Η Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Clio Turbata
Όχι, δεν ζηλέψαμε την πατροπαράδοτη Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης, ούτε πρόθεσή μας είναι να επιχειρήσουμε να την υποκαταστήσουμε! Απλώς, διευρύναμε το ρεπερτόριο, θέλοντας να επισημάνουμε δειγματοληπτικά την αστείρευτη ποικιλία μουσικών δημιουργιών, ικανών να εμπνεύσουν κέφι, αισιοδοξία και δίψα για ζωή, που υφίσταται και πέραν της οικογένειας Strauss και των βιεννέζικων βαλς. Σας ευχόμαστε ολόψυχα να υποδεχθείτε τον καινούριο χρόνο με ανάλογα συναισθήματα και ψυχική διάθεση.
Emmanuel Chabrier (1841–1894): España, rapsodie pour orchestre
Φρεσκάδα, αυθορμητισμός και ατέρμονη ευφορία είναι τα διακριτικά γνωρίσματα, που διατρέχουν το σύνολο της μουσικής παραγωγής του Emmanuel Chabrier. Στα έργα του δεν υπάρχουν σκιές, μελαγχολία ή πάθη. Μόνο μια αστείρευτη δίψα για ζωή, χαρά, ευθυμία και αγαλλίαση. Όποτε το συναίσθημα αυτό δεν εκφράζεται με εκρηκτικό τρόπο, το παραμικρό υποδηλώνει συγκρατημένη ιλαρότητα. Όταν, όμως, βρίσκει ελεύθερη διέξοδο, τότε το αποτέλεσμα είναι απολαυστικό. Στα παραπάνω χαρίσματα, πρέπει να προσθέσει κανείς τη δημιουργική φαντασία του συνθέτη, την χαρακτηριστική άνεση, με την οποία κινείται και εκφράζεται, τέλος, ένα πηγαίο ταλέντο ενορχήστρωσης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όλες αυτές τις αρετές, υιοθέτησε αργότερα συνειδητά, τελειοποιώντας τις, ο μέγας ενορχηστρωτής Maurice Ravel (η στενή συγγένεια, από κάθε άποψη, της España του Chabrier με την Rapsodie espagnole του Ravel, είναι περισσότερο από εμφανής). Το 1882, ο Chabrier επισκέφθηκε την Ισπανία. Γοητευμένος από τους ρυθμούς του φλαμένκο, που άκουγε σε διάφορους δημόσιους χώρους καθώς και στα καφενεία, έσπευσε να κρατήσει πρόχειρες σημειώσεις. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, ψυχαγωγούσε τους φίλους του αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο, στηριζόμενος στις αναμνήσεις και στις σημειώσεις του. Δίχως να το διανοηθεί, αυτή η διαδικασία υπήρξε ο προπομπός μιας εκτυφλωτικής ραψωδίας για μεγάλη ορχήστρα με τον χαρακτηριστικό τίτλο España, η οποία είδε το φως της ημέρας το 1883 και έκτοτε, θεωρείται το πλέον διαδεδομένο και δημοφιλές έργο του συνθέτη. Παρά το γεγονός ότι ο ήλιος, οι ξέφρενοι ρυθμοί και τα αρώματα της Ισπανίας δεσπόζουν, εν τούτοις, η España δεν αποτελεί την καταγραφή μιας εξωτικής χώρας. Το έργο αποδίδει περισσότερο τις εντυπώσεις ενός τρίτου ατόμου, στο ποσοστό που το ισπανικό στυλ αντιμετωπίζεται με γαλλική φινέτσα και ακρίβεια. Οι ρυθμικές εκρήξεις ξεσπούν όχι παρασυρμένες από πάθος, αλλά με λεπτό χιούμορ και θα μπορούσε να πει κανείς, με συγκαταβατική κατανόηση. Ουδέποτε αμφισβητείται η αγάπη του Chabrier έναντι της πηγής της έμπνευσής του, της Ισπανίας. Μάλιστα, διαδεχόμενη την Carmen του Georges Bizet και την Symphonie espagnole του Edouard Lalo, η España έμελε να ανοίξει διάπλατα τον δρόμο σε πάμπολλες άλλες συνθέσεις με ανάλογο θέμα (Iberia του Claude Debussy, L’ heure espagnole, Alborada del gracioso, Rapsodie espagnole, Tzigane, Boléro του Maurice Ravel, Valencia – το τρίτο μέρος από το έργο Escales του Jacques Ibert κ.α.). Την ακούμε από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Sir Simon Rattle. Η μαγνητοσκόπηση της συναυλίας πραγματοποιήθηκε τον Μάϊο του 2011 στο Teatro Real της Μαδρίτης. Ιδανική επιλογή ως αφετηρία του Πρωτοχρονιάτικου αφιερώματός μας.
