Skip to main content

Ευρώπη-Αυστραλία σε 27 ημέρες και 20 ώρες: Η ανεπανάληπτη πτήση των αδελφών Smith

100 χρόνια από τη μεγάλη αεροπορική εποποιΐα

Ευρώπη-Αυστραλία σε 27 ημέρες και 20 ώρες.
Η ανεπανάληπτη πτήση των αδελφών Smith

 

Η μεγάλη πρόκληση

Ο Αυστραλός πρωθυπουργός Billy Hughes διέσχιζε αεροπορικά τη Μάγχη, μεταβαίνοντας από το Λονδίνο στο Παρίσι, προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες του Συνεδρίου της Ειρήνης όταν, ένα πρωινό του 1919, εμπνεύστηκε την ιδέα ενός μεγάλου αγώνα από την Ευρώπη με καταληκτικό σημείο την Αυστραλία. Ατενίζοντας τη θάλασσα από ψηλά, συνειδητοποίησε τις απεριόριστες δυνατότητες, τις οποίες η αεροπορία ήταν σε θέση να προσφέρει, ως πηγή έμπνευσης, στη σφυρηλάτηση της εθνικής ενότητας την επαύριο της συλλογικής δοκιμασίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Για το σκοπό αυτό διέθεσε ως έπαθλο το ποσό των £10,000 για το πρώτο αυστραλιανό πλήρωμα, που θα κάλυπτε την απόσταση ανάμεσα στο Λονδίνο και το Πορτ Ντάρβιν της Β. Αυστραλίας, χρησιμοποιώντας ένα αεροσκάφος βρετανικής κατασκευής, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της πτήσης δεν θα ξεπερνούσε τις 30 ημέρες.

Το όλο εγχείρημα ενείχε αποτρεπτικούς κινδύνους και δυσκολίες. Παρόλη την εξέλιξη στον τομέα της αεροπορίας χάρη στην πρόσφατη, ακόμα, διεξαγωγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η τεχνολογία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο. Τα αεροσκάφη ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, σύρμα και ύφασμα, εξοπλισμένα με τα στοιχειώδη, μόνο, όργανα πλοήγησης και με υπαίθριο πιλοτήριο, εκτεθειμένο στις ακραίες καιρικές συνθήκες. Το δρομολόγιο περιλάμβανε δύσβατες περιοχές (ορεινοί όγκοι, έρημος και πυκνή ζούγκλα μεταξύ άλλων) όπου το μήκος των διαδρόμων προσγείωσης ήταν συχνά εκ των πραγμάτων περιορισμένο.

Αψηφώντας τους κινδύνους, έξι αυστραλιανά πληρώματα ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση. Τα περισσότερα διέθεταν περγαμηνές από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δυο από αυτά συνετρίβησαν καθ οδόν, με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να βρουν τραγικό θάνατο. Άλλα δυο υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική προσγείωση, εγκαταλείποντας τελικά τον αγώνα. Ένα έκτο, εκτός συναγωνισμού, με τον χαρισματικό Γάλλο πιλότο Étienne Poulet, κάτοχο του παγκοσμίου ρεκόρ πτήσης δίχως ενδιάμεση στάση, απογειώθηκε από το Παρίσι με τελικό προορισμό την Μελβούρνη, τρέφοντας την ελπίδα πως θα προφτάσει να προσγειωθεί πρώτο στην Αυστραλία. Καταπονημένο από την όλη προσπάθεια, το αεροσκάφος συγκρούστηκε με έναν αετό, καθώς πετούσε πάνω από τη Βιρμανία, με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη και να εγκαταλείψει και αυτό με τη σειρά του τον αγώνα. Από τα έξι πληρώματα, μόνο ένα κατάφερε να προσγειωθεί στο Πορτ Ντάρβιν στις 10 Δεκεμβρίου 1919, εντός των χρονικών ορίων που είχαν θέσει οι διοργανωτές, έπειτα από πτήση 28 ημερών. Κυβερνήτες ήταν οι αδελφοί Ross και Keith Macpherson Smith, χάρη στους οποίους η αεροπορική σύνδεση ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αυστραλία ήταν πλέον πραγματικότητα. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από τη μεγάλη εποποιΐα, το γεγονός τιμάται δεόντως (στην Αυστραλία κυρίως) αυτές τις ημέρες με εκθέσεις, δημοσιεύσεις, διαλέξεις, κινηματογραφικές προβολές, τηλεοπτικές παραγωγές, τέλος, με πάσης φύσεως άλλες εκδηλώσεις.

 

Το πλήρωμα

Αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο νεότερος από τους δυο, Ross Smith (1892-1922). Το 1914 είχε καταταγεί εθελοντής στις τάξεις του φημισμένου αυστραλιανού Ελαφρού Ιππικού (Light Horse) και ένα χρόνο αργότερα πολέμησε στην Καλλίπολη. Το 1917 κατετάγη στην αεροπορία, διαπρέποντας στο μέτωπο της Εγγύς Ανατολής. Στο ενεργητικό του είχε 11 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις εχθρικών αεροσκαφών, για τις οποίες και παρασημοφορήθηκε κατ επανάληψη. Μάλιστα, υπηρέτησε με την ιδιότητα του πιλότου τον T. E. Lawrence (Λώρενς της Αραβίας), ο οποίος, στο βιβλίο του Seven Pillars of Wisdom κάνει συχνά ονομαστική αναφορά σε αυτόν. Ωστόσο, η τύχη δεν χαμογέλασε στον Ross Smith.

