H Πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Clio Turbata
¡Υ Viva España!
Συμφωνική μουσική με Ισπανικό άρωμα
Αφιερώνεται στον Ιωάννη Κ. Χασιώτη
εκλεκτό συνάδελφο και φίλο
με αφορμή την αγάπη του για την Ισπανία και τη Μουσική
Μέσα στο καταχείμωνο, η φετινή Πρωτοχρονιάτικη συναυλία μας μεταφέρει στον εκτυφλωτικό ήλιο της Ισπανίας, στους αραβικούς κήπους της Γρανάδας, στις ακτές της Βαλένθια ή στις οροσειρές των Αστουριών, αναμιγνύοντας λαϊκές μελωδίες και ρυθμούς της Καστίλης, της Ανδαλουσίας και άλλων περιοχών μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής, μεσογειακού εξωτισμού, πάθους, νοσταλγίας και συγκρατημένης μελαγχολίας. Ως έναυσμα λειτούργησε η σκέψη κατά πόσο όλο το παραπάνω μαγευτικό αλλά και τόσο ιδιαίτερο συναρμολόγημα κατάφερε τελικά να κεντρίσει τη φαντασία επώνυμων μουσικοσυνθετών, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα μια θαυμάσια δυνατότητα να ξεδιπλώσουν απλόχερα το πολυσχιδές και δημιουργικό τους ταλέντο. Η έκταση και η ποικιλία του προγράμματος που συγκροτήσαμε μιλούν από μόνες τους. Το ίδιο και η προέλευση των συνθετών. Σε σύνολο δέκα, έξι είναι Γάλλοι, δυο Ισπανοί, ένας Αυστριακός και ένας Ρώσος. Περιοριστήκαμε μόνο στο συμφωνικό ρεπερτόριο. Ένα άνοιγμα και σε άλλα είδη μουσικής θα καθιστούσε το όλο αφιέρωμα πληθωρικό με την αρνητική έννοια του όρου. Από τους δώδεκα αρχιμουσικούς που διευθύνουν τα έργα, τέσσερις είναι Ισπανοί, δυο Γάλλοι, ένας Αυστριακός, ένας Γερμανός, ένας Φινλανδός, ένας Ρώσος, ένας Κορεάτης και ένας Κολομβιανός. Τέλος, από τους σολίστ που συμπράττουν, τρεις είναι Ισπανοί και ένας Έλληνας. Το χορευτικό συγκρότημα που εμφανίζεται στο τελευταίο έργο προέρχεται από την Ισπανία. Πολλά από τα έργα, τα οποία ακολουθούν είναι δημοφιλή. Άλλα πάλι λιγότερο. Άπαντα επελέγησαν με γνώμονα την αισιοδοξία που αποπνέουν και που αρμόζει σε μια γιορτινή συγκυρία. Καλή ακρόαση λοιπόν!
Johann Strauss υιός (1825 – 1899)
Η συναυλία εγκαινιάζεται με το Ισπανικό Εμβατήριο (Spanischer Marsch) του Johann Strauss υιού, παιγμένο μέσα στην πασίγνωστη Musikvereinsaal όπου κάθε πρώτη του έτους η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης δίνει την καθιερωμένη εορταστική συναυλία. O Strauss ήδη από την εποχή του είχε καταξιωθεί ως ο αντιπροσωπευτικότερος συνθέτης βιεννέζικης ελαφράς μουσικής. Συνέθεσε πάνω από 500 βαλς, πόλκες, καντρίλιες, εμβατήρια και οπερέτες. Το συνθετικό του έργο έχει ταυτιστεί με την καθημερινότητα της αυτοκρατορικής Βιέννης των Αψβούργων. Έργα του όπως η οπερέτα Η Νυχτερίδα (Die Fledermaus), το εμβατήριο Radetzky March, οι πόλκες Tritsch–Tratsch Polka και Pizicato Polka και πάνω απ’ όλα το Αυτοκρατορικό Βαλς (Kaiser-Walzer) και ο Γαλάζιος Δούναβης (An der schönen blauen Donau – ο ανεπίσημος Εθνικός Ύμνος της Αυστρίας) τον έχουν καταστήσει έναν από τους πλέον αγαπητούς και δημοφιλείς μουσικοσυνθέτες. Το Ισπανικό Εμβατήριο υπολογίζεται ότι έχει δει το φως της ημέρας το 1888. Η πρώτη γνωστή εκτέλεση (όχι όμως και η αγνώστων στοιχείων πρεμιέρα του έργου) πραγματοποιήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1888 στην Musikvereinsaal, υπό τη διεύθυνση του Eduard Strauss, αδελφού του συνθέτη. Το ίδιο το έργο είναι αφιερωμένο στην Αρχιδούκισσα Μαρία-Χριστίνα των Αψβούργων, σύζυγο του Βασιλέα Αλφόνσου ΙΒ΄ της Ισπανίας και τοποτηρήτρια του ισπανικού θρόνου μεταξύ των ετών 1885 και 1902, ημερομηνία ενηλικίωσης του γιού της Αλφόνσου ΙΓ΄. Ανταποδίδοντας την χειρονομία, η τελευταία απένειμε στον Strauss τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Ιζαμπέλας, μια από τις υψηλότερες ισπανικές τιμητικές διακρίσεις. Ως εκτελεστές, σήμερα, του έργου επιλέξαμε την ανεπανάληπτη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Αυστριακού αρχιμουσικού Franz Welser-Möst. Πρόκειται για απόσπασμα της Πρωτοχρονιάτικης συναυλίας του 2011, όταν ο Welser-Möst κατείχε το αξίωμα του μουσικού διευθυντή της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, βασικός συντελεστής της οποίας είναι η Φιλαρμονική.
