Η Πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Clio Turbata
Μουσική και κινηματογράφος. Μια περιπλάνηση από τη μεγάλη οθόνη στις αίθουσες συναυλιών
Αφιερώνεται στον Δημοσθένη Μαρμαρά
μουσικό και ένθερμο σινεφίλ
Κινηματογράφος δίχως μουσική είναι εφικτός; Την απάντηση δίνει κατηγορηματικά ο απειροελάχιστος αριθμός των κινηματογραφικών ταινιών που δεν διαθέτουν την παραμικρή μουσική επένδυση. Αν όμως η συνοδεία μουσικής αναδεικνύεται σε θεμελιώδη παράμετρο, το ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο καταλαμβάνει τη θέση, η οποία δικαιωματικά της αναλογεί. Εδώ η απάντηση είναι αποκαρδιωτική. Στην πληθώρα των περιπτώσεων, η μουσική υποβαθμίζεται από τη στιγμή, κατά την οποία η προτεραιότητα δίνεται εξ ορισμού στην εικόνα. Λίγες είναι οι περιπτώσεις ισοδύναμου καταμερισμού, προς όφελος του συνόλου. Συνήθως οφείλεται στην καλή χημεία και αγαστή συνεργασία μεταξύ σκηνοθέτη και μουσικοσυνθέτη. Υπάρχουν περίτρανα δείγματα του είδους αυτού (Sergei Eisenstein – Sergei Prokofiev, Alfred Hitchcock – Bernard Herrmann, Frederico Fellini – Nino Rota, Sergio Leone – Ennio Morricone, David Lean – Maurice Jarre, Blake Edwards – Henry Mancini, George Lukas – John Williams), πραγματικά σημεία αναφοράς. Πρόκειται, ωστόσο, για ευτυχείς εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ναι μεν η ύπαρξη μουσικής υπόκρουσης κρίνεται απαραίτητη, ωστόσο αποφεύγεται συστηματικά να τής επιτραπεί να διεκδικήσει συμμετοχή επί ίσοις όροις. Αντιστρέφοντας την προοπτική, το σημερινό αφιέρωμα κινείται προς την κατεύθυνση αποκατάστασης μιας αδικίας. Στόχος είναι να αποδείξει όχι την εξάρτηση της μουσικής από την εικόνα (βοηθούσης και της πρακτικής του ηχητικού μοντάζ που συχνά κατακερματίζει μια αυτοτελή μουσική σύνθεση ανάλογα με τις επιταγές του σκηνοθέτη), αλλά εκείνη της εικόνας από τη μουσική, χάρη στην ατμόσφαιρα που μια ποιοτική σύνθεση διαθέτει κάθε δυνατότητα να δημιουργήσει. Για τον λόγο αυτό, σε πολλά από τα παραδείγματα που ακολουθούν παρατίθεται το σύνολο της μουσικής, η οποία έχει γραφεί κατ’ εντολή του σκηνοθέτη, συχνά όμως κατακερματιστεί επί της οθόνης, εκ νέου κατ’ εντολή του σκηνοθέτη. Πολλά από τα έργα αυτά μπορούν κάλλιστα να ενταχθούν στο κλασσικό συμφωνικό ρεπερτόριο και να εκτελεστούν αυτοδύναμα μέσα στις αίθουσες συναυλιών. Τέλος, άξιες μνείας είναι οι περιπτώσεις καταξιωμένων μουσικοσυνθετών, οι οποίοι δέχθηκαν να επενδύσουν με τη μουσική τους κινηματογραφικές ταινίες, ως φόρο τιμής προς την Έβδομη Τέχνη.
Εισαγωγή
Το αφιέρωμα ξεκινά με μια ανθολογία βραβευμένων με Όσκαρ (ή υποψηφίων για τον ίδιο σκοπό) μουσικών επενδύσεων. Σε πολλές από αυτές επανέρχεται κατόπιν αναλυτικότερα. Ο John Williams, ο οποίος και διασκεύασε την παρακάτω σπονδή σε μελωδίες που άφησαν εποχή, διευθύνει την Boston Pops Orchestra. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε το 2002 στη Βοστόνη.
Richard Strauss (1864-1949) – Johann Strauss υιός (1825-1899)
Τι σχέση μπορεί να έχουν με τον χώρο της έβδομης τέχνης δυο συνθέτες, οι οποίοι ουδέποτε έχουν εντρυφήσει σε μουσικές επενδύσεις κινηματογραφικών ταινιών (ο ένας μάλιστα δεν πρόλαβε καν την εφεύρεση του κινηματογράφου) και, επιπρόσθετα, φέρουν το ίδιο επώνυμο δίχως να τους συνδέει η παραμικρή συγγένεια; Η απάντηση είναι ότι η μουσική τους επιλέχθηκε μετά θάνατον για την επένδυση της ίδιας ταινίας.
Τον Ιούνιο του 1968, δεκατρείς, μόλις, μήνες πριν από την αποστολή του διαστημοπλοίου Απόλλων 11 στη Σελήνη, προβλήθηκε στις αίθουσες μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες που κατέγραψε ποτέ η ιστορία του κινηματογράφου. Ο λόγος για το περίφημο 2001: A Space Odyssey, του σκηνοθέτη Stanley Kubrick, με σενάριο βασισμένο στη νουβέλα του Arthur C. Clarke με τίτλο The Sentinel. Πρόκειται για έναν φιλοσοφικών, σχεδόν, διαστάσεων στοχασμό επάνω στην ύπαρξη και εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους μέσα στο χρόνο, επάνω στην τεχνολογία, στην τεχνητή νοημοσύνη με τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους που αυτή επιφέρει, επάνω στη ζωή και στον θάνατο, τέλος, επάνω στο ενδεχόμενο ύπαρξης εξωγήινης ζωής. Η ανθρώπινη άβυσσος, έτσι όπως παρουσιάζεται στο έργο, φαντάζει εξίσου πολύπλοκη και αινιγματική με την αντίστοιχη συμπαντική. Οι διάφοροι πολιτισμοί υπάγονται στο τρίπτυχο-τετράπτυχο του βιολογικού κύκλου (γέννηση, εξέλιξη-άνθιση, παρακμή-θάνατος και εκ νέου γέννηση). Η δε ανθρώπινη νοημοσύνη υποσκελίζεται από τη δική της επινόηση, την τεχνητή νοημοσύνη. Ο άνθρωπος πληρώνει, με τον τρόπο αυτό, το τίμημα της υπέρμετρης αλαζονείας του: η αρχαία ελληνική ύβρις σε εποχή προηγμένης τεχνολογίας. Για πολλούς, η χρονική γειτνίαση της προβολής της συγκεκριμένης κινηματογραφικής ταινίας με την κατάκτηση της Σελήνης, ερμηνεύτηκε ως ψυχολογική προπαρασκευή του ευρέως κοινού, ενόψει του κοσμογονικού γεγονότος, που το τελευταίο έμελλε σύντομα να βιώσει.
Ο Kubrick είχε την φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσει στην αρχή και στο τέλος του έργου την εντυπωσιακή εισαγωγή από το συμφωνικό ποίημα για μεγάλη ορχήστρα του Richard Strauss Τάδε έφη Ζαρατούστρας (Also Sprach Zarathustra), εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Friedrich Nietzsche. Η επιλογή υπήρξε ευφυής καθώς προέκυψε απόλυτη ταύτιση μεταξύ εικόνας και μουσικής. Η εξαίρετη συμφωνική σύνθεση του R. Strauss βίωσε μια δεύτερη νεότητα μέσα στη δεκαετία του 1970 (η σύνθεση χρονολογείται από το 1896), καθώς πολύς κόσμος ανακάλυψε την ύπαρξή της χάρη στην προβολή της ταινίας και θέλησε κατόπιν να την γνωρίσει αναλυτικότερα. Για την εισαγωγή επιλέξαμε ένα απόσπασμα της συναυλίας που πραγματοποιήθηκε στις 28 Απριλίου 2012 στην αίθουσα της Φιλαρμονικής του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του ανερχόμενου αρχιμουσικού Gustavo Dudamel, με καταγωγή από την Βενεζουέλα.
R. Strauss: Also sprach Zarathustra, Op. 30
Η πατροπαράδοτη Πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Βιέννης ολοκληρώνει πάντοτε το πρόγραμμά της με την εκτέλεση του πασίγνωστου βαλς του Johann Strauss υιού Ο Ωραίος Γαλάζιος Δούναβης (An der schönen, blauen Donau), που θεωρείται ο άτυπος εθνικός ύμνος της Αυστρίας. Ο Kubrick επέλεξε το μουσικό αυτό έργο χορογραφώντας ένα ιδιότυπο διαστημικό μπαλέτο. Αποφύγαμε να επιλέξουμε για το παρόν αφιέρωμα μια από τις αναρίθμητες ζωντανές ερμηνείες. Αντ’ αυτού προκρίναμε το σχετικό απόσπασμα της ταινίας προκειμένου να απολαύσετε με τη σειρά σας το απόλυτο πάντρεμα εικόνας και ήχου. Το έργο εκτελείται από τον Herbert von Karajan και την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης.