Sir Ross Macpherson Smith (Πηγή: State Library of South Australia, B 6101).

Καταξιωμένος πιλότος πλέον, έχασε τη ζωή του στις 13 Απριλίου 1922, σε ηλικία τριάντα ετών, στο πεδίο δοκιμών του Brooklands της κομητείας Surrey της Νότιας Αγγλίας, ενώ αξιολογούσε τις δυνατότητες και αντοχές ενός αμφιβίου αεροσκάφους τύπου Vickers Viking. Στον θάνατο τον συνόδευσε και ο Jim Bennett, ο ένας εκ των δυο μηχανικών της ιστορικής πτήσης προς την Αυστραλία, που επέβαινε στο ίδιο αεροπλάνο. Η κηδεία του Ross Smith έλαβε χώρα με μεγάλες τιμές στην Αδελαΐδα της Νοτίου Αυστραλίας.

Αδελαΐδα, 15 Μαΐου 1922. Η νεκρική πομπή του Ross Smith (Πηγή: State Library of South Australia, B 37172).

H σταδιοδρομία του Keith Macpherson Smith (1890-1955) στο Αεροπορικό Σώμα υπήρξε χαμηλότερου βεληνεκούς συγκριτικά με εκείνη του μικρότερου αδελφού του. Συγκεκριμένα, σε δυο περιστάσεις κρίθηκε ακατάλληλος για στρατολόγηση για λόγους υγείας. Μετέβη με δικά του έξοδα στην Αγγλία, όπου κατάφερε τελικά να καταταγεί στην αεροπορία το 1917. Στις αρχές του 1918, η μονάδα του (58η μοίρα βομβαρδιστικών) μεταφέρθηκε στη Γαλλία. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τον αδελφό του, ο Keith Smith ουδέποτε έλαβε το βάπτισμα του πυρός. Λίγο αργότερα, μετατέθηκε ως εκπαιδευτής-πυροβολητής εκ νέου στην Αγγλία, όπου παρέμεινε έως τη λήξη του πολέμου. Συνέχισε να εκπαιδεύει πιλότους και πλοηγούς. Στις 5 Νοεμβρίου 1919, μια εβδομάδα, μόλις, πριν από την έναρξη της ιστορικής πτήσης, το όνομα του Keith Smith προστέθηκε στη λίστα των ημιαπασχολούμενων υπαξιωματικών της RAF.

Sir Keith Macpherson Smith (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/5/10).

Η δόξα ήρθε απότομα στο τέλος του 1919. Για το 1922, ενθαρρυμένος από το επίτευγμα, ο Keith Smith είχε προγραμματίσει έναν γύρο του κόσμου. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το όλο σχέδιο έπειτα από την τραγική απώλεια του αδελφού του. Έκτοτε και έως τον θάνατό του το 1955, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ, αφιερώνοντας τη ζωή του στην υπηρεσία της αεροπορίας από διοικητικά αξιώματα. Διετέλεσε αντιπρόσωπος της εταιρείας Vickers, αντιπρόεδρος της British Commonwealth Pacific Airlines, διευθυντής της Qantas Empire Airways και της Tasman Empire Airways Limited (αμφότερες θυγατρικές της Imperial Airways, με τη σειρά της προδρόμου της σημερινής British Airways).

Από ολόκληρο το πλήρωμα, ο Jim Bennett (1894-1922) ήταν ο μόνος, ο οποίος δεν είχε καταγωγή από τη Νότια Αυστραλία. Είχε γεννηθεί και ζούσε στο St Kilda, προάστιο της Μελβούρνης. Σπούδασε μηχανικός και το 1916 κατατάχθηκε εθελοντικά στο Αυστραλιανό Αεροπορικό Σώμα (Australian Flying Corps). Σε ολόκληρη τη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στο θέατρο της Εγγύς Ανατολής και παρασημοφορήθηκε για τις επιδόσεις του. Μετά το πέρας των εχθροπραξιών, συμμετείχε ως μηχανικός, στην πρώτη αεροπορική σύνδεση Καΐρου-Καλκούτας, κάτω από ακατάλληλες, ως επί το πλείστον, καιρικές συνθήκες και με πιλότο τον Ross Smith.

James Mallett Bennett (Πηγή: State Library of South Australia, B 6099).

Τον Ιούλιο του 1919, ο Bennet μετατέθηκε στα βορειοδυτικά σύνορα της Ινδίας, συμμετέχοντας ενεργά σε αναγνωριστικές και επιθετικές αεροπορικές αποστολές κατά τη διάρκεια της σύντομης, πλην όμως βίαιης εκστρατείας στο Αφγανιστάν. Ευρισκόμενος εκεί, πληροφορήθηκε την επικείμενη πτήση των αδελφών Smith προς την Αυστραλία και δίχως δεύτερη σκέψη δήλωσε συμμετοχή. Τον Απρίλιο του 1922 έχασε τη ζωή του σε δοκιμαστική πτήση, επιβαίνοντας στο ίδιο μοιραίο αεροσκάφος με τον φίλο του Ross Smith.