Spanischer Marsch, op. 433
Georges Bizet (1838 – 1875)
Εάν ένα έργο του παγκοσμίου μουσικού ρεπερτορίου έχει πλήρως ταυτιστεί με την ισπανική πραγματικότητα, αυτό είναι πέραν πάσης αμφιβολίας η Carmen του Georges Bizet. Η ιστορία της φλογερής τσιγγάνας από την Ανδαλουσία, η οποία ερωτεύεται τον γοητευτικό ταυρομάχο Escamillo προκαλώντας τη ζήλια του δεκανέα των δραγόνων Don José με το αναμενόμενο τραγικό τέλος, έχει τις καταβολές της στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα, ιστορικού και αρχαιολόγου Prosper Mérimée (1845). Την προσαρμογή για την όπερα του Bizet διεκπεραίωσαν οι Henri Meilhac και Ludovic Halévy. Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαρτίου 1875 στην Opéra Comique του Παρισιού. Η ανταπόκριση του κοινού υπήρξε πενιχρή και δεν ήταν λίγες οι φορές που η παράσταση δώθηκε μπροστά σε μια αίθουσα κενή κατά το ήμισυ. Στις 3 Ιουνίου, ημέρα των γενεθλίων του και μετά από το πέρας της 33ης παράστασης, ο Bizet απεβίωσε αιφνίδια από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία μόλις 36 ετών. Δεν επέζησε για να γνωρίσει την μετέπειτα θριαμβευτική πορεία του έργου του. Η απαρχή έγινε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού χάρη στην παραγωγή της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης περί τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Η επιτυχία απλώθηκε σαν πετρελαιοκηλίδα στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μέχρι το 1888 (συμπλήρωση των πενήντα ετών από την γέννηση του συνθέτη) οι παραστάσεις στην Opéra Comique μόλις που έφθαναν τις 330. Το 1938, είχαν ξεπεράσει τις 2.271. Ο συνδυασμός της μελοδραματικής υπόθεσης, του ανδαλουσιανού εξωτισμού, κυρίως δε του αστείρευτου δημιουργικού ταλέντου του Bizet, εκτίναξε την Carmen στη στρατόσφαιρα του λυρικού ρεπερτορίου. Ο Friedrich Nietzsche, αποποιούμενος την βαγκνερική παράδοση, της οποίας ο ίδιος υπήρξε επί μακρόν θιασώτης και ορκισμένος οπαδός, χαρακτήρισε, κάπως υπερβολικά είναι αλήθεια, την Carmen ως το απόλυτο μουσικό έργο. Μεταξύ πολλών άλλων, σημεία όπως η παιδική χορωδία (Avec la garde montante), η Habanera (L’amour est un oiseau rebelle) και η Seguidilla (Près des remparts de Séville) της πρωταγωνίστριας από την πρώτη πράξη ή το Εμβατήριο των ταυρομάχων από τη δεύτερη, έχουν καταστήσει την Carmen μια από τις πλέον δημοφιλείς όπερες. Για λόγους πρακτικής φύσεως και μόνο, εντάξαμε στο πρόγραμμα της σημερινής συναυλίας το σύντομο, πλην όμως πασίγνωστο, συμφωνικό Πρελούδιο του έργου. Το ερμηνεύει ένας από τους περισσότερο προικισμένους αρχιμουσικούς εν ζωή, ο Νοτιοκορεάτης Myung-Whun Chung. Πρόκειται για το θριαμβευτικό κλείσιμο της αποχαιρετιστήριας συναυλίας που έδωσε στις 12 Ιουνίου 2015, με αφορμή τη λήξη της δεκαπενταετούς θητείας του επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Ο Chung, ο οποίος μεταξύ των ετών 1989 και 1994 είχε χρηματίσει μουσικός διευθυντής της Όπερας του Παρισιού, ανέδειξε την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας ως ένα από τα κορυφαία συμφωνικά συγκροτήματα της χώρας. Σήμερα είναι πρώτος επισκέπτης αρχιμουσικός της περίφημης Κρατικής Ορχήστρας της Δρέσδης και περιζήτητος σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Carmen, prélude
Nikolai Rimsky-Korsakov (1844 – 1908)
Το 1888, ο Nikolai Rimsky-Korsakov, από τους προδρόμους, από κοινού με τον Tchaikovsky, της ρωσικής μουσικής του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, επιφανής δάσκαλος με μαθητές που άκουγαν στο όνομα Alexander Glazunov, Sergei Prokofiev, Ottorino Respighi και Igor Stravinsky, απαράμιλλος μάστορας της τέχνης της ενορχήστρωσης, συνέθεσε ένα έργο, στο οποίο προσέδωσε τον τίτλο Καπρίτσιο πάνω σε ισπανικά θέματα (Каприччио на испанские темы). Στη Δύση, το έργο καθιερώθηκε ως Ισπανικό Καπρίτσιο (Capriccio espagnol). Πρόκειται για ένα δεκαπεντάλεπτης διάρκειας συμφωνικό έργο σε πέντε μέρη, ομαδοποιημένα σε δύο (αντίστοιχα 1-3 και 4-5). Το πρώτο από αυτά (Alborada) είναι ένας εορταστικός χορός της επαρχίας των Αστουριών (Asturias) της βορειοδυτικής Ισπανίας με αφορμή την ανατολή του ηλίου. Το δεύτερο (Παραλλαγές – Variazioni) ξεκινά με μια μελωδία που ο συνθέτης εμπιστεύεται στα κόρνα. Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν κατόπιν οι διάφορες ομάδες οργάνων της ορχήστρας αναπτύσσοντας διάφορες παραλλαγές. Το τρίτο μέρος τιτλοφορείται επίσης Alborada και είναι ανάλογης έμπνευσης και προέλευσης με το πρώτο. Διαφέρουν μόνο ως προς την ενορχήστρωση και το κλειδί στο οποίο είναι γραμμένα. Το τέταρτο μέρος φέρει τον τίτλο Σκηνή και τσιγγάνικο τραγούδι (Scena e canto gitano). Πρόκειται για το περισσότερο επεξεργασμένο μέρος του όλου έργου, καθώς η ομάδα των εγχόρδων (βιολιά, βιόλες και βιολοντσέλα) καλούνται να μιμηθούν τον ήχο της κιθάρας (η ένδειξη του συνθέτη στο περιθώριο της παρτιτούρας είναι quasi guitara). Πρόκειται για μια τεχνική, την οποία επρόκειτο να τελειοποιήσουν, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, τόσο ο Claude Debussy όσο και ο Maurice Ravel. Το φινάλε (Fandango asturiano) είναι μια ορχηστρική πανδαισία, με την οποία ολοκληρώνεται το έργο με τρόπο εντυπωσιακό. Το Ισπανικό Καπρίτσιο εκτελείται από έναν ανερχόμενο νεαρό αρχιμουσικό, τον Pablo Heras-Casado, γεννηθέντα το 1977. Η ισπανική καταγωγή του προσφέρει αναμφίβολα τη δυνατότητα να κατανοήσει σε βάθος το πνεύμα του έργου. Διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης σε μια υπαίθρια συναυλία που έλαβε χώρα στις 24 Αυγούστου 2017 στο πάρκο Weseler Werft, στις όχθες του ποταμού Main.
