Skip to main content

Η ορχήστρα είναι γένους θηλυκού. Γυναίκες αρχιμουσικοί της εποχής μας

Το Πασχαλινό αφιέρωμα της Clio Turbata

 

Η ορχήστρα είναι γένους θηλυκού.

Γυναίκες αρχιμουσικοί της εποχής μας

 

Είναι νέες, γοητευτικές, απίστευτα ταλαντούχες, γεμάτες δυναμισμό, αυτοπεποίθηση, διαμορφωμένη άποψη και συγκεκριμένο όραμα. Ο λόγος για τις γυναίκες αρχιμουσικούς, οι οποίες κατά την τελευταία δεκαετία έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τις αίθουσες συναυλιών. Σε βαθμό, μάλιστα, που έχουν επινοηθεί νεολογισμοί (Maestra, cheffe κλπ), προκειμένου να αποδοθεί ορθότερα η νέα πραγματικότητα. Ο μεγάλος Αμερικανός αρχιμουσικός Lorin Maazel, λίγο προτού φύγει από τη ζωή, δήλωνε πεπεισμένος ότι το μέλλον της ορχήστρας ανήκει στις γυναίκες. Ουδείς γνωρίζει τι είδους βάθος χρόνου απέδιδε στον όρο “μέλλον”, ούτε κατά πόσο βρισκόμαστε, σήμερα, στο κατώφλι μιας ανατροπής στο χώρο της μουσικής. Ένα πράγμα είναι πάντως βέβαιο: τα τελευταία χρόνια αλώθηκε αμετάκλητα ένα από τα τελευταία ανδροκρατούμενα οχυρά. Λίγες, μόλις, δεκαετίες έχουν μεσολαβήσει από την εποχή που καταξιωμένες ορχήστρες όπως οι Φιλαρμονικές του Βερολίνου και της Βιέννης αρνούνταν κατηγορηματικά να προσλάβουν γυναίκες μουσικούς (ούτε λόγος, βέβαια, περί διεύθυνσης ορχήστρας). Όταν, μάλιστα, κατά την περίοδο 1982-1983 ο Herbert von Karajan προσέλαβε την κλαρινετίστα Sabine Meyer, η απαρτιζόμενη αποκλειστικά από άντρες ορχήστρα αντιτάχθηκε σθεναρά στην επιλογή με μια ψηφοφορία 73 προς 4. Το προβαλλόμενο επιχείρημα ήταν πως ο ήχος της σολίστ δεν ευθυγραμμιζόταν με εκείνον της ορχήστρας. Ο Karajan, από την πλευρά του, ήταν πεπεισμένος πως η αντίδραση των μουσικών υπαγορευόταν από σεξιστικά κίνητρα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η σχέση του Karajan με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου επιδεινώθηκε εξαιτίας του παραπάνω επεισοδίου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να υποβάλει παραίτηση τον Απρίλιο του 1989. Όταν, το 2007, η διοίκηση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βαλτιμόρης επέλεξε την Marin Alsop ως την επόμενη μόνιμη αρχιμουσικό, τα μέλη της ορχήστρας αντέδρασαν στον διορισμό σε ποσοστό 90%! Η προσωπικότητα και το ταλέντο της καλλιτέχνιδος συνέβαλαν ώστε να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις, με αποτέλεσμα σήμερα, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Alsop να έχει μόλις ολοκληρώσει τη θητεία της επικεφαλής της ορχήστρας στο πλαίσιο μιας εποικοδομητικής εκατέρωθεν συνεργασίας. Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα είδαμε γυναίκες να αναλαμβάνουν τη διεύθυνση μεγάλων μουσικών συγκροτημάτων. Η Marin Alsop, ηγείται ταυτόχρονα και της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας της Βιέννης, η Karina Canellakis της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας ούσα, ταυτόχρονα, πρώτη επισκέπτρια αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου, η Simone Young, έπειτα από μια πετυχημένη θητεία ως επικεφαλής της Όπερας του Αμβούργου και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της ίδιας πόλης, αναλαμβάνει οσονούπω την καλλιτεχνική διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σίδνεϊ. Στο γειτονικό Μπρίσμπεϊν, η Allondra de la Parra πρόσφατα ολοκλήρωσε μια υποδειγματική τετραετή συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Κουίνσλαντ. Η Susanna Mälkki κοσμεί με την παρουσία της την παραγωγικότατη σημερινή γενιά των Φινλανδών αρχιμουσικών ως επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Ελσίνσκι, ενώ ακολουθεί παράλληλα μια εντυπωσιακή διεθνή σταδιοδρομία. Η Mirga Gražinytė-Tyla εδώ και μερικά χρόνια ηγείται της Συμφωνικής Ορχήστρας του Μπέρμιγχαμ (μιας από τις ιστορικές μεγάλες βρετανικές ορχήστρες). Στην Ελλάδα, εδώ και τέσσερα χρόνια τα ηνία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης ανήκουν στα έμπειρα χέρια της Ζωής Τσόκανου. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, γυναίκες αρχιμουσικοί προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα, ιδρύοντας νέα μουσικά συγκροτήματα. Σήμερα, ο αριθμός είναι πράγματι εντυπωσιακός. Μια πρόχειρη έρευνα ανεβάζει τις γυναίκες αρχιμουσικούς όλων των εποχών σε 90! Χάρη στην παρουσία τους, προσθέτουν μια πινελιά φινέτσας, φαντασίας και αμέριστης φροντίδας στα έργα που ερμηνεύουν. Η προσέγγισή τους δεν διαφέρει από εκείνη των ανδρών συναδέλφων τους. “Όταν ανεβαίνω στο βάθρο, ξεχνώ πως είμαι γυναίκα. Εκτελώ απλά το καθήκον μου”, διατείνεται η Ζωή Τσόκανου. Για το παρόν αφιέρωμα εστιάσαμε πάνω σε έντεκα αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις. Στην πλειοψηφία τους, τα παραδείγματα αυτά παρουσιάζονται υπό τριπλή οπτική: ένα μικρό απόσπασμα στην αρχή, μια συνέντευξη ή κάποιο ειδικό αφιέρωμα κατόπιν που επιτρέπουν να γνωρίσει κανείς την προσωπικότητα και τον εν γένει προβληματισμό των πρωταγωνιστριών, τέλος, την εκτέλεση ενός αυτοτελούς έργου ή, έστω, ενός αυτοτελούς μέρους μιας μεγαλύτερης σύνθεσης.

Θα ήταν κρίμα να διατρέξετε βιαστικά και διαγώνια το σημερινό δημοσίευμα. Αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσετε με προσοχή τις ερμηνείες των έργων, αλλά και το περιεχόμενο των συνεντεύξεων που ακολουθούν. Θα ανακαλύψετε έναν διαφορετικό τρόπο πρόσληψης και άσκησης του επαγγέλματος του αρχιμουσικού, εκ διαμέτρου αντίθετο από την εικόνα του μαέστρου- δικτάτορα που μονοπώλησε τον περασμένο αιώνα σχεδόν στο σύνολό του, αλλά που σήμερα αποτελεί πια κτήμα της ιστορίας. Οι καιροί έχουν αλλάξει, το δε αποτέλεσμα είναι εκτυφλωτικό. Απολαύστε το με την ησυχία σας!

Nadia Boulanger

H Nadia Boulanger (1887-1979) υπήρξε μουσικοσυνθέτης, πιανίστρια, διευθύντρια χορωδίας, διευθύντρια ορχήστρας. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, για πάνω από 70 χρόνια υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες παιδαγωγούς στο χώρο της μουσικής, εισάγοντας στη διδασκαλία της τις πιο προχωρημένες μεθόδους και τεχνικές της εποχής της. Μεταξύ των 1.200 μαθητών της, συναντά κανείς περίοπτα ονόματα όπως εκείνα των οι συνθετών Aaron Copland, George Gershwin, Elliot Carter, Darius Milhaud, Michel Legrand, και Philip Glass, των αρχιμουσικών Leonard Bernstein, Igor Markevitch, Daniel Barenboim κ.ά. Στα νιάτα της συνεργάστηκε με συνθέτες όπως ο Gabriel Fauré, o Camille Saint Saëns, ο Igor Stravinsky, o Georges Enescu και ο Maurice Ravel. Κομβική στιγμή της σταδιοδρομίας της υπήρξε η διδασκαλία στο Αμερικανικό Ωδείο του Φονταινεμπλώ, του οποίου διετέλεσε διευθύντρια από το 1948 έως τον θάνατό της. To 1912, σε ηλικία 25 ετών, διηύθυνε την πρώτη της συναυλία στο Παρίσι. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα αρχιμουσικός που διηύθυνε την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (1936) και την Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης (1938). Μεταπολεμικά διηύθυνε περιστασιακά μεγάλα συγκροτήματα, όπως η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, η Ορχήστρα της Φιλαδέλφιας και η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσινγκτον.

How Nadia Boulanger Raised a Generation of Composers

Δυστυχώς, σήμερα διασώζονται ελάχιστα ηχητικά τεκμήρια από τη δραστηριότητά της ως αρχιμουσικού. Ένα από αυτά είναι η ζωντανή ηχογράφηση του υπέροχου Requiem του Gabriel Fauré (του επονομαζόμενου και “νανουρίσματος του θανάτου” λόγω της τρυφερότητας που το χαρακτηρίζει), από συναυλία που πραγματοποιήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1962 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης με σολίστ τους Reri Grist (υψίφωνο) και Donald Gramm (βαρύτονο). Η Boulanger διευθύνει τη χορωδία Choral Art και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Η συναυλία ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του μεγάλου αρχιμουσικού Bruno Walter, ο οποίος είχε αποβιώσει το πρωί της ίδιας ημέρας.

