Η κρίση των πυραύλων της Κούβας
Η κρίση των πυραύλων της Κούβας υπήρξε ένα από τα πλέον θερμά επεισόδια της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Επί πολλά χρόνια, η επικρατούσα ερμηνεία των υπευθύνων και πάσης φύσεως μελετητών, έκλινε προς την εκτίμηση πως το Κρεμλίνο, εγκαθιστώντας βαλλιστικούς πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα, προέβη σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, η οποία προσέβλεπε σε μια επωφελή, για το ίδιο, επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος του Βερολίνου ένα χρόνο έπειτα από την ανέγερση του τείχους. Σήμερα, με τη δυνατότητα αξιοποίησης, πλέον, των Σοβιετικών αρχείων, τα κίνητρα της Μόσχας φωτίζονται υπό διαφορετική οπτική από εκείνη των δυτικών: Η υποστήριξη της Κουβανικής επανάστασης (πολιτική, ιδεολογική, στρατιωτική), μπροστά στις έμπρακτες προθέσεις των ΗΠΑ περί ανατροπής του Fidel Castro, ερχόταν σε άμεση προτεραιότητα. Έτσι εξηγείται η αποστολή, επί τόπου, των πυρηνικών όπλων, αλλά και σημαντικών συμβατικών δυνάμεων, το μέγεθος των οποίων είχε εξολοκλήρου διαφύγει από την εκτίμηση των Αμερικανών την εποχή της κρίσης, εκπλήσσοντας ακόμα και σήμερα. Όλα τα παραπάνω, βέβαια, με γνώμονα την ειρηνική συνύπαρξη των υπερδυνάμεων επάνω σε μια αποτρεπτική, παρά τα φαινόμενα, ισορροπία τρόμου. Είναι αποδεδειγμένο πως η ΕΣΣΔ δεν επεδίωκε μια μετωπική σύγκρουση. Η παρουσία των πυραύλων σε ορατή απόσταση από τις ακτές της Φλόριντα, ήταν προληπτικής φύσεως και αποτελούσε περισσότερο, για τους εμπνευστές αυτής της στρατηγικής, ένα αυστηρό μήνυμα παρά μια άμεση απειλή. Σε αυτό ακριβώς το σημείο οι χειρισμοί του Κρεμλίνου ελέγχονται ως αφελείς, καθώς ουδείς από τους Σοβιετικούς ιθύνοντες, ανέμενε μια τόσο αποφασιστική και άμεση αντίδραση εκ μέρους των ΗΠΑ. Μόλις έγινε αντιληπτό πως η κλιμάκωση της έντασης οδηγούσε σε ένοπλη αντιπαράθεση, η Μόσχα υποχώρησε. Ο συμψηφισμός των Σοβιετικών πυραύλων της Κούβας με τους αντίστοιχους Αμερικανικούς της Τουρκίας ήταν επίσης ένα ζητούμενο για τους λειτουργούς της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Αντίθετα, το ζήτημα του Βερολίνου, έτσι, τουλάχιστον, όπως προκύπτει από τη μελέτη των Σοβιετικών αρχείων, δεν είχε τη σημασία εκείνη, την οποία του προσέδιδαν, παλαιότερα, οι δυτικοί ερευνητές, παρά μόνο στο πλαίσιο μιας δυναμικής καθολικής αναμέτρησης Ανατολής – Δύσης, κάτι που δεν επιθυμούσε η Μόσχα. Μεταξύ πολλών ερωτήσεων, που εξακολουθούν να προβληματίζουν έως σήμερα, αξίζει ειδική μνεία για τις παρακάτω δυο: 1) Υπήρξε νικητής και ηττημένος από την κρίση των πυραύλων της Κούβας και 2) πόσο κοντά σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα βρέθηκε η Ανθρωπότητα; Ως προς το πρώτο ερώτημα, φαινομενικός νικητής είναι οι ΗΠΑ. Ωστόσο, από μια διεξοδικότερη προσέγγιση της