Manuel de Falla (1876–1946) : Danza de la Vida Breve
Εάν η Ισπανία επηρέασε την μουσική παραγωγή σημαντικού αριθμού Γάλλων συνθετών, κυριάρχησε, όπως ήταν επόμενο, στο έργο του Manuel de Falla, του μεγαλύτερου, ίσως, μουσικοσυνθέτη της Ιβηρικής χερσονήσου. Παρά το γεγονός ότι το ύφος του de Falla θυμίζει σε πολλές περιπτώσεις εκείνο των Debussy και Ravel (τα τρία νυκτερικά για πιάνο και ορχήστρα με γενικό τίτλο Noches en los jardines de España – Νύκτες στους κήπους της Ισπανίας – και το μπαλέτο El sombrero de tres picos- Το τρίκοχο καπέλο – αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα), εδώ η Ισπανία ξεδιπλώνεται με όλη τη φλόγα, το πάθος, την άγρια γοητεία και και την σκληρή αγριάδα, που την διακρίνουν. To μπαλέτο El amor brujo – Ο μάγος έρωτας – καθώς και η δίπρακτη όπερα La vida breve – Η σύντομη ζωή – διαδραματίζονται αμφότερα στην Ανδαλουσία, με διαλόγους γραμμένους σε τοπική διάλεκτο. Ειδικότερα, το δεύτερο έργο αφηγείται τον παθιασμένο, πλην όμως αδύνατο, έρωτα μιας τσιγγάνας για έναν νεαρό άλλης κοινωνικής τάξεως, ο οποίος φροντίζει να μην αποκαλύψει πως είναι ήδη αρραβωνιασμένος. Η υπόθεση, με έντονα μελοδραματική διάσταση, η οποία παραπέμπει στον ιταλικό βερισμό (θυμίζει, επίσης, αναπόφευκτα τον μεταγενέστερο χρονικά Ματωμένο γάμο του Frederico Garcia Lorca), επιφυλάσσει τραγική κατάληξη στην πρωταγωνίστρια. Η όπερα ανέβηκε για πρώτη φορά σε γαλλική μετάφραση το 1913 στη Νίκαια. Ο Debussy έπεισε τον συνθέτη να επιφέρει ορισμένες μετατροπές. Έτσι, στο τέλος του ιδίου έτους, το έργο παρουσιάστηκε στην οριστική του μορφή στο Παρίσι. Γνωστότερο σημείο είναι ο χορός της δεύτερης πράξης, ο οποίος, πέραν του ότι είναι ωραιότατος, εκτελείται συνήθως ξεχωριστά από την υπόλοιπη όπερα. Τον ακούμε σε διασκευή για δυο κιθάρες από το Dúo del Mar στο Palau de la Música Catalana της Βαρκελώνης.
