40 χρόνια από τότε
“Operación Algeciras”.
Το Γιβραλτάρ στόχος της Αργεντινής στον Πόλεμο των Φώκλαντς
Στο περιθώριο του Πολέμου των Φώκλαντς λίγο έλειψε να καρποφορήσει μια επιχείρηση δολιοφθοράς, αντάξια των περιπετειών τύπου James Bond: τον Μάιο του 1982 μια ομάδα Αργεντινών βατραχανθρώπων αποπειράθηκε να ανατινάξει μια μονάδα του βρετανικού πολεμικού ναυτικού μέσα στον ναύσταθμο του Γιβραλτάρ. Το γεγονός ότι τα μέλη της αποστολής προέρχονταν από τα σπλάχνα των Montoneros (Movimiento Peronista Montonero), μιας ομάδας αντάρτικου πόλεων που από το 1976 αντιμαχόταν σθεναρά το στρατιωτικό καθεστώς της Αργεντινής, στρατολογήθηκε ωστόσο από το τελευταίο, προσδίδει στην όλη υπόθεση ακόμα πιο εξωπραγματικές διαστάσεις.
Η όλη επιχείρηση διεξήχθη με απόλυτη μυστικότητα (ακόμα και οι υπηρεσίες πληροφοριών της Αργεντινής – πλην εκείνων του Ναυτικού – αγνοούσαν τη διενέργειά της) και παρά την αποτυχημένη έκβαση (η ομάδα των σαμποτέρ συνελήφθη από την ισπανική αστυνομία την ημέρα ακριβώς που είχε επιλέξει προκειμένου να περάσει στη δράση) παρέμεινε σε ένα πρώτο στάδιο κρυφή. Τον Οκτώβριο του 1983, στο πρωτοσέλιδο του ισπανικού περιοδικού Cambio 16, δημοσιεύθηκε η φωτογραφία και το όνομα ενός από τους σαμποτέρ. Συνοδευόταν από την είδηση πως οι εκρηκτικές ύλες είχαν εισέλθει στην Ισπανία με μέριμνα της πρεσβείας της Αργεντινής στη Μαδρίτη, μέσα στον διπλωματικό σάκο. Το 1989, ο Juan Luis Gallardo, καθηγητής της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Καθολικού Πανεπιστημίου της Αργεντινής (Universidad Católica Argentina) αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση σε ένα βιβλίο, το οποίο έφερε τον τίτλο Operación Algeciras. Επειδή, όμως, το τελευταίο κυκλοφόρησε υπό μορφή διηγήματος, το αναγνωστικό κοινό θεώρησε πως το περιεχόμενο αποτελούσε αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Το ότι ο Gallardo εκτελούσε παράλληλα και καθήκοντα εκδότη του περιοδικού της Σχολής Ναυτικού Πολέμου (η επιχείρηση κατά του Γιβραλτάρ σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε εξολοκλήρου από τις Μυστικές Υπηρεσίες του Ναυτικού) δεν έβαλε κανέναν σε υποψίες. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 2004, ο Jesús Mora, Ισπανός παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών, σε ένα ντοκυμαντέρ που γύρισε με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, έφερε την υπόθεση στο φως αποσπώντας, μέσω συνεντεύξεων, τις ομολογίες των ιδίων των πρωταγωνιστών. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονταν o αρχηγός ΓΕΝ και εμπνευστής του όλου σχεδίου, ναύαρχος Jorge Anaya και ο εκτελεστικός επικεφαλής της ομάδας δολιοφθορέων, Máximo Nicoletti. Όλοι τους επιβεβαίωσαν τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της τολμηρής αυτής επιχείρησης, η οποία έφερε τον κωδικό Operación Algeciras από το όνομα της ισπανικής κωμόπολης απέναντι από τον βράχο του Γριβραλτάρ, από όπου η ομάδα Nicoletti παρακολουθούσε την κίνηση των πλοίων εντός και πέριξ της βρετανικής ναυτικής βάσης.

