100 χρόνια από τότε
Τα Χιονισμένα Χριστούγεννα του 1921 στο μέτωπο της Μικράς Ασίας
Χριστούγεννα του 1921 στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Χριστούγεννα στα παγωμένα βουνά του Μπουγιούκ Οτουράκ και στη χιονισμένη Κιουτάχεια. Τα τελευταία Χριστούγεννα στη Μικρά Ασία για τον ελληνικό στρατό και τον μικρασιατικό ελληνισμό. Τα τελευταία Χριστούγεννα των ανδρών της Χ Μεραρχίας και του θεατρικού θιάσου του Ηλία Βεργόπουλου.
Στο χιονισμένο μέτωπο, εκατό χρόνια πριν, μας μεταφέρει, με την ιδιότητα του αρθρογράφου της αθηναϊκής εφημερίδας Εμπρός, ο σπουδαίος θεατράνθρωπος Νικόλαος Ι. Λάσκαρης (1868-1945). Αναπαριστά ένα περιστατικό από την ψυχαγωγία των στρατιωτών κατά την περίοδο της στασιμότητας στο παγιδευτικό στρατηγικά Μέτωπο. Πώς στήθηκε, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1921, μια θεατρική παράσταση στην Κιουτάχεια. Και μάλιστα, ένα παλιό (1892) κωμειδύλλιο του ιδίου, Ο μύλος της έριδας. Στο αφιέρωμά του ξεδιπλώνεται μια πτυχή από τη ζωή στο Μέτωπο, μια πτυχή που δείχνει πόσο εμψυχωτικό ήταν το θέατρο. Αχνοφαίνεται σιωπηλός και ταπεινός μα τόσο ανθρώπινος ο αγώνας επιβίωσης των στρατιωτών μέσα στη ματαιότητα των θλιβερών χαρακωμάτων. Κάτω από την κρούστα των μεγάλων στρατιωτικών γεγονότων και μαχών της Μικρασιατικής Εκστρατείας, πέρα από τις πολιτικές και διπλωματικές προσεγγίσεις της ήττας του 1922 που μονοπωλούν την ιστορική έρευνα, βρίσκεται η, εν πολλοίς, άγνωστη ιστορία της καθημερινής ζωής χιλιάδων στρατιωτών.

Η Κιουτάχεια είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό λίγους μήνες νωρίτερα, στις αρχές Ιουλίου 1921, κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης- Βαγδάτης.1 Από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1921 μέχρι τον Αύγουστο του 1922, ο ελληνικός στρατός, μετά την υποχώρηση στον Σαγγάριο, εγκαταστάθηκε αμυντικά στη γραμμή Κίος – Μπιλετζίκ – Μποζ Νταγ – Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ – Ακάρ Νταγ – Τσιβρίλ – Μαίανδρος. Αναπτυγμένη η γραμμή σε μήκος 700 χιλιομέτρων, απομακρυσμένη από τις γραμμές συγκοινωνιών, καθηλωμένος ο στρατός σε επιβαρυντική για το ηθικό του αδράνεια και αναμονή. Στρατηγικά πέρασε από την επίθεση στην άμυνα. Ο βαρύς χειμώνας του 1921-22 που βίωναν οι Έλληνες στρατιώτες καταρράκωνε ακόμη περισσότερο το ηθικό τους. Σε διπλωματικό επίπεδο η ελληνική κυβέρνηση είχε αρχίσει σταδιακά να απομονώνεται από το φθινόπωρο του 1920. Έχανε συμμάχους. Η Τουρκία έβρισκε. Η Ιταλία και η Γαλλία διεξήγαν χωριστές διαπραγματεύσεις με τον Κεμάλ, ο οποίος είχε εξασφαλίσει τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση.2 Έχοντας απορρίψει το επίσημο σχέδιο συμβιβασμού της Αντάντ (Φεβρουάριος 1921) και παρά τις προτροπές του Λόυδ Τζωρτζ, η χώρα επέλεξε την «πολιτική της λόγχης», αυτοεγκλωβισμένη στον πολιτικό μαξιμαλισμό της, ενεργώντας σπασμωδικά, μέσα στο κλίμα της παραλυτικής πίεσης του εντεινόμενου Διχασμού.3 Στο μεταξύ, από τον Σεπτέμβριο του 1921, οι οικονομικοί πόροι εξαντλούνταν για εκείνο που η ηγεσία σχεδίαζε, για την επίθεση που θα εξανάγκαζε τον Κεμάλ να συνθηκολογήσει. Και ενώ οι εξελίξεις αυτές προκαλούσαν αίσθημα ματαιότητας και απελπισίας, υπονομευτικό της πίστης των Ελλήνων στρατιωτών στην τελική νίκη, αντιθέτως ευνοούσαν την ανασύνταξη και ενδυνάμωση του αντιπάλου, δίνοντας πολύτιμο χρόνο στον Κεμάλ να οργανώσει την τελική επίθεση.

