Skip to main content

To IX Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού (Αθήνα, 16 – 21 Σεπτεμβρίου 1969)

50 χρόνια από τότε

To IX Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού
(Αθήνα, 16 – 21 Σεπτεμβρίου 1969)

Α. Προετοιμασία και οργάνωση

Το 1966, ένα χρόνο πριν από την επιβολή της δικτατορίας, η οργάνωση του ΙΧ Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Αθλητισμού ανατέθηκε στην Ελλάδα. Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη διεθνή αθλητική οργάνωση, που θα φιλοξενούσε η χώρα μας έπειτα από τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και τους ενδιάμεσους Ολυμπιακούς του 1906. Η πρόκληση ήταν πολλαπλή, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης, όπου η Ελλάδα δεν είχε να επιδείξει ιδιαίτερες περγαμηνές, όσο και σε επίπεδο υποδομών. Για τις ανάγκες των αγώνων ανακατασκευάστηκε το “Καραϊσκάκης”, το οποίο, από Ποδηλατοδρόμιο μετατράπηκε σε Στάδιο. Πέρα από τις εργασίες, αποφασίστηκε η τοποθέτηση χυτού συνθετικού τάπητα (το επονομαζόμενο ταρτάν στίβου) για τα αγωνίσματα ταχύτητας, αντοχής, σκυταλοδρομίας και αλμάτων. Επρόκειτο για ένα μίγμα ελαστικών σε μορφή κόκκων, το οποίο καθιστούσε αντιολισθηρή την επιφάνεια του τάπητα. Για πρώτη φορά είχε χρησιμοποιηθεί ένα χρόνο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, με αποτέλεσμα να μην έχουν απολύτως αξιολογηθεί οι συνέπειές του (θετικές είτε αρνητικές) πάνω στις επιδόσεις των αθλητών.

Ταυτόχρονα με την κατασκευή σταδίου συγκεκριμένων προδιαγραφών, οι οργανωτές είχαν αναλάβει και τη δέσμευση για την τηλεοπτική κάλυψη των αγώνων. Εδώ, η κατάσταση ήταν άκρως σοβαρή, καθώς η τηλεόραση στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, με αποτέλεσμα τεράστιες ελλείψεις σε κομβικούς τομείς. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων (ΣΕΓΑΣ), με την ιδιότητα του οργανωτικού φορέα των αγώνων, κατέβαλε το σεβαστό, για την εποχή εκείνη, ποσό των 60 εκατομ. δραχμών, για την αγορά τεσσάρων συνεργείων Εξωτερικών Μεταδόσεων από τη Μεγάλη Βρετανία (τόσο το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας -ΕΙΡ- όσο και η Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων -ΥΕΝΕΔ- δεν διέθεταν ούτε ένα).

Το Στάδιο Καραϊσκάκη, έπειτα από την ολοκλήρωση των έργων ανακατασκευής.

