Skip to main content

Κώστας Γιαννακόπουλος: «Η ληστεία στη Μακεδονία τον 18ο αιώνα»

Κώστας Γιαννακόπουλος

«Η ληστεία στη Μακεδονία τον 18ο αιώνα»

Η ληστεία ως όρος μαρτυρείται για πρώτη φορά στον Θουκυδίδη χωρίς να ενέχει το μεταγενέστερο αρνητικό του πραγματολογικό περιεχόμενο.[1] Στο λεξικό Σουΐδα δε, απαντά και η διάκριση ανάμεσα στην ληστεία και την πειρατεία.[2] Η ληστεία ως φαινόμενο ιστορικό διαχρονικά συνδέεται στενά με κοινωνικο – οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις. Βέβαια δεν θα μπορούσε να κάνει κανείς λόγο για πλούτο διαθέσιμων πηγών· ωστόσο το θέμα έχει κεντρίσει γενικότερα την έρευνα με την διατύπωση ποικίλων θέσεων.

Η ιστοριογραφία του 20ου αιώνα με αντικείμενο την ληστεία και ειδικότερα η ελληνική διακρίνεται για την απόδοση εθνικού χαρακτήρα στους ληστές του 17ου και 18ου αιώνα. Ο διακαής πόθος αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού αποτέλεσε το κίνητρο για τον παραλληλισμό των ληστών με τους αγωνιστές του 1821 για τους κύριους εκπροσώπους της τάσης αυτής, Π. Ροδάκη[3] και Ι. Βασδραβέλλη[4]. Η απόπειρα απόδοσης εθνικής συνείδησης στους ληστές του 17ου κατά κύριο λόγο, καθώς και του 18ου αιώνα γεννά σοβαρές επιφυλάξεις, από τη στιγμή που εθνική συνείδηση με τη νεοτερική έννοια διαμορφώνεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου και αρχές 19ου αιώνα, ως απόρροια του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο. Αντίστοιχες μελέτες του Μ. Σακελλαρίου και του Ι. Χασιώτη αναφέρονται στο ζήτημα με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα. Το φαινόμενο της ληστείας κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καλύπτεται από το πέπλο του μύθου.[5] Ορόσημα για την ιστορία της ληστείας αποτελούν τα έργα του E. Hobsbawm “Ληστές” και της K. Barkey “Bandits and Bureaucrats”. Στο έργο “Ληστές” αναφέρεται ρητά, οι ληστές “είναι άνθρωποι της δράσης κι όχι ιδεολόγοι ή προφήτες”. Έτσι, αποσαφηνίζονται οι προθέσεις των ληστών της εποχής, από τον συγγραφέα σε μια επισκόπηση απαλλαγμένη από ρομαντισμούς.[6] Τα έργα αυτά επηρέασαν πολλούς κατοπινούς ιστορικούς παγκοσμίως.

Ο αριθμός επίσης, των ληστών είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί κατά περιόδους. Ο E. Hobsbawm διατυπώνει την υπόθεση πως οι ληστές δεν ξεπερνούσαν το 0,1% του αγροτικού πληθυσμού.[7] Στο ίδιο έργο, που επηρέασε σημαντικά την διεθνή έρευνα ο συγγραφέας διαχωρίζει τους ληστές σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους ληστές της υπαίθρου οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε οργανωμένο – επαγγελματικό επίπεδο, η δεύτερη τους απλούς ληστές των χωριών που πραγματοποιούν επιδρομές και τέλος η τρίτη την καινοτόμα κατηγορία των κοινωνικών ληστών. Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσονται οι ληστές που φέρουν ένα είδος διπλής ταυτότητας· δεν λεηλατούν το χωράφι του απλού αγρότη, αλλά τις εκτάσεις ενός τσιφλικά.  Για το κράτος με εκπρόσωπο τον τοπικό αξιωματούχο, θεωρούνται εγκληματίες, ωστόσο για τους χωρικούς θεωρούνται ήρωες, αγωνιστές και προστάτες των αδυνάτων.[8]

