Skip to main content

Ανάκτορα και πύργοι του Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας

Ανάκτορα και πύργοι του Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας

 

Διαδεχόμενος το 1864 σε ηλικία μόλις 19 ετών τον πατέρα του, Μαξιμιλιανό Β΄, ο Λουδοβίκος  Β΄ της Βαυαρίας (1845-1886) διέθετε όλες τις προδιαγραφές εκείνες που διασφάλιζαν μια πετυχημένη βασιλεία. Ήταν νέος, γοητευτικός, καλλιεργημένος, δημοφιλής και αγαπητός. Ωστόσο, τα 22 χρόνια της βασιλείας του έως τη στιγμή του τραγικού και μυστηριώδους θανάτου του, τον κατέστησαν έναν από τους πλέον αντιφατικούς και διφορούμενους μονάρχες που κατέγραψε ποτέ η Ιστορία. Η αλήθεια είναι πως σε πολιτικό επίπεδο, οι συνθήκες ήταν από την αρχή δυσμενείς έως αποτρεπτικές. Έχοντας εμπλακεί, στο πλευρό της Αυστρίας, σε έναν ατυχή πόλεμο εναντίον της Πρωσίας, η βασιλεία του εγκαινιάστηκε με μια οδυνηρή στρατιωτική ήττα. Το 1871, η Βαυαρία αναγκάστηκε να προσχωρήσει στη νεότευκτη Γερμανική Αυτοκρατορία και κατ’ επέκταση να απολέσει ουσιαστικά την ανεξαρτησία της. Ο Λουδοβίκος ουδέποτε αποδέχθηκε, κατά βάθος, την υποτέλεια στην πανίσχυρη Πρωσία/Γερμανία του Bismarck. Είναι ενδεικτικό ότι απέφυγε να παραστεί αυτοπροσώπως στη στέψη του βασιλέα Γουλιέλμου Α΄ της Πρωσίας ως αυτοκράτορα της ενωμένης Γερμανίας, η οποία πραγματοποιήθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια σε έναν εμβληματικό χώρο: την αίθουσα των κατόπτρων του ανακτόρου των Βερσαλλιών. Ωστόσο, η νέα πραγματικότητα δεν άφηνε πολλά περιθώρια για πολιτικούς ελιγμούς. Η διατήρησή του στο θρόνο είχε περισσότερο συμβολική σημασία. Κέντρο των αποφάσεων ήταν πλέον το Βερολίνο και όχι το Μόναχο.

Ο ιδιοσυγκρασιακός χαρακτήρας του Λουδοβίκου και η αποστροφή του για την πολιτική τον βύθισαν σε μια εσωστρέφεια, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, προσέλαβε διαστάσεις παράνοιας. Αυτό τουλάχιστον υπήρξε το επιχείρημα βάσει του οποίου, τον Ιούνιο του 1886, καθαιρέθηκε. Ο ψυχικός του κόσμος ήταν διαταραγμένος. Σε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του προσπαθούσε να καταπιέσει τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του, οι οποίες δεν συντάσσονταν με όσα επέτασσαν τα θρησκευτικά αισθήματα, τα οποία έτρεφε ως γνήσιος Καθολικός. Η έγνοιά του για την απόκτηση διαδόχου οδήγησε, το 1867, σε έναν αρραβώνα που λίγους μήνες αργότερα διαλύθηκε εξαιτίας της απέχθειάς του προς το γυναικείο φύλο. Από το 1871 και μετά, αφιερώθηκε στον μοναδικό τομέα, προς τον οποίο είχε επιδεικτικά στρέψει την προτίμησή του. Εκείνον της Τέχνης.

Ο Λουδοβίκος Β΄ το 1864 (έτος της ανόδου του στο θρόνο της Βαυαρίας) και το 1874.

Συνεπαρμένος από μικρός από τη γερμανική μυθολογία, υπήρξε δεδηλωμένος υποστηρικτής και προστάτης του Richard Wagner, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή και ανιδιοτελή φιλία. Τα δυο πρώτα μέρη της τετραλογίας Το Δακτυλίδι του Νίμπλουνγκ (Der Ring des Nibelungen), δηλαδή ο Χρυσός του Ρήνου (Das Rheingold) και Η Βαλκυρία (Die Walküre), είδαν το φως της ημέρας στο Μόναχο το 1869 και το 1870 αντίστοιχα. Ωστόσο, ο μουσικοσυνθέτης οραματιζόταν την ανέγερση ενός θεάτρου σχεδιασμένου από τον ίδιο και αφιερωμένου εξολοκλήρου στην ανάδειξη του έργου του. Για τον σκοπό αυτό είχε επιλέξει το Μπαϊρόιτ, μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη της ανατολικής Βαυαρίας. Τα έργα κατασκευής του θεάτρου ολοκληρώθηκαν το 1876, εν πολλοίς χάρη σε μια γενναιόδωρη χορηγία του βασιλέα. Μέχρι σήμερα, το φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ λειτουργεί ως τόπος προσκυνήματος των ανά τον κόσμο λατρών της μουσικής του Wagner.