Παραμονές Χριστουγέννων του 1921. Η Κιουτάχεια και τα γύρω μέρη είχαν σκεπαστεί με χιόνια. Έξω στα χαρακώματα, «οι σκοποί με τις χονδρές καπότες και τις κουκούλες των εφαίνονται σαν ανδρείκελα, από εκείνα που κατασκευάζουν τα παιδιά από χιόνι μέσα στις πολιτείες». Μα όσο κι αν ήταν το κρύο στην Κιουτάχεια, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το κρύο «που αισθανόντουσαν οι άνδρες της δεκάτης Μεραρχίας και πάνω στα βουνά του Μπουγιούκ Οτουράκ. Εκεί το κρύο ήταν αφόρητο. Επάγωνεν ακόμα και η μιλιά του ανθρώπου». Το κρύο σταμάτησε τις θεατρικές παραστάσεις που έδινε εκεί ο πρώτος στρατιωτικός θίασος του Βεργόπουλου, «ο εισηγητής των τοιούτων θιάσων εις την στρατιάν της Σμύρνης».
Θέατρο στο μέτωπο. Πώς ξεκίνησε η ιδέα αυτή; Ήταν τόση η καταρράκωση, όπως φαίνεται, ώστε ο ενθουσιώδης Βεργόπουλος σκέφτηκε πως ένας ελληνικός θίασος στα βάθη της Μικράς Ασίας θα ενθουσίαζε και θα διασκέδαζε τους στρατιώτες. Παρουσιάστηκε στον στρατηγό Αναστάσιο Παπούλα, για να ζητήσει την άδεια να συστήσει έναν μικρό θίασο. Ο Παπούλας πείστηκε, κι έτσι συστήθηκε ο πρώτος θίασος από τους στρατιώτες ηθοποιούς: Ηλ. Βεργόπουλο, Γ. Γληνό, Στ. Καλουτά, Δημ. Φραγκόπουλο, Ιωαν. Ζαφειρόπουλο και τις κυρίες Αλίκη Νικολάου, Αικ. Καλουτά, Αγγελική Ζερβίδου και τα δύο μικρά κοριτσάκια της κ. Καλουτά. Ο θίασος έκανε το ντεμπούτο του στα βουνά του Μπουγιούκ Οτουράκ, όπου βρισκόταν η μεραρχία του στρατηγού Φράγκου. Ένα παράπηγμα πρόχειρα κατασκευασμένο χρησίμεψε για σκηνή και δύο ελληνικές σημαίες για αυλαία. Μέχρι που έπιασαν τα μεγάλα κρύα του Δεκέμβρη. Τότε ο Βεργόπουλος ζήτησε να μετακινηθεί ο θίασός του σε μέρος ηπιότερο, για να μην πεθάνουν οι ηθοποιοί και τα δυο παιδιά από το κρύο. Κι έτσι ξεκίνησαν για την Κιουτάχεια.

Έφτασαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Ανήμερα δόθηκε αίφνης διαταγή να ανεβάσει ο θίασος παράσταση, και μάλιστα την ώρα που επρόκειτο να φάνε οι ηθοποιοί τον ψημένο γάλο. Έπρεπε να βρεθεί έργο με σκηνή γεύματος. Ή να εφευρεθεί τέτοια σκηνή… Ο Βεργόπουλος από μηχανής θεός. Αυτοσχεδίασε, εντάσσοντας εμβόλιμα στη ροή του θεατρικού διαλόγου ένα απροσδόκητο και τολμηρό σκηνοθετικό εύρημα, που έδωσε τον κυρίαρχο τόνο στα δρώμενα της σκηνής πετυχαίνοντας να κλέψει την παράσταση: Ένας αληθινός, ψημένος στον φούρνο, αχνιστός γάλος που θα έτρωγαν με υποτίθεται ρεαλιστική βουλιμία οι ηθοποιοί… Σύμφωνο άλλωστε και με το πνεύμα των Χριστουγέννων αυτό το εύρημα, ευωχίας των ανθρώπων σε ένα γιορτινό τραπέζι, θα φαινόταν πολύ φυσικό.
