Έξι πόλεις – Έξι έργα
“Άραγε, Γλαύκων, γι’ αυτό η αγωγή με τη μουσική και την ποίηση είναι η πιο σημαντική, επειδή ο ρυθμός και η μελωδία εισχωρούν στα τρίσβαθα της ψυχής κι αδράχνοντάς την με δύναμη μεγάλη, φέρνουν μέσα της ευπρέπεια και της δίνουν ομορφιά […]” (Πλάτων, Πολιτεία, 401d-e). Σύμφωνα, πάντοτε, με τον Πλάτωνα, η μουσική είναι εκείνη που δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στο νου, πέταγμα στη φαντασία, χαρά και γοητεία στην ίδια τη ζωή. Είναι η πιο πλήρης μορφή Τέχνης; Ο χώρος, εδώ, δεν είναι κατάλληλος για προβληματισμούς αυτού του είδους. Σίγουρα, όμως, η μουσική προσφέρει έναν μοναδικό τρόπο πρόσληψης, έκφρασης και εξωτερίκευσης του εσωτερικού μας κόσμου. Πόσες φορές, κοιτάζοντας ένα ζωγραφικό πίνακα, ένα γλυπτό, μια φωτογραφία, διαβάζοντας ένα ποίημα ή ένα διήγημα, παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση ή μια κινηματογραφική ταινία συγκινηθήκατε μέχρι δακρύων, αισθανθήκατε να σας πλημμυρίζει μια χαρά και μια πληρότητα; Και άλλες πόσες και σε ποιο βαθμό συνέβη κάτι αντίστοιχο με αφορμή την ακρόαση μιας μουσική σύνθεσης;
Στο παρόν αφιέρωμα έχουν επιλεγεί έξι πόλεις, οι οποίες λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για τη σύνθεση ισάριθμων μουσικών έργων. Ορισμένα από αυτά είναι ευρύτερα γνωστά και άλλα όχι. Οι διαφορές ύφους και τεχνοτροπίας μεταξύ τους είναι εμφανείς. Συνάμα, όμως, αποκαλύπτουν πως η παλέτα ενός μουσικοσυνθέτη δεν υστερεί σε ευρηματικότητα και ποικιλία σε συνάρτηση με εκείνη ενός ζωγράφου, η σύλληψη και ο λυρισμός του είναι εφάμιλα με ενός λογοτέχνη ή ενός ποιητή, η αποτύπωση του στιγμιαίου ανάλογη με ενός φωτογράφου ή ενός σκηνοθέτη.
‘Οσοι έχετε επισκεφθεί κάποια από αυτές τις πόλεις ανακαλέστε τις αναμνήσεις σας. Όσοι όχι, επιστρατεύστε τη φαντασία σας. Όλοι σας, αγνοείστε για λίγο τα προβλήματα της καθημερινότητας, περιηγηθείτε σε μια διαδρομή, όπου το παρόν διαπλέκεται με το παρελθόν και η φαντασία με την πραγματικότητα, τέλος, βυθιστείτε σε ένα μαγευτικό πάντρεμα εικόνας και ήχου και απολαύστε το. Δεν θα χάσετε!
Αθήνα
Ludwig van Beethoven: Die Ruinen von Athen, op.113

Τα Ερείπια των Αθηνών γράφηκαν το 1811 ως μουσική επένδυση του ομώνυμου θεατρικού έργου του August von Kotzebue, το οποίο ανέβηκε το επόμενο έτος με αφορμή τα εγκαίνια του θεάτρου της Πέστης. Η πλοκή διαδραματίζεται κατά την προεπαναστατική εποχή στην σκλαβωμένη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλάδα. Η θεά Αθηνά, κόρη του παντοδύναμου Δία, ξυπνάει μετά από αιώνια λήθη, και αντιλαμβάνεται ότι η άλλοτε λαμπρή πατρίδα της έχει ερειπωθεί από βάρβαρα χέρια. Αφουγκράζεται τον πικραμένο λόγο ενός Ελληνόπουλου και μιας Ελληνοπούλας, που, χωρίς αιτία, υπομένουν το ζυγό της σκλαβιάς. Η Αθηνά παροτρύνει τους Έλληνες να εξεγερθούν για την λευτεριά. Συνοδευόμενη από τον Ερμή, απευθύνει αίτημα βοήθειας στον Αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας, ενώ οι μούσες Θάλεια και Μελπομένη τους υποστηρίζουν. Ο Δίας εμφανίζεται και αποθέτει την προτομή του αυτοκράτορα Φραγκίσκου, ενώ η Αθηνά της φοράει δάφνινο στεφάνι. Το πνεύμα του Ρομαντισμού στο απόγειό του! Το έργο αποτελείται από έντεκα μέρη. Γνωστότερα είναι η Εισαγωγή, το Ντουέτο ανάμεσα στα δυο Ελληνόπουλα, η Χορωδία των Δερβίσηδων και το Τουρκικό Εμβατήριο (Marcia alla turca). To 1924, τα Ερείπια των Αθηνών υπήρξαν αντικείμενο αναπροσαρμογής από τον συνθέτη Richard Strauss και τον συγγραφέα, ποιητή και λιμπρετίστα Hugo von Hofmannsthal.