Το θέατρο υπήρξε ο δεύτερος πόλος ενδιαφέροντος του Λουδοβίκου. Χάρη στις δικές του πρωτοβουλίες (συγκεκριμένα την τοποθέτηση ως διευθυντή του νεότευκτου Βασιλικού Θεάτρου, του δραστήριου Karl von Perfall) το κοινό του Μονάχου εξοικειώθηκε με τα έργα του Shakespeare, του Calderón, του Ibsen, του Schiller καθώς και με εκείνα της γαλλικής σχολής (Corneille, Racine Molière). Χαρακτηριστικό του ενδιαφέροντος του μονάρχη για το θέατρο και την όπερα, αλλά και της εσωστρέφειας και έλλειψης μέτρου, που τον χαρακτήριζαν, αποτελεί το γεγονός ότι μεταξύ των ετών 1872 και 1885 ανεβάστηκαν 209 ιδιωτικές παραστάσεις (Separatvorstellungen), με μοναδικό θεατή τον ίδιο  και το στενό του περιβάλλον. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονταν 44 παραστάσεις όπερας (28 του Wagner, μεταξύ των οποίων 8 του Parsifal), 11 παραστάσεις μπαλέτου και 149 θεατρικές. Το συνολικό κόστος ανερχόταν στο αστρονομικό ποσό των 97.300 μάρκων!

Εκείνο όμως που έκανε περισσότερο γνωστό τον Λουδοβίκο, ήταν η ανέγερση, μεταξύ των ετών 1869 και 1886, μιας σειράς εντυπωσιακών πύργων. Λάτρης του γαλλικού πολιτισμού και θαυμαστής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και της μοναρχίας ελέω Θεού, θέλησε να πράξει κάτι αντίστοιχο για τον τόπο του. Η ανέγερση των πύργων υπήρξε ευεργετική για τον ντόπιο πληθυσμό, καθώς απασχόλησε πολλούς εργάτες και τεχνίτες. Από την άλλη πλευρά όμως, μια σπατάλη τέτοιου μεγέθους, έστω και αν τα κονδύλια προέρχονταν από την βασιλική περιουσία και όχι από κρατικούς πόρους, θεωρήθηκε ως πρόκληση σε ιδιαίτερα δύσκολους καιρούς. Το συνολικό κόστος δημοσιοποιήθηκε μόλις το 1968: 31.220.658 μάρκα. Εκείνο που δεν αναφέρεται είναι πως μεγάλο μέρος  (αν όχι όλο) από αυτό το ποσό έχει έκτοτε αποσβεστεί, καθώς οι πύργοι του Λουδοβίκου Β΄ λειτουργούν ως πόλοι έλξης αναρίθμητων επισκεπτών, αποδεικνύοντας πως το όραμα του “παρανοϊκού” βασιλέα λειτούργησε τελικά ως πρώτου μεγέθους μακροπρόθεσμη επένδυση.

Secrets d’histoire – Louis II de Bavière, le roi perché

 

Schloss Nymphenburg

Ο πρίγκηπας Λουδοβίκος Φρειδερίκος Όθων Γουλιέλμος του οίκου των Wittelsbach γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1845 στο ανάκτορο του Nymphenburg, στα περίχωρα του Μονάχου. Ήταν ο πρωτότοκος υιός του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλέα Μαξιμιλιανού Β΄ και της πριγκίπισσας Μαρίας της Πρωσίας, εγγονός του βασιλέα Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας και ανεψιός του βασιλέα Όθωνα της Ελλάδας.

Το ανάκτορο του Nymphenburg (των Νυμφών) λειτουργούσε ως θερινή κατοικία των Wittelsbach. Σχεδιασμένο από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Agostino Barelli σε ρυθμό μπαρόκ, οι εργασίες ανέγερσης του κεντρικού κτηρίου ολοκληρώθηκαν το 1675. Το 1701 ξεκίνησε η επέκταση των ανακτόρων. Συγκεκριμένα, εκατέρωθεν του κεντρικού κτηρίου κατασκευάστηκαν δυο συμμετρικές πτέρυγες και επανασχεδιάστηκε η όψη του ανακτόρου. Οι κήποι, έκτασης 200 στρεμμάτων, σχεδιάστηκαν αρχικά σε γαλλικό στυλ από τον Dominique Girard, μαθητή του André Le Nôtre, δημιουργού των κήπων των ανακτόρων των Βερσαλλιών. Τον 19ο αιώνα επανασχεδιάσθηκαν σε αγγλικό στυλ από τον  Friedrich Ludwig von Sckell, εμπνευστή και κατασκευαστή του Αγγλικού Κήπου (Englischer Garten) του Μονάχου.

Σήμερα, το ανάκτορο του Nymphenburg έχει ενσωματωθεί στον πολεοδομικό ιστό. Πέρα από τα βασιλικά διαμερίσματα, το οποία είναι επισκέψιμα, φιλοξενεί στους χώρους του τέσσερα μουσεία (μεταξύ των οποίων μια από τις πλουσιότερες συλλογές από άμαξες στον κόσμο) και αριθμεί περί τους 300.000 επισκέπτες κατ’ έτος.

Bernardo Bellotto, Schloss Nymphenburg, 1760.

Schloss Nymphenburg

ResidenzMünchen

Τα ανάκτορα Residenz ήταν η έδρα του οίκου των Wittelsbach. Πρόκειται για ένα τεράστιο συγκρότημα κτηρίων στο κέντρο ακριβώς του Μονάχου. Η ανέγερση ξεκίνησε το 1385. Την τελική τους μορφή προσέλαβαν τέσσερις ολόκληρους αιώνες αργότερα. Μεγάλο τμήμα (συμπεριλαμβανομένου και του περίτεχνου θεάτρου  Cuvilliés σε στυλ μπαρόκ) υπέστη εκτεταμένες φθορές από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποκατάσταση των ζημιών διήρκησε έως τη δεκαετία του ΄80 και το αποτέλεσμα είναι, πράγματι, αξιοθαύμαστο.

