Skip to main content

Μουσική και αθλητισμός

 

Η Πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Clio Turbata

Μουσική και αθλητισμός

 

Αφιερώνεται στον Ευάγγελο Παπαδημήτρη,
εξαίρετο μουσικό και δάσκαλο του βιολιού,
λάτρη του ποδοσφαίρου, με αφορμή την
αποχώρησή του από την ενεργό δράση

 

Γνωρίζατε πως: τρεις γνωστοί μουσικοσυνθέτες εμπνεύστηκαν στα έργα τους από αγώνες αντισφαίρισης; Άλλοι δυο από αγώνες ράγκμπι; Ένας έκτος, φανατικός οπαδός της Wolverhampton Wanderers, συνέθεσε ένα μικρό έργο αφιερωμένο στην αγαπημένη του ομάδα; Ένας έβδομος, εξίσου φανατικός οπαδός της Zenit του Λένινγκραντ, ένα μπαλέτο του εξιστορεί τις περιπέτειες μιας ομάδας ποδοσφαίρου ευρισκόμενης σε περιοδεία στη Δυτική Ευρώπη; Ένας όγδοος, βίωσε, μεταφέροντάς την σε μουσικές νότες, μια τρομακτική εμπειρία τρέχοντας ως συνοδηγός με μια Lamborghini σε μεταμεσονύκτια ώρα; Ένας ένατος έγραψε, τo 1936, τον ύμνο της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου; Ένας δέκατος συνέθεσε ένα πασίγνωστο βαλς για τους παγοδρόμους; Ένας ενδέκατος, ανάμεσα στις πολλές πόλκες που ακούμε κατά καιρούς στην Πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής ορχήστρας της Βιέννης, αφιέρωσε δυο από αυτές στον αθλητισμό; Και θα εκπλαγείτε διπλά συναντώντας μεταξύ των παραπάνω καταξιωμένων μουσικοσυνθετών τα ονόματα των Claude Debussy, Sir Edward Elgar, Richard Strauss, Dmitri Shostakovich, Erik Satie, Arthur Honegger, Charles Ives, John Adams, Mauricio Kagel, Emile Waltdeufel και, φυσικά, Josef Strauss. Στα παραπάνω ονόματα πρέπει να προστεθούν εκείνα δυο Ελλήνων (Σπύρος Σαμάρας και Βαγγέλης Παπαθανασίου) καθώς και του συγκροτήματος Queen. Όμως, η ονομαστική κατάσταση συνεχίζεται κι άλλο, καθώς πολλοί επώνυμοι συνθέτες δεν συμπεριλήφθηκαν στο παρόν αφιέρωμα. Πρόκειται για τους Jean Sibelius (Tennis at Trianon), Darius Milhaud (Le train bleu), Francis Poulenc (Gloria), Arnold Schoenberg (Notation 21),  Gwyneth V. Walker (Match Point),  Wilhelm Petersen-Berger  (Lawn Tennis),  François Dompierre (Hockey Legends). Η ήδη μακροσκελής κατάσταση δεν σταματά εδώ, αποδεικνύοντας πως οι δεσμοί της μουσικής με τον αθλητισμό είναι πολύ βαθύτεροι από όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως.

 

 1. Marc-Antoine Charpentier (1643 – 1704): Te Deum

Ούτε ο συνθέτης, ούτε και το προαναφερθέν έργο έχουν την παραμικρή σχέση με τον αθλητισμό. Απλούστατα λειτουργούν συνειρμικά, καθώς το Te Deum (1692) εδώ και πολλές δεκαετίες έχει επιλεγεί ως μουσική υπόκρουση των εξωτερικών τηλεοπτικών μεταδόσεων της Eurovision. Οι περισσότερες είναι αθλητικού χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό, το επιλέξαμε ως εισαγωγή του παρόντος αφιερώματος. Εκτελείται με όργανα εποχής.

Marc-Antoine Charpentier, Te Deum: Prélude. Rondeau

 

2. Claude-Achille Debussy (1862 – 1918): Jeux – poème dansé

Jeux (1913), είναι το τελευταίο κατά σειρά μπαλέτο που συνέθεσε ο Debussy. Φέρει τον χαρακτηρισμό «poème dansé» (χορευτικό ποίημα) και υπήρξε παραγγελία των περίφημων Ρωσικών Μπαλέτων του Sergei Diaghilev. Η υπόθεση διαδραματίζεται στο περιθώριο ενός αγώνα αντισφαίρισης. Το μπαλάκι έχει χαθεί σε έναν κήπο, ακριβώς δίπλα από το γήπεδο. Οι νεαροί παίκτες, δυο γυναίκες και ένας άνδρας, έχουν διακόψει τον αγώνα και επιδοθεί στην προσπάθεια ανεύρεσης της μπάλας. Καθώς επικρατεί σκοτάδι και ο ηλεκτροφωτισμός του γηπέδου είναι ανεπαρκής, οι τρεις παίκτες αρχίζουν να συμπεριφέρονται σαν μικρά παιδιά. Παίζουν κρυφτό, κυνηγούν οι μεν τους δε, φιλονικούν άνευ λόγου και αιτίας, δυσανασχετούν. Η θερμή νύκτα και το λυκόφως που μόλις διακρίνεται στον ορίζοντα, διαχέουν μια ατμόσφαιρα ερωτισμού. Ο νεαρός διεκδικείται από τις δυο γυναίκες. Ωστόσο, όλα διακόπτονται απότομα εξαιτίας μιας δεύτερης μπάλας, την οποία ένα άγνωστο χέρι έχει πετάξει προς την πλευρά των τριών νεαρών. Αιφνιδιασμένοι και ανήσυχοι, οι τελευταίοι εξαφανίζονται μέσα στο σκοτάδι του κήπου. 

Αφίσα της πρεμιέρας, με τους πρωταγωνιστές Ludmilla Schollar, Vaslav Nijinsky και Tamara Karsavina.