Η ληστεία δεν αποτελεί βέβαια μοναδικό χαρακτηριστικό της αγροτικής υπαίθρου. Είναι “μια μορφή αυτονομίας” που προσφέρει διέξοδο σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ληστεία για τους υπηκόους της υπαίθρου δεν είναι παρά μια διαφυγή από τον υπερπληθυσμό των χωριών. Ήταν μια διευρυμένη δραστηριότητα με χρηματικό κέρδος και δυνατότητες ανέλιξης στην Οθωμανική διοίκηση, μέσω της διαπραγμάτευσης με τις κεντρικές αρχές.[9]

Τα παρατιθέμενα έγγραφα, οι πηγές της παρούσας εργασίας οριοθετούν και το χρονολογικό πλαίσιο της. Οι ημερομηνίες του κάθε εγγράφου κατά σειρά είναι 27 Δεκεμβρίου 1695, 5 Φεβρουαρίου 1719, 1 Σεπτεμβρίου 1734, 8 Νοεμβρίου 1767, 22 Μαρτίου 1796. Η εποχή αφορά τον 18ο αιώνα και μάλιστα στα κλασικά χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1430-1800). Χαρακτηριστικό αποτελεί ειδικά στο πρώτο περίπου μισό του αιώνα, η σύγκρουση με την Ρωσία και τη Μεγάλη Αικατερίνη. Στα 1695, χρονολογία του πρώτου εγγράφου, αρχίζει μια ταραγμένη δεκαετία πολεμικών συρράξεων. Βρισκόμαστε στο τέλος του ΣΤ΄ Βενετο-οθωμανικού πολέμου ο οποίος ξεκίνησε το 1684 και έληξε το 1699 με την συνθήκη του Κάρλοβιτς. Ο συγκεκριμένος πόλεμος είναι ο προτελευταίος από τις επτά στο σύνολο συγκρούσεις μεταξύ Βενετών και Οθωμανών. Το δεύτερο έγγραφο που χρονολογείται στα 1719 εκδίδεται ένα χρόνο μετά τη λήξη του Ζ’ Βενετο-οθωμανικού πολέμου (1714 – 1718) και την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς (1718). Τα επόμενα τρία έγγραφα (1734, 1767, 1796) εκδόθηκαν στην περίοδο σύγκρουσης με την Μ. Αικατερίνη όπως προαναφέρθηκε. Ιδιαίτερα τα τελευταία δύο εκδόθηκαν ενώ ήταν σε εξέλιξη η σύγκρουση που ξεκίνησε το 1762 και ολοκληρώθηκε το 1796.[10]

Το εκτενές μπεηλερμπεϊλίκι της Ρούμελης ήταν ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· δημιουργήθηκε κατά τη βασιλεία του Μουράτ Α’ (1360 – 1389). Πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος “Μακεδονία” δεν υφίστατο.[11] Τα όρια της Μακεδονίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν ως εξής: Η περιοχή της Μακεδονίας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτεινόταν στον Νότο από τα Καμβούνια, τη Χαλκιδική μέχρι και την Καβάλα μαζί με τη Θάσο, στον Βορρά πάνω από τη λίμνη Πρέσπα, το Περλεπέ, τα Βελεσά και το Μελένικο, στην Ανατολή στον Ποταμό Νέστο και στη Δύση στην οροσειρά της Πίνδου.

Στον Οθωμανικό όπως και στον δυτικό κόσμο η ληστεία παρουσιάζει έξαρση κατά τον 17ο και κυρίως τον 18ο αιώνα. Από τη Μακεδονία ελάχιστα στοιχεία έχουμε για τους ληστές πριν από τον 18ο αιώνα. Το παλαιότερο έγγραφο στο οποίο γίνεται αναφορά αρματολών οι οποίοι καταδιώκουν ληστές χρονολογείται το 1627 και προέρχεται από την Βέροια.[12] Στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης η ληστεία είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών. Ο Gilles Fermanel, Γάλλος περιηγητής που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1630 αναφέρει: “Από εκεί μπορεί κανείς να φθάσει μέσα σε δέκα ημέρες στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πρέπει όμως να διασχίσει πολλά βουνά και η χώρα είναι γεμάτη από κλέφτες, σε βαθμό που αυτό είναι επικίνδυνο.”[13]