Albert Ketèlbey (1875-1959): The Clock and the Dresden Figures
The Clock and the Dresden Figures είναι ένα κομψοτέχνημα από μόνο του, εξίσου λεπτό και εύθραυστο με τις περίφημες πορσελάνες της Δρέσδης, στις οποίες αναφέρεται. O Albert William Ketèlbey, με καταγωγή από το Μπέρμινγκχαμ, έζησε και σταδιοδρόμησε στο Λονδίνο. Υπήρξε πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Ωστόσο, έχει παραμείνει γνωστότερος ως συνθέτης ορχηστρικών έργων μικρής διάρκειας και ευρείας αποδοχής (light music), ενός λιγότερο σοβαρού και απαιτητικού είδους μουσικής, που ευδοκίμησε στη Δυτική Ευρώπη από τον 18ο αιώνα έως σήμερα. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, υπήρξε ο πρώτος εκατομμυριούχος μουσικοσυνθέτης, χάρη στα πνευματικά δικαιώματα επί των έργων του. Παρτιτούρες και ηχογραφήσεις των τελευταίων κυκλοφορούσαν σε ευρεία κλίμακα. Η μεγάλη απήχηση οφείλεται σε δυο στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζουν τη μουσική του. Ένα πρώτο εξωτικό (έργα όπως τα In a Persian Market, In a Chinese Temple Garden, In the Mystic Land of Egypt και Blue Hawaiian Waters, που εξήπταν τη φαντασία του κοινού) και ένα δεύτερο αμιγώς βρετανικό (In a Monastery Garden, Bells across the Meadows και Cockney Suite). Πρέπει, επίσης, να προσμετρηθεί και ο απλός και ιδιαίτερα ελκυστικός τρόπος γραφής. Το άστρο του άρχισε να δύει κατά τη διάρκεια και έπειτα από το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο The Clock and the Dresden Figures, έργο γραμμένο για πιάνο και συνοδεία μικρής ορχήστρας, δυο φιγούρες από πορσελάνη, οι οποίες βρίσκονται εκατέρωθεν ενός ρολογιού, ζωντανεύουν χορεύοντας στον μετρονομικό ρυθμό του μηχανισμού του τελευταίου. Μόλις, όμως, αυτό παύει να λειτουργεί σωστά, επανέρχονται πειθήνια στην αρχική τους θέση. Για την ακρόαση του δροσερού αυτού έργου, επελέγη μια ιστορικής σημασίας ηχογράφηση. Χρονολογείται από το 1930, έτος της πρώτης εκτέλεσης. Ο συνθέτης διευθύνει την επονομαζόμενη Albert W. Ketèlbey’s Concert Orchestra.
Zequinha de Abréu (1880-1935): Tico-Tico no fubá
Tico-Tico no fubá στα πορτογαλικά σημαίνει “¨Ενα σπουργίτι στο καλαμποκάλευρο”. Είναι ο τίτλος του δημοφιλέστερου τραγουδιού του Βραζιλιάνου συνθέτη José Gomes de Abréu, γνωστότερου ως Zequinha de Abréu, σε στίχους του Aloysio de Oliveira (1917). Η καθ όλα κεφάτη και ρυθμική αυτή μουσική, γνώρισε τεράστια απήχηση εντός και εκτός συνόρων της χώρας. Μάλιστα, έχει υποστεί σειρά ολόκληρη από διασκευές για μεμονωμένα όργανα (κιθάρα από τον Paco de Lucia τo 1967, ηλεκτρονικό όργανο τύπου Hammond από την Ethel Smith το 1944) ή, ακόμα, για συμφωνική ορχήστρα. Ακούστηκε ως υπόκρουση στις κινηματογραφικές ταινίες Saludos Amigos του Walt Disney (1942), Bathing Beauty (1944), Copacabana (1947) και Radio Days του Woody Allen (1987). Το 1952 γυρίστηκε από την εταιρεία Companhia Cinematográfica Vera Cruz της Βραζιλίας, μια βιογραφική ταινία για τον συνθέτη, η οποία φέρει τον τίτλο Tico-Tico no fubá. Το έργο εκτελέστηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην τελετή λήξης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2016, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, καθώς και το 2001, στην καθιερωμένη εορταστική συναυλία της 31ης Δεκεμβρίου της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του γεννηθέντος στην Αργεντινή διάσημου αρχιμουσικού Daniel Barenboim. Την τελευταία αυτή ερμηνεία επιλέξαμε για το παρόν αφιέρωμα.