Τα βασιλικά ανάκτορα του Μονάχου τον 18ο αιώνα

Η συνεισφορά του Λουδοβίκου Β΄ συνίστατο στη δημιουργία, μεταξύ των ετών 1867 και 1871, των λεγομένων “χειμερινών κήπων” (ενός είδους θερμοκηπίου) στη στέγη των ανακτόρων. Περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, ένα ζωγραφιστό πανόραμα των Ιμαλαΐων και ένα Μαροκινό Περίπτερο. Η κατασκευή από γυαλί και μέταλλο εθεωρείτο πρωτοποριακή για την εποχή. Οι χειμερινοί κήποι σταμάτησαν να λειτουργούν το 1886, έτος θανάτου του βασιλέα και έπαψαν να υφίστανται από το 1897. Σήμερα, τα Ανάκτορα φιλοξενούν μια πανάκριβη συλλογή κοσμημάτων και κειμηλίων, η οποία χρονολογείται από την εποχή του Μεσαίωνα.

Οι χειμερινοί κήποι, σε φωτογραφία του 1870.

Στα βασιλικά διαμερίσματα γυρίστηκε η αρχική σκηνή της κινηματογραφικής ταινίας Ludwig, σε σκηνοθεσία του Luchino Visconti. Πραγματεύεται τις στιγμές που προηγήθηκαν της στέψης του Λουδοβίκου Β΄ το 1864. Τον τελευταίο υποδύεται πειστικά ο ηθοποιός Helmut Berger.

Ludwig (1973), Coronation Scene

 

Schloss Hohenschwangau

Το τοπωνύμιo Schwangau (περιοχή των κύκνων) συναντάται για πρώτη φορά σε χειρόγραφο του 12ου αιώνα. Προέρχεται από ένα ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο (δεν υφίσταται πλέον), το οποίο βρισκόταν ακριβώς στη θέση του σημερινού πύργου Neuschwanstein (βλ. παρακάτω). Η όλη τοποθεσία είναι μαγευτική. Βρίσκεται στο νοτιότατο άκρο της Βαυαρίας, στις όχθες της λίμνης Alpsee. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη δυο αντικριστών λόφων, στην κορυφή των οποίων έχει κτιστεί από ένας πύργος. Πρώτος από αυτούς είναι το Hohenschwangau (Άνω Schwangau). Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1833 και 1855 στη θέση ενός παλαιότερου κάστρου, χάρη στη μέριμνα του τότε διαδόχου Μαξιμιλιανού. Εκεί, ο Λουδοβίκος και ο μικρότερος αδελφός του, πρίγκιπας Όθων, πέρασαν μερικά από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της παιδικής τους ηλικίας. Οι εσωτερικοί χώροι του πύργου είναι διακοσμημένοι με μεγάλων διαστάσεων τοιχογραφίες, η θεματολογία των οποίων αντλείται από τη γερμανική μυθολογία, ειδικότερα δε από τον κύκλο του Γκράαλ (του Αγίου Δισκοπότηρου) με πρωταγωνιστές τον Parzival και τον Lohengrin, τον άρχοντα των κύκνων. Αργότερα, ο Wagner συνέθεσε τα λυρικά δράματα Lohengrin και Parsifal εμπνευσμένος, με τη σειρά του, από τους ίδιους μύθους. Διόλου παράξενο συνεπώς, ότι από την παιδική του ηλικία ο Λουδοβίκος ήρθε εκεί σε επαφή με την εντυπωσιακή φύση της Βαυαρίας και μυήθηκε στην ατμόσφαιρα της γερμανικής μυθολογίας. Με αυτά τα στοιχεία έπλασε αργότερα τον δικό του προσωπικό κόσμο και βυθίστηκε στις ρομαντικές του φαντασιώσεις. Απόδειξη της αγάπης του για την περιοχή αποτελεί το γεγονός της επιλογής του ακριβώς απέναντι λόφου για την ανέγερση του Neuschwanstein, του πλέον εντυπωσιακού πύργου από όλους όσους περιλαμβάνονται στο παρόν αφιέρωμα. Σήμερα, πλήθος επισκεπτών συρρέει σε καθημερινή κλίμακα και σε κάθε εποχή του έτους στους δυο αντικριστούς πύργους, αλλά και στο ενδιάμεσο χωριό Schwangau.

Το Hohenschwangau δεν υπέστη φθορές διαρκούντων των δυο Παγκοσμίων Πολέμων. Το 1923, το τοπικό Κοινοβούλιο της Βαυαρίας αναγνώρισε στους απογόνους του πρώην βασιλικού οίκου το δικαίωμα χρήσης του πύργου, κάτι, το οποίο ισχύει έως τις μέρες μας.