Ανάλυση εγγράφων

Κατά τον 17ο αιώνα και ακριβέστερα το Δεκέμβριο του 1695[14] μνημονεύονται περιπτώσεις ληστειών στο χωριό του Σωχού (σημ. Σοχού) από ληστές κατοίκους χωριών Γιουρούκων (=νομάδων) π.χ. Μαύροβον (μικρό χωριό (166 κατοίκων) στη βορειοδυτική ΠΓΔΜ), Σούλοβαν (Σκεπαστό Λαγκαδά), Γενή Μαχαλέ (Πετρωτό), Δελιτζελή, Γιαϊκίν (Ασκός Θεσσαλονίκης), Γκιολτζίκ (συνοικία Μπάρα, περιοχή Βαρδάρη), Μεργαμαλή, Τσαλή Ομπασή (Μαυρόπρινος Δράμας), Κουρφαλή (Ανάληψη Λαγκαδά), Σαριγιάρ (Χρυσαυγή Λαγκαδά), μερικά από αυτά γειτονικά του Σωχού. Προέβαιναν σε αρπαγές τροφίμων, ζώων, απαγωγές γυναικών και παιδιών και διέπρατταν βιαιοπραγίες και άλλες άδικες πράξεις. Η μαρτυρία αποδίδεται στον τιμαριούχο του Σωχού Χατζή Σιαβές, ο οποίος με αίτημα του ζήτησε την έκδοση αυτοκρατορικού φιρμανίου δια του ιεροδίκου, προκειμένου να τεθεί τέρμα στις άνομες αυτές πράξεις των ληστών που διεπράττοντο στο δήμο Μπογδάν του σαντζακίου Θεσσαλονίκης. Το φαινόμενο της ληστείας διαγράφεται στο σαντζάκι Θεσσαλονίκης από τον 17ο αιώνα και ο τιμαριούχος του εμφανίζεται ως προστάτης των “ραγιάδων”.[15] Σε αυτό το σημείο πρέπει να εξεταστούν οι σχέσεις των ληστών με τα χωριά καθώς και με τους τιμαριούχους καθώς ενδέχεται πέρα από τα λεγόμενα του τιμαριούχου να ενυπάρχουν διαφορετικά στοιχεία. Οι ληστές στις περισσότερες περιπτώσεις κατάφερναν να βρουν έρεισμα στα χωριά και λάμβαναν την στήριξη τους τόσο σε υλικά όσο και σε ενίσχυση του προσωπικού τους. Ο Π. Ροδάκης αναφέρει πως “χωρίς την υποστήριξη της φτωχής αγροτιάς και ειδικά των τσομπάνηδων δε θα μπορούσε να σταθεί κλέφτης”. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που συνεχίστηκε ακόμη και μετά την επανάσταση του 1821, στο 19ο αιώνα.[16] Σαφώς υπήρχαν και περιπτώσεις όπου ληστές λεηλατούσαν χωριά και είναι πιθανό το παρόν έγγραφο να αναφέρει την αλήθεια. Λαμβάνοντας όμως υπόψιν τη χρονολογία (1695), βρισκόμαστε στο τέλος του 17ου αιώνα όπου πλέον το τιμαριωτικό σύστημα έχει περάσει σε φάση παρακμής. Μπορεί να υποτεθεί πως λόγω των αυθαιρεσιών του τιμαριούχου στους χωρικούς και δεδομένης μιας σχέσης συνεργασίας των χωρικών και των ληστών, ο πρώτος να θέλει να σταματήσει τις σχέσεις αυτές καθώς έτσι οι κάτοικοι καθίστανται απροστάτευτοι και ευκολότερα χειραγωγήσιμοι ενώ οι ληστές στερούνται τα βασικά αγαθά.