Αμέσως μετά, πούλησε έναντι 34 εκατομ. τρία από αυτά στο ΕΙΡ και ένα στην ΥΕΝΕΔ. Το καθένα από τα τέσσερα παραπάνω συνεργεία τοποθετήθηκαν στο Στάδιο Καραϊσκάκη, στον Μαραθώνα (εκκίνηση του Μαραθωνίου δρόμου), στο Παναθηναϊκό Στάδιο (τερματισμό του Μαραθωνίου), τέλος, το τέταρτο ακολουθούσε τη διαδρομή των δρομέων του Μαραθωνίου. Την παραγωγή στο Στάδιο Καραϊσκάκη είχαν αναλάβει Ιταλοί της RAI. Δεν τα πήγαν και τόσο καλά, αφού, όπως διαβάζουμε στο τύπο της εποχής, το BBC διαμαρτυρήθηκε για δύο παγκόσμια ρεκόρ που δεν καταγράφηκαν από τις κάμερες. Την παραγωγή του Μαραθωνίου είχαν αναλάβει Γάλλοι τεχνικοί. Οι Έλληνες τηλεθεατές πάντως, που δεν είχαν ξαναδεί αθλητική διοργάνωση σε απ’ ευθείας σύνδεση, καθηλώθηκαν μπροστά από τους δέκτες και τη μαυρόασπρη αναμετάδοση. Για λίγες μέρες, χάρη ακριβώς σε αυτή την τηλεοπτική μετάδοση, απόκτησαν μια, στοιχειώδη έστω, επαφή με τον έξω κόσμο, έπειτα από άνω των δυο ετών στυγνής δικτατορίας, διαρκούς στρατιωτικού νόμου και ασφυκτικής λογοκρισίας. Τις περιγραφές στο ΕΙΡ έκανε ο κορυφαίος Γιάννης Διακογιάννης με τον Νίκο Γεωργόπουλο, παλιό Βαλκανιονίκη. Στην ΥΕΝΕΔ τον γενικό συντονισμό ανέλαβε ο Κώστας Σισμάνης και τις περιγραφές οι Μανώλης Βασιλαράς, Βασίλης Γεωργίου και Στάθης Γαβάκης. Το στρατιωτικό κανάλι, επειδή έπαιρνε την εικόνα του ΕΙΡ που έδινε και στην Eurovision, έστησε ένα μικρό στούντιο, μέσω του οποίου εξέπεμπε συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών αθλητών. Οι αγώνες αποτέλεσαν μια καλή ευκαιρία για να διαφημίσουν τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών τις τηλεοράσεις τους, καθώς οι αγορές αυξήθηκαν ενόψει της τέλεσης των αγώνων.

Χαρακτηριστική διαφήμιση εταιρίας ηλεκτρικών ειδών.

Όπως ήταν επόμενο, η χούντα, πιστή στην αφειδώλευτη παροχή άρτου και θεάματος, επιχείρησε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της την τέλεση των αγώνων. Οι εννέα μήνες του 1969, οι οποίοι είχαν προηγηθεί, δεν ευνοούσαν τη διεθνή εικόνα του καθεστώτος, αλλά ούτε και εκείνη, την οποία αυτό εξέπεμπε προς το εσωτερικό. Τον Ιούνιο, είχε αποδράσει από τις φυλακές του Μπογιατίου, με τη συνδρομή του δεσμοφύλακά του, ο θανατοποινίτης Αλέξανδρος Παναγούλης, ο οποίος, ένα χρόνο νωρίτερα, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Παρά το γεγονός ότι οι δυο καταζητούμενοι συνελήφθησαν λίγες μέρες αργότερα, η απόδραση υπήρξε πλήγμα για το καθεστώς. Στις 30 Σεπτεμβρίου, δηλαδή μόλις εννέα ημέρες έπειτα από τη λήξη των αγώνων, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε συνέντευξη, την οποία παραχώρησε σε ελβετική εφημερίδα, κατηγόρησε τη χούντα για “τυραννική πολιτική”, εξανεμίζοντας τα όποια οφέλη το καθεστώς θεωρούσε πως είχε αποκομίσει από την τέλεση των αγώνων. Ήδη από την άνοιξη του 1969, η Ευρωπαϊκή Υποεπιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε ξεκινήσει έρευνα στην Αθήνα, για καταγγελίες, που είχαν διατυπωθεί σχετικά με διενέργεια βασανιστηρίων. Το δικτατορικό καθεστώς παρεμπόδιζε με κάθε τρόπο τη διενέργεια της έρευνας, με αποτέλεσμα η τελευταία να διακοπεί. Προ του κινδύνου να αποβληθεί η Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, η δικτατορία διά του υπουργού της των Εξωτερικών, Παναγιώτη Πιπινέλη, υπέβαλε στις 25 Αυγούστου (δηλ. τρεις εβδομάδες πριν από την έναρξη των αγώνων) χρονοδιάγραμμα, με το οποίο υποσχέθηκε τη συγκρότηση εκλεγμένου κοινοβουλίου ως τα μέσα του 1971, δηλαδή δύο χρόνια αργότερα. Ακόμη, το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε αποκατάσταση της ελευθερίας του Τύπου το Νοέμβριο του 1969 και άρση της επιβολής του στρατιωτικού νόμου τον Σεπτέμβριο του 1970. Επρόκειτο για κινήσεις αποπροσανατολισμού της διεθνούς κοινότητας. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, η Ελλάδα αποβλήθηκε από μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης (το καθεστώς προσέδωσε στο γεγονός διαστάσεις ηρωϊκής εθελούσιας αποχώρησης, δίχως, όπως ήταν επόμενο, να καταφέρει να πείσει κανέναν).

