Skip to main content

Η επιδρομή Doolittle κατά του Τόκιο (Aπρίλιος 1942). Η πρώτη επιτυχία των ΗΠΑ στο Μέτωπο του Ειρηνικού

    Η επιδρομή Doolittle κατά του Τόκιο (Aπρίλιος 1942).

  Η πρώτη επιτυχία των ΗΠΑ στο Μέτωπο του Ειρηνικού

 

Στις 18 Απριλίου 1942, λίγους μήνες έπειτα από την ιαπωνική επιδρομή κατά του Περλ Χάρμπορ, το Τόκιο και άλλες πέντε μεγαλουπόλεις του Αρχιπελάγους (Γιοκοχάμα, Οσάκα, Ναγκόγια, Γιοκοσούκα και Κόμπε), βομβαρδίστηκαν από την αμερικανική πολεμική αεροπορία. Επρόκειτο για την πρώτη επιχειρησιακή δράση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εντός της ιαπωνικής επικράτειας. Αν και τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά, ο ψυχολογικός αντίκτυπος αποδείχτηκε τεράστιος. Η ιαπωνική κοινή γνώμη είχε γαλουχηθεί με την ψευδαίσθηση ότι το μητροπολιτικό έδαφος βρισκόταν στο απυρόβλητο. Πόσο μάλλον έπειτα από το τράνταγμα, που είχε προκαλέσει στην αντίπερα όχθη του Ειρηνικού το πλήγμα σε βάρος του Περλ Χάρμπορ, τοποθεσία, η οποία επίσης εθεωρείτο άτρωτη, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης. Τον Απρίλιο του 1942, ο αιφνιδιασμός και η ανασφάλεια άλλαξαν στρατόπεδο. Οι Αμερικανοί αισθάνθηκαν πως πήραν εκδίκηση, έστω και μερική, γι αυτό που είχε προηγηθεί. Οι Ιάπωνες, αναγκάστηκαν να επισπεύσουν το σχέδιο αναμέτρησης με τα αεροπλανοφόρα του αντιπάλου στην ανοικτή θάλασσα. Διαθέτοντας συντριπτική υπεροπλία, ήλπιζαν να εξουδετερώσουν ταχύτατα τον αμερικανικό παράγοντα και απαλλαγμένοι από την απειλή του, να θέσουν υπό έλεγχο ολόκληρο το σύμπλεγμα της ΝΑ Ασίας και του Νοτίου Ειρηνικού, με τα πλούσια κοιτάσματα και τις άφθονες πρώτες ύλες, τόσο απαραίτητες για την βιομηχανία ενός εμπολέμου κράτους. Η έκβαση της ναυμαχίας του Μίντγουέϊ τον Ιούνιο του ιδίου έτους, έμελλε να τους διαψεύσει παταγωδώς, καθώς συνέβαλε στην αποκατάσταση του συσχετισμού των ισορροπιών στο μέτωπο του Ειρηνικού. Η μετεξέλιξη του πολέμου σε αναμέτρηση μακράς διαρκείας ευνοούσε εξ ορισμού τον αμερικανικό παράγοντα. Η αυτάρκεια σε πρώτες ύλες και πηγές ενεργείας, σε συνδυασμό με την ταχύτατη μετατροπή της οικονομίας από οικονομία εν καιρώ ειρήνης σε οικονομία εν καιρώ πολέμου, καθιστούσε τις ΗΠΑ, ήδη από το καλοκαίρι του 1942, ως τον επικρατέστερο νικητή.

                  

H ιαπωνική επίθεση κατά του Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941.