Gabriel Fauré: Requiem

 

Marin Alsop

Ο τρόπος, με τον οποίο η Marin Alsop διευθύνει την αρχή του εντυπωσιακού έργου Fanfare for the Common Man του Aaron Copland είναι ενδεικτικός του ρωμαλέου ύφους που διακρίνει τις ερμηνείες της. Η συναυλία έλαβε χώρα στις 18 Αυγούστου 2012 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, στο πλαίσιο του δημοφιλούς κύκλου BBC Proms. Ταυτόχρονα πρόκειται για την πρώτη περιοδεία (κατά κάποιο τρόπο επίδοση διαπιστευτηρίων) στην Ευρώπη της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας του São Paulo, της οποίας η Alsop διετέλεσε αρχιμουσικός μεταξύ των ετών 2012 και 2019.

Aaron Copland: Fanfare for the Common Man

Γεννημένη στη Νέα Υόρκη, σπούδασε βιολί στη φημισμένη Julliard School της αμερικανικής μεγαλούπολης. Για κάποιο χρονικό διάστημα μάλιστα, έπαιξε στους κόλπους της Φιλαρμονικής Ορχήστρας. Το 1989 κέρδισε το πρώτο βραβείο του φημισμένου διαγωνισμού διεύθυνσης ορχήστρας που φέρει το όνομα του αρχιμουσικού Sergei Koussevitzky στο Τάνγκελγουντ της Μασαχουσέτης, όπου γνώρισε τον μέντορά της, Leonard Bernstein. Μεταξύ των ετών 2002 και 2008 υπήρξε μόνιμη αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Μπόρνμουθ. Το 2007 ανέλαβε τα ηνία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βαλτιμόρης, μια συμπραξη, η οποία μέχρι πρότινος συνέχισε να αποδίδει καρπούς. Κατά τα έτη 2012-2019 ανέλαβε την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα του São Paulo, της οποίας είναι σήμερα επίτιμη αρχιμουσικός. Έχει διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και το ταλέντο της είναι αναγνωρισμένο ανά την υφήλιο.

 

First Woman Conductor of a Major American Orchestra

Short Ride in a Fast Machine είναι το δημοφιλέστερο έργο του Αμερικανού John Adams (του πλέον καταξιωμένου εν ζωή μουσικοσυνθέτη). Πρόκειται για μια εισαγωγική φανφάρα για μεγάλη ορχήστρα, γραμμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανοίγει το πρόγραμμα μιας συναυλίας καθηλώνοντας τον ακροατή με τις δεξιοτεχνικές ικανότητες του συνόλου που την ερμηνεύει. Είναι ένα ευρηματικό, από κάθε άποψη, έργο, που εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1986. Ο συνθέτης εμπνεύστηκε από μια περιπέτεια, την οποία βίωσε αυτοπροσώπως, καθώς σε μεταμεσονύκτια ώρα μιας καλοκαιρινής βραδιάς δέχτηκε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού μιας Lamborghini, ενέργεια, την οποία μετάνοιωσε ευθύς αμέσως μόλις το αυτοκίνητο άρχισε να ακολουθεί μια τρελή πορεία αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα πως τον είχε κυριεύσει ένα κράμα αγωνίας, φόβου, παράλληλα όμως, δέους και γοητείας μπροστά στον κίνδυνο. Το Short Ride in a Fast Machine αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της μουσικής του γραφής. Ο ρυθμός παραπέμπει στις θεμελιώδεις εκφάνσεις του μινιμαλισμού, με τη διαρκή και επίμονη επανάληψη. Στο επίκεντρο βρίσκεται το γούντμπλοκ (Wood block), ένα κρουστό όργανο, το οποίο διατρέχει το έργο από άκρη σε άκρη. Ο ήχος του θα μπορούσε κάλλιστα να συμβολίζει τη μηχανική κίνηση του αυτοκινήτου ή, ακόμη, τους έντονους κτύπους της καρδιάς του έντρομου συνοδηγού. Γύρω από αυτόν τον ήχο, ο Adams πειραματίστηκε με την ανάπτυξη μιας ρυθμικής δυσαρμονίας προσθέτοντας αλληλοσυγκρουόμενους ρυθμούς με στόχο να διεμβολίσει τη μετρονομική σταθερότητα του κρουστού οργάνου. Επαναλήψεις και συγκοπές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Η λύτρωση (προφανώς και για τον ίδιο τον συνοδηγό) έρχεται προς το τέλος από μια μελωδική φράση διαρκείας, την οποία ο Adams εμπιστεύεται στα χάλκινα πνευστά. Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνει διπλό στόχο. Δίνει τέλος στην αγωνία και αιτιολογεί τον χαρακτηρισμό της φανφάρας που ανήκει στο έργο. Η ακρόαση του τελευταίου μέσα σε μια αίθουσα συναυλιών (και όχι μόνο) αποτελεί πραγματική απόλαυση, όπως αποδεικνύεται άλλωστε από την ερμηνεία που ακολουθεί. Η Marin Alsop επιστρέφει το 2014 στο Royal Albert Hall και στον κύκλο BBC Proms. Τη φορά αυτή διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC.

John Adams: Short Ride in a Fast Machine

 

Karina Canellakis

Το 2018, η Karina Canellakis έδωσε την πρώτη της συναυλία στη γαλλική πρωτεύουσα, στη νεότευκτη τότε εντυπωσιακή αίθουσα Pierre Boulez της Philharmonie de Paris. Διηύθυνε την Ορχήστρα του Παρισιού σε μια σειρά συναυλιών που εκμαίευσαν διθυραμβικές κριτικές και συνακόλουθη πρόσκληση για νέο κύκλο, δυο χρόνια αργότερα. Τον Σεπτέμβριο του 2019 της ανατέθηκε η εναρκτήρια συναυλία της περιόδου 2019-2020. Με την ίδια αφορμή, το όνομά της συμπεριλήφθηκε μεταξύ των επικρατέστερων υποψηφίων για την πλήρωση της κενής, τότε, θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή της ορχήστρας (επελέγη τελικά ο Φινλανδός Klaus Mäkelä). Το στιγμιότυπο που ακολουθεί προέρχεται από τη γενική δοκιμή του 2018.

Sergei Rachmaninov: Symphonic Dances, Op. 45

Ελληνικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα και ρωσικής από εκείνη της μητέρας (αμφότεροι μουσικοί), η Karina Canellakis γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ακολούθησε σπουδές βιολιού στο Curtis Institute of Music της Φιλαδέλφειας. Με αυτή την ιδιότητα έπαιξε στους κόλπους της φημισμένης Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου και αργότερα διετέλεσε πρώτο βιολή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Μπέργκεν. Ενόσω βρισκόταν στο Βερολίνο, ο αρχιμουσικός της ομώνυμης Φιλαρμονικής, Sir Simon Rattle, την προέτρεψε να στραφεί προς τη διεύθυνση ορχήστρας. Κατά τη διετία 2011-2013 παρακολούθησε σχετικά μαθήματα στη Julliard School. To 2014 και επί μια διετία άσκησε καθήκοντα βοηθού αρχιμουσικού της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντάλας. Το 2015 διηύθυνε για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Αντικατέστησε την ύστατη στιγμή με μεγάλη επιτυχία τον ασθενούντα Nicolaus Harnoncourt επικεφαλής της Ορχήστρας Δωματίου της Ευρώπης. Τον Μάρτιο του 2018 διηύθυνε στο Άμστερνταμ για πρώτη φορά τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας. Η μεταξύ τους χημεία έπεισε τη διοίκηση της ορχήστρας να της προσφέρει τη θέση της μόνιμης αρχιμουσικού. Ανέλαβε καθήκοντα τον Σεπτέμβριο του 2019, με αρχικό συμβόλαιο τετραετούς διάρκειας. Πρόκειται για την πρώτη γυναίκα επικεφαλής μιας ολλανδικής ορχήστρας. Τον Σεπτέμβριο του 2021 το συμβόλαιό της ανανεώθηκε έως τον Ιούλιο του 2027. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η Karina Canellakis ανέλαβε παράλληλα καθήκοντα πρώτης επισκέπτριας αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Σήμερα είναι περιζήτητη ανά τον κόσμο.