Από φιρμάνι (πηγή 106[17]), σχετικό με τις επισυμβαινόμενες ληστείες, που απευθύνεται σε όλους σχεδόν τους αξιωματούχους του εγιαλετίου της Ρούμελης αντιλαμβανόμαστε α) τη σημασία του γεγονότος της έκδοσης του φιρμανίου, το οποίο έχει πολλούς αποδέκτες (μεγάλους βεζύρηδες, στρατηγούς, μπέηδες των σαντζακίων, ιεροδίκες, μουτεσελίμηδες, κεχαγιάδες, αρχηγούς των γενιτσάρων, αγιάνηδες του βιλαετίου) και β) την έκταση και τη βαρύτητα των ληστειών.  Κατ’ αρχήν σημειώνεται απροθυμία των στρατευμένων να ακολουθήσουν την “ιεράν σημαίαν” και να πολεμήσουν. Αντιθέτως εγκαταλείπουν τις στρατιωτικές μονάδες και επιδίδονται στη ληστεία. Σε κάποιες μάλιστα περιοχές οι ληστές αυτοπροσδιορίζονται φύλακες και αρματολοί των διόδων χωρίς προηγούμενη επικύρωση της ιδιότητας αυτής από την Οθωμανική διοίκηση. Η αντίδραση της Πύλης εκδηλώνεται με την απαίτηση της κατάργησης στρατιωτικών αξιωμάτων που αποκτήθηκαν αυθαίρετα με αποτέλεσμα την απώλεια της ιδιότητας και των συνακολούθων προνομίων των κτητόρων, οι οποίοι και κηρύσσονται εκτός νομιμότητος. Γενικότερα σε εμπόλεμες καταστάσεις όπως η συγκεκριμένη του Ζ’ Βενετο – Οθωμανικού πολέμου (1714 – 1718) [18], ο οποίος μόλις έχει λήξει, παρατηρούνται τα εξής φαινόμενα: Α) αύξηση του αριθμού των ληστών με διάπραξη μυρίων αδικιών και τυραννιών στους κατοίκους των πόλεων και των χωριών (κάθοδος σε δημόσιους δρόμους, φόνοι, διαρπαγή περιουσιών, ζημιές και καταστροφές στους εμπόρους και τους λοιπούς πολίτες και σε όλης γενικά τη χώρα). Β) Παράνομη ανάληψη αξιωμάτων με εφαλτήριο την διοικητική ανέλιξη ληστών οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να καταλάβουν θέση αρματολών και προστατών τοπικών δερβενίων ύστερα από διαπραγματεύσεις με την Οθωμανική διοίκηση. Συχνά ακολουθεί εκμετάλλευση των χωρικών από τους ληστές (στο έγγραφο ο μεταφραστής κάνει εσφαλμένη χρήση του όρου “πολίτης”).[19] Η Υψηλή Πύλη, με πρόσχημα την μη ανοχή, της παρουσίας τοπικών απίστων και αυθαιρέτων ατόμων και παράλληλα την προφύλαξη όλων των “απόρων και αδυνάτων πλασμάτων του Δημιουργού” και στο πλαίσιο του πατριωτισμού της, λαμβάνει πρωτοβουλίες για τον περιορισμό τους. Το βασικότερο στοιχείο που προκύπτει από το έγγραφο είναι ο στόχος που τίθεται για  συγκεντρωτισμό και ενοποίηση του κράτους. [20]