Στις 21 Δεκεμβρίου 1941, έλαβε χώρα με απόλυτη μυστικότητα στον Λευκό Οίκο μια σύσκεψη υπό την προεδρία του Franklin D. Roosevelt. Το τραύμα ήταν ακόμη νωπό και έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης. Όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι έπρεπε να καταφερθεί άμεσο πλήγμα κατά του ιαπωνικού μητροπολιτικού εδάφους. Μια ενέργεια του είδους αυτού προσέβλεπε σε δυο στόχους: 1) στην ανύψωση του ηθικού της αμερικανικής κοινής γνώμης και 2) στη διασπορά αισθήματος αμηχανίας και αμφισβήτησης στους κόλπους της αντίστοιχης ιαπωνικής, έτσι ώστε η τελευταία να αρχίσει να τρέφει αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Αρχές Ιανουαρίου του 1942, οι διάφοροι επιτελείς επέλεξαν, ως πλέον κατάλληλα για τη διεκπεραίωση της αποστολής, τα βομβαρδιστικά τύπου Β-25Β Mitchell. Διέθεταν μεγάλη ακτίνα δράσης (4.400 χλμ.). Ήταν απαραίτητο, ωστόσο, να υποστούν μετατροπές, που θα τα καθιστούσαν επιχειρησιακά για τις συγκεκριμένες ανάγκες της αποστολής. Ειδικότερα, μειώθηκε ο αριθμός των πολυβόλων, που έφερε το καθένα από τα αεροσκάφη. Η μείωση του οπλισμού επέφερε την ελάττωση του συνολικού βάρους και, αντιστρόφως ανάλογα, την επιμήκυνση της ακτίνας δράσης. Επικεφαλής της αποστολής ανέλαβε ο ηλικίας 52 ετών αντισμήναρχος James H. Doolittle, με πλούσιο και διακεκριμένο παρελθόν στους κόλπους της Πολεμικής Αεροπορίας.


James Harold Doolittle (1896-1993).

Η πρώτη μεγάλη πρόκληση, την οποία οι σχεδιαστές της αποστολής κλήθηκαν να ρυθμίσουν, ήταν οι συνθήκες μεταφοράς και απογείωσης των βομβαρδιστικών. Προκειμένου να πληγούν οι Ιαπωνικές Νήσοι, ο μόνος προσφερόμενος τρόπος ήταν η μεταφορά διά θαλάσσης των αεροσκαφών στα ανοικτά των ακτών των τελευταίων. Αμέσως ετίθετο ένα τρισυπόστατο πρόβλημα. Αφενός, ο διάπλους του Ειρηνικού έπρεπε να συντελεστεί με απόλυτη μυστικότητα, προκειμένου να διατηρηθεί στο ακέραιο το στοιχείο του αιφνιδιασμού, όπως είχε συμβεί, άλλωστε, στην περίπτωση του Περλ Χάρμπορ, αλλά και παλαιότερα, με τη βύθιση ισχυρών μονάδων του ιταλικού στόλου στον λιμένα του Τάραντα από τη βρετανική αεροπορία (Νοέμβριος 1940). Αφετέρου, η αποστολή Doolittle έθετε ένα πρωτόγνωρο πρόβλημα. Εκείνο της απογείωσης βαρέων βομβαρδιστικών από τον περιορισμένων διαστάσεων, για τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου αεροσκάφους, διάδρομο του καταστρώματος ενός αεροπλανοφόρου. Ουδέποτε στο παρελθόν είχε τεθεί παρόμοιο ζήτημα, ο δε χρόνος και οι συγκυρίες της στιγμής (εμπόλεμο καθεστώς) απέκλειαν κάθε δυνατότητα επαρκούς εκπαίδευσης των πιλότων (οι λίγες δοκιμές, διάρκειας τριών εβδομάδων, πραγματοποιήθηκαν στην ξηρά, σε στρατιωτικό αεροδρόμιο του Νόρφολκ της Πολιτείας Βιρτζίνια, όπου ο διάδρομος απογείωσης έφερε ειδική σήμανση, με τις διαστάσεις εκείνου ενός αεροπλανοφόρου). Ο τομέας, ωστόσο, που δεν άφηνε την παραμικρή αχτίδα αισιοδοξίας, ήταν εκείνος της ανάκτησης των αεροσκαφών, έπειτα από το πέρας των βομβαρδισμών, όταν δεν θα ίσχυε, πλέον, το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Αμέσως έπειτα από την απογείωση, η αμερικανική αρμάδα έπρεπε να έχει εγκαταλείψει το ταχύτερο τα χωρικά ύδατα της Ιαπωνίας, για λόγους ασφαλείας. Συνεπώς, έπρεπε να βρεθεί κάποια εναλλακτική λύση για τους πιλότους και τα αεροσκάφη, ειδάλλως ελλόχευε σοβαρός κίνδυνος η όλη επιχείρηση να μετεξελιχθεί σε μια μεγαλοπρεπή αποστολή αυτοκτονίας.