Johann Strauss sohn: An der schönen, blauen Donau, Op. 314
Sergei Prokofiev(1891-1953)
«Ο Prokofiev δεν είναι μόνο ένας από τους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες της εποχής μας. Κατά την άποψή μου είναι ο πιο υπέροχος δημιουργός μουσικής κινηματογραφικών ταινιών». Μια δίκαιη αναγνώριση εκ μέρους ενός μεγάλου σκηνοθέτη, του Sergei Eisenstein, έναντι του συνονόματός του συνεργάτη και προσωπικού του φίλου, Sergei Prokofiev. Η ιδιωτική τους αλληλογραφία σχετικά με την προετοιμασία των δυο κλασσικών ταινιών Αλέξανδρος Νιέφσκι (1938) και Ιβάν ο Τρομερός (1944) επιβεβαιώνει όχι μόνο την άψογη συνεργασία αλλά και τα αμοιβαία αισθήματα σεβασμού. Τέλος, διόλου ευκαταφρόνητο για έναν σκηνοθέτη, ο οποίος, όπως οι περισσότεροι ομότεχνοί του λειτουργούσε υπό το άγχος αυστηρού χρονοδιαγράμματος, η συνέπεια του συνεργάτη του τον ανακούφιζε αφάνταστα. Οι φιλοφρονήσεις του σκηνοθέτη δεν περιορίστηκαν στην προαναφερθείσα φράση. Ο Eisenstein επαινούσε ευκαιρίας δοθείσης την μεθοδικότητα, την αναζήτηση, τον λυρισμό αλλά και την έμφυτη κινηματογραφικότητα της μουσικής του Prokofiev. “Η πλαστικότητα της μουσικής του Prokofiev είναι μοναδική. Δεν είναι απλώς εικονογραφική. Παντού αναδεικνύει ανάγλυφα τον ρυθμό και τη δυναμική του γεγονότος. O Prokofiev είναι άνθρωπος της οθόνης”. Άλλωστε κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι ο Prokofiev συνέθεσε μουσική για οκτώ συνολικά κινηματογραφικές ταινίες, δυο εκ των οποίων δεν γυρίστηκαν τελικά ποτέ. Τα λόγια του Eisenstein επαληθεύονται όσο ποτέ άλλοτε στη διάσημη σκηνή της μάχης των πάγων, απόσπασμα από την ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκι.
Alexander Nevsky – “Battle of the Ice”
To 1939 o Prokofiev μετέγραψε τη μουσική της ταινίας σε καντάτα για μεσόφωνο, χορωδία και ορχήστρα. Πρόκειται για ένα από τα λίγα παραδείγματα μουσικής επένδυσης κινηματογραφικών ταινιών που με τον τρόπο αυτό απόκτησαν μόνιμη θέση στο κλασσικό μουσικό ρεπερτόριο. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο αρχιμουσικός Andris Nelsons από τη Λετονία, μόνιμος αρχιμουσικός σήμερα της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης και της Ορχήστρας του Gewandhaus της Λειψίας, διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία του Μπέρμιγχαμ. Η συναυλία έλαβε χώρα το 2011 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου.
Alexander Nevsky, Op. 78 – “Battle of the Ice”
Leonard Bernstein (1918-1990)
Αν και ήδη διακεκριμένος μουσικοσυνθέτης και αρχιμουσικός (διάδοχος του Δημήτρη Μητρόπουλου επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης), ο Leonard Bernstein έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό χάρη στην εκτυφλωτική επιτυχία της ταινίας West Side Story (1961) του Robert Wise. Σε συνδυασμό με την υπέροχη χορογραφία του Jerome Robbins, η μουσική του Bernstein διεκδικεί δικαιωματικά μεγάλο μερίδιο από τη διεθνή απήχηση του έργου. Άλλωστε ο μουσικοσυνθέτης βάδιζε σε γνώριμο έδαφος. Ορισμένα από το μιούζικαλ που είχε συνθέσει στο παρελθόν και τα οποία είχαν ανεβεί με αξιοσημείωτη επιτυχία στις αίθουσες του Broadway, γυρίστηκαν αργότερα σε ταινίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των On the Town (1949) και Wonderful Town (1958), που μαζί με το West Side Story συγκροτούν την επονομαζόμενη “τριλογία της Νέας Υόρκης”. Ο Bernstein μεταποίησε τις παραπάνω συνθέσεις (με εξαίρεση το Wonderful Town), σε αυτοτελείς συμφωνικές σουίτες, προβαίνοντας ενίοτε σε ριζικές ανακατατάξεις της αρχικής παρτιτούρας και προσδίδοντας τη μορφή χορών. Τρία χορευτικά επεισόδια (Three Dance Episodes) είναι ο τίτλος της συμφωνικής εκδοχής του On the Town. Φέρουν τους επιμέρους προσδιορισμούς: 1. The Great Lover 2. Lonely Town και 3. Times Square. Όπως σε όλες οι υπόλοιπες χορευτικές συνθέσεις του Bernstein, έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση η μουσική αγγίζει επίπεδα ορχηστρικής πολυπλοκότητας και δυναμισμού πρωτόγνωρα έως τότε στο εν γένει μουσικοχορευτικό ρεπερτόριο του Broadway. Τα τρία χορευτικά επεισόδια του On the Town ερμηνεύονται από την Μεξικανικής καταγωγής Alondra de la Para, κορυφαία γυναίκα αρχιμουσικό των ημερών μας.
On the Town – “Three Dance Episodes”
Αν και το σκηνικό (Νέα Υόρκη) παραμένει το ίδιο, η ατμόσφαιρα αλλάζει άρδην με αφορμή το West Side Story. Η ανεμελιά, το κέφι και η ξεγνοιασιά παραχωρούν τη θέση τους στη βία, στον ανικανοποίητο έρωτα και στα ανθρώπινα αδιέξοδα. Πρόκειται για μια ιδιοφυή μεταφορά του μύθου του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας από την αναγεννησιακή Βερόνα στις φτωχογειτονιές της αμερικανικής μεγαλούπολης, όπου κυριαρχούν οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών, οι ψευδαισθήσεις του λεγόμενου “αμερικανικού ονείρου”, τα άλυτα μειονοτικά προβλήματα, η έλλειψη οράματος και οι ανασφάλειες της μεταπολεμικής γενιάς. Όλα τα παραπάνω διακριτικά γνωρίσματα αποτυπώνονται στη μουσική γραφή του Bernstein, η οποία, παρά τα όποια μελωδικά διαλείμματα (Tonight, Maria, Somewhere) συχνά αγγίζει δραματικές κορυφώσεις. Η ρυθμική αγωγή απομακρύνεται από τον ονειρικό, γεμάτο νοσταλγία κόσμο της Jazz των προηγούμενων συνθέσεων και στρέφεται προς την επιλογή λατινοαμερικανικών ρυθμών (Mambo, Cha-cha). Από μουσικής απόψεως, το West Side Story δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το είδος της μελοδραματικής όπερας της εποχής του ύστερου βερισμού. Το 1960, τρία χρόνια έπειτα από την ολοκλήρωση της σύνθεσης του μιούζικαλ, ο Bernstein εξήγαγε από την τελευταία μια ορχηστρική σουίτα, στην οποία προσέδωσε τον τίτλο Συμφωνικοί χοροί. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική και αυτοτελή προσέγγιση του ιδίου έργου. Διερωτάται κανείς ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης του επιθετικού προσδιορισμού “συμφωνικοί”. Απλούστατα, επειδή η χορευτική μουσική, ακόμα και στην πλέον πρωταρχική της εκδοχή, δεν μπορεί παρά να διαθέτει συμφωνική δομή. Απλές θεματικές ιδέες, οι οποίες συγχωνεύονται μεταξύ τους προτού εκβάλουν σε ποικίλα δραματικά μορφώματα. Aγνή, καθαρή μουσική, δίχως εξάρτηση από προαπαιτούμενη πληροφόρηση ή από την ροή οποιασδήποτε πλοκής που εκτυλίσσεται επί σκηνής. Οι Συμφωνικοί χοροί, αν και εκτελούνται απνευστί, αποτελούνται από τα κάτωθι μέρη: Prologue, Somewhere, Scherzo, Mambo, Cha-cha, Meeting Scene, Cool Fugue, Rumble, Finale. Ερμηνεύονται από την Ορχήστρα NDR Elbphilharmonie του Αμβούργου υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Alan Gilbert.
