Jean – Jacques Becker
Οι διμερείς ελληνο-γαλλικές σχέσεις μέσα από τον γαλλικό Τύπο της περιόδου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Όπως είναι γνωστό, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο γαλλικός Τύπος υπήρξε αντικείμενο ενδελεχούς παρακολούθησης μέσω της διενέργειας συστηματικής λογοκρισίας. Στον κανόνα αυτό ενέπιπτε οποιοδήποτε κείμενο εθεωρείτο πως έθετε σε κίνδυνο το στρατιωτικό απόρρητο. Στην πραγματικότητα, η λογοκρισία ασκείτο υπεράνω του στρατιωτικού απορρήτου, καθώς, σε μια εμπόλεμη κατάσταση, τα πάντα είναι δυνατό να επηρεάσουν τη ροή των γεγονότων. Ως προς το θέμα μας, η παραπάνω διαπίστωση δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Στόχος μας είναι να ανιχνεύσουμε αυτά που οι Γάλλοι είχαν τη δυνατότητα να πληροφορηθούν, με άλλα λόγια, τις ειδήσεις εκείνες, στις οποίες είχαν πρόσβαση μέσω των εφημερίδων.
Στο σημείο αυτό τίθεται ένα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα, εξίσου πολύπλοκο: να προσδιορίσουμε αυτό που ο κάθε αναγνώστης είναι πραγματικά σε θέση να διαβάζει και να κατανοεί. Μια μερική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορεί να βρεθεί στη σημασία, την οποία οι διάφοροι εκδότες προσδίδουν στο εκάστοτε γεγονός. Πρόθεσή τους κατ’ αρχήν, είναι να δημοσιεύουν ό,τι κρίνουν πως ενδιαφέρει την πελατεία τους, αν και δεν πρόκειται για γενικό κανόνα.
Μη δυνάμενοι να αποδελτιώσουμε το σύνολο των εντύπων, περιορίσαμε την έρευνά μας σε τρία καθημερινά φύλλα, τα οποία θεωρούμε αντιπροσωπευτικά. Πρόκειται για τις εφημερίδες L’ Humanité (αριστερής απόκλισης), Le Temps (του κεντρώου χώρου) και L’ Écho de Paris (έντυπο που απηχεί τις θέσεις της εθνικιστικής, σχεδόν, δεξιάς). Από τις τρεις, η Temps, πέρα από την τοποθέτησή της στο κέντρο – κεντροδεξιά του πολιτικού στερεώματος, απολάμβανε ενός καθεστώτος ημι-επίσημου εντύπου και εθεωρείτο σημείο αναφοράς. Επίσης, αποφασίσαμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε τρεις κρίσιμες συγκυρίες, οι οποίες και αναδείχθηκαν δεόντως από τον Τύπο. Πρόκειται για τη στιγμή της διάνοιξης του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1915, για την ονομαζόμενη “ενέδρα των Αθηνών” (στην ελληνική ορολογία γνωστότερη ως “Νοεμβριανά”) στις αρχές Δεκεμβρίου του 1916, τέλος, για την αποπομπή του βασιλέα Κωνσταντίνου, τον Ιούνιο του 1917 και τη συνακόλουθη παρέμβαση της Ελλάδας στον πόλεμο. Οφείλουμε, τέλος, να επισημάνουμε πως για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στον γαλλικό Τύπο δεν συναντάμε την παραμικρή αναφορά στην Ελλάδα.
***
Στις 5 Οκτωβρίου 1915, στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε η αποβίβαση γαλλικών και βρετανικών στρατευμάτων, τα οποία είχαν μόλις αποσυρθεί από το μέτωπο της Καλλίπολης. Αποστολή τους ήταν η συνδρομή προς την καταρρέουσα, την εποχή εκείνη, Σερβία. Άλλωστε, την επομένη κιόλας, 6 Οκτωβρίου, εκδηλώθηκε κοινή αυστρογερμανική επίθεση εναντίον της τελευταίας, στην οποία, οκτώ ημέρες αργότερα, έσπευσε να συμμετάσχει και η νεοεισελθείσα στον πόλεμο Βουλγαρία.

Οι δύο από τις τρεις επιλεγείσες εφημερίδες (Humanité και Écho de Paris), περιορίστηκαν σε μια επιγραμματική, σχεδόν, αναφορά στο γεγονός. Εκ των πραγμάτων, οι αρμόδιες υπηρεσίες λογοκρισίας δεν μπορούσαν να επιτρέψουν τη δημοσίευση αναλυτικών πληροφοριών, πέρα από ορισμένα θεμελιώδη γεγονότα. Ωστόσο, έστω και περιορισμένες, οι σχετικές αναφορές ήταν αιχμηρές. Στο φύλλο της Humanité, ο Marcel Cachin, έχοντας προηγουμένως εκφράσει την απογοήτευσή του για τις διπλωματικές αποτυχίες, οι οποίες δεν μπόρεσαν, τελικά, να αποτρέψουν την παρέμβαση της Βουλγαρίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, έγραφε: “Δεν είναι ώρα για μάταιες κατηγορίες (…). Ωστόσο, είναι αδύνατο να μην επισημάνουμε πόσο επιπόλαιη είναι η εφαρμογή μιας συναισθηματικής διπλωματίας σε αυτή την ταραγμένη Ανατολή. Στη συγκεκριμένη περιοχή, η ηθική, η λογική, ακόμα και αυτή η εθνική επιταγή δεν έχουν κανένα νόημα. Οι πάντες και τα πάντα υποκλίνονται στην ισχύ, κάτι που η Γερμανία δείχνει να έχει κατανοήσει πολύ καλύτερα από τη δική μας διπλωματία”. Ο μετέπειτα κομμουνιστής ηγέτης προσέθετε πως οι Βρετανοί, οι Ρώσοι και οι Ιταλοί όφειλαν, με τη σειρά τους, να παρέμβουν γρήγορα, αποφασιστικά και να μη χρονοτριβούν. “Τα ίδια τα συμφέροντά μας στην Ανατολή επιτάσσουν στους λαούς της Τετραπλής Συνεννοήσεως το μέγεθος των υποχρεώσεων που τους αναλογούν σε αυτό το νέο θέατρο του πολέμου” (13 Οκτωβρίου 1915). Την επομένη, ο Gustave Rouanet, εξέφρασε την έκπληξή του βλέποντας τον Γάλλο πρωθυπουργό, René Viviani, να απαντά στις κατηγορίες της Γερμανίας, σύμφωνα με τις οποίες οι Σύμμαχοι είχαν προβεί σε παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας. Επρόκειτο για μια περιττή πρωτοβουλία, από τη στιγμή που η περίπτωση της Ελλάδας δεν μπορούσε κατά κανένα τρόπο να αντιπαραβληθεί με εκείνη της προσβολής της ουδετερότητας του Βελγίου από τη Γερμανία.