Schloss Hohenschwangau

Michael Wening, Historico-Topographica Descriptio, München, 1701

Schloss Linderhof

Από τους τρεις πύργους που ανεγέρθηκαν στα χρόνια της βασιλείας του, το Linderhof είναι ο μόνος, τον οποίον ο Λουδοβίκος πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο. Μικρότερος από τους υπόλοιπους, βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βαυαρίας. Κληρονομώντας από τον πατέρα του ένα ξύλινο κυνηγετικό περίπτερο, το κατεδάφισε, προκειμένου να κατασκευάσει μεταξύ των ετών 1863 και 1878 ένα μικρό πέτρινο ανάκτορο. Αν και θαυμαστής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, προτίμησε να υιοθετήσει το στυλ Ροκοκό της εποχής του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Τελικά, το Linderhof παραπέμπει στις Βερσαλλίες, όχι όμως στο κεντρικό κτήριο των Ανακτόρων, όσο στο παρακείμενο Μικρό Τριανόν. Άλλωστε, οι περιορισμένες διαστάσεις, τις οποίες διαθέτει, το καθιστούν περισσότερο ένα είδος προσωπικού καταφυγίου του βασιλέα τις πάμπολλες φορές, που ο τελευταίος επιδίωκε να απομονωθεί από τον έξω κόσμο. Με την πάροδο του χρόνου ολοένα και περισσότερο κοιμόταν την ημέρα και παρέμενε άγρυπνος τη νύκτα. Έχουν μείνει παροιμιώδεις οι μοναχικές νυκτερινές περιπλανήσεις του με το πολυτελές βασιλικό έλκηθρο στο παρακείμενο δάσος, μέσα στο χιόνι.

Η βασιλική άμαξα στην είσοδο του πύργου.
Νυκτερινές περιπλανήσεις μέσα στο δάσος με το πολυτελές έλκηθρο.

Η ατμόσφαιρα οικειότητας που αποπνέει ο χώρος, επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη τεσσάρων μόνο δωματίων, τα οποία προσφέρουν κάποια λειτουργικότητα. Πρόκειται για την αίθουσα των κατόπτρων (ο Λουδοβίκος συνήθιζε να περνά εκεί τις νυκτερινές ώρες αϋπνίας, καθώς οι καθρέπτες πολλαπλασίαζαν επί χίλια τον φωτισμό των κεριών), την αίθουσα ακροάσεων, τη βασιλική κρεβατοκάμαρα και την τραπεζαρία (λέγεται πως ο βασιλέας δειπνούσε εκεί μόνος, συνομιλώντας με φανταστικά πρόσωπα, όπως ο Λουδοβίκος ΙΕ΄και η Μαρία-Αντουανέτα).

Η αίθουσα των κατόπτρων

Από το όμορφο πάρκο, σχεδιασμένο από τον Carl von Effner, διευθυντή των βασιλικών κήπων, αξίζει να συγκρατήσει κανείς το επονομαζόμενο “Σπήλαιο της Αφροδίτης” (Venusgrotte), εμπνευσμένο από την πρώτη πράξη της όπερας Tannhäuser του Richard Wagner αλλά και από το Γαλάζιο Σπήλαιο, το οποίο βρίσκεται στη νήσο Κάπρι της Ιταλίας. Καταμεσής του σπηλαίου, υπάρχει μια μικρή τεχνητή λίμνη. Επί ώρες ολόκληρες ο Λουδοβίκος αρεσκόταν να κάνει εκεί γύρους με μια ολόχρυση βάρκα ταΐζοντας τους κύκνους. Προκειμένου να μπορεί ο φωτισμός του σπηλαίου να αλλάζει, περιοδικά,  χρώματα (κάτι ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη), εγκαταστάθηκαν επιτόπου 24 ηλεκτρικές γεννήτριες.

Έχοντας παρακολουθήσει κάποτε μια θεατρική παράσταση, ο Λουδοβίκος εξέφρασε ενδιαφέρον για τον πρωταγωνιστή Josef Kainz, τον οποίον κάλεσε να τον επισκεφθεί στο Linderhof. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε εντός του βαγκνερικού Σπηλαίου της Αφροδίτης και εξελίχθηκε σε φιάσκο. Ο ηθοποιός βρέθηκε ενώπιον ενός  αλλόκοτου περιβάλλοντος, ακριβώς έτσι όπως το τελευταίο περιγράφεται στο παρακάτω κινηματογραφικό στιγμιότυπο, γυρισμένο στον φυσικό χώρο. Από τη δική του πλευρά, ο μονάρχης, ο οποίος ευελπιστούσε να απαντήσει τον γεμάτο ορμή και πάθος χαρακτήρα που είχε παρακολουθήσει επί σκηνής, συνειδητοποίησε πως είχε απέναντί του έναν ντροπαλό και διστακτικό νεαρό άνδρα, έχοντα παραλύσει από την υψηλή ιδιότητα του συνομιλητή του. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος και ο Kainz αποπέμφθηκε κακήν κακώς από το Linderhof.

Ludwig (1973), Venusgrotte Scene

 

Αν και εμφανώς μικρότερων διαστάσεων, το Linderhof στοίχισε τελικά περισσότερο από ότι το εντυπωσιακό  Neuschwanstein (8.460.937 μάρκα έναντι 6.180.047 αντίστοιχα). Το παράδοξο εκ πρώτης όψεως αυτό γεγονός, οφείλεται σε δυο λόγους: 1) στο υψηλό κόστος κατασκευής του Σπηλαίου της Αφροδίτης και 2) στο ότι η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων του δευτέρου πύργου παρέμεινε (και εξακολουθεί να παραμένει) ημιτελής.