⁂
Στις αρχές Απριλίου του 1982, με την βρετανική αρμάδα καθ’ οδόν προς τα Φώκλαντς και το θερμόμετρο να ανεβαίνει επικίνδυνα προς την ένοπλη αντιπαράθεση, στο γραφείο του ναυάρχου Jorge Isaac Anaya έλαβε χώρα μια εμπιστευτική σύσκεψη με στελέχη της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ναυτικού. Ο οικοδεσπότης εξέθεσε στους παρισταμένους την σκοπιμότητα επέκτασης του επικείμενου πολέμου στο ευρωπαϊκό έδαφος, με την καταφορά ενός καίριου πλήγματος στην καρδιά της Royal Navy. Ανέθεσε, μάλιστα, στον ναύαρχο Eduardo Morris Girling, επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών, την αποστολή να στρατολογήσει, να εκπαιδεύσει και να εξοπλίσει μια μικρή ομάδα υποβρυχίων καταδρομέων με στόχο τη βύθιση, εντός των βάσεων του Πόρτσμουθ και του Πλύμουθ, μονάδων του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού έτοιμων για απόπλου με προορισμό τον Νότιο Ατλαντικό. Ο Anaya συνέστησε απόλυτη μυστικότητα. Το σχέδιο δεν έπρεπε να διαρρεύσει έξω από τον κύκλο ενός απειροελάχιστου αριθμού μυημένων αξιωματικών. Ακόμα και ο στρατηγός Leopoldo Galtieri, πρόεδρος της Αργεντινής και ηγέτης της στρατιωτικής χούντας η οποία κυβερνούσε τότε τη χώρα, όπως και τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, έπρεπε να τεθούν στο περιθώριο της όλης υπόθεσης, ώστε να παραμείνουν αλώβητοι σε περίπτωση δυσμενών διπλωματικών επιπλοκών.
Έπειτα από συστηματική μελέτη, οι Anaya και Girling κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη η κάλυψη της ομάδας των σαμποτέρ εντός της βρετανικής επικράτειας. Μοιραία επομένως, οι δυο ναύαρχοι στράφηκαν προς την εναλλακτική λύση που δεν ήταν άλλη από την επιλογή της ναυτικής βάσης του Γιβραλτάρ. Το μεγάλο πλεονέκτημα στην περίπτωση παρουσίαζε η δυνατότητα παρακολούθησης των κινήσεων των πλοίων από την κωμόπολη Αλχεθίρας της Ανδαλουσίας, στην απέναντι όχθη του ομώνυμου κόλπου και σε απόσταση 9,35 χιλιομέτρων μόλις σε ευθεία γραμμή από τον ιστορικό βράχο. Επιπρόσθετα, η καταφορά ενός πλήγματος κατά του Γιβραλτάρ μοιραία θα αποσταθεροποιούσε τον ανεφοδιασμό της Νήσου της Αναλήψεως (Ascension Island) και κατ’ επέκταση εκείνον της βρετανικής δύναμης κρούσης στα ανοικτά των Φώκλαντς. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι Βρετανοί, ευρισκόμενοι υπό καθεστώς αιφνιδιασμού, θα αποσπούσαν μονάδες από τον Νότιο Ατλαντικό για την αποτελεσματικότερη προστασία του Γιβραλτάρ, αλλά και άλλων δικών τους βάσεων ανά τον κόσμο. Όποια και αν ήταν η εξέλιξη, μια επιχείρηση του είδους αυτού θα έπληττε το κύρος του αντιπάλου στα μάτια τις διεθνούς κοινής γνώμης, κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Το λεπτό σημείο εξακολουθούσε να παραμένει η ανάπτυξη δραστηριότητας της ομάδας των σαμποτέρ με εφαλτήριο το ισπανικό έδαφος, σε μια στιγμή μάλιστα, που είχε αναβαθμιστεί η επαγρύπνηση των αρχών της χώρας ενόψει της επικείμενης διενέργειας της τελικής φάσης του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, την οργάνωση της οποίας είχε αναλάβει η Ισπανία (ο φόβος τρομοκρατικών ενεργειών εκ μέρους αυτονομιστικών κινημάτων ήταν διάχυτος περί τα τέλη της άνοιξης του 1982). Έχοντας απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών, ο Anaya φρόντισε να διατηρήσει για τον εαυτό του την γενική εποπτεία της επιχείρησης μέχρι τέλους.


Με την πάροδο του χρόνου ολοένα και περισσότερο εξειδικευόταν το είδος της τελευταίας. Πέρα από την ανατίναξη πολεμικών σκαφών, αντιμετωπίστηκε η προοπτική καταφοράς πληγμάτων σε βάρος των λιμενικών εγκαταστάσεων, της αποθήκης πυρομαχικών, των δεξαμενών πετρελαίου καθώς και του αεροδρομίου κατά μήκος των συνόρων της βρετανικής κτήσης με το ισπανικό έδαφος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα ανέκυπτε πρόβλημα στον ανεφοδιασμό από αέρος της Νήσου της Αναλήψεως, από τη στιγμή που τα μεταγωγικά αεροσκάφη της RAF έκαναν εκτενή χρήση του αεροδρομίου του Γιβραλτάρ ως ενδιάμεσο σταθμό για ανεφοδιασμό σε καύσιμα. Οι περισσότερες από τις παραπάνω εκδοχές απορρίφθηκαν γρήγορα, επειδή οι λιμενικές, πετρελαϊκές και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις φυλάσσονταν καλά, ορισμένες δε βρίσκονταν εντός των αναρίθμητων στοών, οι οποίες είχαν σκαφτεί μέσα στον βράχο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καθιστώντας το Γιβραλτάρ απόρθητο φρούριο. Τέλος, μια ενέργεια σε βάρος του αεροδρομίου υπήρχε κίνδυνος να εγείρει δυσμενείς αντιδράσεις εκ μέρους των ισπανικών αρχών δεδομένης της άμεσης γειτνίασης του διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης με την κωμόπολη La Línea de la Concepción, μοναδικό σημείο πρόσβασης από την ξηρά προς το Γιβραλτάρ.