Οι θέσεις της εθνικιστικής Écho de Paris δεν απείχαν πολύ από εκείνες της σοσιαλιστικής Humanité. Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι, οι οποίοι είχαν οδηγήσει τον βασιλέα Κωνσταντίνο στο να αποπέμψει τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, η Γαλλία όφειλε να παραμείνει παρούσα στη Θεσσαλονίκη. Κακώς, μάλιστα, δεν είχε επιδιώξει κάτι τέτοιο νωρίτερα: “(…) Δεν δικαιώθηκαν, τελικά, όσοι είχαν συνταχθεί υπέρ μιας επίδειξης πυγμής σε σχέση με εκείνους που επαφίονταν στις εκτιμήσεις της διπλωματίας; (…) Ας αντλήσουμε, τουλάχιστον, ένα δίδαγμα από το παρελθόν και από το παρόν. Στα Βαλκάνια, είναι ανώφελο να διαπραγματεύεται κανείς εν καιρώ πολέμου. Αντίθετα, πρέπει να ενεργεί αποφασιστικά, καταφέροντας κτυπήματα.” (Jean Herbette, 6 Οκτωβρίου 1915). Λίγες μέρες αργότερα (12 Οκτωβρίου), ο Maurice Barrès, στην καθημερινή του επιφυλλίδα στο ίδιο έντυπο, απηύθυνε με ανάλογη ένταση, έκκληση προς τους Ιταλούς και Ρώσους συμμάχους να παρέμβουν δυναμικά στη Βαλκανική.
Ίσως επειδή, εκ των πραγμάτων, η τρίτη εφημερίδα (Le Temps) αφιέρωνε, συγκριτικά με τις υπόλοιπες, περισσότερο χώρο στα διεθνή γεγονότα, η κάλυψη της διάνοιξης του θεάτρου της Θεσσαλονίκης υπήρξε πιο εκτεταμένη. Επί μέρες ολόκληρες, τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια και το Ελληνικό Ζήτημα κατέλαβαν περίοπτη θέση, μονοπωλώντας το Καθημερινό Δελτίο (Bulletin du Jour). Τα δημοσιεύματα κινήθηκαν γύρω από τρεις άξονες: 1) Η Ελλάδα είχε άμεσο συμφέρον να αντιταχθεί στην βουλγαρική επίθεση σε βάρος της Σερβίας, καθώς αισθανόταν και η ίδια απειλούμενη. 2) Η αποβίβαση των Συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη δεν συνιστούσε κατά κανένα τρόπο παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας. 3) Δεν ετίθετο ζήτημα περί αποχώρησης από εκεί. Αντίθετα, οι υπόλοιποι Σύμμαχοι έπρεπε να προστρέξουν ταχύτατα και αποφασιστικά σε βοήθεια και ενίσχυση.
Στο φύλλο της 6ης Οκτωβρίου, η Temps υποστήριζε πως σε περίπτωση έκρηξης ενός σερβο- βουλγαρικού πολέμου, η διατήρηση της ελληνικής ουδετερότητας θα ήταν κάτι το ανέφικτο. Την επομένη, όμως, υπό τον τίτλο “Ανατροπή” (coup de théâtre) εξιστορούσε την αποπομπή του Βενιζέλου από την πρωθυπουργία και την επιλογή του Κωνσταντίνου να παραμείνει πιστός σε μια πολιτική ουδετερότητας. Στις 8 Οκτωβρίου στιγμάτιζε ως ανυπόστατη την επιχειρηματολογία του Έλληνα μονάρχη, ότι η ελληνοσερβική Συνθήκη Συμμαχίας του 1913 δεν ήταν εφαρμόσιμη σε περίπτωση διενέργειας γενικευμένου (και όχι αμιγώς βαλκανικού) πολέμου. Τέλος, θεωρούσε πως ο Κωνσταντίνος έτρεμε την αντίδραση της Γερμανίας.

