Skip to main content

Παρίσι, 1940 – 1944. Το ιστορικό μιας κατεχόμενης πόλης

Μεγάλες πρωτεύουσες μέσα στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Παρίσι, 1940 – 1944. Το ιστορικό μιας κατεχόμενης πόλης

 

H γερμανική κατοχή του Παρισιού διήρκεσε 4 χρόνια, δυο μήνες και 10 ημέρες. Αυτό υπήρξε το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων (14 Ιουνίου 1940) και εκείνη των γαλλο-αμερικανικών ομολόγων τους (24 Αυγούστου 1944). Για τους κατοίκους της πρωτεύουσας περικλείει καταστάσεις πόνου, απόγνωσης, στερήσεων, διώξεων, βίας, δωσιλογισμού, αλλά και στιγμές απαράμιλλου ηρωισμού ενόσω έβαινε προς το τέλος. Αντίθετα, για τα στρατεύματα κατοχής, το Παρίσι διεκδικούσε αναμφίβολα τα σκήπτρα στις προτιμήσεις. Μια μετάθεση στην πόλη του φωτός εν καιρώ πολέμου, ισοδυναμούσε με τουριστική ανάπαυλα σε σύγκριση με όσα διαδραματίζονταν την ίδια εποχή στις εμπόλεμες ζώνες, ειδικότερα δε στο ανατολικό μέτωπο. Τέλος, αν και δεν επλήγη από αεροπορικούς βομβαρδισμούς ως ανοχύρωτη πόλη, το Παρίσι απέφυγε την ύστατη ώρα έναν ολικό αφανισμό χάρη στην ανυπακοή του τελευταίου Γερμανού στρατιωτικού διοικητή και ενώ τα επελαύνοντα συμμαχικά στρατεύματα είχαν ήδη εισέλθει στα προάστια της πρωτεύουσας.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, το Παρίσι απώλεσε την ιδιότητα της πρωτεύουσας και μετεξελίχθηκε σε έδρα της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης της Γαλλίας (Militärbefehlshaber in Frankreich) με συνακόλουθη την επιτόπου παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων αλλά και πολλαπλών υπηρεσιών του κατακτητή. Το ένα εκατομμύριο εναπομείναντες κάτοικοι (είχε προηγηθεί μαζική φυγή του πληθυσμού προς νότο καθώς πλησίαζαν τα γερμανικά στρατεύματα) άρχισαν να γεύονται τις συνέπειες των περιορισμών και της ασύστολης, ενορχηστρωμένης από τον δρα Goebbels, προπαγάνδας του κατακτητή. Γρήγορα, ωστόσο, η καθημερινότητα βρήκε τους δικούς της ρυθμούς, προσαρμοσμένους βέβαια στις νέες συνθήκες. Ειδικότερα ο υπόγειος σιδηρόδρομος λειτούργησε ως σημείο συνύπαρξης (όχι πάντοτε αρμονικής), ανάμεσα στους κατοίκους και τους κατακτητές. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ετών 1941 και 1944 καταγράφηκαν 325 περιστατικά βίας και αντίστασης (διαπληκτισμοί, απόπειρες, διανομή παράνομων προκηρύξεων, δολιοφθορές), συνήθως σε σταθμούς πλησίον των σημείων της πόλης όπου ήταν εγκατεστημένες οι αρχές κατοχής. Το έναυσμα δώθηκε στις 21 Αυγούστου 1941 στην αποβάθρα της στάσης Barbès-Rochechouart, με τη δολοφονία ενός Γερμανού αξιωματικού του Ναυτικού. Ο δράστης κατάφερε να διαφύγει, το γεγονός όμως οδήγησε σε σειρά αντιποίνων σε βάρος αθώων αμάχων και γενικότερα σε μια κλιμάκωση της έντασης. Απεχθής, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξε η συνέργεια της δωσιλογικής κυβέρνησης του Vichy, με την ίδρυση των λεγομένων ειδικών δικαστηρίων (sections spéciales), τα οποία απήγγειλαν συλλήβδην την ποινή του θανάτου σε αθώους, επικαλούμενα διαβλητές κατηγορίες.