Σε ένα αρχικό στάδιο ο Debussy εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς την πλοκή του έργου. Υποχώρησε ωστόσο, όταν ο Diaghilev διπλασίασε την αμοιβή. Η πρεμιέρα (15 Μαΐου 1913 στο Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων του Παρισιού), σε χορογραφία του εκ των πρωταγωνιστών Vaslav Nijinski, άφησε το κοινό αδιάφορο. Γρήγορα επισκιάστηκε από τη θυελλώδη Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Igor Stravinsky. Ακόμη και επί των ημερών μας, το κομψοτέχνημα  αυτό σπάνια συγκαταλέγεται τόσο στο χορογραφικό όσο και στο συμφωνικό ρεπερτόριο. Κι όμως, η εύθραυστη και αραχνοΰφαντη γραφή της παρτιτούρας καθιστά την τελευταία ως μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές και πρωτοπόρες συνθέσεις του μικρογράφου Γάλλου συνθέτη. Το 1988 κυκλοφόρησε μια εξαιρετική κριτική έκδοση από τον συνθέτη και μέγα ερμηνευτή της μουσικής του Debussy, Pierre Boulez (1925 – 2016).

Pierre Boulez conducts Debussy’s Jeux


 

3. Arthur Honegger (1892 – 1955): Rugby – Μouvement symphonique  N° 2 (H 67)

Φέροντας την ένδειξη Η 67 στον κατάλογο της μουσικής παραγωγής του Ελβετού συνθέτη, το Rugby είναι το δεύτερο από τα τρία συμφωνικά του ποιήματα (Pacific 231, Rugby, Mouvement symphonique N° 3). Η πρώτη εκτέλεση έλαβε χώρα στις 19 Οκτωβρίου 1928 στο Παρίσι. Έπειτα από τη μεγάλη επιτυχία του Pacific 231 όπου μιμείται τον ήχο, τον οποίο παράγει μια ατμομηχανή, ο Honegger στράφηκε προς τον χώρο του αθλητισμού αναζητώντας το θέμα του δευτέρου συμφωνικού του ποιήματος. Για αρκετό καιρό ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και το ράγκμπι προτού καταλήξει στην επιλογή του δευτέρου.

Αγώνας ράγκμπι στο στάδιο Colombes του Παρισιού το 1930.

Το Rugby, συνολικής διάρκειας 8 λεπτών της ώρας περίπου, ανάλογα με το tempo της εκτέλεσης, διαθέτει ένα μόνο μέρος. Ο συνθέτης αποποιείται τον χαρακτηρισμό της προγραμματικής μουσικής. Εκφράζει στη μουσική του γλώσσα τις επιθέσεις και αντεπιθέσεις, τον βίαιο ρυθμό και τις ανατροπές ενός αγώνα ράγκμπι στο στάδιο Colombes του Παρισιού. Στον διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό της μηχανής (Pacific 231) αντιτάσσει εδώ την πολυμορφία και την ποικιλία της ανθρώπινης κίνησης. Στο έργο αυτό δεν υπάρχει κανενός είδους ρυθμική οργάνωση. Η γραφή χαρακτηρίζεται από συγκοπές, ανάλογα με τις ανατροπές της εξέλιξης του αγώνα. Τα μουσικά θέματα ακολουθούν τις διάφορες φάσεις του αγώνα και περνούν από το ένα όργανο στο άλλο ακριβώς με τον τρόπο, με τον οποίο ένας παίκτης πετάει την μπάλα σε κάποιον άλλο. Η πολυφωνία, διακριτικό γνώρισμα του ύφους του Honegger, εκφράζει τις στατικές εκείνες φάσεις, όπου οι παίκτες γίνονται ένα κουβάρι διεκδικώντας την μπάλα. Το Rugby θεωρείται ως ένα από τα πλέον  δημοφιλή   έργα του συνθέτη. Στην εν γένει  σταδιοδρομία  του τελευταίου, συμβολίζει τη μετάβαση από την εποχή των έντονα περιγραφικών έργων σε εκείνη της απόλυτης μουσικής, όπως είναι οι πέντε συμφωνίες που έμελλαν  να ακολουθήσουν.

Rugby (Mouvement symphonique N° 2) Η 67


 

 4. Sir Edward William Elgar (1857 – 1934): Land of Hope and Glory

O Edward Elgar, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της βικτωριανής εποχής και ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς συνθέτες, υπήρξε λάτρης του ποδοσφαίρου και φανατικός οπαδός της Wolverhampton Wanderers. Η απαρχή έγινε τον Φεβρουάριο του 1898 όταν, από τις κερκίδες του γηπέδου Molineux (έδρα της Wolves), παρακολούθησε έναν αγώνα εναντίον της Stoke City. Έκτοτε, κάθε εβδομάδα σχεδόν, δεν δίσταζε να διανύσει με το ποδήλατο τα 64 χλμ., που χώριζαν τον τόπο διαμονής του, το Malvern στην επαρχία του Worcestershire, από το γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας. O Elgar υπήρξε ο πρώτος σε παγκόσμια κλίμακα που συνέθεσε ένα μουσικό έργο ειδικά για το ποδόσφαιρο. Εμπνευσμένος από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που εκθείαζαν τη δεξιοτεχνία, με την οποία ο επιθετικός της Wolves, Billy Malpass, κτυπούσε τα πέναλτι (He banged the leather for goal), πρόσθεσε λόγια σε μια προϋπάρχουσα σύντομη δική του σύνθεση για πιάνο, χρησιμοποιώντας την παραπάνω έκφραση ως τίτλο.