Δεύτερος μηχανικός της ιστορικής πτήσης ήταν ο Walter Shiers (1889-1968). To 1915 κατατάχθηκε εθελοντικά στο Αυστραλιανό Ελαφρύ Ιππικό και ακολούθησε τη μονάδα του στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο αργότερα, μετατέθηκε στην αεροπορία. Το 1917 προήχθη σε μηχανικό Α΄ τάξεως, προφανώς εξαιτίας της προτεραίας παιδείας του σε αυτό τον τομέα. Τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1918, συμμετείχε από κοινού με τους Ross Smith και Jim Bennett στην πρώτη αεροπορική σύνδεση του Καΐρου με την Καλκούτα. Έπειτα από την ιστορική πτήση του 1919, συνέχισε να εργάζεται ως μηχανικός αεροπλάνων στο Σίδνεϊ. Το 1929, επιχείρησε να επαναλάβει το κατόρθωμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, μεταξύ Αυστραλίας και Αγγλίας. Το αεροπλάνο υποχρεώθηκε σε αναγκαστική προσγείωση εξαιτίας μηχανικής βλάβης και ενώ πετούσε πάνω από την Ταϋλάνδη, με αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα να εγκαταληφθεί.

Walter Henry Shiers (Πηγή: State Library of South Australia, Β 6100).

Συνέχισε να εργάζεται ως μηχανικός αεροσκαφών. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προΐστατο της υπηρεσίας κατασκευής αλεξιπτώτων. Το 1958, ήταν παρών, ως μοναδικός πλέον επιζών του πληρώματος του 1919, στα εγκαίνια του σχετικού μνημείου στην Αδελαΐδα. Απεβίωσε τον Ιούνιο του 1968, έπειτα από μακρά ασθένεια.

 

Το αεροσκάφος

Το αεροσκάφος τύπου Vimy της εταιρείας Vickers Limited σχεδιάστηκε προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως βομβαρδιστικό. Έλαβε το όνομά του από τη μάχη του Vimy (9-12 Απριλίου 1917), στη βόρεια Γαλλία, με ενεργό συμμετοχή βρετανικών στρατευμάτων προερχομένων από τον Καναδά. Κατά τη δεκαετία του ’20, κατέγραψε πρωτοπόρες επιδόσεις σε πτήσεις μεγάλων αποστάσεων. Τον Ιούνιο του 1919, οι John Alcock and Arthur Brown διέσχισαν για πρώτη φορά στην Ιστορία τον Ατλαντικό Ωκεανό, με ένα μοντέλο ειδικά σχεδιασμένο για το συγκεκριμένο εγχείρημα (είχαν τοποθετηθεί επιπρόσθετες δεξαμενές καυσίμων, χάρη στις οποίες διευρύνθηκε η ακτίνα αυτοδύναμης πτήσης του αεροπλάνου). Το 1920 οι Pierre van Ryneveld και Quintin Brand επιχείρησαν με αξιοσημείωτη επιτυχία την πρώτη αεροπορική σύνδεση Λονδίνου-Κέηπ Τάουν. Από τις αρχές της ίδιας δεκαετίας, το Vickers Vimy χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και ως επιβατικό αεροσκάφος, έχοντας υποστεί την απαραίτητη μεταποίηση. Συγκεκριμένα, καταργήθηκαν οι θέσεις των πυροβολητών και μετατράπηκαν κατά περίπτωση σε χώρο για μηχανικούς και επιβάτες. Τόσο σε επίπεδο πολεμικής αεροπορίας όσο και σε επίπεδο πολιτικής, ο συγκεκριμένος τύπος εξακολουθούσε να διαθέτει δυο ελικοφόρους κινητήρες.

Το αεροσκάφος των αδελφών Smith διατηρήθηκε έπειτα από το πέρας της ιστορικής πτήσης. Το 1953, ξεκίνησε μια ολόκληρη πολεμική σχετικά με την επιλογή του χώρου, που θα το φιλοξενούσε. Το Πολεμικό Μουσείο της Αυστραλίας αρνήθηκε, προβάλλοντας το επιχείρημα πως το συγκεκριμένο αεροσκάφος δεν είχε αναπτύξει ποτέ στρατιωτική δράση. Ζωηρό ενδιαφέρον για την απόκτησή του εκδήλωσε, αντίθετα, η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας της Αυστραλίας. Αντιμετωπίστηκε το ενδεχόμενο να φιλοξενηθεί στον υπό κατασκευή, τότε, νέο τερματικό σταθμό του αεροδρομίου της Μελβούρνης ή στον αντίστοιχο του Μπρισμπέϊν. Υπήρξε ακόμη σκέψη ανέγερσης ενός τεχνολογικού μουσείου στην πρωτεύουσα Καμπέρρα.

Το Vickers Vimy με τα διακριτικά G-EAOU και το τετραμελές πλήρωμα. Από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Keith και Ross Smith, ο Walter Shiers και ο Jim Bennett (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/8/3).