West Side Story – “Symphonic Dances”
Erich Wolfgang Korngold (1897-1957)
Γνωστός χάρη στο εξαιρετικό Κοντσέρτο για βιολί και τις όπερες Βιολάντα (Violanta), Το Δακτυλίδι του Πολυκράτη (Der Ring des Polykrates) και η Νεκρή Πόλη (Die totte Stadt), άπαντα γραμμένα σε ηλικία κάτω των 23 ετών, ο Αυστριακός Erich Wolfgang Korngold υπήρξε στα νεανικά του χρόνια ένα παιδί-θαύμα. Το 1934, διαπιστώνοντας ότι συγκεντρώνονταν απειλητικά σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα και εξαιτίας της εβραϊκής του προέλευσης αναζήτησε ασφαλές καταφύγιο στη δυτική ακτή των ΗΠΑ. Έκτοτε εξελίχθηκε σε έναν από τους επιμελέστερους συνεργάτες του Holywood επενδύοντας με τη μουσική του 16 συνολικά κινηματογραφικές ταινίες. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται οι ακόλουθες: A Midsummer Night’s Dream (1935), Captain Blood (1935– υποψηφιότητα για Όσκαρ), The Adventures of Robin Hood (1938 – βραβείο Όσκαρ), Juarez (1939), The Sea Hawk (1940 – βραβείο Όσκαρ), The Sea Wolf (1941), Kings Row (1942 – με πρωταγωνιστή τον Ronald Reagan) κ.ά. Ειδικότερα για την ταινία Το γεράκι της θάλασσας (The Sea Hawk) έχει ειπωθεί πως η μουσική του Korngold συνέβαλε ουσιαστικά στο να γυριστεί η πλέον πετυχημένη σκηνή ξιφομαχίας σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου. Ο ίδιος τη θεωρούσε ως την καλύτερη που είχε ποτέ συνθέσει για τον κινηματογράφο. Για πολλούς μεταγενέστερους συνθέτες μουσικής κινηματογράφου εικάζεται ότι λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης. Η υπόθεση αφηγείται ένα επεισόδιο της ζωής του πειρατή Geoffrey Thorpe (Errol Flynn) εμπνευσμένο από την πραγματική δραστηριότητα του Sir Francis Drake, ενόσω η πανίσχυρη ισπανική αρμάδα ετοιμαζόταν να εισβάλλει στις Βρετανικές Νήσους. Αν και τα συμβάντα διαδραματίζονται τον 15ο αιώνα, είναι σαφής ο συμβολισμός του έργου το έτος 1940, μέσα στο οποίο γυρίστηκε, σε μια στιγμή μάλιστα που μαινόταν η Μάχη της Αγγλίας. Την περίφημη Βασιλική Ορχήστρα Κοντσερτγκεμπάου του Άμστερνταμ, μια από τις καλυτερες σε παγκόσμια κλίμακα, διευθύνει ο Γάλλος αρχιμουσικός Stéphane Denève. Προηγείται η πασίγνωστη εισαγωγική φανφάρα της εταιρίας 20th Century Fox (έχει πλέον μετονομαστεί σε 20th Century Studios, Inc.) του Alfred Newman.
Sea Hawk
Sir William Walton (1902-1983)
Στην εξηντάχρονη σταδιοδρομία του, ο Sir William Walton, ένας από τους παραγωγικότερους Βρετανούς συνθέτες του 20ού αιώνα, εντρύφησε σε όλα σχεδόν τα είδη μουσικής, από συμφωνικά έργα μέχρι όπερες, από μουσική μπαλέτου μέχρι επένδυση κινηματογραφικών ταινιών. Οι περισσότερο γνωστές του συνθέσεις είναι η καντάτα Belshazzar’s Feast, η όπερα Troilus and Cressida, το κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα, οι δυο συμφωνίες, τα μπαλέτα Façade, The Wise Virgins και The Quest. Μεταξύ των ετών 1934 και 1969, ο Walton συνέθεσε μουσική για 13 συνολικά ταινίες μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι ακόλουθες: Escape me Never (1934), As you Like it (1936), The First of the Few (1942), Henry V (1944 – υποψηφιότητα για Όσκαρ), Hamlet (1948 – υποψηφιότητα για Όσκαρ) και Richard III (1955). Η τελευταία κατά σειρά, Battle of Britain (1969) του Guy Hamilton, ακολούθησε περιπετειώδη πορεία. Λίγο πριν από την έναρξη του γυρίσματος, ο σκηνοθέτης απέσυρε την σουίτα που τού είχε προταθεί διατηρώντας μόνο ένα απόσπασμα (Battle in the Air) με τo οποίo συνόδευσε αριστοτεχνικά μια από τις πλέον εντυπωσιακές σκηνές αερομαχίας που έχουν ποτέ γυριστεί.
Battle of Britain – “Battle in the Air”
Τη μουσική για το υπόλοιπο της ταινίας εμπιστεύθηκε στον Ron Goodwin. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παραπάνω ομολογουμένως άκομψη ενέργεια τελευταίας στιγμής, ο εκ των πρωταγωνιστών Lawrence Olivier απείλησε με λύση συμβολαίου. Τελικά προκρίθηκε ο προαναφερθείς συμβιβασμός με τη διατήρηση του ατμοσφαιρικού επεισοδίου Battle in the Air. Πρόσφατα, από την εταιρεία Metro Goldwin Mayer κυκλοφόρησε στο εμπόριο ένα DVD με τις ίδιες εικόνες, αλλά με δυο διαφορετικές μουσικές εκδοχές: την αρχική του Walton και την τελική του Goodwin. Ίσως να πρόκειται για τον ορθότερο τρόπο προκειμένου να διευθετηθεί η διαφορά, αφήνοντας στον θεατή τη δυνατότητα να κρίνει εκείνος. Σημειωτέον ότι παλαιότερα, το 1942, από την μουσική της πολεμικής περιπέτειας The First of the Few, ο Walton εξήγαγε ένα μέρος, το οποίο τιτλοφόρησε Spitfire Prelude and Fugue. Ακολουθεί η ακρόαση του συνόλου της συμφωνικής σουίτας Battle of Britain, από την οποία μόνο το πρώτο ήμισυ – όχι το βικτωριανής μεγαλοπρέπειας εμβατήριο που έπεται – συμπεριλαμβάνεται τελικά στην ταινία. Ερμηνεύεται από τον Keith Lockhart και την Ορχήστρα Συναυλιών του BBC. Αφιερωμένη αποκλειστικά στη μουσική για τον κινηματογράφο, η συναυλία έλαβε χώρα στις 31 Αυγούστου 2013 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, στο πλαίσιο του δημοφιλούς κύκλου BBC Proms.
Battle of Britain – Suite
Sir Malcolm Arnold (1921-2006)
Αν και αρκετά συντηρητικός στον τρόπο γραφής του (ο ίδιος θεωρούσε ως σημεία αναφοράς τους Berlioz, Mahler, Bartók αλλά και από τη μουσική jazz) o Sir Malcolm Arnold εντυπωσιάζει με το εύρος και με την ποικιλία του έργου του: εννέα συμφωνίες, κοντσέρτα για κιθάρα, τσέλο, κλαρινέτο, για δυο πιάνα και τρία χέρια, ακόμα και για φυσαρμόνικα, ένας κύκλος χορών (Αγγλικοί, Σκωτσέζικοι, Ιρλανδέζικοι, χοροί της Ουαλίας και της Κορνουάλης), το μπαλέτο Solitaire, εισαγωγές για ορχήστρα, μουσική δωματίου. Πολλοί κριτικοί τον παρομοίωσαν με τον Φινλανδό συνθέτη Jean Sibelius, τόσο για την υφολογική συγγένεια όσο και για την έμφαση, την οποία αμφότεροι προσέδωσαν στο είδος της συμφωνικής μουσικής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Arnold κατέχει τα μυστικά της ορχήστρας και τα αξιοποιεί δεόντως. Δεινός συνθέτης μουσικής κινηματογράφου, τα έργα του σε αυτόν τον τομέα ξεπερνούν τα εκατό, συμπεριλαμβανομένων και πολλών ντοκυμαντέρ. Χαρακτηριστικά αναφέρονται: The Captain’s Paradise (1953), The Sea shall not Have Them (1954), 1984 (1956), Dunkirk (1958), The Inn of the Sixth Happiness (1958), The Thin Red Line (1964), The Heroes Of Telemark (1965). H μεγάλη διάκριση προέκυψε το 1957, με αφορμή την ταινία του David Lean The Bridge on the River Kwai, για την οποία απέσπασε δικαίως το βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής. Δεν ήταν η πρώτη συνεργασία μεταξύ των δυο. Είχαν προηγηθεί οι ταινίες The Sound Barrier (1952) και Hobson’s Choice (1954). Ωστόσο, διακόπηκε απότομα το 1957 ενώ βρισκόταν στο απόγειό της, πιθανότατα εξαιτίας του ιδιοσυγκρασιακού χαρακτήρα αμφοτέρων. Η γέφυρα του ποταμού Κβάι θεωρείται ως μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες όλων των εποχών. Τιμήθηκε με επτά βραβεία Όσκαρ (μεταξύ των οποίων εκείνο της καλύτερης ταινίας). Πλοκή, σενάριο, ερμηνεία, φωτογραφία και μουσική υπόκρουση συγκροτούν ένα ασυναγώνιστο σύμπλεγμα. Δεν πρόκειται για μια απλή πολεμική περιπέτεια βασισμένη σε αληθινά γεγονότα (την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής από Άγγλους αιχμαλώτους μέσα στη ζούγκλα της Βιρμανίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ιαπωνικού στρατού). Ο θεατής είναι μάρτυρας της σύγκρουσης δυο πολιτισμών εκ διαμέτρου αντίθετων δίχως να υφίσταται κανένα περιθώριο συμβιβασμού. Το 1997 η ταινία χαρακτηρίστηκε εξόχως σημαντική από πολιτισμικής, ιστορικής και αισθητικής απόψεως και επιλέχθηκε για μόνιμη φύλαξη και συντήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογραφικών Ταινιών (National Film Registry) της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.
