκτική σημασία του δεν συμβαδίζει νοηματικά με τον όρο ὑπήκοα. Βασίζει τη μετάφρασή του στο εδάφιο 2.100.5, όπου οι Μακεδόνες αναζήτησαν ιππείς από τους συμμάχους στο εσωτερικό.

52. Hammond 1972, 436. Λίγο πιο κάτω (439), ο Hammond σημειώνει: «Το 429 π.Χ. η Μακεδονία ήταν περιορισμένη επειδή οι Λυγκηστές, οι Ελιμιώτες και τα άλλα φύλα είχαν τις δικές τους μοναρχίες και συμπεριφέρονταν κατά καιρούς ανεξάρτητα, όπως στην περίπτωση των Λυγκηστών».

53. Θουκ. 4.83.1: Περδίκκας δέ Βρασίδαν καί τήν στρατιάν εθύς λαβών μετά τς αυτοδυνάμεως στρατεύει πί ρραβαον τόν ΒρομεροΛυγκηστν Μακεδόνων βασιλέα μορον ντα, διαφορς τε ατοσης καί βουλόμενος καταστρέψασθαι.

54. Στράβων, Γεωγραφικά, 7.7.8: Ἠπειρῶται δ’ εἰσί καί Ἀμφίλοχοι καί οἱ ὑπερκείμενοι καί συνάπτοντες τοῖς Ἰλλυρικοῖς ὄρεσι, τραχεῖαν οἰκοῦντες χώραν, Μολοττοί τε καί Ἀθαμᾶνες καί Αἴθικες καί Τυμφαῖοι καί Ὀρέσται Παρωραῖοί τε καί Ἀτιντᾶνες, οἱ μέν πλησιάζοντες τοῖς Μακεδόσι μᾶλλον οἱ δέ τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ (…). πρός δέ τούτοις Λυγκῆσταί τε καί ἡ Δευρίοπος καί ἡ τρίπολις Πελαγονία καί Ἐορδοί καί Ἐλίμεια καὶ Ἐράτυρα.

55. Εκαταίος, FGrHist 1, 107: ρέσται. Μολοσσικόν θνος.

56. Hammond 1972, 439. Ο Hornblower 1991, 374-375, αφού σημειώνει ότι είναι παράξενο ότι ο Θουκυδίδης, ο οποίος και στο 2.99.2 και στο 4.83 είναι ξεκάθαρος ότι αυτοί οι βασιλείς της Άνω Μακεδονίας ήταν ανεξάρτητοι, τους αποκαλεί παρόλα αυτά “Μακεδόνες””, συντάσσεται με την άποψη του Hammond.

57. Archibald 2000, 214.

58. Hatzopoulos 1996, 81.

59. Στράβων 7.7.8.

60. Osborne 1996, 286.

61. Hatzopoulos 1996, 81. Kalléris 1988, 597.

62. Hatzopoulos 1996, 104.

63. Hatzopoulos 1996, 101.

64. Archibald 2000, 214-215.

65. Η όλη ιστορία στον Ιουστίνο, 17.3.1-22.

66. Davies 2000, 242.

67. Malkin 1998, 135.

68. Malkin 1998, 136.

69. Davies 2000, 242.

70. Malkin 1998 1 κεξ . Antonaccio 2001, 122 κεξ.

71. Όπως υποστήριξε σωστά ο Heuß 1962, 108, οι απαρχές αυτής της διεύρυνσης του όρου Ἕλλην θα πρέπει να τοποθετηθούν στο δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα π.Χ. 

72. Για τους Αργεάδες, βλ. Ξυδόπουλος 20062, 54 και σημ. 87. Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε αυτήν την αποδοχή αντίστοιχη με εκείνη που εννοεί ο S. Hornblower , σε ένα πρόσφατο άρθρο του, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες άποικοι κατά τον όγδοο αιώνα, “επανακατηγοριοποιούσαν ως Έλληνες τους λαούς που έβρισκαν εκεί” (Hornblower 2008, 39).

73. Ο όρος απαντά στον Ulf 1996, 269-270.

74. Για την μυκηναϊκή παρουσία στην Μακεδονία βλ. Tiverios 2008, σ. 11  και σημ. 55, όπου και η σχετική πρόσφατη βιβλιογραφία.