Capriccio espagnol, op. 34

Édouard Lalo (1823 – 1892) 
Η τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα συνέπεσε στη Γαλλία με την αναγέννηση της συμφωνικής μουσικής. Έως τότε, οι προσπάθειες των διαφόρων μουσικοσυνθετών περιστρέφονταν γύρω από την όπερα. Όμως, σε ολόκληρη τη διάρκεια της δεκαετίας 1870-1880, εξαιτίας των συνεπειών και τραυμάτων που είχαν προκληθεί από τη στρατιωτική ήττα της Γαλλίας έναντι της Πρωσίας και την αιματηρή εξέγερση της Κομμούνας του Παρισιού (αμφότερες το 1871), οι μουσικές δραστηριότητες άλλαξαν μορφή και κατεύθυνση. Σε αντίθεση με τις πολυδάπανες και απαιτητικές σκηνικές παραγωγές, το πεδίο προσφερόταν για το περισσότερο σεμνό ρεπερτόριο της συμφωνικής μουσικής και της μουσικής δωματίου. Είχε σημάνει η ώρα για τον Édouard Lalo, ο οποίος επί τρεις δεκαετίες ήδη, χείμαζε άπραγος ως βιολιστής και συνθέτης στον αδρανή χώρο της μουσικής δωματίου. Η αιφνίδια ανάδειξή του οφείλεται στη σύγκλιση τριών παραγόντων: 1) τη στήριξη της νεότευκτης τότε Société Nationale de Musique, ενός οργανισμού, αποστολή του οποίου ήταν η εν γένει προαγωγή της γαλλικής μουσικής, 2) την οικονομική ενίσχυση από ιδιώτες, τέλος και κυρίως 3) τη στήριξη του διεθνούς φήμης μεγάλου Ισπανού βιολιστή Pablo de Sarasate, στον οποίο, άλλωστε, είναι αφιερωμένο το έργο που μας ενδιαφέρει. Παρά τον τίτλο που φέρει, η Ισπανική Συμφωνία (Symphonie espagnole) είναι ουσιαστικά ένα κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, το οποίο χάρη στον λυρισμό του παραπέμπει κατά καιρούς στη Γερμανική Ρομάντσα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρεμβάλλονται ισπανικού τύπου ιδιωματισμοί, οι οποίοι και προδίδουν την μακρινή καταγωγή του συνθέτη από την Ιβηρική Χερσόνησο. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Φεβρουάριο του 1875, με τον ίδιο τον Sarasate ως σολίστ. Αποτελείται από πέντε μέρη. Το πρώτο ξεκινά με ένα μοτίβο σε ρυθμό τσιγγάνικου φλαμένκο που αναπτύσσει το βιολί έπειτα από μια σύντομη ορχηστρική εισαγωγή. Σε ολόκληρη τη διάρκεια, τόσο το βιολί όσο και η ορχήστρα, εισάγουν εναλλακτικά θέματα σε συνεχή διάλογο μεταξύ τους. Το δεύτερο μέρος είναι ακόμα πιο φωτεινό, αναπαράγοντας την ατμόσφαιρα μιας δημόσιας φιέστας. Το τρίτο (Intermezzo), έπειτα από μια δυσοίωνη εισαγωγή της ορχήστρας στρέφεται γύρω από μια μελωδία σε ρυθμό τανγκό. Μια αίσθηση μελαγχολίας, εάν όχι πένθους, αναδύεται κατά πρώτο ήμισυ του τετάρτου μέρους. Τη βαριά αυτή ατμόσφαιρα διαπερνά το βιολί, προλειαίνοντας το έδαφος για το πέμπτο μέρος, το οποίο αποκαθιστά στο προσκήνιο και στις καρδιές των ακροατών το εκτυφλωτικό Ιβηρικό φως. Μοναδική ελληνική πινελιά του αφιερώματος είναι η παρουσία του Λεωνίδα Καβάκου ως σολίστ του πέμπτου μέρους της Ισπανικής Συμφωνίας στην εκτέλεση που ακολουθεί. Συνοδεύεται από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ισπανικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης υπό τη διεύθυνση του Garcia Asensio.
Symphonie espagnole, Op.21 (Μέρος E΄)

Emmanuel Chabrier (1841 – 1894)
Φρεσκάδα, αυθορμητισμός και ατέρμονη ευφορία είναι τα διακριτικά γνωρίσματα, που διατρέχουν το σύνολο της μουσικής παραγωγής του Emmanuel Chabrier. Στα έργα του δεν υπάρχουν σκιές, μελαγχολία ή πάθη. Μόνο μια αστείρευτη δίψα για ζωή, χαρά, ευθυμία και αγαλλίαση. Όποτε το συναίσθημα αυτό δεν εκφράζεται με εκρηκτικό τρόπο, το παραμικρό υποδηλώνει συγκρατημένη ιλαρότητα. Όταν, όμως, βρίσκει ελεύθερη διέξοδο, τότε το αποτέλεσμα είναι φαντασμαγορικό. Στα παραπάνω χαρίσματα, πρέπει να προσθέσει κανείς τη δημιουργική φαντασία του συνθέτη, την χαρακτηριστική άνεση, με την οποία κινείται και εκφράζεται, τέλος, ένα πηγαίο ταλέντο ενορχήστρωσης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όλες αυτές τις αρετές, υιοθέτησε αργότερα συνειδητά, τελειοποιώντας τις, ο μέγας ενορχηστρωτής Maurice Ravel (η στενή συγγένεια, από κάθε άποψη, της España του Chabrier με την Rapsodie espagnole του Ravel, είναι περισσότερο από εμφανής). Το 1882, ο Chabrier επισκέφθηκε την Ισπανία. Γοητευμένος από τους ρυθμούς του φλαμένκο, που άκουγε σε διάφορους δημόσιους χώρους καθώς και στα καφενεία, έσπευσε να κρατήσει πρόχειρες σημειώσεις. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, ψυχαγωγούσε τους φίλους του αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο, στηριζόμενος στις αναμνήσεις και στις σημειώσεις του. Δίχως να το διανοηθεί, αυτή η διαδικασία υπήρξε ο προπομπός μιας εκτυφλωτικής ραψωδίας για μεγάλη ορχήστρα με τον χαρακτηριστικό τίτλο España, η οποία είδε το φως της ημέρας το 1883 και έκτοτε, θεωρείται το πλέον διαδεδομένο και δημοφιλές έργο του συνθέτη. Παρά το γεγονός ότι ο ήλιος, οι ξέφρενοι ρυθμοί και τα αρώματα της Ισπανίας δεσπόζουν, εν τούτοις, η España δεν αποτελεί την καταγραφή μιας εξωτικής χώρας. Το έργο αποδίδει περισσότερο τις εντυπώσεις ενός τρίτου ατόμου, στο ποσοστό που το ισπανικό στυλ αντιμετωπίζεται με γαλλική φινέτσα και ακρίβεια. Οι ρυθμικές εκρήξεις ξεσπούν όχι παρασυρμένες από πάθος, αλλά με λεπτό χιούμορ και θα μπορούσε να πει κανείς, με συγκαταβατική κατανόηση. Ουδέποτε αμφισβητείται η αγάπη του Chabrier έναντι της πηγής της έμπνευσής του, της Ισπανίας. Μάλιστα, διαδεχόμενη την Carmen του Georges Bizet και την Symphonie espagnole του Edouard Lalo, η España έμελλε να ανοίξει διάπλατα τον δρόμο σε πάμπολλες άλλες συνθέσεις με ανάλογο θέμα (Ibéria του Claude Debussy, L’ heure espagnole, Alborada del gracioso, Rapsodie espagnole, Tzigane, Boléro του Maurice Ravel, Valencia – το τρίτο μέρος από το έργο Escales του Jacques Ibert κ.α.). Για την ακρόαση της España επιλέξαμε μια κλασσική (από τις καλύτερες διαχρονικά) ηχογράφηση υπό τη διεύθυνση ενός μεγάλου υπηρέτη του γαλλικού ρεπερτορίου της εποχής του μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Ο Paul Paray, ηλικίας 76 ετών τη στιγμή της ηχογράφησης (1961), αποδίδει το έργο με ανεπανάληπτη νεανικότητα, κέφι και ζωντάνια. Πρόκειται για μια αστραφτερή ερμηνεία, πραγματική απόλαυση!