Σύμφωνα με μαρτυρία του εγγράφου 159[21] της 1ης Σεπτεμβρίου 1734, σημειώνεται ληστεία στον Χορτιάτη Θεσσαλονίκης από γνωστούς μεταφορείς (αγωγιάτες), 61 πουγκιών με χρήματα που έπρεπε να αποδοθούν σε Εβραίους χρηματιστές Θεσσαλονίκης. Οι Εβραίοι αποτελούσαν τον επικρατέστερο πληθυσμό της πόλης και μεγάλος αριθμός τους ήλεγχε την εμπορική και οικονομική ζωή της πόλης[22], όπως μαρτυρείται και από τον περιηγητή W. Lithgow που επισκέφθηκε την Θεσσαλονίκη το 1609 αναφέρει στο βιβλίο του “Travels and voyages”: “Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει τώρα μετατραπεί σε διεθνές κέντρο των Εβραίων, οι οποίοι εδώ είναι απόλυτοι κύριοι υπό τον σουλτάνο και κατέχουν τη μεγάλη ακατοίκητη έκταση που τους περιβάλλει. Η πόλη βρίσκεται συνεχώς στα χέρια τους από τότε που ο Σουλεϊμάν κατέκτησε τη Βούδα στην Ουγγαρία, στις 20 Αυγούστου του έτους 1516”[23]. Ως εκ τούτου η οικονομική τους κατάσταση ήταν σε πολύ καλό επίπεδο για τα δεδομένα της εποχής, θέτοντας τους έτσι στο στόχο ληστρικών ομάδων. Ακολούθησε σύλληψη των μεταφορέων και επιβεβαίωση της μαρτυρίας τους από ιερείς και δημογέροντες, οι οποίοι αβίαστα δήλωσαν ότι το κλαπέν ποσόν είχε διατεθεί για ανάγκες του χωριού. Υπήρξε και επιπρόσθετη όμοια μαρτυρία των δώδεκα ραγιάδων. Το φιρμάνι προέβλεπε σύλληψη και φυλάκιση των δραστών και απόδοση στους αποδέκτες, ολοκλήρου του ποσού. Εδώ καταδεικνύεται το γεγονός των σχέσεων χωρικών και ληστών και την αμοιβαία αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους. Η στήριξη των χωριών για τους ληστές ήταν ζωτικής σημασίας. Σε αυτό το έγγραφο προστίθεται ακόμη ένα στοιχείο στη σχέση αυτή· οι ληστές λαμβάνουν στήριξη και από τις τοπικές μονές. Στη μεγαλύτερη περίοδο της ληστρικής δραστηριότητας οι μονές λειτουργούσαν συχνά ως καταφύγιο για τους κλέφτες που ήταν καταζητούμενοι αλλά και για τους αρματολούς και τους παρείχαν την βοήθεια που χρειάζονταν όπως ιατρική περίθαλψη. Η ίδια σχέση που ίσχυε με τα χωριά αποτυπώνεται και με τις μονές καθώς συχνά οι ληστές τις βοηθούσαν με διάφορους τρόπους.[24]

Σύμφωνα με μαρτυρία του εγγράφου 195[25], της 25ης Σεπτεμβρίου του 1767 αναφέρεται από εξουσιοδοτημένους μεταφορείς χρηματαποστολής, ληστεία με οπλοφορία των δραστών και τραυματισμούς των ανωτέρω καθώς και απόσπαση χρημάτων ύψους 5787 γροσίων με επιπρόσθετα 267 των ιδίων, τριών ίππων και άλλων αντικειμένων. Το γεγονός συνέβη κατά την επιστροφή των μεταφορέων από την Κωνσταντινούπολη προς την Καστοριά και πριν φθάσουν στο χωριό Σαρσαλί. Κατετέθη αγωγή μετά την άρνηση του γεγονότος από τους κατοίκους. Η κατάληξη ήταν συμβιβασμός αντί του τιμήματος 820 γροσιών. Δεν αποκλείεται ο συμβιβασμός αυτός να επιτεύχθηκε στο πλαίσιο της αντίληψης των κατοίκων ως ηρώων, αγωνιστών για τους ληστές. Ο συμβιβασμός που επετεύχθη αναδεικνύει το θέμα των διαπραγματεύσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά τα μέσα του 17ου αιώνα κυρίως η Οθωμανική διοίκηση στο σύνολο της επέλεγε τη διαπραγμάτευση με τους ληστές ως μέσο επίλυσης ζητημάτων που προέκυπταν. Το φαινόμενο αυτό εντάσσεται στον συνολικό προσανατολισμό του κράτους προς τον συγκεντρωτισμό.[26]