κρίσης, το Αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης ανέδειξε μοιραίες ρωγμές, με την ανοικτή διάσταση ανάμεσα στους οπαδούς της δυναμικής παρέμβασης και εκείνους της ειρηνικής επίλυσης. Οι ήδη προβληματικές σχέσεις μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ή, καλύτερα, μεταξύ εκλεγμένης αρχής και βαθέως κράτους, έφθασαν σε οριακό σημείο, οδηγώντας, ένα μόλις χρόνο αργότερα, με μαθηματική ακρίβεια, τις εξελίξεις στη φυσική εξόντωση του John F. Kennedy. Από την άλλη πλευρά, δεν δύναται κανείς να θεωρήσει την ΕΣΣΔ ως την απόλυτη χαμένη της όλης υπόθεσης. Ναι μεν οι πύραυλοι αποσύρθηκαν, ωστόσο, ο ουσιαστικός στόχος του Κρεμλίνου, η μετάλλαξη δηλ. της Κούβας σε ένα ιδεολογικο-στρατιωτικό προπύργιο για την ενίσχυση των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, επιτεύχθηκε στην εντέλεια. Ως προς το δεύτερο ερώτημα (κατά πόσο ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν υπαρκτός ή αποτελούσε αποκύημα ομαδικής ψύχωσης), η απάντηση ακόμα και σήμερα, με την πάροδο μισού αιώνα, δεν είναι εύκολη. Ουδεμία εκ των δυο πλευρών επεδίωκε μια πυρηνική σύγκρουση. Ωστόσο, αμφότερες προσέφυγαν σε μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ όρισαν ακόμα και ακριβή ημερομηνία για στρατιωτική παρέμβαση στην Κούβα, το δε σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων των κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας τέθηκε, όπως και το αντίστοιχο Αμερικανικό, σε κόκκινο συναγερμό. Τέλος, οι διοικητές των Σοβιετικών μονάδων στην Κούβα είχαν εξουσιοδότηση να κάνουν χρήση πυρηνικών όπλων κατά το δοκούν, προκειμένου να αποκρούσουν ενδεχόμενη Αμερικανική εισβολή, κάτι το οποίο αγνοούσαν πλήρως οι ιθύνοντες στην Ουάσιγκτον (το σημαντικό αυτό στοιχείο αναδύθηκε πρόσφατα από τα Σοβιετικά αρχεία). Σε μια τόσο ακραία διελκυνστίδα, οι προοπτικές να σπάσει τελικά το σχοινί δεν είναι εξωπραγματικές.





Το διάγγελμα του Προέδρου των ΗΠΑ John F. Kennedy από την τηλεόραση και η δημόσια αναγγελία της επικείμενης επιβολής αποκλεισμού της Κούβας (22 Οκτωβρίου 1962). Σε ένα πρώτο στάδιο, ο Kennedy τάχθηκε υπέρ της διενέργειας χειρουργικών αεροπορικών βομβαρδισμών σε βάρος των Σοβιετικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Κούβα. Μετέβαλε γνώμη όταν η στρατιωτική ηγεσία στάθηκε ανίκανη να του παράσχει τη διαβεβαίωση πως θα καταστρέφονταν πλήρως όλοι πύραυλοι και οι πυρηνικές κεφαλές. Κατόπιν τούτου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στράφηκε προς την εναλλακτική λύση του αποκλεισμού, την οποία αρχικά επέκρινε ως ανεπαρκη. Καθώς μάλιστα, με δεδομένα Διεθνούς Δικαίου, ο όρος “αποκλεισμός” συνεπάγεται ύπαρξη εμπόλεμου καθεστώτος, το μέτρο βαπτίστηκε για την περίσταση “καραντίνα”, διαθέτοντας, ωστόσο, το σύνολο των διακριτικών γνωρισμάτων ενός αποκλεισμού.