España, rapsodie pour orchestre
Πουθενά αλλού η επίδραση του συγκεκριμένου έργου του Chabrier δεν είναι τόσο αισθητή από όσο στην Ισπανική Ραψωδία (Rapsodie espagnole) του Maurice Ravel. Παρεμβάλουμε εξεπιτούτου ένα απόσπασμα, προκειμένου η σύγκριση να αναδείξει ανάγλυφα την ομοιότητα. Η σύνθεση ολοκληρώθηκε μεταξύ των ετών 1907 και 1908, η δε ομοιότητα είναι εμφανής σε κάθε επίπεδο (έμπνευση, φαντασία, δυναμισμός, ξέφρενος ρυθμός, πλούσια, μεστή και φαντασμαγορική ενορχήστρωση). Η επικάλυψη ανάμεσα στα δυο έργα είναι ακόμα πιο εμφανής στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της Ισπανικής Ραψωδίας (Feria). Ο Charles Munch, υπό τη διεύθυνση του οποίου το ακούμε, υπηρέτησε όσο κανένας άλλος συνάδελφός του το γαλλικό ρεπερτόριο μέσα στον 20ό αιώνα. Η ερμηνεία του εκχυλίζει από ιλιγγιώδη αυθορμητισμό και διαφάνεια. Ηγείται της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης, της οποίας διετέλεσε μόνιμος αρχιμουσικός από το 1949 έως 1962 σε μια μνημειώδη συνύπαρξη. Το 1967 ίδρυσε την Ορχήστρα του Παρισιού, δίχως, ωστόσο, να προλάβει να δρέψει τους καρπούς των προσπαθειών του. Απεβίωσε απρόσμενα το επόμενο έτος, στο πλαίσιο της παρθενικής περιοδείας της ορχήστρας στις ΗΠΑ. Η ηχογράφηση είναι του 1962.
Maurice Ravel, Rapsodie espagnole (Μέρος Δ΄: Feria)

Εμφανώς επηρεασμένος όμως από τους Chabrier και Ravel είναι και ένας άλλος Γάλλος συνθέτης. Το δημοφιλέστερο, ίσως, έργο του Jacques Ibert (1890-1962) είναι η σουίτα για ορχήστρα, η οποία φέρει τον τίτλο Escales (Αγκυροβόλια), μια μουσική κρουαζιέρα στη δυτική Μεσόγειο και στη βόρεια Αφρική. Πρόκειται για ένα έργο που ο Ibert συνέθεσε σε νεανική ηλικία μεταξύ των ετών 1921-1922, ως υπότροφος του Γαλλικού κράτους στην περίφημη Villa Medicis της Ρώμης. Υποχρέωση, αλλά και σκοπός της παραμονής των υποτρόφων (και οικοτρόφων) στην ιταλική πρωτεύουσα, ήταν η σύνθεση μουσικών έργων, πολλά εκ των οποίων απέσπασαν το πρώτο βραβείο (prix de Rome) καταξιώνοντας τους δημιουργούς τους και κατέχοντας έκτοτε περίοπτη θέση στο διεθνές ρεπερτόριο (οι Berlioz, Gounod, Bizet, Massenet, Saint-Saëns, Debussy αποτελούν, μεταξύ άλλων, επώνυμα παραδείγματα βραβευθέντων). Η παραγωγή του Ibert διακρίνεται για τον εκλεκτισμό της αλλά και για μια έφεση προς το περιγραφικό στοιχείο, γεγονός που τον έκανε περιζήτητο στο χώρο του κινηματογράφου όπου και ανέλαβε την επένδυση πολλών ταινιών.
Οι Escales είναι ένα τρίπτυχο με τις ακόλουθες ενδείξεις: Α΄: Rome-Palerme (Calme), Β΄: Nefta (Modéré, très rythmé), Γ΄: Valencia (Animé). Η πρώτη εκτέλεση έλαβε χώρα στο Παρίσι το 1924, υπό τη διεύθυνση του Paul Paray. Σαράντα χρόνια αργότερα (1963), στην ηχογράφηση που ακολουθεί, ο ίδιος αρχιμουσικός μας εκπλήσσει εκ νέου με την αστείρευτη ζωντάνια και ευρηματικότητα που τον διακατέχουν καθώς ερμηνεύει το τρίτο μέρος ενός έργου, επί του οποίου κατέχει, τρόπον τινά, πνευματικά δικαιώματα. Διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ντητρόιτ, της οποίας διετέλεσε μόνιμος αρχιμουσικός από το 1952 ως το 1963. Πρόκειται για μια συνεργασία, η οποία μας κληροδότησε σειρά ηχογραφήσεων που άφησαν εποχή τόσο σε επίπεδο εκτέλεσης, όσο και σε επίπεδο εντυπωσιακής, για την εποχή εκείνη, ηχοληψίας και ποιότητας του ήχου.
Jacques Ibert, Escales (Μέρος Γ΄: Valencia)

Claude Debussy (1862 – 1918)
Η πλέον «ισπανική» σύνθεση στο σύνολο της μουσικής παραγωγής του Claude Debussy φέρει το χαρακτηριστικό όνομα Ibéria. Πρόκειται για το δεύτερο και κεντρικό μέρος του τριπτύχου Εικόνες για ορχήστρα (Images pour orchestre). Τα υπόλοιπα δυο μέρη, τα οποία πλαισιώνουν την Ibéria τιτλοφορούνται Gigues και Rondes de printemps. Το καθένα από αυτά έχει να επιδείξει μια αυτοδυναμία, γεγονός που εξηγεί το ότι πολύ συχνά στα προγράμματα των συναυλιών, η Ibéria, που παρεμπιπτόντως είναι η μακροσκελέστερη από τις τρεις συνθέσεις (η διάρκειά της εκτιμάται περί τα 20΄), εντάσσεται μόνη, αποκομμένη από τις άλλες δυο. Γράφτηκε μεταξύ των ετών 1905 και 1908 και είναι το περισσότερο δημοφιλές από τα τρία σκέλη που απαρτίζουν τις Εικόνες για ορχήστρα. Αρχική πρόθεση του Debussy ήταν να συνθέσει ένα έργο, εμπνευσμένο από εντυπώσεις, προερχόμενες από την Ισπανία, για δυο πιάνα. Γρήγορα, ωστόσο, αντιλήφθηκε πως η χρήση μιας μεγάλης ορχήστρας ανταποκρινόταν καλύτερα στις ανάγκες του έργου, έτσι όπως αυτό με την πάροδο του χρόνου ωρίμαζε μέσα στο μυαλό του. Η Ibéria απαρτίζεται από τρία μέρη (τρίπτυχο μέσα σε ένα άλλο, ευρύτερο, τρίπτυχο): 1. Μέσα από τους δρόμους και τα στενά (Par les rues et par les chemins), 2. Τα αρώματα της νύκτας (Les parfums de la nuit), 3. Το πρωινό μιας γιορτινής ημέρας (Le matin d’ un jour de fête). Ο Debussy, κάνοντας χρήση του ιδιοφυούς ταλέντου του, παρουσιάζει με τον δικό του τρόπο τις εικόνες που περιγράφει. Η σχεδόν άυλη ρευστότητα, ώστε ο ήχος να είναι εκείνος που προσλαμβάνει κάθε φορά το σχήμα το χώρου, αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα του ύφους του συνθέτη. Η μουσική του χαρακτηρίστηκε ως «ιμπρεσιονιστική» από τους συγχρόνους του, κάτι που ο συνθέτης είχε αρνηθεί επίμονα. Γενικά, ως εκφάνσεις του ιμπρεσιονισμού στην μουσική του θεωρούνται οι τονικές ασάφειες και η «θόλωση» της αρμονίας με τη χρήση ασυνήθιστων, για την εποχή, κλιμάκων και συνηχήσεων, η δομική απομάκρυνση από την κλασσική διαίρεση της φόρμας προς όφελος μιας πιο ελεύθερης μουσικής κατασκευής, οι ηχητικές «σκιάσεις» που προκαλούνται από μεγάλης ποικιλίας ενορχηστρωτικούς και εκφραστικούς χειρισμούς, τέλος, η αναζήτηση και η αποτύπωση του στιγμιαίου, καθώς ο Debussy είναι μικρογράφος στο σύνολο της μουσικής του παραγωγής. Το τελευταίο αυτό διακριτικό γνώρισμα λειτούργησε, πιθανότατα, ως αφορμή προκειμένου να αποδοθεί στον συνθέτη, ερήμην του, ο χαρακτηρισμός του ιμπρεσιονιστή. Ιμπρεσιονιστική ή μη, η ατμοσφαιρική διάσταση της μουσικής του Debussy δεν παύει να μαγεύει. Αρκεί να προσέξει κανείς την αριστοτεχνική μετάβαση από το δεύτερο στο τρίτο μέρος της Ibéria, καθώς δεν προβλέπεται διακοπή μεταξύ των τελευταίων. Το έργο ερμηνεύεται από τον Γερμανό αρχιμουσικό Jun Märkl, επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 2014 στην ιστορική αίθουσα συναυλιών Concertgebouw του Άμστερνταμ, μια από τις καλύτερες του κόσμου από απόψεως ακουστικής και ποιότητας του ήχου.