Radio Filharmonisch Orkest | Interview Karina Canellakis

Η σύνθεση του συμφωνικού ποιήματος Θάνατος και Εξαϋλωση (Tod und Verklärung) του Richard Strauss (1864-1949) χρειάστηκε πάνω από έναν χρόνο έως ότου ολοκληρωθεί (Σεπτέμβριος 1888- Νοέμβριος 1889). Όπως διαφαίνεται από τον τίτλο, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της ζωής ενός καλλιτέχνη. Καθώς πλησιάζει το τέλος, μια σειρά από αναμνήσεις εναλλάσσονται η μια μετά την άλλη. Καλύπτουν την παιδική ανεμελιά, τους αγώνες της ενηλικίωσης, την επίτευξη των εγκόσμιων φιλοδοξιών, τέλος, την προσδοκώμενη, προερχόμενη από τα βάθη του παραδείσου, εξαϋλωση. Όπως συμβαίνει με όλα τα συμφωνικά ποιήματα του συνθέτη (Also spracht Zarathustra, Don Juan, Ein Ηeldenleben, Don Quichotte, Till Eulenspiegels lustige Streiche, Sinfonia Domestica, Eine Alpensinfonie, Le Bourgeois Gentilhomme), η μουσική είναι περιγραφική, κυριαρχεί, δηλαδή, το αφηγηματικό στοιχείο. Το συγκεκριμένο έργο απαρτίζεται από τέσσερα μέρη, που διαδέχονται το ένα το άλλο δίχως διακοπή: Largo (ο άρρωστος πρωταγωνιστής ευρισκόμενος στο κατώφλι του θανάτου), Allegro molto agitato (η μάχη μεταξύ ζωής και θανάτου δεν αφήνει περιθώριο συμβιβασμού στον πρωταγωνιστή), Meno mosso (το παρελθόν ξετυλίγεται μπροστά από τα μάτια του τελευταίου), Moderato (η εξαϋλωση). Το έργο απαιτεί τη χρήση μεγάλης ορχήστρας. Όπως συμβαίνει συχνά με τα συμφωνικά ποιήματα του Strauss, υπάρχει ταύτιση μεταξύ του πρωταγωνιστή και του συνθέτη. Το 1949, σχεδόν εξήντα χρόνια έπειτα από την πρώτη εκτέλεση, ο ετοιμοθάνατος, πλέον, Strauss, στρεφόμενος προς τη νύφη του, εκφράστηκε ως εξής: “Για σκέψου! Η πορεία προς τον θάνατο είναι ακριβώς έτσι όπως την έχω περιγράψει στο Θάνατος και Εξαϋλωση”. Το βαθειά ρομαντικό αυτό έργο εκτελείται από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας στο πλαίσιο συναυλίας, η οποία πραγματοποιήθηκε την 1η Μαρτίου 2020 στην περίφημη αίθουσα Concertgebouw του Άμστερνταμ.

Richard Strauss: Tod und Verklärung, Op. 24


 

Ζωή Τσόκανου

Τον Σεπτέμβριο του 2018, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο μιας συναυλίας που συμπεριλάμβανε αποκλειστικά έργα γαλλικής μουσικής του τέλους του 19ου αιώνα και αρχών του 20ού, ερμήνευσε τα Τρία Νυκτερινά (Trois Nocturnes) του Claude Debussy. Στην προετοιμασία του τρίτου μέρους (Σειρήνες Sirènes), το οποίο προβλέπει χρήση γυναικείας χορωδίας, είναι αφιερωμένο το βίντεο που ακολουθεί.

Voci Contra Tempo – Making of Nocturnes, Debussy – Sirènes

Οι τύχες της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης έχουν εναποτεθεί από τον Ιούνιο του 2017 στα χέρια της Ζωής Τσόκανου. Μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, χάρη στην ακατάπαυστη προεργασία, ο ήχος της ορχήστρας αναβαθμίστηκε ποιοτικά, σε σημείο που δεν έχει, πλέον, να ζηλέψει τίποτα απολύτως από αντίστοιχα διεθνή συγκροτήματα, ενώ το ρεπερτόριο διανθίστηκε με τόλμη, φαντασία, φροντίδα και καλαισθησία. Η γεννηθείσα στη Θεσσαλονίκη αρχιμουσικός είναι αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ., ενώ συνέχισε ανώτερες σπουδές πιάνου και διεύθυνσης ορχήστρας στο Πανεπιστήμιο Τεχνών της Ζυρίχης (Zürcher Hochschule der Künste). Ήταν φιναλίστ για τη θέση του βοηθού αρχιμουσικού στην Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, ενώ επιλέχθηκε δύο συνεχόμενες χρονιές να συμμετάσχει στο Μaster Class διεύθυνσης ορχήστρας υπό την εποπτεία του πρόσφατα θανόντα μεγάλου Ολλανδού αρχιμουσικού Bernard Haitink, όπως επίσης και με τον David Zinman, την εποχή, κατά την οποία ο τελευταίος ηγείτο της Ορχήστρας Tonhalle της Ζυρίχης. Σε ερώτηση αν βίωσε ποτέ κάποια διάκριση εξαιτίας του φύλου της, απάντησε ως εξής: “Υπήρξα τυχερή, καθώς την εποχή που ξεκίνησα να παρακολουθώ εγώ τα μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας, υπήρχαν ήδη γυναίκες μαέστροι. Και όσο περισσότερες είμαστε, τόσο πιο δυνατές γινόμαστε. Η ορχήστρα λειτουργεί ακριβώς όπως μία κοινωνία. Δεν ήρθα ποτέ σε δύσκολη θέση επειδή ήμουν γυναίκα. Για αυτό όμως απαιτείται εμπειρία. Μέσω της εμπειρίας χτίζεται η αυτοπεποίθηση. Και η υγιής αυτοπεποίθηση είναι απαραίτητη για έναν μαέστρο. Ένας διευθυντής ορχήστρας πρέπει να αισθάνεται σιγουριά. Να λέει με τον τρόπο του στους μουσικούς ξέρω πώς να σας οδηγήσω για να κάνουμε μαζί αυτό το μουσικό ταξίδι. Και για αυτό χρειάζεται εμπειρία, γνώση και θέληση”.

 

H καλλιτεχνική Διευθύντρια της ΚΟΘ, Ζωή Τσόκανου στην ΕΡΤ3

Η σχεδόν άυλη ρευστότητα, ώστε ο ήχος να είναι εκείνος που προσλαμβάνει κάθε φορά το σχήμα το χώρου, αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα του ύφους του Claude Debussy (1862-1918). Η μουσική του χαρακτηρίστηκε ως «ιμπρεσιονιστική» από τους συγχρόνους του, κάτι που ο συνθέτης είχε αρνηθεί επίμονα. Γενικά, ως εκφάνσεις του ιμπρεσιονισμού στην μουσική του θεωρούνται οι τονικές ασάφειες και η «θόλωση» της αρμονίας με τη χρήση ασυνήθιστων, για την εποχή, κλιμάκων και συνηχήσεων, η δομική απομάκρυνση από την κλασσική διαίρεση της φόρμας προς όφελος μιας πιο ελεύθερης μουσικής κατασκευής, οι ηχητικές «σκιάσεις» που προκαλούνται από μεγάλης ποικιλίας ενορχηστρωτικούς και εκφραστικούς χειρισμούς, τέλος, η αναζήτηση και η αποτύπωση του στιγμιαίου, καθώς ο Debussy είναι μικρογράφος στο σύνολο της μουσικής του παραγωγής. Το τελευταίο αυτό διακριτικό γνώρισμα λειτούργησε, πιθανότατα, ως αφορμή προκειμένου να αποδοθεί στον συνθέτη, ερήμην του, ο χαρακτηρισμός του ιμπρεσιονιστή. Ιμπρεσιονιστική ή μη, η ατμοσφαιρική διάσταση της μουσικής του Debussy δεν παύει να μαγεύει. Τα Τρία Νυκτερινά (Trois Nocturnes) είναι ένα συμφωνικό τρίπτυχο. Τα δυο πρώτα μέρη (Σύννεφα – Nuages και Γιορτές – Fêtes) εκτελέστηκαν για πρώτη φορά στις 9 Δεκεμβρίου 1900 στο Παρίσι. Δέκα μήνες αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου, το έργο παρουσιάστηκε στην οριστική του μορφή, με την προσθήκη ενός τρίτου μέρους, το οποίο έφερε τον τίτλο Σειρήνες (Sirènes). Εδώ, ο Debussy προσεγγίζει, κάνοντας χρήση του αστείρευτου ταλέντου του, το θέμα της θάλασσας (το οποίο έμελλε να αναπτύξει διεξοδικότερα λίγα χρόνια αργότερα με το πλέον δημοφιλές, ίσως, έργο του, την Θάλασσα La Mer) συνδυάζοντάς το με τον κόσμο του ονείρου. Περιγράφοντας ο ίδιος το πνεύμα των Σειρήνων εκφράστηκε με τα ακόλουθα λόγια: “Πρόκειται για την θάλασσα και τον ακατάπαυστο ρυθμό της. Εν συνεχεία, μέσα από τα ασημένια κύματα που φεγγίζει η σελήνη, απλώνεται, γελά και περνά το μυστηριώδες τραγούδι των σειρήνων”. Αρχαιοπρεπής, η θεματολογία του τρίτου αυτού Νυκτερινού θυμίζει έντονα την παλαιότερη και ιδιαίτερα δημοφιλή σύνθεσή του Πρελούδιο στο Απομεσήμερο ενός Φαύνου (Prélude à l’après-midi d’un faune). Το κύριο χαρακτηριστικό των Σειρήνων είναι, αναμφίβολα, η χρήση μιας γυναικείας χορωδίας, απαρτιζόμενης κατά το ήμισυ από υψίφωνες και μεσόφωνες. Η τελευταία ενσωματώνεται στην ορχήστρα, καθότι τραγουδά δίχως λόγια. Η συναυλία που ακολουθεί (την οποία ο επιμελητής του παρόντος αφιερώματος ευτύχησε να παρακολουθήσει ζωντανά), πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 21 Σεπτεμβρίου 2018. Την χορωδία Voci Contra Tempo δίδαξε και προετοίμασε η Σοφία Γιολδάση.