The Bridge On The River Kwai – Trailer
Η μουσική του Malcolm Arnold είναι μεγαλειώδης. Επική, δραματική, βίαιη, ηρωική, εξωτική, ενίοτε όμως απρόσμενα νοσταλγική και τρυφερή μέσα στον γενικότερο παραλογισμό του πολέμου, με εξαιρετική ενορχήστρωση, η οποία πιστοποιεί περίτρανα πως ο εμπνευστής της δεν είναι απλά ένας κοινός ειδικός στη σύνθεση κινηματογραφικών υποκρούσεων, αλλά αντίθετα, ένας ολοκληρωμένος επαγγελματίας δημιουργός, ο οποίος θέτει την πείρα και το ταλέντο του στην υπηρεσία της Έβδομης Τέχνης. Υπάρχει, ωστόσο, μια παρεξήγηση που χρήζει διευκρίνησης. Το περίφημο εμβατήριο που σφυρίζουν οι αιχμάλωτοι στην εναρκτήρια σκηνή εισερχόμενοι στο στρατόπεδο (Colonel Bogey March) και το οποίο έχει καθιερωθεί ως σήμα κατατεθέν της ταινίας, δεν ανήκει στον Arnold. Χρονολογείται από το 1914 με συνθέτη τον Kenneth J. Alford. Ο Arnold ενέταξε τη μελωδία στη μουσική του πλαισιώνοντάς την με ένα εμβατήριο (River Kwai March) δικής του έμπνευσης. Παραθέτουμε τη συμφωνική σουίτα στο σύνολό της προκειμένου να αναδειχθεί το πολυσχιδές ταλέντο του μουσικοσυνθέτη. Αποτελείται από τέσσερα μέρη: 1. Prelude, 2. Sunset, 3. Jungle Trek, 4. Colonel Bogey/River Kwai March. O Barry Wordsworth διευθύνει την Ορχήστρα Συναυλιών του BBC.
The Bridge on the River Kwai – Suite
Maurice Jarre (1924-2009)
“Δεν σου έδωσα μια μεγάλη ταινία. Όμως εσύ μου έδωσες μια μεγάλη μουσική”. Με αυτά τα λόγια εκφράστηκε ο Alfred Hitchcock το 1969, με αφορμή το γύρισμα του έργου Topaz. Αν και δοκίμασε τις δυνάμεις του και σε άλλα είδη μουσικής (π.χ. στην ηλεκτρονική, της οποίας ο γιος του, Jean-Michel, έμελε αργότερα να είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους), ο Maurice Jarre έχει μείνει γνωστός για την τεράστια συμβολή του στον χώρο της Έβδομης Τέχνης. Από το 1957 (Burning Fuse) έως το 2001 (Uprising) πλαισίωσε με τις συνθέσεις του 151 κινηματογραφικές ταινίες. Στα 41 αυτά χρόνια συνεργάστηκε με τους καλύτερους σκηνοθέτες της εποχής του: Alfred Hitchcock, Luchino Visconti, Franco Zeffirelli, Elia Kazan, John Huston, Henri Verneuil, René Clément, Richard Brooks, John Frankenheimer, Volker Schlöndorff, Wolfgang Petersen, Ridley Scott μεταξύ πολλών άλλων. Ωστόσο, το συναπάντημά του με τον David Lean υπήρξε εκείνο που σηματοδότησε τις μεγαλύτερες διακρίσεις: τέσσερις ταινίες – τρία βραβεία Όσκαρ καλύτερης μουσικής (Lawrence of Arabia, Doctor Zhivago, A Passage to India) και μια υποψηφιότητα (Ryan’s Daughter). Εξακολουθεί να είναι άξιον απορίας το πως ένας Γάλλος, λατινικής προέλευσης και παιδείας, κατάφερε να αφομοιώσει τόσο καλά και να αποδώσει τόσο έντεχνα τον κόσμο του David Lean που, με εξαίρεση την ταινία Doctor Zhivago, εξυμνεί, ασκώντας συνάμα αιχμηρή κριτική, το ευρισκόμενο σε διαδικασία παρακμής βρετανικό αυτοκρατορικό μεγαλείο. Κι όμως, η ταύτιση της εικόνας με την μουσική και αντίστροφα είναι απόλυτη. Πρέπει επίσης να επισημανθεί πως ο άσημος ακόμη το 1962 Maurice Jarre επιλέχθηκε για την μουσική επένδυση της ταινίας Lawrence of Arabia αφού οι William Walton και Malcolm Arnold είχαν προηγουμένως απορρίψει τη σχετική πρόταση, η οποία τους είχε υποβληθεί. Επιπρόσθετα, ο παραγωγός της ταινίας Sam Spiegel επέμενε για μια μουσική υπόκρουση με δυο θέματα, επιδιώκοντας να αναδείξει τις δυο πτυχές του έργου (ανατολίτικη και βρετανική). Με αυτή την προοπτική είχε βολιδοσκοπήσει αντίστοιχα τον Σοβιετικό Aram Khachaturian και τον Βρετανό Benjamin Britten. Ο Jarre όχι μόνο κατάφερε τελικά να επιβιώσει ανάμεσα στα ονόματα τόσο καταξιωμένων μουσικοσυνθετών, αλλά, συγκεράζοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, μέσα στις έξι εβδομάδες που του είχαν δοθεί, έγραψε μια από τις καλύτερες μουσικές υποκρούσεις όλων των εποχών. Μάλιστα, επιστρατεύθηκε την τελευταία στιγμή προκειμένου να διευθύνει ο ίδιος την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου καθώς ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Sir Adrian Boult (το όνομα του οποίου αναφέρεται στους τίτλους της ταινίας) αδυνατούσε να προσαρμοσθεί στα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα της ηχογράφησης. Δίχως το πηγαίο ταλέντο του Jarre και την ουσιαστική στήριξη που παρέχει από το παρασκήνιο, η γοητεία αλλά και οι κίνδυνοι της ερήμου (“Η έρημος μού αρέσει επειδή είναι καθαρή” ακούγεται να λέει ο Lawrence κάποια στιγμή), οι ψυχολογικές μεταπτώσεις και τα διλήμματα του πρωταγωνιστή (με τον ηθοποιό Peter O’ Toole να πραγματοποιεί μια δυναμική είσοδο στον χώρο της Έβδομης Τέχνης), η βία του πολέμου και ο κυνισμός του πολιτικού σχεδιασμού είναι βέβαιο ότι δεν θα ήταν αυτά που είναι.
Lawrence of Arabia – Overture
Η εκτυφλωτική επιτυχία του Lawrence of Arabia άνοιξε διάπλατα τον δρόμο και για άλλες. Τρία χρόνια αργότερα, το 1965, προέκυψε η σειρά του Doctor Zhivago, το σενάριο του οποίου είναι εμπνευσμένο από την ομότιτλη νουβέλα του Boris Pasternak. Εδώ, την απεραντοσύνη της ερήμου υποκαθιστά η μοναξιά της σιβηρικής στέπας. Από την αραβική χερσόνησο της περιόδου του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταφερόμαστε στο χάος που διαδέχθηκε την εκδήλωση της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Στο επίκεντρο της ταραχώδους εκείνης εποχής βρίσκεται ένας μεγάλος έρωτας με ελάχιστες στιγμές ικανοποίησης και ευτυχίας, αλλά και ο σπαραγμός που προκαλείται από τις κοσμογονικές εξελίξεις της εποχής εκείνης. Ο Lean απεικονίζει με μαεστρία τη μετάβαση από μια ιστορική πραγματικότητα σε μια άλλη. Ο Jarre τον μιμείται, καταθέτοντας την πιο δημοφιλή ίσως μελωδία της μουσικής του παραγωγής (το θέμα της Λάρας).