Στο πρώτο υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε αμέσως έπειτα από την ανάληψη της διοίκησης, ο Doolittle πρότεινε την περιοχή του Βλαδιβοστόκ, σε απόσταση 1.100, περίπου, χλμ. από τους στόχους των βομβαρδισμών και με βάση το σκεπτικό παραχώρησης των αεροσκαφών στην ΕΣΣΔ με καθεστώς εκμίσθωσης (Lend-Lease). Δυστυχώς, οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση της Μόσχας για έκδοση της σχετικής άδειας προσγείωσης δεν καρποφόρησαν, καθώς, ήδη από τον Απρίλιο του 1941, ο Στάλιν είχε υπογράψει με την Ιαπωνία ένα σύμφωνο ουδετερότητας. Το τελευταίο του παρείχε τη δυνατότητα απαγκίστρωσης σημαντικών δυνάμεων από τη Σιβηρία και μεταφοράς τους στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων κατά των Γερμανών. Επ’ ουδενί επιθυμούσε, υπό τις παρούσες συνθήκες, να ερεθίσει τις αρχές του Τόκιο, υποδεχόμενος τα αμερικανικά αεροσκάφη έπειτα από βομβαρδισμό, μάλιστα, σε βάρος του ιαπωνικού εθνικού εδάφους. Κατόπιν τούτων, ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με την Κίνα του Τσιανγκ Κάι-Σεκ, οι οποίες ευοδώθηκαν, παρά τους φόβους διενέργειας ιαπωνικών αντιποίνων κατά του αμάχου πληθυσμού. Επιλέχθηκαν από κοινού πέντε υποψήφια αεροδρόμια, ικανά να λειτουργήσουν ως βάση ανεφοδιασμού, έως τον τελικό προορισμό των αεροσκαφών, την πόλη Τσουνγκίνγκ (Chongqing), πρωτεύουσα εν καιρώ πολέμου του Κουομιτάνγκ (Εθνικιστικού Κόμματος της Κίνας).

Ο σχεδιασμός της επιχείρησης.              

Στην αρχική του εκδοχή, το σχέδιο προέβλεπε τη συμμετοχή 20 αεροσκαφών. Τελικά, χρησιμοποιήθηκαν 16. Μόλις η αποστολή εγκρίθηκε επισήμως, τα πρώτα αεροσκάφη φορτώθηκαν στο αεροπλανοφόρο USS Hornet, το οποίο είχε καταπλεύσει στο Νόρφολκ, ειδικά για τον σκοπό αυτό. Τα υπόλοιπα φορτώθηκαν στο Σαν Φρανσίσκο, αφού, προηγουμένως, είχαν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες εργασίες για τη μετατροπή τους. Στις 2 Απριλίου, το αεροπλανοφόρο  απέπλευσε, με τα αεροσκάφη σε δημόσια θέα στο κατάστρωμα. Στα ανοικτά του συμπλέγματος της Χαβάης, στη συνοδεία προστέθηκε το αεροπλανοφόρο USS Enterprise, τα καταδιωκτικά του οποίου προορίζονταν για παροχή αεροπορικής προστασίας (εκείνα του USS Hornet είχαν στοιβαχτεί στα κάτω καταστρώματα, προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για τα βομβαρδιστικά) καθώς και ένας στολίσκος καταδρομικών και αντιτορπιλλικών. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο ναύαρχος William F. Halsey.

Επάνω και κάτω: Ο αντισμήναρχος Doolittle και τα πληρώματα της αποστολής στο κατάστρωμα του USS Hornet, κατά τη διάρκεια του διάπλου του Ειρηνικού.

Ο διάπλους του Ειρηνικού πραγματοποιήθηκε μέσα σε απόλυτη σιγή ασυρμάτου και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, παρά την ταλαιπωρία (η μεγάλη έγνοια των πληρωμάτων ήταν η ευστάθεια των αεροσκαφών και η προστασία τους από τους κραδασμούς, που ενείχαν κινδύνους απωλειών στη θάλασσα), οι τελευταίες λειτούργησαν ευεργετικά, καθώς επέτρεψαν στην αρμάδα να καλύψει απαρατήρητη την μεγάλη απόσταση. Ο αντικειμενικός στόχος και οι εν γένει συνθήκες διενέργειας της αποστολής αποκαλύφθηκαν στα πληρώματα μετά τον απόπλου. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίστηκε το απόρρητο και διατηρήθηκε στο ακέραιο το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. 