 

Claude Debussy – Nocturnes, Nr. 3 Sirènes

 

Susanna Mälkki

Η μουσική του Jean Sibelius ρέει στις φλέβες και κάνει τις καρδιές των Φινλανδών να πάλλονται από συγκίνηση και υπερηφάνεια. Από τον παραπάνω κανόνα δεν εξαιρείται, όπως είναι φυσικό, η πολυπληθής και άκρως ταλαντούχα σημερινή γενιά των αρxιμουσικών με προέλευση αυτή την χώρα (Salonen, Kamu, Segerstam, Oramo, Sarastre, Vänskä, Storgårds, Franck, Mäkelä, Rouvali). Μέσα σε αυτό το στερέωμα, η Susanna Mälkki έχει καταθέσει το δικό της προσωπικό στίγμα, προσφέροντάς μας έναν Sibelius σαν αυτόν που ανέκαθεν αγαπήσαμε και προσδοκούμε να ακούμε. Αδιαμφισβήτητο τεκμήριο αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα από το φινάλε της 2ης συμφωνίας. Η συναυλία έλαβε χώρα στις 10 Σεπτεμβρίου 2017 στην αίθουσα της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, με την ομώνυμη μεγάλη και ιστορική ορχήστρα.

Jean Sibelius: Symphony No. 2, Finale

Η Susanna Ulla Marjukka Mälkki γεννήθηκε στο Ελσίνκι. Σπούδασε από νωρίς βιολί, πιάνο και βιολοντσέλο. Κομβική για την μετέπειτα σταδιοδρομία της υπήρξε η εγγραφή της στην Μουσική Ακαδημία Sibelius, όπου παρακολούθησε μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας από τον μεγάλο δάσκαλο Jorma Panula, χάρη στη μέριμνα και διορατικότητα του οποίου σφυρηλατήθηκε η εκπληκτική σημερινή γενιά των Φινλανδών αρχιμουσικών. Ακολούθησε νέος κύκλος σπουδών στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία (Royal Academy of Music) του Λονδίνου. Από το 2006 έως το 2013 διετέλεσε καλλιτεχνική διευθύντρια του Ensemble Intercontemporain, ενός πρωτοπόρου μουσικού συνόλου που είχε ιδρύσει το 1976 στο Παρίσι ο Pierre Boulez, με αποστολή την προβολή και προώθηση του σύγχρονου μουσικού ρεπερτορίου. Το 2017 διορίστηκε πρώτη επισκέπτρια αρχιμουσικός (η πρώτη γυναίκα με τη συγκεκριμένη ιδιότητα, την οποία εξακολουθεί να διατηρεί μέχρι των ημερών μας) της φημισμένης Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λος Άντζελες. Το 2016 ανέλαβε την Φιλαρμονική Ορχήστρα της γενέτειρας πόλης της, του Ελσίνκι. Η επιλογή της Mälkki μεταξύ των πολυπληθών καταξιωμένων συμπατριωτών συναδέλφων της ως επικεφαλής της συμφωνικής ναυαρχίδας της Φινλανδίας, αποτελεί περίτρανη αναγνώριση του πολυδιάστατου ταλέντου της. Τον Ιούνιο του 1919, η διοίκηση της ορχήστρας ανακοίνωσε την ανανέωση του συμβολαίου έως το 2025. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 2021 ανακοινώθηκε πως η θητεία της θα διακοπεί το καλοκαίρι του 2023, οπότε στη Mälkki θα απονεμηθεί ο τιμητικός τίτλος του επίτιμου καλλιτεχνικού διευθυντή, τον οποίον θα φέρει δια βίου. Ταυτόχρονα, η Φινλανδή αρχιμουσικός ακολουθεί μια εντυπωσιακή διεθνή σταδιοδρομία διευθύνοντας τις μεγαλύτερες ορχήστρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ (Φιλαρμονικές του Βερολίνου, του Μονάχου και της Νέας Υόρκης, Συμφωνικές του Λονδίνου, του Σικάγου, της Βοστόνης, της Βιέννης, του Σαν Φρανσίσκο, του Μοντρεάλ και της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, Ορχήστρες του Κοντσεργκεμπάου, του Κλήβελαντ και της Φιλαδέλφειας, Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, Όπερα του Παρισιού κλπ.). Φημολογείται έντονα ότι σύντομα πρόκειται να αναλάβει τα ηνία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης.

 

I can only feel free if I forget about myself.” – Susanna Mälkki

Aallottaret (Οι Ωκεανίδες) είναι ένα συμφωνικό ποίημα του Jean Sibelius (1865-1957), το οποίο αντλεί την έμπνευσή του από τον αρχαιοελληνικό μύθο των νυμφών που κατοικούσαν στη Μεσόγειο θάλασσα. Πρωτοπαίχθηκε τον Ιούνιο του 1914 στο Νόρφολκ, της Πολιτείας του Κονέκτικατ των ΗΠΑ, υπό τη διεύθυνση του ιδίου του συνθέτη. Διαρκεί περί τα δέκα λεπτά της ώρας, είναι γραμμένο σε μείζονα κλίμακα και επιχειρεί να συσχετίσει την παιχνιδιάρικη κινητικότητα των νυμφών με τη μεγαλοπρέπεια του ωκεανού. Πολλοί κριτικοί απέδωσαν στο έργο τον χαρακτηρισμό του ιμπρεσιονιστικού, εξαιτίας του ατμοσφαιρικού υποβάθρου και του εφήμερου περιγραφικού στοιχείου, συγκρίνοντάς το, μάλιστα, με τις Σειρήνες και με τη Θάλασσα του Debussy. Ωστόσο, ο Sibelius αναπτύσσει ένα δικό του, προσωπικό ύφος, το οποίο διαφέρει παρασάγκας από εκείνο του Debussy. Ο δεύτερος, περισσότερο απόκοσμος, εστιάζει στο χρώμα και στο φως. Η προσοχή που προσδίδει στα χαμηλότερα έγχορδα της ορχήστρας (βιολοντσέλλα και κοντραμπάσα) είναι μάλλον συντηρητική και διστακτική. Τον ενδιαφέρει η αραχνοΰφαντη και νεφελώδης αίσθηση. Παρατηρεί, περισσότερο παρά συμμετέχει. Αντίθετα, ο Sibelius ερευνά τα χαμηλότερα βάθη της ορχήστρας, δημιουργώντας έναν δικό του, προσωπικό ήχο. Ο ιμπρεσιονισμός του είναι περισσότερο σκοτεινός, χυμώδης και υπαρξιακός από εκείνον του Γάλλου ομοτέχνου του. Οι Ωκεανίδες είναι ένα από τα ομορφότερα και πλέον χαρακτηριστικά έργα της παραγωγής του μοναχικού μουσουργού του σκανδιναβικού βορρά. Η ερμηνεία της Mälkki είναι μεγαλειώδης. Ίσως πρόκειται για το αποκορύφωμα του σημερινού αφιερώματος από απόψεως εκφραστικότητας και επαγγελματικής ευσυνειδησίας. Γνωρίζει και αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες και τις αρετές της ορχήστρας που διευθύνει και την οποία έχει αναγάγει σε ένα από κάθε άποψη υποδειγματικό μουσικό σύνολο. Επιπρόσθετα, ο Sibelius, με τον οποίο καθιστά κοινωνό το ακροατήριο, είναι πραγματικά αυθεντικός, ακριβώς έτσι όπως είναι σε θέση να κατανοήσει και να αναδείξει μόνο κάποιος που έχει γαλουχηθεί επί μακρόν με τη φύση και την παράδοση της πατρίδας της. Η συναυλία μαγνητοσκοπήθηκε το 2018 στην εντυπωσιακή αίθουσα Musiikkitalo της φινλανδικής πρωτεύουσας.

Jean Sibelius: Aallottaret, Op. 73

 

Mirga Gražinytė-Tyla

Με απόσπασμα της συμφωνικής σουΐτας Lemminkäinen του Sibelius εγκαινιάζεται η παρουσίαση της προερχόμενης από τη Λιθουανία (στην αντίπερα όχθη της Βαλτικής) αρχιμουσικού Mirga Gražinytė-Tyla. Η καταγωγή της είναι επόμενο να την καθιστά προνομιακή ερμηνεύτρια του μεγάλου Φινλανδού μουσικοσυνθέτη. Το βίντεο που ακολουθεί αποτελεί προπομπό της συναυλίας (πρόκειται για τη γενική δοκιμή), η οποία έλαβε χώρα στις 7 Δεκεμβρίου 2017 στο Βερολίνο. Η Gražinytė-Tyla διευθύνει την Γερμανική Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης (Deutsches Symphonie- Orchester Berlin).