Το αφιέρωμα του Λάσκαρη διαβάζεται σαν χριστουγεννιάτικο διήγημα. Αποπνέει μια παπαδιαμαντική ατμόσφαιρα συγκίνησης και αισθητικής απόλαυσης, χωρίς όμως εκείνη την ιλαροτραγική κατάληξη του διηγήματος του Παπαδιαμάντη Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (1896), όπου ο μαστρο-Παύλος εξαπατά ένα παιδί και το στέλνει να παραδώσει τον γάλο στο σπίτι του (πεσκέσι για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειάς του), ενώ προοριζόταν για άλλον. Ιδού, λοιπόν, τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις κρύες ημέρες στο Μέτωπο με πρωταγωνιστή τον θίασο του Βεργόπουλου.
Τα Χιονισμένα Χριστούγεννα της Κιουτάχειας
Θεατρικαί παραστάσεις μεσ’ στα χιόνια
υπό Νικ. Ι. Λάσκαρη, Εμπρός, 25.12.1925
[…]
«Εν τω μεταξύ, αι παραστάσεις όταν η μεραρχία ξεκουραζότανε, έδιναν κι έπαιρναν. Αι τρεις γυναίκες του θιάσου είχαν γίνη κάτι περισσότερον από αδερφές με τους στρατιώτας. Ιδίως τα δύο μικρά κοριτσάκια συνεκέντρωναν όλην την αγάπη του στρατεύματος. Οι στρατιώται επιάνοντο μεταξύ τους ποιος να τα πρωτοπεριποιηθή. Ποιος ξέρει, ποιες αδελφούλες ή κορούλες των να συλλογιζόντουσαν τις στιγμές εκείνες οι κακόμοιροι που πολλοί από δαύτους δεν τις ξανάδαν πια!
Το κρύο όμως, όπως είπαμε, έπιασε πολύ δυνατό κατά τον Δεκέμβριο.
Τις παραμονές μάλιστα των Χριστουγέννων είχε γίνει αφόρητο για τις γυναίκες. Τα δύο κοριτσάκια είχαν ξεπαγιάσει κυριολεκτικώς. Τα χεράκια τους και τα ποδαράκια τους δεν τα νιώθανε από τις χιονίστρες.
-Πρέπει να φύγουμε από δω, είπε ο θιασάρχης κ. Βεργόπουλος. Πρέπει να πάμε σε μαλακώτερα μέρη. Θα πεθάνουν τα κακόμοιρα τα παιδιά.

Και μετ’ ολίγον, με το χέρι «κλαρίνο» επί του γείσου του πηλικίου του, επαρουσιάζετο προ του μεράρχου και εζήτει την άδειαν και φύλλο πορείας δι’ ολόκληρον τον θίασον. Ο κ. μέραρχος εύρε δικαιολογημένους τους λόγους του θιασάρχου και αμέσως διέταξε να ετοιμασθούν τα φύλλα πορείας και μία βοδάμαξα διά να μεταφέρει τον θίασον.
Οι στρατιώται της μεραρχίας με μεγάλη τους λύπη έμαθαν πως τους εγκαταλείπει ο θίασος. Μα έλα πάλι που έπρεπε να σωθούν τα καημένα τα κοριτσάκια από το κρύο. Τα είχαν αγαπήσει όλοι τους σαν αδερφάκια τους. Και το πρωί της ημέρας που επρόκειτο ν’ αναχωρήσουν, σχεδόν ολόκληρος η μεραρχία με τα κλάματα στα μάτια, περικύκλωσε τη βοδάμαξα και αποχαιρετούσε τους ηθοποιούς.
-Στο καλό. Στο καλό. Εφώναζαν όλοι τους και πολλοί εφιλοδωρούσαν τα μικρά με ό, τι μπορούσε να βρεθεί εκεί πάνω στα βουνά.
-Να, πάρτε και αυτόν τον γάλο, είπε ένας επιλοχίας, σας τον χαρίζει ο κ. μέραρχος για τα Χριστούγεννα.
Και ο φρεσκοσφαγμένος διάνος ετοποθετήθη μεταξύ των άλλων αποσκευών του θιάσου.
Η βοδάμαξα μετ’ ολίγον αναχωρούσε συνοδευομένη και από δώδεκα στρατιώτας διά παν ενδεχόμενον, κατά σύστασιν του κ. Μεράρχου.
Απ’ όπου κι αν διήρχετο η περίεργος αυτή πομπή, προκαλούσε εκστατικά τα βλέμματα των χωρικών γιατί πρώτη φορά έβλεπαν γυναίκες χωρίς γιασμάκι.