Τέλος, το έγγραφο 246[27] της 22ας Μαρτίου 1796 , που αποτελεί και την τελευταία πηγή σχετικά με τη ληστεία, μαρτυρεί την άκαμπτη αυστηρότητα έναντι των “ερπετών Αλβανών” και των άλλων ληστρικών φυσιογνωμιών, που είχαν συγκεντρωθεί στη Θεσσαλονίκη και στα περίχωρα της στα τέλη του 18ου αιώνα. Αφορά στην έκδοση φιρμανίου προς τον ιεροδίκη της Θεσσαλονίκης με εντολή την εξόντωση και την πάταξη των ληστών με ποινή τον αποκεφαλισμό τους. Μέσα από τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν εξετάστηκε το φαινόμενο της ληστείας στον 18ο αιώνα και ταυτόχρονα διάφορες πτυχές της εξέλιξης του κράτους. Οδεύοντας πλέον προς το τέλος των κλασικών χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1800) καθίσταται σαφές πως το κράτος αλλάζει την στάση του προς το ληστρικό φαινόμενο και επιδεικνύει μηδενική ανοχή. Η τάση αυτή είχε ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια από Σουλτάνους όμως συνεχίζεται με πιο έντονο ρυθμό και μετά το 1800. Στα προηγούμενα έγγραφα το κράτος επέλεγε διάφορους τρόπους επίλυσης όπως την επίπληξη, τη φυλάκιση, την διαπραγμάτευση και μόνο ως έσχατο μέσο σε περίπτωση ανυπακοής, την θανάτωση. Πλέον η Αυτοκρατορία αντιμετωπίζει πολλά μέτωπα και πιέσεις κυρίως στην Ευρώπη εισερχόμενη στον 19ο αιώνα. Γνωρίζει πως είναι αναγκαία η άμεση αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η ληστεία και προσπαθεί να βελτιστοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την ενοποίηση του κράτους της.

 Συμπεράσματα

Μολονότι η προ του 18ου αιώνα ανάλυση πληροφοριών για την ληστεία στη Μακεδονία δεν είναι εύκολη, λόγω της έλλειψης πηγών, δεν είναι δυνατόν να αποκλείσουμε την ύπαρξη της. Η παλαιότερη μαρτυρία με την μνεία αρματολών, καταδιωκτών ληστών, ανάγεται στα 1627 και προέρχεται από την Βέροια. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία με εκπροσώπους τους κατά τόπους κρατικούς αξιωματούχους οι ληστές εκλαμβάνονται ως εγκληματίες. Την διατύπωση αυτή υποστηρίζουν οι εξής πηγές: Από τον 17ο αιώνα το υπ’ αριθμόν 13 έγγραφο. Κατά τον 18ο αιώνα το φιρμάνι με αριθμό 106 διαγράφει αναλυτικά τα εγκλήματα των ληστών, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν κατά τις εμπόλεμες περιόδους. Η Υψηλή Πύλη με τον ρόλο του προστάτη των “απόρων και αδυνάτων πλασμάτων του Δημιουργού” θεωρώντας κάποιους από τους ανελιγμένους διοικητικώς ληστές ως απίστους και αυθαιρέτους τους κηρύσσει εκτός νόμου με τις συνεπαγόμενες συνέπειες. Αποκορύφωμα της άκαμπτης αυστηρότητας της Υψηλής Πύλης απέναντι των ληστών αποτελούν οι αναφερόμενες αποφάσεις στο με αριθμό 246 έγγραφο για την εξόντωση και πάταξη τους με την ακραία ποινή του αποκεφαλισμού.

Τις διαστάσεις που πήρε το φαινόμενο της ληστείας στη Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα καταγράφει το με αριθμόν 159 έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 1734. Αναφέρεται σε ληστεία γνωστών μεταφορέων, χρημάτων περιεχομένων σε 61 πουγκιά εις βάρος Εβραίων χρηματιστών της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός προκαλεί έκδοση φιρμανίου με την εντολή να φυλακιστούν οι δράστες και να αποδοθεί το σύνολο των κλαπέντων χρημάτων στους αποδέκτες τους. Συνεπώς από τα παραπάνω αβίαστα συνάγεται το γενικό συμπέρασμα ότι κατά τον 18 αιώνα στη Μακεδονία, η ληστεία επιφέρει πολιτικού, διοικητικού και οικονομικού χαρακτήρα επιπτώσεις. Πρέπει όμως να διασαφηνιστεί πως η ληστεία δεν ήταν άμεσος κίνδυνος για το Οθωμανικό κράτος καθώς όπως προκύπτει δεν ενυπήρχε ιδεολογική βάση και ουδέποτε προσπάθησε να διαλύσει τις κοινωνικές δομές αλλά να αντλήσει δύναμη από αυτές.