Mirga Gražinytė-Tyla dirigiert Sibelius Lemminkäinen-Suite

«Εχει το καλύτερο αριστερό χέρι που έχω δει στη ζωή μου. Κυριολεκτικά, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ’ εκεί, αν και είναι γενικά ωραία κοπέλα. Αν ήμουν μουσικός, θα με τρέλαινε αυτό το χέρι…», σχολίασε πρόσφατα ένας βετεράνος της διεθνούς δισκογραφίας. Σε ό,τι αφορά την τεχνική της διεύθυνσης ορχήστρας, οι επαΐοντες γνωρίζουν ότι το αριστερό χέρι ήταν επί πολλά χρόνια υποβαθμισμένο. Στα διάφορα ωδεία, οι σπουδαστές διδάσκονταν πως το δεξί χέρι ήταν προορισμένο για να μετρά τον χρόνο, τη στιγμή που το αριστερό ήταν αφιερωμένο στην έκφραση. Πρόκειται για μια μάλλον παρωχημένη αντίληψη. Στις μέρες μας, το αριστερό χέρι πρέπει να είναι σε θέση να πράττει ό,τι ακριβώς και το δεξί. Γεννημένη στο Βίλνιους, η Mirga Gražinytė-Tyla προέρχεται από οικογένεια μουσικών. Σπούδασε βιολί και διεύθυνση ορχήστρας στο Γκρατς, στη Λειψία και στη Ζυρίχη. Διετέλεσε πρώτο βιολί της ορχήστρας της Όπερας της Βέρνης και, ακολούθως διευθύντρια του Landestheater του Σάλτσμπουργκ. Κατά τη τριετία 2014-2017 θήτευσε στο πλευρό του Gustavo Dudamel, ενός από τους διαπρεπέστερους διευθυντές ορχήστρας της εποχής μας, ως βοηθός αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λος Άντζελες. Η μεγάλη πρόκληση εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν, έπειτα από σειρά άκρως επιτυχημένων συναυλιών, ανέλαβε καθήκοντα καλλιτεχνικής διευθύντριας της Συμφωνικής Ορχήστρας του Μπέρμιγχαμ (City of Birmingham Symphony Orchestra – CBSO), διαδεχόμενη μεγάλα ονόματα, όπως εκείνα του Sir Simon Rattle και του Andris Nelsons. Δεν διατήρησε μόνο το υψηλό επίπεδο και τη διεθνή αναγνώριση του παρελθόντος. Με τη φαντασία και τον δυναμισμό της προσέδωσε νέα πνοή στη μουσική καθημερινότητα της πόλης, χρησιμοποιώντας ως έδρα το Symphony Hall, την αίθουσα συναυλιών με την καλύτερη ακουστική σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο. Με την εκπνοή της περιόδου 2021-2022, το συμβόλαιό της πρόκειται να λήξει. Διατηρώντας την εποικοδομητική σχέση της με την ορχήστρα, συμφωνήθηκε από κοινού να αναλάβει καθήκοντα πρώτου επισκέπτη αρχιμουσικού. Τον Φεβρουάριο του 2019, υπήρξε η πρώτη γυναίκα που υπέγραψε μακροχρόνιο συμβόλαιο συνεργασίας με την φημισμένη δισκογραφική εταιρία Deutsche Grammophon Geselschaft.

Going for the impossible: The Conductor Mirga Gražinytė-Tyla

H Mirga Gražinytė-Tyla, τόσο στις συναυλίες της όσο και στις ηχογραφήσεις, μη διστάζοντας να εξερευνήσει σε βάθος νέο ή, έστω, ασυνήθιστο ρεπερτόριο, έχει αφιερώσει ιδιαίτερη μέριμνα στο συμφωνικό έργο του Πολωνοεβραίου συνθέτη Mieczyslaw Weinberg (1919-1996), ο οποίος προς το τέλος της ζωής του ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Δεινός συνθέτης συμφωνικής μουσικής (συνέθεσε 22 συμφωνίες συνολικά), o Weinberg, χάρη στην πρωτοβουλία της αρχιμουσικού, απαγκιστρώθηκε από την ψυχρή περιφέρεια του ρωσικού ρεπερτορίου (έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ΕΣΣΔ) και άρχισε να γίνεται με καθυστέρηση γνωστός στη Δύση. Σε πολλά σημεία το ύφος του παραπέμπει στον προσωπικό του φίλο Dmitri Shostakovich. Άλλωστε, αμφότεροι υπέστησαν βάναυσα τις συνέπειες της αντιφορμαλιστικής υστερίας του σταλινικού καθεστώτος. Ωστόσο, η Συμφωνία αρ. 3 σε σι ελάσσονα (1949-1950), έχει να επιδείξει ένα πολύ προσωπικό στυλ. Εσωκλείοντας πάμπολλα λαϊκά θέματα, εξελίσσεται με γνώμονα μια μελωδική γραμμή και μια ρυθμική ρευστότητα που την κάνουν να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη μουσική του παραγωγή. Ακολουθώντας την παραδοσιακή φόρμα της σονάτας, αποτελείται από τέσσερα μέρη (I. Allegro II. Allegro giocoso III. Adagio IV. Allegro vivace). Μόνο το αργό και μελαγχολικό τρίτο μέρος ξαναφέρνει στο νου τον κόσμο του Weinberg. Το θορυβώδες φινάλε, με τη ρυθμική του αγωγή, την εν γένει ενορχήστρωση, την μεθοδευμένη κλιμάκωση μέχρι την τελική, υποδειγματικά δομημένη κόντα, είναι εκείνο που, από όλο το υπόλοιπο έργο, μας θυμίζει πως ο συνθέτης επηρεάστηκε από τη μουσική του Shostakovich. Η εκτέλεση της Συμφωνίας αρ. 3 υπό τη διεύθυνση της Mirga Gražinytė-Tyla μαγνητοσκοπήθηκε δίχως παρουσία ακροατηρίου στο Παρίσι στις 9 Απριλίου 2021, με τη συνδρομή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας.

Mieczyslaw Weinberg : Symphonie n°3, Οp. 45

 

Simone Young

Επιλέξαμε το διάρκειας ενός μόλις λεπτού απόσπασμα του αυτοβιογραφικού Συμφωνικού Ποιήματος του Richard Strauss Η ζωή ενός ήρωα (Ein Heldenleben) με την Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, ως τεκμήριο της σοβαρότητας, της μεγάλης πείρας και της επαγγελματικότητας της Simone Young. Η ακρίβεια των κινήσεων (προηγείται ελάχιστα, ως είθισται για έναν διευθυντή ορχήστρας, της εκφοράς της μουσικής φράσης), η έκφραση του προσώπου, η μεταδοτικότητα, η σε βάθος εξοικείωση με το έργο, η αυτοπεποίθηση και ο απόλυτος έλεγχος που αποπνέει η παρουσία της πάνω στο βάθρο, αποτελούν προϋπόθεση αλλά και πηγή έμπνευσης για μια σωστή εκτέλεση.

BRSO: Simone Young conducts Ein Heldenleben by R. Stauss

Εντός του τρέχοντος έτους, η Simone Young επιστρέφει δριμύτερη στη γενέτειρά της, το Σίδνεϊ αναλαμβάνοντας καλλιτεχνική διευθύντρια της ομώνυμης Συμφωνικής Ορχήστρας. Στο βίντεο που ακολουθεί (18:24), περιγράφει τον τρόπο, με τον οποίο παρακολούθησε ως παιδί τα διάφορα στάδια ανέγερσης του εντυπωσιακού κτηρίου της Όπερας (σήμα κατατεθέν της πόλης), εκφράζοντας ενδόμυχα την ευχή να μπορέσει κάποτε να διευθύνει μέσα σε αυτό. Το όνειρό της πραγματοποιήθηκε όταν, μεταξύ των ετών 2001-2003 ανέλαβε επικεφαλής της Opera Australia, του μεγαλύτερου οργανισμού όπερας της Αυστραλίας, ο οποίος μοιράζει την δραστηριότητα και τον χρόνο του ανάμεσα στο Σίδνεϊ και την Μελβούρνη (οκτώ και τέσσερις μήνες αντίστοιχα). Είχε προηγηθεί η θητεία της ως αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Μπέργκεν (1998-2002) και ακολούθησε ο διορισμός της ως Γενικού Μουσικού Διευθυντή (Generalmusikdirektor)του Αμβούργου, με άλλα λόγια επόπτη και συντονιστή του συνόλου της μουσικής ζωής της πόλης (2005-2015). Μέσα στην ίδια δεκαετία διετέλεσε καλλιτεχνική διευθύντρια της Κρατικής Όπερας και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας. Πρόκειται για μια εμπειρία, που της επέτρεψε να εντρυφήσει τόσο στο συμφωνικό όσο και στο λυρικό ρεπερτόριο, αλλά και στην άσκηση της διοίκησης. Ταυτόχρονα ακολούθησε μια διεθνή σταδιοδρομία, έχοντας διευθύνει μεγάλες ορχήστρες (Φιλαρμονικές του Βερολίνου, της Βιέννης, του Μονάχου, του Λονδίνου, της Δρέσδης και της Νέας Υόρκης, Συμφωνικές της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας και του BBC, Ορχήστρα του Παρισιού και πολλά άλλα συμφωνικά συγκροτήματα της βορείου Αμερικής και της Αυστραλίας), καθώς και παραστάσεις στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου (Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, Κρατικές Όπερες της Βιέννης, της Ζυρίχης, του Βερολίνου και της Βαυαρίας, Όπερα του Παρισιού, Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ κλπ). Είναι η πρώτη γυναίκα αρχιμουσικός που ηχογράφησε ολόκληρη την τετραλογία Το Δακτυλίδι του Νίμπλουνγκ του Richard Wagner και το σύνολο των εννέα συμφωνιών του Anton Bruckner.