Οι ανεπίσημες επαφές ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τον Λευκό Οίκο, είναι ένα επεισόδιο, που έλαβε χώρα ενόσω η κρίση βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο συνταγματάρχης Aleksandr Feklisov, επικεφαλής του κλιμακίου της KGB στην Αμερικανική πρωτεύουσα μεταξύ 1960 και 1964 με το ψευδώνυμο Aleksandr Fomin, ήρθε σε επαφή με τον ανταποκριτή του ABC News John Scali, μεταφέροντας την πρόταση εκείνη, η οποία έμελλε να λειτουργήσει ως βάση των μετέπειτα διαπραγματεύσεων: άμεση απόσυρση των Σοβιετικών πυραύλων έναντι μιας δημόσιας επίσημης δέσμευσης των ΗΠΑ πως δεν επρόκειτο να παρέμβουν στρατιωτικά στην Κούβα. Έχοντας λάβει οδηγίες από τον Λευκό Οίκο, ο Scali συναντήθηκε εκ νέου, λίγες ώρες αργότερα, με τον συνομιλητή του, διαβεβαιώνοντας τον τελευταίο ως προς τη δέσμευση του Προέδρου Kennedy να μην προχωρήσει σε εισβολή, εφόσον είχε προηγηθεί η απόσυρση των πυραύλων υπό την επιτήρηση των Ηνωμένων Εθνών. Το περιεχόμενο της συνομιλίας διαβιβάστηκε δίχως χρονοτριβή στη Μόσχα. Την επόμενη μέρα, 27 Οκτωβρίου 1962, στα τηλετυπα του Λευκού Οίκου έφτασε μια αόριστη, θετική κατ αρχήν, απάντηση του Khrushchev. Η βελτίωση του κλίματος ανακόπηκε αυθημερόν, εξαιτίας δυο γεγονότων: 1) της κατάρριψης ενός αναγνωριστικού U-2 από την Κουβανική αεράμυνα, λίγες ώρες αργότερα και 2) μιας επαναδιατύπωσης της πρότασης Krushchev, όπου ετίθετο ως προαπαιτούμενο η απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. Το περιβάλλον του Λευκού Οίκου ερμήνευσε το παραπάνω πισωγύρισμα ως επιβολή των σκληροπυρηνικών κύκλων στη Μόσχα, ακόμα και ως πιθανή ένδειξη ανατροπής του Krushchev από αυτούς. Σήμερα, από τη μελέτη των Σοβιετικών αρχείων, γνωρίζουμε πως συντάκτης και της δεύτερης επιστολής ήταν ο Σοβιετικός ηγέτης, με ομόφωνη, μάλιστα, υποστήριξη των μελών του Politburo, δηλ. του ανώτατου οργάνου σε επίπεδο λήψεως αποφάσεων. Το έπραξε στο πλαίσιο μιας προσπάθειας εκμαίευσης μιας μαξιμαλιστικής λύσης, δίχως να πιστεύει ούτε ο ίδιος σε μια τελική ευόδωση. Αντίθετα, όπως προκύπτει, πάντοτε, από τις Σοβιετικές πηγές, ήταν έτοιμος να απεμπολίσει με χαρακτηριστική ευκολία το αίτημα για τους Jupiter. Όμως, μη έχοντας σχηματίσει σαφή εικόνα για τα παραπάνω, στην Ουάσιγκτον, οι Αμερικανοί ιθύνοντες, εκτιμώντας (λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται πλέον) ως αμετάκλητο το αίτημα του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε., συναίνεσαν, τελικά, στην αρχή του συμψηφισμού. Με τον τρόπο αυτό, οι πύραυλοι Jupiter αποτέλεσαν, έκτοτε, σημαντική παράμετρο στην εκτόνωση της κρίσης




Η συνάντηση, αργά το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, ανάμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης Robert F. Kennedy και τον Πρέσβυ της ΕΣΣΔ στις ΗΠΑ Anatoly Dobrynin, δικαιούται τον χαρακτηρισμό της ύστατης ευκαιρίας πριν από την Αποκάλυψη. Η πρωτοβουλία προήλθε από την Αμερικανική πλευρά και ενώ είχε, πλέον, ληφθεί η απόφαση και ορισθεί για τις 29 Οκτωβρίου η ημερομηνία έναρξης των αεροπορικών βομβαρδισμών των Σοβιετικών εγκαταστάσεων της Κούβας, ως προοιμίου αποβατικής επιχείρησης, έπειτα από την κατάρριψη του U-2 και την απώλεια του πιλότου. Η επιλογή του Robert Kennedy για τη λεπτή αυτή αποστολή μόνο ως συγκυριακή δεν μπορεί να θεωρηθεί. Διατηρούσε άριστες προσωπικές σχέσεις με τον Σοβιετικό Πρέσβυ. Επιπρόσθετα, ήταν άτομο της απόλυτης εμπιστοσύνης του Προέδρου και αδελφού του. Τέλος, ανήκε στην κατηγορία των μετριοπαθών, οι οποίοι πρέσβευαν πως έπρεπε να εξαντληθεί κάθε περιθώριο συμβιβασμού, προτού οι δυο πλευρές προσφύγουν στη χρήση βίας. Η συζήτηση των δυο ανδρών περιστράφηκε γύρω από την πρώτη επιστολή Khrushchev (η Αμερικανική πλευρά, για λόγους γοήτρου αλλά και