Παρουσίαση του βιβλίου
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ, Η ΤΙΤΟΪΚΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ (1967-1974).
Όψεις των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την επταετία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016

H νέα μονογραφία του Σπυρίδονα Σφέτα με θέμα Η Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και η Δικτατορία των Συνταγματαρχών 1967-1974). Όψεις των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την επταετία (Εκδόσεις Επίκεντρο, 2016) πραγματεύεται μιαν ιστορική περιοχή που δεν είχε αποτελέσει μέχρι τώρα αντικείμενο αυτοτελούς διερεύνησης, ανάλυσης και ερμηνείας. Ο συγγραφέας διδάσκει Ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1991 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου με διατριβή για το Μακεδονικό Ζήτημα και τις διαβαλκανικές σχέσεις κατά τη δεκαετία του 1920. Έκτοτε έχει παρουσιάσει πολλές αυτοτελείς μελέτες και άρθρα γύρω από την Ιστορία και για την πολιτική/διπλωματική επικαιρότητα στα Βαλκάνια. Ορισμένοι ενδεικτικοί τίτλοι: Οι Αλβανοί των Σκοπίων. Θέματα εθνοτικής συνύπαρξης (1995), Όψεις του Μακεδονικού ζητήματος στον 20ό αιώνα (2001), Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία (2003), Στη σκιά του Μακεδονικού. Η κρίση Αθήνας- Βελιγραδίου στη δεκαετία του 1960 (2007), Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880- 1908 (2008), Ο ακήρυκτος πόλεμος για το Μακεδονικό. Βουλγαρία- Γιουγκοσλαβία 1968-1989 (2010), Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία (2009/2011). Έχει εξάλλου επιμεληθεί μια σειρά από τόμους με διπλωματικά έγγραφα για τις διαβαλκανικές σχέσεις και το Μακεδονικό Ζήτημα.
Το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του, έκτασης 441 σελίδων, αποτελεί συνέχεια και καρπό μιας πολύχρονης ερευνητικής ενασχόλησης με το διαβαλκανικό περιβάλλον, εστιάζοντας αυτή τη φορά στην ανεξερεύνητη χρονική περίοδο των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων κατά την Επταετία. Η εισαγωγή (σ. 9-19) αποτελεί μια επισκόπηση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων από την περίοδο του Μεσοπολέμου μέχρι τις παραμονές της στρατιωτικού πραξικοπήματος. Στη συνέχεια η ύλη κατανέμεται σε 4 Κεφάλαια με τη μέθοδο της χρονολογικής περιοδολόγησης. Το Πρώτο Κεφάλαιο καλύπτει τον ενάμισυ χρόνο από τον Απρίλιο 1967 – ως τον Αύγουστο 1968. Εδώ ο συγγραφέας αναλύει τις πρώτες αντιδράσεις της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας υπό τον Τίτο απέναντι στην πολιτειακή εκτροπή στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο και η Γιουγκοσλαβία ερμήνευσε την στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα ως μέρος ενός (αναπόδεικτου κατά τον συγγραφέα) σχεδίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να επιβάλουν την επιρροή τους στα νότια Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Η αρχική αυτή φάση χαρακτηρίζεται από μια αμηχανία στον χειρισμό των παλιών και διαχρονικών διμερών προβλημάτων – η γιουγκοσλαβική πλευρά θα έπρεπε εξάλλου να τοποθετηθεί απέναντι και στον ελληνικό αντιδικτατορικό αγώνα. Πάντως αν εξαιρέσουμε τις αδιατάρρακτες εμπορικές συναλλαγές, οι διμερείς πολιτικές/διπλωματικές σχέσεις οδηγήθηκαν σε μια σχεδόν πλήρη αποτελμάτωση.
Κατά τη διετία από τον Αύγουστο 1968 ως τον Αύγουστο 1970 (Δεύτερο Κεφάλαιο), οι διμερείς σχέσεις καθορίστηκαν από τις καταλυτικές «συστημικές» διεθνείς εξελίξεις – πρόκειται για την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία, τη διακύρηξη του Δόγματος Μπρέζνιεφ και τη δήλωση της Ελλάδας ότι θα στηρίξει τη Γιουγκοσλαβία σε περίπτωση σοβιετικού κινδύνου. Κατά την περίοδο αυτή, τα Σκόπια αναβαθμίζονται στο πλαίσιο της κεντρικής γιουγκοσλαβικής πολιτικής για το Μακεδονικό και ανακινείται επίσημα ζήτημα «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Ο σ. συνοψίζει εντέλει την φάση αυτή ως «κινητικότητα μετά κωλυμάτων».