Τίποτα από τα παραπάνω δεν καρποφόρησε, με αποτέλεσμα η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας να αναγκαστεί, τελικά, να δηλώσει αδυναμία φιλοξενίας του αεροσκάφους. Το 1955, το τελευταίο αποσυναρμολογήθηκε και αποθηκεύθηκε σε υπόστεγο αεροπορικής στρατιωτικής βάσης. Μόλις η είδηση διέρρευσε στον τύπο, ακολούθησε γενική κατακραυγή. Η Βασιλική Αερολέσχη της Νοτίου Αυστραλίας ενεργοποίησε τη διαδικασία ανέγερσης ειδικού υποστέγου, εντός του οποίου το αεροσκάφος θα εκτίθετο σε δημόσια θέα. Ταυτόχρονα, το κτήριο θα λειτουργούσε και ως μνημείο. Χάρη σε γενναιόδωρες χορηγίες (μεταξύ των οποίων και εκείνη της Vickers Corporation) συμπληρώθηκε το απαιτούμενο ποσό. Η Αερολέσχη ήρθε σε συμφωνία με τις αρχές της Νοτίου Αυστραλίας, οι οποίες παραχώρησαν ειδικό χώρο στο νέο αεροδρόμιο της Αδελαΐδας. Τα έργα κατασκευής του υποστέγου ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1957.

Στο μεταξύ, το αεροσκάφος υπέστη εκτεταμένες ζημιές από φωτιά, η οποία ξέσπασε από άγνωστους λόγους κατά τη μεταφορά οδικώς από την Καμπέρρα προς την Αδελαΐδα. Συγκεκριμένα, καταστράφηκαν ολοσχερώς το άνω φτερό, οι προπέλες και ο ένας από τους δυο κινητήρες. Ωστόσο, η άτρακτος και το κάτω φτερό είχαν παραμείνει άθικτα. Το κόστος της αποκατάστασης ανήλθε στο ποσό των £2,000. Τα εγκαίνια του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στις 27 Απριλίου 1958, παρουσία ενός πλήθους 40.000 ατόμων. Από το πλήρωμα της ιστορικής πτήσης παρών ήταν ο μοναδικός επιζών, ο μηχανικός Walter Shiers.

Παρά ταύτα, η οδύσσεια του αεροσκάφους δεν σταμάτησε τότε. Με την πάροδο του χρόνου, αποδείχθηκε πως ήταν ευάλωτο στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου (το υπόστεγο διέθετε μεγάλες επιφάνειες από γυαλί, ούτως ώστε το έκθεμα μπορεί να διακρίνεται απέξω). Μια νέα αποκατάσταση και συντήρηση σε βάθος πραγματοποιήθηκε το 1981. Διήρκεσε επί πέντε μήνες. Σήμερα, το μνημείο εξακολουθεί να είναι επισκέψιμο, η δε συχνότητα αγγίζει διαστάσεις δημοσίου προσκυνήματος.

Το μνημείο στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Το Vickers Vimy έπειτα από τον δεύτερο γύρο των έργων αποκατάστασης.

 

O αγώνας

Η πρώτη απογείωση (εκτός συναγωνισμού) με προορισμό την Αυστραλία έλαβε χώρα στις 12 Οκτωβρίου 1919 από το αεροδρόμιο Villa Coublay, στα περίχωρα του Παρισιού. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Étienne Poulet. Στις 9 Δεκεμβρίου εγκατέλειψε τον αγώνα λόγω μηχανικής βλάβης. Στις 21 Οκτωβρίου απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Hounslow του Λονδίνου ένα δεύτερο αεροσκάφος (George Campbell Matthews). Στις 17 Απριλίου 1920 κατέπεσε στο Μπάλι, δίχως, ευτυχώς, ανθρώπινες απώλειες. Τρίτη, κατά σειρά, απογείωση, πάντοτε από το Hounslow ήταν εκείνη του Vickers Vimy των αδελφών Smith, νικήτρια του αγώνα, στις 12 Νοεμβρίου 1919. Έφτασε στο Πορτ Ντάρβιν στις 10 Δεκεμβρίου έπειτα από 27 ημέρες και 20 ώρες. Η πτήση περιγράφεται αναλυτικότερα παρακάτω. Την επομένη, 13 Νοεμβρίου, απογειώθηκε το τέταρτο αεροσκάφος (Roger Douglas). Σχεδόν αμέσως συνετρίβη στο έδαφος, με αποτέλεσμα το διμελές πλήρωμα να βρει τραγικό θάνατο. Στις 21 Νοεμβρίου, ξεκίνησε η πέμπτη πτήση (Valdemar Rendle). Στις 8 Δεκεμβρίου, το αεροσκάφος κατέπεσε στον κόλπο της Σούδας, στην Κρήτη, εξαιτίας μηχανικής βλάβης, δίχως ανθρώπινες απώλειες. Η τύχη δεν χαμογέλασε στους έκτους διαγωνιζόμενους (Cedric Ernest Howell). Έχοντας απογειωθεί από το Hounslow στις 4 Δεκεμβρίου, το αεροσκάφος κατέπεσε στη θάλασσα τέσσερις μέρες αργότερα στα ανοικτά της Κέρκυρας. Το διμελές πλήρωμα έχασε τη ζωή του. Στις 8 Ιανουαρίου 1920, ήταν η σειρά του εβδόμου διαγωνιζομένου (Raymond Parer) και ενώ ο αγώνας είχε ήδη κερδηθεί από τους αδελφούς Smith. Η πτήση έφτασε στον προορισμό της έπειτα από επτά (!) μήνες, στις 2 Αυγούστου του ιδίου έτους. Τέλος, αποκλείστηκε για προληπτικούς λόγους η συμμετοχή του Bert Hinkler, ο οποίος φιλοδοξούσε να καλύψει ολομόναχος την τεράστια διαδρομή.