Ibéria

Maurice Ravel (1875 – 1937)
Η Ισπανία ρέει μέσα στις φλέβες του Maurice Ravel και διατρέχει διαγώνια τη μουσική του παραγωγή. Αναμφίβολα, οι καταβολές του (η μητέρα του, βασκικής καταγωγής, είχε ζήσει στη Μαδρίτη προτού παντρευτεί, ο ίδιος δε, είδε το φως της ημέρας το 1875, σε μια κωμόπολη της γαλλικής χώρας των Βάσκων, 18 χιλιόμετρα από την ισπανική μεθόριο) εξηγούν το ενδιαφέρον και την αδυναμία του για την Ισπανία. Από τους Γάλλους μουσικοσυνθέτες υπήρξε εκείνος που ενέταξε περισσότερο από κάθε άλλον την ισπανική παράδοση και κουλτούρα στο έργο του. Συχνά συνθέσεις, οι οποίες δεν αντλούν το θέμα τους από την τελευταία, υιοθετούν ισπανική τεχνοτροπία σε επίπεδο ρυθμικής αγωγής και μελωδικής ανάπτυξης (ενδεικτικά αναφέρουμε το Κοντσέρτο για πιάνο για το αριστερό χέρι και το δεύτερο μέρος του Κουαρτέτου εγχόρδων σε Φα μείζονα). Άλλες πάλι, παραπέμπουν ευθέως στην ισπανική πραγματικότητα αντλώντας έμπνευση και θεματολογία από αυτή (L’ heure espagnole, Pièce en forme de Habanera, Pavane pour une Infante défunte, Alborada del gracioso, Rapsodie espagnole, Tzigane, Boléro). Η Παβάνα για μια αποθανούσα Ινφάντα (Ισπανίδα πριγκίπισσα) είναι ένα οκτάλεπτο κομψοτέχνημα, όπου ο Ravel αποτυπώνει απλόχερα και με μεγάλη γενναιοδωρία όλη του την τρυφερότητα και ανθρώπινη ευαισθησία. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο επέλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο, απάντησε χαμογελώντας: “Μην εκπλήσσεστε που ο τίτλος δεν έχει καμιά σχέση με τη συγκεκριμένη σύνθεση. Απλά μου άρεσε ο ήχος αυτών των λέξεων και αποφάσισα να τις χρησιμοποιήσω εκεί. Αυτό είναι όλο”. Πρόσθεσε, ωστόσο, πως το έργο περιέγραφε τον τρόπο, με τον οποίο μια Παβάνα (χορός του ΙΣΤ΄ αιώνα) έπρεπε να χορεύεται από μια Ινφάντα και ότι την όλη εικόνα είχε εμπνευστεί από τον γνωστό ζωγραφικό πίνακα του Diego Velázquez Las Meninas . Το έργο γράφτηκε αρχικά για πιάνο το 1899, όταν ο Ravel φοιτούσε ακόμα στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1910, το μετέγραψε για ορχήστρα απαρτιζόμενη από δυο φλάουτα, ένα όμποε, δυο κλαρινέτα, δυο φαγκότα, δυο κόρνα, άρπα και έγχορδα. Η πρώτη εκτέλεση έλαβε χώρα στις 27 Φεβρουαρίου 1911 εκτός Γαλλίας, στο Μάντσεστερ. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η Παβάνα δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της μουσικής παραγωγής του Ravel. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τις συνήθεις φευγαλέες αρμονίες σε γρήγορους ρυθμούς που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Εδώ, η σχεδόν αρχαϊκή απλότητα, η εύθραυστη λεπτότητα, οι μεγάλες ανάσες, η ομορφιά της μελωδικής γραμμής προσελκύουν ευθύς εξαρχής το ενδιαφέρον του ακροατή και κατακτούν την καρδιά του. Το έργο εκτελείται από μια από τις πιο διάσημες μπαγκέτες των ημερών μας, τον Φινλανδό συνθέτη και αρχιμουσικό Esa-Pekka Salonen. Η συναυλία μαγνητοσκοπήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2020 στο Royal Festival Hall του Λονδίνου. Ενδεικτική των καιρών (εποχή πανδημίας γαρ) είναι η διάταξη των μουσικών της Philharmonia Orchestra ενώπιον μιας κενής από ακροατήριο αίθουσας. Πρόκειται για μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του Salonen με την ιδιότητα του μόνιμου αρχιμουσικού της εν λόγω ορχήστρας προτού διαβεί τον Ατλαντικό και αναλάβει τα ηνία μιας άλλης διάσημης ομολόγου της, της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σαν Φρανσίσκο.