Είναι άξιον απορίας το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι, έστω και αν εξυμνεί τα κατορθώματα του παίκτη και της ομάδας, ουδέποτε ακούστηκε στις κερκίδες του Molineux. Πιθανότατα, ούτε ο ίδιος ο Elgar το άκουσε να εκτελείται ενόσω βρισκόταν εν ζωή. Ένα είναι βέβαιο: ανακαλύφθηκε πολύ αργότερα από τον Percy Young, ειδικό στη μουσική του Elgar. Εκτελέστηκε, ενδεχομένως για πρώτη φορά, στις 26 Σεπτεμβρίου 2010, στο πλαίσιο μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, με τη συνδρομή της διοίκησης της ομάδας. Αντίθετα, η κερκίδα έχει υιοθετήσει εδώ και δεκαετίες, ως σύνθημα, μια από τις πλέον δημοφιλείς δημιουργίες του Elgar. Πρόκειται για τον ύμνο Land of Hope and Glory που ακούγεται κατά κόρον, ειδικότερα σε αγώνες της Εθνικής ομάδας. Σύμφωνα με τον ιστορικό της Wolverhampton Wanderers Graham Hughes, ο Elgar παρατηρούσε με ενδιαφέρον το πλήθος, που συνέρρεε προς το γήπεδο. Κάποιο Σάββατο θέλησε από περιέργεια να πάει κι εκείνος και έτσι κάπως ξεκίνησε η όλη ιστορία.

Στιγμιότυπο από αγώνα της  Wolverhampton Wanderers στο γήπεδο Molineux στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Ακολουθεί το Land of Hope and Glory όπως ακούστηκε το 2014 στην τελευταία βραδιά του κύκλου BBC Proms, στο Royal Αlbert Hall του Λονδίνου.

Land of hope and glory Last Night of the BBC Proms 2014


5. Dmitri Shostakovich
(1906 – 1975): Золотой век The Golden Age, op.22

To ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών” συνήθιζε να υποστηρίζει ο Dmitri Shostakovich, ένας από τους πλέον παραγωγικούς μουσικοσυνθέτες του 20ούαιώνα. Ίσως γι’ αυτό αποφάσισε να γράψει ένα ολόκληρο μπαλέτο γύρω από το συγκεκριμένο άθλημα, ξεπερνώντας κατά πολύ την προγενέστερη πρωτοβουλία του Elgar. Επιπρόσθετα, σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε λάτρης του ποδοσφαίρου και αμετανόητος οπαδός της Zenit, ομάδας της γενέτειράς του, Λένινγκραντ.

Το μπαλέτο Золотой век – The Golden Age είναι έργο της νεανικής περιόδου του Shostakovich. Η πρεμιέρα έλαβε χώρα στις 26 Οκτωβρίου 1930 στο Θέατρο Kirov (σήμερα Mariinsky). Περιλαμβάνει τρεις πράξεις και έξι σκηνές και μπορεί να χαρακτηριστεί ως εν μέρει σάτιρα και εν μέρει προπαγάνδα. Εξιστορεί την περιοδεία μιας ομάδας ποδοσφαίρου εκτός των συνόρων της ΕΣΣΔ. Εκ των πραγμάτων, παίκτες και συνοδοί έρχονται σε επαφή με πολιτικά ανάρμοστους χαρακτήρες όπως μια ντίβα, ένας φασίστας, ένας επαγγελματίας ταραξίας, ένας νέγρος, και γενικότερα, με τον παρηκμασμένο και διεφθαρμένο τρόπο ζωής της Δύσης.

The Golden Age, Θέατρο Mariinskiy Αγίας Πετρούπολης, 2006.

Στη διάρκεια της παραμονής στο εξωτερικό η ομάδα υπέστη τα πάνδεινα, από μεροληπτική διαιτησία, αποδοκιμασίες του κοινού, εξαπάτηση, κατάχρηση εξουσίας έως τον άδικο εγκλεισμό στη φυλακή εξαιτίας ενεργειών της καταχθόνιας μπουρζουαζίας. Τελικά, οι παίκτες απελευθερώνονται χάρη σε μια εξέγερση της τοπικής εργατικής κοινωνίας, που ανατρέπει τους καπιταλιστές ηγεμόνες της περιοχής. Το έργο ολοκληρώνεται με έναν χορό συναδέλφωσης και αλληλεγγύης ανάμεσα στους παίκτες και τους ελευθερωτές τους. Παρά το άκρως προπαγανδιστικό περιεχόμενο, το έργο δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον αριθμό των 18 μόλις παραστάσεων. Λογοκρίθηκε από τις σοβιετικές αρχές επειδή συμπεριλάμβανε ρυθμούς και χορούς της Δύσης που ήταν προτιμότερο να μην περιέλθουν εν γνώσει του ρωσικού κοινού. Επρόκειτο για ένα πρώτο μήνυμα του καθεστώτος με αποδέκτη τον συνθέτη. Φαίνεται πως ο τελευταίος δεν το συνέλαβε, καθώς οι μεταξύ τους σχέσεις έμελλαν να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά έξι χρόνια αργότερα, με αφορμή την όπερα Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Αργότερα, ο Shostakovich εξήγαγε από την παρτιτούρα του μπαλέτου μια σουΐτα, η οποία έχει ενταχθεί πλήρως στο συμφωνικό ρεπερτόριο και εκτελείται συχνά στις διάφορες αίθουσες συναυλιών.

The Golden Age / Rattle · Berliner Philharmoniker – τελικός χορός


 

6. Erik Satie (1866 – 1925): Sports et divertissements

Το Sports et divertissements είναι ένας κύκλος 21 μικρών έργων για πιάνο που ο εκκεντρικός  Γάλλος συνθέτης (μεταξύ άλλων είχε χρησιμοποιήσει ήχο γραφομηχανής στο έργο Parade, επιχειρήσει ανεπιτυχώς να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία, χρηματίσει πιανίστας στα καμπαρέ της Μονμάρτρης, τέλος, ιδρύσει μια θρησκευτική αίρεση, της οποίας υπήρξε…το μοναδικό μέλος), έγραψε το 1914. Παραμένει στο σαρδόνιο χιουμοριστικό πνεύμα που διατρέχει τις σουΐτες για πιάνο (1912-1915) και γενικότερα ολόκληρη την παραγωγή του Satie. Αρχικά κυκλοφόρησε ως ένας συλλεκτικός τόμος, ο οποίος περιείχε σε πανομοιότυπα (facsimile) την παρτιτούρα, ποιήματα του Satie, καθώς και την εικονογράφηση από τον σκιτσογράφο Charles Martin. Το 1923 κυκλοφόρησε μια επανέκδοση με νέα εικονογράφηση.