Doctor Zhivago – “Lara’s Theme”
Τρίτη μεγάλη επιτυχία το 1970 ήταν Η κόρη του Ράιαν (Ryan’s Daughter). Η υπόθεση διαδραματίζεται στο περιθώριο της ιρλανδικής εξέγερσης ενάντια στον βρετανικό ζυγό το Πάσχα του 1916, μεσούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πληκτική καθημερινότητα ενός παραθαλάσσιου χωριού, το δραματικό ιστορικό περίγραμμα και ένας έρωτας δίχως προοπτική συγκροτούν τον πυρήνα της υπόθεσης. Τα ήδη πανέμορφα αλλά και απειλητικά συνάμα τοπία αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο χάρη σε δυο θεμελιώδεις παραμέτρους: την μαγεία του φωτογραφικού φακού και την έμπνευση της μουσικής του Jarre (έστω και αν τη φορά αυτή η τελευταία δεν κατόρθωσε να προσπεράσει το κατώφλι μιας απλής υποψηφιότητας για βραβείο Όσκαρ).
Ryan’s Daughter
A Passage to India (1984) είναι η τελευταία συνεργασία ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον μουσικοσυνθέτη. Ταυτόχρονα αποτελεί το κύκνειο άσμα του David Lean, o οποίος απεβίωσε πέντε χρόνια αργότερα. “Η Ανατολή είναι πάντοτε η Ανατολή. Από μια επικάλυψη με τη Δύση μόνο προβλήματα προκύπτουν” υποστηρίζει σε κάποιο σημείο του έργου μια εκ των πρωταγωνιστριών. “Η Ινδία μάς φέρνει αντιμέτωπους με τους ίδιους μας τους εαυτούς” συμπληρώνει παρακάτω μια άλλη. Δυο φράσεις, οι οποίες συνοψίζουν ολόκληρο τον προβληματισμό της ταινίας. Το σενάριο της τελευταίας προέρχεται από τo ομώνυμo μυθιστόρημα του συγγραφέα των Howards End και A Room with a View, E. M. Forster (1924). Ένας Ινδός γιατρός αντιμετωπίζει την κατηγορία απόπειρας βιασμού μιας Αγγλίδας ταξιδιώτισσας. Με επίκεντρο αυτό το περιστατικό υφαίνεται ένα πολύπλοκο σκηνικό γύρω από τα όρια των σχέσεων ανάμεσα στην κυρίαρχη αποικιακή δύναμη και τον αυτόχθονα πληθυσμό. Σε αντιδιαστολή με το σενάριο, το οποίο διαθέτει ευτυχές τέλος, το μυθιστόρημα αφήνει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο ή όχι υπήρξε απόπειρα βιασμού. Ο Forster εστιάζει την προσοχή του στο συμβάν. Ο Lean αξιοποιεί το τελευταίο ως απλό πρόσχημα, προκειμένου να εξιστορήσει με αριστοτεχνικό τρόπο το λυκόφως της βρετανικής διοίκησης και παρουσίας στην Ινδία. O Jarre, από τη δική του πλευρά, απέσπασε το τρίτο του βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής. Αν και κατά στιγμές αντιγράφει ασύστολα τον εαυτό του (το κεντρικό μουσικό θέμα παραπέμπει ευθέως σε εκείνο της Κόρης του Ράιαν), πειραματίζεται σε νέους τρόπους σύνθεσης. Έστω και με φειδώ, εισάγει για πρώτη φορά στην ενορχήστρωσή του τα ηλεκτρονικά κύματα Martenot. Πάνω από όλα όμως, η μουσική του αποπνέει όχι μόνο το στοιχείο του εξωτισμού, αλλά και την ακαταμάχητη παρακμιακή γοητεία της δεκαετίας του ‘30. Το A Passage to India δεν είναι απλώς το κλείσιμο του κύκλου σε ότι αφορά τη συνεργασία του με τον Lean. Έχοντας ακολουθήσει από το 1962 και έπειτα μια υποδειγματική πορεία, το συναπάντημα μεταξύ των δυο δημιουργών γνωρίζει εδώ το επιστέγασμά του.
A Passage To India – Tίτλοι έργου
Bernard Herrmann (1911-1975)
Αλήθεια, τι θα ήταν ο Alfred Hitchcock δίχως τον Bernard Herrmann; Είναι ποτέ δυνατόν να διανοηθεί κανείς την κλασσική σκηνή τρόμου της δολοφονίας από την ταινία Ψυχώ δίχως την ανατριχιαστική μουσική της συνοδεία; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ήχος διεκδικεί επάξια ισότιμη θέση με την εικόνα. Ο μεταξύ τους συνδυασμός είναι εκείνος που τελικά άφησε εποχή.
Psycho – ‘The Bathroom’, ‘The Murder’
O αμερικανικής καταγωγής Bernard Herrmann συνέθεσε μουσική για 52 συνολικά ταινίες, πολλές εκ των οποίων απέσπασαν διακρίσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις εξής: Citizen Kane (1941 – υποψηφιότητα για Όσκαρ), Jane Eyre (1943), Anna and the King of Siam (1946 – υποψηφιότητα για Όσκαρ), The Snows of Kilimanjaro (1952), Journey to the Center of the Earth (1959), Jason and the Argonautes (1963), Fahrenheit 451 (1966), Battle of Neretva (1969), Obsession (1976 – υποψηφιότητα για Όσκαρ), Taxi Driver (1976 – υποψηφιότητα για Όσκαρ). Συνέθεσε επίσης μια όπερα (Wuthering Heights), μια καντάτα (Moby Dick) καθώς και έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου. Η σημαντικότερη καμπή της σταδιοδρομίας του υπήρξε πέραν κάθε αμφιβολίας η σύμπραξή του με τον Alfred Hitchcock. Καρπό της τελευταίας αποτελούν οι μουσικές επενδύσεις 8+1 ταινιών: The Trouble with Harry (1955), The Man Who Knew Too Much (1956 – όπου εμφανίζεται ο ίδιος προς το τέλος του έργου διευθύνοντας μια συμφωνική ορχήστρα), The Wrong Man (1956), Vertigo (1958), North by North West (1959), Psycho (1960), The Birds (1963 – σύμβουλος ήχου καθότι η ταινία δεν διέθετε μουσική παρά μόνο ηλεκτρονική ενίσχυση ήχου πουλιών), Marnie (1964), Tom Curtain (1966 – η παρτιτούρα παρέμεινε ανενεργή λόγω διάστασης απόψεων με τον Hitchcock, με αποτέλεσμα την αμετάκλητη ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων). Πολλοί μετέπειτα μουσικοσυνθέτες κινηματογράφου (John Williams, Elmer Bernstein, Jerry Goldsmith κ.ά) έχουν δημόσια δηλώσει πως επηρεάστηκαν από τον τρόπο γραφής του. Ο ήχος εγχόρδων του Ψυχώ, θεωρείται ακόμα και σήμερα ως υπόδειγμα για μουσική ταινιών θρίλερ. Για κάθε παραγγελία σύνθεσης, ο Herrmann απαιτούσε απόλυτη ελευθερία κινήσεων, ειδικότερα σε συνάρτηση με τον εκάστοτε σκηνοθέτη. Διαφορετικά “είναι σαν κάποιος άλλος να προσθέτει χρώμα σε έναν δικό σου ζωγραφικό πίνακα” συνήθιζε να λέει. Η ρήξη με τον Hitchcock ήταν ζήτημα χρόνου. Ευτυχώς επήλθε αφότου είχε ήδη ολοκληρωθεί με επιτυχία η παραγωγή οκτώ ταινιών. Το βαθειά ατμοσφαιρικό ύφος του Herrmann καθώς και η έφεσή του προς τη σύνθεση συμφωνικής μουσικής αποτυπώνονται ανάγλυφα στα δυο παραδείγματα που έπονται. Πρόκειται για το σύντομο πρελούδιο από την ταινία Vertigo και για τη συμφωνική σουίτα Psycho (Prelude – The Madhouse – The Murder). Ερμηνεύονται αμφότερα από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Δανίας υπό τη διεύθυνση της Sarah Hicks.