Κατόπιν τούτων, ο σχεδιασμός της επιχείρησης επικεντρώθηκε στη μοναδική προσφερόμενη δυνατότητα: εκείνη της υποβρύχιας δολιοφθοράς. Για την ηγεσία της ομάδας, η οποία θα αναλάμβανε τη διεκπεραίωση της αποστολής, o Girling εισηγήθηκε στον Anaya την επιλογή του Héctor Rosales, αξιωματικού της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ναυτικού. Αν και υπεύθυνος της επιχείρησης, ο Rosales δεν θα λάμβανε ενεργό μέρος στην επίθεση, αλλά θα συντόνιζε την τελευταία από την ξηρά, σε διαρκή τηλεφωνική επικοινωνία με τον ναυτικό ακόλουθο της πρεσβείας της Αργεντινής στη Μαδρίτη και κατ’ επέκταση με τους Anaya και Girling στο Μπουένος Άιρες. Τα υπόλοιπα τρία μέλη της ομάδας ήταν ο Máximo Nicoletti, ο Antonio Nelson Latorre και ένα τρίτο άτομο, γνωστό με το ψευδώνυμο “ο Αρειανός” (El Marciano). Όλοι τους προέρχονταν από τις τάξεις του αριστερών αποκλίσεων περονικού κινήματος των Montoneros, έχοντας εμπλακεί στο παρελθόν σε ενέργειες σε βάρος του καθεστώτος. Με άλλα λόγια, ήταν επαγγελματίες τρομοκράτες, με πλούσια πείρα σε αυτόν τον τομέα. Άπαντες είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί, προκειμένου δε να αποφύγουν τα βασανιστήρια της χούντας δέχτηκαν να προσφέρουν στην τελευταία τις υπηρεσίες τους σε ειδικού χαρακτηρισμού αποστολές.
Αρχηγός της τριμελούς ομάδας κρούσης ορίστηκε ο Nicoletti, με οικογενειακή παράδοση στον τομέα των υποβρυχίων καταστροφών. Συγκεκριμένα, ήταν γιος ενός Ιταλού βατραχανθρώπου, ο οποίος στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε διακριθεί στον ίδιο ακριβώς χώρο. Τη στιγμή της κατάληψης των Φώκλαντς από τους Αργεντινούς, αν και εγκατεστημένος στο Μαϊάμι, ο Nicoletti επικοινώνησε με το Μπουένος Άιρες προσφέροντας τις υπηρεσίες του. Στους κόλπους της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ναυτικού είχε καταχωριστεί ως ένας από τους αποτελεσματικότερους υποβρύχιους σαμποτέρ. Άλλωστε η προτεραία δράση του δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Το 1975 είχε ανατινάξει μέσα στα ναυπηγεία του Μπουένος Άιρες το καταδρομικό ARA Santisima Trinidad λίγο προτού ολοκληρωθεί η καθέλκυση, καθυστερώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τη θέση σε λειτουργία του τελευταίου. Γρήγορα όμως εντοπίστηκε και συνελήφθη από τις αρχές. Δουλεύοντας πλέον για λογαριασμό του καθεστώτος, εκπαιδεύτηκε με στόχο την ανατίναξη σκαφών του Πολεμικού Ναυτικού της Χιλής, σε μια περίοδο μεγάλης έντασης στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών. Τελικά πρυτάνευσε η διπλωματία, με αποτέλεσμα ο Nicoletti να μην κληθεί να “προσφέρει” τις υπηρεσίες του.

Για την επίθεση σε βάρος του Γιβραλτάρ επελέγη τελικά η τοποθέτηση μαγνητικών ναρκών σε πλοία του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού όσο το δυνατό πλησιέστερα ή ακόμα και εντός της βάσης. Η μέθοδος αυτή διαθέτει μια προϊστορία, στην οποία αξίζει κανείς να αναφερθεί. Χρονολογείται από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Ιταλοί, χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο το έδαφος της ουδέτερης Ισπανίας (το Αλχεθίρας είχε τότε μετεξελιχθεί σε εστία κατασκόπων των δυνάμεων του Άξονα ένεκα της άμεσης γειτνίασης και της οπτικής επαφής με το Γιβραλτάρ) εξαπέλυαν δύτες (τους επονομαζόμενους “ανθρώπινες τορπίλες”), με αποστολή την τοποθέτηση μαγνητικών ναρκών στα πλοία που ναυλοχούσαν εντός της βρετανικής βάσης με αξιοσημείωτες επιδόσεις. Το 1958 γυρίστηκε μια εξαιρετική κινηματογραφική ταινία βρετανικής παραγωγής με τίτλο Ο σιωπηρός εχθρός (The Silent Ennemy), με πρωταγωνιστή τον Lawrence Harvey και σκηνοθέτη τον William Fairchild, γυρισμένη στον φυσικό χώρο, όπου διαδραματίζεται αυτό ακριβώς το επεισόδιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το 1982, το ιταλικό προηγούμενο λειτούργησε ως πρότυπο για την σύλληψη και τον όλο σχεδιασμό της “Επιχείρησης Αλχεθίρας”. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο το ότι οι μαγνητικές νάρκες, με τις οποίες εφοδιάστηκε η ομάδα Nicoletti, ήταν ιταλικής κατασκευής.