 

Australian Conductor Simone Young

Η Συμφωνία αρ. 41, επονομαζόμενη “του Διός”, με αριθμό 551 στον κατάλογο Köchel των έργων του Wofgang Amadeus Mozart (1756-1791), είναι ταυτόχρονα η μακροσκελέστερη και τελευταία συμφωνία του μεγάλου Αυστριακού μουσικοσυνθέτη. Ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1788. Μέχρι σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί κατά πόσο ο ίδιος ο Mozart πρόλαβε τελικά να την ακούσει. Η επονομασία οφείλεται στον γερμανικής καταγωγής Βρετανό πιανίστα, συνθέτη και εκδότη Johann Baptist Cramer, ο οποίος παρομοίασε τις πρώτες συγχορδίες με τους κεραυνούς του Δία. O Mozart, με την αστείρευτη έμπνευση και την ακατάπαυστη δημιουργικότητα που τον διακατείχαν, συνέθεσε μέσα σε χρονικό διάστημα τριών, μόλις, μηνών μια σειρά συμφωνιών (αρ. 39-40-41), που σήμερα συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων του είδους σε ολόκληρη την ιστορία της Μουσικής. Από δομικής απόψεως, η Συμφωνία αρ. 41 ακολουθεί την παραδοσιακή φόρμα της εποχής της. Απαρτίζεται από τέσσερα μέρη (Ι. Allegro vivace, II. Andante cantabile, III. Menuetto: Allegretto – Trio, IV. Molto allegro) η δε διάρκειά της κυμαίνεται περί τα 33 λεπτά της ώρας. Το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου έργου είναι το πολυφωνικό σημείο στο τέλος του τετάρτου μέρους, όπου συγχωνεύονται τα πέντε κυριότερα μουσικά θέματα. Στο κλασσικό και αξεπέραστο μέχρι σήμερα Dictionary of Music and Musicians που φέρει επάξια το όνομά του, ο Sir George Grove διατείνεται πως ο Mozart διατήρησε για το κλείσιμο του έργου όλα τα αποθέματα της γνώσης, της ενεργητικότητας και της τέχνης του, σε βαθμό που ουδείς άλλος συνθέτης έχει ποτέ αξιοποιήσει. Χαρακτήρισε δε τη Συμφωνία αρ. 41 ως “το μεγαλύτερο ορχηστρικό έργο που γνώρισε ο κόσμος πριν από την Γαλλική Επανάσταση”. Η Simone Young διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, ένα από τα κορυφαία γερμανικά συμφωνικά σύνολα. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε το 2019 στην Philharmonie am Gasteig του Μονάχου.

Wolfgang Amadeus Mozart: Symphonie Nr. 41, K. 551

 

Laurence Equilbey

Κάθε αρχιμουσικός οραματίζεται να συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό του τη Συμφωνία αρ. 9 σε Ρε ελάσσονα, έργο 125 του Ludwig van Beethoven, με την περίφημη “Ωδή στη Χαρά” («Ode An die Freude«) σε στίχους του Friedrich Schiller, που ερμηνεύει η χορωδία στο τελευταίο μέρος. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η Γαλλίδα Laurence Equilbey διευθύνει τα δυο συγκροτήματα που η ίδια έχει ιδρύσει: την χορωδία Accentus και την ορχήστρα Insula. H συναυλία έχει μαγνητοσκοπηθεί στη νεότευκτη αίθουσα του μουσικού κτηριακού συγκροτήματος “Ο Μουσικός Σηκουάνας” (“La Seine Musicale”) στην περιοχή Boulogne-Billancourt του νοτιοδυτικού Παρισιού.

Ludwig van Beethoven: «Ode An die Freude«

Η Laurence Equilbey σπούδασε στο Παρίσι, την Βιέννη και το Λονδίνο. Ευτύχησε να έχει δασκάλους σαν τον Jorma Panula. Θεωρεί τον εαυτό της πνευματικό τέκνο του Nikolaus Harnoncourt και του Claudio Abbado. To 2012 ίδρυσε την Insula Orchestra, ένα συμφωνικό σύνολο οργάνων εποχής. Έδρα της ορχήστρας είναι το εντυπωσιακό μουσικό συγκρότημα La Seine Musicale, το οποίο καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου τη νησίδα Seguin, δυο βήματα από το προάστιο των Σεβρών και το εργοστάσιο κατασκευής ειδών πορσελάνης, όπου το 1920 υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη ειρήνης. Το ρεπερτόριο της Equilbey κυμαίνεται ανάμεσα στη μουσική μπαρόκ και τον πρώιμο ρομαντισμό. Ταυτόχρονα με την ορχήστρα, η Γαλλίδα αρχιμουσικός είναι ιδρύτρια και διευθύντρια, όπως προαναφέρθηκε, της χορωδίας Accentus. Πέρα από τις τακτικές συναυλίες, συνοδευόμενη από τα δυο συγκροτήματα των οποίων ηγείται, έχει περιοδεύσει στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στη Βιέννη, στο Αμβούργο στη Βουδαπέστη, στο Λουξεμβούργο και στα διεθνώς αναγνωρισμένα φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και του Aix en Provence.

Rencontre avec Laurence Equilbey et Insula orchestra

Ενόσω ζούσε, η Louise Farrenc (1804-1875) ήταν περισσότερο γνωστή ως πιανίστρια. Ωστόσο, συνέθεσε 51 έργα συνολικά για πιάνο, μουσική δωματίου και ορχήστρα. Ειδικότερα, μεταξύ των ετών 1842 και 1847 δοκίμασε τις δυνάμεις της στο χώρο της συμφωνικής μουσικής συνθέτοντας τρεις συμφωνίες και δυο εισαγωγές για ορχήστρα. Μοναδικό είδος που απουσιάζει από τη μουσική της παραγωγή είναι το λυρικό δράμα. To 1949 ευτύχησε να παρευρεθεί στην παγκόσμια πρώτη εκτέλεση της Συμφωνίας αρ. 3 από την Ορχήστρα του Ωδείου του Παρισιού. Δεν έτυχε όμως της αναγνώρισης που η ίδια ήλπιζε, γεγονός, το οποίο την κατέβαλε ψυχολογικά. Κι όμως, έχαιρε της εκτίμησης ενός Schumann και ενός Berlioz, ενώ στη μουσική ζωή του Παρισιού περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μεσουρανούσε ως μια απαράμιλλη δασκάλα και παιδαγωγός. Η συμφωνία αρ. 3 δεν υλοποίπεται σε τίποτα έναντι εκείνων του Schumann και του Mendelsohn μέσα στο μετα- μπετοβενικό συμφωνικό στερέωμα. Μεστή και σοβαρή, η συμφωνία αποφεύγει μεθοδικά τα ενθουσιώδη και παρορμητικά ξεσπάσματα του Berlioz. Αποτελείται από τέσσερα μέρη. Ακούμε το δεύτερο, αργό, με την ωραιότατη μελωδία του κλαρινέτου, πλαισιωμένου από τα υπόλοιπα πνευστά όργανα της ορχήστρας. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε το 2018 στο χωρητικότητας 1.500 θέσεων νεότευκτο αμφιθέατρο του “Μουσικού Σηκουάνα”.

Louise Farrenc: Symphonie n° 3, Οp. 36 -Adagio cantabile

 

Sarah Ioannides

Ότι οι επιλογές της Sarah Ioannides στερούνται πρωτοτυπίας είναι το λιγότερο που μπορεί να ισχυριστεί κανείς. Το έργο του βιετναμέζικης καταγωγής σύγχρονου συνθέτη Viet Cuong με τίτλο Re(new)al είναι γραμμένο για κουαρτέτο κρουστών και ορχήστρα. Κεντρικός άξονας του σκεπτικού είναι η ανεύρεση απρόσμενων τρόπων εμφύσησης νέας πνοής σε παραδοσιακές ιδέες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ήχος ποτηριών γεμάτων νερό, αυτός των σπρέι και, τέλος, ενός βιμπραφώνου σκεπασμένου με φύλλα αλουμινίου, έτσι ώστε να παράγει ήχο αντίστοιχο με εκείνο της ηλεκτρονικής μουσικής, προσδίδουν, πέρα πάσης αμφιβολίας, πρωτοτυπία στο έργο. Η θέα των μελών του κουαρτέτου, καθισμένων σε ένα τραπέζι ενόσω παράγουν μελωδικούς ήχους τσουγκρίζοντας τα ποτήρια, ή, αργότερα, η περιστροφή τους γύρω από το ίδιο ταμπουρίνι, καθιστά το όλο έργο πραγματικό happening. Κι όμως, η μουσική είναι απόλυτα προσιτή, ευχάριστη και με συναρπαστικό ρυθμό. Hydro και Wind είναι ο τίτλος των δυο πρώτων μερών. Το τρίτο (Solar) – με τη χρήση του βιμπραφώνου-δεν συμπεριλήφθηκε στην παρούσα συναυλία, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαρτίου 2019 στο Gould Hall του Curtis Institute of Music της Φιλαδέλφειας. Το έργο ερμηνεύεται από το συγκρότημα Sandbox Percussion και την ορχήστρα του Curtis Institute, απαρτιζόμενη αποκλειστικά από σπουδαστές του ιδρύματος.