Vertigo – Prelude
Psycho – Suite
Miklós Rózsa (1907-1995)
Ο Ούγγρος Miklós Rózsa ήταν ήδη ένας καταξιωμένος μουσικοσυνθέτης όταν, το 1934, μυήθηκε από τον Ελβετό ομότεχνο και προσωπικό του φίλο Arthur Honegger στον κόσμο της Έβδομης Τέχνης και διαπίστωσε τις απεριόριστες δυνατότητες, τις οποίες η τελευταία προσέφερε στον κλάδο της μουσικής. Με τις συνθέσεις του συνόδευσε πάνω από εκατό κινηματογραφικές ταινίες αποσπώντας τρία βραβεία Όσκαρ (Spellbound το 1945, A Double Life το 1947, Ben-Hur το 1959) και δεκατέσσερις άλλες υποψηφιότητες. Μεταξύ πολλών άλλων συγκαταλέγονται και οι: Quo Vadis (1951), Ivanhoe (1952), Knights of the Round Table (1953), King of Kings (1961), El Cid (1961), Providence (1977) κ.ά.. Ο Rózsa ακολούθησε μια διπλή ζωή, όπως έλεγε χαριτολογώντας, συνθέτοντας παράλληλα για την μεγάλη οθόνη και για τις αίθουσες συναυλιών. Έργα του έχουν ερμηνευθεί από διακεκριμένους καλλιτέχνες όπως οι αρχιμουσικοί Bruno Walter, Eugene Ormandy, Charles Munch, Karl Böhm, Hans Swarovsky, Georg Solti, Leonard Bernstein, ο βιολιστής Jascha Heifetz και οι τσελίστες Gregor Piatigorsky και János Starker. Το 1959 γυρίστηκε η υπερπαραγωγή Ben-Hur, με σκηνοθέτη τον William Wyler και πρωταγωνιστή τον Charlton Heston. Επρόκειτο για την ταινία με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό μέχρι τότε ($15.175 εκατομμύρια – άλλα $14.7 εκατομμύρια δαπανήθηκαν κατόπιν για διαφημιστικούς λόγους). Τα σκηνικά ήταν εντυπωσιακά, για τις ανάγκες δε του γυρίσματος επιστρατεύθηκαν 10.000 κομπάρσοι (η ψηφιακή τεχνολογία ήταν άγνωστη άλλωστε). Η ταινία ήταν υποψήφια για 12 βραβεία Όσκαρ, από τα οποία απέσπασε τελικά τα 11. Η σύνθεση του Rózsa διαθέτει στοιχεία αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής μουσικής, τα οποία ενσωματώθηκαν έπειτα από ειδική έρευνα σε αυτόν τον χώρο. Θεωρείται ότι αποτελεί το επιστέγασμα της καριέρας του δημιουργού της και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 επηρέασε πληθώρα μεταγενέστερων συνθετών, ειδικότερα στον χώρο του υπερθεάματος. Το 2017 ηχογραφήθηκε το σύνολο της παρτιτούρας (διάρκειας τριών ωρών) από την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Πράγας υπό τη διεύθυνση του Nic Raine. Από την παραπάνω εκτέλεση παρατίθενται τρία αποσπάσματα.
Ben-Hur – Fanfare, Prelude & March Romana
To δεύτερο παράδειγμα προέρχεται επίσης από μια γνωστή επική ταινία. Το El Cid, εμπνευσμένο από το κλασσικό θεατρικό έργο του Γάλλου συγγραφέα του 17ου αιώνα Corneille, αφηγείται ένα επεισόδιο της ανακατάληψης της Ισπανίας από τον έλεγχο των Μαυριτανών και συγκεκριμένα τη ζωή του θρυλικού ήρωα του 11ου αιώνα Rodrigo Diaz de Vivar, επονομαζόμενου El Cid (από την αραβική λέξη sidi, η οποία σημαίνει άρχοντας). Ο θρύλος του Cid είναι συνυφασμένος με το επεισόδιο που προβάλλεται στην καταληκτική σκηνή της ταινίας, όταν, αν και νεκρός, δεμένος ωστόσο πάνω στη σέλλα του αλόγου του, σκορπά τον πανικό στις γραμμές των αντιπάλων. Η ταινία, σε σκηνοθεσία του Anthony Mann και με πρωταγωνιστές τους Charlton Heston και Sophia Loren, είναι εξαιρετική. Ειδικότερα το τελευταίο μέρος (το επεισόδιο της πολιορκίας της Βαλένθια από τους Μαυριτανούς), καθηλώνει τον θεατή. Ηρωική, δραματική, νοσταλγική, με συχνές αναγωγές σε ισπανικές μελωδίες, η μουσική του Rózsa πλαισιώνει και στηρίζει με την ποιότητά της, μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες του Holywood. Από τον βιολιστή Daniel Hope και την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα της Στοκχόλμης με διευθυντή τον Alexander Shelley ακούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
El Cid – Love Theme
Nino Rota (1911-1979)
Ο μεταπολεμικός ιταλικός (και όχι μόνο) κινηματογράφος οφείλει πολλά στον Nino Rota. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1933 και 1979 πλαισίωσε με τη μουσική του 171 κινηματογραφικές ταινίες, περιζήτητος από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής του (Frederico Fellini, Luchino Visconti, Franco Zeffirelli, Vittorio de Sica, Alberto Lattuada, Mario Monicelli, Franco Rossi, Luigi Comencini αλλά και King Vidor, Francis Ford Coppola, Sergei Bondartchuk, Lina Wertmüller, René Clément, Henri Verneuil, John Guillermin, Guy Hamilton κ. ά.). Μνημειώδης, ωστόσο, υπήρξε η συνεργασία του με τον Frederico Fellini. Το είδος της μουσικής γραφής του Rota (ένα μείγμα οικειότητας, τρυφερότητας, χιούμορ και παρακμιακής μελαγχολίας), συμβιβαζόταν απόλυτα με τον ατμοσφαιρικό – νοσταλγικό κόσμο του ιταλικού νεορεαλισμού. «Ο πιο πολύτιμος συνεργάτης που είχα ποτέ – το λέω δίχως την παραμικρή επιφύλαξη – ήταν ο Nino Rota.», εκμυστηρεύθηκε κάποτε ο Fellini. “Μεταξύ μας υπήρχε απόλυτη και πλήρης αρμονία. Διέθετε γεωμετρική φαντασία προερχόμενη από ουράνιες σφαίρες. Δεν υπήρχε λόγος να δει σκηνές από τα έργα μου. Όποτε τον ρωτούσα για τις μελωδίες που είχε στο νου του προκειμένου να πλαισιώσει κάποια σκηνή, αντιλαμβανόμουν ότι η εικόνα δεν τον απασχολούσε καθόλου. Ο κόσμος του ήταν φωλιασμένος βαθιά μέσα του, η δε πραγματικότητα δεν έβρισκε δίοδο να εισχωρήσει εκεί.”. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει τα ανεπανάληπτα δείγματα της παραπάνω συνεργασίας (La Strada, I Vitelloni, Giulietta degli spiriti, La Dolce Vita, Satyricon, 8½, Amarcord); Στιγμές δόξας όμως γνώρισε ο Rota συνεργαζόμενος και με άλλους σκηνοθέτες (Luchino Visconti – Senso, Rocco e I suoi fratelli, Il Gattopardo – Franco Zeffirelli – Romeo and Juliet, The Taming of the Shrew – King Vidor – War and Peace και φυσικά Francis Ford Coppola – The Godfather I και II). Πέραν όμως των αναρίθμητων κινηματογραφικών μουσικών υποκρούσεων, ο Rota συνέθεσε τρεις όπερες (Il cappello di paglia di Firenze, Aladino e la lampada magica, I due timidi), συμφωνικά έργα, κοντσέρτα, έργα μουσικής δωματίου ενώ δίδαξε και στο ωδείο του Μπάρι έχοντας ως μαθητή τον φημισμένο Ιταλό αρχιμουσικό Riccardo Muti. Το καλοκαίρι του 2017, η περίφημη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Teatro alla Scala υπό τη διεύθυνση του Riccardo Chailly, σε υπαίθρια συναυλία, την οποία παρέθεσε στην πλατεία Duomo του Μιλάνου, συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά της αποσπάσματα από τις ταινίες 8½ και Amarcord.
Otto e Mezzo, Amarcord
Αναφερόμενος στον Nino Rota είναι αδύνατο να μην συμπεριλάβει κανείς μια άλλη μεγάλη του στιγμή. Πρόκειται για την ταινία The Godfather (Ο Νονός), με πρωταγωνιστές τους Marlon Brando και Al Pacino (1972). Ακούμε την ορχηστρική σουίτα από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Δανίας υπό τη διεύθυνση της Sarah Hicks. Το 1975, η μουσική του Rota για το δεύτερο σκέλος της ταινίας τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής.