Το σημείο, όμως, για το οποίο η εφημερίδα κατέβαλε καθημερινά και για μεγάλο χρονικό διάστημα προσπάθεια, ήταν ο διαχωρισμός της διάνοιξης του θεάτρου της Θεσσαλονίκης από την περίπτωση της παραβίασης, τον Αύγουστο του 1914, της ουδετερότητας του Βελγίου εκ μέρους της Γερμανίας. Διαθέτοντας πρόσβαση στο διεθνές αναγνωστικό κοινό, η διεύθυνση του εντύπου έκρινε πως επιβαλλόταν μια ανάλυση του όλου θέματος, γι’ αυτό και η προσέγγιση μέσω του Καθημερινού Δελτίου της 9ης Οκτωβρίου με τίτλο “Η ελληνική ουδετερότητα” (“La neutralité de la Grèce”) υπήρξε διεξοδική. Η πρώτη διαπίστωση του αρθογράφου συνίσταται στο ότι δεν επρόκειτο για μια κατοχή της Ελλάδας εκ μέρους των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως, αλλά για ένα απλό πέρασμα από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η αποβίβαση των στρατευμάτων είχε πραγματοποιηθεί εν γνώσει και με τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών αρχών. Βέβαια, οι τελευταίες είχαν διαμαρτυρηθεί. Επρόκειτο για μια αντίδραση αποκλειστικά και μόνο για το θεαθήναι, από τη στιγμή που οι ίδιες αρχές είχαν διαθέσει στους Συμμάχους όλα τα απαραίτητα μέσα για την εκφόρτωση των ανδρών. Η υποδοχή εκ μέρους των Ελλήνων στρατιωτών και των κατοίκων της πόλης υπήρξε θερμή: “Αποκαλύπτει το μέγεθος της χαράς και της ελπίδας που η θέα της γαλλικής στρατιωτικής στολής εμπνέει στους Έλληνες”. Το αρθρο υποστήριζε ότι, παρά την αποχή της Ελλάδας από τον πόλεμο, γινόταν χρήση του εδάφους της τελευταίας για την παροχή βοήθειας προς μια σύμμαχη χώρα. Αλλά ακόμη και εάν η Ελλάδα πρόβαλε αντίσταση στην άφιξη των αγγλο-γαλλικών στρατευμάτων, πάλι δεν θα ετίθετο θέμα παραβίασης της ουδετερότητας, εφόσον, εν αντιθέσει με όσα συνέβησαν στο Βέλγιο, η παρουσία των Συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη ήταν συγκυριακή και όχι μόνιμη. Λειτουργώντας ενάντια στη βούληση της κυβέρνησης της Αθήνας, η Γαλλία μπορεί μεν να είχε προβεί σε μια εχθρική πράξη, κατά κανέναν, όμως, τρόπο δεν είχε προσβάλει το διεθνές δίκαιο καθώς ουδέποτε είχε δεσμευθεί για τη διαφύλαξη της ελληνικής ουδετερότητας. Το καταδικαστέο στην περίπτωση της Γερμανίας, συνίστατο στο ότι είχε εισβάλει στο Βέλγιο, ούσα η ίδια εγγυήτρια της ουδετερότητας του τελευταίου. Τέλος, η Γαλλία είχε κάθε συμφέρον να διεξαγάγει τον πόλεμο από το ελληνικό έδαφος και διέθετε νομική κάλυψη, προκειμένου να το πράξει.
Το νομικό επιχείρημα δεν ήταν ευκαταφρόνητο, έστω και αν ο ελλειπώς ενημερωμένος μέσος αναγνώστης, είχε την τάση να ταυτίζει την περίπτωση του Βελγίου με εκείνη της Ελλάδας. Όμως, δεν αναπτύχθηκε δεόντως. Τα δημοσιεύματα της Temps προτίμησαν να εστιάσουν στην θερμή υποδοχή, της οποίας έτυχαν τα γαλλικά στρατεύματα (7 Οκτωβρίου), καθώς και στα εκπεφρασμένα αισθήματα συμπάθειας του ελληνικού λαού έναντι των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως (10 Οκτωβρίου).
Στο θέμα μιας μελλοντικής απόσυρσης των Συμμαχικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλονίκη, η θέση της εφημερίδας ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με εκείνη των υπολοίπων δύο: δεν ετίθετο ζήτημα για κάτι τέτοιο, όποια και αν ήταν η άποψη της ελληνικής κυβέρνησης. “Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον βασιλέα και τον πρωθυπουργό θα επιφέρει, πιθανότατα, σοβαρές συνέπειες για την Ελλάδα. Όμως, δεν πρόκειται να επηρεάσει την ευρισκόμενη ήδη σε εξέλιξη Συμμαχική εκστρατεία στα Βαλκάνια.Θα συνεχίσουμε την πορεία μας με κατεύθυνση προς τη Σερβία. Εκεί βρίσκεται όλη η ουσία των πραγμάτων. Για μια επιπλέον φορά αποδεικνύεται πως στην περίπτωση της Ανατολής, αυτό που μετρά είναι τα γεγονότα ” (7 Οκτωβρίου). Για την εφημερίδα, το μεγάλο διακύβευμα δεν ήταν η εσωτερική διένεξη μεταξύ των Ελλήνων, όσο και αν ο Κωνσταντίνος είχε απογοητεύσει με την εν γένει συμπεριφορά του. Ήταν η στάση των Συμμάχων της Γαλλίας. Ήταν διατεθειμένοι να στείλουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, ή μήπως η Γαλλία θα αναγκαζόταν, μόνη, να αποδυναμώσει το κυρίως (δυτικό) μέτωπο;
Σε ένα πρώτο στάδιο, αφορμή για την ανησυχία, την οποία εξέφρασε η Temps, αποτέλεσε η στάση των Βρετανών. Οι τελευταίοι δεν έδειχναν να αποδίδουν την δέουσα σημασία στην αλλαγή στάσης του Κωνσταντίνου. “Ωστόσο, ένα μέρος της βρετανικής κοινής γνώμης έχει επηρεαστεί αρνητικά από την ελληνική πολιτική κρίση. Επιθυμεί, σε κάθε περίπτωση, να δωθούν διαβεβαιώσεις για τον ανεφοδιασμό και για την απρόσκοπτη διάβαση του εκστρατευτικού σώματος από τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αυτή αποτελεί τη μοναδική βάση επικοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Δύση. Η ίδια κοινή γνώμη επιθυμεί να αποτρέψει κάθε λανθασμένη εκτίμηση στο μέλλον και θεωρεί επιβεβλημένη την αποστολή, επιτόπου,των απαραίτητων στρατιωτικών ενισχύσεων” (10 Οκτωβρίου).