Darius Milhaud (1892-1974): Scaramouche – Brazileira, Op. 165b
To 1937, o Γάλλος συνθέτης Darius Milhaud, μέλος της επονομαζόμενης Ομάδας των Έξι (Georges Auric, Louis Durey, Arthur Honegger, Darius Milhaud, Francis Poulenc και Germaine Tailleferre), συνέθεσε την μουσική υπόκρουση για το θεατρικό έργο του Μολιέρου Le médecin volant, διασκευασμένο για παιδιά. Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Scaramouche του Παρισιού, από το οποίο η σύνθεση του Milhaud πήρε τελικά το όνομά της. Στην αρχική της εκδοχή, γράφηκε για σαξόφωνο ή κλαρινέτο και ορχήστρα (έργο 165). Αργότερα, ο ίδιος ο συνθέτης τη μετέγραψε δυο φορές. Πρώτα για δυο πιάνα (έργο 165b) και κατόπιν για σαξόφωνο/κλαρινέτο και πιάνο (έργο 165c). Αποτελείται από τρία μέρη με τις ενδείξεις, αντίστοιχα, 1. Vif et Joyeux, 2. Modéré: Sur un thème expressif et mélancolique και 3. Brazileira: Samba endiablée sud-américaine. Σημειωτέον ότι δεν είναι η πρώτη φορά, που ο Milhaud προσφεύγει στη χρήση λατινοαμερικανικών ρυθμών. Στο μπαλέτο, που φέρει τον σουρεαλιστικό τίτλο Le boeuf sur le toit – Το βόδι πάνω στη στέγη (επρόκειτο για το όνομα του παρισινού καμπαρέ, στο οποίο σύχναζαν οι Milhaud και Jean Cocteau, συγγραφέας του σεναρίου του μπαλέτου), ο συνθέτης παραθέτει μια σειρά τριάντα, περίπου, παραλλαγών του ιδίου βραζιλιάνικου λαϊκού μουσικού θέματος (choro), σε ρυθμούς σάμπας και ταγκό. O Milhaud έζησε στη Βραζιλία μεταξύ των ετών 1917 και 1919. Υπηρετώντας τότε στο διπλωματικό σώμα, είχε τοποθετηθεί εκεί ως γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας, υπό τον πρέσβυ και γνωστό ποιητή Paul Claudel. Τη “διαβολική σάμπα” του Scaramouche ακούμε παιγμένη από δυο κορυφαίους νοτιοαμερικανούς πιανίστες: την Αργεντινή Martha Argerich και τον Βραζιλιάνο Nelson Freire.
Aram Khachaturian (1903-1978): Sabre Dance
Από κοινού με τους Sergei Prokoviev, Sergei Rachmaninov, Dmitri Shostakovich και Aleksandr Scriabin (o Igor Stravinsky δεν συγκαταλέγεται σε αυτή την κατηγορία, καθότι σταδιοδρόμησε στη Δύση), ο αρμενικής καταγωγής Aram Khachaturian θεωρείται από τους αντιπροσωπευτικότερους μουσικοσυνθέτες της ΕΣΣΔ. Όπως και οι υπόλοιποι, υπέστη τα γνωστά προβλήματα με το επίσημο καθεστώς, το οποίο τον κατηγόρησε για αστικό φορμαλισμό. Μετά από τον θάνατο του Stalin το 1953, ο Khachaturian αποποιήθηκε την κατηγορία, ονομάστηκε «Καλλιτέχνης του Λαού της Σοβιετικής Ένωσης» και το 1959 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το βραβείο Λένιν. Η μουσική του έχει έντονο ανατολίτικο χρώμα, πράγμα που οφείλεται στην επιρροή από την αρμενική παράδοση, την οποία μελέτησε πολύ προσεκτικά. Επίσης, επηρεάστηκε και από τις νέες τάσεις που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην υπόλοιπη Ευρώπη, καταφέρνοντας να τις αξιοποιήσει με πολύ μέτρο και πάντοτε σε συνδυασμό με τη μουσική παράδοση. Το 1942 συνέθεσε το μπαλέτο Gayane, απόσπασμα από την τελευταία πράξη του οποίου είναι ο Χορός των σπαθιών, ένα κομμάτι άγριας ομορφιάς, που τον έκανε διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ίδιος θεωρούσε πως η παραπάνω αδιαμφισβήτητη επιτυχία είχε στρέψει την προσοχή του κόσμου από την υπόλοιπη παραγωγή του. Παρατίθεται υπό τη διεύθυνση του Sir Simon Rattle, στο πλαίσιο της εορταστικής συναυλίας της 31ης Δεκεμβρίου 2013, στην αίθουσα της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου.