Κατά τα άλλα, τα σχολεία επαναλειτούργησαν από τον Οκτώβριο του 1940, τα μουσεία άνοιξαν τις πύλες τους (παρόλη την λεηλασία, την οποίαν υπέστησαν, με απώτερο σκοπό τον εμπλουτισμό της ιδιωτικής συλλογής έργων τέχνης του στρατάρχη Goering), τα κολυμβητήρια, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα διάσημα καμπαρέ αλλά και τα διάφορα πορνεία (όλα τα παραπάνω με προνομιακούς θαμώνες τους Γερμανούς), προίκισαν την πόλη με την απατηλή αίσθηση μιας ανέμελης καθημερινότητας μέσα στη δίνη ενός απάνθρωπου πολέμου. Βέβαια, για τον μέσο Παριζιάνο η κατάσταση ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική: επιτάξεις διαμερισμάτων για τη διαμονή Γερμανών αξιωματικών, απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τις νυκτερινές ώρες και επιβολή συσκότισης, δελτία τροφίμων (με συνακόλουθη την εμφάνιση της αναπόφευκτης μαύρης αγοράς), άκρατος αντισημιτισμός, αυστηρή λογοκρισία, διενέργεια καθημερινών ελέγχων σε ολόκληρη την πόλη, τρόμος, ταπείνωση και ανασφάλεια σε κάθε επίπεδο.

Στις 16 και 17 Ιουλίου 1942, 13.152 Εβραίοι (μεταξύ των οποίων 4.115 ανήλικα παιδιά) συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στο χειμερινό ποδηλατοδρόμιο (Vélodrome d’Hiver). Από εκεί μεταφέρθηκαν με λεωφορεία στο προάστιο Drancy, όπου επιβιβάστηκαν σε σιδηροδρομικούς συρμούς με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της κεντρικής Ευρώπης. Υπολογίζεται πως επέζησαν λιγότεροι από 100. Η όλη επιχείρηση (γνωστή ως “La rafle du Vél’d’Hiv”) σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά από τις αστυνομικές αρχές του καθεστώτος του Vichy, δίχως την ενεργό συμμετοχή του κατακτητή.

Τη νύκτα της 23 προς 24 Σεπτεμβρίου 1943, ένα βομβαρδιστικό τύπου Lancaster της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας, καταρρίφθηκε από την γερμανική αεράμυνα και κατέπεσε σε εμπορικό πολυκατάστημα πλησίον του μουσείου του Λούβρου. Το επταμελές πλήρωμα δεν κατόρθωσε να εγκαταλείψει εγκαίρως το αεροσκάφος. Το κτήριο καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαγιά που προκλήθηκε.

Η αντίστροφη μέτρηση για την απελευθέρωση ξεκίνησε στις 6 Ιουνίου 1944, με την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία. Ωστόσο, η καθυστέρηση της προέλασης ανάγκασε τους Αμερικανούς στρατηγούς Eisenhower και Bradley να επιλέξουν την παράκαμψη του Παρισιού, το οποίο δεν παρουσίαζε γι’ αυτούς την παραμικρή σημασία σε επίπεδο τακτικής. Ο κεντρικός στόχος ήταν η κοιλάδα του Ρουρ, όπου ήταν συγκεντρωμένη η αφρόκρεμα της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας. Με γνώμονα τον ίδιο σχεδιασμό, η απελευθέρωση της γαλλικής πρωτεύουσας προγραμματιζόταν για το τέλος Οκτωβρίου. Την ίδια στιγμή, στο Παρίσι, οι πράξεις αντίστασης πολλαπλασιάζονταν μέρα με την ημέρα. Οι διάφορες οργανώσεις αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους συγκροτώντας τις Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού (Forces Françaises de l’ Intérieur – FFI) με ανώτατο διοικητή τον Marie-Pierre Koenig και σημαίνοντα πρόσωπα τον Henri Rol-Tanguy, συντονιστή των κομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων και τον Jacques Chaban-Delmas, ειδικό απεσταλμένο του στρατηγού De Gaulle. Κοινός στόχος ήταν η προετοιμασία μιας εξέγερσης, η οποία θα εξανάγκαζε τους Συμμάχους να επισπεύσουν την απελευθέρωση της πόλης. Την 1η Αυγούστου εκδηλώθηκε η εξέγερση της Βαρσοβίας, γεγονός, το οποίο επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν συντριπτικά υπέρ του κατακτητή (20.000 στρατιώτες, 80 τεθωρακισμένα, μονάδες πυροβολικού). Οι Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού διέθεταν αυτοσχέδιο οπλισμό και παρά την παρουσία στους κόλπους τους πρώην στρατιωτικών και ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας, υστερούσαν εμφανώς σε πολεμική ετοιμότητα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στερούνταν ασυρμάτου, με συνέπεια να είναι αδύνατη η επικοινωνία με το στρατηγείο των Συμμάχων.