The Silent Enemy (1958)

⁂
Στις 23 Απριλίου 1982, τρεις εβδομάδες έπειτα από την εισβολή και κατάληψη των Φώκλαντς, τα τέσσερα μέλη της αποστολής επιβιβάστηκαν σε χωριστές πτήσεις της εταιρίας Aerolíneas Argentinas για λόγους ασφαλείας. Οι Rosales και Marciano αναχώρησαν για τη Μαδρίτη με σκοπό να έρθουν σε επαφή με τον εκεί ναυτικό ακόλουθο της πρεσβείας της Αργεντινής. Οι Nicoletti και Latorre μετέβησαν στη Μάλαγα με ενδιάμεσο σταθμό το Παρίσι. Άπαντες έφεραν πλαστά διαβατήρια με ψεύτικη ταυτότητα. Όταν οι αρχές του αεροδρομίου τους ρώτησαν για ποιο λόγο εγκατέλειπαν τη χώρα τους στα πρόθυρα μιας εμπόλεμης αναμέτρησης με τη Μεγάλη Βρετανία, απάντησαν πως μετέβαιναν στην Ευρώπη σε φωτογραφική αποστολή. Ουδείς προβληματίστηκε από το γεγονός ότι δεν έφεραν επάνω τους τον αντίστοιχο εξοπλισμό. Στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle το διαβατήριο του Latorre προκάλεσε υποψίες. Οι γαλλικές αστυνομικές αρχές τον υπέβαλαν σε ανάκριση, δίχως, ωστόσο, να σκεφθούν να ελέγξουν τις αποσκευές του. Εάν το είχαν πράξει, θα διαπίστωναν την ύπαρξη εξειδικευμένου υποβρυχίου εξοπλισμού, χρήση του οποίου έκαναν μόνο στρατιωτικοί, καθώς και μεγάλο χρηματικό ποσό σε αμερικανικά δολάρια, που προοριζόταν για την κάλυψη των αναγκών της αποστολής. Κατόπιν τούτου, οι Nicoletti και Latorre αποβιβάστηκαν ανενόχλητοι στη Μάλαγα, όπου νοίκιασαν αυτοκίνητο και συνέχισαν οδικώς για την Εστεπόνα (στο μέσο ακριβώς της διαδρομής προς το Γιβραλτάρ). Από εκεί ξεκίνησαν το έργο της παρακολούθησης.
Λίγες ημέρες αργότερα μετέβησαν οδικώς στη Μαδρίτη. Εκεί έσμιξαν με τους υπόλοιπους δυο συναδέλφους τους, παρέλαβαν τα εκρηκτικά, τα οποία είχαν στο μεταξύ σταλεί από την Αργεντινή μέσα στον διπλωματικό σάκο της πρεσβείας και τακτοποίησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες της αποστολής. Κατόπιν, η ομάδα ξεκίνησε με πλήρη σύνθεση για το Αλχεθίρας, χρησιμοποιώντας τρία αυτοκίνητα. Καθώς μάλιστα δεν είχε εφευρεθεί ακόμη η κινητή τηλεφωνία, μοναδικός τρόπος επικοινωνίας ήταν η οπτική επαφή. Ο Nicoletti λειτουργούσε ως προπομπός και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν σε μικρή απόσταση. Η αυτοκινητοπομπή έκανε εκτενή χρήση παρακαμπτηρίων οδών προκειμένου να αποφύγει πιθανούς ελέγχους. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αιτιολογηθεί η μεταφορά δυο μαγνητικών ναρκών, η κάθε μια από τις οποίες έφερε 25 κιλά ΤΝΤ. Μη έχοντας που να κρύψουν τις τελευταίες, τα μέλη της ομάδας τις φόρτωσαν στον χώρο αποσκευών δυο εκ των τριών αυτοκινήτων και τις κάλυψαν απλώς με ρούχα!