Dmitri Shostakovich (1906-1975): Tahiti Trot, Op. 16
O Dmitri Shostakovich επιφύλαξε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις και συνάμα αδιαμφισβήτητες αποδείξεις του πηγαίου ταλέντου του όταν, το 1927, σε ηλικία μόλις 21 ετών, συνέθεσε το έργο, που συμπεριλάβαμε στο σημερινό αφιέρωμα. Οι συνθήκες της σύνθεσης είναι τόσο ιδιάζουσες, ώστε αξίζει να μνημονευτούν. Πρόκειται για το προϊόν ενός στοιχήματος ανάμεσα στον Shostakovich και τον αρχιμουσικό Nikolai Malko. Οι δυο άνδρες μόλις είχαν ακούσει μια ηχογράφηση του τραγουδιού Tahiti Trot, του Boris Fomin, βασισμένου στη γνωστή μεγάλη επιτυχία Tea for Two. Διακύβευμα του στοιχήματος, αξίας 100 ρουβλίων, ήταν κατά πόσο ή όχι ο Shostakovich ήταν σε θέση να αποκαταστήσει από μνήμης, μέσα σε χρονικό διάστημα 60΄, την ενορχήστρωση του Fomin. Η όλη διαδικασία δεν χρειάστηκε να ξεπεράσει τα 45΄. Ο Shostakovich εξήλθε νικητής, εμφυσώντας ζωή, χάρη στην παραπάνω άσκηση, σε ένα μικρό αριστούργημα. Λίγο αργότερα, το Tahiti Trot ενσωματώθηκε στο μπαλέτο The Golden Age (Золотой век) του ιδίου συνθέτη, που εξιστορεί τις περιπέτειες μιας σοβιετικής ομάδας ποδοσφαίρου, η οποία περιοδεύει στη Δυτική Ευρώπη. Για σήμερα, επιλέξαμε μια διασκευή για κουϊντέτο πνευστών οργάνων. Ερμηνεύεται από το Carion Wind Quintet.