Η αρχική ιδέα ανήκε στον Lucien Vogel, εκδότη του, γνωστού για την εποχή, περιοδικού μόδας La Gazette du Bon Ton. Πρώτος κατά σειρά αποδέκτης της πρότασης υπήρξε ο Igor Stravinsky, ο οποίος όμως την απέρριψε. Πρέπει να επισημανθεί πως ακριβά συλλεκτικά άλμπουμ, τα οποία συνδύαζαν σχέδιο, μουσική και ποίηση ήταν της μόδας στο Παρίσι της άμεσης παραμονής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ως μαγιά λειτούργησαν τα σχέδια που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε ολοκληρώσει ο Martin. Περιλάμβαναν 20 στιγμιότυπα ανεμελιάς και αναψυχής, ορισμένα εκ των οποίων περιέγραφαν ενασχόληση με αθλήματα. Αυτό ακριβώς το οπτικό υλικό είχε κατά νου ο Satie όταν συνέθεσε τη μουσική. Η σειρά των κομματιών έχει ως εξής: 1. Choral inappetissant, 2. La Balançoire, 3. La Chasse, 4. La Comédie Italienne,  5. Le Réveil de la Mariée, 6. Colin-Maillard , 7. La Pêche, 8. Le Yachting, 9. Le Bain de Mer, 10. Le Carnaval, 11. Le Golf, 12. La Pieuvre, 13. Les Courses, 14. Les Quatre-Coins, 15. Le Pique-nique, 17. Le Tango (perpétuel), 18. Le Traîneau, 20. Le Feu d’artifice, 21. Le Tennis. 

Εικονογράφηση της δεύτερης έκδοσης του Sports et divertissements από τον Charles Martin, το 1923. Επάνω: Το γκολφ. Κάτω: Η ιστιοπλοΐα.

Όταν, το 1913, τα Ρωσικά Μπαλέτα ανέβασαν τα Jeux του Debussy, ο Satie βρισκόταν ακόμη σε φάση σύνθεσης του δικού του έργου. Έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση, ειρωνεύτηκε με τον δικό του χαρακτηριστικό σαρκασμό τον Nijinsky για τη χορογραφία του, υποστηρίζοντας πως ο τελευταίος είχε μπερδέψει τους κανόνες του τένις με εκείνους του ποδοσφαίρου, επειδή από το χώρο απουσίαζε παντελώς το δίχτυ, οι χορευτές δεν κρατούσαν στα χέρια τους ρακέτες και ο κήπος, όπου διαδραματιζόταν η υπόθεση, θύμιζε περισσότερο γήπεδο ποδοσφαίρου. Επινόησε μάλιστα ένα νεολογισμό: ονόμασε το άθλημα, που είχε δει επί σκηνής, “ρωσικό τένις”. Παρόλα αυτά, όταν, δέκα μήνες αργότερα, ολοκλήρωσε το 21ο κομμάτι του Sports et divertissements (το τένις), δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την επίδραση της μουσικής του Debussy και της χορογραφίας του Nijinsky. Μόνο που εδώ, ο υφέρπων ερωτισμός εκφράζεται μέσω των λέξεων του κειμένου. Όπως και να έχει το ζήτημα, στο τέλος του έργου και αφού έχει ήδη ολοκληρωθεί η ακρόαση της μουσικής, ακούγεται μια και μόνη λέξη στα αγγλικά: “Game”.

 

Erik Satie: Sports et divertissements – Le Golf

Erik Satie: Sports et divertissements Le Tennis


 

7. Charles Ives (1874 – 1954): Yale Princeton Football Game

Στο σύντομο (διάρκειας μόλις 2΄25) έργο για ορχήστρα, ο Charles Ives περιγράφει έναν αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου (παραλλαγή του ράγκμπι). Πρόκειται για την επικράτηση με 6-0 των Yale Bulldogs επί των Princeton Tigers στις 20 Νοεμβρίου 1897. Οι αγώνες Yale-Princeton εθεωρούντο κλασσικοί του είδους, κινητοποιώντας τα πλήθη, όπως άλλωστε φαίνεται και στα ιστορικής αξίας βωβά κινηματογραφικά στιγμιότυπα ενός αγώνα της 14ης Νοεμβρίου 1903 (μόλις 6 χρόνια αργότερα) μπροστά σε ένα κοινό 50.000 θεατών.

Princeton and Yale football game 1903 (πηγή: Library of Congress)

Η μουσική του Ives θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως ηχητική επένδυση των παραπάνω στιγμιοτύπων. Ο αγώνας του 1897, ο οποίος περιγράφεται στο έργο, υπήρξε ένας θρίαμβος για τους Yale Bulldogs, ο προπονητής των οποίων εφάρμοσε μια νέα τακτική που αιφνιδίασε τους αντιπάλους και επέτρεψε στην ομάδα να τερματίσει αήττητη στο πρωτάθλημα. Το Yale Princeton Football Game περιγράφει ολόκληρη την εξέλιξη πριν, κατά τη διάρκεια και έπειτα από τον αγώνα. Αποδίδονται, μεταξύ άλλων, ο ήχος της σφυρίχτρας του διαιτητή, ο ρυθμός των συνθημάτων και τα τραγούδια της εξέδρας, καθώς και οι ίδιες οι φάσεις, με αποκορύφωμα την υποδειγματική, όπως φαίνεται, κούρσα ζικ-ζακ του παίκτη των νικητών Charles de Saulle, που κατάφερε να καλύψει μόνος του μια απόσταση 50,292 μέτρων αποφεύγοντας τους αντιπάλους. Ο ίδιος ο Ives έχει δώσει χαρακτηριστικούς τίτλους, βοηθώντας έτσι τον ακροατή παρακολουθήσει ευκολότερα και να κατανοήσει καλύτερα το έργο: 1. Suppressed excitement of players coming onto grounds 2. A Yale cheer, “Brekke coax” [sic] 3. Another cheer: “Rah, Rah, Rah; Rah, Rah, Rah; Rah, Rah, Rah; Yale, Yale, Yale.” 4. “Three Cheers for Old Nassau” 5. “Harvard has blue stocking girls, Yale has blue stocking men,” ect. 6. “Watch on the Rhein” (Die Wacht am Rhein) 7. “Hold the fort, McClung is coming.” 8. “Reeves 2nd Regiment Quickstep” (always played by Brass Band at games and reunions etc.) 9. “Hey-can nuck-a-no” 10. “Dodging half-back” 11. “Fat Guards, pushing, grunting.” 12. “First Down.” 13. “Run around left end: loss.” 14. “Dodging tackle.” 15. “Close formation: Wedge” 16. “Last Down” 17. “Run Around Right” 18. “When trumpet (=Running half-back [sic], Charley Desseaulles [sic]) reaches this measure, every other instrument must make a hell of a noise and stop”; “Touch Down.”) 19. “Game over and won. Everybody tired, players and spectators.”