Μεριμνώντας για την ασφάλειά τους, κατέλυαν σε ξεχωριστά ξενοδοχεία, άλλαζαν συχνά τόπο διαμονής, αγόρασαν μια φουσκωτή λέμβο και εξοπλισμό για ψάρεμα που τους επέτρεπε, παριστάνοντας τους αλιείς, να παρακολουθούν από το μέσο του κόλπου και σε μικρή σχετικά απόσταση την κίνηση εντός και πέριξ του ναυστάθμου του Γιβραλτάρ. Η παρακολούθηση συμπληρωνόταν και από ξηράς είτε από το ίδιο το Αλχεθίρας είτε, πολύ πλησιέστερα στον βράχο, από την κωμόπολη La Línea de la Concepción, επάνω ακριβώς στα σύνορα. Πέρα από την κινητικότητα των πλοίων, επί έναν ολόκληρο μήνα συγκέντρωναν στοιχεία για την ασφάλεια των λιμενικών εγκαταστάσεων, για τις περιπολίες από θαλάσσης και αέρος και, το σπουδαιότερο, για την ανθυποβρυχιακή άμυνα. Σε καθημερινή κλίμακα ο Rosales επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τον ναυτικό ακόλουθο στη Μαδρίτη και ο τελευταίος ενημέρωνε σχετικά το Μπουένος Άιρες, από όπου λάμβανε με τη σειρά του οδηγίες.

Λίγες μόνο ημέρες έπειτα από την έναρξη της επιχείρησης, η τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στο Υπουργείο Ναυτικών και την πρεσβεία της Μαδρίτης υποκλάπηκε από τις γαλλικές Μυστικές Υπηρεσίες που γρήγορα αντιλήφθηκαν πως κυοφορείτο μια επιχείρηση δολιοφθοράς. Αν και ενημερώθηκε πάραυτα, το Λονδίνο βρέθηκε ενώπιον ενός βασανιστικού διλήμματος: την οργάνωση μιας επιχείρησης αντικατασκοπείας ή την ενημέρωση των ισπανικών αρχών. Οι διμερείς σχέσεις διένυαν μια περίοδο έντασης εξαιτίας ακριβώς του μελλοντικού καθεστώτος του Γιβραλτάρ, το οποίο η Ισπανία διεκδικούσε για δικό της λογαριασμό κι έτσι, καμία από τις δυο παραπάνω προοπτικές δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη. Επιπρόσθετα, η ισπανική κοινή γνώμη, ως λατινογενής, έκλινε συναισθηματικά υπέρ της Αργεντινής στη διαφορά για τα Φώκλαντς.
Σε ολόκληρο αυτό το χρονικό διάστημα και ενώ η βρετανική αρμάδα έπλεε προς τον Νότιο Ατλαντικό, χάρη στη μεσολάβηση των ΗΠΑ είχε αναπτυχθεί ένα διπλωματικό παρασκήνιο με αντικειμενικό στόχο την αποτροπή του πολέμου. Συνεπώς, οι οδηγίες από το Μπουένος Άιρες ήταν σαφείς: η ομάδα Nicoletti δεν έπρεπε να αναπτύξει κανενός είδους πρωτοβουλία, ικανή να διακόψει τις διαπραγματεύσεις και να αναγκάσει την Αργεντινή να χρεωθεί την ευθύνη. Κατόπιν τούτου, ο εκνευρισμός και η απογοήτευση των μελών της αποστολής, που έβλεπαν να παρελαύνουν σε καθημερινή κλίμακα μπροστά στα μάτια τους δυνητικοί στόχοι, αυξήθηκαν κάθετα. Σε δυο περιπτώσεις οι εισηγήσεις τους απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από το Υπουργείο Ναυτικών. Η πρώτη αφορούσε ένα βρετανικό ναρκαλιευτικό. Το Μπουένος Άιρες θεώρησε το σκάφος ασήμαντου διαμετρήματος για μια αποστολή αυτής της κλίμακας. Η δεύτερη φορά ήταν περισσότερο ελκυστική. Επρόκειτο για ένα πετρελαιοφόρο δεξαμενόπλοιο, η βύθιση του οποίου θα έφραζε για μακρύ χρονικό διάστημα την πρόσβαση στη βάση του Γιβραλτάρ. Για μια ακόμη φορά, ο ναύαρχος Anaya αρνήθηκε να συγκατανεύσει. Όχι μόνο ο στόχος δεν ήταν στρατιωτικός, αλλά το ενδεχόμενο μιας οικολογικής καταστροφής θα έστρεφε τη διεθνή (κυρίως δε την ισπανική) κοινή γνώμη κατά της Αργεντινής.