Μετά από 4 χρόνια διμερούς ψυχρότητας, ακολούθησε μια διετία προσέγγισης και αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων, η οποία τοποθετείται από τον Σεπτέμβριο 1970 μέχρι τον Δεκέμβριο 1972 (Τρίτο Κεφάλαιο). Η Ελλάδα έχει αποπεμφθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και επιχειρεί να ασκήσει ενεργή βαλκανική πολιτική. Στη Γιουγκοσλαβία παρατηρείται μια κατίσχυση των φυγόκεντρων δυνάμεων που εκφράστηκε «στην περίπτωση της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας με την ανάδυση ενός ιδιότυπου σλαβομακεδονικού εθνικισμού, που δεν στρεφόταν μόνο κατά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά οριοθετούνταν σαφώς και από την κεντρική γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ή, καλύτερα επιβαλλόταν σ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, η ανακίνηση του Μακεδονικού κατέστη κύριο μέλημα των Σκοπίων, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις του Βελιγραδίου» (σ. 232). Παρά την εξέλιξη αυτή, το ευρύτερο κλίμα της ύφεσης στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης, η στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τις ΗΠΑ και την Κίνα, καθώς και η ανησυχία της Γιουγκοσλαβίας για μια πιθανή προσέγγιση της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, στάθηκαν καθοριστικοί παράγοντες για την αναθέρμανση των διμερών σχέσεων κατά τον Σ. Σφέτα. Μάλιστα το 1971 ο υφυπουργός εξωτερικών της δικτατορικής κυβέρνησης Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς επισκέφθηκε το Βελιγράδι. Αν και ο Τύπος των Σκοπίων άφησε να εννοηθεί ότι η πορεία των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων ήτα ν εξαρτημένη από την αναγνώριση «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, εντούτοις η Αθήνα και το Βελιγράδι δεν είδαν το Μακεδονικό ως ένα καταλυτικό εμπόδιο για την ανάπτυξη των διμερών διακρατικών σχέσεων. Οι διμερείς εμπορικές και τουριστικές ανταλλαγές ενισχύθηκαν, τα ύδατα του Αξιού αξιοποιήθηκαν σύμφωνα με πρόγραμμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών – από την άλλη πλευρά, όμως, η Ελλάδα αρνήθηκε να ανανεώσει την πολυσυζητημένη παλαιά συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας, απέκρουσε κάθε ζήτημα «μακεδονικής μειονότητας» και δεν υπέγραψε την καθιερωμένη «μορφωτική και πολιτιστική συμφωνία» με την ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως είχαν πράξει άλλα κράτη.
Κατά την τελευταία περίοδο, από τον Ιανουάριο 1973 μέχρι και την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος (Τέταρτο Κεφάλαιο), η όποια ασυντόνιστη και αποσπασματική προσέγγιση προηγήθηκε, υποχώρησε μπροστά σε ένα νέο κλίμα ψυχρότητας – η ελληνική πλευρά χαρακτηρίζει επισήμως τη «μακεδονική εθνότητα» της Γιουγκοσλαβίας ως τεχνητό δημιούργημα, ενώ η γιουγκοσλαβική πλευρά εγείρει μειονοτικά ζητήματα με στόχο την Ελλάδα στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών. Οι διμερείς σχέσεις επιδεινώθηκαν μετά από την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου και την επιβολή ενός αυταρχικότερου δικτατορικού καθεστώτος υπό τον Δημήτριο Ιωαννίδη. Όμως παρά το βαρύ περιβάλλον λόγω του Μακεδονικού και ενάντια ίσως σε κάθε αντίθετη προσδοκία, οι εμπορικές συναλλαγές συνεχίστηκαν απρόσκοπτα, τα θέματα της υδροοικονομίας προωθήθηκαν, ενώ εγκαινιάστηκε ακόμη και η διμερής βιομηχανική συνεργασία.