Charles Ives – Yale Princeton Football Game (1898)

 

8. John Adams (1947 –  ): Short Ride in a Fast Machine

Short Ride in a Fast Machine είναι το δημοφιλέστερο έργο του John Adams (του πλέον καταξιωμένου εν ζωή μουσικοσυνθέτη, η συμπλήρωση των 70 ετών του οποίου τιμήθηκε πρόσφατα από τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου). Πρόκειται για μια εισαγωγική φανφάρα για μεγάλη ορχήστρα, γραμμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανοίγει το πρόγραμμα μιας συναυλίας καθηλώνοντας τον ακροατή με τις δεξιοτεχνικές ικανότητες του συνόλου που την ερμηνεύει. Είναι ένα ευρηματικό, από κάθε άποψη, έργο, που εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1986. Ο συνθέτης εμπνεύστηκε από μια περιπέτεια, την οποία βίωσε αυτοπροσώπως, καθώς σε μεταμεσονύκτια ώρα μιας καλοκαιρινής βραδιάς δέχτηκε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού μιας Lamborghini, ενέργεια, την οποία μετάνοιωσε ευθύς αμέσως μόλις το αυτοκίνητο άρχισε να ακολουθεί μια τρελή πορεία αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα πως τον είχε κυριεύσει ένα κράμα αγωνίας, φόβου, παράλληλα όμως, δέους και γοητείας μπροστά στον κίνδυνο.

Ο Adams θεωρείται ως εκφραστής της Μινιμαλιστικής Σχολής, συνεχιστής του Philip Glass και του Steve Reich, αν και ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως μετά-μινιμαλιστή επικαλούμενος τα παραδείγματα του Bach, του Brahms και του Mahler που, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, είχαν την τύχη να ευδοκιμήσουν στο τέλος μιας εποχής, ενστερνιζόμενοι στο έργο τους ολόκληρη την εξέλιξη των τριάντα έως πενήντα προηγουμένων ετών. Άλλωστε στη μουσική του γραφή, μια γραφή ιδιαίτερα προσιτή στο ευρύ κοινό, χρησιμοποιεί τεχνικές και στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως στην εποχή του ρομαντισμού και του μετά-ρομαντισμού. Το όλο του έργο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σε είδος καθώς ο Adams στράφηκε προς τη συμφωνική μουσική, τη μουσική δωματίου και την όπερα.

Ο John Adams στη θέση του συνοδηγού. Η Lamborghini φέρει πινακίδες με την ένδειξη presto, τον χρόνο, στον οποίο είναι γραμμένο το έργο.

Το Short Ride in a Fast Machine αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της μουσικής του παραγωγής. Ο ρυθμός του παραπέμπει στις θεμελιώδεις εκφάνσεις του μινιμαλισμού, με τη διαρκή και επίμονη επανάληψη. Στο επίκεντρο βρίσκεται το γούντμπλοκ (wood block), ένα κρουστό όργανο, το οποίο διατρέχει το έργο από άκρη σε άκρη. Ο ήχος του θα μπορούσε κάλλιστα να συμβολίζει τη μηχανική κίνηση του αυτοκινήτου ή, ακόμη, τους έντονους κτύπους της καρδιάς του έντρομου συνοδηγού. Γύρω από αυτόν τον ήχο, ο Adams πειραματίστηκε με την ανάπτυξη μιας ρυθμικής δυσαρμονίας προσθέτοντας αλληλοσυγκρουόμενους ρυθμούς με στόχο να διεμβολίσει τη μετρονομική σταθερότητα του κρουστού οργάνου. Επαναλήψεις και συγκοπές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Η λύτρωση (προφανώς και για τον ίδιο τον συνοδηγό) έρχεται προς το τέλος από μια μελωδική φράση διαρκείας, την οποία ο Adams εμπιστεύεται στα χάλκινα πνευστά. Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνει διπλό στόχο. Δίνει τέλος στην αγωνία και αιτιολογεί τον χαρακτηρισμό της φανφάρας που ανήκει στο έργο. Η ακρόαση του τελευταίου μέσα σε μια αίθουσα συναυλιών (και όχι μόνο) αποτελεί πραγματική απόλαυση, όπως αποδεικνύεται άλλωστε από την ερμηνεία που ακολουθεί.