Η διαδρομή και οι επιδόσεις των διαγωνιζομένων.

Το Vickers Vimy των αδελφών Smith απογειώθηκε από το Hounslow το πρωί της 12ης Νοεμβρίου 1919, εν μέσω ομίχλης. Στο μπροστινό μέρος του αεροσκάφους ήταν εγκατεστημένο το πιλοτήριο, με τον κυβερνήτη (Ross Smith) και τον πλοηγό (Keith Smith). Στο πίσω μέρος, υπήρχε ένας δεύτερος χώρος (πρώην θέση πυροβολητών), όπου εγκαταστάθηκαν οι δυο μηχανικοί. Πρώτος σταθμός ήταν η πόλη Λυών της Γαλλίας. Η πυκνή νέφωση παρεμπόδιζε τον ακριβή εντοπισμό. Επωφελούμενος από ένα άνοιγμα, ο Ross Smith κατάφερε να κατεβεί κάτω από τα σύννεφα και να αποκτήσει οπτική επαφή με τον διάδρομο προσγείωσης.

Ross Smith flight from London to Australia: London take-off (Πηγή: National Film and Sound Archive of Australia, 1535)

Ως δεύτερος σταθμός είχε προγραμματιστεί η Ρώμη. Ωστόσο, η χρονική καθυστέρηση λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών υπεράνω των Άλπεων, κατέστησε σαφές στο πλήρωμα ότι ήταν αδύνατη η άφιξη στην ιταλική πρωτεύουσα υπό το φως της ημέρας. Κατά συνέπεια, προκρίθηκε η Πίζα, για λόγους ασφαλείας. Όταν, το επόμενο πρωί, το τετραμελές πλήρωμα επέστρεψε στο αεροδρόμιο, βρήκε το αεροσκάφος βουτηγμένο μέσα σε μια λίμνη από λάσπη, εξαιτίας της ισχυρής βροχόπτωσης, που είχε προηγηθεί. Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες απεγκλωβισμού, με τη βοήθεια πολλών εθελοντών, δεν κατέστη δυνατή η απογείωση την ημέρα εκείνη.

Πανοραμική άποψη των Άλπεων (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/9/1/12B).

Την επομένη, με τον καιρό αισθητά βελτιωμένο, χρειάστηκαν αρκετές ώρες έως ότου το αεροσκάφος καταφέρει, τελικά, να απεγκλωβιστεί. Λίγο μετά από την απογείωση, διαπιστώθηκε απώλεια λαδιού, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει αναγκαστική προσγείωση στην κωμόπολη Venturina, στις ακτές της Τοσκάνης. Η αποκατάσταση της βλάβης υπήρξε ταχύτατη και το Vickers Vimy συνέχισε απρόσκοπτα την πτήση του μέχρι τον επόμενο σταθμό, τη Ρώμη. Σειρά είχε, κατόπιν, η διάβαση των Απεννίνων Ορέων με κακό καιρό, μέχρι το λιμάνι του Τάραντα. Ο Ross Smith αναγκάστηκε να πετάξει σε χαμηλό ύψος, κάτω από τα σύννεφα, προκειμένου να έχει συνεχώς ελεύθερο οπτικό πεδίο. Για το σκοπό αυτό, ακολούθησε τις κοιλάδες, έστω και αν μια επιλογή αυτού του είδους διέθετε, εκ των πραγμάτων, υψηλό δείκτη κινδύνου συντριβής στους πέριξ ορεινούς όγκους. Κάτι τέτοιο κόντεψε να συμβεί στην επόμενη διαδρομή (Τάραντας-Κρήτη) κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ελλάδας. Πετώντας σε χαμηλό ύψος και με ισχυρή βροχόπτωση, η οποία περιόριζε την ορατότητα, το Vickers-Vimy λίγο έλειψε να συντριβεί σε ένα βραχώδες νησί (ο Ross Smith, στο ημερολόγιό του, δεν προσδιορίζει για ποιο ακριβώς επρόκειτο). Στις 18 Νοεμβρίου, το αεροσκάφος απογειώθηκε από τον κόλπο της Σούδας με προορισμό το Κάϊρο, όπου έφτασε έπειτα από μια πτήση δίχως προβλήματα.

Η άφιξη στη Ρώμη (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/9/1/11A).