Viet Cuong: Re(new)al – I. Hydro II. Wind

H Sarah Ioannides γεννήθηκε στην Καμπέρα, πρωτεύουσα της Αυστραλίας, από πατέρα ελληνοκυπριακής και μητέρα σκωτσέζικης καταγωγής. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και τελειοποίησε τις σπουδές της στο Curtis Institute of Music και, αργότερα, στην Αγία Πετρούπολη. Από το 2002 έως το 2004 άσκησε ταυτόχρονα καθήκοντα βοηθού αρχιμουσικού της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σινσινάτι και καλλιτεχνικής διευθύντριας της Ορχήστρας Νέων της ίδιας πόλης. Κατά τα έτη 2005 έως 2011 ηγήθηκε της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ελ Πάσο και από το 2005 έως το 2017 της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Σπάρτανμπουργκ, της Νότιας Καρολίνας. Το 2015 ανέλαβε καλλιτεχνική διευθύντρια της Συμφωνικής Ορχήστρας της Τακόμα, της Πολιτείας Ουάσινγκτον. Το συμβόλαιό της εκπνέει με τη λήξη της περιόδου 2023-2024. Έχει κατά καιρούς διευθύνει την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, την Εθνική Ορχήστρα της Λυών, την Ορχήστρα Tonkünstler της Βιέννης και τις Συμφωνικές του Σινσινάτι και του Σηάτλ.

Sarah Ioannides – TV Tacoma’s Art Town

Η Δημιουργία του κόσμου (La Création du monde) είναι ένα δεκαπεντάλεπτης διάρκειας μπαλέτο του Γάλλου Darius Milhaud (1892-1974), μέλους της επονομαζόμενης Ομάδας των έξι (Milhaud, Honegger, Poulenc, Auric, Tailleferre, Durey). Το λιμπρέτο είναι του Ελβετού ποιητή και δοκιμιογράφου Blaise Cendrars και αφηγείται τη δημιουργία του κόσμου έτσι όπως περιγράφεται στην αφρικανική λαϊκή μυθολογία. Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1923 στο Παρίσι. Το έργο είναι εμπνευσμένο από τη μουσική της τζαζ, την οποία ο Milhaud ανακάλυψε το 1920 στο Λονδίνο και το 1922 στη Νέα Υόρκη, στους δρόμους και στα μπαρ του Χάρλεμ. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του άρχισε να συνθέτει με βάση αυτό που ο ίδιος βάπτισε “ιδίωμα της τζαζ” (εναλλαγές μελωδίας και αρμονίας που παραπέμπουν στη μουσική μπλουζ, τραγουδιστές κορυφώσεις και θορυβώδεις ρυθμοί). Ένα χρόνο αργότερα ολοκλήρωσε τη σύνθεση της Δημιουργίας του κόσμου. Το μπαλέτο απαρτίζεται από έξι μέρη. Ξεκινά με την εμφάνιση τριών Αφρικανών θεών της δημιουργίας, οι οποίοι με ξόρκια και τελετουργίες εμφυσούν ζωή σε δέντρα και ζώα. Με τη δημιουργία του ανθρώπου γεμίζουν τη σκηνή ανδρες και γυναίκες χορευτές. Το έργο ολοκληρώνεται με την παραμονή, επιτόπου, ενός ζευγαριού, το οποίο, έπειτα από την αποχώρηση όλων των υπολοίπων, συμβολίζει τον πόθο και το ζευγάρωμα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της πρεμιέρας σχεδιάστηκαν από τον Fernand Léger, έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του κυβισμού, λάτρη με τη σειρά του της αφρικανικής πρωτόγονης τέχνης. Η μουσική γραφή αποπνέει τα διακριτικά γνωρίσματα της αισθητικής της Ομάδας των έξι, με προεξέχοντα τον συνδυασμό λαϊκών μορφών τέχνης με την παραδοσιακή κλίση των Γάλλων προς το στοιχείο του εξωτισμού. Στο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του ΄20 ήταν διάχυτη η αφρικανική (και αφρο-αμερικανική) μόδα. Οι “έξι” ήταν τακτικοί θαμώνες επιλεγμένων μπαρ, όπου παιζόταν νέγρικη μουσική στην πιο αυθεντική της εκδοχή. Η Δημιουργία του κόσμου ακολουθεί αυτήν ακριβώς την παράδοση. Πρόκειται για την πρώτη, κατά σειρά, σύνθεση του Milhaud, όπου αποτυπώνεται η έφεση και το ενδιαφέρον του για το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Είχε προηγηθεί νωρίτερα η γνωριμία του με την λατινοαμερικανική μουσική στη διάρκεια της θητείας του ως Α΄ Γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας στη Βραζιλία, στοιχείο, που είναι επίσης διάχυτο σε πολλά από τα έργα του. Η πρεμιέρα δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Τα κοστούμια του Léger απέσπασαν μεν θετικά σχόλια, αποδείχθηκαν όμως άβολα για τους χορευτές, εμποδίζοντας τις κινήσεις τους. Σήμερα, η Δημιουργία του κόσμου έχει ενσωματωθεί πλέον στο συμφωνικό ρεπερτόριο και υπό αυτή τη μορφή ερμηνεύεται στις αίθουσες συναυλιών. Εκτελείται από την Sarah Ioannides και τη Συμφωνική Ορχήστρα Τακόμα.

Darius Milhaud: La Création du Monde

 

Barbara Hannigan

Pulcinella είναι ο τίτλος ενός μονόπρακτου μπαλέτου του Ρώσου συνθέτη Igor Stravinsky (1882- 1971) βασισμένου επάνω σε μουσικά θέματα, τα οποία αποδίδονται στον Ιταλό Giovanni Battista Pergolesi (1710-1736). Πρωτοανεβάστηκε το 1920 στο Παρίσι με σκηνικά και κοστούμια σχεδιασμένα από τον Pablo Picasso. Η πλοκή και οι πρωταγωνιστές του έργου προέρχονται από την ναπολιτάνικη comedia dell’ arte. Πρόκειται για μια κομβική καμπή στην όλη σταδιοδρομία του Stravinsky, καθώς σηματοδοτεί τη στροφή του μουσικοσυνθέτη προς τον νεοκλασσικισμό, στον οποίο θα παραμείνει πιστός για τις επόμενες δεκαετίες. Στην αρχική μορφή που παρουσιάζεται παρακάτω, το έργο είναι γραμμένο για ορχήστρα δωματίου με τη σύμπραξη τριών μονωδών. Πρόκειται για ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, γι’ αυτό και παρατίθεται στο σύνολό του. Η υπέροχη συναυλία πραγματοποιήθηκε στις 28 Μαΐου 2021 στη κεντρική αίθουσα Pierre Boulez της Philharmonie de Paris. Η Barbara Hannigan διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας.

Igor Stravinsky: Pulcinella

Εδώ και λίγα χρόνια, η γεννημένη στον Καναδά Barbara Hannigan ακολουθεί διπλή σταδιοδρομία: τραγουδίστριας και αρχιμουσικού (ενίοτε δε αμφότερα στο πλαίσιο της ίδιας συναυλίας). Ως υψίφωνος είναι γνωστή για την κλίση της προς το σύγχρονο ρεπερτόριο, έχοντας συμμετάσχει στις παγκόσμιες πρώτες 85 έργων και συνεργαστεί με συνθέτες όπως ο Pierre Boulez, o Henri Dutilleux, o György Ligeti, o Karlheinz Stockhausen, o Pascal Dussapin κ.ά. Έχει διευθύνει καταξιωμένες ορχήστρες (Φιλαρμονικές του Βερολίνου, του Μονάχου της Πράγας και της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, Συμφωνικές του Λονδίνου, του Γκέτεμποργκ και του Τορόντο, Ορχήστρα της Ακαδημίας Σάντα Σετσίλια της Ρώμης, Ορχήστρα Δωματίου Μάλερ, Ορχήστρα του Κλήβελαντ κλπ.) και είναι περιζήτητη ανά τον κόσμο. Εντυπωσιάζει με τον αυθορμητισμό της αλλά με τα αποθέματα ενέργειας και δυναμισμού που διαθέτει μέσα της και που αξιοποιεί με τον δικό της, μοναδικό, τρόπο σε κάθε δημόσια εμφάνιση. Μέχρι στιγμής (πιθανότατα έως ότου ολοκληρωθεί η σταδιοδρομία της ως υψίφωνου) επιλέγει να παραμείνει “Freelance conductor”, αποφεύγοντας να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση κάποιου συμφωνικού συγκροτήματος. Από το 2017 εποπτεύει ένα πρόγραμμα διδασκαλίας και υποστήριξης νέων καλλιτεχνών στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής τους καριέρας, το οποίο έχει ονομάσει Equilibrium Young Artists.