Δύο μέρες αργότερα, η εφημερίδα εκλιπαρούσε Βρετανούς και Ρώσους να ανταποκριθούν σε μια “συλλογική προσπάθεια”:“ Δεν είναι κατανοητή μια περεταίρω καθυστέρηση εκ μέρους της Πετρούπολης. Ούτε και οι όποιες επιφυλάξεις συνεπάγεται σε επίπεδο θυσιών και απωλειών η αποστολή τους στη Θεσσαλονίκη”. Αποδέκτες, όμως, πιέσεων ήταν και οι Ιταλοί: “Μια αποχή της Ιταλίας από την επίλυση του όλου προβλήματος είναι αδιανόητη”, συνέχιζε η εφημερίδα. “Άλλωστε, αντί να αδρανούν στο μέτωπο των Άλπεων, τα ιταλικά στρατεύματα θα ήταν χρησιμότερα στη Μακεδονία! Στο θέατρο της Θεσσαλονίκης είναι απαραίτητη η παρουσία αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών και ουδείς εταίρος του συμμαχικού συνασπισμού δικαιούται να μη συμμετέχει ενεργά”.
Κοινός παρονομαστής και για τα τρία έντυπα ήταν η παράμετρος του χρόνου. Οι Σύμμαχοι δεν έπρεπε να αναλωθούν σε χρονοβόρες διαπραγματεύσεις. Όφειλαν να υιοθετήσουν ταχύτατα τα κοινά εκείνα μέτρα, που επιβάλλονταν από τις ίδιες τις συγκυρίες.
***
Η δεύτερη, δραματική τη φορά αυτή, στιγμή, που επιλέξαμε, είναι τα λεγόμενα “Νοεμβριανά”. Την 1η Δεκεμβρίου 1916 (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο), μονάδες του τακτικού ελληνικού στρατού, συνεπικουρούμενες από ομάδες ατάκτων (επίστρατοι), άνοιξαν πυρ εναντίον Συμμαχικού αποβατικού σώματος πεζοναυτών μέσα στους δρόμους της Αθήνας, με νεκρούς και τραυματίες εκατέρωθεν. Τα γαλλο-βρετανικά αγήματα κατάφεραν να απεγκλωβιστούν και να επιστρέψουν στα πλοία του στόλου έπειτα από βομβαρδισμό της πρωτεύουσας από τα πυροβόλα του τελευταίου. Η “ενέδρα” αυτή, όπως χαρακτηριστικά αποκαλέστηκε από τον γαλλικό Τύπο, ήταν φυσικό επακόλουθο της διαφοράς ανάμεσα στον γερμανόφιλο βασιλέα Κωνσταντίνο και τον πρώην πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ηγείτο, τώρα, μιας προσωρινής κυβέρνησης με έδρα τη Θεσσαλονίκη, έχοντας πλήρως ευθυγραμμιστεί με την πολιτική των Δυνάμεων της Συννενοήσεως. Σχεδόν ταυτόχρονα με την παύση των συγκρούσεων της 1ης Δεκεμβρίου, εκδηλώθηκε ένα πρωτοφανές κύμα διώξεων σε βάρος των βενιζελικών οπαδών της Αθήνας. Συνοδεύτηκε από δολοφονίες, συλλήψεις, παράνομες κρατήσεις, βασανισμούς, λεηλασίες, καταστροφές ιδιωτικών περιουσιών και κάθε είδους χρήση βίας. Η Daily Telegraph, το κείμενο της οποίας αναδημοσίευσε η Temps (8 Δεκεμβρίου 1916), έγραφε σχετικά: “Οι σκηνές, των οποίων υπήρξαμε χθες μάρτυρες στην Αθήνα, παραπέμπουν ευθέως στις διηγήσεις σχετικά με την εξολόθρευση των Ουγενότων στο Παρίσι, τη νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου”.
Όχι μόνο ο γαλλικός Τύπος είχε ελλειπή πληροφόρηση ως προς το τί ακριβώς είχε συμβεί, αλλά δεν του επετράπη από τη λογοκρισία να εκφραστεί. Η Temps, η οποία, σημειωτέον, δεν αποτελούσε συνήθη στόχο της τελευταίας, δεν έπαψε να εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά της: “Οι βρετανικές εφημερίδες, σε αντιδιαστολή με τις γαλλικές, παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες” (4 Δεκεμβρίου). “Εδώ και μερικές ημέρες, για λόγους ανεξήγητους, απαγορεύεται η δημοσίευση των τηλεγραφημάτων σχετικά με τα συμβάντα, που έλαβαν χώρα στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου. Όχι μόνο έχουν κατασχεθεί τα τηλεγραφήματα, τα οποία απευθύνουν προς εμάς οι ανταποκριτές μας στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά υπάρχουν περιορισμοί και ως προς την αναδημοσίευση των όσων αναγράφονται στον βρετανικό Τύπο” (8 Δεκεμβρίου). Δυο μέρες αργότερα, η εφημερίδα εκφράζει έκπληξη εξαιτίας της απαγόρευσης αναδημοσίευσης “πληροφοριών, που ο βρετανικός Τύπος κοινοποιεί δίχως να προσελκύει τους κεραυνούς της λογοκρισίας”. Είναι αλήθεια πως η απάλειψη οκτώ ολόκληρων σειρών από το Καθημερινό Δελτίο της 3ης Δεκεμβρίου, αποτελούσε πρωτόγνωρη εμπειρία για την εφημερίδα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι υπόλοιπες δυο εφημερίδες υπέστησαν ακόμα περισσότερο τις συνέπειες της λογοκρισίας. Στο φύλλο της Humanité της 2ας Δεκεμβρίου, το μικρής έκτασης άρθρο λογοκρίθηκε κατά το ήμισυ. Σε εκείνο της 4ης Δεκεμβρίου, ακριβώς επάνω από το λευκό κενό, επετράπη στον συντάκτη να γράψει πως “εάν είμασταν ελεύθεροι να γράψουμε, για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, αυτά που μας υπαγορεύει η κοινή λογική, η συναγωγή συμπερασμάτων θα ήταν ευκολότατη ”. Την επομένη, ένα άρθρο, φέροντα τον τίτλο “Οι δυο Ελλάδες” (“Les deux Grèces”) ήταν ακρωτηριασμένο ως προς το καταληκτικό σημείο. Ανάλογη παρέμβαση της λογοκρισίας συναντάμε και στην περίπτωση της Écho de Paris. Το άρθρο του Jean Herbette της 3ης Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκε κατακρεουργημένο κυριολεκτικά. Ακόμα χειρότερα, από το άρθρο “Η ενέδρα των Αθηνών σύμφωνα με την εξιστόρηση της Daily Telegraph” δεν επέζησε παρά μόνο ο τίτλος… Την ίδια ημέρα (7 Δεκεμβρίου) το άρθρο είχε δημοσιεύσει στο σύνολό του η Temps!