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου είχε προγραμματιστεί μια πολυήμερη ανάπαυλα, για την ανάπαυση του πληρώματος και τον έλεγχο και συντήρηση του αεροσκάφους. Ωστόσο, την επομένη κιόλας ημέρα, 19 Νοεμβρίου, το Vickers Vimy ξεκίνησε με προορισμό την Δαμασκό. Ο λόγος της επίσπευσης υπήρξε η είδηση πως ο Étienne Poulet βρισκόταν ήδη στην Ινδία. Ο έμπειρος Γάλλος πιλότος, πετούσε εκτός συναγωνισμού, εφόσον δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, τις οποίες είχαν θέσει οι διοργανωτές του αγώνα. Δεν ήταν αυστραλιανής καταγωγής, είχε απογειωθεί από το Παρίσι κι όχι από το Λονδίνο, τέλος, πετούσε με ένα γαλλικό μοντέλο (Caudron G-4). Δεν έπαυε, ωστόσο, να θεωρείται ο επικρατέστερος για την πρώτη, στην Ιστορία, κάλυψη της διαδρομής Ευρώπης-Αυστραλίας. Στις 20 Νοεμβρίου, το Vickers Vimy απογειώθηκε από την Δαμασκό για την Βαγδάτη. Περί τα 110 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης, έχοντας καθυστερήσει εξαιτίας αντίθετων ισχυρών ανέμων, προσγειώθηκε στο στρατόπεδο του 10ου Συντάγματος Ινδών Λογχοφόρων, στην κωμόπολη Ραμάντι του Ιράκ. Για την απογείωση την επομένη, χρειάστηκε η συνδρομή 50 ανδρών πάντοτε εξαιτίας των ισχυρών ανέμων. Έχοντας ανεφοδιαστεί επαρκώς σε καύσιμα, το αεροσκάφος προσπέρασε τη Βαγδάτη και κατευθύνθηκε προς την Βασόρα, όπου το πλήρωμα διανυκτέρευσε. Οι πτήσεις υπεράνω του Περσικού προς το Καράτσι και από εκεί προς την Ινδία, πραγματοποιήθηκαν δίχως προβλήματα.

Οι Πυραμίδες της Γκίζας (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/9/1/13A).

Ευρισκόμενοι στη Βομβάη, οι αδελφοί Smith πληροφορήθηκαν πως ο Poulet προπορευόταν με διαφορά μόλις μιας ημέρας, έχοντας προσγειωθεί στο Δελχί. Από το σημείο εκείνο και πέρα, ξεκίνησε ένας ανελέητος αγώνας δρόμου ανάμεσα στα δυο πληρώματα. Ο Γάλλος απογειώθηκε από το Δελχί λίγες ώρες μόνο προτού φτάσει εκεί το Vickers Vimy. Το ίδιο ακριβώς συνέβη όταν, μια ημέρα αργότερα έφτασαν στο Αλλαχαμπάντ και, αργότερα, στην Καλκούτα. Ο Poulet προηγείτο συστηματικά κατά μια ημέρα. Οι Αυστραλοί κατόρθωσαν να τον προσπεράσουν στις 27 Νοεμβρίου, πάνω από τη Βιρμανία. Τα δυο πληρώματα συναντήθηκαν στο έδαφος στη Ρανγκούν. Γνωρίζοντας πλέον ότι είχε ηττηθεί, ο Poulet δέχτηκε να απογειωθεί, τιμής ένεκεν, την επόμενη ημέρα, ταυτόχρονα με το Vickers Vimy. Λίγο αργότερα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά τον αγώνα.

Το Taj Mahal σε λήψη από αέρος (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/9/1/20C).

Έχοντας, πλέον, απαλλαγεί από την έγνοια του Γάλλου, οι αδελφοί Smith ξεκίνησαν τη διαδρομή εκείνη, η οποία έμελλε να αποδειχθεί η δυσκολότερη όλων. Επρόκειτο για το τμήμα Ρανγκούν-Μπανγκόκ, πάνω από βουνοκορφές με υψόμετρο 2.133 μέτρων (7.000 πόδια), με χαμηλή νέφωση, η οποία επέτρεπε να πετάξει κανείς σε ύψος μόλις 1.220 μέτρων (4.000 πόδια), εφόσον επιδίωκε ασφαλή ορατότητα. Ο Ross Smith επανέλαβε ό,τι είχε πράξει σε προγενέστερο στάδιο: ακολούθησε την χάραξη των κοιλάδων. Γρήγορα, ωστόσο, διαπίστωσε πως οι στενωποί ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες και αποφάσισε να ανεβεί σε ύψος 2.750 μέτρων (9.000 πόδια) και αργότερα 3.350 μέτρων (11.000 πόδια). Ακόμα και τότε, το Vickers Vimy εξακολουθούσε την πορεία του μέσα στα σύννεφα. Πετώντας στα τυφλά κάτω από απάνθρωπες συνθήκες ψύχους και έλλειψης επαρκούς οξυγόνου ένεκα υψομέτρου, o Ross Smith, ακολουθώντας τους υπολογισμούς του πλοηγού αδελφού του, επιχείρησε μια κάθοδο στα 7.000 και ακολούθως στα 4.000 πόδια. Όλες οι εκτιμήσεις συνηγορούσαν ως προς το ότι το Vickers Vimy είχε αφήσει, πλέον, πίσω του την επικίνδυνη οροσειρά. Πράγματι, όταν αποκαταστάθηκε η ορατότητα, το πλήρωμα διαπίστωσε με ανακούφιση ότι πετούσε πάνω από πεδινή περιοχή.