John Adams: Short Ride in A Fast Machine / Alan Gilbert · Berliner Philharmoniker

 

9. Mauricio Kagel (1931 – 2008): Match für drei Spieler

Ένα διακριτικό γνώρισμα της μουσικής παραγωγής του αντισυμβατικού Γερμανοαργεντινού συνθέτη είναι οι σαφείς θεατρικές οδηγίες, τις οποίες δίνει προς τους ερμηνευτές προκειμένου να υιοθετήσουν συγκεκριμένες εκφράσεις του προσώπου τους ενόσω εκτελούν το έργο, να εισέλθουν επί σκηνής με προδιαγεγραμμένο τρόπο και κινήσεις, να συμπράξουν με άλλους εκτελεστές πέραν της μουσικής διάστασης, να απαγγείλουν ποιήματα και να αναγνώσουν πρόζα κλπ. Ο Kagel πειραματίστηκε επίσης σε ανοίγματα προς άλλα πεδία, όπως εκείνα της φωτογραφίας και του κινηματογράφου. Γι’ αυτό το λόγο, το έργο του θεωρήθηκε κατά καιρούς ότι ανήκει στο λεγόμενο Θέατρο του Παραλόγου.                              

Match für drei Spieler.

To Match für drei Spieler (1964), είναι ένα έργο μουσικής δωματίου για δυο βιολοντσέλα και κρουστά όργανα. Περιγράφει έναν αγώνα τένις. Αντίπαλοι είναι τα βιολοντσέλα ή ακόμα και οι ίδιοι οι εκτελεστές ενώ ο τρίτος, ο χειριστής μιας ευρείας γκάμας κρουστών, επωμίζεται το ρόλο του διαιτητή. Η διάταξη και η εν γένει συμπεριφορά των τριών μουσικών καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου (δηλ. του ίδιου του αγώνα) ανταποκρίνονται σε γραπτές οδηγίες του συνθέτη, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο περιθώριο της παρτιτούρας στα αντίστοιχα σημεία. Η φυσική προσπάθεια, την οποία καλούνται να καταβάλουν οι δυο τσελίστες, καταχωρίζει τους τελευταίους όχι μόνο στην κατηγορία των μουσικών, αλλά και σε εκείνη των αθλητών. Ακόμα και οι κινήσεις τους πολλές φορές θυμίζουν περισσότερο παίκτες του τένις και λιγότερο μουσικούς ερμηνευτές. Χαρακτηριστική είναι η αρχή του έργου και ο άκρως πετυχημένος τρόπος, με τον οποίο τα pizzicati των βιολοντσέλων (“τσιμπητό” παίξιμο των χορδών με το δάκτυλο δίχως χρήση δοξαριού) αποδίδουν την εναλλαγή των κτυπημάτων της μπάλας. Πέραν του τένις, το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει και σε άλλα αθλήματα όπως λ.χ. στο πινγκ-πονγκ, στο βόλεϊ, ακόμα και στο ποδόσφαιρο, εφόσον γίνεται χρήση εκ μέρους του διαιτητή σφυρίχτρας, επίδειξης κίτρινης και κόκκινης κάρτας, πρακτικές, οι οποίες δεν συναντώνται στο πλαίσιο διεξαγωγής ενός αγώνα τένις. Αν και δυσπρόσιτο σε επίπεδο ακρόασης, είναι βέβαιο πως το Match für drei Spieler δεν στερείται πρωτοτυπίας και ιδεών.

Mauricio Kagel, Match für drei Spieler


 

10. Queen: We Are the Champions


We Are the Champions
είναι ροκ τραγούδι του βρετανικού συγκροτήματος Queen. Περιλαμβάνεται στο άλμπουμ  News of the World, το οποίο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 1977. Τη σύνθεση και τους στίχους του τραγουδιού υπογράφει ο Freddie Mercury (1946-1991), που κάνει  τα κύρια φωνητικά στο τραγούδι, με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος να ακολουθούν σε δεύτερη φωνή. Το τραγούδι άντεξε στο χρόνο, καθώς λόγω του τίτλου του αποτελεί έναν άτυπο «ύμνο» αθλητικών αναμετρήσεων κυρίως κατά τη στιγμή της απονομής των τροπαίων στις νικήτριες ομάδες μιας σειράς διοργανώσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

We Are the Champions – Estadio Santiago Bernabeu, Madrid, 2017

We Are the ChampionsLola Astanova (piano)            

 

11. Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας (1861 – 1917): Ολυμπιακός Ύμνος

O Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας γεννήθηκε το 1861 στην Κέρκυρα. Ακολούθησε ανώτερες σπουδές στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον φημισμένο Γάλλο συνθέτη Léo Delibes. Ακολούθως μετακόμισε στην Ιταλία, όπου και ξεκίνησε συστηματικά τη συνθετική του σταδιοδρομία.  Το 1886 ανέβηκε με επιτυχία στο θέατρο Καρκάνο του Μιλάνου η τρίπρακτη όπερα Flora Mirabilis, θριάμβευσε όμως με το ανέβασμά της στη Σκάλα του Μιλάνου, ένα χρόνο αργότερα. Ο Σαμάρας ουδέποτε αποξενώθηκε από την Ελλάδα, η φιλόμουση κοινότητα της οποίας παρακολουθούσε με θαυμασμό την ανοδική πορεία του μουσουργού. Έτσι, το 1889 ανέβηκε στην Κέρκυρα και κατόπιν στην Αθήνα η Flora Mirabilis  ως Θαυμαστή Ανθώ. Την αποτυχία της όπερας Lionella στη Σκάλα του Μιλάνου το 1891 ήρθε να αποκαταστήσει ο θρίαμβος της όπερας La Martire (H Μάρτυς) που παρουσιάστηκε στη Νάπολη τρία χρόνια αργότερα. Τότε ακριβώς ο συνθέτης προσχώρησε στη σχολή του βερισμού (verismo), της οποίας θεωρείται από τους πρωτεργάτες, στο πλευρό των Ruggero Leoncavallo, Pietro Mascagni και Giacomo Puccini. Ακολούθησαν και άλλες επιτυχημένες όπερες, όπως La Furia Damata (Η Δαμασμένη Μαινάδα) το 1895, βασισμένη στο έργο του Shakespeare Το Ημέρωμα της Στρίγγλας, Storia d’Amore το 1903 και Mademoiselle de Belle-Isle το 1905.  Αποκορύφωμα της συνθετικής του παραγωγής υπήρξε το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας Rhea το 1908, στο θέατρο Verdi της Φλωρεντίας. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1917 σε ηλικία 56 ετών, από χρόνια νεφρίτιδα.