Όπως και να έχει το ζήτημα, το καθ’ ύλην αρμόδιο έντυπο για τα διεθνή (Le Temps), κατάφερε να καταθέσει την άποψή του επί της ουσίας σχετικά με τα γεγονότα της Αθήνας, δια μέσου πολλών Καθημερινών Δελτίων, τα οποία ήταν αφιερωμένα σε αυτό το ζήτημα. Δύο ήταν τα ερωτήματα που ξεχώριζαν: α) πώς αξιολογείτο η συμπεριφορά του Κωνσταντίνου και β) με ποιό τρόπο οι Σύμμαχοι καλούνταν να αντιδράσουν. Σε αμφότερα, η θέση της εφημερίδας ήταν κρυστάλλινης διαύγειας. “ Η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως τους πράκτορες της Γερμανίας, επικεφαλής των οποίων βρίσκονται ο βασιλέας, η βασίλισσα και το περιβάλλον τους” (4 Δεκεμβρίου). “Οι μάσκες έπεσαν. Σε όσους πίστευαν εδώ και καιρό πως η Γερμανία είχε εγκατασταθεί στα βασιλικά ανάκτορα των Αθηνών, δεν έχουμε να απαντήσουμε τίποτα” (4 Δεκεμβρίου). “Εδώ και καιρό ο μονάρχης καταχράται της εμπιστοσύνης των Συμμάχων. Παρά τις αλεπάλληλες προδοσίες του, οι Προστάτιδες Δυνάμεις έπεσαν μέσα στην κάθε παγίδα, την οποία είχε στήσει”, “…ο βασιλέας Κωνσταντίνος δεν εκπροσωπεί πλέον την Ελλάδα. Υπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα” (10 Δεκεμβρίου).

Αν και γερμανόφιλος, ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε, άραγε, να διαθέτει λαϊκό έρεισμα; Η εφημερίδα απέκλειε κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. “Παραβίασε το Σύνταγμα, έσκισε το συμβόλαιο που τον ένωνε με το βασίλειο, του οποίου εξακολουθεί να φορά το στέμμα. Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έχει απομακρυνθεί από αυτόν”. Συνέχισε δε υποστηρίζοντας πως η “αληθινή Ελλάδα” ήταν συνασπισμένη γύρω από τον Βενιζέλο, “η καρδιά της κτυπά στη Θεσσαλονίκη” (10 Δεκεμβρίου). Το τί ακριβώς αισθανόταν ο ελληνικός λαός δεν έδειχνε να απασχολεί ιδιαίτερα την εφημερίδα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν ενδιαφερόταν ως προς το κατά πόσο ή όχι οι Έλληνες είχαν ασπασθεί τον αγώνα των Συμμάχων. Προείχαν η ηρεμία και η ασφάλεια της Στρατιάς της Ανατολής. Υπό αυτό το πρίσμα, είχε αναλωθεί πολύς χρόνος σε άκαρπες διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Η γαλλική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να κάνει την υπέρβαση από τη στιγμή “που οι πεζοναύτες μας δολοφονήθηκαν”. Κατά συνέπεια, δεν επιθυμούσε περεταίρω επαφές με τον Κωνσταντίνο (4 Δεκεμβρίου). Η επιβολή του μέτρου του αποκλεισμού των ελληνικών ακτών κινδύνευε να αποδειχθεί ανεπαρκής. “Επιτακτικές ανάγκες επιβάλλουν στις κυβερνήσεις των Συμμάχων τη λήψη των μέτρων εκείνων, που ανταποκρίνονται στην παρούσα κατάσταση. Να μη χαθεί επιπρόσθετος πολύτιμος χρόνος έναντι μιας χώρας, η οποία έχει, πλέον, περίτρανα αποδείξει ότι το κύρος είναι πρωτίστως υπόθεση ισχύος” (10 Δεκεμβρίου). Εν ολίγοις, οι Σύμμαχοι έπρεπε να τελειώσουν μια για πάντα με εκείνον, τον οποίο θεωρούσαν δολοφόνο των στρατιωτών τους. Ωστόσο, παρά τις όποιες προτροπές, οι επαφές με τον Κωνσταντίνο συνεχίστηκαν, προκαλώντας την αποδοκιμασία της εφημερίδας, η οποία υποστήριζε με έμφαση πως “η γαλλική κοινή γνώμη, βλέποντας ευθέως τα πράγματα, υποφέρει από αυτή την κατάσταση” (10 Δεκεμβρίου).