Linderhof, HD

Kurt von Rozynski, Richard Wagner und König Ludwig II. von Bayern ,1890

Schloss Herrenchiemsee      

Ούτε λίγο ούτε πολύ, το Herrenchiemsee είναι το Ανάκτορο των Βερσαλλιών σε μικρογραφία! Κι όμως, η ανέγερσή του δεν αποτελεί έκφραση μεγαλομανίας. Είναι μια σπονδή στη δόξα και στο μεγαλείο του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας και της μοναρχίας ελέω Θεού. To 1867, ο επίσημος αρχιτέκτων της βασιλικής αυλής της Βαυαρίας Georg von Dollmann έλαβε οδηγία να σχεδιάσει ένα ανάκτορο κατ’ εικόνα και ομοίωση εκείνου του Βασιλέα-Ηλίου. Ως καταλληλότερος χώρος προτιμήθηκε το Herreninsel, ένα από τα τέσσερα νησιά της λίμνης Chiemsee, στις παρυφές των Βαυαρικών Άλπεων. Τα έργα ξεκίνησαν το 1878 και συνεχίστηκαν συχνά υπό την επίβλεψη του ιδίου του Λουδοβίκου. Μέρος των εσωτερικών χώρων έχει παραμείνει ημιτελές, εξαιτίας της εξάντλησης των πόρων (50 δωμάτια σε σύνολο 70 δεν έχουν ολοκληρωθεί). Ωστόσο, η κεντρική κλίμακα της εισόδου, η βασιλική κρεβατοκάμαρα και, κυρίως, η εντυπωσιακή αίθουσα των κατόπτρων είναι ακριβή αντίγραφα των αντιστοίχων των Βερσαλλιών. Το ίδιο ισχύει και για τμήμα του πάρκου.

Το ανάκτορο Herrenchiemsee σε λήψη από αέρος

Κι όμως, το μεγαλεπήβολο και δαπανηρό αυτό όραμα (το κόστος ξεπερνά το άθροισμα εκείνων του Linderhof και του Neuschwanstein) ήταν προορισμένο για ιδιωτική χρήση και όχι για τη στέγαση και φιλοξενία μιας πολυπληθούς αυλής, όπως εκείνης των Βερσαλλιών. Πόσο μάλλον που ο Λουδοβίκος Β΄ δεν αξιώθηκε να διανυκτερεύσει στο Herrenchiemsee παρά ελάχιστα, τον Σεπτέμβριο του 1885, ένα έτος πριν από την καθαίρεσή του από το θρόνο και τον συνακόλουθο θάνατό του. Η σπατάλη τόσων κονδυλίων (έστω και αν αυτά προέρχονταν από την προσωπική περιουσία του μονάρχη), σε συνδυασμό με την υπέρμετρη χλιδή, προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα και εξόργισαν την κοινή γνώμη.

Η αίθουσα των κατόπτρων

 

Η βασιλική κρεβατοκάμαρα.

Όπως  και να έχει πάντως, το ζήτημα, το Herrenchiemsee αποτελεί από μόνο του ένα επίτευγμα πρώτου μεγέθους. Ο αρχιτέκτων von Dollmann μελέτησε το πρωτότυπο σε κάθε του λεπτομέρεια. Αναπαρήγαγε ακόμα και χώρους, οι οποίοι είχαν πάψει προ πολλού να υφίστανται στις Βερσαλλίες. Οι κύριοι χώροι αποτελούν ένα από τα καλύτερα παραδείγματα εσωτερικού διακόσμου του 19ου αιώνα με τα υπέροχα χαλιά και υφαντά καθώς και τα απαράμιλλου κάλλους αντικείμενα από πορσελάνη. Ενσαρκώνουν ένα από τα ιδανικά της συγκεκριμένης εποχής. Εκείνο της απόδοσης με κάθε τελειότητα των  αρχιτεκτονικών, και όχι μόνο, ρυθμών του παρελθόντος. Σήμερα έχει απομείνει το κεντρικό μόνο κτήριο. Η ημιτελής αριστερή πτέρυγα (πάντοτε κατά το πρότυπο των Βερσαλλιών) κατεδαφίστηκε το 1907, τα δε έργα ανέγερσης της δεξιάς πτέρυγας ουδέποτε ξεκίνησαν. Το 1923, το ανάκτορο του Herrenchiemsee αποκτήθηκε από το βαυαρικό κράτος.

Das Königsschloss auf Herrenchiemsee

 

Schloss Neuschwanstein

Πέραν πάσης αμφιβολίας, το Neuschwanstein είναι η πλέον εντυπωσιακή από όλες τις κατασκευές του Λουδοβίκου Β΄. Αυτό οφείλεται τόσο στην ίδια την αρχιτεκτονική του μνημείου, όσο και στην επιλογή της τοποθεσίας. Επρόκειτο για μια ρομαντική εκδοχή του γερμανικού μεσαίωνα, με έντονη την παρουσία του βαγκνερικού στοιχείου (άλλωστε, έπειτα από τον θάνατο του Wagner το 1883, ο Λουδοβίκος αφιέρωσε τον πύργο στη μνήμη του μουσικοσυνθέτη και ενώ οι εργασίες ανέγερσης βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη). Τα σχέδια ανατέθηκαν στον σκηνογράφο Christian Jank και η κατασκευή στον αρχιτέκτονα Eduard Riedel. Ωστόσο, σε κάθε στάδιο ήταν απαραίτητη η έγκριση του βασιλέα, με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να θεωρείται, τρόπον τινά, και ως δικό του επίτευγμα.