Μπάρμπαρα Χάνιγκαν: Η μούσα της σύγχρονης μουσικής

Το βίντεο που ακολουθεί αποτελεί παράσταση για ένα πρόσωπο (One Woman Show). H Barbara Hannigan διευθύνει, τραγουδάει από το βάθρο με την πλάτη γυρισμένη στην ορχήστρα, σε κάποια στιγμή διαχειρίζεται τους μουσικούς της τελευταίας σαν μέλη μιας καλοδουλεμένης χορωδίας και ερμηνεύοντας ένα έργο, το οποίο έχει νωρίτερα διασκευάσει η ίδια. Όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα είναι κάτι το πρωτόγνωρο και αποκαλύπτουν το πολύπλευρο ταλέντο της καλλιτέχνιδος. Girl Crazy είναι ένα μιούζικαλ που ο George Gershwin (1898-1937) συνέθεσε το 1930 πάνω σε στίχους του αδελφού του Ira. Χάρη σε αυτό, η ηθοποιός και χορεύτρια Ginger Rodgers έγινε, μέσα στο ίδιο το βράδυ της πρεμιέρας, αστέρι. Μεταξύ των μελών της ορχήστρας της πρεμιέρας συναντά κανείς ονόματα, που λίγο αργότερα άφησαν εποχή (Glenn Miller και Beny Goodman μεταξύ άλλων). Κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης είναι ο Danny Churchill, ο οποίος επιστρέφει στη γενέτειρά του Αριζόνα, προκειμένου να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του πατέρα του να αναλάβει τη διαχείριση του αγροκτήματος της οικογένειας σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα. Στόχος είναι να ασχοληθεί με περισσότερο σοβαρές υποθέσεις από ότι το ποτό και οι γυναίκες. Αντ’ αυτού, ο Danny μετατρέπει το ράντζο σε ένα είδος κέντρο αγροτουρισμού, προσλαμβάνοντας χορεύτριες από το Broadway και προσελκύοντας, προς μεγάλη απελπισία συγγενών και ντόπιων, πελατεία και από τις δυο ακτές των ΗΠΑ. Το έργο συμπεριλαμβάνει αθάνατα τραγούδια όπως είναι τα But Not for Me, Embraceable You και, φυσικά, το πασίγνωστο I Got Rythm. Επόμενο ήταν το κοινό να το αγκαλιάσει από την πρώτη κιόλας στιγμή. Το Girl Crazy γυρίστηκε τρεις φορές σε κινηματογραφική ταινία. Περισσότερο πετυχημένη είναι εκείνη του 1943 με τον Mickey Rooney και την Judy Garland στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μάλιστα, η Garland έχει διπλή παρουσία ενσαρκώνοντας ταυτόχρονα ρόλους της Kate και της Molly. Η Barbara Hannigan, με τη συνδρομή του Bill Elliot, προχώρησε σε μια διασκευή του μιούζικαλ, στην οποία έδωσε τον τίτλο Girl Crazy Suite. Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι πως στην ενορχήστρωση είναι εμφανής η επίδραση που ασκεί επάνω της η Νέα Σχολή της Βιέννης (Berg, Schoenberg, Webern). Υπό αυτή την οπτική, η μουσική του Gershwin ηχεί κάπως ασυνήθιστα, όχι όμως λιγότερο ελκυστικά. Η συναυλία που ακολουθεί έλαβε χώρα το 2017 στην αίθουσα Concertgebouw του Άμστερνταμ. Η ζωντανή ηχογράφηση, η οποία κυκλοφόρησε ταχύτατα στο εμπόριο, τιμήθηκε με το βραβείο Grammy.

George Gershwin: Girl Crazy Suite

 

Alondra de la Parra

 Η Κλασσική Συμφωνία, η πρώτη κατά σειρά από τις έξι που συνέθεσε συνολικά ο Sergei Prokofiev (1891-1953), είναι ένα νεανικό και ιδιαίτερα δημοφιλές έργο του μεγάλου Ρώσου μουσουργού. Ολοκληρώθηκε το 1917 και πρωτοπαίχθηκε το 1918 στην Πετρούπολη υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η προσωνυμία ανήκει στον ίδιο τον Prokofiev, ο οποίος επιχείρησε να μιμηθεί το κλασσικό ύφος των Mozart και Haydn, χρησιμοποιώντας τα μέσα της δικής του εποχής. Η ενορχήστρωση είναι διάφανη. Σε αυτό συνεισφέρει και το περιορισμένο μέγεθος της ορχήστρας (δυο φλάουτα, δυο όμποε, δυο κλαρινέτα, δυο φαγκότα, δυο κόρνα, δυο τρομπέτες, έγχορδα και κρουστά). Το σύντομο αυτό έργο απαρτίζεται από τέσσερα μέρη: I. Allegro, II. Larghetto, III. Gavotte: Non troppo allegro, IV. Molto vivace. Η χαρά, η αισιοδοξία, η δίψα για ζωή, το χιούμορ, σε συνδυασμό με το ανάλαφρο και παιχνιδιάρικο ύφος που διατρέχει το έργο από άκρη σε άκρη, καθιστούν την ακρόαση ιδιαίτερα απολαυστική. Το ίδιο και η υποδειγματική ερμηνεία από την Alondra de la Parra και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης. Η μαγνητοσκόπηση πραγματοποιήθηκε στη Sendesaal της γερμανικής μεγαλούπολης στις 24 Ιουνίου 2020.

Sergei Prokofiev: Symphony Nr. 1 “Classical” Op. 25

Γεννημένη στη Νέα Υόρκη από γονείς Μεξικανούς, η Alondra de la Parra εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Πόλη του Μεξικού, όπου ξεκίνησε τις σπουδές της και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να διαμένει. Τελειοποίησε τις σπουδές της στη Νέα Υόρκη (Manhattan School of Music). Εκεί παρακολούθησε σεμινάρια διδασκαλίας από τους Kurt Masur, Charles Dutoit και Marin Alsop. To 2003, σε ηλικία 23 ετών, ίδρυσε τη δική της ορχήστρα (Philharmonic Orchestra of the Americas – POA), απαρτιζόμενη από Μεξικανούς, οι οποίοι διαβιούσαν στις ΗΠΑ. Στόχος ήταν η προβολή του μεξικανικού ρεπερτορίου. Το 2011 η ορχήστρα διαλύθηκε εξαιτίας οικονομικής στενότητας. Η μεγάλη ώθηση στη σταδιοδρομία της χρονολογείται από τις αρχές το 2016, όταν ανέλαβε μόνιμη αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Κουίνσλαντ, στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας. Έπειτα από μια πετυχημένη τετραετία αποχώρησε από την ορχήστρα ταυτόχρονα με την εκπνοή του συμβολαίου της. Έκτοτε, ακολουθεί μια άκρως πετυχημένη σταδιοδρομία στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων έχει διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, την Ορχήστρα του Παρισιού, την Ορχήστρα Τονχάλλε της Ζυρίχης, τις Συμφωνικές Ορχήστρες της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου και του São Paulo, την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Δανίας, την Ορχήστρα της Ακαδημίας Σάντα Σετσίλια της Ρώμης, τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης κά. Σήμερα έχει αναγορευτεί σε πρέσβειρα πολιτισμού του Μεξικού.

La Maestra: portrait of Mexican conductor Alondra de la Parra

Το αφιέρωμα στις γυναίκες αρχιμουσικούς δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με ωραιότερο τρόπο από τον παρακάτω. Το Danzón No. 2 είναι ένα από τα περισσότερο δημοφιλή έργα του σύγχρονου μεξικανικού μουσικού ρεπερτορίου. Πρόκειται για παραγγελία προς τον συνθέτη Arturo Márquez του Εθνικού Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού (UNAM), όπου και πρωτοπαίχτηκε το έργο το 1994. Είναι εμφανής η επίδραση της κουβανέζικης μουσικής (ταυτόχρονα όμως και της μουσικής παράδοσης της επαρχίας Veracruz, στην ανατολική ακτή του Μεξικού) από την οποία ο συνθέτης αντλεί την έμπνευσή του. Το ρυθμικό ενδιαφέρον του έργου διατηρείται ανέπαφο χάρη στις συνεχείς εναλλαγές του χρόνου. Είναι γραμμένο για πολυπληθή ορχήστρα αλλά και ιδιαίτερο ρόλο αφιερωμένο στο κλαρινέτο, το φλάουτο, το πιάνο, το βιολί και το γαλλικό κόρνο προσφέροντας, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα στους σολίστ της ορχήστρας να αναδείξουν τη δεξιοτεχνία τους. Το Danzón No. 2 έγινε γνωστό εκτός συνόρων το 2007, στο πλαίσιο της πρώτης περιοδείας στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ της Ορχήστρας Νέων Simón Bolívar και του διευθυντή της Gustavo Dudamel, που το ενέταξαν στο πρόγραμμά τους. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε έκτοτε, η Alondra de la Parra έκανε το έργο στην κυριολεξία κτήμα της, αποδίδοντάς το με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Η ακρίβεια των κινήσεών της, η έκφραση του προσώπου της που αποπνέει μια ξεχωριστή αύρα, ο χορευτικός της ρυθμός πάνω στο βάθρο, το μεγαλόψυχο χαμόγελό της, η γοητευτική προσωπικότητά της είναι σε θέση να ξεσηκώσουν το κοινό, έτσι όπως ακριβώς συνέβη μια βραδιά του 2015 στην κεντρική αίθουσα Pierre Boulez της Philharmonie de Paris, με τη συνδρομή της, υπνωτισμένης από το φλογερό ταμπεραμέντο της αρχιμουσικού, Ορχήστρας του Παρισιού

Arturo Márquez: Danzón No. 2

Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος

Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Παρασκευή Ευσταθιάδου