Νωρίς  το πρωί της 18ης Απριλίου 1942, και ενώ η αρμάδα έπλεε σε απόσταση 650 ναυτικών μιλίων (1.200 χλμ.) από τις ανατολικές ακτές της Ιαπωνίας, εντοπίστηκε ένα σκάφος περιπολίας. Βυθίστηκε από το καταδρομικό συνοδείας USS Nashville. Ο κυβερνήτης του σκάφους αυτοκτόνησε και το υπόλοιπο πλήρωμα συνελήφθη. Μπροστά στον ελλοχεύοντα κίνδυνο αποκάλυψης της αποστολής, οι Halsey και Doolittle αποφάσισαν την πρόωρη έναρξη της επιχείρησης 10 ώρες νωρίτερα από την προβλεπόμενη και 170 ν.μ. (310 χλμ.) μακρύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις. Παρά το γεγονός ότι κανένα από τα πληρώματα (συμπεριλαμβανομένου του Doolittle προσωπικά) δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία απογείωσης από κατάστρωμα αεροπλανοφόρου, όλα τα βομβαρδιστικά απογειώθηκαν επιτυχώς κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες.

Η απογείωση των αεροσκαφών από το αεροπλανοφόρο USS Hornet.



Doolittle Raiders B-25 Launch Footage 1942 Silent Film Stock

    

 

Περίπου έξι ώρες έπειτα από την απογείωση, τα αεροσκάφη έφτασαν πάνω από την ξηρά. Ανέβηκαν στα 1.500 πόδια (460 μ.) και βομβάρδισαν δέκα προεπιλεγμένους στρατιωτικούς και βιομηχανικούς στόχους στο Τόκιο, δυο στη Γιοκοχάμα και από έναν στη Γιοκοσούκα, στη Ναγκόγια, στην Οσάκα και στο Κόμπε. Τα πληρώματα είχαν λάβει ρητή διαταγή να αποφύγουν κατοικημένες περιοχές, όπως και τα αυτοκρατορικά ανάκτορα της ιαπωνικής πρωτεύουσας. Παρά ταύτα, δεν αποφεύχθησαν οι παράπλευρες απώλειες. Εκτιμήσεις μετά το πέρας του πολέμου, ανέβαζαν το σύνολο των θυμάτων  στους 87 νεκρούς και 462 τραυματίες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν άμαχοι.

 

Ο βομβαρδισμός του Τόκιο.
Η ναυτική βάση της Γιοκοσούκα στο στόχαστρο των αμερικανικών βομβαρδιστικών.

Το επεισόδιο των βομβαρδισμών καταγράφηκε από την έβδομη τέχνη σε δυο περιπτώσεις. Μια πρώτη το 1944, διαρκούντος ακόμη του πολέμου και μια δεύτερη το 2001, σε μια φαντασμαγορική παραγωγή με κεντρικό θέμα την επιδρομή κατά του Περλ Χάρμπορ. Αντιπαραβάλλοντας κανείς τα σχετικά στιγμιότυπα, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ποιότητα του πρώτου παραδείγματος και να προβληματιστεί επάνω στην εκτενή χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας του δευτέρου, γεγονός που καθιστά το τελικό αποτέλεσμα επίπλαστο και κατ’ επέκταση, λιγότερο πειστικό.

 

          Thirty Seconds Over Tokyo (1944)

 

         Pearl Harbor (2001)

Έπειτα από το πέρας των βομβαρδισμών, όλα τα αεροσκάφη αντιμετώπισαν απρόβλεπτες δυσκολίες στην πτήση προς την Κίνα. Η νύκτα έπεσε νωρίτερα, διαπιστώθηκε ανεπάρκεια καυσίμων, οι δε καιρικές συνθήκες  υπεράνω του κινεζικού εδάφους (παρά τον ευνοϊκό ισχυρό άνεμο, ο οποίος έπνεε ασταμάτητα επί επτά ώρες), είχαν επιδεινωθεί σε βαθμό, που καθιστούσε δυσχερή τον εντοπισμό των προκαθορισμένων σημείων προσγείωσης. Πάνω απ όλα, όμως, οι εθνικιστές του Τσιανγκ Κάι-Σεκ δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επικείμενη υποδοχή. Ο Halsey απέφυγε να τους στείλει το σχετικό σήμα, για να μη σπάσει τη σιγή ασυρμάτου και αποκαλύψει τη θέση της αποχωρούσας αρμάδας. Έπειτα από δεκατρείς ώρες συνεχούς πτήσης (κοντά είκοσι, συνολικά,  από τη στιγμή της απογείωσης), δεκατέσσερα βομβαρδιστικά έκαναν αναγκαστική προσγείωση στις ανατολικές ακτές της Κίνας. Ένα άλλο, έπεσε στη θάλασσα. Το δέκατο έκτο, διαπιστώνοντας έλλειψη καυσίμων, επέλεξε την κατά πολύ συντομότερη διαδρομή προς το Βλαδιβοστόκ, παραβιάζοντας τις σχετικές διαταγές. Παρά την ομαλή προσγείωση, το αεροσκάφος επιτάχτηκε από τους Σοβιετικούς και το πλήρωμα συνελήφθη. Έπειτα από πολύμηνο εγκλεισμό, το τελευταίο κατάφερε να διαφύγει στην Περσία, αφού, προηγουμένως, είχε φροντίσει να δωροδοκήσει τους δεσμοφύλακες, εν γνώσει και με την ανοχή της NKVD, όπως αποδείχτηκε αργότερα, χάρη στον αποχαρακτηρισμό των σοβιετικών αρχείων.