Γλωσσάριο

Βαλής : Ο βαλής ήταν ο γενικός διοικητής ενός εγιαλετίου, μιας επαρχίας δηλαδή και είχε διοικητικές αρμοδιότητες. Ο όρος “vali” αποτελεί εξέλιξη του όρου “beylerbeyi” ο οποίος μετά τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα δεν χρησιμοποιούνταν πια. [28]

Γιουρούκοι : Οι Γιουρούκοι ήταν Τουρκομάνοι νομάδες στρατιωτικοί που βρίσκονταν στα

μπεϊλερμπεηλίκια της Ρούμελης και κυρίως της Ανατολής.[29]

Εγιαλέτι : Διοικητική υποδιαίρεση.

Ιεροδίκης : Ο ιεροδίκης ήταν ο δικαστής της περιφέρειας και δίκαζε βάσει του ισλαμικού θεϊκού νόμου, της σαρία. [30]

Τιμαριωτικό σύστημα : Το τιμαριωτικό σύστημα αποτέλεσε βασικό στρατιωτικό και κατ’ επέκταση διοικητικό θεσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φαινομενικά παρατηρείται μια ομοιότητα με το δυτικού τύπου φεουδαρχικό σύστημα, όμως δε μπορούμε να μιλήσουμε για ταύτιση αυτών των δύο. Αφορούσε την εκχώρηση συνήθως γαιών από την κεντρική διοίκηση του Σουλτάνου σε αξιωματικούς του στρατού. Ο Σουλτάνος διατηρούσε την κυριότητα των γαιών, πράγμα το οποίο απαγόρευε στον τιμαριούχο την πώληση/εκμετάλλευση της γης, του έδινε όμως τη δυνατότητα της επικαρπίας βάσει της οποίας όφειλε να συντηρείται. Ο τιμαριούχος ήταν στη στρατιωτική διάθεση του Σουλτάνου σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης και κατ’ επέκταση η Αυτοκρατορία διαμόρφωσε με αυτό το σύστημα ένα ετοιμοπόλεμο σώμα. Το σύστημα εκπίπτει από τον 17ο αιώνα όπου εμφανίζονται τα στάδια παρακμής του λόγω αυθαιρεσιών των τιμαριούχων και λοιπών παραγόντων.[31]

Φιρμάνι : Το φιρμάνι ήταν ένα αυτοκρατορικό διάταγμα το οποίο εξέδιδε ο Σουλτάνος μετά από την συνεδρίαση του συμβουλίου του που ονομαζόταν Διβάνιο. Σε θεωρητικό επίπεδο το φιρμάνι συντασσόταν από τον ίδιο τον Σουλτάνο όμως υπάρχουν αναφορές στον νομοθετικό οθωμανικό κώδικα (κανουναμέ) πως τα περισσότερα φιρμάνια αναλάμβαναν να εκδώσουν τρεις ανώτατοι υπάλληλοι του Σουλτάνου· ο Μεγάλος Βεζίρης, οι ντεφτερντάρηδες (defterdars) και οι kadi-askers. [32]

Βιβλιογραφία

  1. Brill, The Encyclopaedia of Islam, Leiden 1986
  2. E. Hobsbawm, Ληστές, Αθήνα 1975
  3. H. Inalcik & D. Quataert, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τ. Β΄, Αθήνα 2011

H.A.R. Gibb & H. Bowen, Η Ισλαμική κοινωνία και η Δύση, τ. Α΄ , Αθήνα 2005

  1. Alexander, Brigandage and Public Order in the Morea 1685-1806, Athens 1985
  2. Barkey, Bandits and Bureaucrats, USA 1994
  3. Mazower, Salonika, City of Ghosts. Christians, Muslims and Jews 1430-1950, London 2005

Α. Γεωργιάδης, Λεξικόν Σούδα (Σουΐδα), τομ. Β’

Ε. Χεκίμογλου & Α. Γρηγορίου, Η Θεσσαλονίκη των Περιηγητών 1430-1930, Θεσσαλονίκη 2008

Θουκυδίδης, Ιστοριών Α’, Ι 4-5

Ι. Βασδραβέλλης, Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1948

Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, τ. Α’ Αρχείον Ιεροδικείου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1949

Ι. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), Θεσσαλονίκη 1994

Ν. Κοταρίδης & Ν. Θεοτοκάς, Η οικονομία της βίας, Αθήνα 2006

Π. Ροδάκης, Κλέφτες και αρματολοί́ : η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του Ελλαδικού χώρου στα χρονιά της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1975