Επιχειρώντας, με την αδεξιότητα που τους χαρακτήριζε, να αντιστρέψουν την παραπάνω καθόλα αρνητική εικόνα, οι Συνταγματάρχες επιδόθηκαν σε μια ανόητη επιχείρηση αυτοδιαφήμισης, με κεντρικό σύνθημα την “αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού”. Λίγο πριν από την έναρξη των αγώνων, οι υπηρεσίες προπαγάνδας της χούντας κυκλοφόρησαν ένα μήνυμα του πρωθυπουργού της αυτοαποκαλούμενης “Εθνικής Κυβερνήσεως” Γεωργίου Παπαδόπουλου, ενώ στην τελετή έναρξης παρέστη σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου καμάρωναν και επαίρονταν για τα επιτεύγματά τους. Στο λόγο, τον οποίον εκφώνησε, ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ καλωσόρισε τους αθλητές “στην Ελλάδα, την πιο δημοκρατική χώρα στον κόσμο”…Εύλογο είναι το ερώτημα, για ποιό λόγο, μετά τον Απρίλιο του 1967, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Αθλητισμού δεν αφαίρεσε από την Ελλάδα την οργάνωση των αγώνων, ως ένδειξη διαμαρτυρίας και καταδίκης του καθεστώτος. Όλες οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια στη χούντα, μήνες πριν, είχαν ξεκινήσει μια εκστρατεία, κάνοντας δραματική έκκληση στους Ευρωπαίους αθλητές να μποϋκοτάρουν τους αγώνες. Απάντηση στο ερώτημα δεν υπάρχει. Ωστόσο, η εκ νέου ανάθεση στην Ελλάδα του ΙΓ΄ Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Αθλητισμού για το 1982, οκτώ, μόλις, χρόνια έπειτα από τη μεταπολίτευση, δύναται να εκληφθεί ως χειρονομία συγγνώμης για τη μη αφαίρεση των αγώνων του 1969.

Το μήνυμα του Γεωργίου Παπαδόπουλου.