75. Για την παρουσία Μυκηναίων στην κοιλάδα του Αλιάκμονα βλ. Karamitrou-Mentessidi 2007. Για τις ανασκαφές στην Πιερία και τον Όλυμπο βλ. Tiverios 2008, σ. 19 και σημ. 84-85.

76.  FGrHist 115, F 278d.

77. Θουκ. 3.94.5.

78. Θουκ. 1.6.6.

79. Cartledge 1993 [2002], 84.

80. Antonaccio 2001, 120-121.

81.  Antonaccio 2001, 121.

82.  Για την σχέση ανάμεσα στην Μακεδονία των Τημενιδών και την Άνω Μακεδονία βλ. ενδεικτικά Hammond 1978, 14 κεξ. Επίσης βλ. Zahrnt 1984, 341 κεξ.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Antonaccio 2001 C. Antonaccio, ‘Ethnicity and Colonization’, Irad Malkin (εκδ.), Ancient Perceptions of Greek Ethnicity, Cambridge, Massachusetts and London, 2001, 112-157.
Archibald 2000 Z.H. Archibald, “Space, Hierarchy, and Community in Archaic and Classical Macedonia, Thessaly, and Thrace”, στο R. Brock and S. Hodkinson (εκδ.), Alternatives To Athens. Varieties of Political Organization and Community in Ancient Greece, Oxford 2000, 212-233.

 

Barth 1969

 

F. Barth, “Introduction”, in F. Barth (εκδ.), Ethnic Groups and Boundaries. The Social organization of Culture Difference, Boston 1969.

 

Bosworth 1971

 

A.B. Bosworth, “Philip II and Upper Macedonia”, The Classical Quarterly 21 (1971), 93-105.

 

Cartledge 1993 [2002] P. Cartledge, The Greeks: A Portrait of Self and Others. Cambridge: Cambridge University Press, 1993 (ελλ. μτφ. 2002).
Classen-Steup 19145

 

J. Classen – J. Steup, Thukydides, II, Berlin 19145.

 

Davies 2000

 

J.K. Davies, “A Wholly Non-Aristotelian Universe” στο R. Brock and S. Hodkinson (εκδ.), Alternatives To Athens. Varieties of Political Organization and Community in Ancient Greece, Oxford 2000, 234-258.

 

Geyer 1930

 

F. Geyer, Makedonien bis zur Thronbesteigung Philipps II. [HZ 19], München 1930.

 

Gomme 1956

 

A.W. Gomme, A Historical Commentary on Thucydides, vol. II, Books II-III, Oxford, 1956.

 

E. Hall 1989

 

E. Hall, Inventing the Barbarian. Greek Self-definition through Tragedy, Oxford, 1989.

 

J. Hall 1997 J.M. Hall, Ethnic Identity in Greek Antiquity, Cambridge, 1997.
J. Hall 2002

 

J.M. Hall, Hellenicity: Between Ethnicity and Culture, Chicago, 2002.

 

Hammond 1967

 

N.G.L. Hammond, Epirus, Oxford 1967.

 

Hammond 1972

 

N.G.L. Hammond, A History of Macedonia I. Historical Geography and Prehistory,
Oxford 1972.
Hammond 1979

 

N.G.L. Hammond – G.T. Griffith, A History of Macedonia, II, Oxford, 1979.

 

Hammond 1989

 

N.G.L. Hammond, The Macedonian State, Oxford 1989.

 

Hansen–Nielsen 2004

 

M.H. Hansen – T.H. Nielsen (εκδ.), An inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford 2004.
Hatzopoulos 1986

 

M.B. Hatzopoulos, “Succesion and Regency in Classical Macedonia”, Αρχαία Μακεδονία IV, Θεσσαλονίκη 1986, 279-292.

 

Hatzopoulos 1996

 

Μ.Β. Hatzopoulos, Macedonian Institutions Under the Kings I (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 22), Athens 1996.

 

Hatzopoulos 2003

 

M. B. Hatzopoulos, “Polis, Ethnos and Kingship in Northern Greece” στο K. Buraselis – K. Zoumboulakis (εκδ.), The Idea of European Community in History, vol. II, Athens 2003, 51-64.