Die Ruinen von Athen, op.113
Πράγα
Wolfgang Amadeus Mozart: Sinfonie in D-Dur KV 504 “Prager”

Ανάλογου βεληνεκούς με τις τρεις τελευταίες συμφωνίες που ακολουθούν (αρ. 39, 40 και 41), η Συμφωνία της Πράγας δεν γράφηκε έχοντας ως πηγή έμπνευσης την πρωτεύουσα της Βοημίας, την ωραιότερη, ίσως, πόλη μπαρόκ του κόσμου. Το 1786 μάλιστα, έτος σύνθεσης του έργου, ο Mozart είχε κατά νου είτε να μεταβεί στο Λονδίνο για την πρώτη εκτέλεση, είτε να διευθύνει το έργο στη Βιέννη. Ο απόηχος της επιτυχίας, την οποία γνώρισαν στην Πράγα οι παραστάσεις της όπερας Le Nozze di Figaro, τον έκαναν να αλλάξει γνώμη και να δοκιμάσει την τύχη του εκεί όπου ήταν ήδη δημοφιλής. Οι δυο συναυλίες, τις οποίες έδωσε στην Πράγα τον Ιανουάριο του 1787, υπήρξαν, ίσως, ο μεγαλύτερος θρίαμβος της σταδιοδρομίας του, καθώς η συμφωνία αγκαλιάστηκε αμέσως από το κοινό με ενθουσιασμό. Την επιτυχία αυτή ακολούθησε μια νέα παραγγελία: η όπερα Don Giovanni, η οποία είδε εκεί το φως της ημέρας τον Οκτώβριο του ιδίου έτους (το 1796 ακολούθησε και η πρώτη εκτέλεση της τελευταίας όπερας La clemenza di Tito προς τιμή του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄, ο οποίος στέφτηκε τότε βασιλέας της Βοημίας). Μπορεί, επομένως, η Συμφωνία της Πράγας να οφείλει την προσωνυμία της στη συγκυρία της πρώτης εκτέλεσης, συμβολίζει, παρά ταύτα, τις προνομιακές σχέσεις του συνθέτη με την πόλη. «Meine Prager verstehen mich» (“Οι αγαπημένοι μου κάτοικοι της Πράγας με αντιλαμβάνονται”) φέρεται να είπε κάποτε χαρακτηριστικά ο Mozart.
Sinfonie in D-Dur KV 504 “Prager”
Ρώμη
Ottorino Respighi: Fontane di Roma, poema sinfonico

Πρώτο, κατά σειρά, σκέλος της Ρωμαϊκής Τριλογίας του συνθέτη (Fontane di Roma – 1916, Pini di Roma – 1918, Feste Romane – 1928), οι Κρήνες της Ρώμης είναι ένα αριστούργημα σύλληψης, φαντασίας και ευρηματικής ενορχήστρωσης. Το καθένα από τα τέσσερα μέρη περιγράφει από μια κρήνη της Αιώνιας Πόλης σε διαφορετική στιγμή της ημέρας. Το πρώτο (La fontana di Valle Giulia all’Alba) είναι ένα ποιμενικό τοπίο στις (τότε) παρυφές της Ρώμης, τα χαράματα. Το δεύτερο (La fontana del Tritone al mattino) περιγράφει την κρήνη του Τρίτωνα, έργο του γλύπτη Gian Lorenzo Bernini (σήμερα βρίσκεται καταμεσίς της πλατείας Barberini στην κατάληξη, προς νότο, της Via Veneto), το πρωί. Η επιβλητική Fontana di Trevi, μέσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού, αποτελεί το τρίτο μέρος, με τη δεσπόζουσα μορφή του Ποσειδώνα στο κέντρο. Το τελευταίο μέρος (La fontana di Villa Medici al tramonto) είναι εκ νέου η περιγραφή ενός τοπίου, τη φορά αυτή μέσα στη γλυκιά μελαγχολία του δειλινού. Η σύζευξη της μουσικής με την εικόνα, το μοναδικό χρώμα, το μαγευτικό φως αλλά και τη μακραίωνη διαστρωμάτωση της ιστορίας της πόλης (αρχαιότητα, πρωτοχριστιανική εποχή, αναγέννηση, ιταλικός νεορεαλισμός) είναι ιδανική. Για όσους γνωρίζουν και αγαπούν τη Ρώμη, η Ρωμαϊκή Τριλογία και ειδικότερα οι Κρήνες της Ρώμης του Respighi αποτελούν αποδεδειγμένα μια από τις πλέον αυθεντικές και πετυχημένες αποτυπώσεις της πλούσιας σε ερεθίσματα γοητευτικής αυτής πόλης.