Στις 2 Μαΐου έκανε την εμφάνισή του ο ιδανικός στόχος. Επρόκειτο για τη φρεγάτα HMS Ariadne. Για μια ακόμη φορά, η απάντηση υπήρξε αρνητική. Την ημέρα εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη μια διαμεσολαβητική προσπάθεια εκ μέρους του Περού, η οποία έχαιρε της στήριξης των Ηνωμένων Εθνών και των ΗΠΑ. Όταν, όμως, λίγες ώρες αργότερα το βαρύ καταδρομικό ARA General Belgrano βυθίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο παρασέρνοντας στον υγρό τάφο 323 άτομα και σηματοδοτώντας την έναρξη των εχθροπραξιών, το πνεύμα άλλαξε εκ διαμέτρου. Οι Anaya και Girling εξουσιοδότησαν την ομάδα να αναλάβει δράση όποτε εκείνη το έκρινε σκόπιμο. Χρειάστηκε να παρέλθει ακόμα ένα δεκαήμερο, καθώς η φρεγάτα και ένα άλλο καταδρομικό (επρόκειτο πιθανότατα για το HMS Cardiff) είχαν αποπλεύσει από το Γιβραλτάρ μέσα στη νύκτα. Η φρεγάτα επανήλθε λίγες ημέρες αργότερα. Κατόπιν τούτου, η ομάδα κρούσης αποφάσισε να περάσει στη δράση τη νύκτα της 12ης Μαΐου. Το σχέδιο προέβλεπε κατάδυση στις 18.00 από μια ερημική ακτή κοντά στο Αλχεθίρας, τοποθέτηση των εκρηκτικών γύρω στα μεσάνυκτα και επιστροφή στις 5.00 τα ξημερώματα. Καθώς μάλιστα οι νάρκες διέθεταν ωρολογιακό μηχανισμό, η έκρηξη θα ήταν προγραμματισμένη να λάβει χώρα ενώ η ομάδα θα βρισκόταν οδικώς καθ’ οδόν για τη Βαρκελώνη με σκοπό να περάσει στη Γαλλία, από εκεί στην Ιταλία και να επιστρέψει εν συνεχεία αεροπορικώς στο Μπουένος Άιρες.

Εκείνο όμως που διέφευγε πλήρως από την αντίληψη των καταδρομέων, είναι το ότι τελούσαν ήδη υπό παρακολούθηση. Λίγες ημέρες νωρίτερα, η συμπεριφορά τους είχε κινήσει τις υποψίες του Manuel Rojas, ιδιοκτήτη ενός γραφείου ενοικίασης αυτοκινήτων της Linea de la Concepción. Του είχε προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο Rosales πλήρωνε πάντοτε με μετρητά σε δολάρια, δεν εμφανιζόταν ποτέ στην συμπεφωνημένη ώρα και έφερε επάνω του μια αρμαθιά με κλειδιά ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων από άλλα γραφεία. Ενημέρωσε σχετικά την αστυνομία, η οποία του σύστησε να την ειδοποιήσει με πρώτη ευκαιρία, επιχειρώντας ταυτόχρονα να κερδίσει χρόνο. Πράγματι, το πρωί της 12ης Μαΐου, ο Rosales και ο Latorre επανήλθαν στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων για την εβδομαδιαία ανανέωση του συμβολαίου. Ο Rojas ειδοποίησε την αστυνομία δίχως να γίνει αντιληπτός. Λίγο αργότερα συνελήφθησαν και οι Nicoletti και Marciano εντός του ξενοδοχείου τους στην γειτονική κωμόπολη San Roque. Ξύπνησαν από τον θόρυβο της σειρήνας του περιπολικού ενόσω εξοικονομούσαν δυνάμεις ενόψει της επιχείρησης της ίδιας νύκτας.
Σε ένα πρώτο στάδιο, οι αστυνομικές αρχές είχαν σχηματίσει την εντύπωση πως επρόκειτο για ασήμαντη συμμορία του κοινού ποινικού δικαίου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ανακάλυψαν τις εκρηκτικές ύλες κρυμμένες μέσα σε ένα από τα τρία αυτοκίνητα, οπότε ενεργοποιήθηκε η εκδοχή του επικείμενου τρομοκρατικού κτυπήματος. Άλλωστε, παρά τις κατηγορηματικές οδηγίες που είχε λάβει από το Μπουένος Άιρες περί του αντιθέτου, ο Nicoletti ομολόγησε σχεδόν αμέσως ότι η ομάδα εκτελούσε αποστολή για λογαριασμό των Μυστικών Υπηρεσιών της Αργεντινής. Η αστυνομική διοίκηση του Αλχεθίρας αναφέρθηκε δίχως καθυστέρηση στην προϊσταμένη της αρχή, στη Μάλαγα. Την ημέρα εκείνη έτυχε να βρίσκεται σε προεκλογική συγκέντρωση στην ίδια πόλη και ο Ισπανός πρωθυπουργός Leopoldo Calvo Sotelo, ο οποίος διέγνωσε τον κίνδυνο που ελλόχευε για τη χώρα του, καθώς, μάλιστα, είχαν ξεκινήσει οι εχθροπραξίες στον Νότιο Ατλαντικό. Έδωσε αμέσως εντολή στον υπουργό Εσωτερικών Juan José Rosón να απελαθούν οι συλληφθέντες διακριτικά και το ταχύτερο δυνατόν εκτός ισπανικού εδάφους. Ήταν ο μόνος τρόπος προκειμένου να αποφευχθεί ένα διπλωματικό επεισόδιο τόσο με τη Μεγάλη Βρετανία λίγο καιρό έπειτα από την προσχώρηση της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ, όσο και με την Αργεντινή.