Το σχέδιο προέβλεπε εν συνεχεία απευθείας κάλυψη της διαδρομής Μπανγκόκ-Σιγκαπούρης στις 2 Δεκεμβρίου. Ωστόσο, το πρώτο σκέλος καλύφθηκε εν μέσω ισχυρής βροχόπτωσης, η οποία ανάγκασε τους αδελφούς Smith σε συνεχή εναλλαγή, μεταξύ τους, της διακυβέρνησης του αεροσκάφους. Κατόπιν τούτου, επελέγη ως ενδιάμεσος (μη προγραμματισμένος) σταθμός η Σινγκόρα, όπου υπήρχαν επαρκή αποθέματα σε καύσιμα. Προσεγγίζοντας τον διάδρομο προσγείωσης, ο Ross Smith διαπίστωσε πως ο τελευταίος είχε πλημμυρίσει από τα νερά της βροχής. Στη θέση του είχε κατασκευαστεί πρόχειρα ένας διάδρομος από κορμούς δέντρων. Κατάφερε, τελικά, να προσγειώσει το αεροσκάφος πάνω στους κορμούς, με αποτέλεσμα καταφορά ζημιάς στον πίσω τροχό. Η δεύτερη δυσάρεστη έκπληξη αφορούσε τα αποθέματα καυσίμων, τα οποία αποδείχτηκαν ανεπαρκή για τις ανάγκες της πτήσης (500 μόνο λίτρα, αντί για τα 500 γαλόνια, που είχαν αρχικά αναφερθεί). Το πλήρωμα εξαναγκάστηκε σε επιπρόσθετη διανυκτέρευση, έως ότου μεταφερθούν επιτόπου καύσιμα από το γειτονικό Πενάγκ. Δυο ημέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου, το Vickers Vimy προσγειώθηκε στη Σιγκαπούρη, όπου και αποφασίστηκε να αποκατασταθούν οι ζημιές, λόγω καλύτερης τεχνικής υποστήριξης. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν επικίνδυνα, καθώς από το όριο των τριάντα ημερών, το οποίο είχαν θέσει οι οργανωτές ως απαράβατη προθεσμία για τον τερματισμό, απέμεναν μόλις οκτώ. Δυο από αυτές, ήταν απαραίτητο να διατεθούν για τις εργασίες επισκευής. Συνεπώς, το αργότερο εντός έξι ημερών, το αεροσκάφος έπρεπε να έχει φτάσει στο Πορτ Ντάρβιν της Αυστραλίας.

Οι εργασίες επισκευής των ζημιών στη Σιγκαπούρη (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/7/24).

Το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, το Vickers Vimy εγκατέλειψε τη Σιγκαπούρη. Έπειτα από πτήση εννέα ωρών, προσγειώθηκε στο Καλιτζάτι της Κεντρικής Ιάβας, τη δε επομένη ημέρα στη Σουραμπάγια της Ανατολικής Ιάβας. Εκεί βούλιαξε κυριολεκτικά μέσα στη λάσπη. Χρειάστηκε να χαθούν άλλες 24 ώρες, να επιστρατευθούν 200 κούληδες και να κατασκευαστεί ένας αυτοσχέδιος διάδρομος από καλάμια μπαμπού, προκειμένου να καταφέρει να επανέλθει στους αιθέρες. Στις 9 Δεκεμβρίου έφτασε στο κεντρικό Τιμόρ, τελευταίο σταθμό πριν από τον τελικό προορισμό. Απέμεναν τα 470 μίλια (756 χιλιόμετρα) πάνω από τη Θάλασσα της Αραφούρα, έως τις βόρειες ακτές της Αυστραλίας. Το τελευταίο τμήμα της διαδρομής διήρκησε επί πέντε ώρες άνετης πτήσης. Στις 15.40 μ.μ. της 10ης Δεκεμβρίου 1919, 27 ημέρες και 20 ώρες έπειτα από την απογείωση από το Hounslow, το Vickers Vimy προσγειώθηκε στο Πορτ Ντάρβιν.

H υποδοχή του Vickers Vimy στο Πορτ Ντάρβιν (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/9/3/3b).

Παραταύτα, η ιστορία δεν τελείωσε εδώ για τους αδελφούς Smith και το υπόλοιπο πλήρωμα. Βεβαίως, το καταληκτικό σημείο του αγώνα ήταν το Πορτ Ντάρβιν και οι ίδιοι ήταν, πλέον, νικητές. Ωστόσο, ευθύς εξαρχής υπήρχε το σχέδιο μιας πανηγυρικής πτήσης μέχρι την Αδελαΐδα με κυριότερους ενδιάμεσους σταθμούς το Μπρισμπέϊν, το Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη. Με άλλα λόγια, στα ήδη διατρεχθέντα 14.000 μίλια (22.530 χιλιόμετρα) προστέθηκαν άλλα 3.000 μίλια (4.800 χιλιόμετρα). Η υποδοχή υπήρξε ενθουσιώδης σε κάθε στάση.

Ross Smith’s Flight from London to Australia: Approaching Sydney(Πηγή: National Film and Sound Archive of Australia, 1535)

Στις 14 Φεβρουαρίου 1920, το Vickers Vimy προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Μάσκοτ του Σίδνεϊ. Επί εννέα ημέρες, το πλήρωμα παρέστη σε εκδηλώσεις, που είχαν οργανωθεί προς τιμήν του. Στις 25 Φεβρουαρίου, ήταν η σειρά της Μελβούρνης, με 24 ώρες καθυστέρηση ένεκα μηχανικής βλάβης. Οι επίσημες αρχές και το πλήθος (περί τα 50.000 άτομα), που είχαν συγκεντρωθεί την προηγουμένη στο αεροδρόμιο του Φλέμινγκτον, ενημερώθηκαν τηλεγραφικά για την καθυστέρηση. Χαρακτηριστικό ήταν το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Argus: “Flight not completed. Delay at Henty. Great crowd disappointed”. Η άφιξη αμαυρώθηκε από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα εντός του Φλέμινγκτον, που στοίχισε τη ζωή σε ένα δεκάχρονο αγόρι, το οποίο είχε τρέξει να παραστεί στην υποδοχή. Στις 27 Φεβρουαρίου, σε επίσημο δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν του πληρώματος στο τοπικό Κοινοβούλιο, ο Αυστραλός πρωθυπουργός, Billy Hughes, επέδωσε στον Ross Smith το χρηματικό βραβείο των £10,000.