τακτικής, αγνόησε σκοπίμως τη δεύτερη επιστολή). Μόνο όταν η συνομιλία έδειχνε πως καταλήγει σε αδιέξοδο, ο Kennedy προέβη στην ακόλουθη ανεπίσημη διαβεβαίωση: η αμερικανική πλευρά αποδεχόταν, τελικά, την απόσυρση των πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. Η συμφωνία θα παρέμενε μυστική και θα υλοποιείτο την άνοιξη του 1963, ώστε να μην εκληφθεί σε επίπεδο κοινής γνώμης αλλά και των υπολοίπων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, ως υποχωρητικότητα εκ μέρους των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, διαμηνύθηκε πως ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά, καθώς οι βομβαρδισμοί ήταν προγραμματισμένοι να ξεκινήσουν σε λιγότερο από 48 ώρες αργότερα. Σε αυτό, ακριβώς, το σημείο συνίστατο ο μεγάλος κίνδυνος για τους Αμερικανούς, που έχαναν, με την παραπάνω αποκάλυψη, το στοιχείο του αιφνιδιασμού, προσφέροντας στους Σοβιετικούς το πλεονέκτημα να καταφέρουν, εκείνοι, ένα πρώτο πλήγμα με ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών όπλων (το Πεντάγωνο και η CIA εξέφρασαν ζωηρές επιφυλάξεις για τη συνάντηση R. Kennedy-Dobrynin ενόψει αυτού ακριβώς του κινδύνου). Πάραυτα, ο Dobrynin έσπευσε να ενημερώσει τη Μόσχα, ασκώντας όλη του την επιρροή προς την κατεύθυνση της εκτόνωσης. Τα χαράματα της επομένης, 28 Οκτωβρίου, το Σοβιετικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Tass κοινοποίησε την απόφαση του Krushchev περί άμεσης απόσυρσης των πυραύλων από την Κούβα. To 1969, ένα χρόνο έπειτα από τη δολοφονία του, κυκλοφόρησε η καταγραφή των γεγονότων από τον Robert Kennedy σε βιβλίο με τίτλο Thirteen Days: A Memoir of the Cuban Missile Crisis. O Dobrynin παρέμεινε επικεφαλής της Σοβιετικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον έως το 1986. Καθώς κατά την προ Gorbachev εποχή δεν ήταν σύνηθες οι εν ενεργεία διπλωμάτες να εκδίδουν τις αναμνήσεις τους, ο Dobrynin δεν άφησε γραπτά ίχνη. Ωστόσο, η πλούσια και αποκαλυπτική επίσημη αλληλογραφία, την οποία αντάλλαξε με τη Μόσχα, αποτελεί, στις μέρες μας, ανεκτίμητης αξίας πηγή για τη μελέτη και κατανόηση της κρίσης του 1962.


History Channel The Cuban Missile Crisis Declassified
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Allison, Graham: Essence of Decision: Explaining the Cuban Missile Crisis, New York, Little Brown, 1971 (1η έκδοση).
Allison, Graham – Zelikow, Philip: Essence of Decision: Explaining the Cuban Missile Crisis, New York, Longman, 1999 (2η έκδοση).
Coleman, David G.: The Fourteenth Day: JFK and the Aftermath of the Cuban Missile Crisis: The Secret White House Tapes, New York, W. W. Norton and Company, 2012.
Dobbs, Michael: One Minute to Midnight: Kennedy, Khrushchev, and Castro on the Brink of Nuclear War, New York, Knopf, 2008.
Ecker, William B.- Jack, Kenneth V.: Blue Moon over Cuba: Aerial Reconnaissance during the Cuban Missile Crisis, New York, Bloomsbury, 2012.
Kennedy, Robert F.: Thirteen Days: A Memoir of the Cuban Missile Crisis , New York, W.W. Norton and Company, 1969.
May, Ernest R. – Zelikow, Philip D. (Eπιμ.): The Kennedy Tapes: Inside the White House during the Cuban Missile Crisis, New York, W. W. Norton and Company, 1997.
Mikoyan, Sergo – Savranskaya, Svetlana: The Soviet Cuban Missile Crisis: Castro, Mikoyan, Kennedy, Khrushchev and the Missiles of November, Washington, D.C., Woodrow Wilson Center Press, 2012.
Naftali, Timothy – FursenkoAleksandr: “One Hell of a Gamble”: Khrushchev, Castro, Kennedy and the Cuban Missile Crisis, 1958–1964, London, John Murray, 1997.
Widmer,Ted (Kennedy, Caroline, Πρόλογος): Listening In: The Secret White House Recordings of John F. Kennedy, New York, Hyperion, 2012.
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Δημήτρης Μητσόπουλος