Η Humanité παραχώρησε λιγότερο χώρο στα γεγονότα της Αθήνας. Παρά ταύτα, η γνώμη της δεν άφηνε περιθώριο για την παραμικρή αμφιβολία. “Στην Αθήνα, εκείνη που κυβερνά είναι η γερμανική κλίκα, έχουσα επικεφαλής τον ίδιο τον Κωνσταντίνο” (2 Δεκεμβρίου). Στο πρωτοσέλιδο της 4ης Δεκεμβρίου, το κεντρικό άρθρο με τίτλο “Οι ευθύνες του βασιλέα είναι αδιαμφισβήτητες” (“Les responsabilités du roi sont évidentes”) καταλάμβανε δυο στήλες. “Είναι γεγονός ότι εδώ και καιρό, ο Έλληνας βασιλέας έχει δοσοληψίες με τη

Γερμανία και με τη Βουλγαρία. Από όσα έχει πράξει μέχρι στιγμής προκύπτει ότι προσβλέπει σε μια γερμανική επικράτηση και φλέγεται από επιθυμία να συνεισφέρει στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με έναν αποφασισμένο και πανούργο εχθρό των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως”. Σύμφωνα με τον αρθογράφο B. Veillard, οι τελευταίες είχαν επιδείξει απέναντι στον Κωνσταντίνο μια “ευαγγελική απαλότητα”. Ωστόσο, όφειλε ο καθένας να διαπιστώσει πως δεν υπήρχε μία, αλλά δύο Ελλάδες, και η επίσημη αναγνώριση της βενιζελικής προσωρινής κυβέρνησης αποτελούσε επιτακτική προτεραιότητα, “αποτελεσματική απάντηση στις ενέργειες του συμμάχου του Γουλιέλμου Β΄” (5 Δεκεμβρίου). Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση (Le Temps), η Humanité αδιαφορούσε για το τί μπορούσαν να σκέπτονται οι Έλληνες. Αντίθετα, η Écho de Paris είχε διαμορφωμένη άποψη επ’ αυτού: “Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού τάσσεται με το μέρος μας. Οι εχθροί μας δεν ξεπερνούν τον αριθμό λίγων ατόμων ”. Το άρθρο του Jean Herbette, ό,τι, τουλάχιστον, από αυτό είχε επιβιώσει της λογοκρισίας, ήταν εξόχως αιχμηρό: “Σε αυτή την τραγική περιπέτεια, η γαλλική σημαία είναι εμπλεγμένη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη (…) Ο εχθρός θέλησε να πλήξει το κύρος της Γαλλίας. Θέλησε να πλήξει τη φήμη της Γαλλίας. Αυτήν ακριβώς τη φήμη θα επιδιώξει να αμαυρώσει(…) Ας υπερασπιστούμε την τιμή μας. Ας πάρουμε εκδίκηση για τους νεκρούς μας. Η γαλλική κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να αφήσει ατιμώρητο έστω και έναν ένοχο ή να αφήσει αδιευκρίνιστη έστω και μία μικρή πτυχή αυτής της ειδεχθούς συνωμοσίας. Οποιουδήποτε είδους επιείκεια θα έδινε θάρρος στον εχθρό. Οποιουδήποτε είδους ασάφεια θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρόσχημα προκειμένου να ταπεινωθεί η Γαλλία. Απονείμετε δικαιοσύνη (3 Δεκεμβρίου) ”. Το πρωτοσέλιδο της 5ης Δεκεμβρίου καλυπτόταν κατά το ήμισυ σχεδόν από ένα σκίτσο του Abel Faivre, το οποίο απεικόνιζε τον Κωνσταντίνο να στηρίζεται από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄, που μόλις κατάφερνε να παραμείνει κρυμμένος πίσω από την πλάτη του.

Γενικότερα, κοινός τόπος όλων των εφημερίδων σχετικά με τα έκτροπα της Αθήνας ήταν η καταδίκη αλλά και κάποιου είδους πίκρα για την πλαδαρή, όπως χαρακτήριζαν, αντίδραση των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Γρήγορα, το προσκήνιο των εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων κατέλαβαν κοσμογονικά γεγονότα του πρώτου εξαμήνου του 1917 (στάσεις του γαλλικού στρατού, πολιτική κρίση, ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος στη Ρωσία, παρέμβαση των ΗΠΑ στον πόλεμο). Μοιραία, το ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα περιορίστηκε.
***

Έξι μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1917, έλαβε χώρα το τρίτο επιλεγμένο από εμάς γεγονός, όταν ο γερουσιαστής Charles Jonnart, πρώην γενικός διοικητής της Αλγερίας και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, έφτασε στην Ελλάδα με την ιδιότητα του Ύπατου Αρμοστή των Προστάτιδων Δυνάμεων. H Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία είχαν επωμιστεί την ευθύνη να εγγυώνται την συνταγματική νομιμότητα της Ελλάδας. Επρόκειτο για ένα νομικής φύσεως δικαίωμα, το οποίο απέρρεε από τις Συνθήκες του 1832 και του 1863. Κρίνοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε επανειλημμένα παραβιάσει το Σύνταγμα, οι τρείς Δυνάμεις συμφώνησαν να στείλουν επιτόπου έναν έκτακτο εντεταλμένο, συνεπικουρούμενο από ισχυρή στρατιωτική υποστήριξη, ο οποίος θα είχε ως αποστολή την αποπομπή του Έλληνα βασιλέα από το θρόνο. Ο Jonnart κατάφερε να εκπληρώσει τη δύσκολη αποστολή του με πυγμή και αποφασιστικότητα. Στις 13 Ιουνίου 1917, οι εφημερίδες ανήγγειλαν την είδηση της παραίτησης του Κωνσταντίνου και της διαδοχής του από τον δευτερότοκο πρίγκιπα Αλέξανδρο. Ο τελευταίος εθεωρείτο ευκολότερα διαχειρίσιμος εκ μέρους των Δυνάμεων, γι’ αυτό και ανατράπηκε η ιεραρχία (ο διάδοχος Γεώργιος – μετέπειτα Γεώργιος Β΄ – έπεσε, όπως και ο πατέρας του, θύμα οστρακισμού). Οι τρείς εφημερίδες εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την τροπή που είχαν προσλάβει τα πράγματα: παραίτηση από το θρόνο, αναχώρηση του εκπτώτου μονάρχη για το εξωτερικό μαζί με τα περισσότερα μέλη του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, αλλά και με τους κυριότερους συμβούλους του, οι οποίοι θεωρούνταν γερμανόφιλοι. Το συμπέρασμα της Temps (14 Ιουνίου) συνίστατο στο ότι “καιρός ήταν να τελειώνουμε με αυτή την υπόθεση. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι η κοινή γνώμη στη Γαλλία πιστεύει πως αυτό έπρεπε να έχει ήδη συμβεί προ πολλού”.