Β. Το αγωνιστικό μέρος

Στο καθαρά αγωνιστικό μέρος κυριάρχησαν τα επτά παγκόσμια ρεκόρ, τα οποία σημειώθηκαν (έξι στις γυναίκες και ένα, μόνο, στους άνδρες), η αποχώρηση της ομάδας της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον αποκλεισμό, από τη Διεθνή Ένωση Ομοσπονδιών Κλασσικού Αθλητισμού, του πρώην Ανατολικογερμανού αθλητή Jürgen May, που είχε αυτομολήσει στη Δύση και συμπεριληφθεί στην ομάδα της Δυτικής Γερμανίας ενάντια στους κανονισμούς (οι Δυτικογερμανοί συμμετείχαν μόνο στις τέσσερις σκυταλοδρομίες), η πρώτη, στα παγκόσμια χρονικά, τιμωρία αθλητή για χρήση αναβολικών ουσιών έπειτα από έλεγχο ντόπινγκ (πρόκειται για τον Ολλανδο δεκαθλητή Edward de Noorlander), ο γαλλοβρετανικός ανταγωνισμός στη σκυταλοδρομία των 4X400 μέτρων γυναικών, ο ενδογαλλικός αντίστοιχος στο δρόμο 400 μέτρων γυναικών, η απαρχή της λαμπρής σταδιοδρομίας του σπουδαίου Σοβιετικού σπρίντερ Valeriy Borzov και, βέβαια, η αποτυχία του επικοντιστή Χρήστου Παπανικολάου να ανεβεί στο βάθρο των νικητών, γεγονός, το οποίο προσέλαβε διαστάσεις εθνικής συντριβής. Η ΕΣΣΔ και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) έδωσαν τη μάχη των μεταλλίων. Στους άνδρες νίκησαν οι Σοβιετικοί (7-5-6), έναντι 7-4-5 της ΛΔΓ και 4-4-4 των Βρετανών. Όμως, οι Γερμανίδες ξεπέρασαν τις Σοβιετικές (4-3-2, έναντι 2-2-2). Και εδώ η Μεγάλη Βρετανία αναδείχθηκε τρίτη, με 2-0-3.

European Athletics In Athens (1969) [Πηγή: British Pathé: ID 3321.14]

Πιο συγκεκριμένα, η Σοβιετική Nadezhda Chizhova, ανέβασε το παγκόσμιο ρεκόρ της σφαιροβολίας στα 20,43 μέτρα. Η Ανατολικογερμανίδα Karin Balzer νίκησε στα 100 μ. με εμπόδια με ρεκόρ κόσμου (13.29). Παγκόσμιο ρεκόρ σημείωσαν, επίσης, η Τσεχοσλοβάκα Jaroslava Jehličková στα 1.500 μ. με 4.10.7 και η Αυστριακή Liese Prokop στο πένταθλο με 5.030 βαθμούς. Τα άλλα δύο παγκόσμια ρεκόρ γυναικών σηματοδοτούν και το δράμα της Γαλλίδας Colette Besson. Έφτασε κοντά σε δύο χρυσά μετάλλια, αλλά απέτυχε για εκατοστά του δευτερολέπτου. Στα 400 μ. έχασε πάνω στο νήμα από την συμπατριώτισσά της Nicole Duclos. Επιδόσεις: 51.72 για την Duclos, 51.74 για την Besson. Και οι δύο ανώτερες από το παγκόσμιο ρεκόρ. Το ίδιο συνέβη στα 4×400 μ. Πάνω στον τερματισμό, η Βρετανή Lillian Board, που δυο χρόνια αργότερα έχασε τη ζωή της σε ηλικία 22 ετών από καρκίνο, νικήτρια των 800 μ., ξεπέρασε την Besson (οι δυο αθλήτριες είχαν ανοικτούς λογαριασμούς από την εποχή της Ολυμπιάδας του Μεξικού, οπότε είχε επικρατήσει η Besson). Με τη νίκη της, χάρη στην εκπληκτική τελευταία κούρσα της Board, η ομάδα της Μεγάλης Βρετανίας, με 3.30.82 βελτίωσε το ρεκόρ κόσμου στα 4X400 γυναικών.

Η επική μονομαχία Board – Besson στον τελευταίο γύρο της σκυταλοδρομίας 4Χ400 μ. Γυναικών

Άξια μνείας είναι και τα τρία χρυσά μετάλια, τα οποία κέρδισε η Ανατολικογερμανίδα Petra Vogt στα 100 μ., 200 μ. και 4Χ100 μ.