Αρχική πρόθεση ήταν να κτιστεί ο πύργος σε νεο-γοτθικό ρυθμό. Το τελικό αποτέλεσμα, παρά ταύτα, είναι ένα κράμα ρωμαϊκού (λιτές γεωμετρικές γραμμές, ημικυκλικές και κυβοειδείς αψίδες), γοτθικού (αιχμηροί πυργίσκοι, λεπτά τελειώματα) και βυζαντινού (κολώνες και εσωτερική διακόσμηση) ρυθμού. Τα πάντα δε με γνώμονα την προχωρημένη τεχνογνωσία και την εκλεπτυσμένη φροντίδα της περιόδου του τέλους του 19ου αιώνα. Για πολλούς πάντως, το Neuschwanstein εκπροσωπεί την αποθέωση του κακού γούστου.

Η ανέγερση του πύργου και ο σχεδιαστής Christian Jank (1833-1888).

Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1869. Το 1884 τα έργα είχαν ολοκληρωθεί, επιτρέποντας στον βασιλέα να μπορέσει να εγκατασταθεί. Παρόλο το μέγεθός του, το Neuschwanstein δεν προοριζόταν για την φιλοξενία πολυπληθούς αυλής. Όπως και οι υπόλοιποι πύργοι, λειτουργούσε ως καταφύγιο του μονάρχη, ανταποκρινόμενο στην διαρκώς κλιμακούμενη, με την πάροδο του χρόνου, τάση του για απομόνωση από τον έξω κόσμο. Το κόστος κατασκευής ανήλθε στο ποσό των 6,2 εκατομ. μάρκων (άνω των 40 εκατομ. ευρώ), διπλάσιο του αρχικού προϋπολογισμού. Τα έξοδα καλύφτηκαν από προσωπικούς πόρους, δάνεια και δωρεές. Όταν τα χρέη άγγιξαν το αστρονομικό ποσό των 14 εκατομ. μάρκων, ο Λουδοβίκος έφτασε μέχρι σημείου να απειλήσει τους πιστωτές με αυτοκτονία, μπροστά στο ενδεχόμενο κατάσχεσης του πύργου από αυτούς. Έξι εβδομάδες μόλις έπειτα από τον θάνατό του, ο αντιβασιλέας Λεοπόλδος κατέστησε το ανάκτορο επισκέψιμο στο ευρύ κοινό, με αποτέλεσμα τα χρέη του οίκου των Wittelsbach να μειωθούν δραστικά έως την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η απομονωμένη γεωγραφική θέση διαφύλαξε το Neuschwanstein από τη μήνι των δυο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα. Ωστόσο, από το 1941 έως το 1944 χρησίμευσε ως αποθηκευτικός χώρος έργων τέχνης που το καθεστώς των Ναζί είχε κατάσχει από τις διάφορες ευρισκόμενες υπό κατοχή περιοχές. Το 1945 το χιτλερικό καθεστώς αντιμετώπισε την προοπτική της ανατίναξης προκειμένου ο πύργος να μην πέσει ανέπαφος στα χέρια των Συμμάχων. Η διάσωση του μνημείου οφείλεται στην ανυπακοή του αξιωματικού, παραλήπτη της σχετικής διαταγής. Για κάποιο χρονικό διάστημα φιλοξενήθηκε στο Neuschwanstein μέρος των κρατικών αρχείων της Βαυαρίας εξαιτίας των εκτεταμένων καταστροφών που είχε υποστεί η πόλη του Μονάχου από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

Ο Λουδοβίκος δεν αξιώθηκε να καταλύσει στον πύργο άνω των έντεκα ημερών. Στις 10 Ιουνίου 1866 πληροφορήθηκε εκεί την καθαίρεσή του από το βασιλικό αξίωμα. Μόλις είχε προηγηθεί η ανάληψη της εξουσίας από τον θείο του, Λεοπόλδο, με πρόφαση τη διαταραγμένη κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Το σχετικό πόρισμα ήταν έωλο, καθότι στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο σε καταθέσεις ατόμων του στενού περιβάλλοντος του μονάρχη. Ο Λουδοβίκος έθεσε υπό κράτηση τα μέλη της επιτροπής που είχαν μεταβεί στο Neuschwanstein για να τον ενημερώσουν (σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν υπουργοί καθώς και ο προσωπικός του γιατρός). Αρνήθηκε ωστόσο να συνταχθεί με όσους τον προέτρεψαν να μεταβεί στο Μόναχο και να καταγγείλει δημοσίως το πραξικόπημα. Επιχείρησε με αδέξιο τρόπο να δώσει στη δημοσιότητα ένα καταδικαστικό κείμενο. Οι αρχές πρόλαβαν να το υφαρπάξουν προτού αυτό καταφέρει να φτάσει στις εφημερίδες. Τελικά, δυο μέρες αργότερα, στις 12 Ιουνίου, αποδέχτηκε τη θλιβερή πραγματικότητα. Με αυστηρή συνοδεία μεταφέρθηκε στον πύργο Berg, όπου την επομένη, κιόλας, έχασε τη ζωή του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες (βλ. παρακάτω).