Την ίδια άποψη συμμερίζονταν και οι άλλες δυο εφημερίδες. Κατά την Humanité (13 Ιουνίου), “το ελληνικό απόστημα επιτέλους έσπασε. Και φυσικά, η πρωτοβουλία δεν προήλθε από τον Κωνσταντίνο ή τους Γερμανούς συνενόχους και πάσης φύσεως συμβούλους του. Χρειάστηκε να δώσουμε στον κουνιάδο του Γουλιέλμου Β΄ να καταλάβει πως η πολιτική της κωλυσιεργίας και της παραπλάνησης είχε λάβει τέλος. Είτε θα έπαιζε με ανοικτά χαρτιά, είτε θα έπρεπε να απομακρυνθεί”. Λιγότερο αιχμηρό ήταν το ύφος της Écho de Paris. Με την υπογραφή του Pertinax (André Géraud), ο οποίος μόλις ξεκινούσε μια λαμπρή δημοσιογραφική σταδιοδρομία στο χώρο των διεθνών σχέσεων, η εφημερίδα αφιέρωσε αρκετά άρθρα επικροτώντας και αιτιολογώντας την αναγκαστική παραίτηση του Κωνσταντίνου. “Η Γερμανία θα επιχειρήσει να μας καταγγείλει στα μάτια της διεθνούς κοινότητας ως υπεύθυνους για την κατάλυση της ανεξαρτησίας μιας μικρής χώρας. Επομένως, οφείλουμε να είμαστε διαρκώς σε ετοιμότητα αποκαλύπτοντας τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε κατ’ επανάληψη παραβιάσει το ελληνικό Σύνταγμα συμπεριφερόμενος ως εχθρός των Προστάτιδων Δυνάμεων” (13 Ιουνίου). Στο φύλλο της επομένης, η Temps επισήμαινε πως “δεν χρειάζεται να απολογηθούμε για την πτώση του Κωνσταντίνου. Έχει μεριμνήσει ο ίδιος να το πράξει επί δυο ολόκληρα έτη, με τους λεονταρισμούς, τις ανομίες και τις προδοσίες, στις οποίες έχει προβεί”.

Σύμπνοια απόψεων παρατηρείται και ως προς τον τρόπο, με τον οποίο τα τρία έντυπα υποδέχθηκαν την παρέμβαση, στις 14 Ιουνίου, του πρωθυπουργού Alexandre Ribot στο γαλλικό Κοινοβούλιο. “Υπήρξαμε μάρτυρες δύο επιδόσεων υποδειγματικής ρητορικής ικανότητας” έγραφε η Humanité. Όταν ο πρωθυπουργός επισήμανε πως “ο καλύτερος τρόπος, προκειμένου να βραχυκυκλώσει κανείς τους ελιγμούς της Γερμανίας, είναι να αντιδράσει αποφασιστικά και αποτελεσματικά” και από το έδρανό του ο Marcel Cachin συμπλήρωσε “και με σθεναρή μετριοπάθεια”, ο ομιλητής απάντησε: “’Έχετε δίκιο”. Σύμφωνα με την Temps, ο λόγος του Ribot υπήρξε από τους πλέον αποφασιστικούς και χρήσιμους που εκφωνήθηκαν ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας από την εποχή της έκρηξης του πολέμου (16 Ιουνίου). “Μια καλή συνεδρία του Κοινοβουλίου” τιτλοφορούσε στις 15 Ιουνίου η Écho de Paris.
Στην πραγματικότητα, πίσω από επαίνους και ύμνους, ελλόχευε ένα κράμα αμηχανίας, ενόχλησης και αδιαφορίας. Θα ανέμενε κανείς ότι η επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος, η οποία, λίγο αργότερα, έμελλε να οδηγήσει στην παρέμβαση της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, θα λάμβανε διαστάσεις θριάμβου στις πρωτεύουσες των χωρών της Συνεννοήσεως. Στην ομιλία του, ο Ribot είχε επισημάνει εμφατικά: “Επιθυμώ να δείξω προς όλους πως οι ενέργειές μας δεν υπαγορεύονται από σκοπιμότητα. Δεν κάναμε χρήση βίας εις βάρος ενός μικρού έθνους. Απεναντίας, συνδράμαμε, προκειμένου το έθνος αυτό να καταφέρει να αποκαταστίσει την κλονισθείσα ενότητά του ”. Πως εξηγούνται όλα αυτά;
Μια πρώτη διαπίστωση είναι πως ουδείς ήταν ακόμη σε θέση, τον Ιούνιο του 1917, να προβλέψει επακριβώς τον τρόπο, με τον οποίο θα αντιδρούσε ο ελληνικός λαός. Μέρα με τη μέρα, οι παρισινές εφημερίδες δημοσίευαν με ανακούφιση τα τηλεγραφήματα, που κατέφθαναν από την Αθήνα κάνοντας λόγο για ήρεμο κλίμα. Στο κεντρικό άρθρο της Écho de Paris της 17ης Ιουνίου με τίτλο “Η αποστολή του κ. Jonnart” (“La tâche de M. Jonnart”), o Pertinax δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις. Συγκεκριμένα, υποστήριζε πως εξαιτίας του έκρυθμου κλίματος, η αποκατάσταση της εθνικής ενότητας στην Ελλάδα δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. “Απέναντι από τον Βενιζέλο ορθώνεται μια βασιλική Ελλάδα. Πολλοί εκ των αντιπάλων του Βενιζέλου είναι έντιμοι άνθρωποι”.