Ο Σ. Σφέτας συμπεραίνει ότι οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από ασυνέχεια, αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις και αποσπασματικότητα κατά την περίοδο της ελληνικής διδακτορίας. Η τεκμηρίωση του βιβλίου είναι εξαντλητική – μόνον η αναφορά σε τίτλους καλύπτει 15 σελίδες. Οι πρωτογενείς πηγές περιλαμβάνουν αδημοσίευτο διπλωματικό υλικό, σε αρκετές περιπτώσεις με την ένδειξη «άκρως απόρρητο». Ο συγγραφέας μελέτησε και αξιοποίησε αρχεία της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, καθώς και διπλωματικά τεκμήρια από άλλες χώρες. Η πολυγλωσσία του έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει μια ευρεία γκάμα πηγών και βιβλιογραφίας στην ελληνική, αγγλική, γαλλική, γερμανική, ρωσική, βουλγαρική και στις γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Ο Σ. Σφέτας αναζητά αίτια, ερμηνεύει κίνητρα και καταστάσεις και κατορθώνει να δώσει τη συνεκτική εικόνα ενός ασύνεκτου χρονικού. Τοποθετεί τα διαχρονικά θέματα σε κάθε επίπεδο ανάλυσης – εσωτερικό, διμερές, διεθνές. Για παράδειγμα, δεν θέτει το Μακεδονικό Ζήτημα μόνον ως ένα διμερές σημείο έντασης των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, αλλά και ως διμερές ελληνο-βουλγαρικό ζήτημα και διμερές βουλγαρο-γιουγκοσλαβικό ζήτημα – οι τρίτοι παρατηρητές έβλεπαν τρία κράτη να προβάλλουν τρεις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις για το ίδιο θέμα. Η ανάπτυξη του Σφέτα αφήνει να εννοηθεί ότι από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα, η Γιουγκοσλαβία φάνηκε να χαράσσει μια μακροπρόθεσμη γεω-στρατηγική και εθνο-στρατηγική στο πεδίο αυτό. Υποστηρίζει π.χ. ότι η πραξικοπηματική ανακήρυξη του «Αυτοκεφάλου της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» το 1967 «ενίσχυσε τη διαδικασία της σλαβομακεδονικής ταυτότητας στα Σκόπια […] Όπως σήμερα αποτελεί η αρχαιότητα για την ακαδημαϊκή και πολιτική ελίτ της ΠΓΔΜ τον βασικό άξονα στην αναζήτηση του ιστορικού χρόνου της σλαβομακεδονικής ταυτότητας λόγω της διένεξης με την Ελλάδα για το όνομα, τότε το βασικό αξίωμα ήταν ο σφετερισμός της βουλγαρικής μεσαιωνικής παράδοσης. Σήμερα φετιχοποιείται ο Μέγας Αλέξανδρος, τότε ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμουήλ. Θεωρώντας τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ως μια «ιστορική ενότητα», η πολιτική και ακαδημαϊκή ελίτ στην Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ενέτασσε στο σλαβομακεδονικό έθνος τους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας και τον σλαβικό πληθυσμό του βουλγαρικού τμήματος της Μακεδονίας. Η ανακίνηση του ζητήματος των δικαιωμάτων των «μακεδονικών» μειονοτήτων στις γειτονικές χώρες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας στα Σκόπια, δεδομένου ότι οι «μακεδονικές» μειονότητες θεωρούνταν στα Σκόπια συστατικά μέρη ενός «διασπασμένου συνόλου»» (σ. 88-89). Παράλληλα η Βουλγαρία υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει «μακεδονικό έθνος» ως ιστορική οντότητα και είναι απαράδεκτη η παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων […] δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα» στη Βουλγαρία» (σ. 92), ενώ στην Ελλάδα «η εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών για την απαγόρευση της δημόσιας χρήσης του σλαβομακεδονικού ιδιώματος […] αποδείκνυε το ψυχολογικό κυρίως πρόβλημα που είχαν οι Έλληνες με το σλαβομακεδονικό ιδίωμα, στο οποίο διέβλεπαν εθνικό κίνδυνο» (σ. 89-90).
Το Μακεδονικό δεν φαίνεται πάντως να τέθηκε ποτέ για τη γιουγκοσλαβική πλευρά ως ένα τόσο κρίσιμο πρόβλημα ώστε να αποκλείσει κάθε επαφή με την Ελλάδα, αλλά ούτε και κλόνισε ποτέ την παραδοσιακή διμερή φιλία που επικαλούνταν τόσο τακτικά οι έλληνες πολιτικοί – πριν και μετά τη δικτατορία – όπως φαίνεται και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Σήμερα, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, έχει πια μεταλλαχθεί σε ένα διεθνοποιημένο, διακρατικό νομικό/ονοματικό πρόβλημα, η οριστική επίλυση του οποίου δεν έχει βρεθεί παρά τις διαδικασίες 20 ετών υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η διεξοδική έρευνα του Σ. Σφέτα εστιάζεται σε μια ελάχιστα ερευνημένη περιοχή, κατά την οποία τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας δεν είχε αναλάβει μια νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά ένα ανέλεγκτο δικτατορικό καθεστώς. Η ανάλυση αναδεικνύει τη στενή σχέση μεταξύ της ιστοριογραφίας και του διεθνούς δικαίου. Ο ορίζοντας των αναγνωστών της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας και της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών θα πρέπει να είναι συνεπώς ευρύς. Η ομάδα των εκδόσεων Επίκεντρο μερίμνησε για μια δημοσίευση με άρτιες τεχνικές προδιαγραφές – και μια μονογραφία που θα δώσει το έναυσμα για περαιτέρω επιστημονική συζήτηση και αναζήτηση.