The Godfather – Orchestral Suite
Ennio Morricone (1928-2020)
Το 1971 προβλήθηκε η ταινία Le casse (ελληνικός τίτλος: Οι διαρρήκτες) σε σκηνοθεσία του Henri Verneuil και με πρωταγωνιστές τους Jean-Paul Belmondo, Omar Sharif και Robert Hossein. Μια ευχάριστη αστυνομική περιπέτεια, η οποία θα πέρναγε απαρατήρητη από εμάς τους Έλληνες εάν τα εξωτερικά γυρίσματα δεν είχαν εξολοκλήρου πραγματοποιηθεί στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Κέρκυρα. Ο παραγωγός δυσκολευόταν να βρει μια πόλη, καθότι το σενάριο περιλάμβανε μια ιλιγγιώδη καταδίωξη με αυτοκίνητα εν μέσω πλήθους. Το χουντικό καθεστώς έσπευσε να δώσει την έγκρισή του για λόγους τουριστικής προβολής. Η μουσική ανατέθηκε στον έμπειρο και ταλαντούχο Ennio Morricone, ο οποίος βρισκόταν τότε στο απόγειο της σταδιοδρομίας του επινοώντας για τη συγκεκριμένη περίπτωση μια παρτιτούρα, που ανέδειξε ακόμα περισσότερο τις όποιες αρετές του έργου.
Le casse – Τίτλοι έργου
Αριθμώντας άνω των 400 μουσικές επενδύσεις για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ο Morricone θεωρείται στο παγκόσμιο στερέωμα ως ο περισσότερο γόνιμος συνθέτης του είδους. Αυτό είναι το κυρίαρχο διακριτικό του γνώρισμα παρά το γεγονός ότι οι συνθέσεις του όχι για την έβδομη τέχνη αλλά για αίθουσες συναυλιών, ξεπερνούν και εκείνες τον αξιέπαινο αριθμό των 100. Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως οι Mauro Bolognini, Pier-Paolo Pasolini, Bernardo Bertolucci, Quentin Tarantino, Brian de Palma, Mike Nichols, Lina Wertmüller, Oliver Stone, John Carpenter, Roman Polanski, Bertrand Tavernier κ.ά.. Η καριέρα του εκτινάχθηκε περί τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, όταν εξελίχθηκε σε έναν από τους θεμελιώδεις συντελεστές των λεγομένων western-spaghetti, χάρη στη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Sergio Leone. Η τριλογία Ο καλός ο κακός και ο άσχημος, Για μια χούφτα δολάρια, Το όνομά μου είναι Κανένας, άφησε εποχή.
The Good, the Bad and the Ugly
Άλλες μεγάλες επιτυχίες του Morricone είναι οι ταινίες Cinema Paradiso, Sacco e Vanzetti (με το πασίγνωστο τραγούδι «Here’s to You” ερμηνευμένο από την Joan Baez), Once Upon in America, Teorema, The Decameron, Le clan des siciliens, The Untouchables, The Exorcist II, The Hateful Eight (βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής), Marco Polo, El Greco. Το 2007 τιμήθηκε με ειδικό βραβείο Όσκαρ (ο μόνος συνθέτης μέχρι στιγμής μαζί με τον Alex North) “για την εξαιρετική και πολυσχιδή προσφορά του στην τέχνη της μουσικής κινηματογράφου”. Το 1986 η μουσική του για την ταινία του Roland Joffé The Mission, με πρωταγωνιστές τους Robert de Niro, Jeremy Irons και Liam Neeson προτάθηκε για βραβείο Όσκαρ. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες δημιουργίες του. Την ακούμε υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η συναυλία έλαβε χώρα τα Χριστούγεννα του 2012 στον Καθεδρικό Ναό της Ασίζης.
The Mission (Gabriel’s Oboe)
Henry Mancini (1924-1994)
To 1963 προβλήθηκε η άκρως πετυχημένη κωμωδία του Blake Edwards The Pink Panther, με πρωταγωνιστές τους David Niven, Peter Sellers, Claudia Cardinale, Capucine και Robert Wagner. Η υποδοχή από το κοινό υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε έκτοτε εγκαινιάστηκε ένας ολόκληρος κύκλος ταινιών με κεντρικό ήρωα τον Peter Sellers στο ρόλο του αδέξιου επιθεωρητή Clouseau. Ωστόσο, το στοιχείο εκείνο που ξεπέρασε το 1963 κάθε προσδοκία των συντελεστών ήταν η πρωτόγνωρη επιτυχία του κινούμενου σχεδίου, το οποίο στελέχωσε τους τίτλους του έργου. Ο πασίγνωστος σήμερα Ρόζ Πάνθηρας, μια επινόηση των David DePatie και Friz Freleng, έχει πλέον καθιερωθεί ως ένα από τα δημοφιλέστερα καρτούν όλων των εποχών. Το ήμισυ της δόξας ανήκει δικαιωματικά στον Henry Mancini, για το εξίσου ευφυές μουσικό θέμα, το οποίο έδωσε κατά κάποιο τρόπο πνοή στον κεντρικό χαρακτήρα και έκτοτε έχει ταυτιστεί μαζί του.
The Pink Panther (1963) – Τίτλοι έργου
The 12 Cellists of the Berlin Philharmonic Orchestra – The Pink Panther Theme
O Henry Mancini είναι ωστόσο γνωστός και χάρη στην πετυχημένη συνεισφορά του και σε άλλες ταινίες, η μουσική υπόκρουση των οποίων έχει δώσει το δικό της στίγμα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ορισμένες από αυτές: Law and Order (1953), Operation Petticoat (1959), Hatari! (1962) – με το περίφημο “Baby Elephant Walk”, Days of Wine and Roses (1962), Charade (1963), The Great Race (1965), Arabesque (1966), What Did You Do in the War, Daddy? (1966), The Party (1968), The Prisoner of Zenda (1979), Victor Victoria (1982), Switch (1991). Σε πολλές από αυτές σκηνοθέτης ήταν ο Blake Edwards, στα χνάρια της μεγάλης επιτυχίας του κύκλου The Pink Panther.
Hatari! – “Baby Elephant Walk”
To 1962 οι Edwards και Mancini πρόσθεσαν στο ενεργητικό τους μία ακόμη αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Πρόκειται για τη ρομαντική κομεντί Breakfast at Tiffany’s με την Audrey Hepburn και τον George Peppard να συγκροτούν ένα ζευγάρι με ζηλευτή χημεία μεταξύ του. Η γλυκειά, τρυφερή αλλά και γεμάτη μελαγχολία αυτή ταινία οφείλει πολλά και στην υπέροχη μελωδία “Moon River”. Το 2012 χαρακτηρίστηκε εξόχως σημαντική από πολιτισμικής, ιστορικής και αισθητικής απόψεως και επιλέχθηκε για μόνιμη φύλαξη και συντήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογραφικών Ταινιών (National Film Registry) της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Το “Moon River” ερμηνεύεται από την WDR Funkhausorchester υπό τη διεύθυνση του Josep Vicent.
Breakfast at Tiffany’s –«Moon River»
John Barry (1933-2011)
Εάν ο Henry Mancini έχει ταυτιστεί με τις ταινίες του Ροζ Πάνθηρα, ο John Barry είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με εκείνες του James Bond. Έχει επενδύσει μουσικά 11 από αυτές (Dr. No, From Russia with Love, Goldfinger, Thunderball, You Only Live Twice, On Her Majesty’s Secret Service, Diamonds are Forever, The Man with the Golden Gun, Moonraker, Octopussy, A View to a Kill, The Living Daylights). Παράλληλα είναι ο δημιουργός του πασίγνωστου μουσικού θέματος, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην αρχή της σειράς (Dr. No) και έκτοτε αποτελεί το σήμα κατατεθέν της κάθε ταινίας του κύκλου. Εκτελείται εδώ από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Δανίας δίχως αρχιμουσικό εξαιτίας ενός πρακτικού προβλήματος, συνυφασμένου με την εν γένει θεματολογία.
James Bond Theme
Πέραν τούτου, ο John Barry συνέθεσε ποιοτική μουσική για σημαντικές ταινίες όπως: Zulu (1964), The Ipkress File (1965), The Chase (1966), The Quiller Memorandum (1966), The Lion in Winter (1968), Midnight Cowboy (1969), The Last Valley (1971), King Kong (1976), The Cotton Club (1984), καθώς και για την δημοφιλή τηλεοπτική σειρά The Persuaders με πρωταγωνιστές τους Tony Curtis και Roger Moore. Η επάξια αναγνώριση ανέκυψε με δυο βραβεία Όσκαρ καλύτερης μουσικής (Out of Africa το 1985 και Dances with Wolves το 1990). Ακολουθεί το κεντρικό θέμα της ταινίας Out of Africa παιγμένο από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Τσεχίας υπό τον Carl Davis.