Μια δεύτερη δυσκολία προέκυπτε από το γεγονός ότι, παρά τις διακηρύξεις περί κοινής παρέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων στην Αθήνα, η πραγματικότητα απείχε παρασάγγας. Προφανώς για τον λόγο αυτό η Temps έκρινε απαραίτητο να επισημάνει με έμφαση ότι “σε αυτή τη γωνιά της γης, η Γαλλία δεν αναζήτησε ποτέ κάποιο όφελος για τον εαυτό της. Αποστολή της ήταν η υποστήριξη δίκαιων και άνισων αγώνων, για το καλό των λαών που αντιστέκονταν στη Γερμανία. Από όλες τις χώρες της Συνεννοήσεως, μικρές και μεγάλες, τα στρατεύματα των οποίων μάχονται στα Βαλκάνια, η Γαλλία είναι αυτή που δεν τρέφει συμφέροντα και βλέψεις” (12 Ιουνίου). Η αλήθεια είναι ότι ευθύς εξαρχής, οι Βρετανοί ήταν υπέρμετρα καχύποπτοι έναντι των γαλλικών πρωτοβουλιών. Η Ιταλία (αν και μη Προστάτιδα Δύναμη της ελληνικής συνταγματικής νομιμότητας) ήταν κάθετα αντίθετη με την προοπτική της αποπομπής του Κωνσταντίνου από το θρόνο. Μια συνακόλουθη έλευση του Βενιζέλου στα πράγματα ισοδυναμούσε με μια αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας, η οποία λειτουργούσε ανταγωνιστικά σε σχέση με τα ιταλικά συμφέροντα. “Ο επόμενος ελιγμός της Γερμανίας”, υποστήριζε στις 13 Ιουνίου η Écho de Paris, “θα συνίσταται στο ότι θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει προς όφελός της τον ατυχή ανταγωνισμό, που υφίσταται ανάμεσα στους Ιταλούς συμμάχους μας και τους βενιζελικούς φίλους μας, με στόχο να διεμβολίσει τη συμμαχία μας στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου ”. Η εφημερίδα εξέφραζε την ελπίδα ότι τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι Ιταλοί δεν θα εκτρέπονταν από τον υπέρτατο σκοπό, “την αποκαθήλωση της γερμανικής ηγεμονίας από την Ευρώπη”.
Τρίτη πηγή ανασφάλειας αποτελούσε η συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Όσο και αν αυτό δεν ήταν ορατό στις στήλες των εφημερίδων, τον Ιούνιο του 1917 η Γαλλία διένυε μια περίοδο βαθιάς κρίσης: στάσεις στους κόλπους του στρατεύματος, απεργιακές κινητοποιήσεις, πολιτική αστάθεια, πτώση ηθικού. Εκ των πραγμάτων, η ελληνική κρίση, έστω και ευρισκόμενη στο τελικό της στάδιο, δεν αποτελούσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η έκβαση του πολέμου φάνταζε ακόμη μακρινή και αβέβαιη. Τα όσα διαδραματίζονταν στην Ανατολή για πολλούς ήταν ελάσσονος σημασίας. Έτσι εξηγείται η κάπως πιο συγκρατημένη υποδοχή, που επιφύλαξε στις ελληνικές εξελίξεις ο γαλλικός Τύπος. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά εάν οι εξελίξεις αυτές είχαν λάβει χώρα ένα χρόνο νωρίτερα.
Εν κατακλείδι, η εικόνα, που το γαλλικό αναγνωστικό κοινό μπόρεσε να σχηματίσει σχετικά με το Ελληνικό Ζήτημα, μέσω τριών εφημερίδων διαφορετικής πολιτικής κατεύθυνσης, ήταν αρκετά ομοιογενής: η ίδια η διενέργεια του πολέμου είχε καταστήσει αναγκαία για τους Συμμάχους τη χρήση του ελληνικού εδάφους. Σε μια περιοχή, όπου μεσουρανούσε η ισχύς, είχαν διαπράξει το σφάλμα να αντιμετωπίσουν υπομονετικά έναν ηγέτη, ο οποίος υπηρετούσε τα συμφέροντα της Γερμανίας. Δυστυχώς, οι Γάλλοι αναγνώστες δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν πως η υπομονή έναντι του Κωνσταντίνου δεν υπαγορευόταν από ανθρωπιστικές και ηθικές αρχές και αξίες. Απλούστατα, ήταν η συνέπεια της έλλειψης ομοφωνίας μεταξύ των κρατών του συνασπισμού της Συνεννοήσεως ως προς τους χειρισμούς του Ελληνικού Ζητήματος. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Pierre Renouvin, “το τί σκεπτόταν και αισθανόταν η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε κανένα απολύτως ειδικό βάρος στους πολιτικούς υπολογισμούς των Συμμάχων”.¹ Προσπαθώντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση των τελευταίων, οι εφημερίδες επικέντρωσαν την προσπάθειά τους γύρω από το επιχείρημα πως η παραβίαση της ουδετερότητας της Ελλάδας διέφερε από εκείνη του Βελγίου, μόνο και μόνο επειδή ο ελληνικός λαός είχε συλλογικά ταχθεί με το μέρος των Συμμάχων. Υποκρισία, προσποίηση ή έκφραση κυνισμού; Τίποτα από τα τρία δεν είναι βέβαιο. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του πολέμου, η γαλλική κοινή γνώμη, καλώς ή κακώς, είχε την εντύπωση πως η καρδιά της υφηλίου ολόκληρης χτυπούσε για τους Συμμάχους. Οι εφημερίδες αντανακλούσαν, απλούστατα, αυτήν ακριβώς την αίσθηση.
O Jean-Jacques Becker θεωρείται από τους μεγαλύτερους, παγκοσμίως, ειδικούς της περιόδου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Διετέλεσε Καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Clermont-Ferrand (1977- 1985) και του Παρισιού (Université de Paris X-Nanterre, 1985-1994). Είναι επίτιμος πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής του Historial de la Grande Guerre (Somme) και της Société d’études jaurésiennes.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
¹ Pierre Renouvin, Histoire des Relations internationales, Τόμος VΙΙ, 1, Paris, Hachette, 1957, σελ.46.
Το άρθρο παρουσιάστηκε ως ανακοίνωση στο πλαίσιο διεθνούς επιστημονικού συμποσίου και δημοσιεύτηκε στα πρακτικά των εργασιών με τίτλο: “La perception, à travers la presse française, des rapports entre la France et la Grèce pendant la Grande Guerre” στο (επιμ. Γιάννη Μουρέλου) La France et la Grèce dans la Grande guerre, Actes du colloque organisé par le Département d’ Histoire et d’ Archéologie de l’ Université Aristote de Thessalonique et l’ Institut d’ Histoire des Conflits contemporains, Paris, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 89-100.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