Τέλος, μετά πολλά βάσανα και περιπετείας, έφθασαν όλοι τους σώοι την παραμονήν των Χριστουγέννων εις τον σταθμόν Οτουράκ όπου τους επερίμενεν ιδιαίτερον βαγόνι διά να τους μεταφέρη εις Κιουτάχειαν, όπου ήλπιζαν να εύρουν μαλακώτερον το κλίμα.
Ανήμερα των Χριστουγένων, πρωί πρωί, ο θίασος έφθασεν εις Κιουτάχειαν. Εκεί η πρώτη φροντίς όλων, αφού εγκατεστάθησαν εις ένα εγκαταλελειμμένον τουρκικό σπίτι, εστράφη περί το μαγείρεμα του γάλου, τον οποίον μπορεί κανείς να ειπή τον είχαν καταφάει με τα μάτια του καθ’ όλον το διάστημα του ταξιδίου των. Οπωσδήποτε, ο γάλος σώος και ακέραιος, καλοσιτεμένος μάλιστα, εστάλη με τις σχετικές πατάτες εις τον φούρνον διά το Χριστουγεννιάτικο γεύμα, την ώραν του οποίου όλοι τους, μικροί και μεγάλοι επερίμεναν με δικαιολογημένην ανυπομονησίαν, διότι από πολλού είχαν διακόψει πάσαν σχέσιν με την κρεωφαγίαν.

Περί τας δύο του απογεύματος, ο περίφημος γάλος εκομίζετο καλοψημένος και μυρωδάτος εις τους ανυπομονούντας ηθοποιούς από τον φροντιστήν του θιάσου. Εντωμεταξύ όμως ένας αγγελιοφόρος του κ. συντ/χου είχεν αναγγείλει εις τον πειναλέον θίασον ότι κατά τις δύο ακριβώς έπρεπε να δώση μίαν παράστασιν διά τους στρατιώτας.
-Μα, καλά, είπεν ο κ. Βεργόπουλος, πρέπει να φάμε κι εμείς.
-Δεν πειράζει… τρώτε αργότερα.
-Μα…
-Τι να σας κάνω… Έτσι διέταξεν ο κ. συντ/χης… Θάρθη σήμερα εις την παράστασιν και ο ίδιος με όλους τους αξιωματικούς.
-Πολύ καλά, θα παραστήσουμε… Ειδοποίησε τον συντ/χην ότι είμαστε έτοιμοι.
Μετά την αναχώρησιν του αγγελιοφόρου, ο θιασάρχης εκάλεσε τους ηθοποιούς εις σύσκεψιν.
-Πρέπει, τους είπε, να βρούμε μια κωμωδία που να έχη και γεύμα… πρέπει τον γάλο να τον φάμε επί σκηνής… δεν γίνεται αλλιώς, θα σκάσουμε από την πείνα.
Αφού μάτην ανεζήτησαν οι ηθοποιοί να εύρουν κωμωδίαν μετά γεύματος, απεφάσισαν, κατά πρότασιν του θιασάρχου να παίξουν τον «Μύλον της έριδος», ένα παλαιόν κωμειδύλλιον του υποφαινομένου. Εις το κωμειδύλλιον αυτό, δύο γέροντες των οποίων τα παιδιά αγαπιώνται, ευρίσκονται εις τα μαχαίρια δι’ ένα κάποιον μύλο του οποίου και οι δύο διαφιλονικούν την κυριότητα. Διά να συμβιβάσουν τους γέρους οι δύο ερωτευμένοι καταφεύγουν εις έναν επιτήδειον δικηγόρον όστις με ένα παιγνίδι που τους παίζει κατορθώνει πράγματι να τους συμβιβάσει, και όλα τελειώνουν κατ’ ευχήν.
-Άι, είπεν ο θιασάρχης προς τον ηθοποιόν όστις θα υπεκρίνετο τον δικηγόρον, την στιγμήν που θα συμβιβάσης τα πράγματα, να ειπής πως από ευχαρίστησιν για το κατόρθωμά σου, φέρνεις κι ένα γάλο ψημένο τον φάνε όλοι εις υγείαν σου. Άκουσες; Για τα παρακάτω τα λέμε στο θέατρο.
Μετά μισή ώρα, ενώπιον του συντ/χου και των άλλων αξιωματικών και πλήθος στρατιωτών επαίζετο «Ο μύλος της έριδος».