Pavane pour une Infante défunte

Αν η απόσταση ανάμεσα στο Royal Festival Hall και την έτερη αίθουσα συναυλιών του Λονδίνου, το Barbican Center, όπου μαγνητοσκοπήθηκε η συναυλία, η οποία ακολουθεί, είναι μερικές εκατοντάδες μόνο μέτρα (αρκεί ουσιαστικά να διασχίσει κανείς τον Τάμεση και να βρεθεί στην αντίπερα όχθη), ένας κόσμος ολόκληρος παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Παβάνα και το επόμενο έργο του Ravel που επιλέξαμε για το παρόν αφιέρωμα. Το Boléro (είδος ισπανικού χορού) δεν είναι μόνο η δημοφιλέστερη σύνθεση, που κατέστησε και εξακολουθεί να καθιστά τον Ravel γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι συνάμα και η πλέον ιδιοφυής. Αλήθεια, ποιος μουσικοσυνθέτης θα είχε το θάρρος (ή μάλλον το θράσος) να επαναλαμβάνει δεκαεννέα φορές την ίδια φράση, διατηρώντας, παράλληλα, αμείωτα το ενδιαφέρον, την προσοχή και τη συγκέντρωση του ακροατηρίου και παρακάμπτοντας επιμελώς την παγίδα της μονοτονίας; Ο Ravel το κατορθώνει πρωτίστως χάρη στο έμφυτο χάρισμα της ενορχήστρωσης που διαθέτει ο ίδιος και το οποίο σπάνια βλέπουμε να αξιοποιείται τόσο εύστοχα σε άλλες περιπτώσεις μουσικοσυνθετών. Τεράστια σημασία διαδραματίζει και η επιλογή του κατάλληλου χρόνου εκ μέρους του ερμηνευτή. Η οδηγία του Ravel είναι Tempo di Bolero, moderato assai, κάτι που δεν διευκολύνει τα πράγματα, αφενός επειδή η συγκεκριμένη διατύπωση επιδέχεται πολλές ερμηνείες και αφετέρου επειδή η προτίμηση του ιδίου του συνθέτη υπέρ ενός μάλλον αργού και συγκρατημένου χρόνου, με δεδομένη μάλιστα την συνεχή επανάληψη της μουσικής φράσης, πολλαπλασιάζει αισθητά τον ελλοχεύοντα κίνδυνο της μονοτονίας. Το Boléro, διάρκειας 17 περίπου λεπτών της ώρας, είναι το εκτενέστερο crescendo (βαθμιαία αύξηση της έντασης του ήχου) που έχει καταγραφεί ποτέ στην παγκόσμια ιστορία της Μουσικής. Ξεκινά με ένα pianissimo το οποίο μόλις που ακούγεται, για να καταλήξει σε ένα από τα εντυπωσιακότερα fortissimi που έχουν ποτέ υπάρξει. Στους κόλπους της γιγαντιαίας ορχήστρας, τον ρυθμό δίνει το ταμπουρίνι με μετρονομική ακρίβεια. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου πλαισιώνεται από τα έγχορδα (συμπεριλαμβανομένης της άρπας), τα οποία συμβάλλουν με παίξιμο pizzicato (τσιμπητό με τα δάκτυλα, δίχως τη χρήση δοξαριού) στη διατήρηση του ρυθμού. Ο τρόπος που τα τελευταία χρησιμοποιούνται και, πάνω απ’ όλα η θέα έτσι όπως τα κρατούν οι μουσικοί, θυμίζει έντονα τεχνοτροπία κιθάρας και μάλιστα ισπανικής. Η ανάπτυξη της μελωδικής γραμμής αναλογεί ευθύς εξαρχής στην ομάδα των πνευστών, ξύλινων και χάλκινων (μεταξύ των οποίων το σαξόφωνο, σπονδή του Ravel στην μουσική jazz, την οποία λάτρευε). Μόνο προς το τέλος του έργου, και ενώ η ένταση έχει φθάσει σε προχωρημένο βαθμό, συντάσσονται και τα έγχορδα, που επανέρχονται στον παλιό ορθόδοξο τρόπο παιξίματος. Το Boléro προοριζόταν αρχικά ως μπαλέτο. Επρόκειτο για μια παραγγελία της χορεύτριας Ida Rubinstein. Υπό αυτή τη μορφή, άλλωστε, είδε το φως της ημέρας στις 22 Νοεμβρίου 1928 στην Όπερα του Παρισιού, σε χορογραφία της Bronislava Nijinska. Η ίδια η υπόθεση συνηγορεί υπέρ της αντιμετώπισής του ως μπαλέτου: μέσα σε μια ταβέρνα της Ισπανίας, μια ομάδα ατόμων χορεύει υπό το φως ενός λαμπτήρα κρεμασμένου από την οροφή. Ανταποκρινόμενη στις εκκλήσεις να συμμετάσχει, η πρωταγωνίστρια ανεβαίνει πάνω σε ένα τραπέζι και επιδίδεται σε κινήσεις ολοένα και πιο ρυθμικές. Όταν, μετά το πέρας της πρεμιέρας, μια θεατής χαρακτήρισε τον Ravel ως ανισόρροπο, ο τελευταίος απάντησε πως το συγκεκριμένο άτομο ήταν το μόνο από τους παρόντες που είχε κατανοήσει το έργο! Ως προς την εν γένει διαχείριση, έχει πλέον επικρατήσει η προτίμηση του συνθέτη, ο οποίος επιθυμούσε ανέκαθεν την αυτοδύναμη ένταξη του έργου στο αμιγώς συμφωνικό ρεπερτόριο. Αν όχι το καλύτερο, το Boléro είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το πιο ευρηματικό έργου του μεγάλου αυτού Γάλλου μουσικοσυνθέτη. Το ακούμε από τον Valery Gergiev, έναν από τους αντιπροσωπευτικότερους αρχιμουσικούς της εποχής μας. Διαθέτοντας την υποστήριξη του επιστήθιου φίλου του Vladimir Putin, ο Gergiev υπήρξε ο αναμορφωτής του Θεάτρου Mariinsky της Αγίας Πετρούπολης, αναδεικνύοντας το τελευταίο σε κορυφαίο θεσμό έπειτα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Παράλληλα με τη θέση του γενικού διευθυντή του παραπάνω θεάτρου ανελλιπώς από το 1996, άσκησε καθήκοντα μόνιμου αρχιμουσικού της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου (2007 – 2015), με την οποία ερμηνεύει το Boléro στο βίντεο που ακολουθεί, και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Μονάχου (2015 – ). Η μαγνητοσκόπηση της συναυλίας πραγματοποιήθηκε το 2010.
Boléro

Joaquín Rodrigo (1901 – 1999)
Πώς θα ήταν δυνατόν να απουσιάζει η κιθάρα από το σημερινό αφιέρωμα; Πόσο μάλλον όταν αναδεικνύεται τόσο εκφραστικά όπως στο πασίγνωστο Κοντσέρτο του Αρανχουέθ (Concierto de Aranjuez) του Ισπανού συνθέτη Joaquín Rodrigo, κλασσικό του είδους. Ο Rodrigo, ο οποίος έχασε το φως του σε ηλικία τριών, μόλις, ετών από διφθερίτιδα, ουδέποτε έπαιξε κιθάρα αν και υπήρξε εκείνος που την καθιέρωσε ως μείζον συμφωνικό όργανο. Έκανε χρήση της μεθόδου Braille, οι δε συνθέσεις του μεταγράφονταν ενόψει της δημοσίευσής τους. Το Κοντσέρτο του Αρανχουέθ αντλεί την έμπνευσή του από τους κήπους του βασιλικού ανακτόρου, το οποίο κατασκευάστηκε περί τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνα από τον Φίλιππο Β΄ στην κωμόπολη Αρανχουέθ, λίγα χιλιόμετρα νοτίως της Μαδρίτης. Η σύνθεση του έργου ολοκληρώθηκε το 1939, η δε πρώτη εκτέλεση έλαβε χώρα στις 9 Νοεμβρίου 1940 στο Palau de la Música Catalana της Βαρκελώνης. Η θεματολογία (εξύμνηση ανακτόρων του ΙΣΤ΄ αιώνα) δεν αποτελούσε ιδεολογική απειλή για το νεότευκτο καθεστώς του στρατηγού Franco που μόλις είχε επικρατήσει στον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το αντίθετο μάλιστα. Ερχόταν σε απόλυτη αρμονία με την επίσημη κρατική γραμμή, η οποία πριμοδοτούσε μια υπερσυντηρητική θεώρηση της εγχώριας ιστορίας. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο (Allegro con spirito), γραμμένο σε ρυθμό φλαμένκο, έπειτα από μια σύντομη εισαγωγή της κιθάρας εξελίσσεται σε έναν διάλογο του σολίστα με την ορχήστρα και ειδικότερα τα πνευστά της τελευταίας (αγγλικό κόρνο, φαγκότο, όμποε, κόρνο). Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Rodrigo, στο μέρος αυτό περιγράφονται η ευωδία από τις μανόλιες, το τραγούδι των πουλιών και το νερό που αναβλύζει από τις κρήνες του πάρκου των ανακτόρων. Το δεύτερο μέρος (Adagio) είναι μακρόθεν το πιο όμορφο του έργου, έχοντας καταστήσει το τελευταίο πασίγνωστο ανά τον κόσμο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο συνθέτης και η σύζυγός του απέφευγαν να αποκαλύψουν την πηγή έμπνευσης, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί η άποψη πως αναφερόταν έμμεσα στο επεισόδιο του αεροπορικού βομβαρδισμού της Γκερνίκα το 1937, στο πλαίσιο διενέργειας του Ισπανικού Εμφυλίου (το ίδιο γεγονός είχε λειτουργήσει ως έναυσμα για τον ομώνυμο ζωγραφικό πίνακα του Pablo Picasso). Αργότερα, η Victoria Rodrigo παραδέχθηκε στην αυτοβιογραφία της πως το δεύτερο αυτό μέρος υπήρξε απόρροια αντιφατικών συναισθηματικών καταστάσεων: ενός ευτυχισμένου μήνα του μέλιτος, αλλά και της απόγνωσης εξαιτίας της αποβολής κατά την πρώτη κύηση του ζεύγους. Το φινάλε (Allegro gentile) κλείνει με απλότητα και μεγάλη ευγένεια το έργο. Τον Δεκέμβριο του 1991, ο Rodrigo αναγορεύτηκε από τον βασιλέα Juan Carlos Α΄ σε Μαρκήσιο των Κήπων του Αρανχουέθ. Ο τίτλος θεσπίστηκε ως κληρονομικός. Σήμερα τον φέρει η κόρη του Cecilia. Ο τάφος του Rodrigo και της συζύγου του βρίσκεται στο Κοιμητήριο του Αρανχουέθ. Το έργο εκτελείται υποδειγματικά από δυο καταξιωμένα ονόματα του ισπανικού ρεπερτορίου: τον κιθαρίστα Pepe Romero και τον αρχιμουσικό Rafael Frühbeck de Burgos επικεφαλής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Δανίας. Η συναυλία έλαβε χώρα στην εντυπωσιακή αίθουσα DR Koncerthuset της Κοπεγχάγης.