Out Of Africa
Elmer Bernstein (1922-2004)
Αν και στενοί φίλοι, ο Elmer Bernstein δεν συνδεόταν με δεσμά συγγένειας με τον συνωνόματό του Leonard. Επικέντρωσε το ταλέντο και την έμπνευσή του στους χώρους του κινηματογράφου (άνω των 150 ταινίες) και της τηλεόρασης (περί τις 80 παραγωγές). Το εύκολα αναγνωρίσιμο ύφος του ταιράζει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις περιπετειών με έντονη δράση: The Ten Commandements (1956), To Kill a Mockingbird (1962), Zulu Dawn (1979), Ghostbusters (1984), Cape Fear (1991), Wild Wild West (1999). To 1960 η φήμη του εκτοξεύτηκε χάρη στην μεγάλη επιτυχία της ταινίας The Magnificent Seven, μια παραλλαγή τύπου western της κλασσικής ιαπωνικής ομόλογής της Οι Επτά Σαμουράι (1954) του Akira Kurosawa. Η μουσική του Bernstein είναι κατά γενική ομολογία απολαυστική. Η απήχηση υπήρξε τέτοια ώστε το ίδιο θέμα χρησιμοποιήθηκε εκτενώς αργότερα για την διαφήμιση της γνωστής μάρκας σιγαρέττων Marlboro.
The Magnificent Seven
Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ήρθε η σειρά μιας άλλης μεγάλης επιτυχίας. Η Μεγάλη Απόδραση (The Great Escape) ακόμα και σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων πολεμικών ταινιών όλων των εποχών. Αφηγείται μια δραματική ομαδική απόδραση από ένα στρατόπεδο κρατουμένων της Γερμανίας στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με πρωταγωνιστές τους Steve Mc Queen, James Garner και τον μεγάλο Βρετανό ηθοποιό και σκηνοθέτη Richard Attenborough. Στην περίπτωση, ο Bernstein μιμήθηκε το προηγούμενο του Malcolm Arnold (The Bridge on the River Kwai), συνθέτοντας μια σουΐτα με τέτοιου είδους προδιαγραφές, ώστε να δύναται να σταθεί με αξιώσεις ως αυτοδύναμο έργο στο πλαίσιο μιας συναυλίας συμφωνικής μουσικής.
The Great Escape – Soundrack Suite
Jerry Goldsmith (1929-2004)
Αν και κατ’ εξοχήν γνωστός στον χώρο της Έβδομης Τέχνης, ο Jerry Goldsmith ανήκει στην κατηγορία των συνθετών που δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στο χώρο της λεγόμενης σοβαρής μουσικής. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως προϊόν της μουσικής του 20ού αιώνα, έχοντας επηρεαστεί από ρεύματα όπως ο μοντερνισμός, ο ιμπρεσιονισμός, η ατονική και η δωδεκαφωνική μουσική και από συνθέτες όπως ο Igor Stravinsky, o Alban Berg, o Aaron Copland, o Béla Bartók, o Bernard Herrmann και ο Miklós Rózsa. Μεγάλες ορχήστρες όπως η Φιλαρμονική του Los Angeles (Fireworks: A Celebration of Los Angeles, 1999) και η Συμφωνική του Saint Louis (Music for Orchestra, 1970) παρήγγειλαν από αυτόν έργα, τα οποία κατόπιν παρουσίασαν σε παγκόσμια πρώτη εκτέλεση. Ωστόσο, ο κόσμος του κινηματογράφου κατέχει περίοπτη θέση στη συνολική του παραγωγή σε πάνω από 200 περιπτώσεις. Ο Goldsmith συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες (Robert Wise, Howard Hawks, Otto Preminger, Ridley Scott, Steven Spielberg, Roman Polanski, Paul Verhoeven) και σε ταινίες, οι οποίες άφησαν εποχή: Von Ryan’s Express (1965), The Agony and the Ecstasy (1965), The Sand Pebbles (1966), Planet of the Apes (1968), Tora! Tora! Tora! (1970), Chinatown (1974), MacArthur (1977), Alien (1979), Gremlins (1984), Basic Instinct (1992), First Knight (1995) κλπ. Προτάθηκε 18 φορές για βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής, όμως το κέρδισε μόλις μια (The Omen, 1977). Μια από τις παραπάνω φορές ήταν το 1971, με αφορμή την εξαίρετη πολεμική ταινία Patton με τον George C. Scott να δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας υποδυόμενος τον εκκεντρικό Αμερικανό στρατηγό (τιμήθηκε επάξια με βραβείο Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου).
Patton
Ο Golsmith είναι παράλληλα γνωστός και από τον κύκλο ταινιών διαστημικής φαντασίας Star Trek: The Motion Picture (1979), Star Trek III: The Search for Spock (1984), Star Trek V: The Final Frontier (1989), Star Trek: First Contact (1996), Star Trek: Insurrection (1998). Ο Keith Lockhart διευθύνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα με την Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Αυστρίας σε συναυλία, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2017 στην αίθουσα Konzerthaus της Βιέννης.
Star Trek
John Williams (1932)
Ο επί χρόνια επικός μουσικοσυνθέτης (και εκ των βασικών συντελεστών) των φαντασμαγορικών επιτυχιών του Holywοod. Η κατάσταση είναι μακροσκελής και άκρως εντυπωσιακή: How to Steal a Million (1966), The Poseidon Adventure (1972), The Paper Chase (1973), The Sugarland Express (1974), Earthquake (1974), The Towering Inferno (1974), Jaws (1975), The Missouri Breaks (1976), Star Wars (1977), Close Encounters of the Third Kind (1977), Superman (1978), The Empire Strikes Back (1980), Raiders of the Lost Ark (1981), E.T.: The Extra-Terrestrial (1982), Return of the Jedi (1983), Indiana Jones and the Temple of Doom (1984), Empire of the Sun (1987), Indiana Jones and the Last Crusade (1989), Born on the Fourth of July (1989), Home Alone (1990), JFK (1991), Jurassic Park (1993), Schindler’s List (1993), Seven Years in Tibet (1997), Saving Private Ryan (1998), The Phantom Menace (1999), The Patriot (2000), Harry Potter and the Sorcerers’s Stone (2001), Attack of the Clones (2002), Harry Potter and the Chamber of Secrets (2002), Catch Me If You Can (2002), Harry Potter and the Prisoner of Azkaban (2004), The Terminal (2004), Revenge of the Sith (2005), Indiana Jones and the Kingdom of the Crystal Skull (2008), Lincoln (2012), The Force Awakens (2015), The Last Jedi (2017), The Rise of Skywalker (2019). Ο συνθέτης των 5 βραβείων Όσκαρ καλύτερης μουσικής και των 52 προτάσεων για τον ίδιο σκοπό. Το 2005 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου χαρακτήρισε την μουσική του κύκλου Star Wars ως την καλύτερη κινηματογραφική σύνθεση όλων των εποχών. Ο συνθέτης με μια αληθινά γενναιόδωρη προσφορά (ανεξαρτήτως ποιότητας των ταινιών που πλαισίωσε με τη μουσική του), αστείρευτο ταλέντο, ενστικτώδη φαντασία, ακάματη δημιουργικότητα, που κατάφερε να επιστρατεύσει ορχήστρες παγκοσμίου βεληνεκούς (Φιλαρμονικές του Βερολίνου, της Βιέννης και του Los Angeles) και αρχιμουσικούς περιοπής (Sir Simon Rattle, Gustavo Dudamel) στην υπηρεσία των έργων του.
Indiana Jones – “Raiders March” (Berliner Philharmoniker – Sir Simon Rattle)
Star Wars – “Throne Room and Finale” (Los Angeles Philharmonic – Gustavo Dudamel)
Star Wars – “Imperial March” (Wiener Philharmoniker – John Williams)
Scott Bradley (1891-1977)
Το «encore» της φετινής Πρωτοχρονιάτικης συναυλίας είναι αναπάντεχο, γεμάτο κέφι και πρωτοτυπία. Πρόκειται για την μουσική συνοδεία των κινούμενων σχεδίων Tom and Jerry, γραμμένη από τον Scott Bradley. Απολαύστε την με ταυτόχρονη προβολή της σχετικής ταινίας. Απόλυτος συγχρονισμός ήχου και εικόνας!
Tom and Jerry Symphony with Original Movie
Το επιτελείο της Clio Turbata σας εύχεται ένα ευτυχισμένο, ειρηνικό και υγιές 2023
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Παρασκευή Ευσταθιάδου