George Enescu (1881-1955): Rapsodia Română Nr. 1, Op. 11
Δεινός βιολιστής, πιανίστας, μαέστρος, συνθέτης και καθηγητής, ο George Enescu είναι αντικείμενο πραγματικής λατρείας στη χώρα του. Το χωριό, όπου γεννήθηκε, το Κρατικό Ωδείο και η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βουκουρεστίου φέρουν τιμητικά το όνομά του, ενώ, κάθε φθινόπωρο, οργανώνεται στη μνήμη του ένα περιώνυμο μουσικό φεστιβάλ. Από τα δημοφιλέστερα έργα του είναι οι δυο Ρουμανικές Ραψωδίες για ορχήστρα (αρ. 1 σε Λα Μείζονα και αρ.2 σε Ρε Μείζονα), εμπνευσμένες από λαϊκά παραδοσιακά μουσικά θέματα. Συνάμα, είναι έργα, τα οποία απαιτούν μεγάλες δεξιοτεχνικές ικανότητες, αναδεικνύοντας, με τον τρόπο αυτό, τις αρετές ενός ορχηστρικού συνόλου. Η πρώτη εκτέλεση έλαβε χώρα το 1903 στο Βουκουρέστι, στην αίθουσα Ateneul Român (Ρουμανικό Αθήναιον), υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Πρέπει, όμως, να γίνει αναφορά και στην εκτέλεση, η οποία επελέγη. Ο Ρουμάνος Sergiu Celibidache, θεωρείται διεθνώς, ως ένας από τους μεγαλύτερους αρχιμουσικούς του 20ού αιώνα, με αναγνωρισμένη σταδιοδρομία (διετέλεσε μόνιμος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, της Ορχήστρας της Στοκχόλμης και εκείνης της Στουτγάρδης, της Εθνικής Ορχήστρας της Γαλλίας και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Μονάχου). Αν και ιδιοσυγκρασιακός ως προς την αντίληψη των έργων που ερμήνευε, η κάθε του συναυλία εθεωρείτο μουσικό γεγονός, καθώς ήταν κάθετα αντίθετος στις ηχογραφήσεις, πιστεύοντας πως ήταν αδύνατο να αποδώσουν την ώσμωση ανάμεσα στους εκτελεστές και το κοινό, δηλαδή την πεμπτουσία μιας ζωντανής συναυλίας. Τρανή απόδειξη αποτελεί το βίντεο που ακολουθεί. Η μαγνητοσκόπηση πραγματοποιήθηκε το 1978, στην ίδια αίθουσα και με την ίδια ορχήστρα της πρώτης εκτέλεσης του έργου.
Claude Debussy (1862-1918): Golliwogg‘s Cakewalk
To Golliwogg’s Cakewalk είναι το τελευταίο μέρος της σουΐτας για πιάνο, που ο Claude Debussy συνέθεσε μεταξύ των ετών 1906 και 1908 επιλέγοντας τον γενικό τίτλο Children’s Corner. Το έργο είναι αφιερωμένο στην κόρη του, Claude-Emma, την οποία ο συνθέτης συνήθιζε να αποκαλεί χαϊδευτικά Chou-Chou. To καθένα από τα έξι μέρη του έργου φέρει από έναν τίτλο στα αγγλικά (Doctor Gradus ad Parnassum, Jimbo’s Lullaby, Serenade for the Doll, The Snow Is Dancing, The Little Shepherd, Golliwogg’s Cakewalk), μια χειρονομία ευαρέσκειας του Debussy προς την Αγγλίδα γκουβερνάντα της κόρης του. Την εποχή της σύνθεσης του έργου, ήταν της μόδας τα Golliwoggs, χαρακτήρες, τους οποίους είχε επινοήσει σε μια σειρά από παιδικά μυθιστορήματα η συγγραφέας Florence Kate Upton. Επρόκειτο για κούκλες κατασκευασμένες από πανί (Rag Dolls). To Cakewalk (το δεύτερο συστατικό του τίτλου του συγκεκριμένου μέρους του Children’s Corner) ήταν χορός στο πλαίσιο συγκεκριμένου διαγωνισμού, ο νικητής του οποίου επιβραβευόταν με ένα κομμάτι κέικ. Το Golliwogg’s Cakewalk είναι ένα Ragtime, που περιγράφει τον χορό μιας παιδικής κούκλας. Στο αργό μέρος, στο μέσο ακριβώς, υπάρχει μια καλοπροαίρετη σατιρική αναφορά στον Richard Wagner, με τη συμπερίληψη μιας φράσης από την όπερα Tristan und Isolde και την ιδιόχειρη ένδειξη του Debussy, στο περιθώριο της παρτιτούρας, ότι το συγκεκριμένο σημείο “πρέπει να αποδίδεται με πάθος”. Το δροσερό αυτό έργο ερμηνεύεται από την Κινέζα Chenyin Li.