Concierto de Aranjuez

Manuel de Falla (1876 – 1946)
Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με διπλή αναφορά στον σημαντικότερο μουσικοσυνθέτη της Ιβηρικής χερσονήσου. Ο Manuel de Falla υπήρξε εκείνος που, λόγω καταγωγής και παράδοσης, συνέδεσε το ύφος και την τεχνοτροπία της λεγόμενης ιμπρεσιονιστικής σχολής των Debussy και Ravel, με το αυθεντικό φολκλορικό στοιχεία της Ισπανίας και ειδικότερα με εκείνο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ανδαλουσίας. Σε αυτό συνέβαλε η μακροχρόνια παραμονή του στο Παρίσι και η γνωριμία του με τους προαναφερθέντες μουσικοσυνθέτες, όπως επίσης και με τους Igor Stravinsky, Paul Dukas, Florent Schmitt σε μια εποχή πραγματικής κοσμογονίας στη Γαλλική πρωτεύουσα χάρη στην εμφάνιση και δραστηριότητα των περίφημων Ρωσικών Μπαλέτων του Sergei Diaghilev. Το πρώτο από τα έργα που επιλέξαμε, Νύκτες στους κήπους της Ισπανίας (Noches en los jardines de España) εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα. Ωστόσο, ο συνθέτης επέλεξε τον χαρακτηρισμό των “συμφωνικών εντυπώσεων”, γεγονός, το οποίο αποκαλύπτει τις πραγματικές του προθέσεις. Μπορεί μεν, σε μια ζωντανή συναυλία, το πιάνο να καταλαμβάνει χωροταξικά το προσκήνιο, ωστόσο, δύσκολα αναγνωρίζει κανείς τα χαρακτηριστικά ενός κοντσέρτου (διάλογος του οργάνου με την ορχήστρα, ύπαρξη καντέντσας, η οποία να επιτρέπει την ανάδειξη των δεξιοτεχνικών ικανοτήτων του εκτελεστή-σολίστα, συνήθως περί το τέλος ενός μέρους και δίχως συνοδεία ορχήστρας, κλπ.). Οι Νύκτες στους κήπους της Ισπανίας είναι όντως ένα συμφωνικό έργο, με το πιάνο ενσωματωμένο μέσα στο ορχηστρικό σύνολο, δίχως το τελευταίο να διεκδικεί παραπάνω περγαμηνές. Άλλωστε, ανάλογη βαρύτητα όπως αυτή του πιάνου, δίνεται και σε άλλα όργανα της ορχήστρας όπως, λόγου χάρη, στα πνευστά. Στην περίπτωση, η μεγάλη πρόκληση για τον πιανίστα συνίσταται στο να αντιληφθεί αυτήν ακριβώς την επιθυμία του συνθέτη, να διατηρήσει από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου χαμηλούς τόνους και διακριτικό προφίλ, κυρίως δε και να αποτρέψει τον εαυτό του από το να παρασυρθεί σε ένα διάλογο τύπου κοντσερτάντε. Κι όλα αυτά παρά τις δεξιοτεχνικές ικανότητες που απαιτούνται από εκείνον. Όπως το προμηνύει ο τίτλος, το ονειρικό στοιχείο είναι εκείνο που κυριαρχεί. Αν και περιγραφικό (θεματολογικά τουλάχιστον), το έργο δεν τρέφει ιμπρεσιονιστικές φιλοδοξίες. Η ομοιότητα με τους Γάλλους συνίσταται στην τεχνοτροπία και στον εν γένει χειρισμό της ενορχήστρωσης. Κατά τα άλλα, εκφράζει συναισθήματα, πόσο μάλλον που η συμπερίληψη λαϊκών μοτίβων προσδίδει κατά καιρούς μελαγχολία, νοσταλγία και μυστήριο. Οι Νύκτες στους κήπους της Ισπανίας αποτελούνται από τρία μέρη: το πρώτο από αυτά τιτλοφορείται En el Generalife (πρόκειται για θερινό ανάκτορο των Μαυριτανών, το οποίο μαζί με τους παρακείμενους κήπους, δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου απέναντι ακριβώς από το ανάκτορο Alhambra της Γρανάδας). Οι κήποι του δευτέρου μέρους (Danza lejana – Μακρινός χορός) αν και ανώνυμοι, αποτελούν τον χώρο εκείνο όπου διαδραματίζεται ένας εξωτικός χορός, απόηχος του οποίου φθάνει μέχρι τον ακροατή. Το φινάλε (En los jardines de la Sierra de Córdoba) μας επαναφέρει στο ύφος και την ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους. Το έργο ερμηνεύει ο Ισπανός Javier Perianes, ένας πιανίστας που έχει εντρυφήσει σε αυτό σεβόμενος τις ισορροπίες που απαιτούνται. Συνοδεύεται από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης υπό τη διεύθυνση του Andrés Orozco-Estrada από την Κολομβία. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου 2016 στην Alte Oper της ίδιας πόλης.