Το επιταχθέν από τους Σοβιετικούς αεροσκάφος.

 

Χάρτης με τα διάφορα στάδια της αποστολής.

Από τα δεκατέσσερα υπόλοιπα πληρώματα, που κατάφεραν να φτάσουν έως την Κίνα, τα περισσότερα  (66 άτομα σε σύνολο 80) διασώθηκαν χάρη στη συνδρομή των Κινέζων. Ο αριθμός των απωλειών ανήλθε στους επτά (τρεις πνίγηκαν στη θάλασσα, άλλοι τρεις εκτελέστηκαν από τους Ιάπωνες και ένας πέθανε έγκλειστος στη φυλακή). Άλλοι τέσσερεις παρέμειναν αιχμάλωτοι έως το πέρας του πολέμου. Δεκαπέντε από τα δεκαέξι αεροσκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Ο σμηναγός Robert L. Hite, αιχμάλωτος των Ιαπώνων.  Τελικά, επέζησε του εγκλεισμού.

Ο ίδιος ο Doolittle και το πλήρωμά του, αφού έπεσαν με αλεξίπτωτο δευτερόλεπτα πριν από τη συντριβή του αεροσκάφους στο έδαφος, περισυνελέγησαν από Κινέζους αλλά και από τον Αμερικανό ιεραπόστολο John Birch, ο οποίος έτυχε να δραστηριοποιείται στην περιοχή. Χάρη στη φροντίδα τους, επαναπατρίστηκε γρήγορα στις ΗΠΑ. Επιστρέφοντας, ήταν πεπεισμένος πως θα οδηγείτο ενώπιον στρατοδικείου, με την κατηγορία της απώλειας των αεροσκαφών. Αντ’ αυτού, του απενεμήθη το Παράσημο της Τιμής (Medal of Honnor) από τον πρόεδρο Roosevelt αυτοπροσώπως, σε ειδική τελετή στο Λευκό Οίκο, λίγους μήνες αργότερα.

Ο Doolittle και το πλήρωμά του φωτογραφίζονται με τους Κινέζους διασώστες τους.
Η παρασημοφόρηση στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου. Τη σκηνή παρακολουθούν οι στρατηγοί H.H. Arnold και George C. Marshall καθώς και η Josephine Doolittle.

Οι επιπτώσεις της επιδρομής Doolittle υπήρξαν καταλυτικές ως προς τη συνέχεια των επιχειρήσεων στο μέτωπο του Ειρηνικού. Βέβαια, σε αντιδιαστολή με τη μετέπειτα εκτενή χρήση των Boeing B-29 (των επονομαζομένων «ιπταμένων υπεροχυρών»-Superfortresses), κατά του ιαπωνικού μητροπολιτικού εδάφους, οι ζημιές, τις οποίες προκάλεσαν τα  Β-25Β Mitchell θεωρούνται πενιχρές. Άλλωστε, η περιορισμένη έκτασή τους ήταν προκαθορισμένη, εφόσον υπήρχε ρητή εντολή να αποφευχθούν παράπλευρες απώλειες. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τους μαζικούς βομβαρδισμούς των ετών 1944-1945 και τη ρίψη της ατομικής βόμβας. Πρώτιστο διακύβευμα της παράτολμης αυτής αποστολής, με ισχυρή δόση αυτοσχεδιασμού, ήταν ο αντίκτυπος στον ψυχολογικό τομέα σε αμφότερα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Στις ΗΠΑ, η είδηση του βομβαρδισμού στην καρδιά της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας λειτούργησε λυτρωτικά προς όφελος μιας κοινής γνώμης, συγκλονισμένης ακόμα από τις παρενέργειες της απρόκλητης επίθεσης κατά του Περλ Χάρμπορ. Δεν είναι τυχαία η ανακούφιση, που διαδέχθηκε τη διεκπεραίωση της αποστολής, ούτε βέβαια ο πληθωρικός τρόπος, με τον οποίο η είδηση δημοσιοποιήθηκε από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.