Jacques Offenbach (1819-1880): Orphée aux enfers – Galop inférnal
Ποιός δεν γνωρίζει το French Can-Can, το θέαμα του τέλους του 19ου αιώνα, που αποθανατίστηκε από τη μουσική του Jacques Offenbach, τις αφίσες του Toulouse-Lautrec, τα Folies Bergère και το Moulin Rouge; Γύρω στο 1850, στο Παρίσι, λανσαρίστηκε ένας νέος χορός, διάρκειας οκτώ, περίπου, λεπτών, επάνω σε ξέφρενο ρυθμό. Με απίστευτη ευλυγισία, στα όρια της ακροβασίας, και με προκλητική, για την εποχή εκείνη, αμφίεση, οι χορεύτριες κατέκτησαν το Παρίσι και τον κόσμο ολόκληρο. Τ0 1868, τη φορά αυτή στο Λονδίνο, με τίτλο French Can-Can, επινοήθηκε ένα μουσικό θέαμα με βάση τον ίδιο χορό, το οποίο μεταφέρθηκε ταχύτατα στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Λειτουργούσε, κατά κάποιο τρόπο, ως απαύγασμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης των γυναικών. Η μουσική υπόκρουση ήταν γραμμένη σε φρενήρεις ρυθμούς, ανάλογους με εκείνους που απαιτούσε το θέαμα. Δημοφιλέστερη όλων ήταν ο καταχθόνιος καλπασμός (galop inférnal) από τη δεύτερη πράξη του Ορφέα στον Άδη (Orphée aux Enfers) του Jacques Offenbach, του εμβληματικού μουσικοσυνθέτη της περιόδου του καθεστώτος της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Ούτε ο Ορφέας στον Άδη, ούτε ο καταχθόνιος καλπασμός γράφτηκαν για τον σκοπό αυτό. Πρωτοπαίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία το 1858 στο Παρίσι, παρά τις πολλές αντιδράσεις περί χυδαίας βεβήλωσης μιας μακραίωνης πολιτισμικής κληρονομιάς (η υπόθεση σατιρίζει έναν αρχαίο ελληνικό μύθο). Ο ρυθμός του καλπασμού ήταν εκείνος που ταίριαξε, αργότερα, με τις απαιτήσεις του French Can-Can, με αποτέλεσμα τα δυο είδη να ταυτιστούν το ένα με το άλλο. Τον ακούμε σε μια πρωτότυπη διασκευή για ντραμς, με την αρχική μουσική σε play-back.
Leonard Bernstein (1918-1990): Swing
Η περισσότερο δημοφιλής σύνθεση του προικισμένου Αμερικανού συνθέτη και αρχιμουσικού Leonard Bernstein, είναι, μακρόθεν, το West Side Story. Στην επιτυχία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά και η πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία, η οποία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μετέφερε στην οθόνη το έργο, που είχε ανεβεί νωρίτερα ως μιούζικαλ στο Broadway. Το West Side Story (1957) είναι το τελευταίο σκέλος μιας τριλογίας με κεντρικό θέμα τη Νέα Υορκη. Είχαν προηγηθεί τα On the Town (1944) και Wonderful Town (1953). Σε αντιδιαστολή με το West Side Story, όπου κυριαρχεί η βία, τα υπόλοιπα δυο έργα πραγματεύονται ευχάριστες και κεφάτες καταστάσεις της καθημερινής πραγματικότητας, σε συνδυασμό με την ευρηματική μουσική του συνθέτη. Ειδικότερα, το Wonderful Town περιγράφει τις περιπέτειες των δυο αδελφών Ruth και Eileen Sherwood από το Columbus, Ohio, οι οποίες καταφθάνουν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη και χάνονται μέσα στη χοάνη της αμερικανικής μεγαλούπολης. Η μουσική του Bernstein είναι θεσπέσια, με μια σειρά τραγουδιών, που άφησαν εποχή (Christopher Street, Ohio, Conquering New York, One Hundred Easy Ways to Lose a Man, Pass the Football, A Little Bit in Love, Conga, My Darlin’ Eileen, It’s Love). Το γνωστότερο, ενδεχομένως δε και το καλύτερο, είναι το Swing, το οποίο διαδραματίζεται στο Village Vortex, νυκτερινό κέντρο του Greenwich Village, συνοικίας όπου εκτυλίσσεται το σύνολο της υπόθεσης. Ερμηνεύεται από την εξαίρετη Καναδή τραγουδίστρια Jasmine Roy, μοναδική στο είδος του μιούζικαλ.