Κατά τα συμφωνηθέντα, ο υποκρινόμενος τον δικηγόρον ηθοποιός, αφού εσυμβίβασε τους δύο γέρους, λέγει:
-Άι, σας έφερα κι ένα γάλον ψημένον, για να εορτάσωμεν την ευτυχίαν των παιδιών.
-Γάλον ψημένον; λέγει ο θιασάρχης όστις υπεκρίνετο ένα των γερόντων. Μωρέ, τι λες; Που ‘ναι τος;
-Νάτος.
Και το ταψί με τον άλλον προσκομίζεται μεγαλοπρεπώς επί σκηνής.
-Άιντε λοιπόν, να το στρώσωμεν στο γλέντι… Φωνάξτε και τα μικρά να ‘ρθουνε… Άιντε μπρός, καθήστε όλοι. Μωρέ γάλος!… Μα είσαι σπουδαίος, κύριε δικηγόρε…
Και ο θίασος ολόκληρος στρώνεται στο τραπέζι επί σκηνής και αρχίζει να τραγουδά και να ζητωκραυγάζη.
-Ζήτω του δικηγόρου μας. Ζήτω.
-Ζήτω και του κυρίου συντ/χου.
-Ζήτω του.
Και αι ζητωκραυγαί από της σκηνής μετεδόθησαν εις το ακροατήριον, το οποίον έξαλλον από ενθουσιασμόν ήρχισε να ζητωκραυγάζη υπέρ του δικηγόρου και του κ. συντ/χου.
-Εβίβα κι άλλη μια.
-Εβίβα.
Και δος του τραγούδια, τα οποία επανελάμβανεν εν χορώ ολόκληρον το ακροατήριον.
Διά να μη τα πολυλογούμε, η σκηνή του γεύματος διήρκεσε μίαν ολόκληρον ώραν εν γενική ευθυμία, εκρίθη δε παρά πάντων ως η ωραιοτέρα αλλά και η φυσικωτέρα της κωμωδίας.
Εν τέλει οι ηθοποιοί εδέχθησαν τα θερμά συγχαρητήρια του κ. συντ/χου και των αξιωματικών διά το… φυσικόν των παίξιμο!…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Η Κιουτάχεια (αρχαία πόλη της Φρυγίας, το Κοτύαιον κατά τους βυζαντινούς χρόνους) εκτεινόταν στους πρόποδες του όρους Ατζέμ Ντάγ, όπου δέσποζε βυζαντινό φρούριο. Ήταν έδρα σαντζακίου, με πληθυσμό 000 κατοίκους, εκ των οποίων 5.000 ήταν Έλληνες και 2.000 Αρμένιοι. Οι εκεί τουρκόφωνοι Έλληνες κατοικούσαν σε συμπαγή συνοικισμό στο δυτικότερο και υψηλότερο σημείο της πόλης. Η συντεχνία των γουναράδων διατηρούσε παρθεναγωγείο. Η πόλη φημιζόταν για την εξαίρετη κεραμική τέχνη της, την οποία ασκούσαν με παραδοσιακό τρόπο οι Τούρκοι, παράγοντας μεγάλη ποικιλία πλακιδίων, χρηστικών και διακοσμητικών αγγείων. Τα προϊόντα τους εξάγονταν και στην Ευρώπη. Έλληνες κεραμείς είχαν κι αυτοί τα δικά τους κεραμουργεία. Ήταν μια πόλη όπου επί αιώνες συνυπήρχαν τρεις κοινότητες με διαφορετικό πολιτισμό και παραδόσεις. Ο πόλεμος έθεσε οριστικό τέλος στη μακραίωνη πολυπολιτισμική συνύπαρξη.
2.Γιάννης Γ. Μουρέλος, «Οι σχέσεις της Γαλλίας με την κεμαλική Τουρκία. Οι επιπτώσεις τους στην έκβαση του Μικρασιατικού Ζητήματος», στο Επιστημονικό Συμπόσιο Όψεις του Μικρασιατικού Ζητήματος, Ιστορική θεώρηση και προεκτάσεις, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 51-55.
3.Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, «Από τον θρίαμβο των Σεβρών στην Καταστροφή: Τα πολιτικά αίτια της ήττας του 1922», στο 8ο Συμπόσιο «Λίγο πριν την 100/ετία: Πώς και γιατί οι Έλληνες υπέστησαν τη μεγαλύτερη Καταστροφή της Ιστορίας τους», 24-26 Νοεμβρίου 2017, Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού, Νέα Ιωνία 2018, σ. 165-175.
Εισαγωγή – Επιμέλεια κειμένου: Γεωργία Μπακάλη
Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Παρασκευή Ευσταθιάδου