Μόνο ένα παγκόσμιο ρεκόρ καταρρίφθηκε στους άνδρες. Σημειώθηκε από τον Σοβιετικό σφυροβόλο Anatoliy Bondarchuk, που έριξε βολή στα 74,68 μ. Το δράμα των Γάλλων δεν περιορίστηκε στα αθλήματα γυναικών. Ο Alain Sarteur τερμάτισε στα 100 μ. και πανηγύρισε. Όλοι πίστευαν πως αυτός ήταν ο νικητής. Το φωτο-φίνις, όμως, έδωσε το χρυσό μετάλλιο στον Valeriy Borzov. Ήταν το πρώτο για τον μετέπειτα κορυφαίο λευκό σπρίντερ όλων των εποχών. Οι Γάλλοι αποζημιώθηκαν με την κατάκτηση των χρυσών μεταλλίων στις δυο σκυταλοδρομίες (4Χ100 και 4Χ400) των ανδρών.

Η επικράτηση του Valeriy Borzov στο φωτο-φίνις του δρόμου 100 μ. Ανδρών

Μεγάλα ονόματα διατήρησαν το κύρος τους, δίχως, ωστόσο, να βελτιώσουν τις ατομικές τους επιδόσεις. Πρόκειται για τους Σοβιετικούς Jānis Lūsis στον ακοντισμό, Igor Ter-Ovanesyan στο μήκος, Valentin Gavrilov στο ύψος και, φυσικά, τον επεισοδιακό χρυσό Ολυμπιονίκη του Μεξικού, Viktor Saneyev. Το ίδιο ισχύει για τον Ιταλό Eddy Ottoz στα 110 μ. με εμπόδια και για τον Ανατολικογερμανό Jürgen Haase στα 10 000 μ. Τρεις Ανατολικογερμανοί (Dieter Hoffmann, Heinz-Joachim Rothenburg και Hans-Peter Gies) σάρωσαν τα μετάλλια της σφαιροβολίας. Εντυπωσίασε ο συμπατριώτης τους Joachim Kirst, ο οποίος, κατά τη διάρκεια του δεκάθλου, πέρασε στο ύψος τα 2,13 μ. (ο νικητής του άλματος εις ύψος, Σοβιετικός Gavrilov, πήδηξε 2,17 μ. μόλις 4 εκατοστά ψηλότερα). Στα 5 000 μ. επικράτησε ο Βρετανός Ian Stewart. Ο Μαραθώνιος κρίθηκε μέσα στην Αθήνα, στο ύψος του Χίλτον! Σε ολόκληρη, σχεδόν, τη διαδρομή από τον Μαραθώνα, προηγείτο ο Βέλγος Gaston Roelants, για να χάσει, τελικά, την πρώτη θέση από τον Βρετανό Ron Hill.

Οι Πανευρωπαϊκοί Αγώνες στα πρωτοσέλιδα του Γαλλικού Τύπου. Αριστερά: οι προσδοκίες για τον Alain Sarteur στα 100 μ. Ανδρών. Δεξιά: η θριαμβολογία για το διπλό παγκόσμιο ρεκόρ των Duclos και Besson στα 400 μ. Γυναικών.