Noches en los jardines de España, G. 49

Το φετινό Πρωτοχρονιάτικο αφιέρωμα ολοκληρώνεται με μια οπτικοακουστική πανδαισία. Το Τρίκωχο καπέλο (El sombrero des tres picos) δεν είναι μόνο το δημοφιλέστερο από όλα τα έργα του Manuel de Falla. Είναι συνάμα και το καλύτερο. Πρόκειται για ένα μπαλέτο, εμπνευσμένο από τη δίπρακτη παντομίμα του Gregorio Martinez Sierra με τίτλο Ο δικαστής και η μυλωνού (El corregidor y la molinera) που με τη σειρά της στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Pedro Antonia de Alarcòn (1874). O Falla συνέθεσε το έργο αρχικά ως μουσική επένδυση για την παντομίμα (η πρεμιέρα υπό αυτή τη μορφή πραγματοποιήθηκε το 1917 στη Μαδρίτη) και το τελειοποίησε κατόπιν για λογαριασμό του Sergei Diaghilev, ο οποίος έλαβε τη σχετική άδεια να το ανεβάσει. Το τρίκωχο καπέλο του (εκ των πρωταγωνιστών της υπόθεσης) δικαστή, σύμβολο αλλά συνάμα και χλεύη της εξουσίας έτσι όπως εξελίσσεται η υπόθεση, επελέγη τελικά ως τίτλος του μπαλέτου. Η παράσταση πρωτοπαίχτηκε στις 22 Ιουλίου 1919 στο θέατρο Alhambra του Λονδίνου, σε χορογραφία του Leonid Massine, σκηνικά και κοστούμια του Pablo Picasso και υπό τη μουσική διεύθυνση του, νεαρού ακόμα τότε, Ελβετού Ernest Ansermet, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους αρχιμουσικούς της μεσοπολεμικής, κυρίως δε, της πρώιμης μεταπολεμικής εποχής. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Ανδαλουσία του 18ου αιώνα και αφηγείται τις ανεπιτυχείς προσπάθειες ενός ηλικιωμένου δικαστή να γοητεύσει τη σύζυγο ενός μυλωνά. Η πρώτη πράξη ξεκινά με μια σύντομη φανφάρα. Εν συνεχεία, ο μυλωνάς και η σύζυγός του επιχειρούν να εκπαιδεύσουν ένα καναρίνι να κελαηδά ανάλογα με την ώρα της ημέρας, όταν ξεπροβάλει με τη συνοδεία του ο δικαστής της περιοχής στο πλαίσιο του καθημερινού του περιπάτου. Μη δυνάμενος να κρύψει τον θαυμασμό του για τη σύζυγο του μυλωνά, το ζεύγος αποφασίζει να του παίξει ένα παιχνίδι. Ο μυλωνάς κρύβεται, ενόσω η γυναίκα του χορεύει μπροστά στον έκθαμβο δικαστή προτού του προσφέρει ένα τσαμπί σταφύλια (Danza de la molinera σε ρυθμό Fandango, μια από τις κορυφαίες στιγμές του έργου). Ο δικαστής την κυνηγά όταν εκείνη φεύγει και καταφέρνει να την πιάσει. Την ίδια στιγμή ξεπροβάλει πίσω από ένα θάμνο ο μυλωνάς, ο οποίος διώχνει βίαια από τη σκηνή τον επίδοξο αντίζηλό του. Η δεύτερη πράξη διαδραματίζεται και αυτή στον μύλο, όπου έχουν συγκεντρωθεί γείτονες και χορεύουν ορμώμενοι από μια υπέροχη μελωδία σε ρυθμό Seguidillas (καστιλιάνικο λαϊκό τραγούδι). Ακολουθεί προς τιμή τους ο χορός του μυλωνά (Danza del molinero σε ρυθμό Farruca, ένα είδος Φλαμένγκου). Πρόκειται ουσιαστικά για τον συμμετρικό αντίλογο στον προγενέστερο χορό της συζύγου του. Με τη διαφορά του ότι η επίδοσή του διακόπτεται από την αιφνίδια άφιξη του βοηθού δικαστή, ο οποίος, κατόπιν διαταγής του προϊσταμένου του θεμελιωμένη επάνω σε ψευδείς κατηγορίες, τον συλλαμβάνει και τον οδηγεί στο κρατητήριο. Οι επισκέπτες αποχωρούν με τη σειρά τους και η μυλωνού αποσύρεται για ύπνο. Πρόκειται για την κρίσιμη στιγμή που έχει επιλέξει ο δικαστής προκειμένου να επανέλθει και να την κερδίσει. Δυστυχώς για εκείνον, πλησιάζοντας στον μύλο σκοντάφτει και πέφτει στο ποτάμι. Η μυλωνού ξυπνά από τον θόρυβο, συνειδητοποιεί αυτό που συμβαίνει και το σκάει εγκαίρως. Ο δικαστής ξεντύνεται, απλώνει τα υγρά του ρούχα πάνω σε ένα δέντρο και με τα εσώρουχα ξαπλώνει στο κενό κρεββάτι του μυλωνά. Ο τελευταίος έχει στο μεταξύ δραπετεύσει από το κρατητήριο και επιστρέφοντας στον μύλο θεωρεί πως ο δικαστής έχει κοιμηθεί με τη γυναίκα του. Προκειμένου να τον εκδικηθεί, φοράει τα ρούχα του τελευταίου και αποφασίζει να εξαπατήσει τη σύζυγο του δικαστή γοητεύοντάς την. Στο μεταξύ ο δικαστής ξυπνά και διαπιστώνοντας πως τα ρούχα του έχουν εξαφανιστεί, χρησιμοποιεί εκείνα του μυλωνά. Πρόκειται για μια ανατροπή, η οποία θα οδηγήσει τα πράγματα σε μια αλυσίδα παρεξηγήσεων. Ο βοηθός δικαστής, ενήμερος στο μεταξύ για τη δραπέτευση του μυλωνά, επιστρέφει και κατά λάθος συλλαμβάνει τον προϊστάμενό του, πεπεισμένος πως πρόκειται για τον δραπέτη μυλωνά. Βλέποντας κάποιον που μοιάζει με το σύζυγό της, η μυλωνού παρεμβαίνει προσπαθώντας να τον απελευθερώσει. Ο μυλωνάς επιστρέφει και εκείνος και βλέποντας τη σύζυγό του ευρισκόμενη σε δεινή θέση επιχειρεί να τη σώσει. Ακούγοντας τον σαματά, οι γείτονες επανέρχονται στον μύλο. Ο δικαστής εξηγεί τα όσα συνέβησαν (Danza del corregidor) και το μπαλέτο ολοκληρώνεται σε ξέφρενο ρυθμό με έναν εντυπωσιακό γενικό χορό (Danza final). Το μπαλέτο στο σύνολό του βρίθει από ανδαλουσιανά λαϊκά μοτίβα, τα δε δυο τραγούδια (Cante jondo) που ο Falla εμπιστεύεται στη μεσόφωνο μονωδό έχουν επιλεγεί από εκείνα, τα οποία συνοδεύουν χορούς φλαμένγκο περιγράφοντας κατά κανόνα μια θλιβερή ιστορία. Η μαγευτική παράσταση που ακολουθεί έλαβε χώρα το 2013 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, στο πλαίσιο των δημοφιλών εκδηλώσεων BBC Proms. Η χορογραφία είναι του Antonio Márquez, ο οποίος και υποδύεται τον πρωταγωνιστή μυλωνά. Η μεσόφωνος Clara Mouriz πλαισιώνει τον Ισπανό αρχιμουσικό Juanjo Mena και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του BBC.
El sombrero de tres picos

Ορμώμενο από το πνεύμα του φετινού Πρωτοχρονιάτικου αφιερώματος,
το επιτελείο της Clio Turbata εύχεται σε όλους εσάς
Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Μαρία Τσιτινίδου