Η είδηση στα πρωτοσέλιδα των αμερικανικών εφημερίδων.

Όπως ήταν επόμενο, εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε η αντίδραση της ιαπωνικής πλευράς. Την αρχική έκπληξη διαδέχτηκε σύντομα η οργή και η δίψα για εκδίκηση. Η επιδρομή χαρακτηρίστηκε ως απάνθρωπη, εξαιτίας της συμπερίληψης αμάχων μεταξύ των θυμάτων. Μάλιστα, οι αρμόδιες αρχές, απευθύνθηκαν επιδεικτικά (για λόγους προπαγάνδας) προς τους γονείς παιδιών, που είχαν απωλέσει τη ζωή τους, ζητώντας να τοποθετηθούν ως προς τον τρόπο μεταχείρισης των συλληφθέντων αεροπόρων. Το ναυτικό επιδίωξε, δίχως επιτυχία, να εντοπίσει την αμερικανική αρμάδα στο δρόμο της επιστροφής. Οι ιαπωνικές στρατιωτικές αρχές κατοχής, προέβησαν σε σειρά αντιποίνων σε βάρος των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών της Κίνας. Επρόκειτο για προληπτική ενέργεια, προκειμένου να αποφευχθούν, μελλοντικά, παρόμοια περιστατικά περίθαλψης πληρωμάτων του εχθρού. Η ανασφάλεια στο Τόκιο, ήταν διάχυτη. Ενισχύθηκε σημαντικά η αεράμυνα και διπλασιάστηκε η φύλαξη των δημοσίων κτηρίων, των στρατηγικών στόχων και των ξένων πρεσβειών. Η ιαπωνική πρωτεύουσα είχε πάψει, πλέον, να βρίσκεται στο απυρόβλητο. Παρά ταύτα, ο συσχετισμός των ισορροπιών στο μέτωπο του Ειρηνικού, εξακολουθούσε να είναι συντριπτικός σε βάρος των Αμερικανών. Θέλοντας να εξουδετερώσει μια για πάντα την αμερικανική απειλή, ο ναύαρχος Isoroku Yamamoto, αρχηγός του ιαπωνικού στόλου, επίσπευσε το σχέδιο εκείνο, που προέβλεπε αναμέτρηση στην ανοικτή θάλασσα, με την αιχμή του δόρατος του αντιπάλου, τα τρία εναπομείναντα αεροπλανοφόρα. Η αντιπαράθεση αυτή έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1942, στα ανοικτά της κοραλλιογενούς ατόλης Μίντγουεϊ. Στηριζόμενοι στην υπεροπλία, οι Ιάπωνες σχεδίασαν την όλη επιχείρηση με χαρακτηριστική αλαζονεία, βέβαιοι για την τελική επικράτηση. Αγνοούσαν παντελώς πως οι αμερικανικές υπηρεσίες αποκρυπτογράφησης είχαν καταφέρει να σπάσουν, εν μέρει, τον ιαπωνικό κώδικα, σχηματίζοντας αρκετά σαφή εικόνα ως προς τις προθέσεις του εχθρού. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον παράγοντα τύχη, ανέτρεψε πλήρως τις προβλέψεις. Μέσα σε επτά, μόλις, εκρηκτικά λεπτά τις ώρας, βυθίστηκαν τρία ιαπωνικά αεροπλανοφόρα με τον μεγαλύτερο αριθμό των αεροσκαφών στο κατάστρωμα. Λίγο αργότερα, βυθίστηκε και ένα τέταρτο. Οι απώλειες των Αμερικανών ανέρχονταν σε ένα αεροπλανοφόρο. Έξι μήνες έπειτα από την επιδρομή σε βάρος του Περλ Χάρμπορ, ο συσχετισμός των ισορροπιών είχε αποκατασταθεί. Έχοντας απόλυτη συνείδηση πως η χρονική παράταση των εχθροπραξιών λειτουργούσε εις βάρος τους, οι Ιάπωνες περιορίστηκαν εφεξής σε αμυντική τακτική. Το πλεονέκτημα των στρατηγικών κινήσεων και ελιγμών στο μέτωπο του Ειρηνικού είχε αλλάξει αμετάκλητα στρατόπεδο.

 

Οι ναύαρχοι Isoroku Yamamoto και Chester W. Nimitz.

 

 

Narrow Escapes of World War II  – The Doolittle Raid

 

 

 

 

 

 

 

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Μαρία Τσιτινίδου