Το 1895 ανατέθηκε στον Σαμάρα από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή η σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου με την ευκαιρία της τέλεσης στην Αθήνα των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Απρίλιος 1896). Μετά την ανάθεση στον Σαμάρα, η επιτροπή επέλεξε να μελοποιηθεί το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος αυτός καθιερώθηκε ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος μόλις το 1958, δηλαδή εξήντα δύο χρόνια μετά την παγκόσμια πρώτη του και σαράντα ένα χρόνια έπειτα από τον θάνατο του συνθέτη. Έκτοτε, συνοδεύει την έπαρση της σημαίας των Ολυμπιακών Αγώνων στην εκάστοτε τελετή έναρξης.

Σπυρίδων Σαμάρας, Ολυμπιακός Ύμνος (στίχοι Κωστή Παλαμά)

 

12. Richard Strauss (1864 – 1949): Olympische Hymne

To 1932, o Richard Strauss, συνθέτης της Σαλώμης, της Ηλέκτρας και του Ιππότη με το ρόδο, από τους κύριους εκπροσώπους της γερμανικής μεταρομαντικής σχολής, επελέγη από τη Διεθνή Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων για τη σύνθεση ενός ύμνου για την τελετή έναρξης των αγώνων που είχαν προγραμματιστεί για το καλοκαίρι του 1936 με οικοδεσπότη την πόλη του Βερολίνου. Ο Strauss αποδέχτηκε την πρόταση, υπό τον όρο της πλαισίωσης της μουσικής του από ένα κείμενο, για την επιλογή του οποίου θα είχε εκείνος τον τελευταίο λόγο. Έπειτα από δημόσιο διαγωνισμό και με αισθητή την αναπόφευκτη παρέμβαση του εθνικοσοσιαλιστικού υπουργείου Προπαγάνδας, το 1934 επελέγησαν οι στομφώδεις στίχοι του Robert Lubahn, ενός άνεργου, την εποχή εκείνη, βερολινέζου ηθοποιού.

Ολυμπιακό Στάδιο Βερολίνου, 1η Αυγούστου 1936. Τελετή έναρξης των Αγώνων της 11ης Ολυμπιάδας.

Η τελετή έναρξης των Αγώνων της 11ης Ολυμπιάδας, έλαβε χώρα την 1η Αυγούστου 1936 στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου. Επρόκειτο για ένα γεγονός, το οποίο αξιοποιήθηκε και προβλήθηκε δεόντως από την προπαγάνδα του Γ΄ Ράιχ. O Ολυμπιακός Ύμνος, παιγμένος από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου και μια χορωδία χιλίων ατόμων υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, γνώρισε την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση αμέσως έπειτα από τη σύντομης διάρκειας κήρυξη της έναρξης από τον Adolf Hitler, μια σειρά χαιρετιστήριων κανονιοβολισμών και την απελευθέρωση χιλιάδων λευκών περιστεριών. Όλων των παραπάνω είχε προηγηθεί ο λόγος του Theodor Lewald, προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, ο οποίος, καταλήγοντας, αφού εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τον Richard Strauss, ανακοίνωσε την καθιέρωση στο διηνεκές του Olympische Hymne ως επίσημου ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων. Η έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τη γνωστή του έκβαση ως προς την τύχη του ναζιστικού καθεστώτος, επιφύλαξε διαφορετική εξέλιξη για το συγκεκριμένο έργο του Richard Strauss. Στους πρώτους μεταπολεμικούς Ολυμπιακούς Αγώνες (Λονδίνο 1948), ακούστηκε ένας νέος Ολυμπιακός Ύμνος του συνθέτη Roger Quilter σε στίχους του γνωστού διηγηματογράφου και ποιητή Rudyard Kipling. Δέκα χρόνια αργότερα, η Διεθνής Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων αναβάθμισε τον Ύμνο των Σαμάρα/Παλαμά σε μόνιμο επίσημο ύμνο.

Richard Strauss, Olympische Hymne

 

13. Βαγγέλης Παπαθανασίου (1943 –  ): Chariots of Fire

Το Chariots of Fire του Βαγγέλη Παπαθανασίου πλαισίωσε μουσικά το 1981 την ομώνυμη, βρετανικής παραγωγής, κινηματογραφική ταινία συμβάλλοντας δραστικά στη μεγάλη επιτυχία, την οποία η τελευταία γνώρισε (συνολικά απέσπασε 4 βραβεία Όσκαρ, εκ των οποίων τα βραβεία καλύτερης ταινίας και πρωτότυπης μουσικής). Για τις ανάγκες της ηχογράφησης επιστρατεύτηκε ένα συνθεσάιζερ τύπου CS-80, με το οποίο ο συνθέτης έπαιξε όλα τα όργανα, συμπεριλαμβανομένων του πιάνου και ευρείας γκάμας κρουστών. Η επένδυση μιας κινηματογραφικής ταινίας εποχής με ηλεκτρονική μουσική ήταν τότε ασυνήθιστη και ως προς αυτό, η συμβολή του Παπαθανασίου άνοιξε νέους ορίζοντες στην έβδομη τέχνη.                                              

Chariots of Fire  – Trailer

Η πλοκή του έργου αποτελεί δραματοποιημένη παραλλαγή αληθινών περιστατικών και ανθρώπινων χαρακτήρων. Πρόκειται για τον συναγωνισμό μεταξύ δυο αθλητών, στο πλαίσιο της προετοιμασίας και διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 1924 στο Παρίσι. Η μουσική του Παπαθανασίου έχει, κατά κάποιο τρόπο, συνδεθεί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αρχής γενομένης από τους Χειμερινούς Αγώνες του 1980 στο Σεράγεβο, οπότε και χρησιμοποιήθηκε ως ύμνος της συγκεκριμένης διοργάνωσης. Κατόπιν ακούστηκε το 1996 στους Θερινούς Αγώνες της Ατλάντα και, πιο πρόσφατα, το 2012 στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της τελετής έναρξης των Αγώνων της 30ής Ολυμπιάδας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρουσιάστηκε υπό μορφή παρωδίας, με πρωταγωνιστές τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, τον αρχιμουσικό Sir Simon Rattle και τον ηθοποιό Rowan Atkinson στο ρόλο του πασίγνωστου Mr. Bean.