Fontane di Roma
Λονδίνο
Ralph Vaughan Williams: A London Symphony (Symphony N° 2)

Η δεύτερη από τις εννέα συμφωνίες του Vaughan Williams είναι ταυτόχρονα και η πρώτη αμιγώς ορχηστρική (στη Συμφωνία αρ.1- Α Sea Symphony, γίνεται εκτεταμμένη χρήση φωνών). Αν και εμπνευσμένη από την καθημερινότητα της βρετανικής μεγαλούπολης (συγκεκριμένοι χώροι που περιγράφονται ή ακόμη και χαρακτηριστικοί ήχοι, όπως οι οκτώ κτύποι του Big Ben, δοσμένοι από την άρπα), ο συνθέτης δεν θεωρούσε ότι η Συμφωνία του Λονδίνου ήταν έκφραση προγραμματικής μουσικής. Την αντιμετώπιζε ως απόλυτη μουσική. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Μάρτιο του 1914, λίγο προτού ξεσπάσει η λαίλαπα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Υιοθετεί την κλασσική δομή της σονάτας σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο (Lento – Allegro risoluto) περιγράφει το ξύπνημα μιας νέας ημέρας, με τη μετάβαση από τη γαλήνη της νύκτας στους ρυθμούς και την ένταση των πρώτων ωρών της ημέρας. Το δεύτερο (Lento) είναι εμπνευσμένο από ένα μελαγχολικό απόγευμα του Νοεμβρίου στην πλατεία Bloomsbury. Στo τρίτο (Scherzo), ο ακροατής φαντάζεται τον εαυτό του να στέκεται τo βράδυ στη θορυβώδη και γεμάτη κίνηση συνοικία του Westminster Embankment με τους πολυσύχναστους δρόμους και τα εκτυφλωτικά φώτα. Το τελευταίο μέρος (Andante con moto – Maestoso alla marcia – Allegro – Lento – Epilogue) είναι το πλέον πολύπλοκο. Δεν απεικονίζει μόνο το τέλος της ημέρας. Συμβολίζει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Μέσω του ρου του Τάμεση περνά η βρετανική ιστορία με το μεγαλείο, τις αρχές και αξίες του παρελθόντος. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος απέχει μήνες μόνο. Μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεγάλη Βρετανία θα απωλέσει οριστικά την ισχύ της. Ο Vaughan Williams έζησε αρκετά, ώστε να προλάβει να βιώσει ο ίδιος αυτή τη μετάλλαξη.
A London Symphony
Frederick Delius: Paris – The Song of a Great City

Όπως το προσδιορίζει ο πλήρης τίτλος (Paris, A Night Piece – The Song of a Great City), το έργο είναι ένα Νυκτερινό κομμάτι, γραμμένο μεταξύ των ετών 1899-1900, για μεγάλη ορχήστρα. Ο Βρετανός συνθέτης είχε καλλιεργήσει μια ειδική σχέση με το Παρίσι, όπου έζησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Περισσότερο από μια ακριβή απεικόνιση της Πόλης του Φωτός, η σύνθεση παραπέμπει σε μια ιμπρεσιονιστική αντίληψη και τεχνοτροπία, ευρέως διαδεδομένη την ίδια εποχή τόσο στο χώρο των εικαστικών τεχνών όσο και σε εκείνον της μουσικής. Η στιγμιαία αίσθηση και όχι η λεπτομερής εικόνα είναι εκείνη που καταλαμβάνει το προσκήνιο. Ο συνθέτης αποκαλύπτει τις προθέσεις και το σκεπτικό του διανθίζοντας συγκεκριμένα σημεία της παρτιτούρας με χαρακτηρισμούς του είδους: “μυστηριώδης πόλη”, “πόλη της απόλαυσης”, “πόλη της χαρούμενης μουσικής και του χορού” κλπ. Η αργή εισαγωγή του έργου υπαινίσσεται το μυστήριο. Τη διαδέχεται μια έντεχνη αναφορά στους ρυθμούς και την ανεμελιά της νυκτερινής ζωής της πόλης. Η αίσθηση διακόπτεται από το κεντρικό λυρικό θέμα του έργου, που αντανακλά τον αισθησιασμό, την έκσταση και την οικειότητα του έρωτα. Οι αντηχήσεις από τα παρισινά καφενεία και νυκτερινά κέντρα επαναφέρουν τους θορύβους, τα αρώματα και τους ρυθμούς της νυκτερινής ζωής, προτού ολοκληρωθεί το έργο έτσι ακριβώς όπως η νύκτα κλείνει τον κύκλο της, παραχωρώντας τη θέση στη χαραυγή και στο ξεκίνημα μιας νέας ημέρας. Το εκτυφλωτικό Παρίσι της περιόδου της Μπελ Επόκ σε όλο του το μεγαλείο.