Η επίδοση του χρηματικού βραβείου (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 18/7/73).

Ο επίλογος της μεγάλης αυτής αεροπορικής εποποιΐας γράφτηκε στις 23 Μαρτίου στο αεροδρόμιο Northfield της Αδελαΐδας, ιδιαίτερης πατρίδας τριών εκ των τεσσάρων μελών του πληρώματος. Το Vickers Vimy προσγειώθηκε εκεί στις 14.12′ μ.μ.ενώπιον ενός ενθουσιώδους πλήθους 20.000 ατόμων. Είχε προηγηθεί πανηγυρική πτήση πάνω από την πόλη, υπό τον ήχο χαρμόσυνων κωδωνοκρουσιών.

23 Μαρτίου 1920, ο επίλογος της οδύσσειας. Η ενθουσιώδης υποδοχή του Vickers Vimy στο αεροδρόμιο Northfield της Αδελαΐδας (Πηγή: State Library of South Australia, PRG 280/1/19/55).

 

Ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας

Η συμπλήρωση, τις ημέρες αυτές, 100 ετών από την ιστορική πτήση των αδελφών Smith, προσέφερε το έναυσμα για την οργάνωση ολόκληρης σειράς επετειακών εκδηλώσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η μεγάλη έκθεση, την οποία οργανώνει η Κρατική Βιβλιοθήκη Νοτίου Αυστραλίας στην Αδελαΐδα και πρόκειται να διαρκέσει έως τις 5 Απριλίου 2020.

Άξια μνείας είναι, επίσης, μια εντυπωσιακή τηλεοπτική παραγωγή διάρκειας μιάς ώρας με τίτλο The Greatest Air Race, η οποία πρωτοπροβλήθηκε προ ημερών, από το αυστραλιανό τηλεοπτικό δίκτυο SBS-TV. Την παρουσιάζει ο Αυστραλός αστροναύτης Andy Thomas.

The Greatest Air Race – Trailer

Η εποποιΐα των αδελφών Smith έθεσε τα θεμέλια για την αεροπορική σύνδεση μεταξύ Ευρώπης και Αυστραλίας. Στις 14 Νοεμβρίου 2019, δυο μέρες έπειτα από τη συμπλήρωση 100 ετών από την απογείωση του Vickers Vimy από το αεροδρόμιο του Hounslow, η αεροπορική εταιρεία Qantas προέβη στην πρώτη δοκιμαστική πτήση μεταξύ Λονδίνου και Σίδνεϊ δίχως ενδιάμεσο σταθμό. Στο αεροσκάφος τύπου Boeing 787-9 Dreamliner επέβαιναν 40 επιλεγμένοι από την εταιρεία επιβάτες. Η πτήση προσέλαβε την κωδική ονομασία Double Sunrise Flight καθώς, για πρώτη φορά στην ιστορία των αεροπορικών μεταφορών, επιβάτες ενός αεροσκάφους υπήρξαν μάρτυρες δυο ανατολών του Ηλίου σε μια συνεχόμενη, δίχως ενδιάμεσο σταθμό, πτήση.

The World’s LONGEST Flight – QANTAS London to Sydney

Τον Νοέμβριο του 1919, η πτήση του Vickers-Vimy διήρκεσε 27 ημέρες και 20 ώρες. Εκατό χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2019, η πτήση Double Sunrise δεν ξεπέρασε τις 19 ώρες και 17′ . Η εξέλιξη της τεχνολογίας μέσα σε χρονικό διάστημα ενός, μόλις, αιώνα.

Οι εναέριες λήψεις, οι οποίες διανθίζουν το παρόν αφιέρωμα τραβήχτηκαν από τον Ross Smith. Δημοσιεύθηκαν σε ειδική έκδοση μεταξύ των ετών 1919-1922. Αντίτυπο της σπάνιας αυτής έκδοσης έχει καταχωριστεί στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Νοτίου Αυστραλίας με κωδικό PRG 18/33/1.

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

MacMillan, Peter, The greatest flight: reliving the aerial triumph that changed the world, Atlanta, Georgia, Turner, 1955.
Eustis, Nelson, The Ross Smith air stamp, Melbourne, Hawthorn Press, 1979.
Price, Archibald Grenfell, The skies remember: the story of Ross and Keith Smith, Sydney, Angus and Robertson, 1969.
Howard, Mark J., Ross Smith and Bert Hinkler, Croydon, Vic., Longmans of Australia, 1967.
Smith, Ross Macpherson, 14,000 Miles through the Air, London, Macmillan and Co, Ltd, 1922.

 

Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Βαγγέλης Κανσίζογλου