 

Hatzopoulos 2004

 

Μ.Β. Hatzopoulos, “Makedonia” στο M.H. Hansen – T.H. Nielsen (εκδ.), An inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford 2004, 794-809.

 

Heuß 1962

 

A. Heuß, “Hellas” στο G. Mann – A. Heuß (εκδ.), «Griechenland. Die hellenistische Welt», Propyläen Weltgeschichte, III, Berlin / Frankfurt a.M. / Wien 1962, 69-400.

 

Hornblower 1991

 

S. Hornblower, A Commentary on Thucydides, vol. I, Oxford, 1991.

 

Hornblower 2008

 

S. Hornblower, “Greek Identity in the Archaic and Classical Periods”, in K. Zacharia (εκδ.), Hellenisms. Culture, Identity, and Ethnicity from Antiquity to Modernity, Hampshire 2008, 37-58.

 

 

Kalléris 1988

 

J. Kalléris, Les Anciens Macédoniens, I-II.1, Athènes, 1954-ανατ. 1988.

 

Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1990

 

Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, “Ανασκαφή Αιανής 1990, ”ΑΕΜΘ 4 (1990), 75-92.

 

Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999

 

Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόιον-Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, Θεσσαλονίκη 1999.
Karamitrou-Mentessidi 2007 Karamitrou-Mentessidi, G., «The Late Bronze Age in Aiani», Aegeo-Balkan Prehistory, ανάρτηση της 16ης Μαρτίου 2007, (www.aegeobalkanprehistory.net).
Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2008

 

Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Αιανή. Αρχαιολογικοί χώροι και Μουσείο, Αιανή 2008.
Kleinknecht 1966

 

H. Kleinknecht, “Herodot und die makedonische Urgeschichte”, Hermes 94 (1966), 134-146.

 

Malkin 1998

 

I. Malkin, The Returns of Odysseus. Colonization and Ethnicity, Berkeley and Los Angeles 1998.

 

Μάλλιος (υπό έκδ.)

 

Γ. Μάλλιος, Μύθος και Ιστορία. Η περίπτωση της Αρχαίας Μακεδονίας, Διδ. Διατρ., Θεσσαλονίκη (υπό έκδοση).

 

Osborne 1996

 

R. Osborne, Greece in the Making 1200-479 BC, London 1996.

 

Papazoglou 1988

 

F. Papazoglou, Les villes de Macédoine à l’époque romaine (BCH Suppl. XIV), Paris 1988.

 

Ριζάκης-Τουράτσογλου 1985

 

Θ. Ριζάκης – Ι. Τουράτσογλου, Ἐπιγραφές Ἄνω Μακεδονίας Ι, Αθήνα 1985.
Schmidt 1939

 

J. Schmidt, RE XVIII.1 (1939), s.v. ‘Orestai’, 960-965.

 

Tiverios 2008

 

M. Tiverios, “Greek Colonization of the Northern Aegean” στο G.R. Tsetskhladze (ed.), Greek Colonization. An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas, vol. 2, Leiden-Boston 2008, 1-154.

 

Ulf 1996

 

C. Ulf, “Griechische Ethnogenese versus Wanderungen von Stämmen und Staamstaaten”, στο C. Ulf (εκδ.), Wege zur Genese griechischer Identität. Die Bedeutung der frügriechischen Zeit, Berlin 1996, 240-280.

 

Walbank 1967

 

F.W. Walbank, A Historical Commentary on Polybius II, Oxford 1967.

 

Wilson-Donnan 1998 T.M. Wilson and H. Donnan, “Nation, State and identity at International frontiers” in T.M. Wilson and H. Donnan (eds.), Border identities. Nation and State at International frontiers, Cambridge 1998, 1-30.
Ξυδόπουλος 20062 Ι.Κ. Ξυδόπουλος, Κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων και των Νοτίων Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 20062.
Xydopoulos 2007 I.K. Xydopoulos, “The Concept and Representation of Northern Communities in Ancient Greek Historiography: The Case of Thucydides”, in J. PanMontojo and F. Pedersen (eds.), Communities in European History: Representations, Jurisdictions, Conflicts, Pisa 2007, 1-22.
Zahrnt 1984

 

M. Zahrnt, ‘Die Entwicklung des makedonischen Reiches bis zu den Persenkriegen’, Chiron 14 (1984), 325-368.