Mr. Bean Live Performance at the London 2012 Olympic Games

 

14. Émile Waldteufel (1837 – 1915): Les Patineurs Valse op.183

Σε ηλικία 27 ετών, ο Γάλλος πιανίστας και συνθέτης χορευτικής μουσικής έγινε αυλικός πιανίστας της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Διηύθυνε επίσης την αυλική ορχήστρα σε κρατικές χοροεσπερίδες. Ο διορισμός του από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ αποκλειστικά στη μουσική διεύθυνση των χοροεσπερίδων, τον οδήγησε στη συμμετοχή του στους μεγαλοπρεπείς χορούς του Κεραμικού (Tuileries), του Μπιαρίτς και της Κομπιένης. Σήμερα, θεωρείται ως ο πλέον αντιπροσωπευτικός μουσικοσυνθέτης της περιόδου της Β΄ Γαλλικής Αυτοκρατορίας από κοινού με τον Jacques Offenbach. Μετά την ήττα της Γαλλίας από την Πρωσία το 1871, η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αλσατία, έγινε μέρος της Γερμανίας για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Waldteufel έφτασε σχεδόν 40 ετών πριν γίνει περισσότερο γνωστός. Τον Οκτώβριο του 1874 συμμετείχε σε μια μουσική εκδήλωση, την οποία παρακολούθησε ο, τότε Πρίγκιπας της Ουαλίας, μετέπειτα βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄. Ο πρίγκηπας ενθουσιάστηκε από το βαλς Manolo του συνθέτη και έκτοτε μερίμνησε ώστε να κάνει τη μουσική τού Waldteufel γνωστή σε ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία. Ακολούθησε μακροχρόνιο συμβόλαιο με τον εκδότη «Hopwood & Crew» που έδρευε στο Λονδίνο. Μέρος της εταιρείας ανήκε στον Charles Coote, διευθυντή της μπάντας Coote & Tinney’s, της πρώτης χορευτικής ορχήστρας στην βρετανική πρωτεύουσα. Με αυτή την υποστήριξη, η μουσική του Waldteufel παιζόταν στα Ανάκτορα του Μπάκινγχαμ μπροστά στη βασίλισσα Βικτωρία. Τότε, ο συνθέτης κυριάρχησε στη μουσική σκηνή του Λονδίνου και έγινε παγκοσμίως γνωστός. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέθεσε τα γνωστότερα έργα του, πολλά από τα οποία ακούγονται ακόμα σήμερα σε όλο τον κόσμο. Το διασημότερο, ίσως, από αυτά, το βαλς Les Patineurs (Οι Παγοδρόμοι), γράφηκε το 1882.

Pierre-Auguste Renoir,  Les Patineurs à Longchamp, 1868, Ιδιωτική Συλλογή.

Πηγή έμπνευσης για το συγκεκριμένο έργο αποτέλεσε ένας πίνακας του ζωγράφου Pierre-Auguste Renoir. Η ελαιογραφία του Renoir χρονολογείται από το 1868 και φέρει τον τίτλο Les Patineurs à Longchamp. Απεικονίζει το δάσος της Βουλώνης, στις παρυφές του Παρισιού, τον χειμώνα, με τους επισκέπτες να απολαμβάνουν τη διασκέδαση του  τοπικού παγοδρομίου. Η φιλοτέχνηση του πίνακα αποδείχθηκε μεγάλη δοκιμασία για τον Renoir, ο οποίος απεχθανόταν το ψύχος, πλην όμως ως γνήσιος ιμπρεσιονιστής, εργαζόταν συχνά στον ανοικτό χώρο. Η σύντομης διάρκειας αργή εισαγωγή στο βαλς του Waldteufel συμβολίζει την προσπάθεια του παγοδρόμου να κρατήσει την ισορροπία του. Μόλις αυτή εξασφαλιστεί, το έργο αποκτά ρυθμό, ταχύτητα και αποδίδει εύγλωττα την (φαινομενική εξαιτίας των τεχνικών δυσκολιών) άνεση και ανεμελιά, με την οποία οι παγοδρόμοι γλιστρούν επάνω στην επιφάνεια της πίστας προχωρώντας και σε θεαματικές πιρουέτες.

Émile Waldteufel: Les Patineurs Valse op.183 André Rieu


        

15. Josef Strauss (1827 – 1870): Jokey-Polka op. 278, Sport-Polka op.170

Το Πρωτοχρονιάτικο αυτό αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη από το φυσικό του χώρο: τη Musikvereinsaal της Βιέννης στην καθιερωμένη συναυλία, με την οποία η Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης υποδέχεται την είσοδο κάθε Νέου Έτους. Από τα αναρίθμητα μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα επιλέξαμε δυο γρήγορες πόλκες του Josef Strauss με θέματα συναφή με τον αθλητισμό. Είναι το καλύτερος τρόπος να σας ευχηθούμε για τη χρονιά που μπαίνει και να σας ευχαριστήσουμε από βάθους καρδιάς για την ανταπόκριση και υποστήριξη που μας παρέχετε στα πέντε χρόνια λειτουργίας μας.

Jokey-Polka op. 278, Neujahrskonzert 2012 – Mariss Jansons

Sport-Polka op. 170, Neujahrskonzert 2008 – Georges Prêtre

 

Το επιτελείο της Clio Turbata σάς ευχαριστεί για την εμπιστοσύνη σας

και σάς εύχεται ένα υγιές και ευτυχισμένο 2021

                                            

 

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Μαρία Τσιτινίδου