Η αίθουσα του θρόνου, βυζαντινού ρυθμού.

 

Πανοραμική άποψη του Neuschwanstein.

Schloss Neuschwanstein

 

Schloss Falkenstein

Λίγο έλειψε το Neuschwanstein να αποκτήσει έναν δίδυμο πύργο. Κοντά στην κωμόπολη Pfronten στο ΝΔ άκρο της Βαυαρίας, στα σύνορα με την Αυστρία, υψώνεται ο λόφος Falkenstein, στην κορυφή του οποίου βρίσκονται τα ερείπια ενός μεσαιωνικού κάστρου. Η ανέγερση του τελευταίου χρονολογείται μεταξύ των ετών 1270 – 1280. Το Falkenstein αποτελεί ακόμα και σήμερα τον υψηλότερο πύργο σε ολόκληρη τη Γερμανία  (υψόμετρο 1.277 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας).

Τα ερείπια του μεσαιωνικού πύργου.

Το 1883, ο Λουδοβίκος Β΄ αγόρασε τα ερείπια έχοντας κατά νου να κτίσει επιτόπου έναν νέο πύργο. Τα σχέδια ανατέθηκαν εκ νέου στον Christian Jank. Ο τελευταίος οραματίστηκε μια εντυπωσιακή κατασκευή ακραιφνούς γοτθικού ρυθμού. Ο αρχιτέκτων της βασιλικής αυλής Georg von Dollmann, ο οποίος ανέλαβε κατόπιν τα έργα ανέγερσης, τοποθετήθηκε υπέρ μιας περισσότερο σεμνής εκδοχής προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του μονάρχη που τον αντικατέστησε αναθέτοντας το έργο στον Max Schultze. Όπως και στην περίπτωση του Neuschwanstein, το βυζαντινό στοιχείο κυριαρχούσε σε επίπεδο εσωτερικού διακόσμου. Ειδικότερα για την βασιλική κρεβατοκάμαρα προβλεπόταν ένας μεγαλοπρεπής θόλος στολισμένος με μωσαϊκά. Το 1885 ο Schultze αποσύρθηκε με δική του πρωτοβουλία από το εγχείρημα. Η σκυτάλη πέρασε στους Julius Hofmann και Eugen Drollinger. Διαισθανόμενοι πως οι εργασίες ανέγερσης ουδέποτε επρόκειτο να ξεκινήσουν λόγω έλλειψης πόρων, οι τελευταίοι προσέδωσαν στα σχέδιά τους φαντασμαγορικές, μη πρακτικά υλοποιήσιμες ωστόσο, διαστάσεις μόνο και μόνο προκειμένου να  θωπεύσουν την ματαιοδοξία του Λουδοβίκου. Σε αυτό το στάδιο βρήκε την όλη υπόθεση ο θάνατος του βασιλέα το 1886. Σήμερα, τα ερείπια του μεσαιωνικού πύργου εξακολουθούν να δεσπόζουν από την κορυφή του απόκρημνου λόφου.

Το αρχικό σχέδιο του Christian Jank
To Δημαρχείο της Λουβαίνης (Leuven), κατά πάσα βεβαιότητα πηγή έμπνευσης για την κατασκευή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Burg Falkenstein

 

Schloss Berg

Το Schloss Berg βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Starnberg, λίγα χιλιόμετρα νοτίως του Μονάχου. Ένα πρώτο κτίσμα κατασκευάστηκε στο τέλος του 17ου αιώνα. Μεταξύ των ετών 1849 και 1851, ο Μαξιμιλιανός Β΄ επιφόρτισε τον αρχιτέκτονα Eduard Riedel με τον επανασχεδιασμό του πύργου σε νεο-γοτθικό ρυθμό. Το κτήριο πλαισιώθηκε από τέσσερις πύργους (αργότερα, ο Λουδοβίκος Β΄ προσέθεσε έναν πέμπτο, τον οποίον ονόμασε Isolde, πιστός στην προσήλωσή του προς τη μουσική του Wagner). Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πύργους, ο Λουδοβίκος συνήθιζε να καταλύει συχνά στο Berg, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, από όπου χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις. Για το σκοπό αυτό είχε εγκατασταθεί απευθείας τηλεγραφική σύνδεση με το Μόναχο, γεγονός σπάνιο για την εποχή εκείνη. Στη δεκαετία του 1940 ο πύργος υπέστη σημαντικές φθορές εξαιτίας του πολέμου αλλά και της επίταξης και παραμονής εκεί των αμερικανικών αρχών κατοχής της Γερμανίας. Ανασκευάστηκε με ριζικές αλλαγές από τους απογόνους των Wittelsbach, στους οποίους ανήκει. Σήμερα χρησιμεύει ως κύρια κατοικία των τελευταίων.