Σ. Αποστόλου, Αρματολισμός και ληστανταρσία, Νάουσα 1991

Τ. Κανδηλώρος, Ο Αρματολισμός της Πελοποννήσου, Αθήνα 1924

[1] Θουκυδίδης, Ιστοριών Α’, Ι 4-5

[2] Α. Γεωργιάδης, Λεξικόν Σούδα (Σουΐδα), τομ. Β’, 669

[3] Π. Ροδάκης, Κλέφτες και αρματολοί́ : η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του Ελλαδικού χώρου στα χρονιά της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1975, 7-16

[4] Ι. Βασδραβέλλης, Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1948, 1-5

[5] J. Alexander, Brigandage and Public Order in the Morea 1685-1806, Athens 1985, 53

[6] E. Hobsbawm, Ληστές, Αθήνα 1975, 17

[7] E. Hobsbawm, ο.π., 12

[8] E. Hobsbawm, ο.π., 9, 11

Ι. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), Θεσσαλονίκη 1994, 8-9

[9] H. Inalcik & D. Quataert, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τ. Β΄, Αθήνα 2011, 263-264

  1. Barkey, Bandits and Bureaucrats, USA 1994, 8-11, 236-237
  2. Hobsbawm, ο.π., 17-18

[10] H. Inalcik & D. Quataert, ο.π., 255-262

[11] H.A.R. Gibb & H. Bowen, Η Ισλαμική κοινωνία και η Δύση, τ. Α΄ , Αθήνα 2005, 269-271

[12] Ι. Βασδραβέλλης, ο.π., 6

[13] Ε. Χεκίμογλου & Α. Γρηγορίου, Η Θεσσαλονίκη των Περιηγητών 1430-1930, Θεσσαλονίκη 2008, 44

[14] Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, τ. Α’ Αρχείον Ιεροδικείου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1949, 17-18

Σ. Αποστόλου, Αρματολισμός και ληστανταρσία, Νάουσα 1991, 16-17

[15] Αντιθέτως σημειώνεται παράνομη και άδικη αντιμετώπιση των κατοίκων της Χαλκιδικής και συγκεκριμένα της Κασσάνδρας από τον τιμαριούχο της, Ρετζέπ σύμφωνα με πηγή της 27ης Δεκεμβρίου του 1695 προερχόμενη από : Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, τ. Α’ αριθ. 14

[16] Π. Ροδάκης, ο.π., 196-197

Ν. Κοταρίδης & Ν. Θεοτοκάς, Η οικονομία της βίας, Αθήνα 2006, 124-125

[17] Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά, 139-141

[18] Ν. Κοταρίδης & Ν. Θεοτοκάς, ο.π.,126-127

[19] J. Alexander, ο.π., 30-33

[20] K. Barkey, ο.π., 8-12, 232-235

[21] Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά, 206-208

[22] M. Mazower, Salonika, City of Ghosts. Christians, Muslims and Jews 1430-1950, London 2005, 7-9

[23] Ε. Χεκίμογλου & Α. Γρηγορίου, ο.π., 43

[24] Ι. Βασδραβέλλης, Αρματολοί, 37-38

Τ. Κανδηλώρος, Ο Αρματολισμός της Πελοποννήσου, Αθήνα 1924, 29-35

[25] Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά, 264-265

[26] K. Barkey, ο.π., 230-231

[27] Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά, 318-319

[28] H.A.R. Gibb & H. Bowen, ο.π., 270-271,280

[29] H.A.R. Gibb & H. Bowen, ο.π., 103-105

[30] H.A.R. Gibb & H. Bowen, ο.π., 44-45

[31] H. Inalcik & D. Quataert, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τ. Α΄, Αθήνα 2011, 82-83, 126-127

H.A.R. Gibb & H. Bowen, ο.π., 88-89

[32] Σ. Αποστόλου, ο.π., 308, 312

Brill, The Encyclopaedia of Islam, Leiden 1986, 803-804

kostasgiannko

Κώστας Γιαννακόπουλος

Απόφοιτος Ιστορίας – Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Αφήστε μια απάντηση