Αρχές Αυγούστου οι Παριζιάνοι πήραν τις τύχες στα χέρια τους. Στις 10, οι σιδηροδρομικοί κήρυξαν γενική απεργία. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν τρεις μέρες αργότερα οι εργαζόμενοι του μετρό και της χωροφυλακής. Στις 15 και 16 αντίστοιχα ήταν η σειρά της αστυνομίας και των τηλεπικοινωνιών. Στις 18, η απεργία γενικεύθηκε σε όλους τους κλάδους. Το ίδιο απόγευμα, το Παρίσι γέμισε από αφίσες που καλούσαν τον πληθυσμό σε εξέγερση. Ως αντίποινα, οι αρχές κατοχής εκτέλεσαν αυθημερόν 35 συλληφθέντες, μέλη της Αντίστασης. Στις 19 ξεκίνησαν οι οδομαχίες με πρώτη την κατάληψη του αρχηγείου της αστυνομίας, απέναντι ακριβώς από τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων. Σφοδρές συγκρούσεις ακολούθησαν επί τρεις ημέρες γύρω από τα κτήρια της Γερουσίας και του Δημαρχείου. Μεμονωμένα επεισόδια έλαβαν χώρα και σε πολλά προάστια. Ευρισκόμενοι σε δεινή θέση εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών, οι εξεγερθέντες έστειλαν εσπευσμένα εκπροσώπους στο αρχηγείο του στρατηγού Patton επικαλούμενοι το επιχείρημα πως η πόλη είχε ήδη κατά τα δυο τρίτα τεθεί υπό τον δικό τους έλεγχο. Η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία των Ελευθέρων Γάλλων, υπό την διοίκηση του στρατηγού Philippe Leclerc de Hautecloque, αναχώρησε πάραυτα για το Παρίσι, δίχως καν να αναμείνει την άδεια των Αμερικανών. Ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, ο στρατηγός Eisenhower αναγκάστηκε με βαριά καρδιά να αναθεωρήσει τον αρχικό του σχεδιασμό, διατάζοντας την 4η Μεραρχία Πεζικού να κατευθυνθεί και εκείνη προς την πρωτεύουσα. Στις 24, οι προφυλακές του Leclerc εισήλθαν στην πόλη προερχόμενες από τον Νότο (Porte d’ Orléans). Κατευθύνθηκαν προς το Δημαρχείο όπου εγκαταστάθηκαν αναμένοντας την έλευση των ενισχύσεων. Γρήγορα τέθηκαν υπό έλεγχο νευραλγικά σημεία της πόλης ενώ αιχμαλωτίστηκε και ο Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής, στρατηγός Dietrich von Choltitz. Η παράδοση της πόλης υπογράφηκε από τον τελευταίο στις 25 Αυγούστου, στον σιδηροδρομικό σταθμό Montparnasse. Την ίδια μέρα, στον ίδιο σταθμό, κατέφθασε ο Charles De Gaulle. Μετέβη στο Δημαρχείο, όπου εκφώνησε έναν ιστορικό και συνάμα άκρως συγκινητικό λόγο («Paris outragé! Paris brisé! Paris martyrisé! Mais Paris libéré!»). Στις 26, ήταν η σειρά της θριαμβευτικής πορείας στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων. Ευρισκόμενοι σε κατάσταση ξέφρενου ενθουσιασμού, οι Παριζιάνοι ανακάλυπταν την ψιλόλιγνη σιλουέτα του ηγέτη της Μαχόμενης Γαλλίας, του οποίου, μέχρι τότε, γνώριζαν μόνο τη φωνή μέσα από τα ραδιοκύματα του BBC. Παρά ταύτα, οι δοκιμασίες δεν είχαν εκπνεύσει. Γερμανοί ακροβολιστές έβαλαν κατά του πλήθους από στέγες κτηρίων, ενώ στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα το Παρίσι βομβαρδίστηκε από την Luftwaffe και επλήγη από πυραύλους V-1.