Ο πύργος σε φωτογραφία του 1896.
Ο πύργος στη σημερινή του μορφή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις 12 Ιουνίου 1886, κατόπιν εντολής του αντιβασιλέα Λεοπόλδου, μεταφέρθηκε στο Schloss Berg ο έκπτωτος Λουδοβίκος. Την επομένη, 13 Ιουνίου, η σορός του ανασύρθηκε από τη λίμνη. Είχε προηγηθεί γενικός συναγερμός καθώς καθυστερούσε ανεξήγητα να επιστρέψει από τον απογευματινό περίπατο, συνοδευόμενος από τον προσωπικό του γιατρό, ψυχίατρο Bernhard  Aloys von Gudden. Έως σήμερα έχουν παραμείνει ανεξιχνίαστες οι συνθήκες θανάτου των δυο ανδρών. Η επίσημη εκδοχή κάνει λόγο για αυτοκτονία από πνιγμό. Ωστόσο, η έκθεση αυτοψίας δεν αναφέρει ύπαρξη νερού στους πνεύμονες. Ο Λουδοβίκος ήταν ρωμαλέος και δεινός κολυμβητής και τον καιρό εκείνο δεν είχε εμφανίσει τάσεις αυτοκτονίας. Η σορός του γιατρού έφερε τραύματα στο κεφάλι και ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό. Είναι εμφανές ότι είχε προηγηθεί πάλη, δίχως ωστόσο να γνωρίζουμε την ακριβή αιτία. Μια πρώτη εκδοχή υιοθετεί τη θεωρία της αυτοκτονίας, την οποία προσπάθησε επί ματαίω να αποτρέψει ο γιατρός. Μια δεύτερη εκδοχή μιλά περί απόπειρας δραπέτευσης του βασιλέα (πιθανώς να επιχείρησε να διασχίσει τη λίμνη και να συναντηθεί στην απέναντι ακτή με την εξαδέλφη του, αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, με την οποία τον συνέδεαν αισθήματα αμοιβαίας συμπάθειας και εμπιστοσύνης). Σε αυτή την ενέργεια έφερε αντίσταση ο γιατρός, με συνέπεια οι δυο άνδρες να βρουν τραγικό θάνατο. Τέλος, υφίσταται και η εκδοχή της δολοφονίας, μέσα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη πολιτική συγκυρία. Ωστόσο, οι αστυνομικοί, οι οποίοι την ίδια ώρα περιπολούσαν στην ακτή κοντά στο σημείο όπου ξεβράστηκαν οι δυο σωροί, δεν αντιλήφθηκαν ούτε άκουσαν το παραμικρό ύποπτο. Βέβαια το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας συγκάλυψης.

Ο Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας και η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας σε παλαιότερη φωτογραφία.

Επιθυμώ να παραμείνω ένα αιώνιο μυστήριο τόσο έναντι του εαυτού μου, όσο και έναντι των υπολοίπων”, είχε δηλώσει ο Λουδοβίκος σε ανύποπτο χρόνο. Έκανε τον λόγο του πράξη με τον τρόπο, με τον οποίο έζησε, αλλά και με τα πολλά ερωτήματα που συνοδεύουν τον θάνατό του. Αυτό ακριβώς, το πέπλο μυστηρίου είναι εκείνο που εξακολουθεί να κεντρίζει τη φαντασία και να γοητεύει το ευρύ κοινό. Ο Γάλλος ποιητής Paul Verlaine χαρακτήρισε τον Λουδοβίκο ως τον “μοναδικό αυθεντικό βασιλέα του  19ου αιώνα”. Ο συνεσταλμένος ονειροπόλος, ο οποίος δεν διέθετε απολύτως κανένα χαρακτηριστικό ενός δημοφιλούς ηγέτη ενόσω βρισκόταν εν ζωή, έχει πλέον εξιδανικευτεί στη συνείδηση του κόσμου. Τα ανάκτορα και οι πύργοι του, προορισμένοι αρχικά για ιδιωτική χρήση, έχουν υποδεχτεί έκτοτε εκατομμύρια επισκέπτες. Αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια ενός φανταστικού κόσμου, τον οποίον ο βασιλέας έπλασε για τον εαυτό του ως καταφύγιο. Γι’αυτόν τον λόγο, ίσως, προτίμησε να προτάξει τον θάνατο έναντι μιας επανόδου στην πεζή πραγματικότητα.

Το σημείο της λίμνης όπου εντοπίστηκε η σορός του βασιλέα.

Ludwig (1973) – Η αυτοκτάτειρα Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας (Romy Schneider) επισκέπτεται τους πύργους του Λουδοβίκου.    

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Hilmes, Oliver, Ludwig II. Der unzeitgemäße König, München, Siedler Verlag, 2013 (Η πρώτη βιογραφία με εκτενή χρήση των ιδιωτικών αρχείων του οίκου των Wittelsbach).

McIntosh, Christopher, The Swan King: Ludwig II of Bavaria, London, Allen Lane, 1982.

Merkle, Ludwig, Ludwig II and his Dream Castles, Munich, Stiebner Verlag,  2nd edition  2000.

Nöhbauer, Hans F., Ludwig II, Köln, Taschen, 1998.

Petzet, Michael – Neumeister, Werner, Ludwig II. und seine Schlösser: Die Welt des Bayerischen Märchenkönigs, München, Prestel Verlag,  1995.

Richter, Werner, The Mad Monarch: The Life and Times of Ludwig II of Bavaria, Chicago,  H. Regnery Co, 1954

von Burg, Katerina, Ludwig II of Bavaria: the man and the mystery, Windsor Publications, 1989.

Wöbking, Wilhelm, Der Tod König Ludwigs II. von Bayern, Rosenheim, Rosenheimer Verlagshaus,  1986.

 

Κείμενο – Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

 Μορφοποίηση – Επιμέλεια έκδοσης: Αλεξάνδρα Περχανίδου