George Gershwin (1898-1937): Rhapsody in Blue
Στις 31 Δεκεμβρίου 2015, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στη Semper Oper της Δρέσδης, ο απαράμιλλης δεξιοτεχνίας πιανίστας από την Κίνα, Lang Lang, συνοδευόμενος από την Κρατική Ορχήστρα της Δρέσδης (μια από τις καλύτερες και παλαιότερες του κόσμου), υπό τη διεύθυνση του Christian Thielemann, έδωσαν μια μεγαλειώδη εκτέλεση της Γαλάζιας Ραψωδίας του George Gershwin, με την ακρόαση της οποίας ολοκληρώνεται το αποψινό αφιέρωμα. Παρά το γεγονός ότι απεβίωσε σε νεαρή ηλικία, ο Gershwin άφησε μια αξιόλογη μουσική παραγωγή (τα συμφωνικά έργα An American in Paris και Cuban Overture, το κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, την όπερα Porgy and Bess, τα τραγούδια I Got Rhythm, Summertime, Fascinating Rhythm, S’Wonderful κ.α.), που τον έκαναν γνωστό ανά τον κόσμο, χάρη στον αυθορμητισμό και το πηγαίο ταλέντο που την διακρίνουν. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ravel, όταν ο νεαρός Gershwin του ζήτησε να τον συμβουλεύσει: “Γιατί θέλεις να γίνεις ένας Ravel δεύτερης διαλογής, τη στιγμή που μπορείς κάλλιστα να είσαι ένας Gershwin πρώτου μεγέθους;” Η Γαλάζια Ραψωδία γράφτηκε το 1924 για σόλο πιάνο και jazz band (η μεταγραφή για πιάνο και συμφωνική ορχήστρα, την οποία ακούμε, έγινε το 1942 από τον Ferde Grofé). Αρχική πρόθεση ήταν να ονομαστεί American Rhapsody, καθώς ο ίδιος ο συνθέτης προσομοιάζει το έργο ως “Αμερικανικό μουσικό καλειδοσκόπιο”. O οριστικός τίτλος οφείλεται στον αδελφό του, ως επακόλουθο μιας επίσκεψης του τελευταίου σε έκθεση με έργα του Βρετανού ζωγράφου James Whistler. Πηγή έμπνευσης της ιδέας ήταν ο πίνακας Nocturne In Blue And Green of the Thames at Chelsea. Ο τίτλος Rhapsody in Blue θα αντανακλούσε την ώσμωση ανάμεσα στον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Το έργο συνέχισε να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και έπειτα από τον θάνατο του Gershwin. Προβλήθηκε σε πάμπολλες περιστάσεις, όπως, το 1984, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες, οπότε και εκτελέστηκε από 84 πιανίστες ή το 2000, όταν συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη εκδοχή της Φαντασίας της εταιρείας Walt Disney. Περισσότερο πετυχημένη υπήρξε, πάντως, η επένδυση, το 1979, της κινηματογραφικής ταινίας Manhattan, του Woody Allen. Από τo πάντρεμα των νοσταλγικών μαυρόασπρων λήψεων της Νέας Υόρκης και της μαγευτικής μουσικής του Gershwin προέκυψε ένα ασυναγώνιστο αποτέλεσμα, πλημμυρισμένο από λυρισμό και ποίηση.
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Αλεξάνδρα Περχανίδου