Paris – The Song of a Great City
Νέα Υόρκη
Charles Ives: Central Park in the Dark

Γραμμένο το 1906 για ορχήστρα δωματίου, το έργο έφερε αρχικά τον τίτλο A Contemplation of Nothing Serious or Central Park in the Dark in «The Good Old Summer Time» . Πέρα από τον αναλυτικό τίτλο, ο Ives διατύπωσε σαφώς σε γραπτές σημειώσεις το εν γένει σκεπτικό και πλαίσιο του έργου. Πρόκειται για μια καταγραφή των ήχων της φύσης αλλά και εκείνων που παράγει ο άνθρωπος, έτσι όπως θα έφθαναν στο αυτί κάποιου, ο οποίος, μια θερμή νύκτα του καλοκαιριού, θα καθόταν σε έναν πάγκο του Central Park της Νέας Υόρκης τριάντα χρόνια νωρίτερα από τη σύνθεση του έργου, προτού οι ήχοι των αυτοκινήτων και των ερτζιανών κυμάτων εισβάλλουν στην καθημερινότητά μας. Το έργο είναι γραμμένο για πνευστά, δυο πιάνα, έγχορδα και κρουστά όργανα. Κάθε ομάδα οργάνων αποτελεί ξεχωριστή ενότητα από την άλλη. Τα έγχορδα αντιπροσωπεύουν τους ήχους και τη σιωπή της νύκτας. Κατά καιρούς διακόπτονται από θορύβους, οι οποίοι προέρχονται από το παρακείμενο καζίνο της λίμνης του πάρκου, από άτομα, που τραγουδούν στους γύρω δρόμους, από μια γειτονική παρέλαση αλλά και από τα ανοικτά παράθυρα των κτηρίων στις παρυφές του πάρκου (είναι χαρακτηριστικός ο απόηχος ενός ragtime, το οποίο αποδίδεται από το πιάνο). Η ησυχία επανέρχεται και ξεκινά η διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι. Πρόκειται για αμιγώς προγραμματική μουσική. Οι αναλυτικές επεξηγήσεις του συνθέτη είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορέσει κανείς να κατανοήσει μια ευρηματική, πλην όμως πυκνογραμμένη και όχι εύκολα προσιτή παρτιτούρα.
Central Park in the Dark
Ερμηνείες:
Ludwig van Beethoven: Die Ruinen von Athen, op.113
Berliner Philharmoniker, Claudio Abbado
Wolfgang Amadeus Mozart: Sinfonie in D-Dur KV 504 “Prager”
Česká filharmonie, Jiri Belohlavek
Ottorino Respighi: Fontane di Roma
London Symphony Orchestra, István Kertész
Ralph Vaughan Williams: A London Symphony
London Philharmonic Orchestra, Sir Roger Norrington
Frederick Delius: Paris – The Song of a Great City
Royal Liverpool Philharmonic Orchestra, Sir Charles Mackerras
Charles Ives: Central Park in the Dark
Chicago Symphony Orchestra, Michael Tilson Thomas
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Αλεξάνδρα Περχανίδου
Σημ.: Το παρόν Πασχαλινό αφιέρωμα βρισκόταν στο στάδιο της τελικής μορφοποίησης, όταν, στις 15.04.2019, Μεγάλη Δευτέρα των Καθολικών, μέρος του ιστορικού Ναού της Παναγίας των Παρισίων, υπέστη ζημιές από καταστροφική πυρκαγιά. Έπειτα από σκέψη, αποφασίσαμε να μην τροποποιήσουμε τον αρχικό προγραμματισμό, όχι από έλλειψη σεβασμού έναντι του συμβάντος, αλλά, αντίθετα, επειδή πιστεύουμε πως, παρά τα πλήγματα, η ζωή οδεύει προς τα εμπρός, η δε Ιστορία αντιστέκεται και θα συνεχίσει να αντιστέκεται πεισματικά στις όποιες (εσκεμμένες ή μη) αντιξοότητες λειτουργούν εις βάρος της.