Τα όσα επακολούθησαν αποτελούν πραγματική πρόκληση στη λογική. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν οδικώς από το Αλχεθίρας στο αεροδρόμιο της Μάλαγα, όπου επιβιβάστηκαν σε αεροπλάνο που είχε ναυλωθεί για λογαριασμό της προεκλογικής εκστρατείας του πρωθυπουργού. Προορισμός ήταν η Μαδρίτη. Καθ’ οδόν προς τη Μάλαγα, συλληφθέντες και αστυνομικοί γευμάτισαν σε ένα εστιατόριο κατόπιν πρόσκλησης του Nicoletti, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να πληρώσει τον λογαριασμό! Εν συνεχεία έκαναν στάση σε ένα στεγνοκαθαριστήριο της περιοχής για να παραλάβουν κάποια ρούχα και συνέχισαν την διαδρομή τους προς το κτήριο της αστυνομικής διεύθυνσης της Μάλαγα και ακολούθως προς το αεροδρόμιο. Ουδέποτε ανακρίθηκαν, ούτε απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος τους. Κατά τη στιγμή της επιβίβασης στο αεροσκάφος, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν τραβηχτεί φωτογραφίες σήμανσης. Προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί από τους υπόλοιπους ταξιδιώτες, οι τέσσερις συλληφθέντες φωτογραφήθηκαν εντός του αεροσταθμού μαζί με τους συνοδούς αστυνομικούς εν είδει αναμνηστικής φωτογραφίας! Από τη Μαδρίτη μεταφέρθηκαν αεροπορικώς με απόλυτη μυστικότητα στις Καναρίους Νήσους, όπου επιβιβάστηκαν σε πτήση με τελικό προορισμό το Μπουένος Άιρες. Το εξωφρενικό της όλης υπόθεσης συνίσταται στο ότι εγκατέλειψαν το ισπανικό έδαφος με πλαστά διαβατήρια εν γνώσει των ισπανικών αρχών, ενώ τους επετράπη να μεταφέρουν μαζί τους τον υποβρύχιο εξοπλισμό! Από το γραφείο του πρωθυπουργού δόθηκε ρητή εντολή να καταστραφούν όλα τα γραπτά ίχνη (αρχεία κλπ) σχετικά με την υπόθεση, όπερ και συνέβη.
⁂
Τι αξίζει άραγε να συγκρατήσει κανείς από όλα τα παραπάνω; Η πρώτη διαπίστωση έχει να κάνει με τον παράγοντα τύχη. Η αποστολή λίγο έλλειψε να αποκαλυφθεί εν τη γενέσει της κατά την επιβίβαση στα αεροδρόμια του Μπουένος Άιρες και του Παρισιού. Το ίδιο μπορούσε κάλλιστα να έχει συμβεί και καθ’ οδόν από τη Μαδρίτη προς το Αλχεθίρας με την ομάδα σε πλήρη σύνθεση και τα εκρηκτικά κρυμμένα πρόχειρα στους χώρους αποσκευών των αυτοκινήτων. Ωστόσο, η ίδια, ευνοϊκή έως τότε, τύχη επιφύλαξε δυσάρεστη έκπληξη στις 12 Μαΐου λίγες, μόλις, ώρες πριν από την έναρξη της τελικής φάσης της επιχείρησης.
Ένα σημείο, το οποίο χρήζει επίσης προσοχής, είναι η κατά καιρούς έλλειψη επαγγελματισμού εκ μέρους των μελών της ομάδας. Οι εκρηκτικές ύλες φυλάσσονταν σε καθημερινή κλίμακα εντός ενός από τα τρία αυτοκίνητα, συνεχώς σταθμευμένου έξω από τα δωμάτια των διαφόρων ξενοδοχείων στα οποία οι τελευταίοι κατέλυαν. Η επιχείρηση αποκαλύφθηκε εξαιτίας μιας ασυγχώρητης παράβλεψης του ενός και μοναδικού μέλους της ομάδας, εν ενεργεία αξιωματικού που υπηρετούσε στη Μυστική Υπηρεσία του Ναυτικού (Rosales) και υποτίθεται πως ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο ώστε να αποφεύγει παραστρατήματα του είδους αυτού. Ερωτηματικά εγείρει και η ταχύτατη ομολογία του Nicoletti λίγο μετά τη σύλληψη, παρά το γεγονός ότι είχε επιμελώς εκπονηθεί, κοινή συναινέσει με το Μπουένος Άιρες, ένα αφήγημα που θα επέτρεπε στις αρχές της Αργεντινής να παραμείνουν αλώβητες.