Τελευταίο αφήσαμε το ερώτημα κατά πόσο η γαλλική πρωτεύουσα απέφυγε ή όχι την ύστατη ώρα τον κίνδυνο μιας ολικής καταστροφής. Η επικρατούσα άποψη αποδίδει την αποφυγή του αφανισμού στην ανυπακοή του στρατηγού von Choltitz σε άνωθεν εντολές. Είναι γεγονός πως είχαν ναρκοθετηθεί οι γέφυρες του Σηκουάνα και τα κυριότερα μνημεία. Εξίσου γνωστή είναι η εκδικητική μανία του Hitler να μην καταθέσει τα όπλα, αλλά να παρασύρει τους πάντες σε ένα κολοσσιαίο ολοκαύτωμα βαγκνερικών διαστάσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξει κανείς τη διαταγή περί καταστροφής του Παρισιού. Ωστόσο, δυο χρόνια νωρίτερα, ο von Choltitz δεν δίστασε να ισοπεδώσει την Σεβαστούπολη της Κριμαίας, προκαλώντας αναρίθμητα θύματα μεταξύ των αμάχων. Μάρτυρας, τώρα, της ταχύτατης προέλασης των Συμμάχων επί του γαλλικού εδάφους, ενδεχομένως να προτίμησε να διασφαλίσει την επιβίωσή του μέσα στο μεταπολεμικό στερέωμα. Κομβικής σημασίας υπήρξε επίσης η διαμεσολάβηση του προξένου της Σουηδίας Raoul Nordling, ο οποίος περιέγραψε στον Choltitz με  χαλεπά χρώματα τις συνέπειες των πράξεών του, αλλά και ο ρόλος του γαλλόφιλου υπολοχαγού των διαβιβάσεων Ernst von Bessendorf, ο οποίος καθυστέρησε σκοπίμως την αποκρυπτογράφηση των κατεπειγόντων τηλεγραφημάτων του Φύρερ κερδίζοντας με τον τρόπο αυτό πολύτιμο χρόνο. Αντίθετα, το περίφημο τηλεφώνημα του Hitler με την ερώτηση “Φλέγεται το Παρίσι;” το οποίο συμπεριλαμβάνεται σε δυο εξαιρετικές κατά τα άλλα κινηματογραφικές ταινίες (Is Paris Burning? – 1964 – και Diplomacy – 2014) ανήκει στη σφαίρα του φαντασιακού.

14 Ιουνίου 1940. Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων

 

23 Ιουνίου 1940. Η μονοήμερη επίσκεψη των Adolf Hitler και Albrecht Speer.
H έδρα της “Κομμαντατούρ”.
Ξενοδοχείο Meurice, rue de Rivoli. Η κατοικία του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή.

Paris 1940

Γερμανοί θαμώνες των Παρισινών καφενείων (πηγή: Bundesarchiv).
Ερωτοτροπίες έξω από το Moulin Rouge της πλατείας Pigalle.
Κοκεταρίες στις όχθες του Σηκουάνα.
Ποδήλατα – ταξί στο πλαίσιο εξοικονόμησης καυσίμων για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού.
Συνύπαρξη Γερμανών στρατιωτικών και Γάλλων αστυνομικών.
Η πρόσοψη του πρώην Γαλλικού Κοινοβουλίου.
Ειδικές κινηματογραφικές αίθουσες για τα στρατεύματα κατοχής.
Δελτία τροφίμων και επιτάξεις ειδών.

16 Ιουλίου 1942. Η συγκέντρωση των Εβραίων στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο.
Η μεταφορά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Drancy.
Η επιβίβαση στο τραίνο με προορισμό τη Γερμανία.
Πλατεία Marc Bloch, προς τιμή του διαπρεπούς Γάλλου ιστορικού, συνιδρυτή της σχολής των Annales, που βασανίστηκε βάναυσα και εκτελέστηκε για την αντιστασιακή του δράση.
Η εξέγερση του Αυγούστου 1944.
Dietrich von Choltitz. Ο στρατιωτικός διοικητής που έσωσε το Παρίσι από αφανισμό χάρη στην  ανυπακοή του σε άνωθεν διαταγή.

Détruire Paris, les plans secrets d’Hitler – Documentaire histoire

Γερμανοί αιχμάλωτοι  των Γαλλικών Δυνάμεων Εσωτερικού (FFI) στη συνοικία της Όπερας.
Γυναίκες που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.
24 Αυγούστου 1944. Το έπαθλο του νικητή.
Philippe Leclerc de Hautecloque. Ο στρατηγός-ελευθερωτής του Παρισιού.
26 Αυγούστου 1944. Η θριαμβευτική πορεία του στρατηγού De Gaulle στη Λεωφόρο των Ηλυσίων  Πεδίων.

Paris – Liberation in August 1944 (in color and HD)

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Μαρία Τσιτινίδου