Το μεγάλο δράμα για την Ελλάδα και τους Έλληνες έλαβε χώρα στο τελικό αγώνισμα του άλματος επί κοντώ, όταν μια ολόκληρη χώρα και ένας ολόκληρος λαός κρέμονταν κυριολεκτικά από το κοντάρι ενός αθλητή, του Χρήστου Παπανικολάου. Οι έως τότε επιδόσεις του, άφηναν βάσιμες ελπίδες για την κατάκτηση ενός μεταλλίου, ακόμη και του χρυσού. Στους προηγούμενους Πανευρωπαϊκούς της Βουδαπέστης (1966) είχε κατακτήσει τη δεύτερη θέση. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού (1968) είχε καταταγεί τέταρτος, καταρρίπτοντας, ωστόσο, το ρεκόρ Ευρώπης με ένα άλμα 5.30μ. Στους Βαλκανικούς Αγώνες της Σόφιας (1969) κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με 5.25μ. Ήταν η αιχμή του δόρατος της ελληνικής ομάδας (αυτόν είχε επιλέξει ο ΣΕΓΑΣ για τον όρκο των αθλητών κατά την τελετή έναρξης), γεγονός, το οποίο τον φόρτωσε με άγχος. Έχοντας στοχεύσει το χρυσό μετάλλιο, ακολούθησε λάθος τακτική, αφήνοντας άλματα, τα οποία μπορούσαν να του είχαν εξασφαλίσει θέση στο βάθρο. Απέτυχε να ξεπεράσει ένα εύκολο για την κλάση του ύψος (5.20μ.) και κατετάγη τέταρτος, με επίδοση μόλις 5.00μ., με τον μεγάλο αντίπαλό του, Ανατολικογερμανό Wolfgang Nordwig, να κατακτά την πρώτη θέση με 5.30μ. και ν’ αποτυγχάνει δύο φορές να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, βάζοντας τον πήχη στο 5.45μ. Μέσα στο στάδιο επικράτησε γενικό πάγωμα (αν και οι θεατές παρότρυναν τον Nordwig στην προσπάθειά του να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ) και η Ελλάδα ολάκερη βυθίστηκε σε πένθος. Στις 24 Οκτωβρίου 1970, δεκατρείς μήνες αργότερα, ο Χρήστος Παπανικολάου, με ένα άλμα 5.49μ. κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ, μέσα στο ίδιο στάδιο, αποδεικνύοντας πως ήταν πρωταθλητής επιδόσεων και όχι πρωταθλητής μεγάλων αγώνων. Το ρεκόρ του άντεξε επί 531 ημέρες, έως ότου καταρριφθεί, με τη σειρά του, στις 8 Απριλίου 1972 από τον Σουηδό Kjell Gunnar Isaksson.

Ο καταποντισμός του Χρήστου Παπανικολάου στον ελληνικό ημερήσιο αθλητικό Τύπο.
Η πλήρης σειρά αναμνηστικών γραμματοσήμων, που κυκλοφόρησε με αφορμή την τέλεση των αγώνων.

European Athletics Finals (1969) [Πηγή: British Pathé: ID 3321.15]

Στον καθαρά αγωνιστικό τομέα, υπήρξαν μονομαχίες, οι οποίες καθήλωσαν τους θεατές, προσδίδοντας ρυθμό και ένταση στους αγώνες. Οργανωτικά, αν και το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να κριθεί οριακά ικανοποιητικό, αναδείχθηκε ανάγλυφα η έλλειψη πείρας και υποδομών της χώρας μας σε αυτό το επίπεδο. Πάντως, το ελληνικό κοινό (θεατές και τηλεθεατές) ξέφυγε για λίγες ημέρες από τους ψυχοφθόρους περιορισμούς της χούντας και ανακάλυψε πως υπήρχε κόσμος και εκτός ελληνικών συνόρων (η συχνή ανάκρουση εθνικών ύμνων “εχθρικών”, ιδεολογικά, καθεστώτων, όπως το Σοβιετικό και το Ανατολικογερμανικό, σχολιάστηκε με αρκετή δόση ειρωνείας από τον μέσο Έλληνα). Παρόλες τις άκομψες και αδέξιες προσπάθειές τους, οι Συνταγματάρχες απέτυχαν να πιστωθούν τη διεξαγωγή των αγώνων. Δεκατρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1982, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού επανήλθε στην Αθήνα, κάτω από μια εκ διαμέτρου διαφορετική συγκυρία: σε μια Ελλάδα ελεύθερη και μέσα σε ένα νεόκτιστο Ολυμπιακό Στάδιο.

Σεπτέμβριος 1982. Στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώνονται τα τελικά αποτελέσματα του ακοντισμού, με την Άννα Βερούλη στην πρώτη θέση και τη Σοφία Σακοράφα στην τρίτη.

 

Κείμενο-Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση-Επιμέλεια έκδοσης: Βαγγέλης Κανσίζογλου