Είναι γεγονός ότι οι βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες ήταν από νωρίς ενήμερες χάρη στην υποκλοπή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ανάμεσα στο Υπουργείο Ναυτικών της Αργεντινής και την πρεσβεία της Μαδρίτης. Άξιον απορίας, ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι οι αρχές του Γιβραλτάρ δεν προχώρησαν σε ενίσχυση των μέτρων επιτήρησης και προστασίας. Το αντίθετο μάλιστα. Σε ολόκληρη τη διάρκεια της παρακολούθησης των τεκταινομένων επάνω στον βράχο, ο Nicoletti διαπίστωσε κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητες ελλείψεις (κενές σκοπιές, αραιές περιπολίες από θαλάσσης και αέρος κ.ά.). Ο Nigel West, ειδήμων στον τομέα της έρευνας των ειδικών επιχειρήσεων, στο βιβλίο του με τίτλο The Secret War for the Falklands (1998) διατείνεται πως η βρετανική κυβέρνηση, έπειτα από αρκετό δισταγμό είναι αλήθεια, είχε ενημερώσει τελικά τη Μαδρίτη σχετικά με την επικείμενη καταφορά τρομοκρατικού κτυπήματος στην ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα η ομάδα Nicoletti να τελεί υπό παρακολούθηση. Η σύλληψη της τελευταίας χάρη στην οξυδερκή παρατηρητικότητα ενός απλού ιδιοκτήτη γραφείου ενοικίασης αυτοκινήτων, η αρχική πεποίθηση των αστυνομικών ότι είχαν αποκαλύψει μια συμμορία εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου, η αυθόρμητη έκπληξή τους μπροστά στη θέα των εκρηκτικών και οι σπασμωδικές αντιδράσεις του Ισπανού πρωθυπουργού δεν δείχνουν να συνάδουν με τον παραπάνω ισχυρισμό.
Το μεγάλο, ωστόσο, ερώτημα σχετίζεται με τις συνέπειες μιας επιτυχούς διεκπεραίωσης της αποστολής. Στις 4 Μαΐου 1982, η βύθιση του HMS Sheffield έπειτα από επίθεση της αργεντινής αεροπορίας, έκλινε επικίνδυνα τη ζυγαριά των πολεμικών επιχειρήσεων σε βάρος της βρετανικής πλευράς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ουδείς δύναται σήμερα να υπολογίσει τις επιπτώσεις (στρατιωτικές, πολιτικές, ψυχολογικές) μιας δεύτερης συνεχόμενης απώλειας (HMS Ariadne), χιλιάδες, μάλιστα, χιλιόμετρα μακριά από το θέατρο του Νοτίου Ατλαντικού. Η “Επιχείρηση Αλχεθίρας” ήταν, άραγε, σε θέση να επηρεάσει προς όφελος της Αργεντινής την εν γένει ροή και έκβαση του Πολέμου των Φώκλαντς; Το ερώτημα παραμένει ρητορικό εφόσον άπτεται του τομέα της υποθετικής Ιστορίας. Εκείνο που έχει καταγραφεί από την πραγματική Ιστορία είναι πως η όλη επιχείρηση, αντί να καταλήξει σε μια επιπρόσθετη ανθρώπινη τραγωδία, τερματίστηκε σε κλίμα γενικής ευφορίας μέσα σε μια ταβέρνα της Ανδαλουσίας και με τη λήψη αναμνηστικών φωτογραφιών στον διεθνή αερολιμένα της Μάλαγα.
Operación Algeciras (2004) – Documental
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cassan, Dave, “Target Gibraltar: Operation Algeciras”, Mace M, Greham (eds), Falklands: Untold Stories of the War in the South Atlantic, Stamford, UK, Key Publishing Ltd., 2012, σ. 68-74.
- Delgado, Carlos Alberto Biangardi, Cuestón Malvinas. A 35 años de la Guerra del Atlántico Sur, Buenos Aires, Editorial Dunken, 2017.
- Gallardo, Juan Luis, Operación Algeciras, Buenos Aires, Emecé Editores, 1989.
- Keely, Graham, “Argentina planned to blow up warship in Gibraltar during the Falklands War”, The Independent, 4 April 2007.
- Rios, César, Operación Gibraltar, Buenos Aires, Editorial Dunken, 2015.
- Tremlett, Giles, “Falklands War almost spread to Gibraltar”, The Guardian, 24 July 2004.
- West, Nigel, The Secret War for the Falklands : Sas, Mi6 and the War Whitehall Nearly Lost, London, Time Warner Books, 1998.
- Winchester, Simon – Morgan, Robin – Hilton, Isobel, “How Argentina tried to blow up the Rock”, The Sunday Times, 10 October 1983.
Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Θωμάς Δημόπουλος